ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2011) 1 ΑΑΔ 934
30 Μαΐου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙ
ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ (ΚΥΡΩΤΙΚΟ) ΝΟΜΟ 84/79,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ (ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ, ΕΓΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ) ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2000 - Ν. 121(I)/2000,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΟ 101/87,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ
ΤΗΝ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΥΤΟΥ ΥΠ ΑΡ. SCH-4863,
BRISTOL BUSINESS CORPORATION,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
v.
BESUNO LIMITED,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 321/2007)
Διαιτησία ― Διεθνής διαιτησία ― Διαιτητική απόφαση ― Αίτηση για αναγνώριση και εκτέλεση διαιτητικής απόφασης η οποία εκδόθηκε από το Διεθνές Κέντρο Διαιτησίας του Αυστριακού Ομοσπονδιακού Οικονομικού Επιμελητηρίου ― Κατά πόσο ικανοποιούσε την προϋπόθεση του Άρθρου IV (1) (β) της Συμβάσεως περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων που κυρώθηκε με τον ομώνυμο Νόμο του 1979 (Ν. 84/79).
Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απερρίφθη η αίτηση των εφεσειόντων για αναγνώριση και εκτέλεση διαιτητικής απόφασης που εκδόθηκε από το Διεθνές Κέντρο Διαιτησίας του Αυστριακού Ομοσπονδιακού Οικονομικού Επιμελητηρίου, επειδή δεν θεμελιώθηκε η προϋπόθεση του Άρθρου IV (1) (β) της Συμβάσεως περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων που κυρώθηκε με τον ομώνυμο Νόμο του 1979 (Ν. 84/79). Συγκεκριμένα, οι εφεσείοντες δεν προσκόμισαν, κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης «το πρωτότυπον της εν άρθρω ΙΙ αναφερομένης συμφωνίας ή δεόντως πιστοποιημένον αντίγραφον αυτής». Δηλαδή της γραπτής συμφωνίας ή όρου σε γραπτή συμφωνία για την υποβολή των διαφορών των μερών σε διαιτησία.
Οι εφεσείοντες διατύπωσαν δύο λόγους έφεσης προσβάλλοντας ως εσφαλμένη τη θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως απέτυχαν να ικανοποιήσουν την προσκόμιση του πρωτότυπου της συμφωνίας διαιτησίας ή δεόντως πιστοποιημένου αντιγράφου της. Υποστηρίζουν πως αφού η συμφωνία είχε συναφθεί με τηλεομοιότυπα, περίπτωση που έπρεπε να θεωρηθεί ότι καλύπτεται από τις ερμηνευτικές διατάξεις του πιο πάνω Νόμου, προέκυπτε πως υπήρχε «αδυναμία ύπαρξης πρωτότυπης μορφής της επίδικης συμφωνίας». Στη συνέχεια δε και με αναφορά και στον περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμο του 1987 (Ν.101/87) εισηγήθηκαν πως τέτοιας μορφής συμφωνία «μπορούσε να θεωρηθεί στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, ως συμφωνία που τηρούσε τις αναγκαίες προϋποθέσεις του νόμου για παρουσίαση στο δικαστήριο δεόντως κεκυρωμένου αντιγράφου της εν λόγω συμφωνίας', προς το σκοπό απόδειξης της υπόθεσης των Εφεσειόντων-Αιτητών». Ήταν, λοιπόν, η θέση των εφεσειόντων πως τα προσκομισθέντα αντίγραφα ήταν δεόντως πιστοποιημένα ενόψει της βεβαίωσης του Γραμματέα του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου που προσκομίστηκε.
Οι εφεσείοντες θεωρούν πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε κατά τρόπο αυστηρό και άκαμπτο το Νόμο, μάλιστα, παραγνωρίζοντας το Άρθρο 14 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1 αλλά και τα Άρθρα 7 και 35 του Ν. 101/87. Εισηγούνται πως κάτω από τις ιδιαίτερες συνθήκες της υπόθεσης θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι η βεβαίωση ήταν ικανοποιητική για να στοιχειοθετηθεί η προϋπόθεση που θέτει ο Νόμος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το κρίσιμο ζητούμενο εδώ είναι αν τα αντίγραφα ήταν δεόντως πιστοποιημένα και οι πιο πάνω συσχετισμοί των εφεσειόντων δεν είναι δυνατό να βοηθήσουν την κρίση επί αυτού. Η παρούσα περίπτωση δεν αφορά περίπτωση αμφιλεγόμενης πρόνοιας για την οποία θα ήταν δυνατόν να τίθεται ζήτημα ερμηνείας. Με δεδομένη τη σαφή φύση της νομοθετικής απαίτησης εκείνο που απομένει, ως πραγματικό γεγονός, ήταν η δέουσα πιστοποίηση. Η αναγκαιότητα επιβεβαίωσης του γνήσιου των υπογραφών, καθώς και της σφραγίδας, υποστηρίζεται από την απόφαση στην υπόθεση A. Groutas Co. Ltd v. Πεπελάση (1998) 1 Α.Α.Δ. 1675, στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
2. Η πρωτόδικη απόφαση, την ορθότητα της οποίας υποστήριξαν οι εφεσίβλητοι, με την οποία κρίθηκε ότι δεν έχει ικανοποιηθεί η συζητηθείσα προϋπόθεση, είναι ορθή.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
A. Groutas Co. Ltd. v. Πεπελάση (1998) 1 Α.Α.Δ. 1675.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Kολατσή, Π.E.Δ.), (Aίτηση Aρ. 1/07), ημερ. 19.10.2007.
