ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 1 ΑΑΔ 847

11 Μαΐου, 2011

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ

ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΥΠΟ ΔΙΑΛΥΣΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

MICHAEL N. IOANNIDES MANUFACTURING & TRADING LTD,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 201/2006)

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση μεταξύ τραπεζικού οργανισμού και εφεσειόντων όπως ποσό το οποίο οι τελευταίοι εισέπραξαν από ασφαλιστική εταιρεία, κατατεθεί σε δεσμευτικό έντοκο λογαριασμό στο όνομα των εφεσειόντων μέχρι να εξακριβωθούν οι ακριβείς οφειλές των εφεσειόντων προς την Τράπεζα ― Κατά πόσο οι εφεσείοντες είχαν υποστεί ζημιές λόγω των, κατ' ισχυρισμόν, αντικανονικών και μη εξουσιοδοτημένων χρεώσεων και προμηθειών επί πιστώσεων πέραν των συμφωνηθέντων, καθώς και από την υπερχρέωση τόκων.

Συμβάσεις ― Συμβάσεις παραχωρήσεων τραπεζικών δανείων ― Τόκος ― Τρόπος υπολογισμού του από την Τράπεζα στην απουσία συμφωνίας μεταξύ της ιδίας και του χρεώστη ― Κατά πόσο η Τράπεζα είχε δικαίωμα να καταλογίσει πληρωμές του χρεώστη που αφορούσαν συγκεκριμένο δάνειο πρώτα έναντι των τόκων του δανείου και αν υπήρχε υπόλοιπο, να καταλογίσει τούτο έναντι του κεφαλαίου ― Κατά πόσο ετύγχανε εφαρμογής η αρχή της υπόθεσης Clayton.

Τόκος ― Χρέωση τόκου πέραν του επιτρεπόμενου ποσοστού, κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας ― Δεν καθιστά παράνομη όλη τη σύμβαση ― Τα ποσά τα οποία χρεώνονται κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας, θα πρέπει να επιστραφούν στο χρεώστη.

Οι εφεσείοντες - ενάγοντες (στο εξής οι εφεσείοντες) οι οποίοι σήμερα συνεχίζουν να βρίσκονται υπό εκκαθάριση, ενήγαγαν την εφεσίβλητη - εναγόμενη τράπεζα (στο εξής η Τράπεζα), διεκδικώντας ποσό £173.999 για τις, κατ' ισχυρισμόν, ζημιές που υπέστησαν λόγω αντικανονικών και μη εξουσιοδοτημένων χρεώσεων και προμηθειών επί πιστώσεων πέραν των όσων είχαν συμφωνηθεί μεταξύ τους στη βάση συμφωνίας (Τεκμήριο 66), καθώς και χρεώσεων υπερβολικών τόκων. Η συμφωνία αυτή προνοούσε, μεταξύ άλλων, όπως το ποσό των £140.000 το οποίο ασφαλιστική εταιρεία κατέβαλε για την καταστροφή του εργοστασίου των εφεσειόντων από πυρκαγιά, κατατεθεί στην Τράπεζα σε δεσμευμένο έντοκο λογαριασμό, στο όνομα των εφεσειόντων, μέχρις ότου εξακριβωθούν οι ακριβείς οφειλές των εφεσειόντων προς την Τράπεζα. Συμφωνήθηκε περαιτέρω με βάση το Τεκμήριο 66, ότι οι λογαριασμοί των εφεσειόντων με την Τράπεζα θα παγοποιούνταν και ότι η Τράπεζα θα αναλάμβανε υποχρέωση όπως αμέσως μετά την κατάθεση του ποσού των £140.000, θα αποδέσμευε τις διάφορες εξασφαλίσεις ή άλλα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας που είχε στην κατοχή της. Οι εφεσείοντες θα δήλωναν εγγράφως τα ακριβή ποσά που όφειλαν στην Τράπεζα, μέσα σε δύο μήνες αφότου η Τράπεζα θα τους προμήθευε με όλα τα στοιχεία και εξηγήσεις που θα ζητούσαν.

Μετά την καταχώρηση της αγωγής στην οποία αφορά η παρούσα έφεση, η Τράπεζα προέβη σε είσπραξη του ποσού της δεσμευμένης κατάθεσης και η αξίωση των εφεσειόντων επικεντρώθηκε στην επιστροφή διαφόρων ποσών, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς τους η Τράπεζα δεν δικαιούτο να χρεώσει και εισπράξει.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το μεγαλύτερο μέρος των αξιώσεων των εφεσειόντων και δέχθηκε μόνο ένα μικρό μέρος, για το οποίο εξέδωσε απόφαση για το ποσό των £1.953,50 με νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα, όπως αυτά θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή. Οι εφεσείοντες καταχώρησαν έφεση προσβάλλοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίπτονταν οι υπόλοιπες αξιώσεις τους. Υποστήριξαν ότι τα ακόλουθα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένα:

1.  Ότι η Τράπεζα δεν ήταν υπόχρεη να επιστρέψει στους εφεσείοντες τις 13 επιταγές που αναφέρονται στην παράγραφο 3Α της έκθεσης απαίτησης, στη βάση του οποίου (ευρήματος) απορρίφθηκε η αξίωση των εφεσειόντων για καταβολή σ' αυτούς του ποσού των £9.772.

2.  Ότι οι από μέρους της Τράπεζας χρεώσεις για προμήθειες μεταχρονολογημένων επιταγών, και χρεώσεις για προμήθειες πιστώσεων, αντίστοιχα, δεν ήταν παράνομες και, κατά συνέπεια, η Τράπεζα δεν όφειλε να επιστρέψει τα παρανόμως χρεωθέντα ποσά στους εφεσείοντες.

3. Ότι δεν ήταν παράνομες οι χρεώσεις, οι τόκοι και/ή η κεφαλοποίηση τόκων από μέρους της Τράπεζας.

Οι εφεσείοντες υποστήριξαν επίσης ότι:

1.  H τράπεζα εσφαλμένα πλήρωσε το ποσό των £2.000 στην εταιρεία Xenco Ltd παρά τις  περί του αντιθέτου ρητές και/ή γραπτές οδηγίες των εφεσειόντων και χρέωσαν τον λογαριασμό τους με τόκους ύψους £720. Η Τράπεζα στην έκθεση υπεράσπισής της, ενώ δεν αμφισβητεί ότι αρχικά δόθηκαν οδηγίες για μη πληρωμή του ποσού, ισχυρίζεται ότι στη συνέχεια οι συγκεκριμένες οδηγίες έπαυσαν να ισχύουν, αφού οι εφεσείοντες συμφώνησαν ότι η Xenco Ltd θα έπρεπε να πληρωθεί.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι οι εφεσείοντες δεν εδικαιούντο το ποσό των £12.000, δηλαδή την αξία τεσσάρων συναλλαγματικών, οι οποίες βρίσκονταν στην κατοχή της Τράπεζας και τις οποίες οι εφεσείοντες ισχυρίζονταν ότι εξόφλησαν.

     Η Τράπεζα ισχυρίσθηκε ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθά και ότι η Τράπεζα ουδέποτε χρέωσε οποιοδήποτε λογαριασμό των εφεσειόντων αυθαίρετα και πέραν των συμφωνηθέντων. Όλες οι χρεώσεις, όπως ισχυρίστηκε, γίνονταν στα πλαίσια σχετικής Εγκυκλίου της Κεντρικής Τράπεζας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι εφεσείοντες απέτυχαν να υποδείξουν οποιαδήποτε συμβατική υποχρέωση ή  οτιδήποτε άλλο που να καθιστά την Τράπεζα υπόχρεη να επιστρέψει αμέσως τις απλήρωτες επιταγές.  Πέραν τούτου, οι εφεσείοντες δεν προβάλλουν οποιοδήποτε επιχείρημα ικανό να πλήξει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι απέτυχαν να αποδείξουν ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, οι επιταγές θα μπορούσαν να εισπραχθούν.

2.  Tο πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά σε σχέση με το θέμα του τόκου, αναφέροντας ότι η χρέωση τόκου είναι παράνομη ενόσω αυτή υπερβαίνει το ποσοστό 9% ετησίως. Το γεγονός ότι δεν δόθηκε από τους εφεσείοντες κατάσταση λογαριασμού σχετικά με το συνολικό ποσό που χρεώθηκε για να καταδειχθεί κατά πόσο η χρέωση ήταν πέραν του 9% δεν επηρεάζει την παρούσα περίπτωση γιατί από την μαρτυρία του μάρτυρα της Τράπεζας καθίσταται σαφές ότι τα ποσά αυτά χρεώθηκαν πέραν του τόκου του 9%. Οτιδήποτε είχε χρεωθεί πέραν του ποσοστού 9% τόκου, χρεώθηκε κατά παράβαση του Νόμου και συνεπώς ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συμβατική πρόνοια θα πρέπει να επιστραφεί στους εφεσείοντες. Το Δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι το κατά πόσο οι ενάγοντες συμφώνησαν ή συγκατατέθηκαν στην χρέωσή του, δεν καθιστά την χρέωση νομικά αποδεκτή.

3.  Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος του τόκου είναι ορθή ενόψει των αρχών της αγγλικής υπόθεσης Clayton [1816] 1 Mer 529 αναφορικά με τον καταλογισμό των πληρωμών, οι οποίες ενσωματώθηκαν στα Άρθρα 59 - 61 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Ενόψει των προνοιών των πιο πάνω άρθρων, το Δικαστήριο κατέληξε ότι στην απουσία συμφωνίας περί του αντιθέτου, η πληρωμή ποσών έναντι τρεχούμενου λογαριασμού, μπορούσε να γίνει πρώτα έναντι των τόκων και συνεπώς ο υπολογισμός των τόκων που έγινε από το μάρτυρα των εφεσειόντων, δεν μπορούσε να γίνει αποδεχτός.

4.  Οι εφεσείοντες δεν προσκόμισαν ικανοποιητική μαρτυρία σε σχέση τόσο με το θέμα των τόκων, όσο και με το θέμα των υπερχρεώσεων η οποία θα επέτρεπε στο πρωτόδικο Δικαστήριο να εξάξει τα απαιτούμενα συμπεράσματα για τις υπερχρεώσεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξέτασε με τη δέουσα επιμέλεια τα τεκμήρια που τέθηκαν ενώπιόν του και εξήγαγε από αυτά τα ορθά συμπεράσματα.

5.  Αφ' ης στιγμής δεν προσβλήθηκε η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Διευθυντής των εφεσειόντων δεν ήταν αξιόπιστος, το θέμα θα μπορούσε να λήξει εδώ. Όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε και άλλους λόγους γιατί δεν ευσταθούσαν οι θέσεις των εφεσειόντων. Όμως ούτε πρωτοδίκως, ούτε κατ' έφεση προβλήθηκε οποιοδήποτε επιχείρημα που να δείχνει ότι οι προβληματισμοί του Δικαστηρίου ήταν ανεδαφικοί.

6.  Είναι ορθή η ακόλουθη κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τις συναλλαγματικές που δεν επιστράφηκαν στους εφεσείοντες: Με βάση σχετική πρόνοια του Τεκμηρίου 66 η Τράπεζα είχε υποχρέωση να επιστρέψει τις συναλλαγματικές κάτι το οποίο δεν έπραξε. Συνεπώς η ενάγουσα δικαιούται σε επιστροφή των συναλλαγματικών κάτι όμως που δεν αξιώνεται. Η απουσία μαρτυρίας ότι οι συναλλαγματικές πληρώθηκαν από τους οφειλέτες τους, δεν δίδει το δικαίωμα στην ενάγουσα να αξιώνει επιστροφή των ποσών των συναλλαγματικών από την τράπεζα.

Η έφεση απορρίφθηκε, με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Επίσημος Παραλήπτης υπό την ιδιότητά του ως εκκαθαριστής της υπό διάλυση εταιρείας Eμπορική Eταιρεία Λούκος Λτδ κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 38,

Clayton [1816] 1 Mer 529.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σταματίου, Π.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 3384/94), ημερ. 16.5.2006.

Α. Λοΐζου (κα) για A. Παπαντωνίου, για τους Εφεσείοντες.

Π. Λιβέρας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσείοντες-Ενάγοντες, οι οποίοι σήμερα συνεχίζουν να βρίσκονται υπό εκκαθάριση, ήταν πελάτες των Εφεσιβλήτων-Εναγομένων,  με τους οποίους διατηρούσαν τραπεζικούς λογαριασμούς. Επίσης οι Εφεσίβλητοι, στους οποίους θα αναφερόμαστε ως «η Τράπεζα», ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι των Εφεσειόντων, μεταξύ άλλων, προς είσπραξη επιταγών και συναλλαγματικών τρίτων. Φαίνεται ότι στην πορεία της συνεργασίας, οι σχέσεις τους διασαλεύτηκαν, με αποτέλεσμα οι Εφεσείοντες να εναγάγουν την Τράπεζα. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Οι Εφεσείοντες, συστάθηκαν το 1989 για να αναλάβουν τις προσωπικές δραστηριότητες του Μ. Ιωαννίδη, Διευθυντή και κύριου μέτοχου της εταιρείας, η οποία ασχολείτο κυρίως με το γενικό εμπόριο και παράλληλα είχε βιομηχανία παραγωγής ελαστικών ταινιών και υφασμάτων. Κατά τον επίδικο χρόνο, η εταιρεία διατηρούσε με τους Εφεσίβλητους επτά τραπεζικούς λογαριασμούς.

Κατά τον Οκτώβριο του 1992 το εργοστάσιο των Εφεσειόντων καταστράφηκε από πυρκαγιά. Καλυπτόταν όμως από ασφάλεια, γι' αυτό και σε κατοπινό στάδιο καταβλήθηκε από ασφαλιστική εταιρεία το ποσό των £140.000. Για την τύχη του ποσού αυτού, υπήρξαν διαφωνίες μεταξύ των διαδίκων. Στις 16.3.1993 η Τράπεζα γνωστοποίησε στους Εφεσείοντες τα ποσά που όφειλαν και καλούσε τόσο τους ίδιους όσο και τους εγγυητές τους να τα εξοφλήσουν.  Παρά τις διαφωνίες τους ως προς το ποιος θα έπρεπε να εισπράξει το ποσό των £140.000, οι διάδικοι στις 27.9.1993 συμφώνησαν (Τεκμήριο 66), μεταξύ άλλων, όπως το ποσό κατατεθεί σε δεσμευμένο έντοκο λογαριασμό, στο όνομα των Εφεσειόντων, μέχρι να εξακριβωθούν οι ακριβείς οφειλές των Εφεσειόντων προς τους Εφεσίβλητους. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε, με βάση το Τεκμήριο 66, ότι οι λογαριασμοί που τηρούσαν οι Εφεσείοντες με την Τράπεζα θα παγοποιούνταν και ότι η Τράπεζα θα αναλάμβανε υποχρέωση όπως αμέσως μετά την κατάθεση του ποσού των £140.000, θα αποδέσμευε τις διάφορες εξασφαλίσεις ή άλλα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας που είχε στην κατοχή της.  Οι Εφεσείοντες θα δήλωναν εγγράφως τα ακριβή ποσά που όφειλαν στην Τράπεζα, μέσα σε δύο μήνες αφότου η Τράπεζα θα τους προμήθευε με όλα τα στοιχεία και εξηγήσεις που θα ζητούσαν.

