ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 991
6 Ιουνίου, 2011
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΛΙΖΑ ΛΟΥΚΑΪΔΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ,
Εφεσείσουσα-Εναγόμενη 1,
v.
1. ΛΕΩΝΙΔΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα,
2. ΑΝΔΡΕΑ ΚΟΝΝΑΡΗ,
Εφεσιβλήτου-Εναγόμενου 2,
(Πολιτική Έφεση Αρ. 38/2007)
Πολιτική Δικονομία ― Διάδικοι ― Προσθήκη διαδίκου ― Δ.9, θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών ― Κατά πόσο η άρνηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιτρέψει και/ή διατάξει την ανταλλαγή δικογράφων μετά την έκδοση διατάγματος για προσθήκη διαδίκου, αποτελούσε την ορθή απόφαση, ενόψει των περιστατικών της υπόθεσης.
Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Αίτηση για ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ της εναγομένης και του συνεναγομένου της, ο οποίος είχε προστεθεί ως συνεναγόμενος στη βάση της Δ.9, θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών ― Κατά πόσο η αίτηση έπρεπε να γίνει αποδεκτή.
Ο συνεταιρισμός τον οποίο, τον Ιούλιο του 1993, συνομολόγισαν τρεις δικηγόροι, η εφεσείουσα, ο εφεσίβλητος 1 και ο εφεσίβλητος 2, υπό την επωνυμία «Θεοφάνους, Κονναρής, Γεωργίου & Σία, Δικηγόροι, Νομικοί Σύμβουλοι» με σκοπό τη λειτουργία δικηγορικού γραφείου στην Πάφο, έπαυσε να λειτουργεί από το τέλος του 2000 λόγω διαφορών που προέκυψαν στην πορεία.
Ο εφεσίβλητος 1 ήγειρε αγωγή το έτος 2001 κατά της εφεσείουσας ζητώντας να του δώσει λογαριασμούς του συνεταιρισμού και να του αποδώσει το αναλογούν μερίδιό του, καθώς και άλλες συναφείς θεραπείες, στη βάση ότι αυτή επωφελήθηκε προσωπικώς αντί ως συνέταιρος τις υποθέσεις και τα περιουσιακά στοιχεία του συνεταιρισμού και παρέλειψε να ενημερώσει τα αρχεία του συνεταιρισμού.
Η εφεσείουσα ήγειρε υπεράσπιση και ανταπαίτηση διεκδικώντας αμοιβή που της αναλογούσε έχοντας τη διεύθυνση του συνεταιρισμού και αποζημίωση για τρέχοντα έξοδα, διάταγμα ότι, δυνάμει της συμφωνίας του συνεταιρισμού, το δικό της μερίδιο είναι το 70% των εσόδων του, όπως και συναφείς προς τη διάλυση του συνεταιρισμού θεραπείες.
Ο εφεσίβλητος 1 προσέθεσε ως συνεναγόμενο 2 τον εφεσίβλητο 2, με την εφεσείουσα ως εναγόμενη 1, στα πρώτα στάδια της ακροαματικής διαδικασίας, εκκρεμούσης άλλης αγωγής του εφεσίβλητου 2 κατά της εφεσείουσας, η 2093/2003. Παρά όμως τη συνένωση του εφεσίβλητου 2 ως συνεναγομένου με την εφεσείουσα, το Δικαστήριο, απέρριψε αίτηση της εφεσείουσας με την οποία αυτή ζήτησε οδηγίες για ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ αυτής και του εφεσίβλητου 2 ώστε να αποφασισθούν και τα μεταξύ τους δικαιώματα και υποχρεώσεις, εφ' όσον η ίδια είχε απαιτήσεις κατά του εφεσίβλητου 2 οι οποίες σχετίζοντο με τις απαιτήσεις που είχε ο εφεσίβλητος 1 εναντίον της και με την υπεράσπιση και ανταπαίτησή της. Το Δικαστήριο παρέπεμψε στην Αγωγή Aρ. 2093/2003, στην οποία η εφεσείουσα είχε και ανταπαίτηση, και στο ότι αυτή θα μπορούσε να συνεκδικάζετο με την υφιστάμενη, πράγμα που δεν έγινε. Το Δικαστήριο θεώρησε λοιπόν καταχρηστική την εκδίκαση των διαφορών μεταξύ της εφεσείουσας και του εφεσίβλητου 2 στην υφιστάμενη αγωγή εφ' όσον μάλιστα, όπως είπε, η συνένωση του εφεσίβλητου 2 έγινε μόνο για να εξυπηρετηθεί η αξίωση του εφεσίβλητου 1 για απόδοση λογαριασμών.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας λόγους που αφορούν την ουσία σε σχέση με το διάταγμα για απόδοση λογαριασμών και τις λοιπές καταλήξεις του Δικαστηρίου ως προς τα μεταξύ αυτής και του εφεσίβλητου 1 δικαιώματα και υποχρεώσεις. Πέραν των προαναφερθέντων λόγων, η εφεσείουσα προέβαλε ειδικό λόγο έφεσης που αφορά την απόρριψη του αιτήματός της για ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ αυτής και του εφεσίβλητου 2. Ο εφεσίβλητος 1 δεν ήγειρε ένσταση και ουσιαστικώς υιοθέτησε το λόγο απόρριψης του αιτήματος της εφεσείουσας από το Δικαστήριο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεδομένης της καταχώρησης δύο αγωγών, το ορθό θα ήταν πλέον η συνένωσή τους, ώστε όλα τα θέματα τα οποία αφορούσαν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πρώην συνεταίρων να αποφασίζοντο ενιαίως και οριστικώς.
2. Η Δ.9, θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών έχει βάση το ότι η πρόσθεση διαδίκου γίνεται όταν είναι αναγκαία «in order to enable the Court effectually and completely to adjudicate upon and settle all the questions involved in the cause or matter.»
3. Η προσθήκη όμως του εφεσίβλητου 2 δεν μπορούσε να ήταν τυπική ή για τον περιορισμένο σκοπό που ο εφεσίβλητος 1 είχε υπ' όψιν του. Ο εφεσίβλητος 2 κατέστη πλήρως διάδικος προς το σκοπό της Δ.9, θ.10.
4. Ο εφεσίβλητος 1, ενδεχομένως στο στάδιο της συνένωσης, να μην είχε άλλες αξιώσεις κατά του εφεσίβλητου 2. Είχε όμως, όπως προέκυψε, η εφεσείουσα, η οποία και είχε κάθε δικαίωμα να τις εγείρει τώρα, εξ ου και προέβη στην ειδοποίηση συνεναγομένου και ζήτησε οδηγίες για την ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ αυτής και του εφεσίβλητου 2. Η απόρριψη του αιτήματός της συνιστούσε ασυνέπεια προς την προηγηθείσα διαταγή για συνένωση του εφεσίβλητου 2 και εξουδετέρωση των προνοιών και του σκοπού της Δ.9, θ.10, με ευρύτερες διαστάσεις στο πεδίο της δίκαιης δίκης αφού η εφεσείουσα ουσιαστικώς στερήθηκε του δικαιώματος να προωθήσει δεόντως την υπόθεσή της. Καθηκόντως θα έπρεπε να είχε εγκριθεί το αίτημα. Ούτε ήταν θέμα κατάχρησης, όπως το Δικαστήριο θεώρησε. Η ύπαρξη της αγωγής του εφεσίβλητου 2 δεν εμπόδιζε την εφεσείουσα, εφ' όσον ο ίδιος ο εφεσίβλητος 1 ζήτησε την προσθήκη του εφεσίβλητου 2 ως συνεναγόμενου και το Δικαστήριο την ενέκρινε, να προωθήσει τα δικόγραφά της σε σχέση με τον εφεσίβλητο 2.
5. Το ότι με την ανταλλαγή δικογράφων θα έπρεπε να αποφασισθούν ευρύτερα θέματα και δεσμευτικώς και ως προς τον εφεσίβλητο 2 δικαιολογούσε παρά αναιρούσε την αίτηση, αφού αυτός μάλιστα είναι και ο σκοπός της Δ.9, θ.10. Το γεγονός δε ότι ήδη είχε προσφερθεί μαρτυρία ουδόλως επηρέαζε τη δυνατότητα περαιτέρω συμμετοχής του εφεσίβλητου 2 με τις αναγκαίες ρυθμίσεις. Εξ άλλου, δεν ήταν ευθύνη της εφεσείουσας το ότι ο εφεσίβλητος 1 είχε επιδιώξει τη συνένωση του εφεσίβλητου 2 τόσο καθυστερημένα και αφού είχε αρχίσει την υπόθεσή του, και δεν θα έπρεπε τούτο να επηρέαζε το δικαίωμά της για ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ της και του εφεσίβλητου 2.
6. Ενόψει των ανωτέρω η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να παραμεριστεί. Διατάσσεται η ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ της εφεσείουσας και του εφεσίβλητου 2 και η επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., στην εφεσείουσα και εναντίον των εφεσιβλήτων όπως αυτά θα ψηφισθούν. Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα παραμερίζεται και τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας που αφορούσε η έφεση θα είναι έξοδα δίκης στην επανεκδίκαση αλλά εν πάση περιπτώσει όχι εναντίον της εφεσείουσας.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον των απόφασεων του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Mαλαχτός, Α.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 2303/2001), ημερ. 18.1.2007, 18.4.2005 και 5.10.2005).
Α. Κορακίδου-Μακρίδου (κα), για την Εφεσείουσα.
Δ. Παπαδόπουλος με Α. Χαραλάμπους (κα), για τον Εφεσίβλητο 1.
Καμιά εμφάνιση, για τον Εφεσίβλητο 2.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Δ. Χατζηχαμπή.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Τον Ιούλιο του 1993 τρεις δικηγόροι, η Εφεσείουσα, ο Εφεσίβλητος 1 και ο Εφεσίβλητος 2, συνομολόγησαν συνεταιρισμό με την επωνυμία «Θεοφάνους, Κονναρής, Γεωργίου & Σία, Δικηγόροι, Νομικοί Σύμβουλοι» και λειτούργησαν δικηγορικό γραφείο στην Πάφο. Στην πορεία προέκυψαν διαφορές και από το τέλος του 2000 ο συνεταιρισμός έπαυσε να λειτουργεί. Η Εφεσείουσα μάλιστα θεωρεί ότι ο Εφεσίβλητος 2 απoχώρησε από το συνεταιρισμό από τα τέλη του 1997 και έκτοτε ο συνεταιρισμός συνέχισε μόνο μεταξύ της και του Εφεσίβλητου 1, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διαμορφουμένων αναλόγως.
Το 2001 ο Εφεσίβλητος 1 ήγειρε αγωγή κατά της Εφεσείουσας, ζητώντας να δώσει λογαριασμούς του συνεταιρισμού και να του αποδώσει το αναλογούν μερίδιο του, καθώς και άλλες συναφείς θεραπείες, στη βάση ότι αυτή επωφελήθηκε προσωπικώς αντί ως συνέταιρος τις υποθέσεις και τα περιουσιακά στοιχεία του συνεταιρισμού και παρέλειψε να ενημερώσει τα αρχεία του συνεταιρισμού.
Η θέση της Εφεσείουσας στην υπεράσπιση της ήταν ότι η ιδία, ως μόνη έχουσα έδρα την Πάφο, θα είχε τη διεύθυνση του συνεταιρισμού και θα ελάμβανε ανάλογη αμοιβή και αποζημίωση για τρέχοντα έξοδα. Κατάγγελλε δε τους Εφεσίβλητους ότι δεν είχαν ενεργή συμμετοχή και συνεισφορά στο συνεταιρισμό και ισχυρίζετο ότι είχε συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της προς το συνεταιρισμό και ότι μετά τη διάλυση του διευθετήθησαν όλες οι εκκρεμούσες υποθέσεις του. Ήγειρε μάλιστα και ανταπαίτηση ζητώντας, πέραν της ως άνω αμοιβής και αποζημίωσης, διάταγμα ότι, δυνάμει της συμφωνίας του συνεταιρισμού, το δικό της μερίδιο είναι το 70% των εσόδων του, όπως και συναφείς προς τη διάλυση του συνεταιρισμού θεραπείες.
Ο Εφεσίβλητος 2 δεν ήταν διάδικος εξ αρχής. Προσετέθη ως συνεναγόμενος 2 με την Εφεσείουσα ως εναγόμενη 1 στα πρώτα στάδια της ακροαματικής διαδικασίας, τη αιτήσει του Εφεσίβλητου 1, κατόπιν διαταγής του Δικαστηρίου ημερομηνίας 18.4.2005 και ενώ υπήρχε άλλη αγωγή του Εφεσίβλητου 2 κατά της Εφεσείουσας, η 2093/2003. Το Δικαστήριο, παρατηρώντας ότι η αίτηση δεν θα ενεκρίνετο καθ' όσον είχε καταχωρηθεί πολύ καθυστερημένα, εν τούτοις την ενέκρινε ασκώντας αυτεπαγγέλτως την εξουσία του ώστε όλοι οι ορθοί και αναγκαίοι διάδικοι να είναι ενώπιον του δικαστηρίου. Παρά όμως τη συνένωση του Εφεσίβλητου 2 ως συνεναγομένου με την Εφεσείουσα, το Δικαστήριο στη συνέχεια, με απόφαση ημερομηνίας 5.10.2005, απέρριψε αίτηση της Εφεσείουσας με την οποία ζήτησε οδηγίες για ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ της και του Εφεσίβλητου 2 έτσι ώστε να αποφασισθούν και τα μεταξύ τους δικαιώματα και υποχρεώσεις, εφ' όσον η ίδια είχε απαιτήσεις κατά του Εφεσίβλητου 2 σχετιζόμενες με τις απαιτήσεις του Εφεσίβλητου 1 εναντίον της και με την υπεράσπιση και ανταπαίτηση της. Απορρίπτοντας την αίτηση και εξουδετερώνοντας έτσι την ειδοποίηση προς συνεναγόμενο την οποία η Εφεσείουσα είχε επιδώσει στον Εφεσίβλητο 2, το Δικαστήριο παρέπεμψε στην αγωγή 2093/2003, στην οποία η Εφεσείουσα είχε και ανταπαίτηση, και στο ότι αυτή θα μπορούσε να συνεκδικάζετο με την υφιστάμενη, πράγμα που δεν έγινε. Το Δικαστήριο θεώρησε λοιπόν καταχρηστική την εκδίκαση των διαφορών μεταξύ της Εφεσείουσας και του Εφεσίβλητου 2 στην υφιστάμενη αγωγή εφ' όσον μάλιστα, όπως είπε, η συνένωση του Εφεσίβλητου 2 έγινε μόνο για να εξυπηρετηθεί η αξίωση του Εφεσίβλητου 1 για απόδοση λογαριασμών.
Πέραν των λόγων έφεσης που αφορούν την ουσία σε σχέση με το διάταγμα για απόδοση λογαριασμών που έδωσε το Δικαστήριο και τις λοιπές καταλήξεις του ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μεταξύ Εφεσίβλητου 1 και Εφεσείουσας, η Εφεσείουσα έχει και ειδικό λόγο έφεσης που αφορά την απόφαση της 5.10.2005. Εφ' όσον, λέγει η Εφεσείουσα, το Δικαστήριο απεφάσισε τη συνένωση του Εφεσίβλητου 2 ως συνεναγόμενου με αυτήν, δεν ήταν δυνατό να μην επιτρέψει την μεταξύ τους ανταλλαγή δικογράφων, επιχειρηματολογεί δε επί μακρόν επ' αυτού. Ο Εφεσίβλητος 1, σημειώνοντας ότι ο ίδιος δεν είχε ένσταση στην αίτηση της Εφεσείουσας, παραπέμπει στο λόγο για τον οποίο το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση και ουσιαστικώς τον υιοθετεί.
Διαπιστώνουμε έρεισμα στο λόγο έφεσης. Η κατάληξή μας συναρτάται προς την όλη πορεία της υπόθεσης. Καλώς ή κακώς δεν εξετάζουμε, κατεχωρήθησαν από τον Εφεσίβλητο 1 και τον Εφεσίβλητο 2 αντί μία, ως θα αναμένετο, δύο αγωγές, εκείνη του Εφεσίβλητου 1 το 2001 και εκείνη του Εφεσίβλητου 2 το 2003 κατά της Εφεσείουσας, σε σχέση με τη διάλυση του συνεταιρισμού. Ο Εφεσίβλητος 1 επέλεξε να μην καταστήσει τον Εφεσίβλητο 2 διάδικο όταν καταχώρησε την αγωγή του το 2001 και μέχρι που άρχισε η ακρόαση το 2005, ακόμα και πριν ο Εφεσίβλητος 2 καταχωρήσει τη δική του αγωγή το 2003 και παρά την επισήμανση της παράλειψης από την Εφεσείουσα στο αρχικό δικόγραφό της. Δοθέντος ότι τελικώς καταχωρήθησαν δύο αγωγές, το ορθό θα ήταν πλέον η συνένωση τους ώστε όλα τα θέματα τα οποία αφορούσαν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πρώην συνεταίρων, περιλαμβανομένων των απαιτήσεων ως προς το μερίδιο εκάστου, τα λοιπά συμφωνηθέντα, την αποχώρηση ή όχι του Εφεσίβλητου 2 στα τέλη του 1997 και την απόδοση λογαριασμών, να αποφασίζοντο ενιαίως και οριστικώς. Προς τούτο έγιναν το 2004 και το 2005 ενέργειες από την Εφεσείουσα και τον Εφεσίβλητο 1 αντιστοίχως, πλην όμως δεν προχώρησαν, και πάλιν καλώς ή κακώς δεν εξετάζουμε. Η κρίσιμη ενέργεια όμως ήταν η αίτηση του Εφεσίβλητου 1 για προσθήκη του Εφεσίβλητου 2 ως συνεναγόμενου η οποία και ενεκρίθη. Υπενθυμίζουμε μάλιστα ότι το ίδιο το Δικαστήριο θεώρησε υποχρέωση του να πράξει τούτο, παρά το ότι, όπως είπε, δεν θα ενέκρινε άλλως την αίτηση ως αδικαιολογήτως καθυστερημένη, προς το συμφέρον της δικαιοσύνης ώστε οι ορθοί διάδικοι να ήσαν ενώπιον του. Και υπενθυμίζουμε τη βάση της Δ.9, θ.10 ότι η πρόσθεση διαδίκου γίνεται όταν είναι αναγκαία «in order to enable the Court effectually and completely to adjudicate upon and settle all the questions involved in the cause or matter.»
Εφ' όσον όμως το Δικαστήριο επέλεξε, ενεργώντας δυνάμει της Δ.9, θ.10, να προσθέσει τον Εφεσίβλητο 2 ως συνεναγόμενο, η προσθήκη αυτή είχε τις συνέπειες της και δεν μπορούσε να ήταν τυπική ή για τον περιορισμένο σκοπό που ο Εφεσίβλητος 1 είχε υπ' όψη του. Ο Εφεσίβλητος 2 κατέστη πλήρως διάδικος προς το σκοπό της Δ.9, θ.10, είχε δε τούτο υπ' όψη του και το Δικαστήριο όταν, εγκρίνοντας την προσθήκη του, παρατήρησε:
«Θα απέφευγα να αναφερθώ στα δικαιώματα του προτεινόμενου Εναγομένου, ώστε να διατηρώ ελεύθερο πεδίο κρίσης τους εφόσον και εάν κληθώ να εξετάσω τέτοια ζητήματα, όμως για σκοπούς της υπό κρίση αίτησης επαναλαμβάνω το οφθαλμοφανές ότι ουδεμία αξίωση εγείρεται εναντίον του προτεινόμενου Εναγομένου. Ότι επιδιώκεται είναι η παρουσία του ενώπιον του Δικαστηρίου ώστε να είναι δυνατόν σε περίπτωση που ο Ενάγοντας δικαιούται σε λογαριασμούς τέτοιοι να μπορούν να διαταχθούν.» (υπογράμμιση δική μας)
Σαφώς, αν και στο στάδιο εκείνο η μόνη απαίτηση εναντίον του Εφεσίβλητου 2 ήταν εκείνη του Εφεσίβλητου 1 που αφορούσε την απόδοση λογαριασμών, η επέκεινα συνένωση του ως συνεναγόμενου άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο περαιτέρω κρίσης επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του «εφόσον και εάν κληθώ να εξετάσω τέτοια ζητήματα». Και μπορεί ο Εφεσίβλητος 1 να μην είχε άλλες αξιώσεις κατά του Εφεσίβλητου 2, είχε όμως, όπως προέκυψε, η Εφεσείουσα, η οποία και είχε κάθε δικαίωμα να τις εγείρει τώρα, εξ ου και προέβη στην ειδοποίηση συνεναγομένου και ζήτησε οδηγίες για την ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ της και του Εφεσίβλητου 2. Η απόρριψη του αιτήματος της συνιστούσε ασυνέπεια προς την προηγηθείσα διαταγή για συνένωση του Εφεσίβλητου 2 και εξουδετέρωση των προνοιών και του σκοπού της Δ.9, θ.10, με ευρύτερες διαστάσεις στο πεδίο της δίκαιης δίκης αφού η Εφεσείουσα ουσιαστικώς στερήθηκε του δικαιώματος να προωθήσει δεόντως την υπόθεσή της. Καθηκόντως θα έπρεπε να είχε εγκριθεί το αίτημα. Ούτε ήταν θέμα κατάχρησης, όπως το Δικαστήριο θεώρησε. Η ύπαρξη της αγωγής του Εφεσίβλητου 2 δεν εμπόδιζε την Εφεσείουσα, εφ' όσον ο ίδιος ο Εφεσίβλητος 1 ζήτησε την προσθήκη του Εφεσίβλητου 2 ως συνεναγόμενου και το Δικαστήριο την ενέκρινε, να προωθήσει τα δικόγραφα της σε σχέση με τον Εφεσίβλητο 2. Το θέμα της κατάχρησης θα μπορούσε να εγείρετο στη συνέχεια, αλλά ενδεχομένως τότε να ήταν η αγωγή του Εφεσίβλητου 2 και όχι αυτή του Εφεσίβλητου 1 που θα καθίστατο καταχρηστική αφού εκεί δεν είναι όλοι οι συνέταιροι ενώπιον του Δικαστηρίου όπως θα ήσαν εδώ. Το Δικαστήριο, αιτιολογώντας την απόρριψη της αίτησης, είπε:
«Οι οδηγίες οι οποίες ζητούνται με την υπό κρίση αίτηση καλύπτουν ευρύ πεδίο. Ουσιαστικά επιχειρείται όπως με αυτές, ζητήματα που συνιστούν επίδικα θέματα στην Αγωγή Aρ. 2093/03 Ε.Δ. Πάφου επιλυθούν κατά τρόπο δεσμευτικό για τον Εναγόμενο 2 στην παρούσα.
Αν η Εναγόμενη 1 επιθυμούσε την κατ' αυτό τον τρόπο επίλυση των διαφορών της με τον Εναγόμενο 2 θα έπρεπε να εμμένει στην αίτηση της για συνένωση και συνεκδίκαση των δύο αγωγών, ενώ ακόμη καθ' όσον αφορά τη θέση της για συνεισφορά, θα μπορούσε να κινήσει διαδικασία τριτοδιαδίκου ενάντια στον νυν Εναγόμενο 2.
Και οι δύο διαδικασίες θα καθόριζαν τη θέση του νυν Εναγόμενου 2 πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας προτού προσφερθεί μαρτυρία που στην προκειμένη περίπτωση ακούστηκε στην απουσία του.»
Το σκεπτικό αυτό εμπεριέχει αδυναμία. Το ότι με την ανταλλαγή δικογράφων θα έπρεπε να αποφασισθούν ευρύτερα θέματα και δεσμευτικώς και ως προς τον Εφεσίβλητο 2 δικαιολογούσε παρά αναιρούσε την αίτηση, αφού αυτός μάλιστα είναι και ο σκοπός της Δ.9, θ.10. Το γεγονός δε ότι ήδη είχε προσφερθεί μαρτυρία ουδόλως επηρέαζε τη δυνατότητα περαιτέρω συμμετοχής του Εφεσίβλητου 2 με τις αναγκαίες ρυθμίσεις. Εξ άλλου, δεν ήταν ευθύνη της Εφεσείουσας το ότι ο Εφεσίβλητος 1 είχε επιδιώξει τη συνένωση του Εφεσίβλητου 2 τόσο καθυστερημένα και αφού είχε αρχίσει την υπόθεσή του, και δεν θα έπρεπε τούτο να επηρέαζε το δικαίωμα της για ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ της και του Εφεσίβλητου 2. Αν αυτό εγίνετο, τότε όλες οι διαφορές μεταξύ όλων των συνεταίρων θα αποφασίζοντο ενιαίως και οριστικώς και όχι αποσπασματικώς και κεχωρισμένως σε δύο αγωγές με όλες τις περιπλοκές ως προς θέματα μαρτυρίας, δεδικασμένου και άλλα που πιθανώς να προέκυπταν. Να σημειώσουμε μάλιστα ότι το Δικαστήριο, κρίνοντας ότι κάθε συνεταίρος δικαιούτο το 1/3 μερίδιο, υπεισήλθε και σε θέματα ουσίας που αφορούσαν την αγωγή του Εφεσίβλητου 2, περιπλέκοντας έτσι παρά απλοποιώντας τα πράγματα.
Κατανοούμε την αγωνία του ευπαίδευτου Δικαστή, η οποία φαίνεται να διακατέχει και τις δύο ενδιάμεσες αποφάσεις του, να μην εδημιουργείτο περαιτέρω καθυστέρηση και επιπλοκή στην ακρόαση μιας υπόθεσης που εκκρεμούσε για τέσσερα χρόνια από την καταχώρηση της. Τούτο όμως δεν μπορούσε να επηρέαζε την ορθή πορεία των πραγμάτων.
Επιτρέποντας την έφεση για το λόγο αυτό, δεν θα μας απασχολήσουν βεβαίως οι άλλοι λόγοι έφεσης.
Ακολουθεί, ως αναγκαίο, ο παραμερισμός της απόφασης και διατάσσεται η ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ της Εφεσείουσας και του Εφεσίβλητου 2 και η επανεκδίκαση της υπόθεσης. Νοείται ότι, ως εκ του παλαιού της και των ως άνω, θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην επανεκδίκαση.
Επιδικάζονται έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., στην Εφεσείουσα και εναντίον των Εφεσιβλήτων όπως αυτά θα ψηφισθούν. Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα παραμερίζεται και τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας που αφορούσε η έφεση θα είναι έξοδα δίκης στην επανεκδίκαση αλλά εν πάση περιπτώσει όχι εναντίον της Εφεσείουσας.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., στην εφεσείουσα και εναντίον των εφεσιβλήτων όπως αυτά θα ψηφισθούν. Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα παραμερίζεται και τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας που αφορούσε η έφεση θα είναι έξοδα δίκης στην επανεκδίκαση αλλά εν πάση περιπτώσει όχι εναντίον της εφεσείουσας.