ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2011) 1 ΑΑΔ 1635

22 Σεπτεμβρίου, 2011

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΚΡΥΣΤΑΛΛΩ ΓΙΑΛΛΟΥΡΟΥ,

Εφεσείουσα-Εναγόμενη-Ενάγουσα δι' ανταπαιτήσεως,

v.

1. ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ,

2. ΛΑΪΚΗ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων-Εναγομένων δι' ανταπαιτήσεως.

(Πoλιτική Έφεση Αρ. 50/2008)

 

Χρηματιστήριο ― Συμφωνία Επενδυτικού σχεδίου μεταξύ της εφεσίβλητης και εφεσείουσας ― Απόρριψη έφεσης εναντίον αγωγής με την οποία εκδόθηκε απόφαση για το σχετικό υπόλοιπο λογαριασμού ― Εκρίθη ότι οι εφεσίβλητοι δεν λειτουργούσαν ως εμπειρογνώμονες και ειδικοί σύμβουλοι της εφεσείουσας αναφορικώς με την αγοραπωλησία μετοχών στο Χ.Α.Κ. και δεν κατέστησαν θεματοφύλακες και καταπιστευματοδόχοι οι οποίοι θα έπρεπε να προβαίνουν σε άριστη και κερδοφόρο διαχείριση των επενδύσεών της στο Χ.Α.Κ. ― Απόρριψη εισήγησης για ακυρότητα της σύμβασης λόγω αντίθεσης με τη δημόσια πολιτική.

Έφεση ― Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας είναι κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Απόδειξη ― Επίδικα θέματα ― Εφαρμοστέες αρχές ― Πότε αποκλείεται η συζήτηση θεμάτων που δεν κατέστησαν επίδικα.

Στο πλαίσιο επενδυτικού σχεδίου στο οποίο συμφώνησε να συμμετάσχει η εφεσείουσα-εναγόμενη, υπογράφηκαν μεταξύ της και της εφεσίβλητης 1-ενάγουσας συμφωνία χρηματοδότησης και παροχής τραπεζικών διευκολύνσεων.

Σύμφωνα με την Τράπεζα, οι εξασφαλίσεις με τη μορφή μετοχών που είχε με βάση τη συμφωνία αναλάβει να παρέχει, σε κάποιο στάδιο, υπολείπονταν του ποσοστού κάλυψης του ορίου του λογαριασμού, γεγονός για το οποίο ενημέρωσε επανειλημμένα την εφεσείουσα, και αργότερα εγγράφως η Τράπεζα, ενόψει τούτου, τερμάτισε τη συμφωνία και κάλεσε την εφεσείουσα να καταβάλει το χρεωστικό υπόλοιπο το οποίο και  διεκδίκησε με αγωγή.

Ήταν μεταξύ άλλων η θέση της εναγόμενης ότι παραπλανήθηκε στην υπογραφή της συμφωνίας λόγω των προς αυτήν αναληθών παραστάσεων και υποσχέσεων των εναγόντων. Υπέβαλε δε  ότι  οι ενάγοντες  και οι εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενοι 2, παρέστησαν στην εναγόμενη ότι διέθεταν εξειδικευμένες γνώσεις και ότι θα ενεργούσαν ως εμπειρογνώμονες και ειδικοί σύμβουλοι της αναφορικώς με την αγοραπωλησία μετοχών στο Χ.Α.Κ. και ότι θα ήσαν οι θεματοφύλακες και καταπιστευματοδόχοι της προβαίνοντας σε άριστη και κερδοφόρο διαχείριση των επενδύσεων της στο Χ.Α.Κ..

Επέρριψε δε μεταξύ άλλων ευθύνες στους εφεσίβλητους ότι αν και όφειλαν να ρευστοποιήσουν τις μετοχές προς είσπραξη του λαβείν τους, αμελώς ή και ένεκα κατάχρησης εμπιστοσύνης δεν το έπραξαν, με αποτέλεσμα να κωλύονταν από το να αξιώνουν πληρωμή του επίδικου ποσού.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, απέρριψε τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας και εξέδωσε απόφαση εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ της Τράπεζας για το ποσό των £115.810,16 σεντ πλέον τόκους, μειωμένους όμως σε σχέση προς την αξίωσή της. Περαιτέρω, απέρριψε την ανταπαίτηση που είχε εγείρει η εναγόμενη.

Ασκήθηκε έφεση από την εναγόμενη και προβλήθηκαν οκτώ λόγοι έφεσης και μεταξύ άλλων αμφισβητήθηκε:

α) η απόρριψη της μαρτυρίας της εφεσείουσας, ως αναξιόπιστης.

β) η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως δεν δημιουργήθηκε παρακαταθήκη ή καταπίστευμα και πως, απλώς χορηγήθηκαν πιστωτικές διευκολύνσεις ως επίσης και η απόρριψη της ανταπαίτησης.

           

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας είναι κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου και δεν συνέτρεχε λόγος παρέμβασής.

2.  Από το κείμενο του «Ενεχυριαστήριου Εγγράφου» και το Πληρεξούσιο προς την Επενδυτική δεν προέκυπτε ότι δημιουργήθηκε παρακαταθήκη/καταπίστευμα, πέρα από την επισήμανση αναφορικά με εντολές της εφεσείουσας για πραγματοποίηση των πράξεων.

3.  Αναφορικά με τις θέσεις της εφεσείουσας ότι οι Ενάγοντες ανέλαβαν ρόλο εμπειρογνώμονα/συμβούλου δεν προέκυπτε από τη χρήση του όρου «επενδυτικός σύμβουλος» αφ' εαυτής τέτοια διάσταση στο ρόλο της Επενδυτικής, πολύ λιγότερο δε, της Τράπεζας.