Φαίνεται ότι τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως προσδοκούσαν οι δύο πλευρές και οι Εφεσείοντες στις 14.4.1994 ενήγαγαν την Τράπεζα, διεκδικώντας ποσό £173.999 για ζημιές που υπέστησαν λόγω αντικανονικών και μη εξουσιοδοτημένων χρεώσεων και προμηθειών επί πιστώσεων πέραν των συμφωνηθέντων, καθώς και χρεώσεων υπερβολικών τόκων. Επιπροσθέτως, καταλόγιζαν στην Τράπεζα, ως αντιπροσώπων των Εφεσειόντων, αμέλεια στο να διατηρούν δεόντως ασφαλισμένα περιουσιακά στοιχεία των Εφεσειόντων, ως αποτέλεσμα της οποίας τα περιουσιακά αυτά στοιχεία και ιδιαίτερα οι κτιριακές εγκαταστάσεις να μην έχουν ικανοποιητική κάλυψη και οι Εφεσείοντες να υποστούν ζημιά. Παρά το ευρύ φάσμα των αρχικών αξιώσεων, αυτές, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, περιορίστηκαν σε επτά. Τις παραθέτουμε, όπως αυτές συνοψίζονται στην πρωτόδικη απόφαση:-

«Α. Οι Εναγόμενοι κατά παράβαση των συμφωνηθέντων και των καθηκόντων τους ως αντιπρόσωποι της Ενάγουσας, παράνομα παρέλειψαν να παραδώσουν έγκαιρα στην Ενάγουσα αριθμό επιταγών με συνέπεια η Ενάγουσα να υποστεί ζημιές ίσες με Λ.Κ.9.772 ως το (Μ) της Αιτούμενης θεραπείας.

Β.  Οι Εναγόμενοι παράνομα εχρέωσαν τον λογαριασμό της Ενάγουσας υπ' αρ. 336790 με διάφορα ποσά τα οποία ανέρχονται σε Λ.Κ.1.953,50 ως έξοδα μελετών τα οποία οι Ενάγοντες αξιώνουν, ως το (Α) της Αιτούμενης Θεραπείας.

Γ. Οι Εναγόμενοι εχρέωσαν την Ενάγουσα με ποσό Λ.Κ.2.305 επί μεταχρονολογημένων επιταγών οι οποίες είχαν παρακατατεθεί στους Εναγομένους το οποίο η Ενάγουσα αξιώνει να της επιστραφεί ως το (Β) της Αιτούμενης Θεραπείας.

Δ. Οι Εναγόμενοι εχρέωσαν παράνομα την Ενάγουσα με προμήθειες συνολικού ποσού εκ Λ.Κ.1.666,12 ποσό το οποίο αυτή αξιώνει να της επιστραφεί ως το (Ε) της Αιτούμενης Θεραπείας.

Ε. Παρά τις ρητές οδηγίες της Ενάγουσας προς τους Εναγομένους να μην πληρώσουν στην εταιρεία XENCO LTD ποσό Λ.Κ.2.000, οι τελευταίοι κατέβαλαν σ' αυτήν Λ.Κ.2.000 χρεώνοντας και τον σχετικό λογαριασμό της Ενάγουσας με τόκους εκ Λ.Κ.720,00, ποσά τα οποία η Ενάγουσα αξιώνει με το στοιχείο (Καθ' ων η αίτηση) της Αιτούμενης Θεραπείας.

ΣΤ. Οι Εναγόμενοι εχρέωσαν τους λογαριασμούς της Ενάγουσας υπ' αρ. 354006 με ανατοκισμούς ήτοι προέβησαν σε κεφαλαιοποίηση τόκου με αποτέλεσμα η Ενάγουσα να αξιώνει την επιστροφή σ' αυτήν ποσού Λ.Κ.1.678,42 ως το (Δ) της Αιτούμενης Θεραπείας (το αξιούμενο αρχικό ποσό ήταν Λ.Κ.3.252,72).

Ζ. Αντισυμβατικά και παράνομα οι Εναγόμενοι παρέλειψαν να επιστρέψουν στην Ενάγουσα 4 Συναλλαγματικές συνολικού ποσού Λ.Κ.12.000 το οποίο η Ενάγουσα αξιώνει με το στοιχείο (Λ) της Αιτούμενης Θεραπείας να της καταβληθεί.»

Μετά που καταχωρήθηκε η αγωγή στην οποία αφορά η παρούσα έφεση, η Τράπεζα προέβη σε είσπραξη του ποσού της δεσμευμένης κατάθεσης και η αξίωση των Εφεσειόντων επικεντρώθηκε στην επιστροφή διαφόρων ποσών, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς τους η Τράπεζα δεν δικαιούτο να χρεώσει και εισπράξει.

Κατά την πρωτόδικη διαδικασία, για τους Εφεσείοντες κατάθεσαν δύο μάρτυρες, ο Διευθυντής τους κ. Μ. Ιωαννίδης και ο κ. Κυριάκος Κουτσιοφής, εγκεκριμένος λογιστής, ενώ για την Τράπεζα ο υπάλληλός της, Συμεών Θωμά. Περαιτέρω, κατατέθηκε μεγάλος αριθμός εγγράφων.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού εξέτασε σε ξεχωριστή ενότητα την κάθε μια από τις πιο πάνω επτά αξιώσεις των Εφεσειόντων, απέρριψε το μεγαλύτερο μέρος τους και δέχθηκε μόνο ένα μικρό μέρος (αξίωση Β΄, ανωτέρω), για το οποίο εξέδωσε απόφαση για το ποσό των £1.953,50, με νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα, όπως αυτά θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή. Οι Εφεσείοντες με έξι λόγους έφεσης, προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίπτονταν οι υπόλοιπες επτά αξιώσεις τους.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως  εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι η Τράπεζα δεν ήταν υπόχρεη να επιστρέψει στους Εφεσείοντες τις 13 επιταγές που αναφέρονται στην παράγραφο 3Α της Έκθεσης Απαίτησης, στη βάση του οποίου απορρίφθηκε η αξίωση των Εφεσειόντων για καταβολή σ' αυτούς του ποσού των £9.772.

Συγκεκριμένα οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα, (Τεκμήριο 78(2β)), για ενεχυριασμένες επιταγές οι οποίες επιστρέφονταν ανεξαργύρωτες, η Τράπεζα ήταν υπόχρεη να καλεί αμέσως τους Εφεσείοντες όπως καταθέσουν ή άλλως πως καλύψουν το ποσό της ανεξαργύρωτης επιταγής. Στην προκειμένη περίπτωση, οι Εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η Τράπεζα τους ειδοποίησε ότι οι επιταγές επιστράφηκαν ανεξαργύρωτες και στη συνέχεια εισέπραξε τα αντίστοιχα ποσά των επιταγών, χρεώνοντας τους λογαριασμούς των Εφεσειόντων. Παρά ταύτα, η Τράπεζα, κατά παράβαση της Συμφωνίας (Τεκμήριο 78(2β)), κατακράτησε τις 13 επιταγές για πάνω από ένα χρόνο, με αποτέλεσμα οι Εφεσείοντες να μη μπορέσουν να εισπράξουν τα ποσά των επιταγών, αφού οι εκδότες τους κατέστησαν αφερέγγυοι.

Από την άλλη, η Τράπεζα ισχυρίζεται ότι επέστρεψε έγκαιρα τις επιταγές που κρατούσε και συγκεκριμένα στις 30.11.1993, δηλαδή μια μέρα μετά που εκχωρήθηκε το ποσό των £140.000, το οποίο αντιπροσώπευε το προϊόν της αποζημίωσης για την καταστροφή του εργοστασίου τους από πυρκαγιά.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δυνάμει της Σύμβασης (Τεκμήριο 78(2β))*, δεν υπήρχε οποιαδήποτε υποχρέωση άμεσης επιστροφής των επιταγών που δεν πληρώνονταν. Το Δικαστήριο κατέληξε, στηριζόμενο στα Τεκμήρια 44-46 και 48-49, ότι οι Εφεσείοντες ενημερώθηκαν σύμφωνα με το Τεκμήριο 78(2β) ότι οι επιταγές επιστράφηκαν απλήρωτες και ότι χρεώθηκε ο λογαριασμός τους. Με βάση την παραδεχτή θέση των δύο πλευρών, το δικαστήριο βρήκε επίσης ότι οι επιταγές επιστράφηκαν στους Εφεσείοντες στις 30.11.1993, για να καταλήξει ότι:-

«Η τράπεζα με βάση τα Τεκμήρια 44, 45, 48 και 49 ειδοποίησε όπως φαίνεται από τις ημερομηνίες των εν λόγω τεκμηρίων, χωρίς καθυστέρηση την Ενάγουσα για τη μη πληρωμή των επιταγών και χρέωσε με το ισάξιο ποσό των επιταγών το λογαριασμό της. Πουθενά στη συμφωνία Τεκμήριο 78(2β) δεν υπάρχει πρόνοια για άμεση επιστροφή των επιταγών στον Ενάγοντα.

........................................................................................................

Στην παρούσα περίπτωση με βάση τα πιο πάνω τεκμήρια φαίνεται ότι η Ενάγουσα ειδοποιήθηκε έγκαιρα για το γεγονός ότι οι εν λόγω επιταγές επεστράφησαν απλήρωτες. Δεν έχει τεθεί ενώπιον μου οποιαδήποτε μαρτυρία ότι η Ενάγουσα προέβη σε οποιαδήποτε μέτρα για να λάβει τις εν λόγω επιταγές από την τράπεζα με στόχο την είσπραξη τους από τους εκδότες των.

........................................................................................................

Περαιτέρω αναφέρω ότι ακόμη και αν γινόταν αποδεκτή η θέση της Ενάγουσας ότι όφειλε να παρέδιδε τις επιταγές αμέσως μετά που χρέωσε το λογαριασμό της με το ισάξιο ποσό των επιταγών και πάλιν θα απέρριπτα την αξίωση γι' αυτό το κονδύλι για το λόγο ότι δεν έχει καταδειχθεί ότι σε εκείνο το χρονικό διάστημα θα μπορούσε να εισπράξει το ποσό των επιταγών.»

Έχουμε εξετάσει τα επιχειρήματα του δικηγόρου των Εφεσειόντων, αλλά κανένα από αυτά δεν είναι ικανό να ανατρέψει τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, τα οποία στηρίζονται στα στοιχεία μαρτυρίας που τέθηκαν ενώπιόν του. Οι Εφεσείοντες απέτυχαν να υποδείξουν οποιαδήποτε συμβατική υποχρέωση ή οτιδήποτε άλλο που να καθιστά την Τράπεζα υπόχρεη να επιστρέψει αμέσως τις απλήρωτες επιταγές. Πέραν τούτου, οι Εφεσείοντες δεν προβάλλουν οποιοδήποτε επιχείρημα ικανό να πλήξει την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι απέτυχαν να αποδείξουν ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, οι επιταγές θα μπορούσαν να εισπραχθούν.

Ο δεύτερος, τρίτος και έκτος λόγος έφεσης, αναπτύχθηκαν μαζί. Με τους δύο πρώτους, προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι οι από μέρους της Τράπεζας χρεώσεις για προμήθειες μεταχρονολογημένων επιταγών, και χρεώσεις για προμήθειες πιστώσεων, αντίστοιχα, δεν ήταν παράνομες και, κατά συνέπεια, η Τράπεζα δεν όφειλε να επιστρέψει τα παρανόμως χρεωθέντα ποσά στους Εφεσείοντες. Τέλος, με τον έκτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόρριψη από το πρωτόδικο δικαστήριο της θέσης των Εφεσειόντων περί παράνομων χρεώσεων, τόκων και/ή κεφαλαιοποίησης τόκων, από μέρους της Τράπεζας.

Η Τράπεζα ισχυρίζεται ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθά και ότι η Τράπεζα ουδέποτε χρέωσε οποιοδήποτε λογαριασμό των Εφεσειόντων αυθαίρετα και πέραν των συμφωνηθέντων. Όλες οι χρεώσεις, όπως ισχυρίστηκαν, γίνονταν στα πλαίσια σχετικής Εγκυκλίου της Κεντρικής Τράπεζας.

Ούτε αυτοί οι λόγοι έφεσης ευσταθούν.

Αναφορικά με το θέμα του τόκου, η ευπαίδευτη Πρόεδρος καθοδηγήθηκε ορθά από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προτού καταλήξει στα συμπεράσματά της. Συγκεκριμένα, αναφέρει στις σελίδες 13-15 της απόφασης ότι:-

«Σύμφωνα με τη νομολογία στην οποία εξετάστηκαν οι πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες, η χρέωση ποσών επ' ανταλλάγματι ή εν σχέση προς τη χρήση ή διακράτηση χρηματικού κεφαλαίου, είναι παράνομη ενόσω αυτή υπερβαίνει το ποσοστό του 9% ετησίως. Σε τέτοια περίπτωση δεν καθίσταται παράνομη ολόκληρη η σύμβαση αλλά περικόπτεται η παράνομη χρέωση (βλ. Τράπεζα Κύπρου κ.ά. v. Coudounaris Fοοd Products Ltd κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 641, Νεοφύτου v. Κυριακίδης (Αρ. 3) (1999) 2 Α.Α.Δ. 299). Στην υπόθεση Επίσημος Παραλήπτης υπό την ιδιότητά του ως εκκαθαριστής της υπό διάλυση εταιρείας Eμπορική Eταιρεία Λούκος Λτδ κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος A.E. (2005) 1 A.A.Δ. 38 τονίστηκε πως αν σε συγκεκριμένο δάνειο όπου ισχύουν οι περί τόκου διατάξεις, ο πιστωτής χρεώσει το χρεώστη με τόκο 9% ετησίως και πέραν αυτού και με οποιοδήποτε άλλο ποσό υπό μορφή εξόδων μελέτης ή πραγματικών εξόδων κλπ., αυτές οι χρεώσεις θα ισοδυναμούν με χρέωση τόκου πέραν του 9% ετησίως και θα είναι παράνομες. Αν όμως για το δάνειο που παραχωρήθηκε το συμφωνηθέν επιτόκιο είναι χαμηλότερο του 9%, παρέχεται δυνατότητα νόμιμης χρέωσης εξόδων μελέτης κλπ. εφόσον το ποσό της χρέωσης μαζί με τους τόκους δεν θα υπερβαίνουν ποσοστό 9% ετησίως του κεφαλαίου.

Στην παρούσα περίπτωση θεωρώ πως οι χρεώσεις που έγιναν από την Τράπεζα για έξοδα μελετών και συμβάσεων δηλαδή τα ποσά £460, £993,50 και £500 που αναφέρονται στην παράγραφο 4 της Έκθεσης Απαίτησης, τα οποία σύμφωνα με την παραδοχή του κ. Σ. Θωμά χρεώθηκαν πέραν του ποσοστού 9% τόκου, χρεώθηκαν κατά παράβαση του Νόμου και συνεπώς, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συμβατική πρόνοια θα πρέπει να επιστραφούν στους ενάγοντες. Το γεγονός ότι δεν δόθηκε από τους ενάγοντες κατάσταση λογαριασμού σχετικά με το συνολικό ποσό που χρεώθηκε για να καταδεχθεί κατά πόσο η χρέωση ήταν πέραν του 9% δεν επηρεάζει την παρούσα περίπτωση γιατί από την μαρτυρία του κ. Θωμά καθίσταται σαφές ότι τα ποσά αυτά χρεώθηκαν πέραν του τόκου του 9%. Θα πρέπει να αναφέρω πως η θέση του κ. Ιωαννίδη πως ουδέποτε συγκατατέθηκε σ' αυτές τις χρεώσεις δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή γιατί έρχεται σε αντίθεση με τα σχετικά έγγραφα που κατατέθηκαν όταν ο ίδιος υπόγραφε τις εν λόγω χρεώσεις (Τεκμήρια 106(1-3)).

Έχοντας όμως αποδεχθεί ότι οι πιο πάνω χρεώσεις έγιναν κατά παράβαση της σχετικής Νομοθεσίας, το κατά πόσο οι ενάγοντες συμφώνησαν ή συγκατατέθηκαν στην χρέωση τους δεν καθιστά την χρέωση νομικά αποδεκτή (βλ. Τράπεζα Κύπρου Λτδ κ.ά. v. Coudounaris (πιο πάνω) και National Bank of Greece v. Pinios [1990] 1 All E.R. 78).»

Αναφορικά με τον τρόπο υπολογισμού του τόκου και τον ισχυρισμό για ανατοκισμό, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν πείστηκε με τα στοιχεία που παρουσίασαν οι Εφεσείοντες, ότι υπήρξε υπερχρέωση τόκων. Απέρριψε τόσο τη μαρτυρία του κ. Μ. Ιωαννίδη, όσο και αυτή του κ. Κυριάκου Κουτσιοφή, εγκεκριμένου λογιστή, θεωρώντας ότι δεν του επέτρεπε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Συγκεκριμένα η ευπαίδευτη Πρόεδρος, στη σελίδα 28 της απόφασής της, εξήγησε ότι:-

«Η αξίωση της Ενάγουσας κάτω από αυτό το κεφάλαιο στηρίζεται ουσιαστικά στη μαρτυρία του κ. Κουτσιοφή. Θεωρώ ότι δεν μπορώ να στηριχθώ στη μαρτυρία του για να καταλήξω σε ασφαλή συμπεράσματα ως προς τις χρεώσεις τόκου που έγιναν από την Τράπεζα. Ο μάρτυρας ανέφερε ότι στήριξε τους υπολογισμούς του μόνο πάνω στις καταστάσεις λογαριασμού που του δόθηκαν από τον κ. Ιωαννίδη. Περαιτέρω, ο μάρτυρας δεν γνώριζε τις συμφωνίες μεταξύ των διαδίκων και θεώρησε ως δεδομένο ότι οι πιστώσεις στο λογαριασμό πρέπει να αφαιρούνται από το κεφάλαιο μόνο. Αυτό αποτελεί υπόθεση του μάρτυρα χωρίς να γνωρίζει πως έγινε στην προκείμενη περίπτωση. Στο σημείο αυτό αποδέχομαι τη μαρτυρία του κ. Θωμά ότι η Τράπεζα με την κατάθεση κάποιου ποσού εξοφλούσε πρώτα τους τόκους.»

Στη συνέχεια της απόφασής της, η ευπαίδευτη Πρόεδρος έκαμε αναφορά στην υπόθεση Επίσημος Παραλήπτης υπό την ιδιότητά του ως εκκαθαριστής της υπό διάλυση εταιρείας Eμπορική Eταιρεία Λούκος Λτδ κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 38, στην οποία επεξηγήθηκε ότι τα αποφασισθέντα στην αγγλική υπόθεση Clayton [1816] 1 Mer 529, αναφορικά με τον καταλογισμό των πληρωμών, έχουν ενσωματωθεί στα Αρθρα 59-61 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Ενόψει των προνοιών των πιο πάνω άρθρων, κατέληξε ότι στην απουσία συμφωνίας περί του αντιθέτου, η πληρωμή ποσών έναντι τρεχούμενου λογαριασμού, μπορούσε να γίνει πρώτα έναντι των τόκων και συνεπώς ο υπολογισμός των τόκων που έγινε από το μάρτυρα Κ. Κουτσιοφή, δεν μπορούσε να γίνει αποδεχτός.

Δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου των Εφεσειόντων, που να θέτει υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου για το θέμα του τόκου. Όλες οι αναφορές του δικηγόρου των Εφεσειόντων για το θέμα αυτό, ήταν γενικόλογες και σε κανένα σημείο δεν έγινε αναφορά σε κάτι συγκεκριμένο που να διαφοροποιεί τα πράγματα.

Αναφορικά με τις χρεώσεις για την προμήθεια της Τράπεζας για μεταχρονολογημένες επιταγές, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι:-

«Αναφορικά με τις χρεώσεις για προμήθεια επί μεταχρονολογημένων επιταγών, δηλαδή χρεώσεις για διαμεσολαβητικές υπηρεσίες της Τράπεζας, δεν θεωρώ ότι υπάρχει οτιδήποτε επιλήψιμο στην χρέωση τέτοιων ποσών νοουμένου ότι υπάρχει η ανάλογη συμβατική κάλυψη και το συνολικό ποσό που χρεώθηκε ο ενάγοντας μαζί με την χρέωση για τον τόκο δεν υπερβαίνει το ποσοστό του 9%. Η σύμβαση που αφορά τις μεταχρονολογημένες επιταγές (Τεκμήριο 78(2)(β)) και η σύμβαση του τρεχούμενου λογαριασμού στον οποίον έγιναν οι χρεώσεις (Τεκμήριο 78(1)) επιτρέπει την χρέωση εξόδων που σχετίζονται με τις συμβάσεις. Η τραπεζική πρακτική και οι κανονισμοί που αναφέρονται στην υπεράσπιση δεν έχουν τεθεί ενώπιον μου για να αξιολογηθούν. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο το συνολικό ποσοστό τόκου που χρεώθηκε από την Τράπεζα υπερβαίνει το ποσοστό του 9%. Η πλευρά της ενάγουσας δεν έχει καταθέσει λεπτομερή κατάσταση λογαριασμού για να διαφανεί το θέμα αυτό.

.......................................................................................................

Στην περίπτωση αυτής της αξίωσης δεν θεωρώ ότι από τη μαρτυρία του κ. Θωμά προκύπτει σαφής παραδοχή ότι τα ποσά που αξιώνουν οι Ενάγοντες έχουν χρεωθεί πέραν του συνολικού ποσού του 9% επί του κεφαλαίου. Ο κ. Ιωαννίδης προς τεκμηρίωση της αξίωσης του παρέπεμψε στα Τεκμήρια 38-42 τα οποία αποτελούν χρεώσεις του λογαριασμού 336790-08 για προμήθεια μεταχρονολογημένων επιταγών της Ενάγουσας. Αυτό δεν θεωρώ ότι είναι αρκετό για να αποδείξει την αξίωση του κάτω από αυτό το κεφάλαιο. Θα πρέπει να καταδειχθεί ότι το ποσό που χρεώθηκε γι' αυτές τις προμήθειες και το ποσό του τόκου που χρεώθηκε για τον εν λόγω λογαριασμό υπερβαίνει το  ποσοστό του 9% του κεφαλαίου. Σε τέτοιο εύρημα δεν μπορώ να καταλήξω με βάση τα Τεκμήρια που κατατέθηκαν. Συνεπώς στην απουσία κατάστασης λογαριασμού δεν μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει κατά πόσο τα χρεωθέντα ποσά υπερβαίνουν το ποσοστό του 9% που επιτρέπεται από το Νόμο. Το γεγονός ότι το θέμα αυτό δεν εγείρεται στην υπεράσπιση δεν επηρεάζει καθ' οιονδήποτε τρόπο τη δυνατότητα εξέτασης του από το Δικαστήριο. Στην υπεράσπιση υπάρχει άρνηση της παραγράφου 5 της απαίτησης συνεπώς οι Ενάγοντες έχουν το βάρος απόδειξης της αξίωσής τους. Περαιτέρω, ο περιορισμός για χρέωση τόκων μέχρι 9% του κεφαλαίου αποτελεί νομοθετική πρόνοια όπως ερμηνεύθηκε από τη νομολογία που παρέθεσα πιο πάνω.»

Στη συνέχεια η ευπαίδευτη Πρόεδρος επιλήφθηκε των χρεώσεων για τις προμήθειες επί πιστώσεων για να καταλήξει ότι:-

«Οι χρεώσεις που έγιναν για προμήθειες επί πιστώσεων που χρέωσε η Τράπεζα καλύπτονται από τις συμφωνίες μεταξύ των διαδίκων Τεκμήρια 78(4)(α) και (β) με τον όρο (2) σύμφωνα με τον οποίο προνοούνται τα ακόλουθα:

«(2) «Ο Οφειλέτης» αναλαμβάνει και συμφωνεί όπως πληρώνη, άμα τη ζητήσει εκ μέρους «της Τραπέζης», τακτικώς και ανελλιπώς εις «την Τράπεζαν» παν ποσόν το οποίον «η Τράπεζα» επλήρωσε συνεπεία των γενομένων ως άνω «Τραπεζικών Ευκολιών» πλέον τόκος προς 9% (Εννέα τοις εκατόν) ετησίως από της ημερομηνίας πληρωμής ενός εκάστου ποσού υπό «της Τραπέζης» μέχρι εξοφλήσεως, και Τραπεζικά δικαιώματα και αποζημιώνη «την Τράπεζαν» δια πάσαν απώλειαν, δαπάνην, ζημίαν, αξίωσιν ή απαίτησιν εις την οποίαν «η Τράπεζα» ήθελεν υποστή εξ αιτίας της παραχωρήσεως των άνω «Τραπεζικών Ευκολιών» ή εξ οιουδήποτε άλλου συναφούς λόγου ή αιτίας.

Νοείται ότι εν περιπτώσει καθ' ην το ανώτατον επιτρεπόμενον σήμερον υπό του νόμου επιτόκιον, ήθελε τροποποιηθή, τότε το ανώτατον επιτόκιον ως θα έχη τροποποιηθή δια νόμου θα υποκαθιστά αυτομάτως το ως άνω προνοούμενον εποτόκιον, εκτός εάν «η Τράπεζα» ήθελεν άλλως πως και κατά την απόλυτον αυτής κρίσιν αποφασίσει οπότε και θα ειδοποιή προς τούτο εγγράφως «τον οφειλέτην»».

Ο κ. Θωμά διευκρίνισε ότι η τράπεζα ουσιαστικά χρέωνε τόκο από την ημερομηνία που κατέβαλλε τα ποσά των πιστώσεων όμως δικαιούτο να χρεώνει τόκο από την ημέρα ανοίγματος της πίστωσης.

Όπως ανέφερα και πιο πάνω, θεωρώ ότι για να δικαιούνται οι ενάγοντες επιστροφή των ποσών που χρεώθηκαν για προμήθειες θα πρέπει τα ποσά που χρέωσε η Τράπεζα να υπερβαίνει το 9% τόκου επί του κεφαλαίου. Τα Τεκμήρια που κατατέθηκαν από τον κ. Ιωαννίδη προς υποστήριξη αυτού του κεφαλαίου αξίωσης δεν τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του. Γίνεται μεν αναφορά στα εν λόγω Τεκμήρια για χρεώσεις κεφαλαίου τόκου και προμήθειας, χωρίς όμως να δοθεί επαρκής επεξήγηση στο Δικαστήριο ως προς το ποσοστό συνολικού τόκου που χρεώθηκε. Ενδεικτικά αναφέρω ότι μια απλή πράξη πρόσθεσης των ποσών που φαίνονται στα Τεκμήρια 4, 5, 6, 8, 9, 10, 12, 13, 15, 16, 17, 20, 21, 22, 26, 27, 29, 34, 35 και 47 δεν συμποσούται στο ποσό που αξιώνει η Ενάγουσα γι' αυτό το κονδύλι. Επιπρόσθετα σημειώνω ότι χωρίς περαιτέρω επεξηγήσεις ως προς τα ποσά που αναφέρονται στα εν λόγω Τεκμήρια και του τρόπου χρέωσης των καθιστά το Δικαστήριο ανίκανο να καθορίσει τα ποσά που χρεώθηκαν καθ' υπέρβαση του ποσοστού τόκου που προνοείται από τη σχετική νομοθεσία.

Στην απουσία σαφούς μαρτυρίας και κατάστασης λογαριασμού ως προς το συνολικό ποσοστό τόκου που χρεώθηκε στον εν λόγω λογαριασμό δεν μπορώ να καταλήξω σε εύρημα ποια ποσά χρεώθηκαν, από ποιαν χρονική περίοδο και κατά πόσο τα ποσά που χρεώθηκαν υπερβαίνουν το συνολικό ποσό τόκου που επιτρέπεται σύμφωνα με το Νόμο. Επίσης η μαρτυρία του κ. Θωμά επί αυτών των χρεώσεων δεν θεωρώ ότι αποτελεί σαφή παραδοχή ότι το ποσό που αξιώνεται στην παράγραφο Ε των αιτούμενων θεραπειών έχει χρεωθεί πέραν του ποσού του 9% τόκου επί του κεφαλαίου όπως έχει γίνει με τα έξοδα μελετών που έχω αναλύσει πιο πάνω. Το βάρος απόδειξης της αξίωσης της Ενάγουσας βαρύνει την ίδια και για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω θεωρώ ότι δεν υπάρχει απόσειση αυτού του βάρους. Συνεπώς και αυτή η αξίωση απορρίπτεται.»

Η επιχειρηματολογία στο περίγραμμα αγόρευσης του ευπαίδευτου δικηγόρου των Εφεσειόντων, είναι λιτή. Την έχουμε εξετάσει με προσοχή, αλλά δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε που να είναι ικανό να ανατρέψει τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Τόσο για το θέμα των τόκων, όσο και για το θέμα των χρεώσεων, οι Εφεσείοντες όφειλαν κατά την πρωτόδικη διαδικασία, να προσκομίσουν ικανοποιητική μαρτυρία, η οποία θα επέτρεπε στο πρωτόδικο δικαστήριο να εξάξει τα απαιτούμενα συμπεράσματα για τις υπερχρεώσεις. Με τη μη αποδοχή της μαρτυρίας, τόσο του διευθύνοντος συμβούλου των Εφεσειόντων, όσο και της μαρτυρίας του Κυριάκου Κουτσιοφή, δεν υπήρχε οτιδήποτε άλλο ικανό να ανατρέψει τα δεδομένα που προέκυπταν από τα τεκμήρια τα οποία τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, τα οποία εξέτασε με τη δέουσα επιμέλεια και εξήγαγε από αυτά τα ορθά συμπεράσματα.

Ο τέταρτος λόγος αφορά στην πληρωμή από την Τράπεζα του ποσού των £2.000 στην εταιρεία Xenco Ltd. Οι Εφεσείοντες, στην Έκθεση Απαίτησής τους, ισχυρίστηκαν ότι η Τράπεζα πλήρωσε την εταιρεία Xenco Ltd το ποσό των £2.000, παρά τις περί του αντιθέτου ρητές και/ή γραπτές οδηγίες τους και χρέωσαν τον λογαριασμό τους με τόκους ύψους £720. Η Τράπεζα στην Έκθεση Υπεράσπισής της, ενώ δεν αμφισβητεί ότι αρχικά δόθηκαν οδηγίες για μη πληρωμή του ποσού, ισχυρίζεται ότι στη συνέχεια οι συγκεκριμένες οδηγίες έπαυσαν να ισχύουν, αφού οι Εφεσείοντες συμφώνησαν ότι η Xenco Ltd θα έπρεπε να πληρωθεί.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αναλύοντας την ενώπιον του μαρτυρία, κατέληξε ότι:-

«Η μαρτυρία και οι θέσεις του κ. Ιωαννίδη σχετικά με αυτό το κεφάλαιο δεν συνάδουν με τα καταχωρηθέντα Τεκμήρια, σε αντίθεση με τις θέσεις του κ. Θωμά. Το Τεκμήριο 3 αποτελεί φωτοτυπία των δύο επιταγών της XENCO που κατά τον ισχυρισμό του κ. Ιωαννίδη πληρώθηκαν από την Τράπεζα.  Και οι δύο επιταγές φαίνεται να εκδόθηκαν από τον Μιχάλη Ιωαννίδη και όχι από την Ενάγουσα. Η πρώτη επιταγή δεν έχει σφραγίδα πληρωμής ενώ η δεύτερη φαίνεται να έχει σφραγίδα account closed/stop payment συνεπώς συνάδουν με τις θέσεις του κ. Θωμά.

Από την άλλη η θέση της Τράπεζας τόσο δικογραφικά όσο και στη μαρτυρία του κ. Θωμά φαίνεται ότι δέχεται ότι έγινε πληρωμή του ποσού των £2.000 και χρέωση του λογαριασμού της Ενάγουσας με το αντίστοιχο ποσό αλλά εισηγήθηκε πως αυτό έγινε με τη σύμφωνο γνώμη της Ενάγουσας. Ο κ. Μ. Ιωαννίδης αντεξετάστηκε επί του σημείου αυτού και του υποβλήθηκε η θέση της Εναγομένης και θεωρώ ότι δεν υπήρξε σαφήνεια στη μαρτυρία του ως προς το κατά πόσο το ποσό των £2.000 πληρώθηκε δυνάμει των συγκεκριμένων επιταγών του Τεκμηρίου 3.  Ιδιαίτερα έχοντας υπόψη του στοιχεία που ανέφερα πιο πάνω σε σχέση με τις δύο επιταγές του Τεκμηρίου 3. Σημειώνω επίσης πως δεν καταχωρήθηκε η γραπτή εντολή της Ενάγουσας για μη πληρωμή των εν λόγω επιταγών. Μέσα στα Τεκμήρια που καταχωρήθηκαν για την παρούσα υπόθεση περιλαμβάνεται το Τεκμήριο 62 που αποτελεί επιστολή της Ενάγουσας προς την Τράπεζα ημερ. 2.6.93 στην οποία αναφέρεται ότι αναμένεται η διευθέτηση διαφόρων θεμάτων μεταξύ των οποίων και της επιταγής προς όφελος των κ.κ. Kiveli η οποία πληρώθηκε από την Τράπεζα παρά τις γραπτές οδηγίες για μη πληρωμή της. Ο κ. Βορκάς εισηγήθηκε πως η αναφορά του κ. Ιωαννίδη στην Kiveli αποτελεί αναφορά σε αυτές τις επιταγές.

Το βάρος απόδειξης ότι η Τράπεζα πλήρωσε τις εν λόγω επιταγές παρά τις οδηγίες της Ενάγουσας περί μη πληρωμής τους βαρύνει την Ενάγουσα. Με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου δεν θεωρώ ότι αποδεικνύεται αυτή η απαίτηση έστω και αν είναι παραδεκτό ότι πληρώθηκε το ποσό των £2.000 και χρεώθηκε με το ποσό αυτό ο λογαριασμός των Εναγόντων. Το Τεκμήριο 3 δεν αποτελεί ικανοποιητική απόδειξη αυτής της απαίτησης για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω.»

Στα πλαίσια του τέταρτου λόγου έφεσης, οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι από τα ενώπιον του στοιχεία, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός τους ότι η Τράπεζα αντισυμβατικά και παράνομα πλήρωσε στην εταιρεία XENCO το ποσό των £2.000 για την εξόφληση δύο επιταγών για τις οποίες οι Εφεσείοντες ζήτησαν από την Τράπεζα τη μη πληρωμή τους.

Από την άλλη, ο δικηγόρος της Τράπεζας στο περίγραμμα αγόρευσής του, υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Έχουμε εξετάσει τις θέσεις των Εφεσειόντων, αλλά δεν έχουμε πεισθεί ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι λανθασμένα. Κατ' αρχάς η ευπαίδευτη Πρόεδρος δεν δέχτηκε τη μαρτυρία του Διευθυντή των Εφεσειόντων κ. Ιωαννίδη, βρίσκοντας ότι οι θέσεις του όχι μόνο δεν ήταν πειστικές, αλλά βρίσκονταν και σε αντίθεση με τα καταχωρηθέντα τεκμήρια. Από τη στιγμή που δεν προσβάλλεται αυτή η κρίση του δικαστηρίου, το θέμα θα μπορούσε να τελειώσει εδώ. Όμως το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε, όπως φαίνεται από το πιο πάνω απόσπασμα από την απόφασή του, και άλλους λόγους γιατί δεν ευσταθούσαν οι θέσεις των Εφεσειόντων. Προβληματίστηκε από το γεγονός ότι οι δύο επιταγές εκδόθηκαν από τον Μιχ. Ιωαννίδη και όχι από τους Εφεσείοντες, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι μέχρι και την υπογραφή της σύμβασης, Τεκμήριο 66, οι Εφεσείοντες ουδέποτε ήγειραν θέμα για τις δύο επιταγές. Παρά ταύτα, ούτε πρωτοδίκως, ούτε κατ' έφεση προβλήθηκε οποιοδήποτε επιχείρημα που να δείχνει ότι οι προβληματισμοί του δικαστηρίου ήταν ανεδαφικοί. Η έλλειψη επαρκούς αποδεικτικού υλικού, ισχύει και για το ποσό των £720, που οι Εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι χρεώθηκαν υπό μορφή τόκων για τις δύο επιταγές. Δεν έχει τεθεί ενώπιόν μας οτιδήποτε που να μας πείθει ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, αναφορικά με τις δύο επιταγές και τους τόκους που χρεώθηκαν, είναι εσφαλμένη.

Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν εδικαιούντο το ποσό των £12.000, δηλαδή την αξία τεσσάρων συναλλαγματικών, οι οποίες βρίσκονταν στην κατοχή της Τράπεζας και τις οποίες οι Εφεσείοντες ισχυρίζονταν ότι εξόφλησαν.

Συγκεκριμένα, οι Εφεσείοντες ισχυρίστηκαν πρωτοδίκως ότι δυνάμει των όρων των συμφωνιών προεξόφλησης συναλλαγματικών εγγράφων (Τεκμήριο 78) που υπήρχε μεταξύ των διαδίκων, η Τράπεζα, αρχικά προχώρησε στην προεξόφληση των ως άνω τεσσάρων συναλλαγματικών. Πλην όμως σε κατοπινό στάδιο εισέπραξε την αξία των συγκεκριμένων συναλλαγματικών από την ασφαλιστική αποζημίωση των £140.000 που πληρώθηκε στους Εφεσείοντες και το οποίο είχε δεσμευτεί σε έντοκο λογαριασμό στα πλαίσια της συμφωνίας, Τεκμήριο 66. Παρά την είσπραξη του ποσού, οι Εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η Τράπεζα παρέλειψε να τους επιστρέψει τις τέσσερις συναλλαγματικές και ως εκ τούτου διεκδικούν το ποσό των £12.000 που αντιστοιχεί στην αξία των τεσσάρων συναλλαγματικών.

Η Τράπεζα ισχυρίστηκε ότι οι Εφεσείοντες είχαν εισπράξει από αυτή το ποσό των τεσσάρων συναλλαγματικών, με βάση τη σύμβαση προεξόφλησης. Σε κάποιο στάδιο η Τράπεζα ενήγαγε τις εταιρείες που όφειλαν τα ποσά των τριών συναλλαγματικών και εκδόθηκαν σχετικές δικαστικές αποφάσεις (Τεκ. 107(1) και (2)). Η λήψη των αποφάσεων προηγήθηκε της εξόφλησης των συναλλαγματικών από την Τράπεζα. Για την τέταρτη συναλλαγματική η Τράπεζα δεν έλαβε οποιαδήποτε δικαστικά μέτρα. Οι Εφεσείοντες δυνάμει της συμφωνίας συμψηφισμού, Τεκμήριο 66, είχαν υποχρέωση σε περίπτωση διαφωνίας ή διαφορετικής τοποθέτησης, να υποβάλουν ένσταση ώστε να σταματήσει η διαδικασία συμψηφισμού που τους ανακοινώθηκε με την επιστολή της Τράπεζας ημερ. 12.4.1994. Όμως οι Εφεσείοντες δεν υπέβαλαν γραπτώς τέτοια ένσταση, όπως προέβλεπε το Τεκμήριο 66 και ούτε ζήτησαν τις εν λόγω συναλλαγματικές να τους επιστραφούν, καθότι και οι ίδιοι γνώριζαν ότι δεν υπήρχε πιθανότητα να εισπραχθούν τα ποσά, λόγω αφερεγγυότητας των οφειλετών τους.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού εξέτασε τη μαρτυρία, κατέληξε ότι:-

«Αποτελεί αποδεκτό γεγονός ότι η αξία των συναλλαγματικών έχει πληρωθεί στους Ενάγοντες. .......................................

Συνεπώς οι Ενάγοντες έχουν εξοφλήσει την αξία των συναλλαγματικών. Το γεγονός όμως αυτό δεν δικαιολογεί την αξίωση της Ενάγουσας για την αξία των συναλλαγματικών.  Δεν έχει δοθεί μαρτυρία ότι η τράπεζα εισέπραξε την αξία των εν λόγω συναλλαγματικών από τις τρεις εταιρείες που είχαν υποχρέωση να τις πληρώσουν. Το γεγονός και μόνο ότι εκδόθηκαν αποφάσεις εναντίον των δύο εταιρειών δεν υποδηλεί και εξόφληση. Σύμφωνα με το Τεκμήριο 66, παρ. δ:

«Η ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. μόλις κατατεθεί το ανωτέρω ποσόν της παραγρ. (α) θα ακυρώσει όλες τις προς όφελος της υποθήκες και θα επιστρέψει και/ή ακυρώσει όλες τις εγγυήσεις που κατέχει όπως π.χ. επιταγές προς είσπραξη, γραμμάτια, εμπορεύματα υπό κλείδας ή άλλως πως, εγγυήσεις τρίτων, ασφάλειες κ.λ.π. εξαιρουμένων των προσωπικών εγγυήσεων των κ.κ. Μιχαήλ Ιωαννίδη και Αντιγόνης Μ. Ιωαννίδη ως επίσης και τυχόν συναλλαγματικές αποδοχής της εταιρείας MICHAEL N. IOANNIDES MANUFACTURING & TRADING LTD που η Τράπεζα έχει προεξοφλήσει για λ/σμό τρίτων.»

Με βάση την πιο πάνω πρόνοια η τράπεζα είχε υποχρέωση να επιστρέψει τις συναλλαγματικές κάτι το οποίο δεν έπραξε.  Συνεπώς η ενάγουσα δικαιούται σε επιστροφή των συναλλαγματικών κάτι όμως που δεν αξιώνεται. Στην απουσία μαρτυρίας ότι οι συναλλαγματικές πληρώθηκαν από τους οφειλέτες τους δεν δίδει το δικαίωμα στην Ενάγουσα να αξιώνει επιστροφή των ποσών των συναλλαγματικών από την τράπεζα.»

Η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, είναι ορθή και δεν έχει προβληθεί οποιοδήποτε επιχείρημα εκ μέρους των Εφεσειόντων, ικανό να ανατρέψει την κρίση του.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των Εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο