ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 205
10 Φεβρουαρίου, 2011
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΙΗΚΟΣ,
Εφεσείων,
v.
ΜΑΡΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Έφεση Αρ. 12/2008)
Οικογενειακό Δίκαιο ― Σχέσεις γονέων και τέκνων ― Διατροφή ανηλίκου τέκνου ― Υποχρέωση γονέων να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις οικονομικές του δυνάμεις ― Διαπίστωση πρωτόδικου Οικογενειακού Δικαστηρίου ότι η μητέρα, λόγω των χαμηλών οικονομικών της δυνατοτήτων, δεν μπορούσε να εκτελέσει την υποχρέωσή της για συνεισφορά ― Επικύρωση, κατά πλειοψηφία, της πρωτόδικης απόφασης κατ' έφεση.
Απόδειξη ― Απόσειση αποδεικτικού βάρους σε αστικές υποθέσεις ― Εφαρμοστέες αρχές.
Ο ανήλικος Σ.Χ., ήταν ηλικίας επτά περίπου χρόνων το έτος 2006 όταν λύθηκε ο γάμος των γονιών του, διαδίκων στην παρούσα έφεση. Από το Μάιο του 2007 διαμένει με τον πατέρα του. Οι τρέχουσες ανάγκες του παιδιού ανέρχονται στο ποσό των €854 μηνιαίως. Τον Ιούλιο 2007 ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού με την οποία ζήτησε ρύθμιση της διατροφής του παιδιού αξιώνοντας συνεισφορά της μητέρας ύψους €342 μηνιαίως για κάλυψη των τρεχουσών αναγκών του ανηλίκου. Η ακρόαση της αίτησης έγινε στην απουσία της μητέρας, εφεσίβλητης, αφού αυτή παρόλον ότι της είχε γίνει επίδοση δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο. Ο εφεσείων κατέθεσε ότι ο μισθός του από την εργασία του ανέρχεται στα €1.708 μηνιαίως ενώ το μηνιαίο εισόδημα της εφεσίβλητης από την εργασία της είναι €580. Ο εφεσείων επανέλαβε ότι τα επί μέρους ποσά που ξοδεύει για το παιδί του ανέρχονται στα €854 μηνιαίως, εξειδικεύοντας και καθορίζοντας τα ποσά τα οποία ξοδεύει αντίστοιχα για κάθε έξοδο του παιδιού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, κρίνοντας ότι το ποσό που ζήτησε ο εφεσείων ήταν δυσανάλογα υψηλό προς το ποσό που χρειαζόταν ο ανήλικος για τις τρέχουσες ανάγκες του. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε επίσης ότι στην υπό εξέταση περίπτωση η μητέρα δεν μπορεί να συνεισφέρει αφού το εισόδημά της μόλις επαρκούσε (αν επαρκούσε) για την κάλυψη της δικής της διατροφής.
Ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση, υποβάλλοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι τα κονδύλια που επικαλέστηκε (ο εφεσείων) ήταν υπερβολικά και εισηγείται ότι υπό τις περιστάσεις όφειλε το ίδιο το Δικαστήριο να προσδιορίσει τις ανάγκες του ανηλίκου. Ο εφεσείων θεωρεί ως εσφαλμένη και τη διαπίστωση ότι το εισόδημα της εφεσίβλητης δεν επαρκεί για συνεισφορά της στη διατροφή του παιδιού και ότι λανθασμένα διαπίστωσε ότι η εφεσίβλητη δεν πρέπει να καταβάλλει διατροφή επειδή επικοινωνεί με τον ανήλικο.
Αποφασίστηκε ότι:
A. Υπό Κραμβή, Δ. συμφωνούντος και του Ερωτοκρίτου, Δ.:
Η υποχρέωση των δύο γονέων για συνεισφορά συναρτάται με τις οικονομικές δυνατότητες ενός εκάστου εξ αυτών. Ενόψει της διαπίστωσης ότι η εφεσίβλητη δεν διαθέτει τέτοιες δυνατότητες λόγω του πενιχρού εισοδήματός της σε αντίθεση με τις δυνατότητες του εφεσείοντος, το εισόδημα του οποίου είναι κατά πολύ μεγαλύτερο εκείνου της εφεσίβλητης, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι ορθή.
Β. Υπό Ναθαναήλ, Δ.:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε πλήρως στην απόρριψη της αίτησης δίνοντας μάλιστα προς τούτο και εσφαλμένες εξηγήσεις εκτός του πλαισίου που καθορίζει η νομολογία.
2. Το Δικαστήριο όχι μόνο δεν προέβη σε εύρημα για τις ανάγκες του ανηλίκου, ως όφειλε να πράξει, αλλά απέρριψε την αίτηση εξ ολοκλήρου χωρίς καν να διαπιστώσει κατά πόσον τα υπόλοιπα κονδύλια δεν ήταν εύλογα από μόνα τους.
3. Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το συγκεκριμένο ποσό των μηνιαίων απολαβών της εφεσίβλητης είναι γενικώς ανεπαρκές για τη διατροφή του ιδίου του ατόμου, εστερείτο συγκεκριμένου υπόβαθρου γεγονότων. Εάν, για παράδειγμα, η εφεσίβλητη δεν έχει καθόλου άλλα έξοδα, του ενοικίου της καλυπτομένου από άλλες πηγές, (αν υπάρχει καν ενοίκιο), ή, αν έχει οικονομική βοήθεια από τρίτο ή τρίτα πρόσωπα, τότε το σκηνικό θα άλλαζε άρδην.
4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση τα στοιχεία που είχαν παρουσιαστεί ενώπιόν του, έπρεπε να καθόριζε το εύλογο μηνιαίο εξοδολόγιο του ανηλίκου στα €479, (ήτοι €854 της αιτήσεως, αφαιρουμένων των κονδυλίων για ψυχαγωγία, κοινωνικές δραστηριότητες και έξοδα διακοπών - σύνολο 273 - πλέον €102 για σταθμό), στη βάση δε της αναλογίας 1:3 των εκατέρωθεν εσόδων, ένα κατ' ελάχιστον ποσό διατροφής ύψους €100 μηνιαίως από τη μητέρα, θα ήταν λογικό υπό τις περιστάσεις.
Η έφεση απορρίφθηκε, κατά πλειοψηφία, με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης, τα οποία θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το δικαστήριο.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Μενελάου v. Μενελάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 381,
Μαρκουλίδης v. Μαρκουλίδη κ.ά., ανηλίκων, διά της μητρός & πλησιέστερης φίλης του Κρίστριας Ροδοσθένους (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1386,
Σοφοκλέους v. Κυριάκου (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 665,
Μαρσέλ κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1858,
Wynne v. Mavronicola, ως διαχειριστή της περιουσίας του Κωστάκη Δαυΐδ Μαυρονικόλα, ανίκανου προσώπου (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1138,
Χαριλάου v. Τινέντη (2010) 1(Γ) A.A.Δ. 1677,
Παλάζη v. Παλάζη, διά της μητρός και πλησιεστέρας φίλης αυτού Mάρθας Aργυρού (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 381.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Kαρατσής, Δ.), (Yπόθεση Aρ. 186/2007), ημερ. 27/3/2008.
Π. Κλεοβούλου, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Νικολαΐδης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ.. Ο Ναθαναήλ, Δ., θα δώσει τη δική του απόφαση.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του εφεσείοντα με την οποία ζητούσε συνεισφορά της εφεσίβλητης με ποσό €342 μηνιαίως στη διατροφή του ανήλικου παιδιού τους.
Μετά τη διακοπή της συμβίωσης των διαδίκων ο γάμος τους λύθηκε αρχές του 2006 όταν ο γυιός τους Σ.Χ. ήταν επτά περίπου χρονών. Μετά τη διακοπή της συμβίωσης το παιδί διέμενε με τη μητέρα του. Ύστερα όμως, συναινούσας της μητέρας, τροποποιήθηκε το σχετικό διάταγμα και από το Μάιο του 2007 το παιδί διαμένει με τον πατέρα του. Τον Ιούλιο 2007 ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού με την οποία ζήτησε ρύθμιση της διατροφής του παιδιού αξιώνοντας συνεισφορά της μητέρας ύψους €342 μηνιαίως για κάλυψη των τρεχουσών αναγκών του ανηλίκου που σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που παρέθεσε στη γραπτή ένορκο δήλωσή του και επανέλαβε προφορικά στη μαρτυρία του, ανέρχονται στο ποσό των €854 μηνιαίως.
Η αίτηση επιδόθηκε στην εφεσίβλητη αλλά αυτή δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο και έτσι η ακρόαση της αίτησης έγινε στην απουσία της. Ο εφεσείων κατέθεσε ότι ο μισθός από την εργασία του ανέρχεται στα €1.708 μηνιαίως ενώ το μηνιαίο εισόδημα της εφεσίβλητης από την εργασία της είναι €580. Ο εφεσείων επανέλαβε ότι τα επί μέρους ποσά που ξοδεύει για το παιδί του ανέρχονται στα €854 μηνιαίως ως εξής:
Σταθμός 102,52 μηνιαίως
Ιατρικά έξοδα 51,26 »
Ψυχαγωγία 51,26 »
Φιλοδώρημα 51,26 »
Ένδυση-υπόδηση 103,00 »
Σίτηση 170,00 »
Κοινωνικές δραστηριότητες
του παιδιού 86,00 »
Έξοδα διακοπών 136,00 »
Ηλεκτρισμός-νερό 68,00 »
______
Σύνολο 854,00 μηνιαίως
Κρίθηκε πρωτοδίκως ότι τα κονδύλια «ψυχαγωγία», «κοινωνικές δραστηριότητες» και «έξοδα» διακοπών» αποτελούν τρεις εκφάνσεις της ίδιας ανάγκης. Κρίθηκε επίσης ότι ο εφεσείων δεν εξήγησε γιατί απαιτούνται €102,52 μηνιαίως για σταθμό αφού ο ανήλικος βρίσκεται σε ηλικία φοίτησης σε σχολείο Δημοτικής Εκπαίδευσης και ότι εν πάση περιπτώσει τα πιο πάνω ποσά είναι υπερβολικά. Όμως, πέρα και ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, κρίθηκε ότι η αίτηση δεν μπορούσε να επιτύχει ακόμη και αν τα επιμέρους ποσά ήταν εύλογα. Το δικαστήριο κατέληξε στο τελευταίο συμπέρασμα αφού ερμήνευσε πρώτα τις πρόνοιες του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν. 216/90) που διέπουν το θέμα. Το Αρθρο 33(1) του εν λόγω Νόμου προβλέπει:
«33(1) Οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του.»
Ο ευπαίδευτος δικαστής ερμηνεύοντας την πιο πάνω διάταξη, διατύπωσε την άποψη ότι η υποχρέωση των γονέων να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, προϋποθέτει ύπαρξη οικονομικών δυνατοτήτων για διατροφή προσώπου σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο Αρθρο 37(1)* του Νόμου και ότι στον όρο «δυνάμεις», του Αρθρου 33(1) πως πρέπει να δίνεται η ίδια ερμηνεία που το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο απέδωσε στον αντίστοιχο όρο του Αρθρου 3 του περί Ρυθμίσεως Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν. 232/91). (Βλ. Μενελάου v. Μενελάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 381), ότι δηλαδή, ο όρος «δυνάμεις» περιλαμβάνει «το σύνολο των εισοδηματικών δυνατοτήτων εκάστου μέρους για συνδρομή και όχι μόνο το υπαρκτό εισόδημα».
Σύμφωνα πάντοτε με την σκέψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η διαφορά των δύο νόμων, έγκειται στους παράγοντες που καθορίζουν το μέτρο της διατροφής με βάση το Αρθρο 7 του Ν. 232/91 το μέτρο προσδιορίζεται ως εξής:
«7. Τηρουμένων των διατάξεων του Αρθρου 3, το μέτρο διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του, και περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του δικαιούχου.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά στα πιο πάνω καταλήγει στο πιο κάτω τελικό συμπέρασμα:
«Πέραν του ότι το Αρθρο 7 παραπέμπει ρητά στην κατά το Αρθρο 3 του νόμου αμοιβαία ανάλογα με τις δυνάμεις τους υποχρέωση των συζύγων για διατροφή, αποσυνδέει το μέτρο της διατροφής από τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν για διατροφή. Η εξήγηση είναι πολύ απλή. Ο οικονομικά ασθενέστερος σύζυγος είναι ο δικαιούχος της αξίωσης και στρέφεται εναντίον του οικονομικά ισχυρότερου συζύγου, που είναι ο υπόχρεος της διατροφής. Στην περίπτωση του Αρθρου 33(1) του Ν. 216/90 η υποχρέωση των δύο γονέων συναρτάται με τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν για διατροφή προσώπου. Στην υπό εξέταση περίπτωση η μητέρα δεν μπορεί να συνεισφέρει αφού το εισόδημα της μόλις επαρκεί (αν επαρκεί) για την κάλυψη της δικής της διατροφής. Η επικοινωνία που έχει με τον ανήλικο, αποκαλύπτει η έγγραφη μαρτυρία, αρχίζει με παραλαβή του από τον «παιδότοπο» στο Κολόσσι και διαρκεί από 16:00 μέχρι και 19:00 σε καθεμιά από τις δύο μέρες της βδομάδας (τεκμήριο 3). Αναπόφευκτα στο πλαίσιο επικοινωνίας θα ξοδεύει κάποια χρήματα, δυνατότητα που θα αφαιρούσε και ενδεχομένως θα ματαίωνε ακόμη και την επικοινωνία, εάν διατασσόταν να καταβάλλει οποιοδήποτε ποσό. Δεν ισχύει το ίδιο για τον πατέρα. Αν οι ανάγκες του ανήλικου ήσαν (που δεν είναι) €854,30 το μήνα, θα μπορούσε από το ποσό των €1708,60 που ο ίδιος κερδίζει να καλύπτει τις ανάγκες του ανήλικου και να του απομένουν άλλα €854,30 για τη δική του συντήρηση.»
Ο εφεσείων υποβάλλει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι τα κονδύλια που επικαλέστηκε (ο εφεσείων) ήταν υπερβολικά και εισηγείται ότι υπό τις περιστάσεις όφειλε το ίδιο το δικαστήριο να προσδιορίσει τις ανάγκες του ανηλίκου. Ο εφεσείων θεωρεί ως εσφαλμένη και τη διαπίστωση ότι το εισόδημα της εφεσίβλητης δεν επαρκεί για συνεισφορά στη διατροφή του παιδιού και ότι λανθασμένα διαπίστωσε ότι η εφεσίβλητη δεν πρέπει να καταβάλλει διατροφή επειδή επικοινωνεί με τον ανήλικο.
