ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.33
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2011) 1 ΑΑΔ 964
3 Ιουνίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. GESICO PHOTOGRAPHIC LTD,
2. ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΩΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ
ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΜΙΚΗ
(ΜΙΧΑΛΑΚΗ) ΚΩΣΤΑ ΣΙΔΕΡΗ,
3. FOTOFAST 30 LTD,
Εφεσείοντες,
v.
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 239/2008)
Αίτηση για παραμερισμό απόφασης εκδοθείσας ερήμην και για επαναφορά συνεκδικαζόμενων αγωγών, οι οποίες είχαν απορριφθεί λόγω απουσίας των εναγομένων και/ή των δικηγόρων τους κατά την ημέρα της δίκης ― Κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αίτηση, προέβη σε ορθή αξιολόγηση σε σχέση με τη δεύτερη προϋπόθεση για την επιτυχία της αίτησης παραμερισμού, που είναι η προβολή σοβαρής και εύλογης αιτιολόγησης της απουσίας των εναγομένων κατά την ημέρα της δίκης.
Οι δύο συνεκδικαζόμενες αγωγές της εφεσίβλητης εναντίον των εφεσειόντων εκκρεμούσαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για περίοδο περίπου έξι ετών.
Στις 4.2.2008, ημέρα ακρόασης των αγωγών, το Επαρχιακό Δικαστήριο τις απέρριψε λόγω της απουσίας από το Δικαστήριο τόσο του πρώην εναγόμενου κ. Σιδέρη όσο και του συνηγόρου του, κρίνοντας εντελώς αδικαιολόγητους τους λόγους παράλειψής τους να εμφανιστούν την ημέρα εκείνη. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, η διαγωγή που επέδειξαν οι εφεσείοντες συνιστούσε καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας και δεν μπορούσαν να παραπονούνται για στέρηση του δικαιώματός τους να ακουστούν.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν αίτηση για παραμερισμό της απόφασης η οποία είχε εκδοθεί ερήμην τους στις 4.2.2008. Η αίτηση παραμερισμού βασιζόταν στη Δ.33, θ.5 των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και υποστηριζόταν από δύο ένορκες δηλώσεις οι οποίες προέρχονταν από τον πρώην εναγόμενο κ. Σιδέρη, και από το δικηγόρο κ. Π. Χριστοφή. Στις ένορκες αυτές δηλώσεις η απουσία των προαναφερομένων δύο προσώπων αποδίδετο σε έκτακτο περιστατικό υγείας.
Οι εφεσείοντες, προς υποστήριξη της αίτησής τους για παραμερισμό της προηγουμένως εκδοθείσας εναντίον τους απόφασης, προέβαλαν ισχυρισμούς ότι έχουν πολύ καλή υπεράσπιση και ανταπαίτηση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο συμφώνησε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση των εφεσειόντων στις προαναφερόμενες αγωγές. Απέρριψε όμως την αίτηση παραμερισμού επειδή δεν ικανοποιείτο η δεύτερη προϋπόθεση για επιτυχία της αίτησης παραμερισμού που ήταν η προβολή σοβαρής και εύλογης αιτιολόγησης της απουσίας των αιτητών-εφεσειόντων, κατά την ημέρα της δίκης. Σε σχέση με αυτή τη δεύτερη προϋπόθεση το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην απόφαση στην υπόθεση Παπανικολάου v. Κότσαπα (2004) 1 Α.Α.Δ. 1800, στην οποία λέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι αν η συμπεριφορά διαδίκου είναι τέτοια που πλήττει τα θεμέλια της απονομής της δικαιοσύνης και καταδεικνύει καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί το αίτημα του διάδικου αυτού.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι τα συμπεράσματα και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αυθαίρετη και μη αιτιολογημένη και ότι δεν βασίζεται επί των ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχείων. Υποβάλλεται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε και ως προς την καθοδήγησή του και ως προς την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και ως προς τα γεγονότα.
Αποφασίστηκε ότι:
Δεν δικαιολογούνταν τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων ήταν απλές δικαιολογίες που στερούνταν κάθε πειστικότητας, τη στιγμή μάλιστα που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να αποκλείσει ατυχείς συμπτώσεις, όπως είπε. Παραγνώρισε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, τους λόγους υγείας τους οποίους είχαν προβάλει τόσο ο δικηγόρος κ. Χριστοφή όσο και ο διάδικος κ. Σιδέρης και αυτό παρά τη μη αντεξέταση των δύο ενόρκως δηλούντων αλλά και τη μη αμφισβήτηση της θέσης του κ. Χριστοφή, από την εφεσίβλητη. Το Δικαστήριο βάσισε τα συμπεράσματά του στο ιστορικό των επανειλημμένων αναβολών που είχαν ζητήσει οι εφεσείοντες. Σύμφωνα όμως με τη νομολογία ένα αίτημα αναβολής δεν εξετάζεται στη βάση προηγούμενων αναβολών που ζήτησε ένας διάδικος. Το Δικαστήριο έσφαλε επίσης ως προς το ζήτημα των ενεργειών των εφεσειόντων σε περίπτωση απορρίψεως του αιτήματός τους για αναβολή. Υπό αυτές τις περιστάσεις ήταν λανθασμένο και το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες-αιτητές επέδειξαν διαγωγή που συνιστούσε καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας. Ως εκ τούτου αυτοί δεν θα έπρεπε να είχαν στερηθεί του δικαιώματος της ακρόασης, με την απόρριψη της αίτησής τους για παραμερισμό της εναντίον τους εκδοθείσας δικαστικής απόφασης.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Παπανικολάου v. Κότσαπα (2004) 1 Α.Α.Δ. 1800.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Xριστοδούλου, Π.E.Δ.), (Συνεκδ. Aγωγές Aρ. 1411/2002, 3890/2002), ημερ. 11.6.2008.
Σ. Δράκος, για τους Εφεσείοντες.
Μ. Αντωνίου (κα) για Π. Πολυβίου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την πρωτόδικη απόφαση απορρίφθηκε αίτηση των εφεσειόντων-εναγομένων, για παραμερισμό απόφασης που είχε εκδοθεί, ερήμην των εφεσειόντων, εναντίον τους και υπέρ της εφεσίβλητης-ενάγουσας, στις 4.2.2008, στις Συνεκδικαζόμενες Αγωγές Aρ. 1411/02 και 3890/02 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Η αίτηση παραμερισμού βασιζόταν στη Δ.33, θ.5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και υποστηριζόταν από δύο ένορκες δηλώσεις. Οι ένορκες δηλώσεις προέρχονταν από τον πρώην εναγόμενο, κ. Μ. Σιδέρη, και από το δικηγόρο κ. Π. Χριστοφή. Με τις δύο ένορκες δηλώσεις οι εφεσείοντες υποστήριζαν ότι την 1.2.2008 είχε γίνει συνάντηση στο δικηγορικό γραφείο του δικηγόρου των εφεσειόντων κ. Δράκου και κατ' αυτήν είχε γίνει προετοιμασία ενόψει της ακρόασης της αίτησης παραμερισμού που ήταν ορισμένη στις 4.2.2008. Στο πλαίσιο της συνάντησης εκείνης είχε αποφασιστεί να ζητηθεί αναβολή της ακρόασης, λόγω επαγγελματικού κωλύματος του κ. Δράκου, και αν το δικαστήριο δεν ενέκρινε το σχετικό αίτημα τότε την υπόθεση για τους εφεσείοντες θα χειριζόταν ο δικηγόρος κ. Χριστοφή. Προς τούτο στάληκε και επιστολή στους δικηγόρους της εφεσίβλητης-ενάγουσας με την οποία τους πληροφορούσαν ότι θα ζητείτο αναβολή λόγω του ότι ο κ. Δράκος θα ήταν απασχολημένος, στις 4.2.2008, σε συνεχιζόμενη ακρόαση στη Λάρνακα.
Όπως ισχυρίστηκε ο κ. Σιδέρης, στην ένορκη δήλωση του, το πρωί της 4.2.2008, διακατείχετο από μεγάλο άγχος με αποτέλεσμα να αισθανθεί ότι χάνει τις αισθήσεις του. Κλήθηκε αμέσως γιατρός ο οποίος διέγνωσε ότι αυτός είχε χαμηλή πίεση και ζάλη και σύστησε ξεκούραση και ησυχία για 24 ώρες. Αυτός ήταν ο λόγος που ο κ. Σιδέρης δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο στις 4.2.2008 για την ακρόαση των αγωγών και όχι επειδή είχε πρόθεση να περιφρονήσει το δικαστήριο. Ο δικηγόρος κ. Χριστοφή δικαιολόγησε τη μη εμφάνιση του στο δικαστήριο στις 4.2.2008, με αποτέλεσμα να εκδοθεί απόφαση, εις βάρος των εφεσειόντων, στην απουσία τους, επικαλούμενος και αυτός έκτακτο περιστατικό υγείας. Ανέφερε, στην ένορκη δήλωση του, ότι προσήλθε κανονικά στο δικαστήριο στις 4.2.2008, αλλά στις 9.30 π.μ. αναγκάστηκε να φύγει για το σπίτι του λόγω διάρροιας και εμετών. Διαπιστώθηκε στη συνέχεια ότι υπέφερε από γαστρεντερίτιδα με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να επιστρέψει στο δικαστήριο για να αντιπροσωπεύσει τους εφεσείοντες-εναγόμενους.
Οι εφεσείοντες, προς υποστήριξη της αίτησης τους για παραμερισμό της προηγουμένως εκδοθείσας εναντίον τους απόφασης, προέβαλαν ισχυρισμούς ότι έχουν πολύ καλή υπεράσπιση και ανταπαίτηση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο συμφώνησε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση των εφεσειόντων-εναγομένων στις προαναφερόμενες αγωγές και προχώρησε στην εξέταση του κατά πόσον ικανοποιείτο η δεύτερη προϋπόθεση για επιτυχία της αίτησης παραμερισμού που ήταν η προβολή σοβαρής και εύλογης αιτιολόγησης της απουσίας των αιτητών-εφεσειόντων, κατά την ημέρα της δίκης. Σε σχέση με αυτή τη δεύτερη προϋπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε σε νομολογία και συγκεκριμένα στην απόφαση στην υπόθεση Παπανικολάου v. Κότσαπα (2004) 1 Α.Α.Δ. 1800 στην οποία λέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι αν η συμπεριφορά διαδίκου είναι τέτοια που πλήττει τα θεμέλια της απονομής της δικαιοσύνης και καταδεικνύει καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας, το δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί το αίτημα του διάδικου αυτού.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού εξέτασε τα ενώπιον του στοιχεία και αφού παρατήρησε ότι για έξι περίπου χρόνια οι δύο αγωγές εκκρεμούσαν ενώπιον του δικαστηρίου και ότι προηγούμενα αιτήματα των εφεσειόντων για αναβολή της ακρόασης είχαν ικανοποιηθεί, είπε ότι οι εφεσείοντες θεώρησαν ως δεδομένο ότι, ενόψει του ότι ο δικηγόρος τους θα ήταν απασχολημένος ενώπιον άλλου δικαστηρίου, η υπόθεσή τους θα αναβαλλόταν και πάλι. Το ότι, όμως, ο δικηγόρος τους είχε άλλες υποχρεώσεις την ημέρα της δίκης δεν θα μπορούσε, σε καμιά περίπτωση, να θεωρηθεί ως επαρκής λόγος για αναβολή, τόνισε το πρωτόδικο δικαστήριο. Επιπρόσθετα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η πληροφόρηση των δικηγόρων της εφεσίβλητης-καθ' ης η αίτηση από τους δικηγόρους των εφεσειόντων-αιτητών, ότι θα ζητούσαν αναβολή στις 4.2.2008, είναι εντελώς ανεπαρκής λόγος για να δικαιολογήσει την παράλειψη εμφάνισης τόσο των αιτητών όσο και των δικηγόρων τους, την ημέρα εκείνη. Αφού εξέτασε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ειδικά τους ισχυρισμούς που προέβαλαν οι εφεσείοντες για την απουσία τους από το δικαστήριο, στις 4.2.2008, ανέφερε τα εξής:
«Κατέληξα, χωρίς να αποκλείω ατυχείς συμπτώσεις, ότι πρόκειται για δικαιολογίες που στερούνται κάθε πειστικότητας. Ο πραγματικός λόγος της παράλειψης τους να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου την ημέρα της δίκης αποκαλύπτεται τόσο από το ιστορικό των επανειλημμένων αναβολών που ζήτησαν όσο και από το περιεχόμενο της επιστολής των δικηγόρων τους ημερ. 1.2.08, με την οποίαν 'πληροφορούσαν' την άλλη πλευρά ότι θα ζητούσαν αναβολή, λόγω του ότι ο κ. Δράκος θα ήταν απασχολημένος σε συνεχιζόμενη ακρόαση στη Λάρνακα και για κανένα άλλο λόγο. Το κατά πόσο το δικαστήριο θα ικανοποιούσε τέτοιο αίτημα φαίνεται να μην τους προβλημάτισε, στοιχείο που συνιστά καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας και ταυτόχρονα προδιαγράφει και την τύχη της αίτησης.
Για όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης η διαγωγή που επέδειξαν οι αιτητές συνιστά καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας και δεν μπορούν να παραπονούνται ότι στερήθηκαν του δικαιώματος ακρόασης. Έπεται ότι η πλάστιγγα γέρνει υπέρ του δικαιώματος της καθ' ης για διεκπεραίωση, επιτέλους, των δύο αγωγών της που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου για έξι περίπου χρόνια.»
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα προαναφερόμενα συμπεράσματα και κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου έγιναν, παρά το γεγονός ότι οι δύο προαναφερόμενοι ενόρκως δηλούντες για τους εφεσείοντες-αιτητές δεν αντεξετάστηκαν επί του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων τους αλλά μόνο προβλήθηκε, εκ μέρους της εφεσίβλητης-καθ' ης η αίτηση, η θέση ότι ο κ. Σιδέρης απουσίαζε στις 4.2.2008 επειδή έλειπε στο εξωτερικό. Για την απουσία του δικηγόρου κ. Χριστοφή δεν προβλήθηκε οποιαδήποτε αντίθετη θέση, από την εφεσίβλητη, απ' εκείνη που προέβαλε ο ίδιος ο κ. Χριστοφή.
Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προσβάλλεται με δέκα λόγους έφεσης. Υποβάλλουν οι εφεσείοντες ότι τα συμπεράσματα και η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι αυθαίρετη και μη αιτιολογημένη και ότι δεν βασίζεται επί των ενώπιον του δικαστηρίου στοιχείων. Υποβάλλεται επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε και ως προς την καθοδήγηση του και ως προς την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και ως προς τα γεγονότα.
Εξετάσαμε με προσοχή την πρωτόδικη απόφαση και τους λόγους έφεσης, υπό το φως των αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη. Κατά την κρίση μας δεν δικαιολογούνταν τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων ήταν απλές δικαιολογίες που στερούνταν κάθε πειστικότητας, τη στιγμή μάλιστα που το πρωτόδικο δικαστήριο δεν μπορούσε να αποκλείσει ατυχείς συμπτώσεις, όπως είπε. Παραγνώρισε, το πρωτόδικο δικαστήριο, τους λόγους υγείας τους οποίους είχαν προβάλει τόσο ο δικηγόρος κ. Χριστοφή όσο και ο διάδικος κ. Σιδέρης και αυτό παρά τη μη αντεξέταση των δύο ενόρκως δηλούντων αλλά και τη μη αμφισβήτηση της θέσης του κ. Χριστοφή, από την εφεσίβλητη. Βάσισε τα συμπεράσματα του στο ιστορικό των επανειλημμένων αναβολών που είχαν ζητήσει οι εφεσείοντες. Σύμφωνα όμως με τη νομολογία ένα αίτημα αναβολής δεν εξετάζεται στη βάση προηγούμενων αναβολών που ζήτησε ένας διάδικος. Έσφαλε, επίσης, το πρωτόδικο δικαστήριο ως προς το ζήτημα των ενεργειών των εφεσειόντων σε περίπτωση που το αίτημα τους για αναβολή απορριπτόταν. Δεν είναι ορθό ότι οι εφεσείοντες πήραν ως δεδομένη την αναβολή. Αντίθετα, σύμφωνα με την ένορκη μαρτυρία τους, άλλος δικηγόρος εκτός του κ. Δράκου είχε προετοιμαστεί για να παρουσιάσει την υπόθεση τους αλλά αναγκάστηκε να φύγει από το δικαστήριο, εσπευσμένα, στις 9.30 π.μ. της ημέρας της ακρόασης των αγωγών, λόγω ξαφνικού προβλήματος υγείας του. Αυτή η μαρτυρία του δικηγόρου κ. Χριστοφή ουδόλως αμφισβητήθηκε. Υπό αυτές τις περιστάσεις ήταν λανθασμένο και το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες-αιτητές επέδειξαν διαγωγή που συνιστούσε καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας. Ως εκ τούτου θεωρούμε ότι δεν θα έπρεπε να είχαν στερηθεί οι εφεσείοντες του δικαιώματος της ακρόασης, με την απόρριψη της αίτησης τους για παραμερισμό της εναντίον τους εκδοθείσας απόφασης.
Για τους προαναφερθέντες λόγους η έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η εναντίον των εφεσειόντων εκδοθείσα απόφαση στις Συνεκδικασθείσες Αγωγές Aρ. 1411/02 και 3890/02 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, επίσης παραμερίζεται. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων, να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.