4.  Αναφορικά με τις θέσεις της εφεσείουσας ότι η επίδικη συμφωνία παραβίαζε εγκύκλιο της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου  και  κατέστη εξ υπαρχής άκυρη ως αντίθετη με το Αρθρο 23(ε) του Νόμου περί Συμβάσεων, Κεφ. 149, ένεκα αντίθεσής της με τη δημόσια πολιτική (public policy) γεγονός που την καθιστούσε  παράνομη, η επικαλούμενη εγκύκλιος εκδόθηκε μετά τη σύναψη της συμφωνίας. Δεν ήταν νοητό να βάλλεται η νομιμότητα συμφωνίας που είχε ήδη συναφθεί με αναφορά σε εγκύκλιο που εκδόθηκε για το μέλλον.

5.  Η θέση της εφεσείουσας πως η Τράπεζα θα έπρεπε να είχε προχωρήσει σε πώληση όλων των μετοχών και όχι αντ' αυτού, να αγοράσει και άλλες, δεν ήταν επίδικο ζήτημα όπως το είχε ρητά προσδιορίσει η εφεσείουσα στην υπεράσπιση/ανταπαίτησή της, ούτε δε με το σχετικό λόγο έφεσης.

6.  Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επέτρεψε την κατάθεση του πορίσματος των Επιτροπών Ελέγχου και Οικονομικών της Βουλής  θεωρώντας το ως άσχετο προς τα επίδικα θέματα.

7.  Ορθώς το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επεκτάθηκε σε ζήτημα που δεν είχε προσδιοριστεί ως επίδικο, όπως και η αμφισβήτηση των πράξεων που έγιναν μέσω της Λαϊκής Χρηματιστηριακής Λτδ.

8.  Δεν ευσταθούσε η θέση της εφεσείουσας ότι η αγωγή ήταν πρόωρη και ότι η Τράπεζα θα έπρεπε πρώτα να ρευστοποιήσει τις μετοχές που είχε ενεχυριάσει και συνιστούσαν εξασφάλιση της όποιας οφειλής της. Σύμφωνα με το σχετικό έγγραφο ενεχυρίασης η πώληση των μετοχών που ενεχυριάστηκαν ήταν προαιρετική και όχι υποχρεωτική για την Τράπεζα.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Συρίμη v. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ 1131,

Καλλικάς v. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ 1238.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Σάντης, A.E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 685/2003), ημερομ. 28.12.2007.

Στ. Λεμονάρη, για την Εφεσείουσα.

Μ. Λοΐζου για Ιωαννίδη και Δημητρίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 9.8.99, στο πλαίσιο επενδυτικού σχεδίου στο οποίο συμφώνησε να συμμετάσχει η εφεσείουσα-εναγόμενη, υπογράφηκαν μεταξύ της και της εφεσίβλητης 1-ενάγουσας (η Τράπεζα) συμφωνία χρηματοδότησης και παροχής τραπεζικών διευκολύνσεων. Στις 27.8.99 η εφεσείουσα διόρισε με πληρεξούσιο έγγραφο την εφεσίβλητη 2 (εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενη 2) (η Επενδυτική) που ανήκε στον ίδιο Όμιλο με την Τράπεζα ως αντιπρόσωπο για την εξ ονόματός της αγορά και πώληση κινητών αξιών στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.

Η Τράπεζα παραχώρησε στην εφεσείουσα πιστωτικές διευκολύνσεις και άνοιξε προς όφελός της λογαριασμό μέσω του οποίου γίνονταν διάφορες χρεοπιστώσεις σε σχέση με μεγάλο αριθμό αγοραπωλησιών τέτοιων αξιών. Οι αγοραπωλησίες, κατά τη δικογραφημένη θέση της Τράπεζας, γίνονταν από την Επενδυτική, ως αντιπρόσωπο της εφεσείουσας, πάντοτε κατόπιν εντολών της ή εντολών αντιπροσώπων της, και αποστελλόταν στην εφεσείουσα μηνιαία κατάσταση λογαριασμού, τριμηνιαία κατάσταση όλων των αγοραπωλησιών και πινακίδια συναλλαγών, σε σχέση με τα οποία η εφεσείουσα ουδέποτε πρόβαλε αμφισβήτηση. Επειδή, στην πορεία, η Τράπεζα, όπως ήταν η θέση της, διαπίστωσε πως οι εξασφαλίσεις με τη μορφή μετοχών που είχε με βάση τη συμφωνία αναλάβει να παρέχει, υπολείπονταν του ποσοστού κάλυψης του ορίου του λογαριασμού, εξέλιξη για την οποία επανειλημμένως ενημερώθηκε η εφεσείουσα, στις 13.11.02, εγγράφως η Τράπεζα, ενόψει αυτής της συμβατικής παράβασης, τερμάτισε τη συμφωνία και κάλεσε την εφεσείουσα να καταβάλει το χρεωστικό υπόλοιπο. Η εφεσείουσα, με έγγραφο ενεχυρίασης κινητών αξιών, είχε ενεχυριάσει και καταθέσει στην Τράπεζα τίτλους κινητών αξιών προς εξασφάλιση των τραπεζικών διευκολύνσεων, αλλά η Τράπεζα, ως προς αυτό, επιφύλαξε τα δικαιώματά της. Το χρεωστικό υπόλοιπο το διεκδίκησε με την αγωγή.

