ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Harvest Capital Management Ltd ν. Γεώργιου Ταμάσιου (2003) 1 ΑΑΔ 1683
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 42(I)/2000 - Ο περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Νόμος του 2000
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2011) 1 ΑΑΔ 1564
9 Σεπτεμβρίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
INVESTYLIA PUBLIC COMPANY LTD,
Εφεσείουσα,
v.
ΘΕΟΚΛΗ ΣΟΥΛΗ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 271/2006)
Χρηματιστήριο ― Αγωγή για επιστροφή του χρηματικού ποσού που κατέβαλε αγοραστής για αγορά μετοχών σε εταιρεία η οποία μετατράπηκε σε δημόσια με την προοπτική ή/και παραστάσεις εισαγωγής των εν λόγω μετοχών στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ― Ακύρωση από την πλήρη Ολομέλεια πρωτόδικης απόφασης με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή ― Δεν ήταν δυνατόν ένεκα του τρόπου που επέλεξε το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταγράψει την αξιολόγησή του επί των αντικρουόμενων μαρτυριών, να εξαγόταν με την αναγκαία δικαστική ασφάλεια, ποια ήταν εν προκειμένω η κρίση του.
Έφεση ― Πότε δικαιολογείται η εξέταση των συνταγματικών θεμάτων που ανεφύησαν κατ' έφεση με σκοπό την απόκλιση από σταθερή προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Η αναγκαία δικαστική ασφάλεια, προϋποθέτει σαφή και κάθετη απόφαση επί των διαφορετικών εκδοχών.
Η εφεσείουσα απέτυχε κατά τον ουσιώδη για την αγωγή χρόνο να εισάγει τους τίτλους της στο Χρηματιστήριο, λόγω μη πλήρωσης μιας εκ των βασικών σχετικών κανονιστικών προϋποθέσεων σύμφωνα με την οποία ο εκδότης των τίτλων θα έπρεπε είχε συναφείς δραστηριότητες, να λειτουργούσε κανονικά και να είχε ετοιμάσει εξελεγμένους λογαριασμούς για τα τρία τουλάχιστον αμέσως προηγούμενα της αιτήσεως, έτη.
Συνεπεία τούτου, εφεσίβλητος ήγειρε αγωγή αξιώνοντας αναγνωριστική απόφαση ακυρότητας της συμφωνίας που συνήψε με την εφεσείουσα, βάσει της οποίας αγόρασε μετοχές της οι οποίες θα εισάγονταν στο Χρηματιστήριο. Αξίωσε περαιτέρω επιστροφή μετά τόκου του ποσού των £7.510 καθώς και τιμωρητικές αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας ή και ψευδείς παραστάσεις.
Όπως προέβαλε ο εφεσίβλητος, αποφάσισε την αγορά μετοχών δια ιδιωτικής τοποθέτησης στη βάση της πληροφόρησης και παραστάσεων από την εφεσείουσα ότι η αίτηση της για εισδοχή στο Χ.Α.Κ. θα γινόταν άμεσα, εν πάση δε περιπτώσει, ήταν ρητός ή εξυπακουόμενος όρος της συμφωνίας ότι οι μετοχικοί τίτλοι της εφεσείουσας θα εισάγονταν στο Χ.Α.Κ. εντός ευλόγου χρόνου και ή εντός του εκ του νόμου καθοριζομένου νομικού πλαισίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου για το σύνολο του ποσού των £7.510, πλέον 6% τόκο μέχρι εξοφλήσεως, πλέον έξοδα.
Εξέτασε ανάμεσα σε άλλα και εγερθέν ζήτημα συνταγματικότητας, απορρίπτοντας τις σχετικές θέσεις της εφεσείουσας παραπέμποντας σε σχετική νομολογία.
Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε έφεση από την εναγόμενη/εφεσείουσα και στο μεταξύ έγινε δεκτή η εισήγηση όπως η έφεση αχθεί ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας, ενόψει των συνταγματικών και άλλων θεμάτων που εγείρονταν από την εφεσείουσα.
Μεταξύ άλλων υποστηρίχθηκε ότι:
α) Ήταν εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είχαν γίνει «παραστάσεις στον ενάγοντα εισαγωγής ή για την προοπτική εισαγωγής των τίτλων της εναγομένης στο Χ.Α.Κ.» με την έννοια του Άρθρου 3(3) του Ν. 42(Ι)/2000.
β) Οι σχετικές πρόνοιες του Ν. 42(Ι)/2000, είναι ασυμβίβαστες με τα Άρθρα 23, 25 και 26 του Συντάγματος και η σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος είναι εσφαλμένη ενόψει και αποφάσεων του Ε.Δ.Α.Δ.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Υπό Ναθαναήλ, Δ., συμφωνούντων και των Αρτέμη, Π., Νικολαΐδη, Δ., Κραμβή, Δ., Παπαδοπούλου, Δ., Φωτίου, Δ., Νικολάτου, Δ., Ερωτοκρίτου, Δ., Παμπαλλή, Δ., Κληρίδη, Δ., Πασχαλίδη, Δ.:
1. Η εξέταση των συνταγματικών θεμάτων που ανεφύησαν κατ' έφεση με σκοπό μάλιστα την απόκλιση από σταθερή προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δικαιολογείται μόνο εφόσον υπάρχει σταθερό και βέβαιο υπόβαθρο γεγονότων.
2. Προέκυπτε από τη μελέτη της πρωτόδικης απόφασης ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας αμφοτέρων των μαρτύρων ήταν ελλιπής και με αντικρουόμενα ευρήματα
3. Δεν έγινε με εναργή τρόπο η αξιολόγηση των αντίθετων εκδοχών των δύο μαρτύρων, διότι δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι ούτε ο εφεσίβλητος έλεγε ψέματα, αλλά να ήταν ορθή και η εκ διαμέτρου αντίθετη μαρτυρία.
4. Παρά τις εντελώς διαφορετικές εκδοχές δύο μαρτύρων των δύο πλευρών, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ουσία δέχθηκε και τις δύο. Ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τον εφεσίβλητο χαρακτήρισε την εικόνα που αυτός παρουσίασε «μέτρια», και υπερβολικούς τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου περί προφορικών παραστάσεων που του είχαν γίνει ως προς την εισδοχή των τίτλων της εφεσείουσας στο Χ.Α.Κ., από την άλλη, χαρακτήρισε και μάρτυρα της εφεσείουσας ως «εξαιρετικό» καταγράφοντας ότι η μαρτυρία του ήταν «.... σαφής, στρωτή και πλήρης ....», και ότι «σε κανένα σημείο δεν κλονίστηκε η μαρτυρία του παρά την επίμονη αντεξέταση του».
5. Η μεταγενεστέρως καταγραφείσα θέση του Δικαστηρίου ότι είχαν όντως γίνει παραστάσεις στον εφεσίβλητο για την προοπτική εισδοχής των τίτλων της εφεσείουσας στο Χ.Α.Κ. ήταν αποτέλεσμα εξαγωγής συμπεράσματος από τα διάφορα ενώπιον του έγγραφα, αλλά αμέσως πριν από αυτή την τοποθέτηση, το Δικαστήριο είχε καταγράψει ότι μάρτυρας της εφεσείουσας στην προφορική του μαρτυρία είχε δηλώσει στον εφεσίβλητο ότι δεν μπορούσαν να εισαχθούν οι μετοχές άμεσα στο Χ.Α.Κ. ενόψει του γεγονότος ότι η εφεσείουσα δεν τηρούσε τον Καν. 61.
6. Δεν ήταν δυνατόν έχοντας υπόψη τον τρόπο που επέλεξε το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταγράψει την αξιολόγηση του επί των αντικρουόμενων μαρτυριών, να εξαχθεί με την αναγκαία δικαστική ασφάλεια, η οποία προϋποθέτει σαφή και κάθετη απόφαση επί των διαφορετικών εκδοχών, ποια ήταν εν προκειμένω η κρίση του.
7. Η ερμηνεία που δόθηκε στα διάφορα τεκμήρια διέρχετο και επηρεαζόταν από την πρωταρχική αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας, εφόσον τα έγγραφα καταρτίστηκαν μετά τις κατ' ισχυρισμό προφορικές παραστάσεις.
8. Καθίστατο αναπόφευκτος ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης και η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.
Β. Υπό Χατζηχαμπή, Δ., συμφωνούντος και του Κωνσταντινίδη, Δ.:
1. Δεν προέκυπτε ανάγκη επανεκδίκασης λόγω ελλιπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας και απουσίας σαφών ευρημάτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε πλήρη αξιολόγηση της μαρτυρίας και έκαμε σαφή ευρήματα με αναφορά στα ενώπιον της επίδικα θέματα.
2. Έστω και εάν δεν υπήρξε κατάληξη ότι ο εφεσίβλητος έλεγε ψέματα, η εικόνα του χαρακτηρίστηκε μέτρια από το πρωτόδικο Δικαστήριο και οι ο ισχυρισμοί του περί παραστάσεων υπερβολικοί.
3. Εν όψει και της αναφοράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο μάρτυρας της Εφεσείουσας είχε πει στον Εφεσίβλητο ότι οι τίτλοι δεν θα εισάγονταν άμεσα στο Χρηματιστήριο παρά μόνο αργότερα και αφού τηρούντο οι προϋποθέσεις του Κανονισμού 61, σαφώς απεφάσισε επί της αξιοπιστίας της προφορικής μαρτυρίας και των συμπερασμάτων της.
4. Η πρωτόδικη κρίση σύμφωνα με την οποία, παρά το ότι δεν είχαν γίνει προφορικές παραστάσεις, εν τούτοις προέκυπταν παραστάσεις από τα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου έγγραφα και συγκεκριμένα την αίτηση του Εφεσίβλητου, την πρόσκληση για εγγραφή και την αίτηση της Εφεσείουσας στο Χ.Α.Κ., εμπεριέχει αδυναμίες που δεν περιορίζονταν στο ότι, όπως παρατηρείται στην απόφαση της πλειοψηφίας, τα έγγραφα καταρτίσθηκαν μετά από τον κρίσιμο χρόνο. Ενόψει ωστόσο της κατάληξης της έφεσης επί αυτού, δεν σχολιάστηκε περαιτέρω.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσιβλητου.
Διατάχθηκε επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Harvest Capital Management Ltd v. Γεωργίου Ταμάσιου (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1683,
Investylia Ltd v. Livadhiotis Bros Investments Ltd (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 704,
Anaptixis Group Ltd v. Νίκου Μιχαηλίδη (2006) 1(A) Α.Α.Δ. 691,
Investylia Ltd v. Σωτήρη Ταμπούρη (2006) 1(B) Α.Α.Δ. 1343,
Investylia Public Company Limited v. Cyprus, Αίτηση Αρ. 24321/05 ημερ. 17.9.2009 (Ε.Δ.Α.Δ.).
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Xριστοδουλίδου-Mέσσιου, E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 3592/03), ημερομ. 31.7.2006.
Λ. Λουκαΐδης, με Λ. Στυλιανού (κα), για την Εφεσείουσα.
Ε. Ανδρέου (κα), για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνούν όλοι οι Δικαστές πλην των Κωνσταντινίδη, Δ. και Χατζηχαμπή, Δ., θα απαγγείλει ο Ναθαναήλ, Δ.. Ο Χατζηχαμπής, Δ., θα εκδώσει την απόφαση της μειοψηφίας, με την οποία συμφωνεί και ο Κωνσταντινίδης, Δ..
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η εφεσείουσα ενεγράφη στις 17.12.1977 ως ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης διά μετοχών, αλλά με απόφαση του διοικητικού της συμβουλίου ημερ. 28.1.2000, μετατράπηκε σε δημόσια εκδίδοντας προς το σκοπό αυτό πρόσκληση για εγγραφή τον Μάρτιο του 2000. Ακολούθως, δημοσίευσε στον ημερήσιο τύπο την πρόθεσή της να διαθέσει μετοχές στο κοινό στη βάση πρόσκλησης για εγγραφή («prospectus»), με άνοιγμα καταλόγων στις 12.4.2000 και κλείσιμο καταλόγων στις 14.4.2000. Η σχετική δημοσίευση προερχόταν, όπως αναφερόταν σε αυτή, από την «Investylia Ltd Group of Companies».
Ο εφεσίβλητος ενωρίτερα στις 28.1.2000, υπέβαλε στο σχετικό έντυπο αίτηση για παραχώρηση σ' αυτόν με τη μορφή της ιδιωτικής τοποθέτησης, 10.000 συνήθων μετοχών της εφεσείουσας, εσώκλεισε δε και το ποσό των £750 που αντιστοιχούσε με το 10% της αξίας των μετοχών που αιτήθηκε, αναλαμβάνοντας την αποπληρωμή του υπολοίπου σε πρώτη ζήτηση. Η καταληκτική παράγραφος του σχετικού εντύπου είχε ως εξής:
«Αντιλαμβάνομαι και αποδέχομαι ότι η Εταιρεία θα μετατραπεί σε δημόσια εταιρεία με σκοπό την εισαγωγή της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και ότι οι μετοχές δεν θα εκδοθούν και παραχωρηθούν σε μένα παρά μόνο σε μεταγενέστερο στάδιο, ανάλογα με την πρόοδο της διαδικασίας εισαγωγής στο Χρηματιστήριο ως ήθελε κριθεί προσφορότερο από το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας.»
Στις 5.4.2000, απευθύνθηκε επιστολή από την εφεσείουσα στον εφεσίβλητο στην οποία επισυναπτόταν σχετικό τιμολόγιο ως προς το υπόλοιπο της οφειλής του εφεσίβλητου ύψους £6.760, το οποίο ήταν το άθροισμα του υπολοίπου του ποσού των 10.000 ζητηθεισών συνήθων μετοχών, πλέον £10 για την αγορά 10 ιδρυτικών μετά ψήφου μετοχών, αξίας £1 εκάστη. Ολόκληρο το οφειλόμενο καταβλήθηκε προς την εφεσείουσα, η οποία εξέδωσε σχετική απόδειξη είσπραξης, άνευ ημερομηνίας.
Η εφεσείουσα υπέβαλε στις 14.6.2000 αίτηση για εισαγωγή των τίτλων της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, (εφεξής «το Χ.Α.Κ.»), η οποία εγκρίθηκε από το Συμβούλιο του Χ.Α.Κ., αλλά στη συνέχεια απορρίφθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στη συνεδρία της ημερ. 6.2.2002, με έρεισμα το γεγονός ότι η εφεσείουσα δεν πληρούσε τον Καν. 61(1)(ε), ο οποίος καθορίζει ως μια από τις βασικές προϋποθέσεις εισαγωγής ότι ο εκδότης των τίτλων, ο οποίος επιδιώκει την εισαγωγή τους στο Χ.Α.Κ., να είχε συναφείς δραστηριότητες, να λειτουργούσε κανονικά και να είχε ετοιμάσει εξελεγμένους λογαριασμούς για τα τρία τουλάχιστον αμέσως προηγούμενα της αιτήσεως έτη. Στη σχετική απόφαση σημειώθηκε επίσης ότι η εφεσείουσα, αλλά και το συγκρότημα αυτής ως σύνολο, δεν είχε διαθέσιμους τους εξελεγμένους αυτούς λογαριασμούς (παρόλον που οι εταιρείες που απάρτιζαν το συγκρότημα λειτουργούσαν κανονικά και είχαν τέτοιους λογαριασμούς), εφόσον η δραστηριοποίηση του συγκροτήματος κάτω από κοινή διεύθυνση είχε αρχίσει ουσιαστικά τον Μάιο του 2000. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σημείωσε πρόσθετα ότι λόγω της ανυπαρξίας εξελεγμένων λογαριασμών για το συγκρότημα, ο επενδυτής δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει την απόδοση των εταιρειών του συγκροτήματος.
Ο εφεσίβλητος ήγειρε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας αξιώνοντας δήλωση του Δικαστηρίου ότι η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία ήταν άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα, επιστροφή μετά τόκου του ποσού των £7.510, καθώς και τιμωριτικές αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας ή και ψευδείς παραστάσεις. Η ουσία της θέσης του εφεσίβλητου ήταν η γνωστοποίηση σε αυτόν από την εφεσείουσα, από τον Ιανουάριο του 2000, της πρόθεσης της να εισάξει τους μετοχικούς τίτλους στο Χ.Α.Κ. και γι' αυτό το λόγο αποφάσισε την αγορά μετοχών στη βάση της ιδιωτικής τοποθέτησης. Επίσης ότι η εφεσείουσα τον είχε πληροφορήσει ότι η αίτηση για εισδοχή στο Χ.Α.Κ. θα γινόταν άμεσα, εν πάση δε περιπτώσει, ήταν ρητός ή εξυπακουόμενος όρος της συμφωνίας ότι οι μετοχικοί τίτλοι της εφεσείουσας θα εισάγονταν στο Χ.Α.Κ. «..... εντός ευλόγου χρόνου και ή εντός του εκ του νόμου καθοριζομένου νομικού πλαισίου.». Στην πιο πάνω βάση, ο εφεσίβλητος καταλόγισε στην εφεσείουσα ότι διά ψευδών παραστάσεων και με δόλια συμπεριφορά εισέπραξε το αντίτιμο των μετοχών που ο εφεσίβλητος ζήτησε, εφόσον η εφεσείουσα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εισδοχή εντός ευλόγου χρόνου των μετοχών της στο Χ.Α.Κ. ήταν αδύνατη, παραλείποντας έτσι να πληροφορήσει τον εφεσίβλητο ανάλογα, ενώ ήταν σε γνώση της, ότι γι' αυτόν είχε σημασία η δυνατότητα ρευστοποίησης των μετοχών του σε σύντομο χρόνο.
Απορριπτική ήταν, ως αναμενόταν, η θέση της εφεσείουσας. Με την υπεράσπιση της, ως τροποποιήθηκε, απέρριψε όλους τους εναντίον της ισχυρισμούς παραπέμποντας στην εκ μέρους του εφεσίβλητου απόκτηση μετοχών της στη βάση των προνοιών του ενημερωτικού δελτίου, αρνούμενη ταυτόχρονα ότι ο εφεσίβλητος απέκτησε τις μετοχές ή κατέβαλε το αντίτιμο τους «..... με την προοπτική ή και με παραστάσεις εισαγωγής των τίτλων ..... στο Χ.Α.Κ.» ή ότι έγιναν οποιεσδήποτε παραστάσεις πέραν αυτών που περιέχονταν στο ενημερωτικό δελτίο, στο οποίο μάλιστα δηλωνόταν ρητά ότι η εφεσείουσα «..... δεν πληρούσε μια από τις βασικές προϋποθέσεις εισαγωγής στο Χ.Α.Κ. και συγκεκριμένα την προϋπόθεση να είχε δραστηριότητες και να λειτουργούσε κανονικά και να είχε ετοιμάσει εξελεγμένους λογαριασμούς για τα τρία τουλάχιστον προηγούμενα της αιτήσεως έτη, αφού η εταιρεία είχε συσταθεί στην Κύπρο στις 17.12.1977 αλλά παρέμεινε αδρανής μέχρι την 28.1.2000 που μετατράπηκε σε δημόσια.». Πρόθεση της ήταν, ως επίσης συμειωνόταν στο ενημερωτικό δελτίο, να υποβάλει αίτηση στο Χ.Α.Κ. «..... μέσα σε εύθετο χρονικό διάστημα με τη μέθοδο της δημόσιας εγγραφής .....».
Η εφεσείουσα ήγειρε επίσης ζήτημα ότι η πρόνοια του Αρθρου 58Α(3)(β) και 3(3) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Νόμου αρ. 14(Ι)/93, όπως τροποποιήθηκε ιδιαιτέρως με τους Νόμους αρ. 42(Ι)/2000 και αρ. 9(Ι)/2001, υποχρεώνουσα την επιστροφή χρηματικών ποσών που εισέπραξε, είναι αντισυνταγματική και αντίθετη με τα Άρθρα 25 και 28 του Συντάγματος, καθώς και με διάφορες πρόνοιες της Δεύτερης Οδηγίας του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (77/91/ΕΟΚ ημερ. 13.12.1976), αλλά και συγκρουόμενη με τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, ως τροποποιήθηκε.
Μέσα στο πιο πάνω πλαίσιο, το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε μαρτυρία που προήλθε τόσο από τον ίδιο τον εφεσίβλητο, ως ενάγοντα, όσο και από τον Στέλιο Στυλιανού, διευθυντή της εφεσείουσας. Έχοντας υπόψη και τα δηλωθέντα παραδεκτά γεγονότα, έκρινε ότι ο εφεσίβλητος είχε δίκαιο στην αξίωση του και εξέδωσε στις 31.7.2006, απόφαση για το σύνολο του ποσού των £7.510, πλέον 6% τόκο μέχρι εξοφλήσεως, πλέον έξοδα. Κατά την ανάπτυξη του σκεπτικού του, το Δικαστήριο, παρά τις εντελώς διαφορετικές εκδοχές των δύο μαρτύρων, στην ουσία τις δέχθηκε και τις δύο, κατά τον τρόπο που θα εξηγηθεί κατωτέρω. Θεώρησε δε ότι η στοιχειοθέτηση των παραστάσεων προέκυπτε εν πάση περιπτώσει από τα εκ συμφώνου κατατεθέντα τεκμήρια και ιδιαιτέρως το Τεκμήριο 8, την αίτηση δηλαδή που υπέβαλε ο εφεσίβλητος, το Τεκμήριο 2, το ενημερωτικό δελτίο, καθώς και το γεγονός ότι η εφεσείουσα κατέθεσε αίτηση στο Χ.Α.Κ. στις 14.6.2000. Παράλληλα, εξέτασε το εγερθέν ζήτημα συνταγματικότητας, απορρίπτοντας τις σχετικές θέσεις της εφεσείουσας στη βάση των αποφάσεων στις Harvest Capital Management Ltd v. Ταμάσιου (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1683 και Investylia Ltd v. Livadhiotis Bros Investments Ltd (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 704, ενώ σε σχέση με τη θέση περί σύγκρουσης της ημεδαπής νομοθεσίας με την Οδηγία 77/91/ΕΟΚ, το Δικαστήριο παρέπεμψε στην Anaptixis Group Ltd v. Μιχαηλίδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 691, όπου αποφασίστηκε ότι η Οδηγία είχε ενσωματωθεί στον περί Εταιρειών Νόμο σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο της επίδικης διαφοράς και κατά συνέπεια δεν τύγχανε οποιασδήποτε εφαρμογής.
Η καταχωρηθείσα έφεση εναντίον της πρωτόδικης κρίσης διέρχεται το σύνολο της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με ιδιαίτερη έμφαση στη συνταγματική πτυχή. Ο κ. Λουκαΐδης, ο οποίος σε κάποιο στάδιο ηγήθηκε της υπόθεσης της εφεσείουσας, ζήτησε από το Εφετείο όπως η έφεση αχθεί ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας ενόψει των σοβαρών και άλλων συνταγματικών θεμάτων που εγείρονταν. Πληροφόρησε το Εφετείο ότι θα ζητούσε από το Ανώτατο Δικαστήριο να αποστεί από τις προαναφερθείσες προηγούμενες αποφάσεις του ως λανθασμένες και ερχόμενες σε αντίθεση με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Εφετείο αποφάσισε τη διεύρυνση του με αποτέλεσμα η έφεση να αναληφθεί από την Πλήρη Ολομέλεια. Μετά από σχετική καθυστέρηση στην ετοιμασία υπομνήματος εκ μέρους της εφεσείουσας στο οποίο αναπτύσσονταν τροποποιημένοι λόγοι έφεσης, η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση κατά την οποία τέθηκαν πλείστα όσα θέματα, συνταγματικού, κυρίως, περιεχομένου.
Η εφεσείουσα αμφισβήτησε την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είχαν γίνει «παραστάσεις στον ενάγοντα εισαγωγής ή για την προοπτική εισαγωγής των τίτλων της εναγομένης στο Χ.Α.Κ.» με την έννοια του Αρθρου 3(3) του Νόμου Αρ. 42(Ι)/2000, εφόσον η ορθή ερμηνεία θα έπρεπε να ήταν ότι αυτή η προοπτική και οι παραστάσεις θα πρέπει να αναφέρονται ή να υποδηλούν γεγονότα τα οποία αποδεικνύονται ψευδή κατά το χρόνο των παραστάσεων ή των δηλώσεων και όχι αναφορικά με πεποίθηση ή πρόθεση που σχετίζονταν με τη μελλοντική πορεία της εφεσείουσας. Περαιτέρω, λανθασμένα αποφασίστηκε ότι δεν είναι απαραίτητη η απόδειξη παραστάσεων για να αποδειχθεί ότι έγινε νόμιμη πληρωμή και είσπραξη χρημάτων είτε με την προοπτική εισαγωγής των τίτλων στο Χ.Α.Κ., είτε άλλως πως και η αρχή που καθιερώθηκε στις υποθέσεις Anaptixis Group Ltd v. Νίκου Μιχαηλίδη, Harvest Capital Management Ltd v. Ταμάσιου - ανωτέρω - σύμφωνα με την οποία το Αρθρο 58Α(3)(β), δεν προϋποθέτει την απόδειξη παραστάσεων εισαγωγής τίτλων στο Χ.Α.Κ., αρκεί δε η πληρωμή των χρημάτων, είναι εσφαλμένη. Η εισήγηση που αναπτύχθηκε εδώ επεκτάθηκε και στη σκέψη ότι η φράση ή ο όρος «άλλως πως» είναι ασαφής και αόριστος και δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτεί η νομολογία του Ε.Δ.Α.Δ., ότι ο περιορισμός των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να προέρχεται από νόμο προσιτό, σαφή και ακριβή.
Πρόσθετα, οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου αρ. 42(Ι)/2000, είναι ασυμβίβαστες με το Άρθρο 23 του Συντάγματος και η σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος είναι εσφαλμένη ενόψει και πάλι των αποφάσεων του Ε.Δ.Α.Δ. που καθιερώνουν τον κανόνα περί σαφήνειας και ποιότητας της νομοθεσίας και περιορίζουν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Ασυμβίβαστες είναι οι πρόνοιες επίσης και με το Άρθρο 25 του Συντάγματος, ενόψει του ότι περιορίζουν το δικαίωμα ιδιοκτησίας και την άσκηση επαγγέλματος εφόσον κατά το χρόνο της δικαιοπραξίας στις 28.1.2000, αλλά και στις 5.4.2000, όταν παραχωρήθηκαν στον εφεσίβλητο οι μετοχές, δεν είχε ακόμη δημοσιευθεί ο σχετικός Νόμος, ο οποίος άρχισε να ισχύει από τις 7.4.2000. Δόθηκε επομένως αναδρομική ισχύ στις πρόνοιες του Νόμου χωρίς να περιείχετο σαφής προς τούτο διατύπωση στο ίδιο το νομοθέτημα. Περαιτέρω, η ίδια νομοθεσία προσκρούει και στο Άρθρο 26 του Συντάγματος εφόσον περιορίζει την ελευθερία των συμβάσεων δεδομένου ότι οι νομοθετικές πρόνοιες επεκτείνονταν σε διευθετήσεις που είχαν λάβει χώραν πριν την έναρξη της ισχύος της νομοθεσίας.
Αντίθετες ήταν οι θέσεις του εφεσίβλητου στο δικό του περίγραμμα στο οποίο επικαλείται τα παρόμοια γεγονότα της υπόθεσης Investylia Ltd v. Σωτήρη Ταμπούρη (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1343. Εισηγείται ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, ακολουθώντας την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Investylia Ltd v. Livadhiotis Bros Investments Ltd - ανωτέρω -, εφάρμοσε το Αρθρο 3(3) του Νόμου αρ. 42(Ι)/2000, για το ποσό των £750 που είχε καταβληθεί ως αντιπαροχή για την αγορά των τίτλων πριν από τη δημοσίευση του Νόμου στις 7.4.2000, το δε Αρθρο 58Α(3)(β) για το μέρος της αντιπαροχής που δόθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Νόμου αναφορικά με το ποσό των £6.760. Ο εφεσίβλητος θεωρεί ότι η προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο θέμα έχει αποφασίσει τελεσίδικα όλα τα ζητήματα που εγείρει η εφεσείουσα με δεδομένο ότι οι πρόνοιες της νομοθεσίας κρίθηκαν καθόλα συνταγματικές και σύμφωνες με την Κοινοτική Οδηγία 77/91/ΕΟΚ.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης της έφεσης αναπτύχθηκαν περαιτέρω τα εκατέρωθεν επιχειρήματα, ενώ η ίδια η Πλήρης Ολομέλεια κατηύθυνε τη σκέψη των συνηγόρων και στα αποφασισθέντα από το Ε.Δ.Α.Δ. στην Investylia Public Company Limited v. Cyprus, Αίτηση Αρ. 24321/05, ημερ. 17.9.2009.
Η εξέταση των συνταγματικών θεμάτων που ανεφύησαν κατ' έφεση με σκοπό μάλιστα την απόκλιση από σταθερή προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δικαιολογείται μόνο εφόσον υπάρχει σταθερό και βέβαιο υπόβαθρο γεγονότων. Η αρχή αυτή υπεδείχθη στο συνήγορο της εφεσείουσας κατά τη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης, υπό το φως των λόγων εφέσεως υπ' αρ. 1(β) και 7, με τους οποίους αμφισβητείτο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι έγιναν παραστάσεις από την εφεσείουσα προς τον εφεσίβλητο, λόγους τους οποίους ο συνήγορος επέμενε να προωθήσει ταυτόχρονα με τη συνταγματική πτυχή.
Προκύπτει όμως από τη μελέτη της πρωτόδικης απόφασης ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας αμφοτέρων των μαρτύρων ήταν ελλιπής και με αντικρουόμενα ευρήματα. Ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τον εφεσίβλητο χαρακτήρισε την εικόνα που αυτός παρουσίασε ως «μέτρια», ταυτόχρονα δεν διέκρινε, ως ανέφερε, οποιαδήποτε τάση ή προσπάθεια να παραθέσει γεγονότα άλλα από αυτά που ήταν στην άμεση γνώση και αντίληψη του. Περαιτέρω, ενώ χαρακτήρισε τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου περί προφορικών παραστάσεων που του είχαν γίνει από τον Στέλιο Στυλιανού ως προς την εισδοχή των τίτλων της εφεσείουσας στο Χ.Α.Κ. ως υπερβολικούς, κατέγραψε και τη θέση «....... χωρίς όμως να καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο ενάγοντας έλεγε ψέματα.».
Από την άλλη, χαρακτήρισε τον Στέλιο Στυλιανού ως «εξαιρετικό μάρτυρα». Θεώρησε ότι η μαρτυρία του ήταν «..... σαφής, στρωτή και πλήρης .....», ενώ «σε κανένα σημείο δεν κλονίστηκε η μαρτυρία του παρά την επίμονη αντεξέταση του.». Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη συνέχεια εξέφρασε την άποψη ότι η απάντηση στο ερώτημα αν είχαν γίνει παραστάσεις ή όχι ήταν θετική. Αυτό όμως με βάση, όπως εξάγεται, τα έγγραφα τα οποία είχε ενώπιόν του, δηλαδή, τη δήλωση στην αίτηση που υπέβαλε ο εφεσίβλητος στις 28.1.2000 ότι το δικαίωμα για εξάσκηση εξαγοράς μιας ακόμη συνήθους μετοχής για κάθε πέντε που θα παραχωρούνταν, θα ασκείτο «..... κατά τη διάρκεια των έξι πρώτων μηνών της εισδοχής της εταιρείας στο Χ.Α.Κ.», ενώ υπήρχε επίσης δήλωση στην ίδια αίτηση ότι η εφεσείουσα μετατρεπόταν σε δημόσια εταιρεία «..... με σκοπό την εισαγωγή της στο Χ.Α.Κ. .....» και περαιτέρω ότι οι μετοχές θα εκδοθούν και παραχωρηθούν σε μεταγενέστερο στάδιο «..... ανάλογα με την πρόοδο της διαδικασίας εισαγωγής της εταιρείας στο Χ.Α.Κ.». Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι το ενημερωτικό δελτίο, Τεκμήριο 2, περιείχε παραστάσεις εφόσον στη σελ. 10, κάτω από την παράγραφο που τιτλοφορείτο «Διαπραγμάτευση Μετοχών», αναφερόταν ότι η εφεσείουσα θα υπέβαλλε «..... μέσα σε εύθετο χρονικό διάστημα αίτηση για εισαγωγή των μετοχών της στο Χ.Α.Κ. σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία στο Χ.Α.Κ.», αίτηση που κατατέθηκε στις 14.6.2000.
Όλα τα πιο πάνω, προερχόμενα από έγγραφα, θεωρήθηκαν ως ικανά να αποτελέσουν παραστάσεις περί εισαγωγής των τίτλων της εφεσείουσας, καταδεικνύοντας ταυτόχρονα και την προοπτική εισαγωγής των τίτλων στο Χ.Α.Κ..
Απορρέει από όλα τα πιο πάνω ότι δεν έγινε με εναργή τρόπο η αξιολόγηση των αντίθετων εκδοχών των δύο μαρτύρων διότι δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθεί ότι ούτε ο εφεσίβλητος έλεγε ψέματα, αλλά και η εκ διαμέτρου αντίθετη μαρτυρία του Στυλιανού ήταν ορθή. Η μεταγενεστέρως καταγραφείσα θέση του Δικαστηρίου ότι είχαν όντως γίνει παραστάσεις στον εφεσίβλητο για την προοπτική εισδοχής των τίτλων της εφεσείουσας στο Χ.Α.Κ. ήταν αποτέλεσμα εξαγωγής συμπεράσματος από τα διάφορα ενώπιον του έγγραφα, αλλά αμέσως πριν αυτή την τοποθέτηση, το Δικαστήριο είχε καταγράψει ότι ο Στυλιανού στην προφορική του μαρτυρία είχε δηλώσει στον εφεσίβλητο ότι δεν μπορούσαν να εισαχθούν οι μετοχές άμεσα στο Χ.Α.Κ. ενόψει του γεγονότος ότι η εφεσείουσα δεν τηρούσε τον Καν. 61.
Δεν είναι δυνατόν έχοντας υπόψη τον τρόπο που επέλεξε το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταγράψει την αξιολόγηση του επί των αντικρουόμενων μαρτυριών, να εξαχθεί με την αναγκαία δικαστική ασφάλεια, η οποία προϋποθέτει σαφή και κάθετη απόφαση επί των διαφορετικών εκδοχών, ποια ήταν εν προκειμένω η κρίση του. Η ερμηνεία που δόθηκε στα διάφορα τεκμήρια διέρχεται και επηρεάζεται από την πρωταρχική αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας, εφόσον τα έγγραφα καταρτίστηκαν μετά τις κατ' ισχυρισμόν προφορικές παραστάσεις.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, καθίσταται αναπόφευκτος ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης και η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν τα έξοδα της επανεκδίκασης.
Διατάσσεται επανεκδίκαση ως ανωτέρω.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ευρισκόμαστε σε διάσταση με την απόφαση των αδελφών μας Δικαστών ότι προκύπτει ανάγκη επανεκδίκασης λόγω ελλιπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας και απουσίας σαφών ευρημάτων. Φρονούμε ότι η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής προέβη σε πλήρη αξιολόγηση της μαρτυρίας και έκαμε σαφή ευρήματα με αναφορά στα ενώπιόν της επίδικα θέματα. Η απαίτηση του Εφεσίβλητου είχε βασισθεί σε δόλο και ψευδείς παραστάσεις εκ μέρους της Εφεσείουσας ότι οι τίτλοι της θα εισάγοντο στο Χρηματιστήριο εντός ευλόγου χρόνου και στην ύπαρξη όρου προς τούτο στη συμφωνία αγοράς των μετοχών. Η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής εθεώρησε το Μ.Υ.1, διευθυντή της Εφεσείουσας, ως εξαιρετικό μάρτυρα, από τη μαρτυρία του οποίου προέκυπτε ότι δεν είχαν γίνει τέτοιες παραστάσεις στον Εφεσίβλητο, ανατρεπόμενης έτσι της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου ότι του είχαν γίνει οι εν λόγω παραστάσεις από το Μ.Υ.1. Σχολιάζοντας μάλιστα την εικόνα του Εφεσίβλητου ως μέτρια, η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής είπε ότι οι ισχυρισμοί του περί παραστάσεων ήσαν υπερβολικοί, έστω και αν δεν θα κατέληγε ότι έλεγε ψέματα. Θεωρούμε λοιπόν, εν όψει και της αναφοράς της στη σελ. 13, ότι ο Μ.Υ.1 είχε πει στον Εφεσίβλητο ότι οι τίτλοι δεν θα εισάγοντο άμεσα στο Χρηματιστήριο παρά μόνο αργότερα και αφού ετηρούντο οι προϋποθέσεις του Κανονισμού 61, ότι σαφώς απεφάσισε επί της αξιοπιστίας της προφορικής μαρτυρίας και των συμπερασμάτων της.
Εκείνο που έκανε όμως στη συνέχεια η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής ήταν να θεωρήσει ότι, αν και δεν είχαν γίνει προφορικές παραστάσεις, εν τούτοις προέκυπταν παραστάσεις από τα ενώπιον της έγγραφα και συγκεκριμένα την αίτηση του Εφεσίβλητου, την πρόσκληση για εγγραφή και την αίτηση της Εφεσείουσας στο Χ.Α.Κ.. Δεν θα σχολιάσουμε όμως την ορθότητα της κατάληξης της επ' αυτού, εν όψει της κατάληξης της έφεσης, πέραν του να παρατηρήσουμε ότι εμπεριέχει αδυναμίες που δεν περιορίζονται στο ότι, όπως παρατηρείται στην απόφαση της πλειοψηφίας, τα έγγραφα καταρτίσθησαν μετά από τον κρίσιμο χρόνο.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης απο άλλο Δικαστή.