ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1625
21 Σεπτεμβρίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
1. BAΣΙΛΗΣ ΜΙΑΡΗΣ,
2. ΝΙΚΗΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 1 και 3,
v.
ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 46/2006)
Συμβάσεις ― Σύμβαση δανείου και συμφωνία εκχώρησης δικαιωμάτων αγοραπωλητηρίου εγγράφου διαμερίσματος ― Παράβαση σύμβασης δανείου και τερματισμός ― Ενεργοποίηση δικαιωμάτων δυνάμει της συμφωνίας εκχώρησης δικαιωμάτων αγοραπωλητηρίου ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης με την οποία έγινε δεκτή αξίωση για οφειλόμενο υπόλοιπο δανείου ― Κατά πόσον ορθώς η Τράπεζα διεκδικούσε οφειλόμενο υπόλοιπο μετά την απόδοση σε αυτή του τιμήματος της πώλησης του διαμερίσματος ― Απόρριψη εισηγήσεων με τις οποίες αμφισβητούνταν οι ενέργειες της Τράπεζας στον τρόπο κατανομής του ποσού από την πώληση του διαμερίσματος που έγινε στη βάση των δικαιωμάτων από τη συμφωνία εκχώρησης ― Απόρριψη εισηγήσεων και περί επηρεασμού των δικαιωμάτων της εφεσείουσας 2 ως συνεγγυήτριας.
Συμβάσεις ― Συμφωνία εκχώρησης δικαιωμάτων αγοραπωλητηρίου εγγράφου ακίνητης ιδιοκτησίας, στο πλαίσιο της σύμβασης δανείου ― Ποια η νομική θέση του πωλητή που θέτει την υπογραφή του αναφορικά με τη λήψη γνώσης περί της εκχώρησης προς την Τράπεζα των δικαιωμάτων του αγοραστή.
Συμβάσεις ― Σύμβαση εγγύησης ― Ανάληψη ευθυνών δυνάμει της σύμβασης εγγύησης για παρούσες και μελλοντικές υποχρεώσεις του Πρωτοφειλέτη ― Ύπαρξη συμβατικής πρόνοιας περί έλλειψης επηρεασμού της σύμβασης εγγύησης από άλλες εγγυήσεις ή εξασφαλίσεις ή από οποιαδήποτε διευθέτηση με άλλο συνεγγυητή.
Συμβάσεις ― Σύμβαση εγγύησης ― Άρθρο 96 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 ― Δίδει το δικαίωμα του πιστωτή να προβεί σε διευθέτηση ή και απαλλαγή ενός από τους συνεγγυητές.
Ως αποτέλεσμα αιτήσεως για δάνειο που υποβλήθηκε από τον εφεσείοντα 1, οι εφεσίβλητοι ενέκριναν τη χορήγηση του με παράλληλες εξασφαλίσεις, όπως εκχώρηση των δικαιωμάτων επί αγοραπωλητηρίου εγγράφου μεταξύ εφεσείοντα 1 και της πωλήτριας εταιρείας για αγορά ενός διαμερίσματος στη Λευκωσία, προσωπική εγγύηση από την εφεσείουσα 2 για Λ.Κ.40.000 και εγγύηση από τον πωλητή (εναγόμενο 2 στην πρωτόδικη διαδικασία) για Λ.Κ.36.000.
Υπεγράφη συμφωνία δανείου για Λ.Κ.30.000 μεταξύ εφεσιβλήτων και εφεσείοντα 1 και την ίδια ημερομηνία υπογράφτηκαν και οι ρηθείσες συμφωνίες εγγύησης ως επίσης και η ρηθείσα συμφωνία εκχώρησης.
Αργότερα, λόγω παράβασης της σύμβασης δανείου και συνακόλουθου τερματισμού, οι εφεσίβλητοι προχώρησαν στην πώληση του διαμερίσματος, δυνάμει της συμφωνίας εκχώρησης των δικαιωμάτων του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου.
Από το ποσό που κατατέθηκε, από τον πωλητή, προς τους εφεσίβλητους, μεγάλο μέρος του πιστώθηκε στο λογαριασμό δανείου. Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω κατάθεσης οι εφεσίβλητοι απάλλαξαν τον πωλητή από τις υποχρεώσεις του δυνάμει της υπογραφείσας από αυτούς, εγγύησης. Οι εφεσίβλητοι διεκδίκησαν το υπόλοιπο του δανείου δικαστικώς και εκδόθηκε απόφαση εναντίον αμφοτέρων των εφεσειόντων.
Ασκήθηκε έφεση από τους εφεσείοντες εναγομένους στην οποία προβλήθηκε μεταξύ άλλων ότι:
α) Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο πωλητής δεσμεύτηκε με την εκχώρηση των δικαιωμάτων του διαμερίσματος, ήταν λανθασμένη.
β) Η αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της ενέργειας των εφεσιβλήτων να απαλλάξουν τον πωλητή από την υποχρέωση εγγύησης, ήταν λανθασμένη και υπό τα δεδομένα αυτά θα έπρεπε να απαλλαγεί και η εφεσείουσα 2.
γ) Ολόκληρο το ποσό πώλησης του διαμερίσματος, το οποίο με βάση τη συμφωνία πώλησης ανήκε στον εφεσείοντα 1 έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για ικανοποίηση του υπολοίπου της συμφωνίας δανείου και τη συνακόλουθη εκπλήρωση της συμφωνίας εγγύησης της εφεσείουσας 2.
δ) Ήταν λανθασμένη η κατανομή του ποσού που έγινε από τους εφεσίβλητους σε βαθμό που έπρεπε να οδηγήσει το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι εμποδίζονταν από το να προωθήσουν την αγωγή για είσπραξη του διεκδικούμενου ποσού.
ε) Το μόνο στοιχείο που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, για προσδιορισμό του οφειλόμενου ποσό από τον εφεσείοντα 1 στους πωλητές, ήταν μια επιστολή, που κατατέθηκε πρωτοδίκως και φερόταν να ήταν προερχόμενη από τους πωλητές.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν υπήρχε έρεισμα στην εισήγηση των εφεσειόντων, σε σχέση με το ποιος είχε εκχωρήσει τα δικαιώματα προς τους εφεσίβλητους. Στο ίδιο αυτό έγγραφο υπήρχε η καταληκτική παράγραφος με την οποία ο πωλητής δήλωνε γνώση του περιεχόμενου της εκχώρησης και αποδοχή των όρων της.
2. Στο ίδιο το εκχωρητήριο ο εφεσείων 1 συμφώνησε ότι παραιτείται των δικαιωμάτων του να αμφισβητήσει τον τρόπο πώλησης ή το τίμημα πώλησης.
3. Πέραν απ' αυτή τη συμφωνημένη βάση, ο εφεσείων 1 παραδέχτηκε, μέσα από το περίγραμμα αγόρευσής του, ότι ήταν σε γνώση του οι ενέργειες των εφεσιβλήτων και του πωλητή για πώληση του διαμερίσματος.
4. Η συμφωνία εγγύησης την οποία υπέγραψε η εφεσείουσα 2 , προέβλεπε ότι η ευθύνη της δεν επηρεαζόταν από άλλες εγγυήσεις ή εξασφαλίσεις που πιθανό να δίνονταν από τον πρωτοφειλέτη ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, ούτε αν οι εφεσίβλητοι προέβαιναν σε οποιαδήποτε διευθέτηση με οποιοδήποτε άλλο συνεγγυητή.
5. Πέραν αυτού, το δικαίωμα των εφεσιβλήτων να προέβαιναν σε διευθέτηση ή και απαλλαγή ενός από τους συνεγγυητές ρυθμίζεται και από το Άρθρο 96 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.
6. Από το ίδιο δε το περιεχόμενο της συμφωνίας εγγυήσεως, στοιχειοθετείτο η ανάληψη ευθύνης από την εφεσείουσα 2 για τις «παρούσες» και «μελλοντικές» υποχρεώσεις του εφεσείοντα.
7. Από τη συμφωνία δανείου και τη συμφωνία εγγυήσεως, οι ίδιοι οι εφεσείοντες, είχαν αποδεχθεί και συμφώνησαν ότι οι εφεσίβλητοι θα είχαν τη δυνατότητα να κατανέμουν τα εμβάσματα, προς όφελος του εφεσείοντα 1, σε οποιοδήποτε υφιστάμενο χρεωστικό λογαριασμό του τελευταίου.
8. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στις πρόνοιες του περί Αποδείξεως Νόμου για να αποδεχθεί την κατάθεση του εγγράφου στο οποίο αναφερόταν το οφειλόμενο ποσό. Δεν υπήρχε έρεισμα στην εισήγηση αφού το έγγραφο κατατέθηκε ως μέρος της μαρτυρίας υπαλλήλου των εφεσιβλήτων βρισκόμενο στην κατοχή της.
9. Δεν είχε καταδειχθεί οτιδήποτε που να δικαιολογούσε την επέμβαση του Εφετείου. Το Δικαστήριο δεν απεδέχθη τη μαρτυρία των εφεσειόντων και έδωσε επαρκείς λόγους γι' αυτό. Ιδιαιτέρως, για ποσό, το οποίο κατ' ισχυρισμό, κατατέθηκε στο λογαριασμό για εξόφληση υφισταμένων υπολοίπων πιστωτικών καρτών, δόθηκαν, επαρκείς εξηγήσεις γιατί δεν έγινε αποδεκτή.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γεωργίου v. Τράπεζας Κύπρου (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 862,
Μονός κ.ά. v. S. Xenides Trading Co. Ltd κ.ά. (2010) 1(Β) Α.Α.Δ 1002.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Eφραίμ, E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 16091/99), ημερομ. 23.12.2005.
Μ. Κληρίδης, για τους Εφεσείοντες.
Λ. Σιακαλλή (κα), για Τάσσο Παπαδόπουλο και Συνεργάτες, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κ. Παμπαλλή, Δ..
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ως αποτέλεσμα αιτήσεως για δάνειο που υποβλήθηκε από τον εφεσείοντα 1, οι εφεσίβλητοι ενέκριναν τη χορήγηση και με επιστολή ημερ. 11 Απριλίου, 1997, έθεσαν ως προϋπόθεση την τήρηση των πιο κάτω όρων, που ενδιαφέρουν για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης: α) εκχώρηση των δικαιωμάτων επί αγοραπωλητηρίου εγγράφου ημερ. 15.8.1996, μεταξύ εφεσείοντα 1 και της εταιρείας Vachnico Construction Ltd, («πωλητής»), για αγορά ενός διαμερίσματος στη Λευκωσία β) προσωπική εγγύηση από την εφεσείουσα 2 για Λ.Κ.40.000 και γ) εγγύηση από τον πωλητή (εναγόμενο 2 στην πρωτόδικη διαδικασία) για Λ.Κ.36.000.
Oι τεθέντες όροι ικανοποιήθηκαν και στις 2 Μαΐου, 1997 υπογράφτηκε συμφωνία δανείου για Λ.Κ.30.000 μεταξύ εφεσιβλήτων και εφεσείοντα 1. Την ίδια ημερομηνία υπογράφτηκαν και οι συμφωνίες εγγύησης από τον πωλητή για Λ.Κ.36.000 και από την εφεσείουσα 2 για Λ.Κ.40.000. Παράλληλα, την ίδια ημερομηνία υπογράφτηκε και η συμφωνία εκχωρήσεως.
Αποτελεί κοινό έδαφος ότι στις 5 Αυγούστου, 1998, οι εφεσίβλητοι με επιστολή τους προς τον εφεσείοντα 1, με κοινοποίηση και προς τους δυο εγγυητές του, προχώρησαν σε τερματισμό της συμφωνίας δανείου και ακύρωσαν τη λειτουργία των υπολοίπων λογαριασμών που διατηρούσε ο εφεσείων 1, αξιώνοντας άμεση πληρωμή των οφειλόμενων ποσών του δανείου όσο και των άλλων λογαριασμών.
Στις 30 Δεκεμβρίου, 1998, ο πωλητής γνωστοποίησε στους εφεσίβλητους ότι το υπόλοιπο αγοράς του διαμερίσματος, αντικείμενο της συμφωνίας πώλησης ημερ. 15 Αυγούστου, 1996, ήταν £29.000.
Ταυτοχρόνως είναι αποδεχτό ότι οι εφεσίβλητοι προχώρησαν στην πώληση του πιο πάνω διαμερίσματος. Ποσό Λ.Κ.30.000 κατατέθηκε, από τον πωλητή, προς τους εφεσίβλητους. Από το πιο πάνω ποσό, £23.059,53 πιστώθηκαν στο λογαριασμό δανείου. Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω κατάθεσης οι εφεσίβλητοι απάλλαξαν τον πωλητή από τις υποχρεώσεις του δυνάμει της υπογραφείσας από αυτούς, εγγύησης. Οι εφεσίβλητοι διεκδίκησαν το υπόλοιπο του δανείου δικαστικώς και εκδόθηκε απόφαση υπέρ τους και εναντίον αμφοτέρων των εφεσειόντων για Λ.Κ.13.600,74 με τόκο 9% από 1.2.2002 μέχρι εξόφλησης.
To κύριο παράπονο των εφεσειόντων, εδράζεται στο γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι προχώρησαν, μετά την κατάθεση του ποσού των £23.029,53 στο λογαριασμό του εφεσείοντα 1, σε απαλλαγή του πωλητή, εναγομένου 2 στην αγωγή. Η ενέργεια αυτή, συνέχισαν οι συνήγοροι, έχει επάλληλες συνέπειες οι οποίες αναπτύσσονται ουσιαστικώς στους λόγους έφεσης 1 και 4.
Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο πωλητής δεσμεύτηκε με την εκχώρηση των δικαιωμάτων του διαμερίσματος, είναι λανθασμένη, ανέφεραν οι συνήγοροι, λέγοντας ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ιδιαιτέρως με βάση τα τεκμήρια που κατατέθηκαν και συγκεκριμένα το εκχωρητήριο, το αγοραπωλητήριο και η εγγύηση έπρεπε να οδηγήσουν στο συμπέρασμα, ότι η εκχώρηση έγινε από τον εφεσείοντα 1 και όχι τον πωλητή. Η πώληση του διαμερίσματος, που ουσιαστικώς διαφοροποίησε την υπάρχουσα εγγύηση, με την απώλεια του διαμερίσματος, που έγινε εν αγνοία της εφεσείουσας 2, επέφερε τέτοια μεταβολή των όρων της εγγύησης που ουσιαστικώς έπρεπε να οδηγήσει σε απαλλαγή της εφεσείουσας 2. Για το σκοπό αυτό ο συνήγορος επικαλέστηκε τις πρόνοιες των Αρθρων 93, 97 και 99 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.
Μέσα στο ίδιο πνεύμα επιχειρείται η προώθηση του λόγου έφεσης 4, σύμφωνα με τον οποίο, η αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της ενέργειας των εφεσιβλήτων να απαλλάξουν τον πωλητή από την υποχρέωση εγγύησης, ήταν λανθασμένη. Δεν έλαβε υπόψη του, υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος, το πρωτόδικο Δικαστήριο τους όρους της συμφωνίας πώλησης του διαμερίσματος μεταξύ εφεσείοντα 1, και πωλητή. Ολόκληρο το ποσό πώλησης του διαμερίσματος, το οποίο με βάση τη συμφωνία πώλησης ανήκε στον εφεσείοντα 1 έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για ικανοποίηση του υπολοίπου της συμφωνίας δανείου και τη συνακόλουθη εκπλήρωση της συμφωνίας εγγύησης της εφεσείουσας 2. Ταυτοχρόνως, εισηγήθηκαν ότι λανθασμένη ήταν και η κατανομή που έγινε από τους εφεσίβλητους σε βαθμό που έπρεπε να οδηγήσει το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι εμποδίζοντο από το να προωθήσουν την παρούσα αγωγή για είσπραξη του διεκδικούμενου ποσού.
Στην αντιπέρα πλευρά η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσιβλήτων πρόβαλε ότι η εισήγηση των εφεσειόντων που περιλαμβάνεται στον πρώτο λόγο έφεσης δεν έχει έρεισμα, λαμβανομένου υπόψη ότι στην πρωτόδικη απόφαση δεν υπάρχει εύρημα περί εκχώρησης δικαιωμάτων από τον πωλητή προς τους εφεσίβλητους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηριζόμενο στη συμφωνία εκχώρησης και στη συμφωνία εγγύησης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο πωλητής έλαβε γνώση και συμφώνησε με τους όρους του εκχωρητηρίου που υπέγραψε ο εφεσείων 1.
Το τραπεζικό δικαίωμα επίσχεσης συνδυαζόμενο με το δικαίωμα συμψηφισμού, στοιχεία που εξάγονται από τις πρόνοιες των συμφωνιών εγγύησης επέτρεπαν, εισηγήθηκε η συνήγορος, τον τρόπο με τον οποίο ενήργησαν οι εφεσίβλητοι και ορθώς έγινε δεκτό από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Πρέπει κατ' αρχήν να σημειώσουμε ότι σε κανένα σημείο της πρωτόδικης απόφασης δεν υπάρχει εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο πωλητής συμφώνησε σε εκχώρηση των δικαιωμάτων του, όπως αυτά πηγάζουν από το πωλητήριο έγγραφο, που υπογράφτηκε μεταξύ πωλητή και εφεσίβλητου 1. Από το περιεχόμενο του συμβολαίου πώλησης (τεκμ. Στ) ημερ. 15 Αυγούστου, 1996, ο πωλητής είχε υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα του διαμερίσματος στον αγοραστή (εφεσίβλητο 1) μετά την εξόφληση του τιμήματος πώλησης. Με το έγγραφο ημερ. 2 Μαΐου, 1997, που τιτλοφορείται «εκχώρηση δικαιωμάτων» αγοραπωλητηρίου συμβολαίου από τον αγοραστή, είναι ξεκάθαρο ότι εκχωρητής είναι ο εφεσείων 1, που συμφωνεί να εκχωρήσει τα δικαιώματα του που πηγάζουν από το πιο πάνω συμβόλαιο αγοράς του διαμερίσματος στην τράπεζα (εφεσίβλητους). Στο ίδιο αυτό έγγραφο υπάρχει η καταληκτική παράγραφος με την οποία ο πωλητής δηλώνει γνώση του περιεχόμενου της εκχώρησης και αποδοχή των όρων της.
Συνακόλουθα δεν έχει έρεισμα η εισήγηση των εφεσειόντων, όπως αυτή περιλαμβάνεται στον πρώτο λόγο έφεσης, σε σχέση με το ποιος έχει εκχωρήσει τα δικαιώματα προς τους εφεσίβλητους.
Το δεύτερο σκέλος του επιχειρήματος έχει σχέση με τους όρους της συμφωνίας εκχώρησης, και τις επακόλουθες ενέργειες των εφεσιβλήτων που επέφεραν την πώληση του διαμερίσματος από τη μια και τη χρησιμοποίηση μέρους του τιμήματος πώλησης για κάλυψη του οφειλόμενου χρέους του εφεσείοντα 1.
Με βάση τις πρόνοιες της παραγράφου 6(β) του εκχωρητηρίου (τεκμ. Ζ) σε περίπτωση που «οι υποχρεώσεις που εξασφαλίζονται με το έγγραφο αυτό (στο προοίμιο προσδιορίζονται δάνεια ή τραπεζικές διευκολύνσεις προς τον εφεσείοντα 1) έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και απαιτητές, η τράπεζα δύναται να ζητήσει εγγραφή του κτήματος στο όνομά της και ή να προβεί σε πώληση των δικαιωμάτων της οπότε και το κτήμα θα μεταβιβαστεί στον αγοραστή».
Στην υπό εξέταση περίπτωση οι εφεσίβλητοι, σε συνεργασία με τον πωλητή, προχώρησαν σε πώληση του διαμερίσματος, που όπως είναι αποδεχτό έγινε τον Απρίλη του 1999, αφού στο μεταξύ είχε, με επιστολή ημερ. 5 Αυγούστου, 1998, τερματιστεί η λειτουργία του δανείου και των υπολοίπων λογαριασμών του εφεσείοντα 1 συνεπώς υπήρχε απαίτηση ληξιπρόθεσμη.
Στο ίδιο το εκχωρητήριο ο εφεσείων 1 συμφώνησε ότι παραιτείται των δικαιωμάτων του για να αμφισβητήσει τον τρόπο πώλησης ή το τίμημα πώλησης. Πέραν απ' αυτή τη συμφωνημένη βάση, ο εφεσείων 1 παραδέχτηκε, μέσα από το περίγραμμα αγόρευσης του, ότι ήταν σε γνώση του οι ενέργειες των εφεσιβλήτων και του πωλητή για πώληση του διαμερίσματος. Συνακόλουθα δεν έχει έρεισμα ούτε αυτό το παράπονο του εφεσείοντα 1.
Αποτελεί εισήγηση των εφεσειόντων ότι η εφεσείουσα 2 δεν ενημερώθηκε για την πώληση και ως αποτέλεσμα της εγκατάλειψης του αντικειμένου της εγγύησης που επέφερε την απαλλαγή του πωλητή, συνεγγυητή για το δάνειο του εφεσείοντα 1, έπρεπε να οδηγήσει σε απαλλαγή και της εφεσείουσας 2. Η συμφωνία εγγύησης (τεκμ. Β), την οποία υπέγραψε η εφεσείουσα 2 και κατατέθηκε εκ συμφώνου κατά το στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας, προβλέπει στο Αρθρο 2 ότι η ευθύνη της δεν επηρεάζεται από άλλες εγγυήσεις ή εξασφαλίσεις που πιθανό να δοθούν από τον πρωτοφειλέτη ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, ούτε, όπως προβλέπει ο όρος 10 της Συμφωνίας, επηρεάζεται η ευθύνη της αν οι εφεσίβλητοι προβούν σε οποιαδήποτε διευθέτηση με οποιοδήποτε άλλο συνεγγυητή. Πέραν αυτού, το δικαίωμα των εφεσιβλήτων να προβούν σε διευθέτηση ή και απαλλαγή ενός από τους συνεγγυητές ρυθμίζεται και από το Αρθρο 96 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Συνακόλουθα δεν έχει έρεισμα ούτε ο τέταρτος λόγος έφεσης.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης αμφισβητείται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την εγγύηση που υπέγραψε η εφεσείουσα 2. Προβλήθηκε ότι αναλήφθηκε η υποχρέωση κάλυψης του ποσού του δανείου και της υπέρβασης στον τρεχούμενο λογαριασμό του εφεσείοντα 1, ύψους £1.500. Στην ανάλυση του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος ουσιαστικώς αμφισβήτησε τα ευρήματα του Δικαστηρίου που βασίστηκαν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία που προσήχθη από πλευράς εφεσειόντων, κρίνοντας ότι δεν είπαν την αλήθεια, ιδιαιτέρως σε συνάρτηση με τις συνθήκες που περιέλαβαν την υπόθεση αυτή αναφέροντας:
«Κρίνω ότι και οι δύο εναγόμενοι προσπάθησαν, μέσω της μαρτυρίας τους, να αποκρύψουν από το Δικαστήριο την πραγματική εικόνα της υπόθεσης και έτσι να αποποιηθούν ευθύνης για το αιτούμενο ποσό.»
Από το ίδιο το περιεχόμενο της συμφωνίας εγγυήσεως ημερ. Μαΐου 2007, που όπως σημειώσαμε, αποτελεί κοινό έδαφος ότι υπογράφτηκε και κατατέθηκε εκ συμφώνου, στοιχειοθετείται η ανάληψη ευθύνης από την εφεσείουσα 2 για τις «παρούσες» και «μελλοντικές» υποχρεώσεις του εφεσείοντα 1 (παρα.1 της συμφωνίας). Από το ίδιο το λεκτικό καταδεικνύεται η σαφής πρόθεση των μερών που δεν ήταν άλλη παρά η εξασφάλιση προς όφελος των εφεσιβλήτων της εγγύησης της εφεσείουσας 2 για τις υποχρεώσεις του εφεσείοντα 1. Ως προς τον τρόπο αντίκρισης της πρόθεσης των μερών, σχετική είναι η υπόθεση Γεωργίου v. Τράπεζα Κύπρου (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 862. Συναφώς, από τη στιγμή που δεν τεκμηριώθηκε οποιοσδήποτε ικανοποιητικός λόγος για επέμβαση μας, ο λόγος αυτός απορρίπτεται.