Δεν ευσταθεί κανένας λόγος έφεσης. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά ερμήνευσε το νόμο ο οποίος διέπει το θέμα και θεωρούμε πως δεν χρειάζεται να προσθέσουμε ο,τιδήποτε στα όσα πιο πάνω συνθέτουν την εφεσιβαλλόμενη απόφαση. Η διαπίστωση ότι η εφεσίβλητη δεν μπορεί να συνεισφέρει αφού το εισόδημά της μόλις επαρκεί (αν επαρκεί) για την κάλυψη της δικής της διατροφής σαφώς εκπηγάζει από την πείρα της καθημερινής ζωής της κοινωνίας των ανθρώπων αυτού του τόπου μέλος της οποίας είναι και ο δικαστής και εφόσον η υποχρέωση των δύο γονέων για συνεισφορά συναρτάται με τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν για διατροφή προσώπου ορθά έχει κριθεί ότι η εφεσίβλητη δεν διαθέτει τέτοιες δυνατότητες ενόψει του πενιχρού εισοδήματος της σε αντίθεση με τις δυνατότητες του εφεσείοντα το εισόδημα του οποίου είναι κατά πολύ μεγαλύτερο εκείνου της εφεσίβλητης.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης, τα οποία να υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το δικαστήριο.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Διατηρώ αντίθετη άποψη ως προς την κατάληξη της έφεσης και με όλη την εκτίμηση προς την απόφαση της πλειοψηφίας, οφείλω να καταγράψω τη δική μου διαφορετική προσέγγιση.
Τα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης ήταν απλά. Ο εφεσείων εισήγαγε πρωτοδίκως αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού επιδιώκοντας συνεισφορά από την εφεσίβλητη, πρώην σύζυγο του, στο ποσό των €342,- μηνιαίως ως έξοδα συντήρησης του ανήλικου τους τέκνου. Να σημειωθεί ότι από το Μάιο του 2007, ο εφεσείων έχει την αποκλειστική φύλαξη και φροντίδα του παιδιού που διαμένει μαζί του μετά από τροποποίηση του σχετικού διατάγματος που αρχικά απέδιδε στην εφεσίβλητη την φροντίδα αυτή. Η πρωτόδικη αίτηση, βασισμένη στις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας, έθετε με την παρ. 9 αυτής λεπτομέρειες του αναγκαίου εξοδολογίου του παιδιού που ανερχόταν στις £500 (€850), με τον εφεσείοντα να δηλώνει ότι από την εργασία του ως ιδιωτικός υπάλληλος κερδίζει εισόδημα £1.000 (€1.700) μηνιαίως, η δε εφεσίβλητη κερδίζει από την εργασία της (που δεν καθορίστηκε στην ίδια την αίτηση), £400 (€681) μηνιαίως, δυνάμενη έτσι να συνεισφέρει αναλόγως στη διατροφή του ανηλίκου τέκνου της.
Η αίτηση επεδόθη δεόντως στην εφεσίβλητη η οποία παρέλειψε να εμφανιστεί με αποτέλεσμα η αίτηση να οριστεί στις 8.2.2008, για απόδειξη. Κατά την εκεί διαδικασία, ο εφεσείων κατέθεσε ενόρκως σε συντομία και αφού ανέφερε ότι από το Μάιο του 2007 έχει στην αποκλειστική φύλαξη του το ανήλικο παιδί, καθόρισε τα έξοδα διατροφής και γενικότερης φροντίδας του στα €854,30, με κυριότερα κονδύλια τα ποσά των €170 και €103 μηνιαίως για σίτιση και ένδυση και υπόδηση αντιστοίχως. Συμπεριέλαβε επίσης ως έξοδα €102,52 για σταθμό, €136 ως έξοδα διακοπών, €35 ως έξοδα μετακίνησης, €68 για ηλεκτρισμό και νερό, €86 για κοινωνικές δραστηριότητες, €51,26 για ψυχαγωγία, €51,26 για μηνιαίο φιλοδώρημα και άλλα €51,26 για ιατρικά έξοδα. Δήλωσε ως εισόδημα €1.700 και επίσης ότι, ως γνώριζε, η εφεσίβλητη εργαζόταν ως καθαρίστρια σπιτιών με εισόδημα €580 μηνιαίως υποβιβάζοντας έτσι το ποσό από το αρχικά δηλωθέν στην αίτησή του. Με αυτά τα ελάχιστα ως μαρτυρία, το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε να ορίσει την υπόθεση για αγόρευση μια εβδομάδα μετά στις 15.2.2008, όταν επιφυλάχθη η απόφαση, η οποία και εκδόθηκε ενάμισυ σχεδόν μήνα μετά στις 27.3.2008.
Η απόφαση ήταν απορριπτική. Κρίθηκε ότι δεν χρειαζόταν να εξεταστούν τα επιμέρους κονδύλια για τις ανάγκες του ανήλικου εφόσον, «Δε δόθηκε κανένας απολύτως λόγος γιατί απαιτείται το ποσόν των €854,30 για τη διατροφή του». Το Δικαστήριο θεώρησε ότι τα κονδύλια της «ψυχαγωγίας» της «κοινωνικής δραστηριότητας» και των «εξόδων διακοπών» ήσαν στην πραγματικότητα «τρεις εκφάνσεις της ίδιας ανάγκης» αδυνατώντας να δεχθεί ότι για παιδί οκτώ ετών απαιτούνταν €273,26 μηνιαίως για τέτοιους σκοπούς. Ταυτόχρονα κρίθηκε ότι ο εφεσείων δεν εξήγησε γιατί απαιτούνταν €102,52 για σταθμό «.... από τη στιγμή που ο ανήλικος βρίσκεται σε ηλικία υποχρεωτικής φοίτησης σε σχολείο Δημοτικής Εκπαίδευσης». Με την καταγραφή τελικώς της θέσης ότι, «Είναι βέβαιο πως τα ποσά αυτά είναι υπερβολικά» με παραπομπή στην Μαρκουλίδης v. Μαρκουλίδη κ.ά. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1386.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο χωρίς να αποφασίσει ποια τελικώς ήταν τα αναγκαία κονδύλια που συνέθεταν τις μηνιαίες ανάγκες της συντήρησης του ανηλίκου, επέκτεινε τη σκέψη του θεωρώντας ότι και αν ακόμη αποδεχόταν ως εύλογα όλα τα επιμέρους ποσά και πάλι θα απέρριπτε την αίτηση εξαιτίας της ουσιαστικής αδυναμίας της εφεσίβλητης να συνεισφέρει οτιδήποτε στη διατροφή του παιδιού της. Με μια συλλογιστική που παρέπεμπε στις διατάξεις των Αρθρων 33(1) και 37(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου αρ. 216/90, σε συνδυασμό με τα Αρθρα 3 και 7 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου αρ. 232/91 και την απόφαση στη Μενελάου v. Μενελάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 381, έκρινε ότι η εφεσίβλητη «.... δεν μπορεί να συνεισφέρει αφού το εισόδημα της μόλις επαρκεί (αν επαρκεί) για την κάλυψη της δικής της διατροφής». Το Δικαστήριο προχώρησε δε να συμπληρώσει ότι «Η επικοινωνία που έχει με τον ανήλικο, αποκαλύπτει η έγγραφη μαρτυρία αρχίζει με την παραλαβή του από τον «παιδότοπο» στο Κολόσσι και διαρκεί από 16.00 μέχρι και 19.00 σε κάθε μια από τις δύο μέρες της εβδομάδας (τεκμήριο 3). Αναπόφευκτα στο πλαίσιο επικοινωνίας θα ξοδεύει κάποια χρήματα, δυνατότητα που θα αφαιρούσε και ενδεχομένως θα ματαίωνε ακόμη και την επικοινωνία εάν διατασσόταν να καταβάλλει οποιοδήποτε ποσό.»
Η έφεση επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης, απορριπτικής εξ ολοκλήρου της αίτησης για συνεισφορά από την εφεσίβλητη. Τρεις είναι οι προβαλλόμενοι λόγοι: (i) ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντος κρίνοντας τα κονδύλια που αναφέρθησαν ως υπερβολικά χωρίς ταυτόχρονα το ίδιο το Δικαστήριο να προσδιορίσει τις ανάγκες του ανηλίκου, (ii) ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο έκρινε το εισόδημα της εφεσίβλητης ανεπαρκές για συνεισφορά στη διατροφή του ανηλίκου και (iii) εσφαλμένα κρίθηκε ότι επειδή η εφεσίβλητη επικοινωνεί με τον ανήλικο δεν υπέχει υποχρέωση συνεισφοράς διότι αν το Δικαστήριο ενδιαφερόταν για την ορθή κατάσταση πραγμάτων και ερωτούσε τον εφεσείοντα, θα διαπίστωνε ότι η εφεσίβλητη δεν είχε καμιά επικοινωνία με τον ανήλικο.
Αποτελεί τη δική μου κρίση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε πλήρως στην απόρριψη της αίτησης δίδοντας μάλιστα προς τούτο και εσφαλμένες εξηγήσεις εκτός του πλαισίου που καθορίζει η νομολογία. Υπενθυμίζεται ότι η αίτηση για διατροφή, είχε ουσιαστικά προωθηθεί από το ίδιο το Δικαστήριο προς απόδειξη, εφόσον παρά τη δέουσα επίδοση της, η εφεσίβλητη δεν εμφανίστηκε πρωτοδίκως. Η «απόδειξη» της αίτησης ακολουθεί ουσιαστικά τη διαδικασία σε αστικές υποθέσεις εφόσον στην απουσία Διαδικαστικού Κανονισμού που θα μπορούσε να εκδιδόταν από το Ανώτατο Δικαστήριο για την καλύτερη εφαρμογή του Νόμου αρ. 216/90, ισχύει, σύμφωνα με το Αρθρο 15 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου αρ. 23/90, η πρακτική και η δικονομία που καθορίζεται από οποιοδήποτε διαδικαστικό κανονισμό που εκδίδεται από το Ανώτατο Δικαστήριο, που με τη σειρά του παραπέμπει στον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικό Κανονισμό, Κ.Δ.Π. 2/90 και τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας (Καν. 11). Η διαδικασία απόδειξης στην αστική δικαιοδοσία σε περίπτωση μη εμφάνισης του εναγομένου, ρυθμίζεται από τις διατάξεις της Δ.17. Ειδικότερα η Δ.17, θ.11, προδιαγράφει ότι ο ενάγων δύναται να αποταθεί ex parte για απόφαση, η δε Δ.17, θ.13, προνοεί ότι οποτεδήποτε ο ενάγων προωθεί την έκδοση απόφασης ερήμην του αντιδίκου του λόγω μη εμφάνισης, το Δικαστήριο, αν το κρίνει αναγκαίο ή επιθυμητό («the Judge may, where it seems to be necessary or desirable»), καλεί τον ενάγοντα να αποδείξει την απαίτηση του και είτε το Δικαστήριο καλέσει προς απόδειξη τον ενάγοντα είτε όχι, το Δικαστήριο δικαιούται να εκδώσει απόφαση μόνο στην έκταση που ο ενάγοντας κατά νόμο δικαιούται.
Συνάγεται ότι η διαδικασία απόδειξης, χωρίς δηλαδή την παρουσία της αντίδικης πλευράς, είναι μια απλουστευμένη διαδικασία στην οποία το Δικαστήριο κατ' ουσίαν ακούει μόνο τη μια πλευρά. Όπως έχει λεχθεί κατά κόρον, όπου ο αιτητής ή ενάγων φέρει το βάρος της απόδειξης, το κριτήριο δεν είναι κατά πόσο η αξίωση του είναι πιο πιθανή παρά του αντιδίκου του, αλλά κατά πόσον είναι πιο πιθανά αληθής παρά όχι· δηλαδή το επίπεδο αξιολόγησης της μαρτυρίας της υπόθεσης του αιτητή, είναι μετρήσιμο με ένα αντικειμενικό κριτήριο στο επίπεδο των πιθανοτήτων. (Murphy on Evidence 8η έκδ. σελ. 81 και Σοφοκλέους v. Κυριάκου (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 665). Aν ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης έχει ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι, τότε δικαιούται σε απόφαση. (Μαρσέλ κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1858). Όπου υπάρχει μια μόνο εκδοχή ως προς τα γεγονότα, εκείνο πού εξετάζεται είναι κατά πόσο αυτά επαρκούν για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο, στην απουσία βεβαίως εγγενών δυσκολιών στην όλη παρουσιαζόμενη από τον ίδιο το μάρτυρα εκδοχή που δυνατό να πλήξει την αξιοπιστία του. (Δέστε Σοφοκλέους v. Κυριάκου - ανωτέρω - με αναφορά και στη Wynne v. Mavronicola, ως διαχειριστή της περιουσίας του Κωστάκη Δαυΐδ Μαυρονικόλα, ανίκανου προσώπου (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1138).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εδώ έσφαλε, κατά πρώτον, διότι ενώ είχε μια μόνο εκδοχή ενώπιόν του και αυτή ενόρκως, την απέρριψε συλλήβδην χωρίς να προβεί σε ταυτόχρονη κρίση επί της ευρύτερης μαρτυρίας του εφεσείοντος, δίνοντας προς τούτο και την αναγκαία και αναμενόμενη αιτιολογία, ή να κρίνει ότι η εκδοχή του ήταν, από μόνη της, απίθανη. Χαρακτήρισε μόνο κάποια από τα κονδύλια ως υπερβολικά, παρατηρώντας ότι ορισμένα αφορούσαν την ίδια θεματολογία ή μπορούσαν να εντάσσονταν στην ίδια κατηγορία. Χωρίς, εσφαλμένα, να αφαιρέσει ενδεχομένως εκείνα τα ποσά που το ίδιο έκρινε υπερβολικά και να καταλήξει, ως όφειλε, σε ένα ποσό προσδιοριστικό των αναγκών του ανήλικου, απέρριψε αντινομικά εξ ολοκλήρου την αίτηση.
Στην πρόσφατη απόφαση στη Χαριλάου v. Τινεντή (2010) 1(Γ) A.A.Δ. 1677, όπου πρωτοδίκως, παρά την καταχώρηση υπεράσπισης, η εκεί εναγομένη δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο, με αποτέλεσμα η υπόθεση να προχωρήσει με μόνη τη μαρτυρία του ενάγοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή μη ικανοποιηθέν ως προς την απόδειξη των δαπανών στις οποίες είχε υποβληθεί ο ενάγων (πρόκειτο για ποσά που είχε καταβάλει προς την εναγομένη λόγω υφισταμένου τότε αρραβώνα τους), παρά τη σχετική μαρτυρία του και την τεκμηρίωση πλείστων εξ αυτών με αποδείξεις και έγγραφα. Το Εφετείο ανέφερε ότι:
«Δεν είναι επιτρεπτό για το Δικαστήριο σε υποθέσεις αυτού του είδους να υπεισέρχεται σε ένα τέτοιο λεπτομερή έλεγχο της απαίτησης, όταν τα στοιχεία τα οποία είναι ενώπιον του τίθενται με μαρτυρία του ιδίου και μάλιστα για πλείστα από αυτά υπήρχαν σχετικές αποδείξεις. Εάν το Δικαστήριο αισθάνετο ότι χρειάζοντο περαιτέρω αποδείξεις ως προς ιδιαίτερα το ποσό των £1.400 ως έξοδα των σπουδών της εφεσίβλητης θα μπορούσε να είχε ζητήσει αυτές τις αποδείξεις ή να είχε τουλάχιστον καταστήσει σαφές κατά την ακρόαση ότι η απόδειξη στην οποία προέβαινε ο εφεσείων ενδεχομένως να μην ήταν επαρκής όσον αφορά οποιοδήποτε συγκεκριμένο ποσό. Αντί τούτου, το Δικαστήριο άφησε στο στάδιο της απόφασης του να εκφράσει τις οποιεσδήποτε επιφυλάξεις ή αμφιβολίες είχε για κάθε συγκεκριμένο ποσό, αφήνοντας κατά μέρος τα ποσά για τα οποία η μαρτυρία του εφεσείοντος ήταν η μόνη μαρτυρία ..... λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη το γεγονός ότι επρόκειτο για υπεράσπιση γενικής άρνησης, η οποία ούτε καν προωθήθηκε.»
Πόσο μάλλον εδώ, όπου το ζητούμενο ήταν η απόδοση διατροφής στο ανήλικο παιδί, χωρίς οποιαδήποτε απολύτως αντίθετη θέση από την εφεσίβλητη. Να σημειωθεί βεβαίως ότι ενώπιον του Εφετείου παρουσιάσθηκε η εφεσίβλητη, της δόθηκε χρόνος και καταχώρησε περίγραμμα αγόρευσης, μέσω δικηγόρου διορισμένου με νομική αρωγή. Τα όσα όμως εκεί αναφέρονται επί γεγονότων έχουν τεθεί εκ των υστέρων και μόνο και σαφώς δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη. Έτσι, η αμφισβήτηση ότι η εφεσίβλητη εργάζεται, λαμβάνουσα μόνο δημόσια βοήθημα και ότι έχει έξοδα ενοικίου €300 και έξοδα πρώτης ανάγκης και ότι επικοινωνεί με το παιδί της, δεν είχαν παρουσιασθεί, ως έπρεπε, με μαρτυρία ενώπιον του εκδικάσαντος την αίτηση Δικαστηρίου ώστε να τύχουν εξέτασης και αξιολόγησης, με εξαγωγή ανάλογων ευρημάτων.
Επομένως, εξ αντικειμένου πάσχει η θέση του Δικαστηρίου διότι όχι μόνο δεν προέβη σε εύρημα για τις ανάγκες του ανηλίκου, αλλά απέρριψε την αίτηση εξ ολοκλήρου χωρίς καν να διαπιστώσει κατά πόσον τα υπόλοιπα κονδύλια δεν ήταν εύλογα από μόνα τους. Αναμφίβολα κάποια έξοδα είχε και έχει ο ανήλικος και η πλήρης απόρριψη της αίτησης διατροφής παραγνώρισε αδικαιολογήτως την κοινή λογική του πράγματος. Το ίδιο το Δικαστήριο, ακόμη και το Εφετείο, δικαιούται να καθορίζει τα έξοδα που είναι αναγκαία για τη συντήρηση του ανηλίκου στη βάση της υπάρχουσας μαρτυρίας. (Παλάζη v. Παλάζη, δια της μητρός και πλησιεστέρας φίλης αυτού Mάρθας Aργυρού (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 381). Ακριβώς στη Μαρκουλίδης v. Μαρκουλίδη - ανωτέρω - την οποία το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο μνημόνευσε στην απόφασή του, (εκεί ο εφεσείων πρωτοδίκως είχε μεν καταχωρήσει ένσταση στη διαφοροποίηση διατάγματος διατροφής, αλλά επέλεξε να μην δώσει μαρτυρία), λέχθηκε από το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, ότι:
«Το δικαστήριο οφείλει να ενεργήσει στη βάση των στοιχείων που έχει ενώπιόν του. Είναι δε η γνώμη μας πως στη διαδικασία εκδίκασης αίτησης για διατροφή είναι ευθύνη του υπόχρεου να προβεί σε πλήρη και αληθή αποκάλυψη των οικονομικών του πόρων και δυνατοτήτων, ώστε να καθοριστεί η υποχρέωση του σύμφωνα με το νόμο.»
Η πρωτόδικη κρίση ανετράπη, διότι το εκεί Δικαστήριο έσφαλλε με το να μην ασχοληθεί με το εύλογο των κονδυλίων. Και εδώ το Δικαστήριο απέστη έτσι από το καθήκον του να καταλήξει σε πρώτο στάδιο σε συγκεκριμένο εύρημα ως η υποχρέωσή του, εύρημα που θα ήταν καταλυτικό στην εφαρμογή σε δεύτερο στάδιο της νομικής υποχρέωσης εκάτερου των συζύγων σε συνεισφορά, αναλόγως βέβαια των οικονομικών τους δυνάμεων.
Το δεύτερο διαπραχθέν λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λοιπόν συνακόλουθο του πρώτου. Αυθαιρέτως, κατά την άποψη μου, θεώρησε το εισόδημα της εφεσίβλητης εκ της εργασίας της εκ €580 ως ανεπαρκές για να διαταχθεί η εκ μέρους της συνεισφορά σε οποιοδήποτε ποσό. Η δε προσέγγισή του στο θέμα με ανάλυση της νομικής πτυχής, ήταν θεωρητική και μόνο ελλείψει πρωτογενούς ευρήματος για το εύλογο των κονδυλίων. Η ενώπιόν του μαρτυρία ήταν αναντίλεκτη. Ουδέν διευκρινιστικό ερώτησε το ίδιο το Δικαστήριο στα πλαίσια της διαδικασίας απόδειξης ώστε να λάβει, αν ήθελε, οποιεσδήποτε περαιτέρω πληροφορίες επί των δεδομένων εκάστης πλευράς. Επομένως το Δικαστήριο όφειλε σύμφωνα με το ακολουθητέο σύστημα απόδειξης να ενεργήσει στη βάση της όποιας μαρτυρίας είχε ενώπιόν του, στην απουσία δε συγκεκριμένων δεδομένων ως προς άλλα εισοδήματα της εφεσίβλητης ή και έξοδα της, η κρίση ότι το ποσό των €580 μηνιαίως δεν αρκούσε καν για τη δική της διατροφή παρουσιάζεται απογυμνωμένο από στοιχεία βοηθητικά προς την κατάληξη αυτή. Η κρίση του ίδιου του Δικαστηρίου ότι ένα συγκεκριμένο ποσό, όπως εδώ το ποσό των €580, είναι γενικώς ανεπαρκές για τη διατροφή του ίδιου του ατόμου, δεν μπορεί να αποτελεί ζήτημα υποκειμενικής εκτίμησης, διότι κάποιος θα ήταν δυνατό να υποστηρίξει ότι και €1.000 μηνιαίως θα ήταν ανεπαρκές προς ιδίαν συντήρηση. Για να αποκτά υπόσταση η όποια κρίση του Δικαστηρίου πρέπει να υπάρχει συγκεκριμένο υπόβαθρο γεγονότων που εδώ απλά δεν υπήρχε. Εάν, για παράδειγμα, η εφεσίβλητη δεν έχει καθόλου άλλα έξοδα, του ενοικίου της καλυπτομένου από άλλες πηγές, (αν υπάρχει καν ενοίκιο), ή, αν έχει οικονομική βοήθεια από τρίτο ή τρίτα πρόσωπα, τότε το σκηνικό θα άλλαζε άρδην.
Στην απουσία λοιπόν υπαρκτής και συγκεκριμένης μαρτυρίας προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, το μόνο που το Δικαστήριο δικαιούτο να λάμβανε υπόψη ήταν το εισόδημα των €580 έναντι €1.700 του εφεσείοντος. Ο καθορισμός ενός ευλόγου ποσού ως έξοδα του ανηλίκου κατά μήνα ήταν δυνατός στη βάση των κονδυλίων που ανέφερε ο εφεσείων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να καθόριζε το εύλογο μηνιαίο εξοδολόγιο του ανηλίκου στα €479, (ήτοι €854 της αιτήσεως, αφαιρουμένων των κονδυλίων για ψυχαγωγία, κοινωνικές δραστηριότητες και έξοδα διακοπών - σύνολο €273 - πλέον €102 για σταθμό), στη βάση δε της αναλογίας 1:3 των εκατέρωθεν εσόδων, ένα κατ' ελάχιστον ποσό διατροφής από τη μητέρα ύψους €100 μηνιαίως, θα ήταν λογικό υπό τις περιστάσεις.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, θα επέτρεπα την έφεση και θα εξέδιδα ανάλογο Διάταγμα συνεισφοράς από την εφεσίβλητη, με έξοδα υπέρ του εφεσείοντος.
Η έφεση απορρίπτεται, κατά πλειοψηφία, με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης, τα οποία θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το δικαστήριο.