Δεν αμφισβητούνται οι λεπτομέρειες των αγοραπωλησιών που έγιναν και το χρεωστικό υπόλοιπο στο λογαριασμό. Η αντίδραση της εφεσείουσας αφορούσε στη ρίζα της αιτίας της αγωγής στην οποία η Τράπεζα στήριξε την αξίωσή της. Αυτό, πάνω σε διάφορα επίπεδα τα οποία το πρωτόδικο δικαστήριο συνόψισε ως ακολούθως:

«Είναι θέση της εναγόμενης ότι παραπλανήθηκε στην υπογραφή της συμφωνίας λόγω των προς αυτήν αναληθών παραστάσεων και υποσχέσεων των εναγόντων, τις οποίες γνώριζαν ότι ήσαν αναληθείς και ότι δε σκόπευαν να εκπληρώσουν, με αποτέλεσμα, ως εκ τούτων των παραστάσεων και υποσχέσεων, να παρασυρθεί στην υπογραφή της. Εν πάση περιπτώσει, η συμφωνία συγκρούεται και παραβιάζει διοικητικές οδηγίες και εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και είναι ανήθικη και αντίθετη με τη δημόσια πολιτική και ως τέτοια είναι, παράνομη και άκυρη. Οι ενάγοντες και οι εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενοι 2, παρέστησαν στην εναγόμενη ότι διέθεταν εξειδικευμένες γνώσεις και ότι θα ενεργούσαν ως εμπειρογνώμονες και ειδικοί σύμβουλοι της αναφορικώς με την αγοραπωλησία μετοχών στο Χ.Α.Κ. και ότι θα ήσαν οι θεματοφύλακες και καταπιστευματοδόχοι της προβαίνοντας μάλιστα σε άριστη και κερδοφόρο διαχείριση των επενδύσεων της στο Χ.Α.Κ.. Ως εκ τούτου εναπόθεσε την πλήρη εμπιστοσύνη της στους ενάγοντες οι οποίοι επιπροσθέτως, παρέστησαν σε αυτήν ότι εγγεγραμμένοι τίτλοι στο Χ.Α.Κ., τους οποίους θα αποκτούσαν κατά καιρούς για λογαριασμό της, θα αποτελούσαν και τη μοναδική εξασφάλιση για τις διευκολύνσεις που θα της έδιναν και μάλιστα, της άφησαν να νοηθεί ότι θα ρευστοποιούσαν μετοχές με σκοπό την πλήρη κάλυψη των διευκολύνσεων και των χρηματικών ποσών που επένδυσε σε εισηγμένες μετοχές στο Χ.Α.Κ.. Οι ενάγοντες και η Λαϊκή Επενδυτική Λτδ, αν και όφειλαν να ρευστοποιήσουν τις μετοχές προς είσπραξη του λαβείν τους, αμελώς ή και ένεκα κατάχρησης εμπιστοσύνης δεν το έπραξαν, με αποτέλεσμα να κωλύονται από το να αξιώνουν πληρωμή του επίδικου ποσού. Ναι μεν οι ενάγοντες άνοιξαν στο όνομα της το λογαριασμό, όμως κατά το χρόνο της διαπραγμάτευσης του λογαριασμού και των σχετικών εγγράφων και συμφωνιών, εκμεταλλεύτηκαν την ισχυρή και δεσπόζουσα θέση που είχαν έναντι της, επιβάλλοντας της επαχθείς όρους και υποχρεώσεις, μεταξύ των οποίων ήταν και ο εξαναγκασμός της να δεχθεί τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου της από την Λαϊκή Επενδυτική Λτδ. Με βάση το πληρεξούσιο έγγραφο ημερομηνίας 24.8.99, η Λαϊκή Επενδυτική Λτδ πρόβαινε σε αγοραπωλησίες μετοχών κατά το δοκούν χωρίς εκ των προτέρων να την ενημερώνει και να λαμβάνει τη συγκατάθεση και σύμφωνη γνώμη της. Η οποιαδήποτε ενημέρωση τελικώς λάμβανε χώραν γινόταν μετά τις αγοραπωλησίες, οι δε τίτλοι των μετοχών αυτών δεν αποστέλλονταν εγκαίρως ή και καθόλου σε αυτήν με αποτέλεσμα να μην έχει την ευκαιρία να τις διαθέτει κατά βούληση και στον κατάλληλο χρόνο και ως εκ τούτου να υποστεί ανεπανόρθωτες ζημιές από την κατακόρυφη πτώση της αξίας των μετοχών, που επακολούθησε. Η τιμή των διαφόρων μετοχών που ήσαν εισηγμένες στο Χ.Α.Κ. και οι οποίες αγοράστηκαν από τους ενάγοντες για την εναγόμενη, ήταν φουσκωμένη και διογκωμένη και δεν αντιπροσώπευε την πραγματική αξία τους. Κατά τις αρχές του 2000, η τιμή των μετοχών αυτών άρχισε να παρουσιάζει σταδιακή μείωση με αποτέλεσμα, κατά τη διάρκεια της χρονιάς εκείνης μέχρι και σήμερα, η τιμή τους να σημειώσει κατακόρυφη πτώση, χωρίς οι ενάγοντες ή η Λαϊκή Επενδυτική Λτδ, να τη συμβουλέψουν και να την προστατεύσουν αναλόγως.»

Αρνήθηκε, επομένως, την αξίωση στο σύνολό της και, παράλληλα, ανταπαίτησε από την Τράπεζα και την Επενδυτική το ποσό των £83.821,50 σεντ το οποίο θεωρούσε ότι εμπιστεύτηκε για τον πιο πάνω σκοπό και το οποίο ουσιαστικά εξανεμίστηκε ως εκ της αμέλειας που επιδείχθηκε.

Η Τράπεζα κάλεσε εννέα μάρτυρες. Οι επτά εργάζονταν στην Τράπεζα και στην Επενδυτική. Ο όγδοος στη Λαϊκή Χρηματοδοτήσεις Λτδ και ο ένατος στο Τμήμα Εκκαθάρισης Συναλλαγών του Χ.Α.Κ.. Εξηγήθηκαν από τους μάρτυρες τα αφορώντα στο Σχέδιο, στη σύναψη της συμφωνίας, στην υπογραφή των πληρεξουσίων, στην ενεχυρίαση μετοχών, στην εξέλιξη του λογαριασμού και στο εν τέλει υπόλοιπο του που αξιώθηκε και κατέθεσαν όλα τα σχετικά έγγραφα.

