ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 118
26 Ιανουαρίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ
SHANMUKAN UTHAJENTHIRAN (AP. 2) ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΑΜΙΛ ΥΠΗΚΟΟΥ ΣΡΙ-ΛΑΝΚΑΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ MANDAMUS,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 18.1.2011 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ HABEAS CORPUS ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 152/2010,
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 15 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2008/115/ΕΚ
ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 16ΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ
ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΟΙΝΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ
ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΔΙΑΜΕΝΟΝΤΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ,
ΤΑ ΑΡΘΡΑ 5 ΚΑΙ 6 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 30, 34 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ.
(Πολιτική Αίτηση αρ. 7/2011)
Προνομιακά εντάλματα ― Mandamus ― Αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Mandamus αναφορικά με την, κατ' ισχυρισμόν, παρακοή δικαστικού διατάγματος που εκδόθηκε σε αίτηση Habeas Corpus και διατάχθηκε η απελευθέρωση του αιτητή ο οποίος εκρατείτο για σκοπούς απέλασης.
Εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων ― Μάρτυρες ― Δικηγόροι ― Δικηγόροι οι οποίοι χειρίζονται υποθέσεις ενώπιον των Δικαστηρίων οφείλουν να αποφεύγουν να είναι ταυτόχρονα και μάρτυρες.
Ο αιτητής, ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος μετά από την επιτυχή έκβαση της αίτησής του για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus, επανασυνελήφθηκε λίγο αργότερα από την Αστυνομία στο χώρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Με την παρούσα αίτησή του ζητά «Άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώριση Αίτησης με κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Mandamus για τη μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο για το σκοπό της συμμόρφωσης τους με την Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδόθηκε στις 18.1.2011 στην Αίτηση για Habeas Corpus με αρ. 152/10, ήτοι να τον αφήσουν άμεσα ελεύθερο». Η αίτηση υποστηρίζεται από έκθεση, που καταχωρήθηκε δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος και τα Άρθρα 3 και 9 του Ν. 33/64, καθώς και από ένορκη δήλωση του ιδίου του δικηγόρου του αιτητή ημερ. 19.1.11.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Σύμφωνα με τις θέσεις της νομολογίας, οι δικηγόροι που χειρίζονται υποθέσεις ενώπιον των Δικαστηρίων οφείλουν να αποφεύγουν να είναι ταυτόχρονα και μάρτυρες, προσφέροντας μαρτυρία καθ' οιονδήποτε τρόπο.
2. Με βάση όλα τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία δεν δικαιολογείται η έκδοση της ζητηθείσας άδειας. Η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από την απόφαση Παπαφιλίππου κ.ά. (2006) 1(A) A.A.Δ. 379. Σε εκείνη την υπόθεση υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία σύμφωνα με την οποία υπήρχε παρακοή δικαστικού διατάγματος το οποίο είχε εξασφαλίσει ο καθ' ου η αίτηση Δήμος. Στην προκείμενη περίπτωση, από την έκθεση που συνοδεύει την αίτηση και την ένορκη δήλωση, δεν διαφαίνεται, οποιαδήποτε παρακοή της απόφασης ή του διατάγματος του Δικαστηρίου ημερ. 18.1.2011 που εκδόθηκε στην Πολιτική Αίτηση Aρ. 152/10. Ναι μεν το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα Habeas Corpus και διέταξε όπως ο αιτητής αφεθεί ελεύθερος, αλλά σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, εκείνο που συνέβηκε ήταν ότι, λίγα λεπτά μετά την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η Αστυνομία επανασυνέλαβε τον αιτητή. Αυτό το δεδομένο δεν μπορεί να οδηγήσει ούτε εκ πρώτης όψεως στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παρακοή του διατάγματος ή της απόφασης του Δικαστηρίου. Επιπροσθέτως η αίτηση αυτή δεν απευθύνεται προς την Αστυνομία ή τον Αρχηγό της Αστυνομίας ή τον αρμόδιο Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, που, σύμφωνα με την έκθεση, ευθύνεται για την επανασύλληψη του αιτητή, αλλά απευθύνεται προς την Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Υπουργού Εσωτερικών και του Διευθυντή Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης για τους οποίους δεν υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο ότι προέβησαν σε οποιαδήποτε παρακοή, καταφρόνηση ή ασεβή πράξη προς την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Παπαχριστοδούλου κ.ά. (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1180,
Παπαφιλίππου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 379.