Η ανυπαρξία σαφούς και επαρκούς μαρτυρίας ως προς την κατανομή των £30.000 που εισέπραξαν οι εφεσίβλητοι, δεν έπρεπε να οδηγήσει το Δικαστήριο σε έκδοση απόφασης εναντίον των εφεσειόντων, πρόβαλαν οι τελευταίοι, αφού υπήρχε μαρτυρία περί ύπαρξης χρεών προς άλλη εταιρεία και όχι τους εφεσίβλητους.
Από τη συμφωνία δανείου και τη συμφωνία εγγυήσεως, οι ίδιοι οι εφεσείοντες, είχαν αποδεχθεί και συμφώνησαν ότι οι εφεσίβλητοι θα έχουν τη δυνατότητα να κατανέμουν τα εμβάσματα, προς όφελος του εφεσείοντα 1, σε οποιοδήποτε υφιστάμενο χρεωστικό λογαριασμό του τελευταίου. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι κατατέθηκε επί τούτου μαρτυρία η οποία πηγάζει από τα έγγραφα τεκμ. Γ, επιστολή τερματισμού, και τεκμ. Δ, πιστοποιητικό δυνάμει του Αρθρου 35(3) του περί Αποδείξεως Νόμου, σύμφωνα με τον οποίο υπήρχαν τα υπόλοιπα, τα οποία προσδιόρισαν οι μάρτυρες των εφεσιβλήτων, άλλων λογαριασμών πέραν της συμφωνίας δανείου. Συνακόλουθα βρίσκουμε ότι δεν έχει έρεισμα ούτε αυτός ο λόγος έφεσης.
Το μόνο στοιχείο που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, ισχυρίστηκαν οι εφεσείοντες, έτσι ώστε να προσδιοριστεί ποιο ήταν το οφειλόμενο ποσό από τον εφεσείοντα 1 στους πωλητές, ήταν μια επιστολή, που κατατέθηκε πρωτοδίκως ως τεκμ. Ι, που «φέρεται» να είναι επιστολή προερχόμενη από τους πωλητές.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στις πρόνοιες του περί Αποδείξεως Νόμου για να αποδεχθεί την κατάθεση του εν λόγω εγγράφου. Δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε έρεισμα σ' αυτή την εισήγηση αφού το έγγραφο κατατέθηκε ως μέρος της μαρτυρίας υπαλλήλου των εφεσιβλήτων βρισκόμενο στην κατοχή της.
Ως τελευταίο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι κακώς, δίδοντας σχετικά παραδείγματα, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε απορρίψει τη μαρτυρία των εφεσειόντων. Είναι δοσμένη αρχή ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευχέρεια να παρακολουθήσει και να δει τους μάρτυρες και το εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός εάν τα συμπεράσματα δεν συνάδουν με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία. (Bλ. Μονός κ.ά. v. S. Xenides Trading Co. Ltd κ.ά. (2010) 1(Β) A.A.Δ. 1002.) Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που να δικαιολογεί επέμβασή μας. Το Δικαστήριο δεν απεδέχθη τη μαρτυρία των εφεσειόντων και έδωσε επαρκείς λόγους γι' αυτό. Ιδιαιτέρως, για ποσό, που κατ'ισχυρισμόν, κατατέθηκε στο λογαριασμό για εξόφληση υφισταμένων υπολοίπων πιστωτικών καρτών, δίδονται, επαρκείς, κατά την άποψή μας, εξηγήσεις γιατί δεν έγινε αποδεκτή.
Ο όγδοος λόγος έφεσης που αφορούσε την απόρριψη αιτήσεως τροποποίησης που υποβλήθηκε από την εφεσείουσα 2, δεν προωθήθηκε με το περίγραμμα αγόρευσης και θεωρούμε ότι έχει εγκαταλειφθεί.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.