Από την άλλη πλευρά κατέθεσε η εφεσείουσα και ένας λειτουργός στη Διεύθυνση Εποπτείας Τραπεζικών Ιδρυμάτων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Αυτός, σε σχέση με τη νομισματική και πιστωτική πολιτική για το 1999 ως προς την οποία κατέθεσε πέντε εγκυκλίους του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας προς όλες τις τράπεζες.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέκτηκε τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων της Τράπεζας και του ενός μάρτυρα υπεράσπισης και επ' αυτού δεν διατυπώθηκαν λόγοι έφεσης. Απέρριψε όμως ως εντελώς αναξιόπιστη τη μαρτυρία της εφεσείουσας. Για γενικούς λόγους αναφερόμενους σε υπεκφυγές και συναφώς προσπάθειας παραπλάνησης αλλά και ενόψει αντιφάσεων και αδυναμιών στη μαρτυρία της. Το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε σε έκταση με αυτή την τελευταία πτυχή και κατέγραψε κατά τρόπο συγκεκριμένο τις σκέψεις του με αναφορά στη μαρτυρία. Μαζί με αυτά τόνισε και το γεγονός πως η εφεσείουσα, στο τέλος, παραδέχτηκε πως ούτε εκπρόσωπος της Τράπεζας της είπε ότι θα εδημιουργείτο παρακαταθήκη ή καταπίστευμα αλλά ούτε και εκπρόσωπος της Επενδυτικής, όπως γενικώς και αορίστως, σε άλλο σημείο υποστήριξε. Ό,τι απέμενε επί του θέματος ήταν η αντίληψη της ότι η Επενδυτική θα τη συμβούλευε για τις αγοραπωλησίες μετοχών, κάτι που δεν έκαμε.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, στη βάση των διαπιστώσεων του όπως με λεπτομέρεια τις κατέγραψε, και αφού απέρριψε ως αβάσιμους διάφορους ισχυρισμούς της εφεσείουσας ως προς το νόμιμο της αξίωσης, εξέδωσε απόφαση κατά της εφεσείουσας και υπέρ της Τράπεζας για το ποσό των £115.810,16 σεντ πλέον τόκους, μειωμένους όμως σε σχέση προς την αξίωσή της. Περαιτέρω, απέρριψε την ανταπαίτηση.

Διατυπώθηκαν οκτώ λόγοι έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στην απόρριψη της μαρτυρίας της εφεσείουσας, ως αναξιόπιστης. Οι λόγοι έφεσης 3, 4 και 5 διασυνδέονται προς τον πρώτο, τουλάχιστον κατά μεγάλο μέρος. Αφορούν στη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως δεν δημιουργήθηκε παρακαταθήκη ή καταπίστευμα και πως, απλώς χορηγήθηκαν πιστωτικές διευκολύνσεις. Οι λόγοι έφεσης 6, 7 και 8 αφορούν σε ανεξάρτητους από τα πιο πάνω ισχυρισμούς, ενόψει των οποίων, ούτως ή άλλως, κατά την εκδοχή της εφεσείουσας, θα πρέπει να επιτύχει η έφεση. Όπως αντιλαμβανόμαστε, τόσο σε σχέση με την αποδοχή της αξίωσης όσο και σε σχέση με την απόρριψη της ανταπαίτησης.  Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης ένα προς ένα.

Ο 1ος λόγος έφεσης

Η εφεσείουσα, πρέπει να σημειώσουμε, δεν ασχολείται με όλες τις πτυχές της εκτεταμένης αιτιολόγησης στη βάση της οποίας το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία της. Εξειδικεύει ορισμένα ζητήματα και το πρώτο είναι πως ουδέποτε κατά την κύρια εξέταση της αλλά εν τέλει και κατά την αντεξέτασή της υποστήριξε πως δεν έδωσε εντολές για αγοραπωλησία μετοχών. Επομένως, η εφεσείουσα, όχι μόνο δεν αρνείται αλλά επικαλείται κιόλας την πραγματοποίηση αγοραπωλησιών με δικές της εντολές. Πώς αυτή η πραγματικότητα θα ήταν δυνατό να συνταιριαστεί με το γενικότερο βασικό ισχυρισμό πως δημιουργήθηκε παρακαταθήκη/καταπίστευμα, στο πλαίσιο των οποίων ήταν οι εφεσίβλητοι, έστω η Επενδυτική, που θα διαχειρίζονταν κατά τη δική τους κρίση το χαρτοφυλάκιο της, είναι θέμα το οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο επίσης σημείωσε κατά την απόρριψη της εκδοχής της εφεσείουσας. Όμως επανερχόμαστε στο εξειδικευμένο επιχείρημα. Δεν σημείωσε ρητά το πρωτόδικο δικαστήριο πως ήταν στην κύρια εξέταση που η εφεσείουσα κατέθεσε ότι έδιδε τέτοιες εντολές και, πάντως, σημασία έχει η αλλαγή θέσης και όχι η χρονική στιγμή της. Οι εφεσίβλητοι παραπέμπουν στη σελίδα 101 των πρακτικών, όπου, πράγματι, η εφεσείουσα κατά την αντεξέτασή της ισχυρίστηκε πως δεν έδιδε τέτοιες εντολές. Θα καταγράψουμε αυτούσια την ερώτηση και την απάντηση σ' αυτή γιατί και στην υπεράσπιση και ανταπαίτηση της εφεσείουσας, ρητά και χωρίς περιορισμούς διατυπώνεται ο ισχυρισμός πως οι αγοραπωλησίες γίνονταν κατά το δοκούν και χωρίς την εκ των προτέρων ενημέρωσή της. Πολύ λιγότερο, με εντολές της.