Α. Κυπρίζογλου για Ρ. Ερωτοκρίτου, για τους Εφεσείοντες.
Σ. Πίττας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση των εφεσειόντων για αναγνώριση και εκτέλεση διαιτητικής απόφασης (αρ. SCH-4863 που εκδόθηκε από το Διεθνές Κέντρο Διαιτησίας του Αυστριακού Ομοσπονδιακού Οικονομικού Επιμελητηρίου επειδή, όπως έκρινε, δεν θεμελιώθηκε η προϋπόθεση του Αρθρου ΙV(1)(β) της Συμβάσεως περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων που κυρώθηκε με τον ομώνυμο Νόμο του 1979 (Ν. 84/79). Σύμφωνα με αυτή την πρόνοια, το αιτούν την αναγνώριση και εκτέλεση μέρος οφείλει, κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης, να προσκομίσει και «το πρωτότυπον της εν άρθρω ΙΙ αναφερομένης συμφωνίας ή δεόντως πιστοποιημένον αντίγραφον αυτής». Δηλαδή της γραπτής συμφωνίας ή όρου σε γραπτή συμφωνία για την υποβολή των διαφορών των μερών σε διαιτησία.
Διατυπώθηκαν δυο λόγοι έφεσης στη βάση της άποψης πως ήταν σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου η θεώρηση πως οι εφεσείοντες απέτυχαν να ικανοποιήσουν την προϋπόθεση για προσκόμιση του πρωτότυπου της συμφωνίας διαιτησίας ή δεόντως πιστοποιημένου αντιγράφου της. Υποστηρίζουν πως αφού η συμφωνία είχε συναφθεί με τηλεομοιότυπα, περίπτωση που έπρεπε να θεωρηθεί ότι καλύπτεται από τις ερμηνευτικές διατάξεις του πιο πάνω Νόμου, προέκυπτε πως υπήρχε «αδυναμία ύπαρξης πρωτότυπης μορφής της επίδικης συμφωνίας». Στη συνέχεια δε και με αναφορά και στον περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμο του 1987 (Ν. 101/87) εισηγήθηκαν πως τέτοιας μορφής συμφωνία «μπορούσε να θεωρηθεί στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, ως συμφωνία που τηρούσε τις αναγκαίες προϋποθέσεις του νόμου για παρουσίαση στο δικαστήριο 'δεόντως κεκυρωμένου αντιγράφου της εν λόγω συμφωνίας', προς το σκοπό απόδειξης της υπόθεσης των Εφεσειόντων-Αιτητών».
Οι εφεσίβλητοι αρνούνται πως συνάφθηκε συμφωνία με τηλεομοιότυπα και πρέπει να σημειώσουμε πως και η αναφορά των εφεσειόντων κατά την ανάπτυξη του πρώτου λόγου έφεσης τους, πως το πρωτόδικο δικαστήριο, στη σελίδα 13 της απόφασής του, προέβη σε «εύρημα ότι η επίδικη συμφωνία η οποία περιέχει τη ρήτρα διαιτησίας εξετελέστη μέσω τηλεομοιοτύπου», δεν δικαιολογείται. Το πρωτόδικο δικαστήριο, στο πιο πάνω απόσπασμα της απόφασης, σχολιάζει το γεγονός ότι τα προσκομισθέντα έγγραφα, το ένα στη Ρωσική και το άλλο στην Αγγλική, διέφεραν ως προς τις υπογραφές. Εκείνο στην Αγγλική εμφανιζόταν να φέρει μια υπογραφή, εκείνη των εφεσειόντων και μια σφραγίδα των ίδιων. Ενώ το έγγραφο στη Ρωσική εμφανιζόταν να φέρει δυο υπογραφές και αντίστοιχες σφραγίδες των εφεσειόντων και των εφεσιβλήτων. Για να ακολουθήσουν τα πιο κάτω:
«Οι Αιτητές πέραν της αναφοράς τους ότι η συμφωνία εξετελέστη μέσω τηλεμοιοτύπου και ως εκ τούτου δεν υπάρχει πρωτότυπη, δεν δίνουν οποιαδήποτε εξήγηση και συγκεκριμένα γιατί το αντίγραφο στην Αγγλική φέρει μόνο την υπογραφή, των αιτητών, σε αντίθεση με το τεκ. 1(Δ), που φέρει τις υπογραφές και τις σφραγίδες αμφοτέρων των μερών. Επισημαίνω ότι η αναφορά που κάμνουν είναι σε αντίγραφο συμφωνίας και όχι σε έγγραφο στο οποίο περιέχεται η εν λόγω συμφωνία και το οποίο αντηλλάγη μέσω τηλεμοιοτύπου. Να σημειωθεί δε ότι το πρωτότυπο του τηλεμοιοτύπου μέσω του οποίου επετεύχθη η επικαλούμενη συμφωνία δεν έχει προσκομισθεί.»
