ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 243
18 Φεβρουαρίου, 2011
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 5 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ
ΤΑ ΑΡΘΡΑ 18, 19, 21 ΚΑΙ 23 ΤΟΥ ΚΕΦ. 155,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ
ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 18/12/2010
ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ/ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΗΣ
ΑΣΤ. 342 ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΗΜΕΡ. 18/12/2010,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓH ΣΑΒΕΡΙΑΔΗ,
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 8/2011)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari προς ακύρωση εντάλματος σύλληψης του αιτητή ― Η αίτηση έγινε δεκτή ενόψει της μη απόδειξης της αναγκαιότητας έκδοσης του εντάλματος σύλληψης.
Πρακτικά ― Πρακτικά πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Δεν παρέχεται δικαιοδοσία στο Εφετείο για διόρθωσή τους.
Στις 18.12.2010, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε, κατόπιν αίτησης της αστυνομίας, ένταλμα σύλληψης του αιτητή, ο οποίος είναι δικηγόρος και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κεντρικού Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών (ο Φορέας). Στο ένταλμα σύλληψης αναφέρονται τα εξής σε σχέση με το πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου η κρίση του δικαστηρίου εδράζεται:
"Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος σύμφωνα με το περιεχόμενο του όρκου."
Στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση αντίστοιχα, αναφέρονται και τα πιο κάτω γεγονότα, τα οποία και συνιστούν κοινό έδαφος:
Την υπόθεση κατάγγειλε στην Αστυνομία γραπτώς, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου του Φορέα τρεις και πλέον βδομάδες πριν την έκδοση του εντάλματος σύλληψης του αιτητή. Ο τελευταίος, σύμφωνα με την καταγγελία ζήτησε το χρηματικό ποσό των €2.000 ως αντάλλαγμα για σκοπούς έγκρισης του αιτήματος του Α. Ανδρέου ο οποίος υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση δανείου ύψους €105.000 για ανακαίνιση της πιτσαρίας του στη Λάρνακα, από τον Φορέα.
Το επίδικο ένταλμα εκδόθηκε το απόγευμα της 18.12.2010 και ενώ ο αιτητής ήταν στα γραφεία του ΤΑΕ Αρχηγείου Αστυνομίας, όπου είχε μεταβεί οικειοθελώς για να δώσει κατάθεση σχετικά με την υπόθεση. Το ένταλμα εκτελέστηκε λίγο αργότερα, μετά το πέρας της κατάθεσης του αιτητή και προτού ο τελευταίος εγκαταλείψει τα γραφεία του ΤΑΕ. Ο αιτητής απολύθηκε το πρωΐ της επομένης, χωρίς να προσαχθεί εναντίον του οποιαδήποτε κατηγορία. Προτού ο αιτητής απολυθεί, λήφθηκαν τα δακτυλικά αποτυπώματά του.
Μετά την εξασφάλιση της σχετικής άδειας, ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση Certiorari με στόχο την ακύρωση του επίδικου εντάλματος σύλληψης, ισχυριζόμενος ότι το επίδικο διάταγμα είναι αναιτιολόγητο και ότι εκδόθηκε καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κεντρικός άξονας της επιχειρηματολογίας του, ήταν και ότι το επίδικο ένταλμα σύλληψής του είναι προϊόν απόκρυψης από μέρους της αστυνομίας, ουσιωδών στοιχείων, με αποτέλεσμα την παραπλάνηση του δικαστηρίου.
Η συνήγορος του καθ' ου η αίτηση υποστήριξε ότι το υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου όχι μόνο ήταν επαρκές για την έκδοση του επίδικου διατάγματος, αλλά και καθιστούσε την έκδοσή του «αναγκαία ή επιθυμητή» εντός της έννοιας των προνοιών του Άρθρου 18(1) του Κεφ. 155. Παράλληλα, η συνήγορος για τον καθ' ου η αίτηση, με αναφορά στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της Αστ. 342, Χ. Σοφοκλέους, υποστήριξε ότι η θέση του αιτητή ότι η αστυνομία δεν αποκάλυψε στο δικαστήριο ουσιώδη γεγονότα, με αποτέλεσμα το δικαστήριο να παραπλανηθεί και να εκδώσει το επίδικο διάταγμα, είναι αβάσιμη.
Αποφασίστηκε ότι:
Τα στοιχεία τα οποία τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου που εξέδωσε το επίδικο ένταλμα σύλληψης του αιτητή δεν ήσαν «ευθέως σχετικά προς την αναγκαιότητα έκδοσης εντάλματος σύλληψης και η παράλειψη αναφοράς σ' αυτά, ώστε το Επαρχιακό Δικαστήριο να κρίνει με γνώμονα το σύνολο, μόλυνε την κρίση ως προς τη δικαιοδοτικής φύσης προϋπόθεση για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος σύλληψης», όπως είχε αποφανθεί ο Κωνσταντινίδης, Δ., στη Ζερβού (2009) 1(Β) A.A.Δ. 1316.
Το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε, μεταξύ άλλων, ότι: Η θέση της συνηγόρου του καθ' ου η αίτηση, ότι επεξηγήθηκε προφορικά στη δικαστή που εξέδωσε το διάταγμα, ότι ο αιτητής μετέβη αυτόβουλα στα γραφεία του ΤΑΕ όπου και έδωσε κατάθεση, δεν έχει τεκμηριωθεί. Αντιθέτως, το πρακτικό συνηγορεί υπέρ της διαπίστωσης ότι το ένταλμα εκδόθηκε αποκλειστικά, «σύμφωνα με το περιεχόμενο του όρκου». Και ο όρκος δεν αναφέρει τίποτε επί τούτου. Αν όσα είχαν λεχθεί μεταξύ της δικαστού και της ενόρκως δηλούσας για λογαριασμό της αστυνομίας, δεν είχαν καταγραφεί στα πρακτικά, ο καθ' ου η αίτηση είχε την ευχέρεια υποβολής αίτησης για διόρθωσή τους, όμως δεν το έπραξε.
Η αίτηση εγκρίθηκε. Το ένταλμα σύλληψης ακυρώθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ζερβού (2009) 1(Β) A.A.Δ. 1316,
Μιχαήλ κ.ά. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1320.
Aίτηση.
Κ. Σαβεριάδης, για τον Αιτητή.
Ελ. Λοϊζίδου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 18/12/2010 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης του αιτητή από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, κατόπιν αίτησης της αστυνομίας. Στο ένταλμα σύλληψης αναφέρονται τα εξής σε σχέση με το πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου η κρίση του δικαστηρίου εδράζεται:
"Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος σύμφωνα με το περιεχόμενο του όρκου."
Στην ένορκη δήλωση (τεκμήριο 2), που συνόδευε την αίτηση αναφέρονται περιληπτικά τα πιο κάτω:
Ο Α. Ανδρέου υπέβαλε αίτηση στον Κεντρικό Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών (ο Φορέας) για να του παραχωρηθεί δάνειο ύψους €105.000 για ανακαίνιση πιτσαρίας την οποία λειτουργεί στη Λάρνακα μαζί με τη μητέρα του. Επειδή είχαν άμεση ανάγκη του ποσού του δανείου, ζήτησαν από τρίτο πρόσωπο και συγκεκριμένα από κάποιο Μάριο Σάββα άλλως Παπουτσή (ο μεσάζων), ο οποίος, όπως τους είχε πληροφορήσει, γνώριζε συγκεκριμένο πρόσωπο το οποίο ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Φορέα, να μεσολαβήσει στο εν λόγω πρόσωπο για «να τους βοηθήσει».
Το Νοέμβριο 2010 ο μεσάζων πληροφόρησε τη μητέρα του Α. Ανδρέου, η οποία χειριζόταν το όλο θέμα, ότι η αίτηση, ήταν ορισμένη για σκοπούς εξέτασης από το Φορέα 15/11/2010. Η μητέρα του Α. Ανδρέου ανέφερε στο μεσάζοντα ότι ποσό της τάξης των €65.000 θα ήταν αρκετό για σκοπούς ικανοποίησης των αναγκών τους. Και συνεχίζει η ένορκη δήλωση:
"Στις 12/11/10 ο Παπουτσής επικοινώνησε τηλεφωνικώς με την κ. Ανδρούλλα και την ενημέρωσε ότι είχε μιλήσει με τον ύποπτο ο οποίος όμως ζήτησε ποσό €2.000= ευρώ ως αμοιβή για έγκριση του δανείου.
Με αυτή την εξέλιξη ο αιτητής συζήτησε το θέμα με τους γονείς του και αποφάσισαν ότι δεν επρόκειτο να πράξουν κάτι τέτοιο και προς τούτο ενημέρωσαν και τον Παπουτσή.
Στις 15/11/10 το απόγευμα ο Παπουτσής επικοινώνησε εκ νέου τηλεφωνικώς με την κ. Ανδρούλλα και την πληροφόρησε ότι η επιτροπή θα συνεδρίαζε εκείνο το απόγευμα. Ο ίδιος ανέφερε στον ύποπτο να πράξει ότι νομίζει. Κατά τις βραδινές ώρες της ίδιας ημέρας ο Παπουτσής επικοινώνησε εκ νέου τηλεφωνικώς με την κ. Ανδρούλλα στην οποία ανέφερε ότι είχε τελικά εγκριθεί ποσό ύψους €40.000= ευρώ.
Εν όψει της πιο πάνω εξέλιξης, στις 16/11/10 η κ. Ανδρούλλα μετέβηκε στα γραφεία του Κεντρικού Φορέα όπου κατήγγειλε το γεγονός. Μάλιστα αυτή ανέφερε σε Λειτουργό του Κεντρικού Φορέα ότι γνώριζε το ποσό έγκρισης αναφέροντας λεπτομέρειες τις οποίες δεν μπορούσε να γνωρίζει αφού δεν είχε ενημερωθεί επισήμως από τον Κεντρικό Φορέα, σύμφωνα και με γραπτή κατάθεση του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Κεντρικού Φορέα.
Στις 18/12/10 λήφθηκε γραπτή κατάθεση από τον Μάριο Σάββα άλλως Παπουτσή στην οποία μεταξύ άλλων ανέφερε ότι κατά την πρώτη τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον ύποπτο, ο ύποπτος του ζήτησε το χρηματικό ποσό των €2.000= ευρώ ως αντάλλαγμα για την έγκριση του δανείου που ζητούσε ο αιτητής και συγκεκριμένα ζήτησε €1.000= ευρώ ως προκαταβολή και €1.000= ευρώ μετά την έγκριση του δανείου και τότε θα ενέκρινε το δάνειο.
Ακολούθως και σύμφωνα πάντοτε με τον Παπουτσή ο ύποπτος του τηλεφώνησε πριν δεκαπέντε περίπου μέρες δηλαδή αρχές Δεκεμβρίου 2010 και του ανέφερε ότι η υπόθεση καταγγέλθηκε στην Αστυνομία από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του Φορέα, κ. Άκη Πούρο και του ζήτησε να πει στην Ανδρούλα Ανδρέου να μην μιλήσει στην Αστυνομία για την παρούσα υπόθεση εάν και εφόσον της ζητηθεί.
Με βάση τα πιο πάνω αιτούμαι από το Σεβαστό Σας Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος σύλληψης του Άγη Σαβεριάδη, (ύποπτος) προς αποφυγή επηρεασμού μαρτυρίας ή και διαφυγή του στο εξωτερικό, παρακαλώ."
Για σκοπούς συμπλήρωσης της εικόνας που αναδύεται μέσα από τα γεγονότα που αναφέρονται στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση, αντίστοιχα, και τα οποία συνιστούν κοινό έδαφος, θεωρώ σκόπιμο να αναφέρω και τα πιο κάτω:
Το επίδικο ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε το απόγευμα της 18/12/2010 και συγκεκριμένα γύρω στις 4.00 μ.μ. (σημ. στο ένταλμα δεν αναφέρεται ο ακριβής χρόνος έκδοσης του) και ενώ ο αιτητής ήταν στα γραφεία του ΤΑΕ Αρχηγείου Αστυνομίας, όπου είχε μεταβεί οικειοθελώς για να δώσει κατάθεση σχετικά με την υπόθεση, εκτελέστηκε δε, λίγο αργότερα, μετά το πέρας της κατάθεσης του αιτητή και προτού ο τελευταίος εγκαταλείψει τα γραφεία του ΤΑΕ. Ο αιτητής απολύθηκε το πρωΐ της επομένης, χωρίς να προσαχθεί εναντίον του οποιαδήποτε κατηγορία. Προτού ο αιτητής απολυθεί, του λήφθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα.
Την υπόθεση κατάγγειλε στην αστυνομία γραπτώς, ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Φορέα, Α. Πούρος, τρεις και πλέον βδομάδες πριν την έκδοση του επίδικου διατάγματος. Την υπόθεση είχε καταγγείλει στον Πρόεδρο του Φορέα η μητέρα του Α. Ανδρέου, η οποία χειριζόταν την αίτηση δανείου του γιού της.
Της καταγγελίας στην αστυνομία προηγήθηκε συνάντηση του Προέδρου του Φορέα με τον Α. Ανδρέου και τη μητέρα του. Κατά την εν λόγω συνάντηση, στην οποία να σημειωθεί τηρούντο πρακτικά, η κα Ανδρέου έδωσε λεπτομέρειες των όσων γνώριζε σε σχέση με την υπόθεση, αρνήθηκε όμως να αποκαλύψει την ταυτότητα είτε του μεσάζοντα είτε του εμπλεκόμενου στην υπόθεση μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου του Φορέα. Έδωσε όμως λεπτομέρειες του επαγγέλματός τους. Παράλληλα, η κα Ανδρέου διευκρίνισε ότι δεν διατηρούσε υπόνοια ότι ο μεσάζων προτίθετο να οικειοποιηθεί ο ίδιος το ποσό των €2.000 που είχε ζητήσει για λογαριασμό του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου του Φορέα.
Ακολούθησε δεύτερη συνάντηση, αυτή τη φορά μεταξύ του Προέδρου του Φορέα και του αιτητή, παρόντος και του Προέδρου της Επιτροπής που ήταν επιφορτισμένος με το καθήκον εξέτασης της αίτησης του Α. Ανδρέου. Στον αιτητή δεν αποκαλύφθηκε εκ των προτέρων το αντικείμενο της συζήτησης που θα λάμβανε χώρα στη συνάντηση. Κατά την εν λόγω συνάντηση ο αιτητής, στην παρουσία των παρευρισκομένων στη συνάντηση, επικοινώνησε τηλεφωνικά με το μεσάζοντα. Η τηλεφωνική επικοινωνία έγινε υπό συνθήκες «ανοικτής ακρόασης». Στα πλαίσια της εν λόγω επικοινωνίας ο μεσάζων αρνήθηκε ότι ο αιτητής του ζήτησε χρήματα για να προωθήσει την αίτηση του Α. Ανδρέου και της μητέρας του. Στα πλαίσια της ίδιας επικοινωνίας ο μεσάζων παραδέχθηκε ότι τα χρήματα που ζήτησε ήταν για τον ίδιο και όχι για τον αιτητή.
Μετά που εξασφαλίστηκε σχετική άδεια, ο αιτητής καταχώρισε αίτηση Certiorari, την παρούσα αίτηση, με στόχο την ακύρωση του επίδικου εντάλματος σύλληψης, ισχυριζόμενος ότι το επίδικο διάταγμα είναι αναιτιολόγητο και ότι εκδόθηκε καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Ισχυρίζεται επίσης, θέση την οποία κατέστησε κεντρικό άξονα της ενώπιον μου επιχειρηματολογίας του, ότι το επίδικο ένταλμα είναι προϊόν απόκρυψης από μέρους της αστυνομίας, ουσιωδών στοιχείων, με αποτέλεσμα την παραπλάνηση του δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, στην ένορκη δήλωση του αιτητή που συνοδεύει την αίτηση του, αφού γίνεται μνεία του γεγονότος ότι μετέβη στα γραφεία του ΤΑΕ οικειοθελώς, όπου και έδωσε κατάθεση, αναφέρονται και τα πιο κάτω:
"8. Πουθενά στο Τεκμήριο 2 δεν αναφέρονται ότι:
(α) Την καταγγελία στην αστυνομία για τα υπό εξέταση αδικήματα την έκανε ο Πρόεδρος του Κεντρικού Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών κ. Άκης Πούρος την 24/11/2010 μετά από ομόφωνη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Φορέα ημερ. 22/11/2010 μέλος του οποίου είμαι και εγώ και ουσιαστικά κατόπιν δικής μου επιμονής.
(β) Ο κ. Άκης Πούρος έδωσε γραπτή κατάθεση στην αστυνομία στα γραφεία του Φορέα την 25/11/2010 στην οποία, εξ' όσων γνωρίζω από τον ίδιο, αναφέρει όλο το ιστορικό της συγκεκριμένης υπόθεσης όπως αυτά έχουν καταγραφεί και στα πρακτικά της συνεδριάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Φορέα αντίγραφο του σχετικού αποσπάσματος, των οποίων έχω στη κατοχή μου και επισυνάπτω ως Τεκμήριο 3.
(γ) Στη κατάθεση του ο κ. Πούρος η οποία εξ' όσων με πληροφόρησε ο ίδιος αντικατοπτρίζει πλήρως το περιεχόμενο των πρακτικών Τεκμήριο 3 αναφέρει μεταξύ άλλων και το γεγονός ότι σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχαμε με τον κ. Μάριο Σάββα άλλως Παπουτσή με ανοικτή ακρόαση, πριν ακόμη γίνει η καταγγελία στην αστυνομία παραδέχεται ότι ουδέποτε προσωπικά ζήτησα οιονδήποτε ποσό, ακολούθως αυτός ενώ αρχικώς αρνείτο ότι ζήτησε λεφτά από την κ. Ανδρούλλα Αντρέου τελικώς παραδέχθη ότι όντως της ζήτησε το ποσό των Ευρώ 2.000 για να το οικειοποιηθεί ο ίδιος.
(δ) Ενώ στη παράγραφο 4 της δευτέρας σελίδας του Τεκμηρίου 2 η Αστ. 342 Χριστίνα Σοφοκλέους θέτει κάποια ερωτήματα και τα δικά της συμπεράσματα, δεν αποκαλύπτει ότι τα ερωτήματα αυτά απαντώνται ή έστω υπάρχει και άλλη εκδοχή, όχι μόνο στην κατάθεση μου αλλά και στην κατάθεση του κ. Άκη Πούρου καθώς και στα πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου του Φορέα Τεκμήριο 3.
9. Ποτέ δεν αρνήθηκα σε κανένα ότι ο κ. Μάριος Σάββα άλλως Παπουτσής είναι γνωστός μου και πιο συγκεκριμένα πελάτης του δικηγορικού μου γραφείου, ότι όντως κατόπιν παρακλήσεως του ενδιαφέρθηκα να δω σε ποιο στάδιο ήταν η Αίτηση της κ. Αντρέου και του γιού της, ότι τον πληροφόρησα ότι η αίτηση θα εξετάζετο στις 15/11/2010 και ότι μετά την συνεδρίαση της ημέρας εκείνης τον πληροφόρησα ότι η Αίτηση εγκρίθηκε για το ποσό των Ευρώ 40.000."
Στην αντίπερα όχθη η ευπαίδευτη συνήγορος του καθ' ου η αίτηση υποστήριξε πως η θέση του αιτητή περί ύπαρξης παρατυπιών στην έκδοση του επίδικου εντάλματος, όπως και η θέση του ότι το ένταλμα ήταν αναιτιολόγητο, στερούνται νομικής και πραγματικής βάσης. Ήταν η θέση της κας Λοϊζίδου ότι το υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου όχι μόνο ήταν επαρκές για την έκδοση του επίδικου διατάγματος, αλλά και καθιστούσε την έκδοση του «αναγκαία ή επιθυμητή» εντός της έννοιας των προνοιών του Άρθρου 18(1) του Κεφ. 155. Παράλληλα, η ευπαίδευτη συνήγορος για τον καθ'ου η αίτηση, με αναφορά στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της Αστ. 342, Χ. Σοφοκλέους, υποστήριξε ότι η θέση του αιτητή ότι η αστυνομία δεν αποκάλυψε στο δικαστήριο ουσιώδη γεγονότα, με αποτέλεσμα το δικαστήριο να παραπλανηθεί και να εκδώσει το επίδικο διάταγμα, είναι αβάσιμη. Συγκεκριμένα:
(α) Αναφορικά με τη θέση του αιτητή ότι δεν αποκαλύφθηκε στο δικαστήριο το γεγονός ότι ο αιτητής είχε ήδη θέσει, οικειοθελώς, τον εαυτό του στη διάθεση του ΤΑΕ, στα γραφεία του οποίου βρισκόταν κατά το χρόνο έκδοσης του επίδικου εντάλματος και έδινε κατάθεση, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι:
"Κατά την ανάγνωση της ένορκης μου δήλωσης από την Δικαστή, το Δικαστήριο με ρώτησε κατά πόσο η Αστυνομία έχει εντοπίσει τον Αιτητή και πού βρισκόταν την συγκεκριμένη στιγμή. Αμέσως απάντησα στο Δικαστήριο ότι ο Αιτητής βρίσκεται στα γραφεία του ΤΑΕ Αρχηγείου. Ακολούθως το Δικαστήριο με ρώτησε κατά πόσο έχει ληφθεί γραπτή κατάθεση από τον Αιτητή και αμέσως απάντησα ότι έχει ανακριθεί προφορικώς, αλλά δεν γνωρίζω εάν ανακρίθηκε γραπτώς."
(β) Αναφορικά με τη θέση του αιτητή ότι δεν αποκαλύφθηκε στην αστυνομία το γεγονός της ανοικτής τηλεφωνικής επικοινωνίας που ο αιτητής είχε με το μεσάζοντα στην παρουσία και του Α. Πούρου πριν ακόμα η υπόθεση καταγγελθεί στην αστυνομία, όπως και το περιεχόμενο της εν λόγω συνομιλίας (βλ. παρ. 8(γ) ένορκης δήλωσης αιτητή πιο πάνω), η ενόρκως δηλούσα για λογαριασμό του καθ'ου η αίτηση δέχθηκε μεν ότι το εν λόγω γεγονός δεν τέθηκε ενώπιον της δικαστού που έκδωσε το ένταλμα, ισχυρίζεται όμως ότι ο μεσάζων στην κατάθεση του πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι επειδή αντιλήφθηκε ότι μιλούσε σε ανοικτή ακρόαση, ήθελε να προστατεύσει τον αιτητή που είναι δικηγόρος. Ισχυρίζεται επίσης ότι η μη αποκάλυψη στη δικαστή του περιεχομένου της ανοικτής τηλεφωνικής επικοινωνίας έγινε «καθότι ο όρκος δεν μπορούσε να περιλαμβάνει όλο το περιεχόμενο όλων των ληφθείσων καταθέσεων, αλλά μόνο τα ουσιώδη στοιχεία τους».
Έχω την άποψη ότι υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, δεν παρίσταται ανάγκη να ασχοληθώ με το γενικότερο ζήτημα της φύσης του υλικού το οποίο θα πρέπει να τίθεται ενώπιον του δικαστηρίου για σκοπούς διαμόρφωσης κρίσης αναφορικά με την αναγκαιότητα έκδοσης εντάλματος σύλληψης. Και αυτό παρά το γεγονός ότι, η θέση της αστυνομίας ότι ο αιτητής, εκτός και αν συλληφθεί, θα διαφύγει στο εξωτερικό, που προβάλλεται σαν ένας από τους δύο λόγους που το ένταλμα σύλληψης κρίνεται αναγκαίο, έχει παραμείνει παντελώς ατεκμηρίωτη.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνω ότι τα όσα κατά παραδοχή δεν τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου, ήταν, για να χρησιμοποιήσω αυτούσια τα λεχθέντα από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στη Ζερβού (2009) 1(Β) A.A.Δ. 1316, «ευθέως σχετικά προς την αναγκαιότητα έκδοσης εντάλματος σύλληψης και η παράλειψη αναφοράς σ' αυτά, ώστε το Επαρχιακό Δικαστήριο να κρίνει με γνώμονα το σύνολο, μόλυνε την κρίση ως προς τη δικαιοδοτικής φύσης προϋπόθεση για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος σύλληψης». Είναι πιστεύω αρκετό να επισημάνω τα πιο κάτω:
(α) Τα αδικήματα για τα οποία ζητήθηκε και εκδόθηκε το επίδικο ένταλμα σύλληψης είχαν σαν βάση την εκδοχή του μεσάζοντα, η οποία όμως ήταν ήδη στα χέρια της αστυνομίας, στα πλαίσια κατάθεσης που είχε δώσει ο τελευταίος, πριν την έκδοση του επίδικου εντάλματος.
(β) Στα χέρια της αστυνομίας ήταν επίσης πριν την έκδοση του επίδικου εντάλματος και η κατάθεση του Προέδρου του Φορέα, ο οποίος ήταν και το πρόσωπο που κατάγγειλε την υπόθεση στην αστυνομία.
(γ) Ο μεσάζων παραδέχθηκε ότι ουδέποτε ο αιτητής του ζήτησε να μεσολαβήσει για να καταβληθεί στον αιτητή το ποσό των €2.000. Αντίθετα, παραδέχθηκε ότι ζήτησε το εν λόγω ποσό για λογαριασμό του ιδίου και όχι του αιτητή.
(δ) Ο αιτητής ανταποκρινόμενος θετικά σε κλήση της αστυνομίας, μετέβη στα γραφεία του ΤΑΕ, όπου και έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση της αστυνομίας δίνοντας κατάθεση, η οποία μάλιστα ολοκληρώθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την έκδοση του επίδικου διατάγματος. Η θέση της κας Λοϊζίδου, ότι το γεγονός της αυτόβουλης μετάβασης του αιτητή στα γραφεία του ΤΑΕ, όπου και έδωσε κατάθεση, επεξηγήθηκε προφορικά στη δικαστή που έκδωσε το ένταλμα, δεν έχει τεκμηριωθεί. Αντίθετα, το πρακτικό συνηγορεί υπέρ της διαπίστωσης ότι το ένταλμα εκδόθηκε αποκλειστικά, «σύμφωνα με το περιεχόμενο του όρκου». Και ο όρκος επί τούτου σιωπά. Εάν τα όσα είχαν διαμηφθεί μεταξύ της δικαστού και της ενόρκως δηλούσας για λογαριασμό της αστυνομίας, δεν είχαν καταγραφεί στα πρακτικά, ο καθ'ου η αίτηση διέθετε την ευχέρεια υποβολής αίτησης για διόρθωση των πρακτικών, δεν το έπραξε όμως. (Βλ. Μιχαήλ κ.ά. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1320). Εφόσον δεν υποβλήθηκε τέτοια αίτηση, η υπόθεση θα κριθεί στη βάση των ενώπιόν μου τεθέντων πρακτικών.
(ε) Ο αιτητής, αφού συνελήφθη, παρέμεινε υπό κράτηση μέχρι την επομένη το πρωΐ που απολύθηκε, χωρίς μάλιστα να προσαχθεί ενώπιον δικαστηρίου ή να κατηγορηθεί για οποιοδήποτε αδίκημα.
Ενόψει των πιο πάνω, η αίτηση εγκρίνεται. Το ένταλμα σύλληψης ακυρώνεται.
Η αίτηση εγκρίνεται. Το ένταλμα σύλληψης ακυρώνεται.