«Ε. Η θέση που μας λέτε στην παράγραφο 6 της υπεράσπισης, είναι ότι η Λαϊκή Επενδυτική έκανε πράξεις κατά το δοκούν χωρίς τις δικές σας εντολές, αυτή τη θέση έχετε και σήμερα;

Α. Μάλιστα. Και οι ενάγοντες το ίδιο».

Για να ακολουθήσει η διαφορετική της θέση στη συνέχεια πως έδιδε κάποιες εντολές αφού κατατέθηκαν και απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες της, που ήταν και η ουσία της ορθής, όπως διαπιστώνουμε, επισήμανσης του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Το δεύτερο σημείο αφορά στην ενημέρωση της εφεσείουσας για τις πράξεις που γίνονταν. Η εφεσείουσα υποστηρίζει πως ουδέποτε αρνήθηκε ότι ενημερωνόταν γι' αυτές και ισχυρίστηκε πως «πουθενά η εφεσείουσα στη μαρτυρία της δεν ισχυρίστηκε ότι οι πράξεις που γινόντουσαν στο όνομά της ήταν αυθαίρετες και χωρίς την εξουσιοδότηση και γνώση της». Είναι όμως συμπέρασμα που διατυπώνει το πρωτόδικο δικαστήριο ως προς το επίμαχο σημείο, στη βάση της αρχικής θέσης της εφεσείουσας, όπως την παραθέσαμε, ότι πράγματι ήταν αυθαίρετες και χωρίς την εξουσιοδότησή της. Τα περαιτέρω στο σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση αφορούν στον τρόπο της ενημέρωσής της, την οποία εν τέλει παραδέχτηκε η εφεσείουσα. Η ίδια αναφέρθηκε σε ενημέρωση με σημειώματα ή τηλεφωνικώς αλλά της υποβλήθηκε πως ενημερωνόταν και με φάξ. Αυτής της μορφής η ενημέρωση, που θα ήταν εξειδικευμένη, αφαιρούσε από την εικόνα της χαλαρότητας ή της ελλιπούς ενημέρωσής της, αντίθετα προς την πραγματικότητα. Είναι αυτή την έκφανση που πραγματεύεται το πρωτόδικο δικαστήριο αφού σημείωσε ως υπεκφυγές της τις απαντήσεις πως το συγκεκριμένο φαξ ήταν του συζύγου της, όταν τον αριθμό του τον είχε δώσει η ίδια στην αίτησή της για συμμετοχή στο Σχέδιο. Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στη στάση αποφυγής και αποστασιοποίησης που κράτησε η εφεσείουσα. Παραπονείται γι' αυτό η εφεσείουσα υποβάλλοντας πως ούτε ανακολουθία ούτε τέτοια στάση δικαιολογείται από τη μαρτυρία. Για να υποστηρίξει περαιτέρω πως ήταν παραδεκτό ότι οι τίτλοι των μετοχών που αγοράστηκαν δεν έφταναν σ' αυτή και να χαρακτηρίσει ως αδικαιολόγητη μάλιστα και αποκαλυπτική προκατάληψης τη σύνδεση αυτού του ζητήματος προς την αξιοπιστία της.  Όμως δεν είπε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι έφταναν οι τίτλοι στην εφεσείουσα. Είναι το παράπονό της όπως προβλήθηκε πρωτοδίκως που σχολιάζει. Επειδή δεν της έστειλαν τους τίτλους των μετοχών «δεν γνώριζε με σαφήνεια πόσες ακριβώς μετοχές είχε για να μπορεί, αναλόγως, να προχωρήσει σε διαπράγματευσή τους στο Χ.Α.Κ.». Αυτό, όμως, τη στιγμή που κατά τη βασική της θέση ήταν χωρίς εντολές της που ενεργούσε η Επενδυτική και με την περαιτέρω εκδοχή για παρακαταθήκη/καταπίστευμα. Εκδοχή που ήθελε τους εφεσίβλητους, έστω την Επενδυτική, να έχουν έναντί της καθήκον επιμέλειας, το οποίο παρέβησαν, της διαχείρισης του χαρτοφυλακίου της. Οπότε, πράγμα που επίσης ορθά σχολιάζει το πρωτόδικο δικαστήριο, θα έπρεπε εκείνοι να πωλήσουν τις μετοχές, αντί να τις αφήσουν μέχρι τον ουσιαστικό εκμηδενισμό της αξίας τους. Αυτό δε δεν ήταν ρητορικό ερώτημα όπως το χαρακτηρίζει η εφεσείουσα αλλά εύλογη παρατήρηση για όσα δικαίως αποδόθηκαν στην εφεσείουσα ως ανακολουθίες.

Το πρωτόδικο δικαστήριο παρέθεσε και άλλα από τη μαρτυρία της εφεσείουσας. Εξειδίκευσε τις παλινδρομήσεις αναφορικά με το ότι προέβαινε σε αγοραπωλησίες μετοχών και μέσω της Λευκόνικο Χρηματιστηριακής Λτδ, ενδεικτικές της προσπάθειάς της να εμφανίσει τον εαυτό της ως άσχετο με επενδυτικά θέματα, αδύναμη και υποβόλιμη. Περαιτέρω, στην προσπάθειά της να δείξει πως η θυγατέρα της δεν είχε την εξουσιοδότησή της για να προβαίνει σε αγοραπωλησίες, μέσω της Επενδυτικής, εκ μέρους της, για να έλθουν στην επιφάνεια απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες και να υποστηρίξει στο τέλος, όπως σημειώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, πως απλώς δεν είχε δώσει γραπτή εξουσιοδότηση στη θυγατέρα της. Η οποία, από το περιεχόμενο των συνομιλιών, που δεν αμφισβητήθηκε, προέκυπτε πως είναι για τη μητέρα της που συνομιλούσε. Όπως τέτοιες εντολές έδινε και η ίδια όπως προέκυπτε από άλλες απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες. Η εφεσείουσα δεν τα σχολιάζει αυτά ειδικώς αλλά γενικώς θεωρεί πως «τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, τα οποία αναφέρονται στις σελίδες 11 και 12 της απόφασης είναι αδικαιολόγητα και, πάλιν  φανερώνουν προκατάληψη». Είναι και εντελώς αδικαιολόγητη και συνιστά σοβαρό ατόπημα αυτή η πράγματι βαρύτατη μομφή μάλιστα διατυπωμένη, όπως και προηγουμένως, με το γενικό τρόπο που σημειώσαμε. Είναι ένα το ζήτημα της διάπραξης λάθους και άλλο η στοχευμένη, λόγω προκατάληψης, κατάληξη σε ορισμένο αποτέλεσμα. Έχουμε μελετήσει το σύνολο των δεδομένων. Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας είναι κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου και δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι συντρέχει λόγος παρέμβασής μας.

Ο 3ος λόγος έφεσης

Με τον τρίτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα επανέρχεται στη θέση της για δημιουργία παρακαταθήκης/καταπιστεύματος. Υποστηρίζει πως από το «Ενεχυριαστήριο Έγγραφο» και το Πληρεξούσιο προς την Επενδυτική προκύπτει ότι δημιουργήθηκε παρακαταθήκη/καταπίστευμα. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως, ενόψει του κειμένου τους, στο οποίο ας σημειωθεί η εφεσείουσα παραπέμπει γενικώς, δηλαδή χωρίς κάποια εξειδίκευση, προκύπτει ζήτημα παρακαταθήκης/καταπιστεύματος και αυτό πέρα από την προηγούμενη επισήμανση αναφορικά με εντολές της εφεσείουσας για πραγματοποίηση των πράξεων. Αλλά και τη μαρτυρία του Μ. Ξιούρου, η ορθότητα της αποδοχής της οποίας δεν αμφισβητήθηκε πως η Επενδυτική δεν πρόσφερε υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου αλλά ενεργούσε με δικές της εντολές μετά από δική της επενδυτική απόφαση.

Οι λόγοι έφεσης 4 και 5

Με τους λόγους έφεσης 4 και 5 η εφεσείουσα επανέρχεται στις θέσεις της πως δημιουργήθηκε παρακαταθήκη/καταπίστευμα αλλά στο πλαίσιο τους, συζητά και τον παράλληλο ισχυρισμό, τον οποίο απέρριψε το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι οι εφεσίβλητοι «ανέλαβαν ρόλο εμπειρογνώμονα και συμβούλου» έναντι της. Βέβαια, είναι ένα θέμα η παρακαταθήκη/καταπίστευμα και η συζήτηση της εμπειρογνωμοσύνης σ' αυτό το πλαίσιο και άλλο ο ισχυρισμός πως ανέλαβαν ρόλο εμπειρογνώμονα/συμβούλου που παραπέμπει, πλέον, σε αποφάσεις και χειρισμούς της ίδιας της εφεσείουσας, για τις οποίες όμως δεν είχε την οφειλόμενη καθοδήγηση. Εν πάση περιπτώσει το ζήτημα συζητείται με αναφορά σε επιστολή ημερομηνίας 6.12.99, της Επενδυτικής προς την εφεσείουσα (τεκμήριο 23). Η εισήγηση είναι πως αυτό το έγγραφο δείχνει καθαρά πως οι εφεσίβλητοι ανέλαβαν τέτοιο ρόλο και πως το πρωτόδικο δικαστήριο κακώς αναζήτησε και βρήκε στήριγμα στην αντίθετη κατάληξή του σε άλλη μαρτυρία την οποία και, γενικώς και αορίστως, η εφεσείουσα χαρακτηρίζει ως αλληλοσυγκρουόμενη. Με το τεκμήριο 23 η εφεσείουσα ενημερώθηκε πως «μετά από πρόσφατη εσωτερική αναδιάρθρωση προσωπικός σας χρηματιστής (ή επενδυτικός σύμβουλος) από σήμερα θα είναι ο κ. Κλεόπας Κλεόπας». Επομένως, «για οποιοδήποτε ζήτημα σχετικά με τις επενδυτικές σας επιλογές και εντολές πράξεων μπορείτε να απευθύνεστε σ' αυτόν .....». Η εφεσείουσα υποστηρίζει πως η χρήση του όρου «επενδυτικός σύμβουλος» είναι, εν προκειμένω, καταλυτική. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε αυτούς τους ισχυρισμούς θεωρώντας, με αναφορά και στη μαρτυρία του ίδιου του Κλεόπα Κλεόπα πως ο σχετικός όρος στην επιστολή «ήταν απλώς προσδιοριστικός ατόμου που δεν ήταν εγγεγραμμένο ως χρηματιστής». Σημείωσε, εν πάση περιπτώσει, πως ουδέποτε η εφεσείουσα επιδίωξε συμβουλή και καθοδήγηση και πως οι επιλογές ήταν πάντα δικές της.

Συμφωνούμε με την πρωτόδικη απόφαση. Δεν προκύπτει από τη χρήση του όρου «επενδυτικός σύμβουλος» αφ' εαυτής τέτοια διάσταση στο ρόλο της Επενδυτικής, πολύ λιγότερο βεβαίως, της Τράπεζας. Σημειώνουμε συναφώς και την εκτίμηση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως το τεκμήριο 23 βοήθησε στον επανατονισμό της σχέσης εντολέα και εντολοδόχου με την ευρεία έννοια του όρου ενόψει, σημειώνουμε, της αναφοράς του τεκμηρίου 23 σε επιλογές και εντολές πράξεων της εφεσείουσας.

