ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1349
14 Ιουλίου, 2011
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 1,
v.
ΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντος.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 270/2007)
Συμβάσεις ― Συμφωνία εργοδότησης ― Παράνομος τερματισμός συμφωνίας εργοδότησης ― Άρνηση της ιδιότητας του εργοδότη και απόρριψη της σχετικής υπεράσπισης.
Απόδειξη ― Παραδεκτά γεγονότα ― Ποια η σημασία και η διάσταση των παραδεκτών γεγονότων ως αναντίλεκτης μαρτυρίας δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 19(1) του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 86/1986 ― Άρνηση των παραδεκτών γεγονότων και προβολή αντιφατικής με αυτά εκδοχής, συνιστά προσφυγή στο ψεύδος με στόχο την αποφυγή των δυσμενών, για το διάδικο που προβαίνει σε μια τέτοια ενέργεια, συνεπειών, που τα ενοχοποιητικά δεδομένα συνεπάγονται για την υπόθεση του.
Ο εφεσίβλητος, επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, αξίωσε με αγωγή από τους εφεσείοντες και τους τότε εναγόμενους 2, Ολυμπιακός (Ποδόσφαιρο) ΛΤΔ., Λ.Κ.107.028 για παραβίαση συμφωνίας εργοδότησης.
Οι εφεσείοντες/εναγόμενοι 1 αρνήθηκαν τις ευθύνες οι οποίες προέκυπταν από τον τερματισμό της συμφωνίας εργοδότησης του εφεσίβλητου υποστηρίζοντας ότι εργοδότες του εφεσίβλητου ήταν οι εναγόμενοι 2 και ότι οι ίδιοι είχαν μόνο για τυπικούς λόγους εμπλακεί.
Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων ως η απαίτηση, ενώ απέρριψε την αγωγή εναντίον των εναγόμενων 2.
Μεταξύ άλλων απέρριψε την περί αντιθέτου με τα παραδεκτά γεγονότα εκδοχή της υπεράσπισης, κρίνοντας ότι στερείτο πειστικότητας αφού, συγκρουόταν και με την εκδοχή που οι εφεσείοντες είχαν προβάλει στα πλαίσια υπεράσπισης τους ενώπιον της Επιτροπής Επίλυσης Διαφορών της Κ.Ο.Π., στην οποία ο εφεσίβλητος είχε προσφύγει. Απεφάνθη ότι εργοδότης του εφεσίβλητου ήταν οι εφεσείοντες και όχι οι εναγόμενοι 2, τη δε συμφωνία εργοδότησης του εφεσίβλητου τερμάτισαν οι εναγόμενοι 2 παράνομα και αναίτια, εκ μέρους των εφεσειόντων.
Την απόφαση εφεσίβαλαν οι Εναγόμενοι 1.
Προβλήθηκαν μεταξύ άλλων οι εξής λόγοι έφεσης:
α) Ότι ήταν λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την ταυτότητα του εργοδότη του εφεσίβλητου.
β) Ότι καμιά μαρτυρία δεν τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου που να υποστήριζε ότι η συμφωνία εργοδότησης τερματίστηκε εκ μέρους των εφεσειόντων από τους εναγόμενους 2.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ορθά ο πρωτόδικος Δικαστής αρνήθηκε να προβεί σε ευρήματα που αντιστρατεύονταν τα παραδεκτά γεγονότα. Ορθά απερρίφθη και η περί του αντιθέτου με τα παραδεκτά γεγονότα εκδοχή της υπεράσπισης, και για το λόγο ότι στερείτο πειστικότητας, αφού συγκρουόταν και με την εκδοχή που οι εφεσείοντες είχαν προβάλει στα πλαίσια υπεράσπισης τους ενώπιον της Επιτροπής Επίλυσης Διαφορών της Κ.Ο.Π., στην οποία ο εφεσίβλητος είχε προσφύγει.
2. Σύμφωνα με την εκδοχή που οι εφεσείοντες είχαν προβάλει ενώπιον της Επιτροπής, εργοδότες του εφεσίβλητου ήταν οι ίδιοι οι εφεσείοντες και όχι οι εναγόμενοι 2. Οι εφεσείοντες ήταν, σύμφωνα με την ίδια εκδοχή, και τα πρόσωπα που υπείχαν συμβατική υποχρέωση καταβολής των μισθών του εφεσίβλητου, όπως και τα πρόσωπα που τερμάτισαν την εργοδότηση του τελευταίου διακόπτοντας το μεταξύ τους συμβόλαιο εργοδότησης .
3. Η συναίνεση του εφεσίβλητου ως άμεσα επηρεαζόμενου, ήταν απαραίτητη για όλες αυτές τις ενέργειες μεταξύ των εναγομένων περί μεταβίβασης της διαχείρισης του ποδοσφαιρικού τμήματος, δεδομένου πάντοτε ότι είχε υπογράψει συμφωνία με τους εναγόμενους 1 και όχι με τους εναγόμενους 2.
4. Ο περί της Διατήρησης και Διασφάλισης των Δικαιωμάτων των Εργοδοτουμένων κατά τη Μεταβίβαση Επιχειρήσεων, Εγκαταστάσεων ή Τμημάτων Επιχειρήσεων ή Εγκαταστάσεων Νόμος του 2000, Ν.104(Ι)/2000 δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ισχύει στις περιπτώσεις αθλητικών σωματείων.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. Χαραλάμπους (Aρ. 1) (2000) 2 Α.Α.Δ. 186,
Γεωργίου άλλως Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 444,
Tolhurst v. Associated Portland Cement Manufacturers Ltd [1902] 2 Q.B. 660 (C.A.).
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σάντης, A.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 8627/2003), ημερ. 14.9.2007.
Α. Κορομίας, για τους Εφεσείοντες.
Δ. Μιχαηλίδης, για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την αγωγή, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη πρωτόδικη απόφαση, ο εφεσίβλητος, επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, αξίωνε από τους εφεσείοντες και τους τότε εναγόμενους 2, ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ (ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ) ΛΤΔ., Λ.Κ.138.028 για παραβίαση συμφωνίας εργοδότησης. Το εν λόγω ποσό μειώθηκε πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας σε Λ.Κ.107.028.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού δέχθηκε την εκδοχή του εφεσιβλήτου, έκδωσε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων για το ποσό της απαίτησης, πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, πλέον έξοδα, ενώ απέρριψε την αγωγή εναντίον των εναγόμενων 2, χωρίς έξοδα.
Επειδή ένα από τα σημεία αναφοράς στην πρωτόδικη διαδικασία, αλλά και στην παρούσα έφεση είναι τα γεγονότα, τα οποία δηλώθηκαν και εγκρίθηκαν από το δικαστήριο, ως κοινώς παραδεκτά, θεωρούμε σκόπιμο, σ' αυτό το στάδιο και προτού αναφερθούμε στις εκατέρωθεν εκδοχές, να τα παραθέσουμε αυτούσια όπως αυτά εκτίθενται στην εκκαλούμενη απόφαση:
"1. Ο ενάγων γεννήθηκε στις 28.2.74 και ασχολείται με το άθλημα του ποδοσφαίρου ως επαγγελματίας και μη ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής σύμφωνα με το καταστατικό και τους κανονισμούς της Κυπριακής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου («Κ.Ο.Π.») (βλ. τεκμήριο 16).
2. Οι εναγόμενοι 1 είναι σωματείο δεόντως εγγεγραμμένο στην Κύπρο βάσει της σχετικής νομοθεσίας και μέλος της Κ.Ο.Π.
3. Οι εναγόμενοι 2 είναι εταιρεία δεόντως εγγεγραμμένη στην Κύπρο.
4. Στις 18.12.00, υπογράφθηκε μεταξύ του ενάγοντα και των εναγομένων 1 συμφωνία εργοδότησης, ενασχόλησης και αποκλειστικής δέσμευσης με ισχύ μέχρι την 30.6.06, με βάση την οποία ο ενάγων θα πρόσφερε τις υπηρεσίες του στους εναγόμενους 1 με την ιδιότητα του ποδοσφαιριστή (βλ. τεκμήριο 1).
5. Βάσει της συμφωνίας η αντιμισθία και η αμοιβή του ενάγοντα για τις υπηρεσίες του καθορίστηκαν ως ακολούθως:
(α) Την 18.12.00, Λ.Κ.5.000.
(β) Την 30.6.01, Λ.Κ.5.000.
(γ) Για την ποδοσφαιρική περίοδο 2000/2001 Λ.Κ.12.500.
(δ) Για την ποδοσφαιρική περίοδο 2001/2002 Λ.Κ.30.000.
(ε) Για την ποδοσφαιρική περίοδο 2002/2003 Λ.Κ.38.500.
(στ) Για την ποδοσφαιρική περίοδο 2003/2004 Λ.Κ.40.000.
(η) Για την ποδοσφαιρική περίοδο 2004/2005 Λ.Κ.44.000.
(θ) Για την ποδοσφαιρική περίοδο 2005/2006 Λ.Κ.48.000.
6. Τα ποσά υπό 5(δ) μέχρι 5(η) ανωτέρω, θα πληρώνονταν από τους εναγόμενους 1 προς τον ενάγοντα με 12 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, από τον Ιούλιο του κάθε χρόνου μέχρι και το Μάιο του επόμενου, τα ποσά που αναφέρονται στις παραγράφους 5(α) και 5(β) ανωτέρω, θα πληρώνονταν ως εφάπαξ πληρωμή ενώ το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 5(γ) ανωτέρω, σε 5 ισόποσες μηνιαίες δόσεις για τους μήνες Ιανουάριο μέχρι Μάιο 2001.
7. Στις 2.1.03, ο ενάγων προσέφυγε με βάση τη νενομισμένη και υποχρεωτική διαδικασία βάσει των κανονισμών και του καταστατικού της Κ.Ο.Π. στην αρμόδια επιτροπή της Κ.Ο.Π., με την τελευταία να καταχωρεί την προσφυγή με αριθμό 8/03 στις 13.1.03 και να την παραπέμπει για εκδίκαση στην αρμόδια κατά τον ουσιώδη χρόνο Επιτροπή Επίλυσης Διαφορών της Κ.Ο.Π. («η Επιτροπή») [βλ. τεκμήρια 6, 7, 9 και 10].
8. Βάσει των Κανονισμών και του Καταστατικού της Κ.Ο.Π. που βρίσκονταν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο, η Επιτροπή δικαιούνταν να επιδικάσει προς όφελος του Ενάγοντα (πλην των δεδουλευμένων του) και αποζημίωση ίση με τρεις μήνες μισθούς σε περίπτωση που θα κατάληγε στο συμπέρασμα και εύρημα ότι η Συμφωνία τερματίστηκε παράνομα, αναίτια και με υπαιτιότητα των Εναγομένων 1 και/ή 2 (βλ. τεκμήρια 17Α και 17Β).
9. Στις 16.7.03, η Επιτροπή μετά από ακροαματική διαδικασία, έκδωσε την απόφαση της κοινοποιώντας την στον Ενάγοντα και με την οποία επιδίκασε προς όφελος του το ποσό που είχε να λαμβάνει για την ποδοσφαιρική περίοδο 2002/2003, ως η παράγραφος 5(ε) ανωτέρω, δηλαδή το ποσό των Λ.Κ.6.416, ως δεδουλευμένα για τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2002 και επιπλέον ποσό Λ.Κ.9.624 ως αποζημίωση τριών μηνιαίων μισθών, δηλαδή για τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο 2003, ήτοι ποσό Λ.Κ.3.208, για κάθε μήνα (βλ. τεκμήριο 11)."
Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου κατέθεσαν ο εφεσίβλητος, ο εκτελεστικός γραμματέας της Κ.Ο.Π. Ανθούλης Μυλωνάς, με κλήση Duces Decum και ο τότε Πρόεδρος των εφεσειόντων Κλεάνθης Γεωργιάδης. Ο τελευταίος κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης.
Πυρήνα της εκδοχής του εφεσιβλήτου συνιστά η θέση ότι, καθόλη τη διάρκεια που η συμφωνία εργοδότησης του (τεκμήριο 1 στην πρωτόδικη διαδικασία) βρισκόταν σε ισχύ, εργοδότες του ήταν οι εφεσείοντες. Αυτοί τον εργοδότησαν ευθύς εξ' αρχής με τη συνομολόγηση της συμφωνίας, τεκμήριο 1, και αυτοί συνέχισαν να τον εργοδοτούν μέχρι τον από μέρους τους παράνομο τερματισμό της, γεγονός που σήμανε και το τέλος της εργοδότησής του.
Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η θέση των εφεσειόντων, την οποία έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ο μοναδικός ουσιαστικά μάρτυρας υπεράσπισης, Πρόεδρος τους κατά τον ουσιώδη χρόνο. Σύμφωνα με τον εν λόγω μάρτυρα, εργοδότης του εφεσιβλήτου ήταν στην πραγματικότητα οι εναγόμενοι 2, στους οποίους οι εφεσείοντες είχαν, από τον Ιούνιο 2000, έξι δηλαδή μήνες πριν τη συνομολόγηση της συμφωνίας, τεκμήριο 1, «παραχωρήσει, εκχωρήσει και μεταβιβάσει», δυνάμει συμφωνίας, το ποδοσφαιρικό τμήμα και την εν γένει διαχείρισή του. Οι εναγόμενοι 2 όμως, όντες Εταιρεία και όχι Σωματείο, δεν μπορούσαν να εγγραφούν στη δύναμη της Κυπριακής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, η συμφωνία εργοδότησης του εφεσιβλήτου, τεκμήριο 1, αντί να συνομολογηθεί με τους εναγόμενους 2 που ήταν και οι πραγματικοί εργοδότες του, «για τυπικούς λόγους» συνομολογήθηκε, εν γνώσει του εφεσιβλήτου, με τους εφεσείοντες. Αυτός ήταν στην πραγματικότητα και ο λόγος που η προσφυγή του εφεσιβλήτου στην Επιτροπή Επίλυσης Διαφορών της Κ.Ο.Π. στράφηκε εναντίον των εφεσειόντων και όχι εναντίον των εναγόμενων 2. Οι τελευταίοι ήταν και αυτοί που για λόγους άγνωστους στους εφεσείοντες, τερμάτισαν τη συμφωνία, τεκμήριο 1 και όχι οι εφεσείοντες.
Στο στόχαστρο και των εννέα ουσιαστικά λόγων έφεσης βρίσκεται η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την ταυτότητα του εργοδότη του εφεσιβλήτου. Σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, εργοδότης του εφεσιβλήτου ήταν οι εφεσείοντες και όχι οι εναγόμενοι 2, τη δε συμφωνία εργοδότησης του εφεσιβλήτου τερμάτισαν, σύμφωνα πάντα με την πρωτόδικη απόφαση, οι εναγόμενοι 2 «παρανόμως και αναιτίως», εκ μέρους των εφεσειόντων.
Το σκεπτικό με βάση το οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο προσβαλλόμενο με την παρούσα έφεση συμπέρασμα του αναφορικά με την ταυτότητα του εργοδότη του εφεσιβλήτου, έχει ως βασικό άξονα τα παραδεκτά γεγονότα. Σχετικοί είναι οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3. Με αναφορά στην υπόθεση Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού v. Χαραλάμπους (Aρ. 1) (2000) 2 Α.Α.Δ. 186, στην οποία επανατονίστηκε η σημασία και η διάσταση των παραδεκτών δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 19(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως αυτός τροποποιήθηκε με το Νόμο 86/1986, γεγονότων ως αναντίλεκτης μαρτυρίας, ο πρωτόδικος δικαστής αρνούμενος, ορθά κατά την άποψη μας, να προβεί σε ευρήματα που αντιστρατεύονταν τα παραδεκτά γεγονότα, απέρριψε την εκδοχή της υπεράσπισης και κατέληξε στο συγκεκριμένο συμπέρασμα του. Άλλωστε, άρνηση των παραδεκτών γεγονότων και προβολή αντιφατικής με αυτά εκδοχής, συνιστά, σύμφωνα με τη νομολογία, προσφυγή στο ψεύδος με στόχο την αποφυγή των δυσμενών για το διάδικο που προβαίνει σε μια τέτοια ενέργεια, συνεπειών, που τα ενοχοποιητικά δεδομένα συνεπάγονται για την υπόθεση του (Γεωργίου άλλως Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 444).
Την περί αντιθέτου με τα παραδεκτά γεγονότα εκδοχή της υπεράσπισης, ο πρωτόδικος δικαστής απέρριψε, και πάλι ορθά κατά την άποψη μας, και γιατί στερείτο πειστικότητας αφού, όπως διαπίστωσε, διαπίστωση που μας βρίσκει σύμφωνους, συγκρουόταν και με την εκδοχή που οι εφεσείοντες είχαν προβάλει στα πλαίσια υπεράσπισης τους ενώπιον της Επιτροπής Επίλυσης Διαφορών της Κ.Ο.Π., στην οποία ο εφεσίβλητος είχε προσφύγει. Σχετικός είναι ο λόγος έφεσης 4. Είναι πιστεύουμε αρκετό να επισημάνουμε το γεγονός ότι, σύμφωνα με την εκδοχή που οι εφεσείοντες είχαν προβάλει ενώπιον της Επιτροπής, εργοδότες του εφεσιβλήτου ήταν οι ίδιοι οι εφεσείοντες και όχι οι εναγόμενοι 2. Οι εφεσείοντες ήταν, σύμφωνα με την ίδια εκδοχή, και τα πρόσωπα που υπείχαν συμβατική υποχρέωση καταβολής των μισθών του εφεσιβλήτου, όπως και τα πρόσωπα που τερμάτισαν την εργοδότηση του τελευταίου διακόπτοντας το μεταξύ τους συμβόλαιο εργοδότησης (βλ. τεκμήριο 9). Σκόπιμο θεωρούμε επίσης να επισημάνουμε, το γεγονός ότι, σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής, το περιεχόμενο της οποίας δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός, εργοδότες του εφεσιβλήτου ήταν οι εφεσείοντες.
Σχετική με την αδυναμία των εφεσειόντων να αποσείσουν τις ευθύνες οι οποίες προκύπτουν από τον παράνομο τερματισμό της συμφωνίας εργοδότησης του εφεσιβλήτου και να τις εναποθέσουν στους ώμους των εναγόμενων 2, συνιστούν και οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, διαπιστώσεις τις οποίες οι εφεσείοντες προσβάλλουν με τέσσερις λόγους έφεσης (λόγοι έφεσης 5, 6, 7 και 9), ότι καμιά μαρτυρία δεν τέθηκε ενώπιον του που να καταδεικνύει είτε ότι οι εναγόμενοι 2 επικύρωσαν την επίδικη συμφωνία είτε ότι η συμφωνία τερματίστηκε εκ μέρους των εφεσειόντων από τους εναγόμενους 2. Να σημειωθεί ότι δυνάμει του όρου 12 της Συμφωνίας Διαχείρισης, την οποία οι εφεσείοντες είχαν υπογράψει με τους εναγόμενους 2, έξι περίπου μήνες πριν την εργοδότηση του εφεσιβλήτου, το οποιοδήποτε συμβόλαιο ήθελε υπογραφεί μεταξύ εφεσειόντων και ποδοσφαιριστών, τελούσε υπό την αίρεση των εναγόμενων 2.
Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αντίθετες διαπιστώσεις θα αντιστρατεύονταν το παραδεκτό γεγονός ότι εργοδότες του εφεσιβλήτου ήταν οι εφεσείοντες, αριθμός άλλων γεγονότων συνηγορούν υπέρ της ορθότητας των συγκεκριμένων διαπιστώσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου, ήτοι το γεγονός ότι «.... για όλες αυτές τις ενέργειες μεταξύ των εναγομένων περί μεταβίβασης της διαχείρισης του ποδοσφαιρικού τμήματος, ο ενάγων δεν είχε ούτε πληροφόρηση, ούτε λόγο ούτε και οποτεδήποτε συναίνεσε ή του ζητήθηκε να συναινέσει ως άμεσα επηρεαζόμενος σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δεδομένου πάντοτε ότι είχε υπογράψει συμφωνία με τους εναγόμενους 1 και όχι με τους εναγόμενους 2 ή με οποιονδήποτε άλλον. Υπό τις περιστάσεις, η συναίνεση του ήταν αναγκαία (βλ. κατ' αναλογίαν, Tolhurst v. Associated Portland Cement Manufacturers Ltd [1902] 2 Q.B. 660 (C.A.), Chitty On Contracts, 27η έκδ., Τομ. 1, παρ. 19-043).», όπως και το γεγονός ότι αυτοί, δηλαδή οι εφεσείοντες, ήταν εκείνοι που στην πραγματικότητα τερμάτισαν την εργοδότηση του εφεσιβλήτου.
Με τον όγδοο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο περί της Διατήρησης και Διασφάλισης των Δικαιωμάτων των Εργοδοτουμένων κατά τη Μεταβίβαση Επιχειρήσεων, Εγκαταστάσεων ή Τμημάτων Επιχειρήσεων ή Εγκαταστάσεων Νόμος του 2000, Ν.104(Ι)/2000, δεν έχει εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση.
Αρχικά θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η σχετική με το συγκεκριμένο λόγο έφεσης εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων, προβάλλεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο. Παρά ταύτα, αποφασίσαμε να την εξετάσουμε. Διεξήλθαμε τον εν λόγω Νόμο και εξετάσαμε τη σχετική εισήγηση. Η επί του προκειμένου θέση των εφεσειόντων δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το συγκεκριμένο νομοθέτημα «ερμηνευόμενο», όπως ορθά επισημαίνεται στο σχετικό σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου, «γραμματικώς και τελεολογικώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ισχύει στις περιπτώσεις αθλητικών σωματείων». Πέραν τούτου, και πάλι όπως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο διαπιστώνει, το αναγκαίο υλικό που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πραγματικό υπόβαθρο για σκοπούς συζήτησης εφαρμογής του συγκεκριμένου νομοθετήματος, στην υπό κρίση περίπτωση ελλείπει.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση δεν μπορεί να πετύχει. Ως αποτέλεσμα, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον των εφεσειόντων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, πλέον Φ.Π.Α., αν βέβαια υπάρχει.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων.