ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1300
14 Ιουλίου, 2011
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΛΗΣ ΡΟΥΒΗΜ,
Εφεσείων-Ενάγοντας,
v.
LAIKI CYPRIALIFE LIMITED,
Εφεσίβλητης-Εναγομένης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 64/2008)
Απόδειξη ― Το Εφετείο έκρινε εσφαλμένη τη χορήγηση άδειας για κλήτευση μάρτυρα για σκοπούς αντεξέτασής της από την πλευρά των εφεσιβλήτων στη βάση των προνοιών του Αρθρου 26(1) του Περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9, ως επίσης και την κλήτευση και αντεξέταση της εν λόγω μάρτυρος όχι μόνο από την πλευρά των εφεσιβλήτων η οποία ήταν και η πλευρά που την κλήτευσε για σκοπούς αντεξέτασης, αλλά και από την πλευρά του εφεσείοντα, χωρίς μάλιστα η εν λόγω μάρτυς να κηρυχθεί πρώτα εχθρική ― Διαταγή για επανεκδίκαση αγωγής.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Ζωτικά θέματα λόγω πλάνης και/ή εσφαλμένης καθοδήγησης, δεν έτυχαν σωστού χειρισμού από το πρωτόδικο Δικαστήριο με αποτέλεσμα να διαπιστώνεται κενό στην αξιολόγηση της μαρτυρίας ― Παράλειψη αξιολόγησης στο σύνολο της μαρτυρίας ― Δεν αξιολογήθηκαν πτυχές της μαρτυρίας σχετικές με τη φύση των επαγγελματικών σχέσεων της μάρτυρος με τους εφεσιβλήτους ούτε η ιδιότητα με την οποία αυτή λειτουργούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Ο εφεσείων ήγειρε αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου για την έκδοση αναγνωριστικής δήλωσης ακυρότητας του ασφαλιστηρίου συμβολαίου που υπέγραψε με τους εφεσίβλητους αξιώνοντας ταυτόχρονα αποζημιώσεις και επιστροφή του ποσού του ασφαλίστρου με τόκο, τον οποίο οι εφεσίβλητοι απέσπασαν δια ψευδών, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, παραστάσεων και χωρίς να καταστήσουν γνωστούς σε αυτόν τους όρους του συμβολαίου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή και ακολούθως καταχωρήθηκε έφεση με την οποία ο εφεσείων υποστήριξε μεταξύ άλλων:
(α) ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλλε νομικώς και ή περιέπεσε σε πλάνη περί το Νόμο,
(β) το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλλε στην εφαρμογή των κανόνων της Πολιτικής Δικονομίας του περί Αποδείξεως Νόμου και υπέπεσε σε σφάλματα όσον αφορά την εκτίμηση της μαρτυρίας και των πραγματικών γεγονότων και ή τελούσε υπό πλάνη ως προς τα γεγονότα.
Οι εφεσίβλητοι, με την αντέφεση υποστήριξαν μεταξύ άλλων, ότι ήταν εσφαλμένη η ενδιάμεση απόφαση του δικαστηρίου ημερομηνίας 20/4/2007, με την οποία επετράπη η αντεξέταση της Δ. Ιωάννου από το συνήγορο του εφεσείοντα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Υπήρχε έρεισμα τόσο στο δεύτερο λόγο έφεσης, όσο και στον πρώτο και τέταρτο λόγο αντέφεσης.
2. Ήταν λανθασμένη η έγκριση παρά την ένσταση της άλλης πλευράς, του αιτήματος των εφεσιβλήτων που είχε υποβληθεί για δεύτερη φορά, για κλήτευση της Δ. Ιωάννου για σκοπούς αντεξέτασης της, στη βάση του Άρθρου 26(1) του Νόμου και τούτο επειδή λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε τον εαυτό του δεσμευμένο από προηγούμενη ενδιάμεση απόφασή του.
3. Δεν εγειρόταν θέμα δέσμευσης του δικαστηρίου όταν χορήγησε άδεια για κλήτευση και αντεξέταση μάρτυρα στη βάση των προνοιών του Άρθρου 26(1) του Νόμου, αλλά σε μεταγενέστερο στάδιο διαπίστωσε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση τέτοιας άδειας.
4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αν και χαρακτήρισε « θετική και με συνοχή» τη μαρτυρία της Δ. Ιωάννου, δεν την αξιολόγησε στο σύνολο της. Ιδιαίτερα δεν αξιολόγησε εκείνες τις πτυχές της μαρτυρίας της που ήταν σχετικές με τη φύση των επαγγελματικών σχέσεων της μάρτυρος με τους εφεσιβλήτους και την ιδιότητα με την οποία αυτή λειτουργούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
5. Η χορήγηση άδειας για κλήτευση της Δ. Ιωάννου για σκοπούς αντεξέτασης της από την πλευρά των εφεσιβλήτων στη βάση των προνοιών του Άρθρου 26(1) του Νόμου και στη συνέχεια η κλήτευση και αντεξέταση της εν λόγω μάρτυρος όχι μόνο από την πλευρά των εφεσιβλήτων η οποία ήταν και η πλευρά που την κλήτευσε για σκοπούς αντεξέτασης, αλλά και από την πλευρά του εφεσείοντα, χωρίς μάλιστα η εν λόγω μάρτυς να κηρυχθεί πρώτα εχθρική, αλλά στη βάση των αρχών της δίκαιης δίκης, αποτελούν ζωτικά θέματα τα οποία λόγω πλάνης και/ή εσφαλμένης καθοδήγησης δεν έτυχαν του σωστού χειρισμού από το πρωτόδικο δικαστήριο με αποτέλεσμα να διαπιστώνεται κενό στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.
6. Το ίδιο επίσης ζωτικό θέμα, με τις ίδιες συνέπειες, συνιστά και η παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να αξιολογήσει τη μαρτυρία της Δ. Ιωάννου στο σύνολο της και ιδιαίτερα να μην αξιολογήσει συγκεκριμένες πτυχές της μαρτυρίας της.
7. Ενόψει του αποτελέσματος εκρίθη ότι δεν συνέτρεχε λόγος εξέτασης των υπόλοιπων λόγων έφεσης και αντέφεσης.
Τόσο η έφεση, όσο και η αντέφεση επιτράπηκαν. Διατάχθηκε η επανεκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον άλλου δικαστή του ιδίου δικαστηρίου. Καμία διαταγή για τα έξοδα της έφεσης και της αντέφεσης.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Xριστόπουλος v. Aστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100,
Χαραλάμπους κ.ά. v. Νέαρχος Ηλιάδης & Υιοί Λτδ (1993) 1 Α.Α.Δ. 529,
Τσιακλίδης v. Ευαγγέλου κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 832,
Αθανασίου v. Loizias & Sons Contracting & Building (Overseas) Ltd Ltd. (1993) 1 Α.Α.Δ. 947,
Κυπριανού v. Βασιλείου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1320,
Χαρίλαος Αποστολίδης & Σία Λτδ. κ.ά. v. Λοϊζίδη κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1540.
Έφεση και Αντέφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα και αντέφεση από την εφεσίβλητη εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Kαρακάννα, A.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 3768/2002), ημερ. 18.1.2008.
Γ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Παπαευσταθίου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 22/2/2000, ο εφεσείων υπέβαλε γραπτή αίτηση και πρόταση στην εφεσίβλητη για ασφάλισης ζωής, με βάση σχέδιο της εφεσίβλητης, που ήταν γνωστό ως Cypria Fortune. Η αίτηση, όπως και η πρόταση, υποβλήθηκαν μέσω κάποιας Δέσπως Ιωάννου, ασφαλιστικής συμβούλου, η οποία, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, ενεργούσε ως ασφαλιστική σύμβουλος της εφεσίβλητης, σύμφωνα όμως με την εφεσίβλητη, ως ανεξάρτητη επαγγελματίας.
Η αίτηση, όπως και η πρόταση, αφορούσε ασφάλιση με βασική κάλυψη για θάνατο με ασφαλισμένο ποσό Λ.Κ.10.050 για περίοδο δέκα ετών. Το συνολικό ποσό του ασφαλίστρου, το οποίο ανερχόταν σε Λ.Κ.10.050, καταβλήθηκε από τον εφεσείοντα ταυτόχρονα με την υποβολή της αίτησης και της πρότασης. Ένα περίπου μήνα αργότερα παραδόθηκε στον εφεσείοντα το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το οποίο όμως ο εφεσείων αρνήθηκε να υπογράψει ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ουσιώδη διάσταση μεταξύ των όρων που περιείχε η πρόταση για ασφάλεια ζωής και αυτών που περιείχε το ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ των μερών, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τελικά ο εφεσείων ενημέρωσε την εφεσίβλητη ότι δεν αποδέχεται τους όρους του ασφαλιστήριου συμβολαίου και αξίωσε την επιστροφή του ποσού που είχε καταβάλει, ήτοι των Λ.Κ.10.050. Επειδή η απαίτησή του δεν έγινε αποδεκτή, καταχώρισε την αγωγή, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.
Με την αγωγή του ο εφεσείων αξίωνε δήλωση ότι το ασφαλιστήριο συμβόλαιο είναι άκυρο και ταυτόχρονα επιστροφή του ποσού του ασφαλίστρου με τόκο 6,5% από 22/2/2000, το οποίο οι εφεσίβλητοι απέσπασαν δια ψευδών, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, παραστάσεων και χωρίς να καταστήσουν γνωστούς σε αυτόν τους όρους του συμβολαίου. Ο εφεσείων αξίωνε επίσης αποζημιώσεις για παράβαση από πλευράς εφεσιβλήτων του «καθήκοντος επίδειξης καλής πίστης και πλήρους αποκάλυψης όλων των ουσιωδών στοιχείων (duty of utmost good faith and full disclosure - fiduciary duty) και ή των λοιπών εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων τους και ή για αμέλεια και ή για ψευδείς και ή αμελείς παραστάσεις και ή για αθέμιτο εμπλουτισμό». Τέλος, ο εφεσείων αξίωνε δήλωση του δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι κατακρατούσαν το ποσό του ασφαλίστρου ως εμπιστευματοδόχοι (constructive trustees), προς όφελός του.
Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου κατέθεσε ο εφεσείων, η Π. Παναγή την οποία κάλεσε ο εφεσείων με άδεια του δικαστηρίου, η Δ. Ιωάννου και ο Χρ. Μηνά τον οποίο κάλεσαν οι εφεσίβλητοι.
Η εκδοχή του εφεσείοντα, όπως αυτή προκύπτει μέσα από την ένορκη ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μαρτυρία του, είναι συνοπτικά η πιο κάτω.
Σε συνάντηση που ο εφεσείων είχε με τη Δέσπω Ιωάννου το Φεβρουάριο του 2000, η τελευταία του πρότεινε το σχέδιο Cypria Fortune. Το εν λόγω σχέδιο επένδυε, σύμφωνα με τα όσα του ανέφερε η Δέσπω Ιωάννου, σε παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, με αποτέλεσμα την αποκόμιση μεγαλύτερου κέρδους από αυτό που θα απέφερε κατάθεση του αντίστοιχου ποσού σε τράπεζα. Η Δέσπω Ιωάννου τον διαβεβαίωσε επίσης ότι το ποσό της επένδυσης σε καμιά περίπτωση δεν θα υφίστατο μείωση· αντίθετα, θα αυξανόταν ανάλογα με την απόδοση των μονάδων, την ενδεικτική αξία των οποίων του υπέδειξε στην πρόταση για ασφάλεια ζωής. Παράλληλα, τον διαβεβαίωσε ότι το ποσό του ασφαλίστρου θα τύγχανε ετήσιας φοροαπαλλαγής επί ποσού Λ.Κ.703,50 για μια περίοδο δέκα ετών που θα ίσχυε η ασφάλεια, με βάση πάντα τον εκάστοτε ισχύοντα συντελεστή φοροαπαλλαγής. Σε καμιά όμως περίπτωση η Δέσπω Ιωάννου δεν τον πληροφόρησε αναφορικά με τιμή προσφοράς ή τιμή εξαργύρωσης, ερμηνείες τις οποίες αντιλήφθηκε αργότερα και συγκεκριμένα όταν σε μεταγενέστερο στάδιο του απεστάλη το ασφαλιστήριο συμβόλαιο.
Την αίτηση για ασφάλεια ζωής ο εφεσείων υπέγραψε κατά τη δεύτερη συνάντηση που είχε με τη Δέσπω Ιωάννου, η οποία και τον εφοδίασε με το σχετικό έντυπο. Κατά την ίδια συνάντηση η Δέσπω Ιωάννου τον εφοδίασε επίσης με δύο έντυπες σελίδες, οι οποίες ως διεφάνη κατά την ακρόαση της υπόθεσης, αποτελούσαν τις σελίδες ενός ενιαίου εγγράφου· του εντύπου «Πρόταση για ασφάλεια ζωής». Στην πρώτη σελίδα του εντύπου κάτω από τον τίτλο «Ωφελήματα», στην παράγραφο «Βασική κάλυψη (θάνατος από οποιαδήποτε αιτία)» κάτω από τις στήλες «Ασφαλισμένα ποσά» και «Ασφάλιστρα» αναγράφεται το ποσό των £10.050. Στην ίδια σελίδα αναγράφονται οι Ενδεικτικές Μελλοντικές Αξίες με ρυθμό ανάπτυξης 7% και 10%. Στη δεύτερη σελίδα του εντύπου αναγράφονται οι όροι που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των δύο μερών. Στους εν λόγω όρους θα γίνει αναφορά σε κατοπινό στάδιο, στο βαθμό και την έκταση βέβαια που αφορούν την παρούσα έφεση.
Για το ποσό του ασφαλίστρου η Δέσπω Ιωάννου έκδωσε στον εφεσείοντα προσωρινή απόδειξη στο πίσω μέρος της οποίας αναγράφοντο τα εξής: «Σε περίπτωση που μέσα σε 30 μέρες δεν παραλάβετε την επίσημη απόδειξη και το Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο σας, παρακαλούμε όπως επικοινωνήσετε με την εταιρεία».
Επειδή ο εφεσείων δεν παρέλαβε το ασφαλιστήριο συμβόλαιο του εντός της προθεσμίας των 30 ημερών, επικοινώνησε με τους εφεσιβλήτους, οι οποίοι τον παρέπεμψαν στη Δέσπω Ιωάννου, η οποία στις 28/3/2000 τον εφοδίασε με το ασφαλιστήριο συμβόλαιο στο οποίο επισυνάπτετο πίνακας ασφαλιστηρίου, όπως και η αίτηση για ασφάλεια. Του παρέδωσε επίσης επιστολή των εφεσιβλήτων, ημερομηνίας 28/2/2000, η οποία έφερε τον τίτλο «Ασφαλιστήριο ζωής αρ. 00038163», επιστολή ημερομηνίας 2/3/2000, που είχε ως θέμα «Μονάδες που έχουν πιστωθεί στο Ασφαλιστήριο σας με αριθμό 0038163», καθώς επίσης και ένα έγγραφο με τίτλο «Πιστοποιητικό Πληρωμής Ασφαλίστρων Ζωής (LAPC)», το οποίο έφερε ημερομηνία 28/2/2000.
Στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο κάτω από τον τίτλο «Περίοδος επανεξέτασης», μεταξύ άλλων αναγράφονται και τα εξής:
"........ Αν για οποιοδήποτε λόγο ο Ιδιοκτήτης του Ασφαλιστηρίου δεν είναι ικανοποιημένος με το Ασφαλιστήριο αυτό, μπορεί να το επιστρέψει μέσα σε τριάντα (30) μέρες από την ημερομηνία της αίτησης του για σύναψη του συμβολαίου, συνοδευόμενο από γραπτή αίτηση όπως αυτό ακυρωθεί από την ημερομηνία έναρξης του. Στην περίπτωση αυτή το Ασφαλιστήριο θα είναι άκυρο από την ημερομηνία έναρξης του κινδύνου και θα επιστραφεί στον Ιδιοκτήτη το μικρότερο ποσό μεταξύ του εφάπαξ ασφαλίστρου που θα έχει καταβληθεί με την αίτηση για ασφάλεια και της αξίας των μονάδων του Ασφαλιστηρίου (με 100% επενδυόμενο ποσοστό) στην Τιμή Εξαργύρωσης κατά την Ημερομηνία Εκτίμησης που ακολουθεί την ημερομηνία κατά την οποία η Εταιρεία παρέλαβε την αίτηση ακύρωσης, χωρίς οποιοδήποτε τόκο επί του ποσού αυτού, αφού πρώτα αφαιρεθούν οποιαδήποτε πραγματικά ιατρικά έξοδα που πιθανόν να κατέβαλε η Εταιρεία και σχετίζονται με την αποδοχή του κινδύνου και τη σύναψη του συμβολαίου."
Με επιστολή του ημερομηνίας 28/7/2000, ο εφεσείων ζήτησε από τους εφεσιβλήτους όπως τον εφοδιάσουν με επίσημη απόδειξη για την είσπραξη του ποσού του ασφαλίστρου. Ζήτησε επίσης όπως εκδοθεί νέο ασφαλιστήριο συμβόλαιο στο οποίο οι υπογραφές να τεθούν χειρόγραφα και όχι με σφραγίδα και στο οποίο να αναφέρεται ρητά ότι το ποσό των £10.050 έχει εισπραχθεί στο σύνολό του και ότι η εξαργύρωση του ασφαλιστηρίου θα ήταν με την τιμή προσφοράς. Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ των διαδίκων, η οποία όμως δεν οδήγησε στη διευθέτηση των μεταξύ τους διαφορών, με αποτέλεσμα τον Ιανουάριο του 2001 ο εφεσείων να ζητήσει μέσω των δικηγόρων του την επιστροφή του ποσού του ασφαλίστρου. Το αίτημα του απορρίφθηκε με αποτέλεσμα την καταχώριση εκ μέρους του αγωγής.
Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, το πρωτόδικο δικαστήριο με απόφαση του ημερομηνίας 18/1/2008 - την εκκαλούμενη απόφαση - απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντα, με έξοδα εναντίον του.
Την ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης ο εφεσείων αμφισβητεί με τρεις λόγους έφεσης, ήτοι: (α) Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλλε νομικώς και ή περιέπεσε σε πλάνη περί το Νόμο (πρώτος λόγος έφεσης), (β) το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλλε στην εφαρμογή των κανόνων της Πολιτικής Δικονομίας του περί Αποδείξεως Νόμου και υπέπεσε σε σφάλματα όσον αφορά την εκτίμηση της μαρτυρίας και των πραγματικών γεγονότων και ή τελούσε υπό πλάνη ως προς τα γεγονότα (δεύτερος λόγος έφεσης) και (γ) η εκκαλούμενη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη και ή επαρκώς αιτιολογημένη ως σαφώς ορίζει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος (τρίτος λόγος έφεσης).
Στην αντίπερα όχθη, οι εφεσίβλητοι, με πέντε λόγους αντέφεσης προσβάλλουν ως εσφαλμένες, (α) την ενδιάμεση απόφαση του δικαστηρίου ημερομηνίας 20/4/2007, με την οποία επετράπη η αντεξέταση της Δ. Ιωάννου από το συνήγορο του εφεσείοντα (πρώτος λόγος αντέφεσης), (β) την παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να μην εφαρμόσει τις αρχές του νομικού κωλύματος (estoppel) εμποδίζοντας έτσι τον εφεσείοντα να προβάλει «άλλους λόγους ή όρους πέραν των γραπτών δηλώσεών του και ειδικότερα των όσων αναφέρονται στην πρόταση για ασφάλεια ζωής, όπως και στην αίτηση για ασφάλεια ζωής» (δεύτερος λόγος αντέφεσης), (γ) την παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να αποφανθεί ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε οποιαδήποτε ζημιά (τρίτος λόγος αντέφεσης), (δ) την παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να αποφανθεί ότι η Δ. Ιωάννου «ενεργούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο ως ανεξάρτητος επαγγελματίας ως ασφαλιστικός σύμβουλος της εφεσίβλητης» (τέταρτος λόγος αντέφεσης) και (ε) την παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να αποφασίσει ότι «με την αποδοχή της πρότασης του εφεσείοντα καταρτίστηκε έγκυρη ασφαλιστική σύμβαση με τους όρους των εν λόγω τεκμηρίων και τους γενικούς όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου» (πέμπτος λόγος αντέφεσης).
Σ' αυτό το στάδιο, θεωρούμε σκόπιμο, κι' αυτό ενόψει των λόγων έφεσης και αντέφεσης, να αναφερθούμε με κάποια λεπτομέρεια στο ιστορικό που οδήγησε στην κλήτευση ως μάρτυρος, της Δ. Ιωάννου στην πρωτόδικη διαδικασία.
Στις 5/12/2006, μετά την ολοκλήρωση της ένορκης μαρτυρίας του εφεσείοντα και αφού η πλευρά του τελευταίου δήλωσε ότι δεν προτίθεται να προσφέρει άλλη μαρτυρία, το πρωτόδικο δικαστήριο, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από τις πρόνοιες του Άρθρου 26(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, ως έχει τροποποιηθεί, αρχικά από το Νόμο 32(Ι)/2004 και μεταγενέστερα από το Νόμο 108(Ι)/2006 (ο Νόμος), έδωσε άδεια για κλήτευση της Δ. Ιωάννου με σκοπό την αντεξέταση της από τους συνηγόρους της εφεσίβλητης. Την κλήτευση της Ιωάννου είχε ζητήσει η πλευρά της εφεσίβλητης ενόψει της αναφοράς του εφεσείοντα στην ένορκη μαρτυρία του σε δηλώσεις και διαβεβαιώσεις, που σύμφωνα με τον ίδιο, του είχαν γίνει κατά τον επίδικο χρόνο από τη Δ. Ιωάννου. Στο σχετικό αίτημα των εφεσιβλήτων, η πλευρά του εφεσείοντα δεν έφερε ένσταση.
Μετά την κλήτευση της Δ. Ιωάννου και συγκεκριμένα στις 11/1/2007 που η υπόθεση είχε οριστεί για συνέχιση της ακρόασης, η πλευρά του εφεσείοντα, προτού η Δ. Ιωάννου, η οποία στο μεταξύ είχε κλητευθεί και ήταν παρούσα στο δικαστήριο, κληθεί να πάρει τη θέση της στο εδώλιο του μάρτυρα, υπέβαλε αίτημα, αίτημα το οποίο και εγκρίθηκε παρά την ένσταση των συνηγόρων της εφεσίβλητης, για επανάνοιγμα της υπόθεσης του εφεσείοντα και κλήτευση ως μάρτυρος για λογαριασμό του, της Π. Παναγή.
Στις 23/2/2007, μετά την ολοκλήρωση της ένορκης μαρτυρίας της Π. Παναγή, η πλευρά των εφεσιβλήτων επανέφερε το αίτημα της για κλήτευση της Δ. Ιωάννου για σκοπούς αντεξέτασης δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 26(1) του Νόμου. Αυτή τη φορά το αίτημα αντιμετώπισε την ένσταση των συνηγόρων του εφεσείοντα, οι οποίοι ισχυρίστηκαν αρχικά ότι το αίτημα θα πρέπει να απορριφθεί γιατί υποβλήθηκε εκπρόθεσμα και συγκεκριμένα μετά που η υπόθεση του εφεσείοντα είχε κλείσει. Την ίδια μέρα, το πρωτόδικο δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφαση του, απέρριψε την ένσταση, βασικά γιατί θεώρησε τον εαυτό του δεσμευμένο από την προηγούμενη απόφαση του, ημερομηνίας 5/12/2006. Την ένσταση απέρριψε επίσης και γιατί θεώρησε ότι η νομοθετική πρόνοια ότι η άδεια πρέπει να εξασφαλίζεται πριν ο διάδικος που είχε προσάξει την εξ ακοής μαρτυρία συμπληρώσει την υπόθεση του, «έχει συμπεριληφθεί στο συγκεκριμένο άρθρο για να δώσει τη δυνατότητα στο διάδικο, στη συγκεκριμένη περίπτωση στον ενάγοντα, μετά την κλήτευση του μάρτυρα προς αντεξέταση, εάν επιθυμεί να καλέσει περαιτέρω μαρτυρία, σε αντίκρουση μαρτυρίας που θα προσαχθεί με την κλήτευση του μάρτυρα προς αντεξέταση».
Αμέσως μετά την απαγγελία της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, εγειρόμενος επανέφερε την ένσταση του στο αίτημα των εφεσιβλήτων για κλήτευση της Δ. Ιωάννου για σκοπούς αντεξέτασης, αυτή τη φορά προβάλλοντας νέο λόγο ένστασης. Ισχυρίστηκε συγκεκριμένα ότι η κλήτευση της Δ. Ιωάννου για σκοπούς αντεξέτασης από την πλευρά της εφεσίβλητης, θα φέρει τον εφεσείοντα σε μειονεκτική και δυσμενή θέση γιατί το συγκεκριμένο πρόσωπο ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο στην εργοδοσία της εφεσίβλητης, καθώς επίσης και γιατί η πλευρά του εφεσείοντα δεν θα μπορούσε, αφού η Δ. Ιωάννου θα θεωρείται δικός της μάρτυρας, να την αντεξετάσει σε περίπτωση που η μαρτυρία της θα αμφισβητείτο, ούτε και θα ήταν «εύκολο να κηρυχθεί εχθρικός μάρτυρας». Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε και το δεύτερο λόγο ένστασης με το εξής σκεπτικό:
"Όπως έχω ήδη αναφέρει και προηγουμένως, στην προηγούμενη ενδιάμεση απόφαση μου, η άδεια αντεξέτασης της μάρτυρος ήδη δόθηκε την 17.11.2006 και η απόφαση μου είναι δεσμευτική και τελεσίδικη. Όσα ανέφερε ο κ. Γεωργιάδης σήμερα θα μπορούσε να τα είχε προβάλει τότε κατά την αγόρευση του, πράγμα το οποίο δεν έπραξε όμως."
(Η αναφορά στην ημερομηνία 17/11/2006 είναι προφανώς λανθασμένη γιατί η σχετική ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, δόθηκε στις 5/12/2006).
Στη συνέχεια και αφού η αντεξέταση της Δ. Ιωάννου από τους συνηγόρους της εφεσίβλητης ολοκληρώθηκε, η πλευρά του εφεσείοντα, χωρίς να επιχειρήσει να κηρύξει τη μάρτυρα εχθρική δυνάμει του Άρθρου 31 του Νόμου, υπέβαλε αίτημα για να της χορηγηθεί άδεια να αντεξετάσει τη μάρτυρα, επειδή η μαρτυρία της επί ουσιωδών πτυχών της υπόθεσης ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη με αυτή του εφεσείοντα. Το αίτημα αντιμετώπισε την ένσταση των συνηγόρων των εφεσιβλήτων οι οποίοι να σημειωθεί, ενώ ενίσταντο σε αντεξέταση της μάρτυρος, δεν ενίσταντο σε επανεξέτασή της.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατηύθυνε πρώτα την προσοχή του στις πρόνοιες του Άρθρου 31 του Νόμου που επιτρέπουν την αντεξέταση εχθρικού μάρτυρα από το διάδικο που τον κάλεσε. Αφού κατέληξε ότι δεν απεδείχθη εχθρική διάθεση εκ μέρους της μάρτυρος, έτσι ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι εν λόγω πρόνοιες, προχώρησε και θεωρώντας ότι οι αναφορές του εφεσείοντα στο περιεχόμενο των κατ' ισχυρισμών δηλώσεων της Δ. Ιωάννου θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές και πριν την τροποποίηση του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, ως μέρος του res gestae, κατέληξε ότι αν το συγκεκριμένο θέμα, δηλαδή ότι οι δηλώσεις της Δ. Ιωάννου στον εφεσείοντα θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές στη βάση του res gestae, τίθετο στο δικαστήριο έγκαιρα και συγκεκριμένα στις 5/12/2006, προτού δηλαδή δοθεί για πρώτη φορά άδεια για κλήτευση και αντεξέταση της μάρτυρος, το δικαστήριο δεν θα εξέδιδε το αιτούμενο διάταγμα και η μάρτυρας δεν θα αντεξεταζόταν. Υπό το φως της εν λόγω κατάληξης του και παίρνοντας ως δεδομένο το κατ' ισχυρισμόν από πλευράς εφεσείοντα γεγονός ότι η Δ. Ιωάννου ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο υπάλληλος των εφεσιβλήτων - οι εφεσίβλητοι αρνούνταν κάτι τέτοιο - το πρωτόδικο δικαστήριο επέτρεψε την αντεξέταση της μάρτυρος από τους συνηγόρους του εφεσείοντα στη βάση της αρχής της ισότητας των όπλων και γενικότερα στη βάση των αρχών της δίκαιης δίκης. Το σχετικό απόσπασμα από το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου έχει ως εξής:
"Η παρούσα υπόθεση εμπίπτει πιστεύω στις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια δύναται να επέμβει, για σκοπούς ορθής απονομής της Δικαιοσύνης, αλλιώς σ' αντίθετη περίπτωση θα προκαλείτο κακοδικία, που πιθανόν να οδηγούσε σε ακυρότητα της διαδικασίας. Όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά στη Χριστόπουλος v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100 «.... Εκτροπή από τα θέσμια της δίκαιης δίκης, όπως καθορίζονται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος επάγεται την ακυρότητα της διαδικασίας .....».
Πρόκειτο για μια πολύ ειδική περίπτωση που αν τα γεγονότα ετίθοντο στο σωστό τους πλαίσιο εξ' αρχής, πιθανόν να μην επιτρεπόταν η αντεξέταση της συγκεκριμένης μάρτυρας από το Δικαστήριο. Εν' όψει της πολύ ειδικής περίπτωσης κρίνω ορθό και δίκαιο όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτραπεί στον δικηγόρο του ενάγοντα να υποβάλει ερωτήσεις στη μάρτυρα και ν' αμφισβητήσει την μαρτυρία που έδωσε κατά την εξέταση της από την άλλη πλευρά."
Για τους πιο κάτω λόγους, διαπιστώνουμε έρεισμα τόσο στο δεύτερο λόγο έφεσης, όσο και στους πρώτο και τέταρτο λόγο αντέφεσης.
Όταν το αίτημα των εφεσιβλήτων για κλήτευση της Δ. Ιωάννου για σκοπούς αντεξέτασης της, στη βάση του Άρθρου 26(1) του Νόμου, υποβλήθηκε για δεύτερη φορά στις 23/2/2007, το πρωτόδικο δικαστήριο έγκρινε το αίτημα, παρά την ένσταση της άλλης πλευράς, βασικά γιατί θεώρησε τον εαυτό του δεσμευμένο από την προηγούμενη ενδιάμεση απόφαση του, ημερομηνίας 5/12/2006. Αυτό ήταν λάθος. Θέμα δέσμευσης του δικαστηρίου δεν εγειρόταν όταν χορήγησε άδεια για κλήτευση και αντεξέταση μάρτυρα στη βάση των προνοιών του Άρθρου 26(1) του Νόμου, αλλά σε μεταγενέστερο στάδιο διαπίστωσε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση τέτοιας άδειας. Το δικαστήριο διατηρεί την ευχέρεια αναθεώρησης ενδιάμεσων αποφάσεων του σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, εφόσον βέβαια τεθούν υπόψη του στοιχεία που δικαιολογούν τέτοια ενέργεια. Το καθήκον του δικαστηρίου να αποφασίζει επί νόμιμα αποδεκτής μαρτυρίας, αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα που θέλει το δικαστήριο να μην ενεργεί ως εφετείο του εαυτού του. Το δικαστήριο έχει καθήκον να αναψηλαφήσει το σύνολο του αποδεικτικού υλικού και να καταλήξει σε ευρήματα και συμπεράσματα στη βάση νόμιμα αποδεκτής μαρτυρίας. Επομένως με το να αποφασίσει στις 5/12/2006 να επιτρέψει την κλήτευση και αντεξέταση της Δ. Ιωάννου από τους εφεσιβλήτους στη βάση των συγκεκριμένων προνοιών του Νόμου, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ήταν, ως εσφαλμένα θεώρησε τον εαυτό του, υποχρεωμένο στις 23/2/2007 να εμμείνει στην ενδιάμεση απόφασή του, εφόσον σε κατοπινό στάδιο κατέληξε στη διαπίστωση ότι δεν έπρεπε να είχε χορηγήσει τέτοια άδεια.
Το πρωτόδικο δικαστήριο σε μια προσπάθεια αποτροπής πρόκλησης «κακοδικίας που πιθανό να οδηγούσε σε ακυρότητα της διαδικασίας», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στην ενδιάμεση απόφαση του, έκρινε «ορθό και δίκαιο» όπως επιτρέψει την αντεξέταση της συγκεκριμένος μάρτυρος και από τους συνηγόρους του εφεσείοντα. Κατανοούμε την αγωνία της πρωτόδικης δικαστού να αποτρέψει εκτροπή της υπόθεσης από τα θέσμια της δίκαιης δίκης, όπως αυτά καθορίζονται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Τούτο όμως δεν μπορούσε να επηρεάσει την ορθή πορεία των πραγμάτων. Με δοσμένο το γεγονός ότι η Δ. Ιωάννου κλήθηκε και αντεξετάστηκε από τους συνηγόρους των εφεσιβλήτων δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 26(1) του Νόμου, αυτή «λογίζεται ως εάν είχε κλητευθεί από το διάδικο ο οποίος είχε προσαγάγει την αρχική δήλωση με εξ ακοής μαρτυρία», (Άρθρο 26(2) του Νόμου), δηλαδή τον εφεσείοντα. Επομένως, θέμα αντεξέτασης της εν λόγω μάρτυρος από τους δικηγόρους του εφεσείοντα, εφόσον η Δέσπω Ιωάννου δεν είχε προηγουμένως κηρυχθεί εχθρικός μάρτυρας, δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 31 του ίδιου Νόμου, δεν εγειρόταν.