Δεν περιέχει αυτό το απόσπασμα οποιασδήποτε μορφής «εύρημα» του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η δε τελευταία του επισήμανση, με αναφορά σε «επικαλούμενη συμφωνία», το πρωτότυπο της οποίας δεν προσκομίστηκε, μας φέρνει και σε ό,τι μας φαίνεται πως αποτελεί την ουσία του θέματος.
Όποια δυνατότητα για σύναψη συμφωνίας με τηλεομοιότυπα, πράγμα που δεν απέκλεισε το πρωτόδικο δικαστήριο, σημαίνει ύπαρξη των τηλεομοιοτύπων σε πρωτότυπη μορφή. Εν πάση περιπτώσει, οι εφεσείοντες οι ίδιοι κατέθεσαν φωτοαντίγραφα των τηλεομοιοτύπων τα οποία, και στην ίδια την ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτησή τους, ακριβώς περιγράφονται ως «αντίγραφο της συμφωνίας στην αγγλική και ρωσσική γλώσσα όπου εμπεριέχεται η ρήτρα διαιτησίας». Επομένως, ανεξάρτητα από οτιδήποτε, σε δεύτερο επίπεδο, θα ήταν δυνατό να συζητηθεί ως προς το αποτέλεσμα των τηλεομοιοτύπων, αυτονοήτως προέκυπτε το ζήτημα της προσκόμισής τους, ως αντιγράφων. Όφειλαν, κατά τις επιτακτικές και ουσιαστικά δικαιοδοτικής φύσης διατάξεις του Αρθρου ΙV(1)(β) αυτά τα προσκομισθέντα ως αντίγραφα να είναι «δεόντως πιστοποιημένα». Ήταν, λοιπόν, η θέση των εφεσειόντων πως αυτά τα αντίγραφα ήταν δεόντως πιστοποιημένα ενόψει της βεβαίωσης του Γραμματέα του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου που προσκομίστηκε. Παραθέτουμε τη βεβαίωση, όπως αυτή μεταφράστηκε:
«Αφορά: Υπόθεση υπ. Αρθ. SCH - 4863 BRISTOL vs. BESUNO
Προς Κάθε Ενδιαφερόμενο:
Ο υποφαινόμενος δια του παρόντος διαβεβαιώνει ότι η επισυνημμένη διαιτητική απόφαση έχει εκδοθεί και υπογραφεί από τους κατονομαζόμενους διαιτητές και έχει σφραγισθεί με την επίσημη σφραγίδα του Διεθνούς Κέντρου Διαιτησίας του Αυστριακού Ομοσπονδιακού Οικονομικού Επιμελητηρίου.
Επίσης στην παρούσα επιστολή επισυνάπτεται αντίγραφο της «Συμφωνίας Υπηρεσίες και Αμοιβή» που έχει συναφθεί μεταξύ των μερών και η οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει τη συμφωνία διαιτησίας (Αρθρο 7, παρ. 5). Ο υποφαινόμενος επίσης διαβεβαιώνει ότι το ρηθέν αντίγραφο της «Συμφωνίας Υπηρεσίες και Αμοιβή» έχει κατατεθεί από τον Αιτητή ως επισυνημμένο έγγραφο στην Έκθεση Απαιτήσεως του.»
Με τους χαιρετισμούς μου
Διεθνές Κέντρο Διαιτησίας του Αυστριακού
Ομοσπονδιακού Οικονομικού Επιμελητηρίου
(Σφραγίδα του Διεθνούς Αυστριακού Διαιτητικού Δικαστηρίου)»
Παραθέτουμε το σκεπτικό με το οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων:
«Επανερχόμενη στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, είναι φανερό από το περιεχόμενο της πιο πάνω πιστοποίησης (Τεκμ. 1Α), ότι ο προρηθείς γραμματέας περιορίζεται να αναφέρει απλά ότι επισυνάπτεται στην επιστολή του, αντίγραφο της συμφωνίας των μερών στην οποία περιέχεται ρήτρα διαιτησίας και το μόνο που διαβεβαιώνει είναι ότι το ρηθέν αντίγραφο κατατέθηκε από τον αιτητή ως επισυνημμένο έγγραφο στην Έκθεση Απαίτησής του. Σε καμιά περίπτωση δεν πιστοποιεί ότι το έγγραφο αυτό είναι το πιστό αντίγραφο της συγκεκριμένης συμφωνίας που έγινε μεταξύ των μερών, την οποία να καθορίζει με σαφήνεια και όπως ο Νόμος απαιτεί και ειδικά έχοντας υπόψη ότι σ' αυτή την επιστολή-βεβαίωση, επισυνάπτονται δύο έγγραφα ήτοι αντίγραφο συμφωνίας στην Αγγλική και Ρωσσική γλώσσα όπως τα έχω περιγράψει πιο πάνω. Ούτε και συμφωνώ με τη θέση του κ. Κυπρίζογλου ότι με το τεκμήριο 1Α βεβαιούται ότι τα τεκμήρια 1Γ και 1Δ αποτελούν πιστά αντίγραφα του «ούτω καταχωρηθέντος εγγράφου». Τέτοια πιστοποίηση δεν υπάρχει, στο εν λόγω τεκμήριο 1Α.
Να επισημάνω ότι οι προϋποθέσεις που τίθενται και υιοθετούνται από τη Διεθνή σύμβαση δια να αναγνωρισθεί μια αλλοδαπή απόφαση πρέπει να ικανοποιούνται αυστηρά και κατά γράμμα.
Το γεγονός ότι οι Αιτητές έχουν καταθέσει την επικαλούμενη συμφωνία ως επισυνημμένο έγγραφο στην Έκθεση Απαίτησης τους στο Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο και ακόμη το γεγονός, ότι οι Καθ'ων η Αίτηση σε άλλες διαδικαστικές διαδικασίες δεν έφεραν οιανδήποτε ένσταση στην επίκληση αντιγράφων ή «υιοθέτησαν» την εγκυρότητα της συμφωνίας σε μη πρωτότυπη μορφή όπως ισχυρίζονται οι αιτητές, δεν τους απαλλάττει από την υποχρέωση τους να προσκομίσουν τα έγγραφα που απαιτούνται από το Άρθρο IV (1)(α) και (β).
Κατά συνέπεια και έχοντας υπόψη τα πιο πάνω θεωρώ ότι οι αιτητές δεν έχουν ικανοποιήσει την προϋπόθεση που θέτει το Αρθρο IV1(β) της Σύμβασης, ήτοι δεν έχουν προσκομίσει το πρωτότυπο ή δεόντως πιστοποιημένο αντίγραφο της συμφωνίας περί Διαιτησίας. Ως εκ τούτου η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει.»
Οι εφεσείοντες θεωρούν πως το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε κατά τρόπο αυστηρό και άκαμπτο το Νόμο, μάλιστα, παραγνωρίζοντας το Αρθρο 14 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1 αλλά και τα Αρθρα 7 και 35 του Ν. 101/87. Εισηγούνται πως κάτω από τις ιδιαίτερες συνθήκες της υπόθεσης θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι η βεβαίωση ήταν ικανοποιητική για να στοιχειοθετηθεί η προϋπόθεση που θέτει ο Νόμος.
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως οι πιο πάνω συσχετισμοί είναι δυνατό να βοηθήσουν στην κρίση αναφορικά με το κρίσιμο ζητούμενο που είναι αν τα αντίγραφα ήταν δεόντως πιστοποιημένα. Δεν είχαμε εδώ περίπτωση αμφιλεγόμενης πρόνοιας για την οποία θα ήταν δυνατό να τίθεται ζήτημα ερμηνείας. Έχουμε σαφή τη φύση της νομοθετικής απαίτησης και ό,τι απομένει, ως πραγματικό γεγονός, ήταν η δέουσα πιστοποίηση. Σημειώνουμε συναφώς και την αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου στην υπόθεση A. Groutas Co. Ltd. v. Πεπελάση (1998) 1 Α.Α.Δ. 1675 που αφορούσε μεν εγγραφή αλλοδαπής δικαστικής απόφασης, αλλά, με αναφορά στην απαίτηση αυτή να είναι επικυρωμένη. Εξηγήθηκε πως «τέτοια επικύρωση θα έπρεπε να προέρχεται από αρμόδιο πρόσωπο που θα επιβεβαίωνε το γνήσιο των υπογραφών, καθώς και της σφραγίδας».
Σε συμφωνία προς την πρωτόδικη απόφαση, την ορθότητα της οποίας υποστήριξαν οι εφεσίβλητοι, καταλήγουμε πως, πράγματι, δεν έχει ικανοποιηθεί η συζητηθείσα προϋπόθεση. Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο.