ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 600
23 Μαρτίου, 2011
[ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1970,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ VOLODYMYR KAREVIN, ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΑ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ, ΚΑΤΟΧΟ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟΥ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟΥ ΜΕ ΑΡ. Ρ0204494, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS,
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤOΝ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟ 97/70,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΟΣ ΗΜΕΡ. 26.10.2010, ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΟΥ ΑΡ. 5/10.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 129/2010)
Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus προς απελευθέρωση εκζητουμένου προσώπου, το οποίο διετάχθη να παραμείνει υπό κράτηση ώστε να καταστεί δυνατή η έκδοσή του και η υπόβολή του σε δίκη για κατ' ισχυρισμό διαπραχθέν σοβαρό αδίκημα ― Κατά πόσο έχει καταδειχθεί η ύπαρξη παρανομιών, αυθαιρεσιών και/ή παρατυπιών κατά την διεξαγωγή της ακολουθηθείσας διαδικασίας ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων, η μη ταυτοποίηση του εκζητουμένου προσώπου με το πρόσωπο του αιτητή και η κατ' ισχυρισμόν παράνομη έναρξη της διαδικασίας έκδοσης ενώπιον του Δικαστηρίου, χωρίς την εξουσιοδότηση του Υπουργού, οι οποίες να δικαιολογούν την έκδοση του αιτουμένου εντάλματος.
Έκδοση φυγοδίκων ― Ο περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων (Κυρωτικός) Νόμος του 1970 (Νόμος Αρ. 95/1970) ― Ο περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμος του 1970 (Αρ. 97/1970) ― Ο κυρωτικός Νόμος 95/1970 αναφέρει στο Άρθρο 22 ότι η διαδικασία εκδόσεως διέπεται αποκλειστικά από τη νομοθεσία του κράτους παρά του οποίου ζητείται η έκδοση ― Αυτή δε η διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου διέπεται στην Κύπρο από τις πρόνοιες του Άρθρου 9(1) - (5) του Νόμου Αρ. 97/1970.
Ο αιτητής, Ουκρανικής καταγωγής, διετάχθη να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την έκδοσή του στην Ουκρανία, ώστε να δικαστεί εκεί σε σχέση με το αδίκημα της απάτης, αδίκημα ιδιαίτερης σοβαρότητας.
Ο αιτητής καταχώρησε αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus μέσω του οποίου, αφού ελεγχθεί η νομιμότητα κράτησής του, διαταχθεί η άμεση αποφυλάκισή του. Προέβαλε σειρά νομικών λόγων οι οποίοι, κατ' ισχυρισμόν, καταδεικνύουν την ύπαρξη παρανομιών, αυθαιρεσιών και/ή παρατυπιών κατά την όλη ακολουθηθείσα διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, οι οποίες και δικαιολογούν την έκδοση του αιτουμένου διατάγματος.
Οι λόγοι αυτοί συνοψίζονται στους ακόλουθους:
(α) Μη ταυτοποίηση του ζητουμένου προσώπου με το πρόσωπο του αιτητή.
(β) Η κατ' ισχυρισμό παράνομη έναρξη της διαδικασίας έκδοσης ενώπιον του Δικαστηρίου, χωρίς την ύπαρξη της εξουσιοδότησης του Υπουργού.
(γ) Η κατ' ισχυρισμό παράνομη υποβολή του αιτήματος έκδοσης προς τις Κυπριακές Αρχές από το Γενικό Εισαγγελέα της Ουκρανίας αντί από το Υπουργείο Δικαιοσύνης της χώρας αυτής.
(δ) Ότι η τυχόν έκδοση του αιτητή στην Ουκρανία θα αποτελούσε γι' αυτόν άδικο και/ή καταπιεστικό μέτρο και/ή θα οδηγούσε σε παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην Κύπρο, σχετικός με την παρούσα αίτηση είναι ο περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμος του 1970 (Αρ. 97/1970) και για το υπό εξέταση εδώ θέμα ενδιαφέρουν οι διατάξεις του Άρθρου 7(3) του Νόμου. Επίσης, ο περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων (Κυρωτικός) Νόμος του 1970 (Νόμος αρ. 95/1970), στο Άρθρο 12, καθορίζει τα αναγκαία δικαιολογητικά στοιχεία τα οποία θα πρέπει να συνοδεύουν μια αίτηση και να υποβάλλονται από το αιτoύν κράτος. Στην προαναφερθείσα νομοθεσία δεν υπάρχει συγκεκριμένη πρόνοια ως προς την υποχρέωση του Δικαστηρίου περί ταυτοποίησης του προσώπου εναντίον του οποίου διεξάγεται η διαδικασία έκδοσης με το πρόσωπο που αναφέρεται στα έγγραφα της ζητούσας την έκδοση χώρας. Στην Αγγλία είχε εισαχθεί τέτοια πρόνοια με τη θέσπιση του Extradition Act 2003, το Αρθρο 7(1)-(10) του οποίου διέπει το θέμα. Συγκεκριμένα, με το Αρθρο 7(2) του Νόμου εκείνου, το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσάγεται πρόσωπο για έκδοση, υποχρεούται όπως αποφασίσει κατά πόσο το προσαγόμενο ενώπιόν του πρόσωπο είναι το πρόσωπο σε σχέση με το οποίο είχαν εκδοθεί τα σχετικά εντάλματα σύλληψης, ενώ με το εδάφιο (3) του ίδιου άρθρου, ρητά αναφέρεται ότι το ζήτημα τούτο κρίνεται από το Δικαστήριο στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (on a balance of probabilities).
Στην παρούσα υπόθεση τα τηρηθέντα πρακτικά του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας κατά την εμφάνιση του αιτητή ενώπιόν του, εκπροσωπούμενου από δικηγόρο και τυγχάνοντος των υπηρεσιών μεταφραστή, καθώς επίσης και κατά τη δικάσιμο κατά την οποία και πάλι ο αιτητής εκπροσωπείτο από τον ίδιο δικηγόρο και τύγχανε των υπηρεσιών μεταφραστή, δεν ηγέρθη κανένα ζήτημα ή αμφισβήτηση ως προς το θέμα της ανεπάρκειας της ταυτοποίησης του αιτητή με το ζητούμενο πρόσωπο. Αντίθετα, ο ίδιος ο αιτητής έδωσε ως όνομά του εκείνο του ζητουμένου προσώπου και την ημερομηνία γέννησης εκείνη η οποία αναφερόταν σε κάποια από τα επίσημα έγγραφα των Ουκρανικών Αρχών. Το κυριότερο δε, είναι ότι έγινε συγκεκριμένη παραδοχή από το δικηγόρο του αιτητή, στην παρουσία και εις επήκοον του ιδίου, μέσω μεταφράστριας, σύμφωνα με την οποία, "το πρόσωπο που αναφέρεται στην εξουσιοδότηση και το πρόσωπο που ζητούν οι Ουκρανικές αρχές, είναι ο καθ' ου η αίτηση", δηλαδή ο εδώ αιτητής. Σε σχέση με το αποφασιστικής σημασίας στοιχείο τούτο, οι συνήγοροι του αιτητή υπέβαλαν ότι η δήλωση εκείνη δεν καταδείχθηκε ότι έγινε με την πλήρη αντίληψη και συμφωνία του αιτητή και ότι η δήλωση εγκρίθηκε κατά παράβαση του Αρθρου 19(1)(γ) και (δ) του περί Αποδείξεως Νόμου αφού η διαδικασία δεν ήταν ποινικής φύσεως.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 9(3) του Νόμου αρ. 97/1970, η διαδικασία εκδόσεως "διεξάγεται κατά τον αυτόν, ει δυνατόν τρόπον, ως εάν επρόκειτο περί συνοπτικής εκδικάσεως αδικήματος, φερομένου ως διαπραχθέντος υπό του εν λόγω προσώπου." Όμως το θέμα της ταυτότητας ή ταυτοποίησης του καθ' ου η αίτηση έκδοσης δεν συνιστά θέμα το οποίο κατ' επιταγή νόμου θα πρέπει να διακριβωθεί ως θέμα συστατικού στοιχείου αδικήματος ή γεγονότος, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Ούτε και μπορεί να θεωρηθεί ότι για τη διακρίβωση θέματος ταυτότητας υπό έκδοση προσώπου ισχύουν και εφαρμόζονται αυστηροί ή νομικοί κανόνες του δικαίου της απόδειξης.
Η ταυτοποίηση του αιτητή επιβεβαιώθηκε και με τη δήλωση του δικηγόρου του στη διαδικασία κράτησης προς το σκοπό έκδοσής του, ανεξάρτητα από το κατά πόσο συνείδε ή όχι προς νομοθετικό κανόνα απόδειξης. Οι όποιες τυχόν διαφορές στα θέματα που εντοπίστηκαν αργότερα και ηγέρθηκαν στην παρούσα διαδικασία δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν το Ανώτατο Δικαστήριο σε συμπέρασμα περί παρανομίας στην ακολουθηθείσα διαδικασία και επέμβασής του με έκδοση του αιτούμενου προνομιακού εντάλματος.
2. Η κατάθεση της εξουσιοδότησης του Υπουργού μπορούσε να γίνει εκ των υστέρων στη βάση του Άρθρου 8(1) του Νόμου αρ. 97/1970 σε συνδυασμό με το Άρθρο 9.
3. Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία δεν απαιτείται η απόδειξη γεγονότος, ότι η Ουκρανία θέσπισε νομοθεσία σύμφωνα με την οποία, αρμόδια αρχή για να ζητά την έκδοση φυγοδίκων είναι είτε το γραφείο του Γενικού Κατηγόρου είτε το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ουκρανίας. Και αυτό, λόγω του ότι η Ουκρανία έχει προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως Φυγοδίκων Ν. 95/70 και έχουν αποδειχθεί οι δηλώσεις της.
4. Δεν έχει αποδειχθεί εδώ ότι σημειώθηκε υπέρμετρη καθυστέρηση μέχρι την έκδοση του αιτούμενου εντάλματος σύλληψης και ακόμα, όπως έχει διακριβωθεί από τη δοθείσα μαρτυρία. Οι δε φόβοι του αιτητή περί άδικου ή καταπιεστικού μέτρου, περί ενδεχόμενης παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων κλπ., δεν υποστηρίζονται από οποιαδήποτε μαρτυρία. Σύμφωνα δε με τις πρόνοιες του Άρθρου 10(4) του Νόμου 97/1970, το Ανώτατο Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο αίτησης για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, μπορεί ακόμα και στο στάδιο τούτο να δεχθεί συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά για την άσκηση της εξουσίας του όπως διατάξει την αποφυλάκιση υπό έκδοση προσώπου για ένα από τους λόγους που περιλαμβάνονται στο εδάφιο (3) του Άρθρου 10 του Νόμου 97/1970. Πράγμα που εδώ δεν έγινε.
Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον του αιτητή, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Re Cuoghi [1999] 1 All E.R. 466,
Hilali v. Central Court of Criminal Proceedings No. 5 [2006] 4 All E.R. 435,
R. v. Governor of Pentonville Prison ex parte Voets [1986] 2 All E.R. 631,
Καρπένκο (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 989.
Aίτηση.
Γ. Α. Γεωργίου με Αντ. Δημητρίου, για τον Αιτητή.
Μ. Σπηλιωτοπούλου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
O Αιτητής είναι παρών.
Cur. adv. vult.
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφασή του ημερομηνίας 26.10.2010, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας-Αμμοχώστου έκρινε ότι τηρούνταν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις και διέταξε την κράτηση του αιτητή, ο οποίος είναι Ουκρανικής καταγωγής, μέχρι την έκδοσή του στην Ουκρανία για σκοπούς δίωξής του σε σχέση με το αδίκημα της απάτης, ιδιαίτερης σοβαρότητας. Απευθυνθείς προς το Ανώτατο Δικαστήριο, ο αιτητής με την παρούσα αίτησή του επιζητεί την έκδοση προνομιακού εντάλματος habeas corpus μέσω του οποίου, αφού ελεγχθεί η νομιμότητα της κράτησής του, να διαταχθεί η άμεση αποφυλάκισή του.
Προς υποστήριξη του αιτήματός του, ο αιτητής εγείρει σειρά νομικών λόγων οι οποίοι, κατά τον ισχυρισμό του, καταδεικνύουν την ύπαρξη παρανομιών, αυθαιρεσιών και/ή παρατυπιών κατά την όλη ακολουθηθείσα διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, οι οποίες και δικαιολογούν την έκδοση του αιτουμένου διατάγματος.
Οι λόγοι αυτοί μπορούν να συνοψιστούν στους ακόλουθους:
(α) Μη ταυτοποίηση του ζητουμένου προσώπου με το πρόσωπο του αιτητή.
(β) Η κατ' ισχυρισμό παράνομη έναρξη της διαδικασίας έκδοσης ενώπιον του Δικαστηρίου, χωρίς την ύπαρξη της εξουσιοδότησης του Υπουργού.
(γ) Η κατ' ισχυρισμό παράνομη υποβολή του αιτήματος έκδοσης προς τις Κυπριακές Αρχές από το Γενικό Εισαγγελέα της Ουκρανίας αντί από το Υπουργείο Δικαιοσύνης της χώρας αυτής.
(δ) Ότι η τυχόν έκδοση του αιτητή στην Ουκρανία θα αποτελούσε γι' αυτόν άδικο και/ή καταπιεστικό μέτρο και/ή θα οδηγούσε σε παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων του.
Κατά τη διαδικασία της προφορικής ακρόασης της παρούσας αίτησης ενώπιον του Δικαστηρίου, οι συνήγοροι του αιτητή περιορίστηκαν στην ανάπτυξη και τεκμηρίωση των δύο πρώτων από τους ανωτέρω νομικούς λόγους, παρόλον ότι και οι άλλοι δύο λόγοι δεν έχουν εγκαταλειφθεί.
Οι πρώτοι δύο νομικοί λόγοι που πρόβαλε και προώθησε ο αιτητής μπορούν να συνεξετασθούν, επειδή και οι δύο έχουν ως κεντρικό τους στοιχείο το θέμα της κατ' ισχυρισμό μη ικανοποιητικής ταυτοποίησης του προσώπου του αιτητή με το πρόσωπο του ζητουμένου ατόμου.
Νομικοί Λόγοι (α) και (β) ανωτέρω - Η κατ' ισχυρισμό μη ικανοποιητική ταυτοποίηση του προσώπου του αιτητή με το πρόσωπο του ζητουμένου προς έκδοση ατόμου.
Όπως έχει προαναφερθεί, το θέμα της ταυτοποίησης του αιτητή με το ζητούμενο προς έκδοση πρόσωπο εγείρεται κάτω από τους δύο πρώτους νομικούς λόγους, τόσο ως λόγος ουσίας αφενός, δηλαδή επειδή δεν απεδείχθη η ταυτοποίηση, όσο και ως λόγος μη τήρησης νομικής προϋπόθεσης αφετέρου, εφόσον η δοθείσα από τον Υπουργό Δικαιοσύνης & Δημόσιας Τάξης συγκατάθεση δεν αποδείχθηκε ότι αφορούσε στο πρόσωπο του αιτητή. Συνακόλουθος με το δεύτερο αυτό ισχυρισμό είναι και ο συνειρμός ότι, αφού δεν αποδείχθηκε ότι το πρόσωπο για το οποίο έδωσε ο Υπουργός τη συγκατάθεσή του για έναρξη της διαδικασίας όπως άρχισε και διεκπεραιώθηκε ήταν ο αιτητής, η διαδικασία ήταν παράνομη.
Σχετικός προς την παρούσα αίτηση νόμος είναι ο περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμος του 1970 (Αρ. 97/1970) και για το υπό εξέταση εδώ θέμα ενδιαφέρουν οι διατάξεις του Αρθρου 7(3) του Νόμου, που έχουν ως εξής:
"(3) Επί τη λήψει της αιτήσεως εκδόσεως ο Υπουργός δύναται να χωρήση εις την έκδοσιν εξουσιοδοτήσεως προς έναρξιν της διαδικασίας της εκδόσεως, εκτός εφ' όσον ήθελε κρίνει ότι δεν δύναται κατά νόμον να εκδοθή διάταγμα εκδόσεως του ενδιαφερομένου προσώπου ή ότι δεν θα ηδύνατο εν τη πραγματικότητα να εκδοθή διάταγμα εκδόσεως αυτού συμφώνως ταις διατάξεσι του παρόντος Νόμου."
Όσον αφορά στα αναγκαία δικαιολογητικά στοιχεία τα οποία θα πρέπει να συνοδεύουν μια αίτηση και να υποβάλλονται από το αιτών κράτος, ο περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων (Κυρωτικός) Νόμος του 1970 (Νόμος αρ. 95/1970), προβλέπει στο Αρθρο 12 τα εξής:
"2. Προς υποστήριξιν της αιτήσεως θέλουσι προσαχθή:
(α) .........................................................................................................
(β) .........................................................................................................
(γ) αντίγραφον των κατ' εφαρμογήν διατάξεων ή, εφ' όσον τούτο δεν καθίσταται εφικτόν, δήλωσις περί του εν εφαρμογή δικαίου, ως και ο κατά το δυνατόν ακριβέστερος χαρακτηρισμός του καταζητουμένου ατόμου και πάσα ετέρα πληροφορία δυναμένη να καθορίση την ταυτότητα και την εθνικότητα τούτου."
Ως προς την ακολουθητέα διαδικασία, μετά την έκδοση και εκτέλεση εντάλματος σύλληψης ή προσωρινού εντάλματος σύλληψης εναντίον του ζητουμένου προσώπου, ο προαναφερθείς κυρωτικός Νόμος 95/1970 αναφέρει στο Αρθρο 22 ότι η διαδικασία εκδόσεως διέπεται αποκλειστικά από τη νομοθεσία του κράτους παρά του οποίου ζητείται η έκδοση. Αυτή δε η διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου διέπεται στην Κύπρο από τις πρόνοιες του Αρθρου 9(1)-(5) του Νόμου αρ. 97/1970. Οι πρόνοιες αυτές παραθέτουν τον τρόπο διαδικασίας και τις εξουσίες τις οποίες έχει το Δικαστήριο επιλαμβανόμενο της αίτησης για έκδοση ζητουμένου προσώπου. Ρητές πρόνοιες περί της εξακρίβωσης ή του τρόπου εξακρίβωσης ή επιβεβαίωσης της ταυτότητας του ζητουμένου προσώπου ή της ταυτοποίησης του προσώπου που προσάγεται στο Δικαστήριο με το πρόσωπο του ζητουμένου ατόμου, δεν υπάρχουν στο Νόμο.
Ισχυριζόμενος ότι η διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε τόσο κατά την έκδοση της συγκατάθεσης του Υπουργού όσο και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου έπασχαν νομικά, οι συνήγοροι του αιτητή παρέθεσαν τα ακόλουθα γεγονότα και επιχειρήματα:
Για τους σκοπούς της διαδικασίας έκδοσης, Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας εξέδωσε στις 29.3.2010 ένταλμα σύλληψης εναντίον του Volodymyr Karevin, κατόχου Ουκρανικού Διαβατηρίου, με αριθμό PO204494. Το ένταλμα εξετελέσθη, ο αιτητής συνελήφθη και προσήχθη ενώπιον Επαρχιακού Δικαστή για σκοπούς έναρξης διαδικασίας έκδοσης. Ο αιτητής όντως ονομάζεται Volodymyr Karevin και όντως είναι ο κάτοχος του Ουκρανικού διαβατηρίου με αριθμό PO204494.
Ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως (στο εξής «ο Υπουργός») εξέδωσε γραπτή εξουσιοδότηση σύμφωνα με το Αρθρο 7 του Νόμου 97/70 για έναρξη διαδικασίας έκδοσης φυγοδίκου αναφορικά με τον Volodymyr Karevin κάτοχο του Ουκρανικού διαβατηρίου με αριθμό ΕΚ921562. Η εξουσιοδότηση κατατέθηκε στο Δικαστήριο στις 5.5.2010. Ο αιτητής ούτε είναι, ούτε ήταν ποτέ κάτοχος Ουκρανικού Διαβατηρίου με τον αριθμό ΕΚ921562. Ούτε προσκομίστηκε ποτέ στο δικαστήριο μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι ο αιτητής είχε ποτέ στην κατοχή του Ουκρανικό Διαβατήριο με τον αριθμό ΕΚ921562, ούτε και το Δικαστήριο στην απόφαση του κάμνει εύρημα ότι ο αιτητής (καθ' ου η αίτηση στην διαδικασία έκδοσης) είναι ή ήταν ποτέ κάτοχος τέτοιου διαβατηρίου.
Σύμφωνα πάντα με τους συνηγόρους του αιτητή, η διαδικασία έκδοσης, ένεκα του γεγονότος ότι η εξουσιοδότηση του Υπουργού αφορούσε πρόσωπο με το ίδιο ονοματεπώνυμο με τον συλληφθέντα καθ' ου η αίτηση ενώπιον του, αλλά κάτοχο Ουκρανικού Διαβατηρίου με αριθμό ΕΚ921562 και όχι τον συλληφθέντα κάτοχο του Ουκρανικού Διαβατηρίου με αριθμό PO204494, δεν έπρεπε να αρχίσει. Δεν μπορούσε να αρχίσει η διαδικασία έκδοσης του συλληφθέντα (παρόντος αιτητή) γιατί γι' αυτόν δεν είχε εκδοθεί η υπό του Αρθρου 7 του Νόμου 97/1970 προβλεπόμενη εξουσιοδότηση του Υπουργού, η οποία εξουσιοδότηση είναι υπό του Νόμου αναγκαία προϋπόθεση για έναρξη διαδικασίας έκδοσης.
Όπως περαιτέρω ισχυρίζονται οι συνήγοροι του αιτητή, αντί στο στάδιο εκείνο το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση έκδοσης του αιτητή, αφού δεν ικανοποιούντο οι προϋποθέσεις του Νόμου 97/1970, εσφαλμένα, αυθαίρετα και καθ' υπέρβαση εξουσίας άρχισε την διαδικασία έκδοσης. Η οποία διαδικασία έκδοσης συνεχίστηκε μέχρι το τέλος χωρίς να εκδοθεί άλλη ή νέα εξουσιοδότηση του Υπουργού ή έστω να τροποποιηθεί η ήδη εκδοθείσα εξουσιοδότηση ώστε το Δικαστήριο να έχει εξουσία να αρχίσει διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου αναφορικά με τον αιτητή.
Με την καταχώρηση δε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 5.5.2010 της εξουσιοδότησης του Υπουργού, υποστηρίζουν οι ίδιοι συνήγοροι, δόθηκε στο Δικαστήριο η δικαιοδοσία όπως αρχίσει τη διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου για το συγκεκριμένο πρόσωπο που αναφέρεται στην εξουσιοδότηση και το οποίο ήταν ο Volodymyr Karevin, κάτοχος του Ουκρανικού διαβατηρίου ΕΚ921562 και όχι του κατόχου του διαβατηρίου με αρ. PO204494, που είναι ο αιτητής.
Προς περαιτέρω δε ενδυνάμωση της θέσης τους περί ανεπάρκειας της ταυτοποίησης του αιτητή με το ζητούμενο πρόσωπο, οι συνήγοροι του αιτητή προσθέτουν ότι οι ίδιες οι Ουκρανικές Αρχές στα διάφορα έγγραφα που έστειλαν στις Κυπριακές Αρχές και αφορούσαν το θέμα της ποινικής δίωξης του ζητουμένου προσώπου, ούτε ο τόπος γέννησης του αιτητή αναφέρεται, ούτε ο αριθμός διαβατηρίου του.
Αντίθετα, στο ένταλμα σύλληψης και κράτησης του ζητουμένου προσώπου, το οποίο εκδόθηκε στις 24.6.2009 από το Pecherskyi District Court του Kyiv City από Δικαστή, αναφερόταν ότι το ζητούμενο πρόσωπο είχε διαφορετική ημερομηνία γέννησης και τόπο γέννησης από εκείνα που διαπίστωσε το Δικαστήριο με το πρακτικό ημερομηνίας 29.3.2010. Περαιτέρω, από το αντίγραφο του διαβατηρίου του ζητουμένου προσώπου προκύπτει ότι το πρόσωπο εκείνο ήταν νυμφευμένο με άλλο πρόσωπο παρά το πρόσωπο που σύμφωνα με άλλο τεκμήριο είναι η σύζυγος του αιτητή.
Αντικρούοντας αυτές τις θέσεις, η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, αφού υπενθύμισε ότι στην παρούσα διαδικασία το έργο του Δικαστηρίου είναι μόνο ο έλεγχος της νομιμότητας της κράτησης του αιτητή και όχι η αναθεώρηση ευρημάτων του Επαρχιακού Δικαστηρίου, υπέβαλε ότι από την διεξαχθείσα διαδικασία είχε διαπιστωθεί ότι ο αιτητής ήταν το ζητούμενο προς έκδοση πρόσωπο. Ο ίδιος δε ο αιτητής ήταν παρών και τύγχανε υπηρεσιών μεταφραστή, γνώριζε για ποιο ακριβώς λόγο εζητείτο η έκδοσή του και καμιά ένσταση δεν πρόβαλε ως προς την ταυτότητά του. Αντίθετα μάλιστα, ο δικηγόρος ο οποίος τον εκπροσωπούσε δήλωσε πως ήταν παραδεκτό το γεγονός ότι ο αιτητής ήταν το πρόσωπο το οποίο εζητείτο από τις Ουκρανικές Αρχές.
Αρχίζοντας από τη νομική πλευρά του εγειρόμενου θέματος, σημειώνεται κατ' αρχάς ότι στην προαναφερθείσα νομοθεσία που εφαρμόζεται στην Κύπρο, δηλαδή στους Νόμους 95/1970 και 97/1970, δεν υπάρχει συγκεκριμένη πρόνοια ως προς την υποχρέωση του Δικαστηρίου περί ταυτοποίησης του προσώπου εναντίον του οποίου διεξάγεται η διαδικασία έκδοσης με το πρόσωπο που αναφέρεται στα έγγραφα της ζητούσας την έκδοση χώρας. Στην Αγγλία είχε εισαχθεί τέτοια πρόνοια με τη θέσπιση του Extradition Act 2003, το Αρθρο 7(1)-(10) του οποίου διέπει το θέμα. Συγκεκριμένα, με το Αρθρο 7(2) του Νόμου εκείνου, το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσάγεται πρόσωπο για έκδοση, υποχρεούται όπως αποφασίσει κατά πόσο το προσαγόμενο ενώπιόν του πρόσωπο είναι το πρόσωπο σε σχέση με το οποίο είχαν εκδοθεί τα σχετικά εντάλματα σύλληψης, ενώ με το εδάφιο (3) του ίδιου άρθρου, ρητά αναφέρεται ότι το ζήτημα τούτο κρίνεται από το Δικαστήριο στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (on a balance of probabilities).
Στην απόφαση του Αγγλικού High Court στην υπόθεση Re Cuoghi [1999] 1 All E.R. 466, η οποία βέβαια είχε αποφασισθεί πριν τη θέσπιση της νομοθεσίας του 2003, κατ' εφαρμογή και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, πέραν των προσκομισθέντων εγγράφων, επιτράπηκε και η προφορική μαρτυρία του συλλαμβάνοντος αστυνομικού οργάνου για να συμπληρωθεί η αλυσίδα της ταυτοποίησης του καθ' ου η αίτηση.
Σε μια άλλη απόφαση του Αγγλικού High Court στην υπόθεση Hilali v. Central Court of Criminal Proceedings No. 5 [2006] 4 All E.R. 435, το Δικαστήριο έκρινε στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων ότι ο καθ' ου η αίτηση ήταν το πρόσωπο το οποίο εζητείτο προς έκδοση από τις Ισπανικές Αρχές, παρόλον ότι η ημερομηνία γέννησης επί του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αντιστοιχούσε με εκείνη που έδωσε ο καθ' ου μόνο ως προς την ημέρα και το μήνα, αλλά διέφερε ως προς το χρόνο. (1968 αντί 1962). Το Εφετείο επικρότησε αυτή την κρίση του πρωτόδικου Δικαστή, στην οποία είχε επίσης ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι κατά τη σύλληψή του ο καθ' ου η αίτηση ρωτήθηκε το όνομά του, και αφού του εξηγήθηκε ότι συλλαμβανόταν κατ' εκτέλεση εντάλματος σύλληψης που είχε εκδοθεί από την Ισπανική κυβέρνηση στο οποίο υπήρχε ισχυρισμός περί διάπραξης τρομοκρατικών αδικημάτων για τα οποία εζητείτο η έκδοσή του, όταν ρωτήθηκε αν καταλάβαινε γιατί συλλαμβανόταν, απλά απάντησε "ναι", χωρίς να αμφισβητήσει οτιδήποτε. Το Εφετείο φαίνεται να έλαβε ιδιαίτερα υπόψη αυτά τα στοιχεία καθώς και το γενικότερο στοιχείο ότι κατά τη διαδικασία έκδοσης του καθ' ου η αίτηση δεν ηγέρθηκε οποιαδήποτε αμφισβήτηση ως προς την ταυτότητά του.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, κατά την εμφάνιση του αιτητή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, στις 29.3.2010, αυτός εκπροσωπείτο από δικηγόρο και η διαδικασία μεταφραζόταν στη μητρική του γλώσσα. Έλαβε δε χώρα η ακόλουθη στιχομυθία, η οποία και καταγράφηκε στο τηρηθέν πρακτικό του Δικαστηρίου:
"29 Μαρτίου 2010
Εμφανίσεις:
Για τους Αιτητές: κα Χρ. Σπηλιωτοπούλου
Για τον Καθ' ου η Αίτηση: κ. Χρ. Κληρίδης
Καθ' ου η Αίτηση παρών
Δικαστήριο: Στενογραφημένα πρακτικά θα λαμβάνονται από Ε. Κωνσταντίνου - Αντωνιάδου.
Σημ. Χρέη διερμηνέα θα εκτελεί η κα Ευγενία Ρουμάντστεβα, η οποία ορκίζεται να μεταφράζει πιστά και αληθινά από την ελληνική στην ρώσικη γλώσσα και αντίστροφα όσο καλύτερα μπορεί.
Δικαστήριο: Ποια η μητρική γλώσσα του καθ' ου η αίτηση;
Καθ' ου η αίτηση: Ρωσικά.
Ε. Είστε ο κ. Volodymyr Karevin;
Α. Ναι.
Ε. Η ημερομηνία γέννησης σας 29.1.1966;
Α. Ναι.
Ε. Γεννηθήκατε στο Pecherskyi Ουκρανία;
Α. Ναι."
Ακολούθως δε, κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 5.5.2010 κατά την οποία και πάλι ο αιτητής εκπροσωπείτο από τον ίδιο δικηγόρο και τύγχανε των υπηρεσιών μεταφραστή, είχαν δηλωθεί και καταγραφεί στο τηρηθέν πρακτικό, τα ακόλουθα:
"5 Μαΐου 2010
Εμφανίσεις:
Για τους Αιτητές: κα Σπηλιωτοπούλου
Για τον Καθ' ου η Αίτηση: κ. Κληρίδης
Καθ' ου η Αίτηση παρών
Δικαστήριο: Στενογραφημένα πρακτικά θα λαμβάνονται από Ε. Κωνσταντίνου - Αντωνιάδου.
Σημ. Χρέη διερμηνέα θα εκτελεί η κα Ζάνα Λαζίδου, η οποία ορκίζεται να μεταφράζει πιστά και αληθινά από την ελληνική στην ρώσικη γλώσσα και αντίστροφα όσο καλύτερα μπορεί.
..............
..............
κ. Κληρίδης: Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι το πρόσωπο που αναφέρεται στην εξουσιοδότηση και το πρόσωπο που ζητούν οι Ουκρανικές αρχές είναι ο καθ' ου η αίτηση.
κα Σπηλιωτοπούλου: Συμφωνώ.
Δικαστήριο: Εγκρίνεται. Είναι γεγονός ότι σήμερα έχει καταχωρηθεί η εξουσιοδότηση από μέρους του Υπουργού. Θα δώσω χρόνο και στις δυο πλευρές να προετοιμαστούν και να παρουσιάσουν την μαρτυρία που επιθυμούν. ........."
Όπως επομένως διαφαίνεται, ο Επαρχιακός Δικαστής που είχε επιληφθεί της διαδικασίας έκδοσης του αιτητή, ασχολήθηκε με το θέμα της ταυτότητάς του και, όπως διαφαίνεται από τα τηρηθέντα πρακτικά, κανένα ζήτημα ή αμφισβήτηση ηγέρθηκε ως προς το θέμα τούτο. Αντίθετα, ο ίδιος ο αιτητής έδωσε ως όνομά του εκείνο του ζητουμένου προσώπου και την ημερομηνία γέννησης εκείνη η οποία αναφερόταν σε κάποια από τα επίσημα έγγραφα των Ουκρανικών Αρχών. Το κυριότερο δε, είναι ότι έγινε συγκεκριμένη παραδοχή από το δικηγόρο του αιτητή, στην παρουσία και εις επήκοον του ιδίου, μέσω μεταφράστριας, σύμφωνα με την οποία, "το πρόσωπο που αναφέρεται στην εξουσιοδότηση και το πρόσωπο που ζητούν οι Ουκρανικές αρχές, είναι ο καθ' ου η αίτηση", δηλαδή ο εδώ αιτητής. Σε σχέση με το αποφασιστικής σημασίας στοιχείο τούτο, οι συνήγοροι του αιτητή υπέβαλαν ότι η δήλωση εκείνη δεν καταδείχθηκε ότι έγινε με την πλήρη αντίληψη και συμφωνία του αιτητή και ότι η δήλωση εγκρίθηκε κατά παράβαση του Αρθρου 19(1)(γ) και (δ) του περί Αποδείξεως Νόμου αφού η διαδικασία δεν ήταν ποινικής φύσεως.
Σε σχέση με τον ισχυρισμό τούτο, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Αρθρου 9(3) του προαναφερθέντος Νόμου αρ. 97/1970, η διαδικασία εκδόσεως "διεξάγεται κατά τον αυτόν, ει δυνατόν τρόπον, ως εάν επρόκειτο περί συνοπτικής εκδικάσεως αδικήματος, φερομένου ως διαπραχθέντος υπό του εν λόγω προσώπου." Όμως, θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι το θέμα της ταυτότητας ή ταυτοποίησης του καθ' ου η αίτηση έκδοσης δεν είναι θέμα το οποίο κατ' επιταγή νόμου θα πρέπει να διακριβωθεί ως θέμα συστατικού στοιχείου αδικήματος ή γεγονότος, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Ούτε και μπορεί να θεωρηθεί ότι για τη διακρίβωση θέματος ταυτότητας υπό έκδοση προσώπου ισχύουν και εφαρμόζονται αυστηροί ή νομικοί κανόνες του δικαίου της απόδειξης. Η απόφαση του Αγγλικού High Court στην υπόθεση R. v. Governor of Pentonville Prison ex parte Voets [1986] 2 All E.R. 631, αφορούσε σε αίτημα για έκδοση εντάλματος habeas corpus μετά τη διαταγή για κράτηση του αιτητή προς το σκοπό έκδοσής του στη Γαλλία. Κατά τη διαδικασία έκδοσής του είχαν γίνει δεκτές και χρησιμοποιηθεί προς το σκοπό διακρίβωσης της ταυτότητάς του, φωτογραφίες οι οποίες φαίνονται να είχαν ληφθεί μέσα από αστυνομικά αρχεία. Όπως κρίθηκε, ορθά επιτράπηκε η μαρτυρία εκείνη προς το σκοπό κατάδειξης της ταυτότητάς του, έστω και αν με βάση κανόνες του δικαίου απόδειξης μπορούσε να μην ήταν αποδεκτή μαρτυρία για άλλο σκοπό.
Κατ' ανάλογο δε τρόπο, η δήλωση η οποία είχε γίνει από το δικηγόρο του αιτητή στη διαδικασία κράτησης προς το σκοπό έκδοσής του, ανεξάρτητα από το εάν συνείδε ή όχι προς νομοθετικό κανόνα απόδειξης, ήταν μια δεσμευτική και σαφής δήλωση η οποία αφορούσε στο θέμα της ταυτοποίησης του προσώπου του αιτητή με το πρόσωπο το οποίο εζητείτο προς έκδοση από τις Ουκρανικές Αρχές και μαζί με τα άλλα διερευνηθέντα και διαθέσιμα στοιχεία, μπορούσαν να καταστήσουν και κατέστησαν ικανοποιητική την κρίση του επιληφθέντος της διαδικασίας δικαστού, όπως αυτή ασκήθηκε αναφορικά με την ταυτότητα του αιτητή, στην απουσία μάλιστα οποιασδήποτε αμφισβήτησης από τον ίδιο. Οι δε όποιες τυχόν διαφορές στα θέματα που εντοπίστηκαν αργότερα και ηγέρθηκαν στην παρούσα διαδικασία δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν το Ανώτατο Δικαστήριο σε συμπέρασμα περί παρανομίας στην ακολουθηθείσα διαδικασία και επέμβασης του με έκδοση του αιτούμενου εντάλματος.
Αναφορικά δε με το διαδικαστικό θέμα της μεταγενέστερης εξασφάλισης και παρουσίασής του στο Δικαστήριο της προβλεπόμενης από το Αρθρο 7(3) του Νόμου αρ. 97/1970 υπουργικής εξουσιοδότησης, αρκεί να αναφερθεί ότι το Αρθρο 8(1) του ίδιου Νόμου, σε συνδυασμό με το Αρθρο 9, καθιστά δυνατή την έναρξη της διαδικασίας με την έκδοση Προσωρινού Εντάλματος Σύλληψης από Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου (όπως έγινε και εδώ), την εκτέλεσή του και προσαγωγή στο Δικαστήριο του καθ' ου η αίτηση και την εκ των υστέρων κατάθεση της εξουσιοδότησης του Υπουργού.
Επομένως, οι νομικοί λόγοι (α) και (β), τους οποίους ήγειρε η πλευρά του αιτητή, δεν ευσταθούν.
Θα προχωρήσω να εξετάσω και τους επόμενους προβληθέντες λόγους, παρόλον ότι αυτοί δεν αναπτύχθηκαν περαιτέρω κατά την ακρόαση της αίτησης.
Νομικός Λόγος (γ). - Η κατ' ισχυρισμό παράνομη υποβολή του αιτήματος έκδοσης από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Εγείροντας αυτό το νομικό λόγο στην αίτησή του, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι δεν τηρήθηκε στην περίπτωση του η προϋπόθεση του Αρθρου 12 του Νόμου αρ. 95/1970, όπως αυτός τροποποιήθηκε με το Νόμο αρ. 17/1984, εφόσον ρητά εκεί απαιτείται όπως η αίτηση απευθύνεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης του αιτούντος μέρους, ενώ στη δική του περίπτωση το αίτημα υποβλήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα του αιτούντος μέρους, δηλαδή της Ουκρανίας.
Το θέμα τούτο ηγέρθηκε και ενώπιον του δικαστού ο οποίος επιλήφθηκε του αιτήματος κράτησης του αιτητή προς το σκοπό της έκδοσής του και προσεγγίστηκε, όπως διαπιστώνεται από την εκδοθείσα απόφαση, ως ακολούθως:
"26. Κατ' αρχήν θα εξεταστεί η εισήγηση του συνηγόρου του καθ' ου η αίτηση ότι η αίτηση δεν υποβλήθηκε νομότυπα από την Ουκρανία.
Το Αρθρο 12 του περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων Ν.95/70, προνοούσε τα ακόλουθα:
«Η αίτησις θέλει διατυπωθή εγγράφως και υποβληθή διά της διπλωματικής οδού. Δι' απ' ευθείας διευθετήσεις δύναται να συμφωνηθή, μεταξύ δύο ή περισσοτέρων Μερών, έτερον μέσον.»
Το Αρθρο 5 του Κεφαλαίου V του δεύτερου πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων (βλ. Ν.17/84), αντικατέστησε την παράγραφο 1 του Αρθρου 12 της Σύμβασης ως ακολούθως:
«Η αίτηση θα διατυπώνεται γραπτώς και θα απευθύνεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης του αιτούντος Μέρους προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης του Μέρους από το οποίο ζητείται η έκδοση παραταύτα, η χρησιμοποίηση της διπλωματικής οδού δεν αποκλείεται. Άλλα μέσα επικοινωνίας μπορούν να συμφωνηθούν απ' ευθείας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων Μερών.»
Η κα Μ. Μούντη παρουσίασε πιστοποιητικό του Υπουργού Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας (τεκμ. 3), σύμφωνα με το οποίο η Ουκρανία προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Έκδοσης Φυγόδικων, στο πρόσθετο και στο δεύτερο Πρωτόκολλο, τα οποία ισχύουν από τις 09/06/1998. Η Ουκρανία καταχώρησε δήλωση, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
«The Ministry of Justice of Ukraine (in case of requests by courts) and the Prosecutor-General's Office of Ukraine (in case of requests by bodies of pre-trial investigation) shall be the authorities to which reference is made in article 12, paragraph 1 of the Convention, as amended by the Second Additional Protocol.»
Όπως αναφέρεται πιο πάνω, παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου πιστοποιητικό του Υπουργού Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Αρθρου 4 του περί Αποδείξεως Διεθνών Συμβάσεων Νόμου 103(Ι)/2002, το οποίο πιστοποιεί ότι η πιο πάνω Σύμβαση και τα πρόσθετα Πρωτόκολλα ισχύουν όσον αφορά την Ουκρανία από τις 09.06.1998 και το περιεχόμενο των δηλώσεων της Ουκρανίας, επισυνάφθηκε στο πιστοποιητικό (τεκμ. 3). Έχουν ικανοποιηθεί όλες οι προϋποθέσεις που θέτει ο πιο πάνω Νόμος και συνακόλουθα, έχουν αποδειχθεί όλα τα πιο πάνω.
Στην υπόθεση Διευθυντής Κεντρικών Φυλακών v. Mechanov (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 581, αποφασίστηκε ότι η παράγραφος του Αρθρου 12 του Ν.95/70, όπως τροποποιήθηκε από το Αρθρο 5, θεώρησε ότι η φράση «η αίτηση θα διατυπώνεται γραπτώς και θα απευθύνεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης», αναφέρεται στην αρμοδιότητα για υποβολή της αίτησης. Στην πιο πάνω υπόθεση, έγινε εισήγηση ότι η αίτηση για έκδοση έπρεπε να υποβληθεί από το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ρωσίας και όχι από τον Γενικό Εισαγγελέα της, μέσω της πρεσβείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Κύπρο. Το Ανώτατο Δικαστήριο σε πλήρη ταύτιση με το Πρωτόδικο Δικαστήριο, θεώρησε ότι η πιο πάνω φράση αναφέρεται στην αρμοδιότητα για υποβολή της αίτησης και το υπόλοιπο μέρος της διάταξης, αναφέρεται στους τρόπους κοινοποίησης της αίτησης.
Στην υπόθεση Atapina v. Διευθυντή των Kεντρικών Φυλακών (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1509, αποφασίστηκε ότι ορθά η αίτηση υποβλήθηκε από την Γενική Εισαγγελία της αιτούσας χώρας, γιατί η Ρωσική Ομοσπονδία καταχώρησε, όπως αποδείχθηκε, επιφύλαξη αναφορικά με την εφαρμογή του Κεφ. V, Αρθρου 5, του δεύτερου πρόσθετου Πρωτοκόλλου, όπου αναφέρεται πως η αίτηση απευθύνεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης του αιτούντος μέρους, προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης του μέρους από το οποίο ζητείται η έκδοση. Εφόσον η Ρωσική Ομοσπονδία καταχώρησε επιφύλαξη στην πιο πάνω διάταξη, έπεται πως οι σχετικές πρόνοιές της δεν ισχύουν γι' αυτή.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως έχει ήδη αναφερθεί, αποδείχθηκε ότι η Ουκρανία καταχώρησε δήλωση αναφορικά με την εφαρμογή του Κεφ. V, του Αρθρου 5 του δεύτερου πρόσθετου Πρωτοκόλλου, όπου αναφέρεται ότι η αίτηση υποβάλλεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ουκρανίας, στην περίπτωση που η αίτηση υποβάλλεται από το Δικαστήριο. Στην περίπτωση αιτήματος από σώματα που είναι επιφορτισμένα με προδικαστική έρευνα, το αίτημα υποβάλλεται από το γραφείο του Γενικού Κατηγόρου της Ουκρανίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το αίτημα υποβλήθηκε από τον Γενικό Κατήγορο της Ουκρανίας. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του καθ' ου η αίτηση, εισηγήθηκε ότι δε υποδείχθηκε στο Δικαστήριο ότι η Ουκρανία θέσπισε νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία, αρμόδια αρχή για να ζητά την έκδοση εκ μέρους της, είναι είτε το Υπουργείο Δικαιοσύνης είτε το γραφείο του Γενικού Κατηγόρου της Ουκρανίας, γεγονός το οποίο υποδείχθηκε στην υπόθεση Atapina (ανωτέρω). Η εν λόγω υπόθεση, δεν θέτει ως προαπαιτούμενο την απόδειξη της ύπαρξης νομοθεσίας στη χώρα του αιτούντος κράτους, σε σχέση με το ποια είναι η αρμόδια αρχή. Απλώς, στην πιο πάνω υπόθεση έγινε αναφορά ότι η Ρωσική Ομοσπονδία θέσπισε σχετική νομοθεσία, αφού αποδείχθηκε η επιφύλαξη που αναφέρεται πιο πάνω. Στην προκειμένη περίπτωση, έχει αποδειχθεί ότι η Ουκρανία έχει προχωρήσει στην πιο πάνω Ευρωπαϊκή Σύμβαση και έχουν αποδειχθεί οι δηλώσεις της και συνεπώς, δεν απαιτείται η απόδειξη γεγονότος, ότι η Ουκρανία θέσπισε νομοθεσία σύμφωνα με την οποία, αρμόδια αρχή για να ζητά την έκδοση φυγοδίκων είναι είτε το γραφείο του Γενικού Κατηγόρου είτε το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ουκρανίας.
Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω, η σχετική εισήγηση του ευπαίδευτου δικηγόρου του καθ' ου η αίτηση δεν με βρίσκει σύμφωνο και συνακόλουθα απορρίπτεται."
Το πιο πάνω απόσπασμα, το οποίο και υιοθετήθηκε από την πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα, είναι κατά την άποψή μου ορθό και απαντά πλήρως στην αμφισβήτηση και επιχειρηματολογία της πλευράς του αιτητή, καθιστώντας αβάσιμο και τον τρίτο αυτό νομικό λόγο για έκδοση του αιτουμένου εντάλματος.
Νομικός Λόγος (δ). Η κατά τον ισχυρισμό πρόκληση αδικίας και/ή καταπίεσης στον αιτητή και/ή παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων του σε περίπτωση έκδοσης του αιτούμενου εντάλματος.
Έρεισμα για την έγερση αυτού του νομικού λόγου εκ μέρους του αιτητή συνιστά το γεγονός ότι παρήλθε χρονικό διάστημα πέραν των τριών ετών από το χρόνο της κατ' ισχυρισμό διάπραξης των αδικημάτων μέχρι την ημερομηνία έκδοσης του εντάλματος σύλληψης (29.5.2009). Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, το αρμόδιο Ουκρανικό Δικαστήριο, το οποίο επιλήφθηκε της υπόθεσης εναντίον των δύο προσώπων με τα οποία ο αιτητής φέρεται να είχε συνωμοτήσει, εντόπισε πλείστες παραβιάσεις του Ουκρανικού νόμου και των ανθρωπίνων τους δικαιωμάτων και διέταξε τη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας, γεγονός το οποίο καταδεικνύει ότι οι εναντίον του αιτητή κατηγορίες δεν έγιναν καλή τη πίστη ή για το συμφέρον της δικαιοσύνης.
Επιπρόσθετα δε, ανθρώπινα δικαιώματα του αιτητή αναμένεται να παραβιαστούν κατά τον ίδιο τρόπο, εάν αυτός εκδοθεί.
Σε σχέση με αυτό το νομικό λόγο τον οποίο προβάλλει ο αιτητής, θα πρέπει κατ' αρχάς να σημειωθεί ότι πράγματι με βάση τις πρόνοιες του Αρθρου 10(3)(β) και (γ) του Νόμου 97/1970, το Ανώτατο Δικαστήριο διατηρεί εξουσία αποφυλάκισης προσώπου υπό έκδοση σε σχέση με λόγους όπως αυτούς που επικαλείται ο αιτητής. Αυτές οι πρόνοιες έχουν ως ακολούθως:
"(3) Το Ανώτατον Δικαστήριον, επιλαμβανόμενον της τοιαύτης αιτήσεως, δύναται, μη επηρεαζομένης οιασδήποτε ετέρας δικαιοδοσίας αυτού, να διατάξη την αποφυλάκισιν του υπό έκδοσιν προσώπου, εφ' όσον ήθελε κρίνει ότι -
(α) .......................
(β) λόγω της παρόδου μακρού χρόνου, αφ' ου εγένετο η διάπραξις του αδικήματος, ή, αναλόγως της περιπτώσεως, αφ' ου καταζητείται προς έκτισιν ποινής μετά καταδίκη αυτού· ή
(γ) λόγω του ότι η κατ' αυτόν κατηγορία δεν εγένετο καλή τη πίστη ή εν τω συμφέροντι της δικαιοσύνης,
η απόδοσις αυτού θα απετέλει, λαμβανομένων υπ' όψιν απασών των περιστάσεων, άδικον ή καταπιεστικόν μέτρον."
Το Ανώτατο Δικαστήριο επιλήφθηκε της ερμηνείας και εφαρμογής του πιο πάνω άρθρου στην υπόθεση Καρπένκο (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 989, στην οποία παρέπεμψε η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα. Το Δικαστήριο (Γ. Νικολάου, Δ.) έκρινε ως εξής:
"Όπως και να είχε το ζήτημα, δεν νομίζω πως μπορεί να λεχθεί ότι σημειώθηκε, μέχρι την έκδοση του εντάλματος σύλληψης, καθυστέρηση ή τουλάχιστο σημαντική καθυστέρηση που να ενέχει επιπτώσεις. Ούτε έχει προβληθεί ότι η έκτοτε διέλευση χρόνου θα έπρεπε να προσμετρήσει. Και κατά τη γνώμη μου δεν προσμετρά. Η πάροδος χρόνου, ακόμα και μακρού, δεν είναι αφ' εαυτής λόγος για μη έκδοση φυγοδίκου. Θα συνιστούσε λόγο μόνο εφόσον, καθώς αναφέρεται στο Αρθρο 10(3)(β) του Ν. 97/1970, 'θα απετέλει, λαμβανομένων υπ' όψιν απασών των περιστάσεων, άδικον ή καταπιεστικόν μέτρον.'."
Κατά παρόμοιο δε τρόπο, ούτε στην παρούσα περίπτωση μπορεί να λεχθεί ότι σημειώθηκε υπέρμετρη καθυστέρηση μέχρι την έκδοση του εντάλματος σύλληψης και θα πρέπει περαιτέρω να σημειωθεί ότι όπως διακριβώθηκε από τη δοθείσα μαρτυρία, ένας από τους λόγους της μη συμπλήρωσης της διερεύνησης της εναντίον του αιτητή υπόθεσης, ήταν και το γεγονός ότι ο ίδιος εγκατέλειψε την Ουκρανία. Αναφορικά με τους φόβους τους οποίους προβάλλει περί άδικου ή καταπιεστικού μέτρου, περί ενδεχόμενης παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων κλπ., θα πρέπει να σημειωθεί ότι καμιά προς τούτο μαρτυρία δεν είχε δοθεί, όπως ορθά εντόπισε και ο Επαρχιακός Δικαστής που επιλήφθηκε της υπόθεσης. Σημειώνεται ακόμα ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Αρθρου 10(4) του Νόμου 97/1970, το Ανώτατο Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο αίτησης για έκδοση εντάλματος habeas corpus, μπορεί ακόμα και στο στάδιο τούτο να δεχθεί συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά για την άσκηση της εξουσίας του όπως διατάξει την αποφυλάκιση υπό έκδοση προσώπου για ένα από τους λόγους που περιλαμβάνονται στο προαναφερθέν εδάφιο (3) του Αρθρου 10. Πράγμα που εδώ δεν έγινε.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.