Aίτηση.
Μ. Παρασκευάς, για τον Αιτητή.
Ex tempore
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την αίτηση αυτή ζητείται «Άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώριση Αίτησης με κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Mandamus για τη μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο για το σκοπό της συμμόρφωσης τους με την Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδόθηκε στις 18.1.2011 στην Αίτηση για Habeas Corpus με αρ. 152/10, ήτοι να τον αφήσουν άμεσα ελεύθερο».
Η αίτηση, όπως καταχωρήθηκε, απευθύνεται προς την Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Υπουργού Εσωτερικών και του Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Βάση της αίτησης συνιστά ουσιαστικά η απόφαση ημερ. 18.1.2011 στην Πολιτική Αίτηση Aρ. 152/10, η οποία υποβλήθηκε από τον ίδιο αιτητή και απευθυνόταν προς τον Υπουργό Εσωτερικών, το Γενικό Εισαγγελέα, τον Αρχηγό Αστυνομίας και το Διευθυντή Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Το δικαστήριο στην απόφαση εκείνη αποφάνθηκε ότι η κράτηση του αιτητή ήταν παράνομη και εξέδωσε διαταγή για άμεση απόλυσή του.
Η παρούσα αίτηση, υποστηρίζεται από έκθεση, που καταχωρήθηκε δυνάμει του άρθρου 155.4 του Συντάγματος και τα άρθρα 3 και 9 του Ν. 33/64, καθώς και από ένορκη δήλωση του ιδίου του δικηγόρου του αιτητή κ. Μ. Παρασκευά, ημερ. 19.1.11. Αναφορικά με την ορθότητα, δεοντολογικά, της πράξης του δικηγόρου του αιτητή να προσφέρει και μαρτυρία στην υπόθεση την οποία χειρίζεται, υπό τύπο ενόρκου δηλώσεως, δεν θα προβώ σε οποιαδήποτε σχόλια. Είναι γνωστές όμως οι θέσεις της νομολογίας ότι δικηγόροι που χειρίζονται υποθέσεις ενώπιον των δικαστηρίων οφείλουν να αποφεύγουν να είναι ταυτόχρονα και μάρτυρες, προσφέροντας μαρτυρία καθ' οιονδήποτε τρόπο.
Στην έκθεση που υποστηρίζει την αίτηση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι λίγα λεπτά μετά την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προαναφερόμενη αίτηση, την 18.1.2011, η Αστυνομία οδήγησε τον αιτητή σε γραφείο της Αστυνομίας στο χώρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπου ανέμεναν δύο άτομα με πολιτική περιβολή τα οποία ανέφεραν ότι βρίσκονταν εκεί για να επανασυλλάβουν τον αιτητή. Ο δικηγόρος του αιτητή πρόβαλε ενστάσεις κατά της συμπεριφοράς αυτής, η οποία, κατά την άποψη του αιτητή, συνιστούσε ασέβεια και καταφρόνηση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Μελέτησα με προσοχή όλα τα ενώπιόν μου στοιχεία. Καθοδηγήθηκα από τα όσα αναγράφονται στο σύγγραμμα Π. Αρτέμης, «Προνομιακά Εντάλματα», σελ. 250 κ. επ., καθώς επίσης και από αποφάσεις στις οποίες αναφέρθηκε ο συνήγορος του αιτητή. Στο προαναφερόμενο σύγγραμμα αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι: «Η θεραπεία με το ένδικο μέσο Mandamus δεν είναι εφικτή παρά μόνο στις περιπτώσεις που ο αιτητής έχει δικαίωμα να ζητήσει την εκτέλεση καθήκοντος που επιβάλλει ο νόμος, εκτός άλλων και σε όργανα που ασκούν δημόσια εξουσία ...».
Με απασχόλησε το ζήτημα του κατά πόσον τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δείχνουν ότι οι καθ' ων η αίτηση παρέλειψαν να εκτελέσουν οποιοδήποτε καθήκον που τους επιβάλλει ο Νόμος. Ο κ. Παρασκευάς με παρέπεμψε, μεταξύ άλλων, στην Παπαχριστοδούλου κ.ά. (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1180. Στην απόφαση εκείνη γίνεται αναφορά σε προηγούμενη απόφαση Παπαφιλίππου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 379. Στην Παπαφιλίππου κ.ά. ο αδελφός Δικαστής κ. Φωτίου ασχολήθηκε με το ζήτημα της έκδοσης άδειας για καταχώριση αίτησης για προνομιακό ένταλμα Mandamus σε περίπτωση στην οποία ο ισχυρισμός ήταν ότι υπήρχε παρακοή δικαστικού διατάγματος το οποίο εξασφάλισε, σε εκείνη την περίπτωση, ο καθ' ου η αίτηση, Δήμος Λευκωσίας. Ο αδελφός Δικαστής στην υπόθεση εκείνη έδωσε άδεια για καταχώριση αίτησης για προνομιακό ένταλμα Mandamus.
Με βάση όλα τα ενώπιόν μου στοιχεία θεωρώ ότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν δικαιολογείται η έκδοση της ζητηθείσας άδειας. Θεωρώ ότι η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από την απόφαση του αδελφού Δικαστή Φωτίου Παπαφιλίππου κ.ά.. Σε εκείνη την υπόθεση υπήρχε ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία, όπως φαίνεται, σύμφωνα με την οποία υπήρχε παρακοή δικαστικού διατάγματος το οποίο είχε εξασφαλίσει ο καθ' ου η αίτηση Δήμος.
Στην προκείμενη περίπτωση, από την έκθεση που συνοδεύει την αίτηση και την ένορκη δήλωση, δεν διαφαίνεται, κατά την κρίση μου, οποιαδήποτε παρακοή της απόφασης ή του διατάγματος του δικαστηρίου ημερ. 18.1.2011 που εκδόθηκε στην Πολιτική Αίτηση Aρ. 152/10. Ναι μεν το δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα Habeas Corpus και διέταξε όπως ο αιτητής αφεθεί ελεύθερος, αλλά σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου, εκείνο που συνέβηκε ήταν ότι, λίγα λεπτά μετά την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η Αστυνομία επανασυνέλαβε τον αιτητή. Με αυτό το δεδομένο δεν μπορώ να καταλήξω ούτε εκ πρώτης όψεως στο ότι υπήρξε παρακοή του διατάγματος ή της απόφασης του δικαστηρίου. Επιπρόσθετα, όπως ήδη παρατήρησα και προς το συνήγορο του αιτητή, η αίτηση αυτή δεν απευθύνεται προς την Αστυνομία ή τον Αρχηγό της Αστυνομίας ή τον αρμόδιο Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, που, σύμφωνα με την έκθεση, ευθύνεται για την επανασύλληψη του αιτητή, αλλά απευθύνεται προς την Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Υπουργού Εσωτερικών και του Διευθυντή Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης για τους οποίους δεν υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο ότι προέβησαν σε οποιαδήποτε παρακοή, καταφρόνηση ή ασεβή πράξη προς την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Με αυτά τα δεδομένα και για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, θεωρώ ότι δεν αποδείχθηκε συζητήσιμη ή εκ πρώτης όψεως υπόθεση εκ μέρους του αιτητή που να δικαιολογεί την έκδοση της ζητηθείσας άδειας.
Αντιλαμβάνομαι βέβαια την ανησυχία και την αγωνία του δικηγόρου του αιτητή για την επανασύλληψη του αιτητή μετά από την απόφαση του δικαστηρίου αλλά θεωρώ ότι θα πρέπει να αναζητηθεί η ορθή διαδικασία με σκοπό την απελευθέρωση του αιτητή και η παρούσα διαδικασία, της αίτησης για άδεια για προνομιακό ένταλμα Mandamus, κατά την κρίση μου, δεν είναι η ορθή διαδικασία.
Υπό τις περιστάσεις η αίτηση απορρίπτεται.
Τα έξοδα της μεταφράστριας να καλυφθούν από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Η αίτηση απορρίπτεται.