Αλλά και αναφορικά με την ιδιότητα υπό την οποία τελούσε η Δ. Ιωάννου κατά τον ουσιώδη χρόνο, όπως και αναφορικά με τη φύση των επαγγελματικών σχέσεων που αυτή είχε με τους εφεσιβλήτους, η Δ. Ιωάννου έδωσε στη μαρτυρία της τη δική της εκδοχή. Την επί του προκειμένου εκδοχή των εφεσιβλήτων έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ο Χρ. Μηνά, διευθυντής του νομικού τμήματος των εφεσιβλήτων. Σύμφωνα με τον τελευταίο, η Δ. Ιωάννου δεν ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης, ούτε και κατά τον ουσιώδη χρόνο λειτουργούσε ως αντιπρόσωπος ή εκπρόσωπος ή για λογαριασμό τους. Αντίθετα, αυτή συνεργαζόταν, σύμφωνα με το Χρ. Μηνά, με τους εφεσιβλήτους ως αυτοεργοδοτούμενη στη βάση προμήθειας που της καταβαλλόταν ανάλογα με την «.... εργασία που έφερνε η ίδια στην εταιρεία». Τη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα υπεράσπισης το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε στο σύνολο της. Τη μαρτυρία όμως της Δ. Ιωάννου, το πρωτόδικο δικαστήριο, αν και χαρακτηρίζει «θετική και με συνοχή», δεν την αξιολογεί στο σύνολο της. Ιδιαίτερα δεν αξιολογεί τις σχετικές με τη φύση των επαγγελματικών σχέσεων της μάρτυρος με τους εφεσιβλήτους και την ιδιότητα με την οποία αυτή λειτουργούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο, πτυχές της μαρτυρίας της.
Έχουμε την άποψη ότι η χορήγηση άδειας για κλήτευση της Δ. Ιωάννου για σκοπούς αντεξέτασης της από την πλευρά των εφεσιβλήτων στη βάση των προνοιών του Άρθρου 26(1) του Νόμου και στη συνέχεια η κλήτευση και αντεξέταση της εν λόγω μάρτυρος όχι μόνο από την πλευρά των εφεσιβλήτων η οποία ήταν και η πλευρά που την κλήτευσε για σκοπούς αντεξέτασης, αλλά και από την πλευρά του εφεσείοντα, χωρίς μάλιστα η εν λόγω μάρτυς να κηρυχθεί πρώτα εχθρική, αλλά στη βάση των αρχών της δίκαιης δίκης, αποτελούν ζωτικά θέματα τα οποία λόγω πλάνης και/ή εσφαλμένης καθοδήγησης δεν έτυχαν του σωστού χειρισμού από το πρωτόδικο δικαστήριο με αποτέλεσμα να διαπιστώνεται κενό στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Το ίδιο επίσης ζωτικό θέμα, με τις ίδιες συνέπειες, συνιστά και η παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να αξιολογήσει τη μαρτυρία της Δ. Ιωάννου στο σύνολο της και ιδιαίτερα να μην αξιολογήσει συγκεκριμένες πτυχές της μαρτυρίας της. Αναπόφευκτη συνέπεια της εν λόγω κατάληξης μας είναι ο παραμερισμός της απόφασης και η έκδοση διατάγματος επανεκδίκασης της από άλλο δικαστή του ίδιου δικαστηρίου (βλ. Χαραλάμπους κ.ά. ν. Νέαρχος Ηλιάδης & Υιοί Λτδ (1993) 1 Α.Α.Δ. 529, Τσιακλίδης ν. Ευαγγέλου κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 832, Αθανασίου v. Loizias & Sons Constacting & Building (Overseas) Ltd. (1993) 1 Α.Α.Δ. 947, Κυπριανού v. Βασιλείου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1320 και Χαρίλαος Αποστολίδης & Σία Λτδ. κ.ά. v. Ιωάννη Λοϊζίδη κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1540).
Ενόψει του αποτελέσματος στο οποίο αγόμαστε, κρίνουμε ότι δεν συντρέχει λόγος εξέτασης των υπόλοιπων λόγων έφεσης και αντέφεσης. Τόσο η έφεση, όσο και η αντέφεση επιτυγχάνουν. Η απόφαση του δικαστηρίου παραμερίζεται στο σύνολο της και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον άλλου δικαστή του ιδίου δικαστηρίου. Τα πρωτόδικα έξοδα και τα έξοδα της επανεκδίκασης, θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης. Αναφορικά με τα έξοδα της έφεσης, όπως και της αντέφεσης, κρίνουμε υπό τις περιστάσεις ότι δεν ενδείκνυται η έκδοση οποιασδήποτε διαταγής.
Τόσο η έφεση, όσο και η αντέφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον άλλου δικαστή του ιδίου δικαστηρίου. Καμία διαταγή για τα έξοδα της έφεσης και της αντέφεσης.