Αιτιολογώντας το λόγο έφεσης 4 η εφεσείουσα υποστήριξε και πως «η μαρτυρία της εφεσείουσας στο σημείο αυτό δεν αντικρούστηκε από οποιαδήποτε μαρτυρία είτε εκ μέρους της Τράπεζας είτε εκ μέρους της Επενδυτικής». Αυτό δεν είναι ορθό βεβαίως, αλλά ούτως ή άλλως η μαρτυρία της εφεσείουσας είχε απορριφθεί στο σύνολο της ως αναξιόπιστη.

Ο 2ος λόγος έφεσης

Με το λόγο έφεσης 2 η εφεσείουσα υποστηρίζει πως η συμφωνία της με την Τράπεζα, ως παραβιάζουσα πέντε εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου [τεκμήρια 33(1-5)], αντίθετα προς την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, κατέστη εξ υπαρχής άκυρη «ως αντίθετη με το Αρθρο 23(ε) του Νόμου περί Συμβάσεων, Κεφ. 149 ένεκα αντίθεσής της με τη δημόσια πολιτική (public policy)». H Κεντρική Τράπεζα, με βάση τον περί Κεντρικής Τραπέζης Νόμο του 1963 (Ν. 48/1963), όπως ειδικά τροποποιήθηκε με το Ν. 138(Ι)/2002, ήταν η αρμόδια για τη χάραξη και άσκηση νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής, οι εγκύκλιοί της ήταν υποχρεωτικές, η παραβίασή τους συνιστούσε αδίκημα και συνακολούθως, καθιστούσε τη συμφωνία παράνομη. Στο πλαίσιο της συζήτησης τα μέρη παρέπεμψαν σε βιβλιογραφία και νομολογία ως προς τη «δημόσια πολιτική». Επίσης συζήτησαν τη φύση των εγκυκλίων αυτών σε σχέση με το κατά πόσο η μη συμμόρφωση προς αυτές θα καθιστούσε ή, όπως θεώρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν θα καθιστούσε, παράνομη τη συμφωνία. Δεν θα χρειαστεί να επεκταθούμε σ' αυτά.

Η βασική εκτίμηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν πως δεν υπήρξε «παραβίαση οποιασδήποτε εγκυκλίου της Κεντρικής Τράπεζας» και ενώπιόν μας, ενώ ο λόγος έφεσης αναφέρεται και στις πέντε εγκυκλίους που κατατέθηκαν, η εφεσείουσα υποστήριξε πως, στην πραγματικότητα, παραβιάστηκαν οι εγκύκλιοι 33(3) ημερομηνίας 12.7.99 και 33(4) ημερομηνίας 12.10.99. Σε τι συνίστατο αυτή η παραβίαση δεν εξειδικεύεται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης. Προσδιορίζουν όμως τί εννοούν με την τελική εισήγησή τους στο περίγραμμα της αγόρευσής τους.

Η εγκύκλιος ημερομηνίας 12.7.99 που τονίζουν ότι ίσχυε κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας (9.8.99) κατά το ουσιώδες απόσπασμά της που παραθέτει η εφεσείουσα, για λόγο που εξηγείται, «οι τράπεζες καλούνται να περιορίσουν τα δάνεια αυτά, να αυξήσουν το ποσοστό περιθωρίου ασφαλείας (margin) και να υποδεικνύουν στους πελάτες τους όλους τους σχετικούς κινδύνους». Η εφεσείουσα θεωρεί πως «το περιθώριο ασφαλείας (margin) θα έπρεπε να ήταν μεγαλύτερο του 60%» και η Τράπεζα θα έπρεπε να υποδείξει στην εφεσείουσα τους κινδύνους που επισημαίνει η εγκύκλιος. Αυτά, όμως, χωρίς αναφορά σε οποιαδήποτε μαρτυρία που θα έδειχνε οτιδήποτε σε σχέση με το περιθώριο ασφαλείας και περαιτέρω χωρίς να είχε και δομηθεί η υπεράσπιση της στην πτυχή της επισήμανσης κινδύνων.

Η εγκύκλιος της 12.10.99, το ουσιώδες απόσπασμα της οποίας επίσης η εφεσείουσα παραθέτει στο περίγραμμά της, ενημερώνει τις τράπεζες πως ο Διοικητής «αναμένει» ότι «δεν θα προσφέρουν πλέον σε νέους πελάτες τους ειδικούς λογαριασμούς για σκοπούς επενδύσεων (investor accounts)». Για τους υφιστάμενους, αναμένει πως θα ληφθούν τα δέοντα μέτρα για τη σταδιακή μείωσή τους, ενημερώνοντας τους πελάτες τους. Με ειδική αναφορά στους κατόχους τέτοιων λογαριασμών με χρεωστικό υπόλοιπο, με γενικό στόχο «το σταδιακό κλείσιμο όλων των in-vestor accounts χωρίς αρνητικές επιπτώσεις στη χρηματιστηριακή αγορά».

Όμως, όπως ορθά τονίζουν οι εφεσίβλητοι, αυτή η εγκύκλιος εκδόθηκε μετά τη σύναψη της συμφωνίας. Και ως προς την καταλυτική σημασία αυτού του γεγονότος δεν έχουμε καν άλλη άποψη από την εφεσείουσα. Δεν είναι νοητό να βάλλεται η νομιμότητα συμφωνίας που έχει ήδη συναφθεί με αναφορά σε εγκύκλιο που εκδόθηκε, βέβαια, για το μέλλον. Η εφεσείουσα, στο περίγραμμά της, θεωρεί πως η Τράπεζα, ενόψει της εγκυκλίου αυτής θα έπρεπε να είχε προχωρήσει σε πώληση όλων των μετοχών και όχι αντ' αυτού, να αγοράσει και άλλες. Δεν ήταν όμως αυτό το επίδικο ζήτημα όπως το είχε ρητά προσδιορίσει η εφεσείουσα στην υπεράσπιση/ανταπαίτησή της. Ούτε καν με το σχετικό λόγο έφεσης. Ήταν η σύναψη της συμφωνίας που θεωρείτο ότι παραβίαζε την εγκύκλιο και τίποτε άλλο. Σχετικές είναι οι παράγραφοι 3, 3(β) και 8 της υπεράσπισης και η ανταπαίτηση. Όπως και η ίδια η γραπτή δήλωση της εφεσείουσας που κατατέθηκε ως τεκμήριο 34, πρωτοδίκως, η οποία μάλιστα παραπέμπει σε εγκύκλιο η οποία «βρισκόταν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο».

Ο 6ος λόγος έφεσης

Κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας η εφεσείουσα επιχείρησε να καταθέσει ως τεκμήριο πόρισμα των Επιτροπών Ελέγχου και Οικονομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων το οποίο, μετά από έρευνα, εκδόθηκε κατά τον ουσιώδη, όπως αναφέρεται, χρόνο. Όπως εξηγήθηκε όχι για σκοπούς αλήθειας του περιεχομένου του αλλά για να δείξει ότι το θέμα ήταν πράγματι δημόσιας πολιτικής, αφού η Βουλή το ερεύνησε.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επέτρεψε την κατάθεση του πορίσματος θεωρώντας το ως άσχετο προς τα επίδικα θέματα και θεωρούμε ορθή αυτή την προσέγγιση. Την ύπαρξη ορισμένης δημόσιας πολιτικής τη διαπιστώνει το Δικαστήριο και το γεγονός ότι η Βουλή ερεύνησε το ορισμένο θέμα δεν θα πρόσθετε. Εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω, το επίδικο ήταν αν οι εφεσίβλητοι παραβίασαν τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας που επικαλέστηκε η εφεσείουσα. Μόνο τότε θα παρεχόταν περιθώριο για συζήτηση με αναφορά σε δημόσια πολιτική. Με τη διαπίστωσή μας πως, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο δεν υπήρξε τέτοια παραβίαση, δεν παραμένει για συζήτηση και οποιοδήποτε άλλο συναφές θέμα.

Ο 7ος λόγος Έφεσης

Ορισμένες πράξεις, για την εφεσείουσα, έγιναν μέσω της Λαϊκής Χρηματιστηριακής Λτδ. Τουλάχιστον γι' αυτές, υποστηρίζει η εφεσείουσα, δεν έπρεπε να εθεωρείτο υπόλογη. Ουδέποτε είχε εξουσιοδοτήσει τη Χρημαστηριακή και εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με αυτό τον ισχυρισμό.

Έχουμε παραθέσει τη σύνοψη της υπεράσπισης/ανταπαίτησης της εφεσείουσας και έχουμε, βεβαίως, διαβάσει και το ίδιο το κείμενό τους. Δεν εγείρεται οπουδήποτε τέτοιο θέμα. Η εφεσείουσα αναφέρεται στην Τράπεζα και στην Επενδυτική γενικώς ως των υπολόγων για τις επιπτώσεις από τις πράξεις που γίνονταν. Και σημειώνουμε και τη μαρτυρία που υποδεικνύουν οι εφεσίβλητοι ότι η Χρηματιστηριακή απλώς ενεργούσε εκ μέρους της επενδυτικής και όχι, βεβαίως, αυτοτελώς. Ορθώς το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επεκτάθηκε σε ζήτημα που δεν είχε προσδιοριστεί ως επίδικο.

Ο 8ος λόγος έφεσης

Η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι η αγωγή ήταν πρόωρη αφού η Τράπεζα θα έπρεπε πρώτα να ρευστοποιήσει τις μετοχές που είχε ενεχυριάσει και συνιστούσαν εξασφάλιση της όποιας οφειλής της, θέμα με το οποίο λανθασμένα δεν ασχολήθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο. Πράγματι δεν ασχολήθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο με αυτό το θέμα αλλά οι εφεσίβλητοι, με παραπομπή στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου Συρίμη v. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1(B) A.A.Δ. 1131 και Καλλικάς v. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1(B) A.A.Δ. 1238, υποστηρίζουν πως δεν προκύπτει, από οπουδήποτε, τέτοια υποχρέωση. Αντίλογο επ' αυτού δεν έχουμε και η εισήγηση δεν τεκμηριώθηκε με οποιοδήποτε τρόπο. Χωρίς αναφορά και στο Αρθρο 134 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, ως προς τη δυνατότητα διεκδίκησης, παρά το ενέχυρο, στο οποίο γίνεται αναφορά στην πιο πάνω νομολογία. Περαιτέρω, χωρίς αναφορά ούτε και στην παράγραφο 11 του «εγγράφου ενεχυρίασης κινητών αξιών» (τεκμήριο 9) σύμφωνα με την οποία, η πώληση των μετοχών που ενεχυριάστηκαν ήταν προαιρετική και όχι υποχρεωτική για την Τράπεζα «η οποία δικαιούται να απαιτήσει με οποιοδήποτε άλλο τρόπο απ' ευθείας την πληρωμή κάθε οφειλομένου ποσού».

Καταλήγουμε πως η έφεση είναι αβάσιμη. Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ των εφεσιβλήτων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο