ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Τρ. Κύπρου κ.ά. ν. Coudounaris Ltd κ.ά. (1995) 1 ΑΑΔ 641
Αντωνιάδου Ελισάβετ ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 530
T.J.S. Enterprises Ltd και Άλλοι ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας(Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2005) 1 ΑΑΔ 108
Nεοφύτου Σταύρος ν. Σάββα Kυριακίδη (Aρ. 3) (1999) 2 ΑΑΔ 299
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
SVETLANA COADA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Υποθ. Αρ.1428 /2010, 15/1/2013
VIKTORIYA STSEPURA ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Yπόθεση Αρ.: 373/2012, 17/10/2013
(2011) 1 ΑΑΔ 91
25 Ιανουαρίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
1. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
2. ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΟΥΡΡΗΣ,
Εφεσείοντες,
v.
ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 48/2008)
Συμβάσεις ― Σύμβαση ενοικιαγοράς ― Ισχυρισμοί για εικονικότητα της σύμβασης ― Απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι ― Οι εναγόμενοι οι οποίοι ήγειραν τους ισχυρισμούς για εικονικότητα έφεραν το βάρος να τους αποδείξουν και απέτυχαν ― Η παρεμβολή του εμπόρου δεν απαιτείται, καθότι η σύμβαση ενοικιαγοράς δεν είναι υποχρεωτικά τριμερής (έμπορος, χρηματοδότης, μισθωτής).
Τόκος ― Συμβάσεις ενοικιαγοράς ― Ισχυρισμός περί υπερχρεώσεως τόκου ― Κατά πόσο τεκμηριώθηκε ― Οι όροι που ρυθμίζουν το ποσοστό του τόκου σε συμφωνία δανείου, δεν είναι οι ίδιοι με αυτούς της συμφωνίας ενοικιαγοράς.
Εφετείο ― Παρατήρηση Εφετείου ― Σε σχέση με την τακτική που πρέπει να ακολουθείται στην ετοιμασία και τη διατύπωση του περιγράμματος αγόρευσης της πολιτικής έφεσης.
Η παρούσα υπόθεση αφορά σε γραπτή συμφωνία ενοικιαγοράς με μισθωτή τον εφεσείοντα 1, εγγυητές τους εφεσείοντες 2 και 3 και τους εφεσίβλητους ως ιδιοκτήτες των αντικειμένων της. Αυτά ήσαν εμπορεύματα για εξοπλισμό διαμερισμάτων των οποίων οι εφεσείοντες ήσαν ιδιοκτήτες, και το σύνολο του πληρωτέου ποσού ήταν Λ.Κ.40.225,00 πλέον Λ.Κ.9.352,29 δικαιώματα ενοικιαγοράς, πλέον Λ.Κ.10 δικαίωμα αγοράς, πληρωτέου δια 36 ίσων μηνιαίων δόσεων εκ Λ.Κ.1.377,14 εκάστη από 3.11.2000. Οι εφεσειοντες παρέλειψαν να πληρώσουν δόσεις που είχαν καταστεί οφειλόμενες και οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη συμφωνία εξ υπαιτιότητας των εφεσειόντων. Με αγωγή εναντίον των τελευταίων οι εφεσίβλητοι ζήτησαν από τον εφεσείοντα 1 ως πρωτοφειλέτη και εφεσείοντες 2 και 3 ως εγγυητές του, κάθε οφειλόμενο υπόλοιπο (Λ.Κ.42.600,00) πλέον τόκους καθώς και διατάγματα για την πώληση σε δημόσιο πλειστηριασμό των αντικειμένων της ενοικιαγοράς, και διατάγματα πώλησης των μετοχών που οι εφεσείοντες 2 και 3 ενεχυρίασαν προς τους εφεσίβλητους ως επιπρόσθετη εγγύηση του χρέους.
Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς ήταν εικονική εφόσον είχε σαν πραγματικό σκοπό τη χρηματοδότησή τους για αγορά μετοχών της εταιρείας A. Tsokkos Hotels Ltd με ιδιωτική τοποθέτηση. Επίσης υποστήριξαν ότι η επίδικη συμφωνία είναι παράνομη ως αντίθετη προς τη δημόσια πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας και διαλάμβανε χρέωση τόκων με επιτόκιο καθ' υπέρβαση του υπό του νόμου προβλεπόμενου ανώτατου ορίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σύμβαση ήταν καθόλα νόμιμη και έκδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων ως η απαίτηση πλέον έξοδα και απέρριψε την ανταπαίτηση με έξοδα.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
1. Παράλειψη αξιολόγησης ουσιωδών σημείων της μαρτυρίας και συγκεκριμένα της μαρτυρίας των Μ.Ε.1 Διευθυντή του Καταστήματος των εφεσιβλήτων στο Παραλίμνι και Μ.Ε.2 υπαλλήλου των εφεσιβλήτων. Οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι υπήρξε ασάφεια και αοριστία στον προσδιορισμό των αντικειμένων της ενοικιαγοράς και ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι οι εφεσίβλητοι δεν ενδιαφέρθηκαν να πληροφορηθούν για την κατάσταση κλπ. των εν λόγω αντικειμένων τα οποία ήταν μεταχειρισμένα.
2. Ήταν εσφαλμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία δεν επέτρεψε σε μάρτυρα των εφεσιβλήτων να καταθέσει για γεγονότα τα οποία αφορούσαν άλλες υποθέσεις οι οποίες αφορούσαν και κατάρτιση εικονικών συμβάσεων ενοικιαγοράς, ώστε να αποδεικνύετο μέσω παρόμοιων γεγονότων, ότι και στην προκείμενη περίπτωση η συμφωνία ενοικιαγοράς ήταν εικονική.
3. Η σύμβαση είναι παράνομη λόγω της υπερχρέωσης τόκου πέραν του 9%.
4. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε παράβαση των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας, είναι εσφαλμένη.
5. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί κωλύματος των εφεσειόντων να ισχυρίζονται ότι τα αντικείμενα της ενοικιαγοράς ήταν ανύπαρκτα και ότι ο εφεσείων 2 δεν ήταν ο ιδιοκτήτης των εν λόγω αντικειμένων, είναι εσφαλμένη.
6. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε λανθασμένα εννέα αποφάσεις και αυθεντίες που αναφέρονται στην απόφαση και προσδιορίζονται στην έφεση. Η εισήγησή τους είναι ότι με βάση τις εν λόγω αυθεντίες δεν έπρεπε να τους αποστερηθεί το δικαίωμα να προσάξουν μαρτυρία προς απόδειξη της αληθινής φύσης της συναλλαγής, ότι δηλαδή, η επίδικη συμφωνία ήταν εικονική με ανύπαρκτα αντικείμενα.
7. Η διαπίστωση ότι δεν υπήρχαν αντίθετοι όροι στη σύμβαση οι οποίοι να αποβαίνουν σε βάρος των εφεσειόντων είναι εσφαλμένη. Οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι η παράλειψη των εφεσιβλήτων να πληροφορηθούν τη μάρκα, τις διαστάσεις, την ηλικία κλπ. των αντικειμένων (τηλεοράσεις, ψυγεία, κουζίνες, θερμοσίφωνες) καθιστά νομικά επιλήψιμη τη σύμβαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο μισθωτής ο οποίος εγείρει ισχυρισμούς για εικονικότητα της συμφωνίας ενοικιαγοράς φέρει το βάρος της αποδείξεώς τους. Σε συναλλαγές αυτής της φύσεως δεν απαιτείται η παρεμβολή εμπόρου καθότι η σύμβαση ενοικιαγοράς δεν είναι υποχρεωτικά τριμερής (έμπορος, χρηματοδότης και μισθωτής). Η σύμβαση ενοικιαγοράς είναι ισχυρή εφόσον η πώληση είναι γνήσια, έστω και αν σε τελική ανάλυση, ο στόχος ήταν ο δανεισμός χρημάτων με ασφάλεια το αντικείμενο της ενοικιαγοράς. Ο χρηματοδοτικός οργανισμός φέρει το βάρος να αποδείξει τη νομιμότητα της γραπτής σύμβασης ενοικιαγοράς επί της οποίας στηρίζει τις απαιτήσεις του. Για το σκοπό αυτό οφείλει να αποδείξει τις περιστάσεις υπογραφής της σύμβασης, ότι η σύμβαση αναφέρεται σε υπαρκτά αντικείμενα τα οποία ο μισθωτής δηλώνει ότι τα παρέλαβε και ότι βρίσκονται σε καλή κατάσταση. Ωστόσο, ο οργανισμός δεν έχει υποχρέωση να καλέσει μάρτυρες για να αποδείξει ότι τα αντικείμενα ήταν πράγματι υπαρκτά. Στην προκείμενη περίπτωση, οι εφεσείοντες απέτυχαν να υποστηρίξουν την περί εικονικότητας της σύμβασης ενοικιαγοράς θέση τους, με σοβαρά και πειστικά επιχειρήματα.
2. Η μαρτυρία που οι εφεσείοντες επιχείρησαν να εισάξουν ήταν άσχετη με τα επίδικα θέματα και τη συμφωνία των διαδίκων.
3. Δεν αποδείχθηκε ότι σημειώθηκε υπερχρέωση τόκου. Ο Μ.Υ.2 αναφερόταν επί του θέματος αυτού σε συμφωνία δανείου και όχι σε συμφωνία ενοικιαγοράς όπου άλλοι είναι οι όροι που ρυθμίζουν τις διάφορες χρεώσεις προς όφελος του χρηματοδοτικού οργανισμού.
4. Δεν έχει προκύψει ότι η επίδικη σύμβαση είχε ως αντικείμενο την παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων για την αγορά μετοχών και συνεπώς η όποια συζήτηση θεμάτων που εγείρονται στα πλαίσια της έφεσης δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό.
5. Εφόσον έχει επιλυθεί το θέμα της εικονικότητας της σύμβασης, ο λόγος έφεσης υπό το 5) ανωτέρω, δεν ευσταθεί.
6. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε σωστά σε κάθε περίπτωση τις νομικές αυθεντίες που αντιστοίχως μπορούσε να τύχουν εφαρμογής και ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίδικη σύμβαση δεν ήταν εικονική.
7. Στην επίδικη σύμβαση η αξία των αντικειμένων αντιστοιχούσε προς αυτή του τιμολογίου και οι εφεσίβλητοι εξήγησαν επαρκώς γιατί δεν έσπευσαν να τα επιθεωρήσουν. Αυτοί αισθάνονταν πλήρως εξασφαλισμένοι και είχαν εμπιστοσύνη στους πελάτες τους, εφεσείοντες. Είναι οι τελευταίοι που θα έπρεπε να ενδιαφερθούν και να ερευνήσουν για όλα τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά των αντικειμένων, πράγμα που έπραξαν καθώς τούτο προκύπτει από τα έγγραφα που αυτοί παρουσίασαν.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Παρατηρήσεις Εφετείου:
Η τακτική που εν προκειμένω ακολούθησαν οι εφεσείοντες, με την υποβολή εκατοντασέλιδου περιγράμματος αγόρευσης, αποτελούμενο κατά το ήμισυ από πρακτικά της δίκης και εκτενείς επαναλήψεις ουδόλως εξυπηρετεί τους σκοπούς της έφεσης. Αυτό που χρειάζεται είναι ο σαφής προσδιορισμός των λόγων έφεσης και η σύντομη ανάπτυξή τους με καθαρή και πλήρως τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία επί νομικών και πραγματικών ζητημάτων.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κωνσταντίνου κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 781,
T.J.S. Enterprises Ltd κ.ά. v. Λαϊκής Kεντρικής Tράπεζας (Xρηματοδοτήσεις) Λτδ (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 108,
Λαϊκή Kυπριακή Tράπεζα (Xρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1(B) Α.Α.Δ. 1432,
Eastern Distributors Ltd v. Goldring [1957] 2 All E.R. 524,
Kingsley v. Sterling Industrial Securities Ltd [1966] 2 All E.R. 413,
Νεοφύτου v. Κυριακίδη (Αρ. 3) (1999) 2 Α.Α.Δ. 299,
Τράπεζα Κύπρου κ.ά. v. Koudounaris Food Products κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 641,
Αντωνιάδου v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 530.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας-Aμμοχώστου (Φιλίππου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 558/03), ημερομ. 20.12.2007.
Α. Μαθηκολώνης, για τους Εφεσείοντες.
Α. Ζαχαρίου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
δικαστηριο: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Δυνάμει γραπτής συμφωνίας ενοικιαγοράς, οι εφεσίβλητοι ενοικίασαν στον εφεσείοντα 1, υπό την εγγύηση των εφεσειόντων 2 και 3 και υπό συνήθεις όρους ενοικιαγοράς, τα περιγραφόμενα στη σύμβαση εμπορεύματα υπό το γενικό τίτλο «εξοπλισμός διαμερισμάτων» ήτοι, 100 τηλεοράσεις, 100 ψυγεία, 100 κουζίνες και 30 θερμοσύμφωνες, των οποίων ήταν ιδιοκτήτες, για το ποσό των Λ.Κ.40.225,00 πλέον Λ.Κ.9.352,29 δικαιώματα ενοικιαγοράς πλέον Λ.Κ.10 δικαίωμα αγοράς. Το ποσό θα πληρωνόταν διά 36 ίσων μηνιαίων δόσεων εκ Λ.Κ.1.377,14 εκάστη από 3.11.2000. Οι εφεσειοντες παρέλειψαν να πληρώσουν δόσεις που είχαν καταστεί οφειλόμενες και οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη συμφωνία εξ υπαιτιότητας των εφεσειόντων. Με αγωγή εναντίον των τελευταίων οι εφεσίβλητοι ζήτησαν από τον εφεσείοντα 1 ως πρωτοφειλέτη και εφεσείοντες 2 και 3 ως εγγυητές του, κάθε οφειλόμενο υπόλοιπο (Λ.Κ.42.600,00) πλέον τόκους καθώς και διατάγματα για την πώληση σε δημόσιο πλειστηριασμό των αντικειμένων της ενοικιαγοράς, και διατάγματα πώλησης των μετοχών που οι εφεσείοντες 2 και 3 ενεχυρίασαν προς τους εφεσίβλητους ως επιπρόσθετη εγγύηση του χρέους.
Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η προμνησθείσα σύμβαση ενοικιαγοράς είναι παράνομη και αρνήθηκαν κάθε αξίωση των εφεσιβλήτων. Σύμφωνα με την εκδοχή τους, οι εφεσίβλητοι ουδέποτε υπήρξαν ιδιοκτήτες των αντικειμένων της ενοικιαγοράς τα οποία είναι ανύπαρκτα. Η συμφωνία ενοικιαγοράς ήταν εικονική εφόσον η πρόθεση των συμβαλλομένων δεν ήταν η σύναψη πραγματικής συμφωνίας ενοικιαγοράς καθότι ο πραγματικός τους σκοπός ήταν η χρηματοδότηση του εφεσείοντα 1 για την αγορά μετοχών της εταιρείας A. Tsokkos Hotels Ltd με ιδιωτική τοποθέτηση. Η επίδικη συμφωνία είναι παράνομη ως αντίθετη προς τη δημόσια πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας και διαλάμβανε χρέωση τόκων με επιτόκιο καθ' υπέρβαση του υπό του νόμου προβλεπόμενου ανώτατου ορίου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία και αναφέρθηκε στα επί μέρους νομικά ζητήματα και στο εφαρμοζόμενο δίκαιο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σύμβαση ήταν καθόλα νόμιμη και έκδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων ως η απαίτηση πλέον έξοδα και απέρριψε την ανταπαίτηση με έξοδα.
Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Προώθησαν δεκαεπτά λόγους έφεσης η εξέταση των οποίων θα γίνει με την ίδια σειρά που ακολούθησαν οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των διαδίκων στα περιγράμματα των αγορεύσεών τους.
Λόγοι έφεσης 1, 2 και 15.
Οι εφεσείοντες υποβάλλουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας των Μ.Ε.1 Παν. Πατσιά, Διευθυντή του Καταστήματος των εφεσιβλήτων στο Παραλίμνι και Μ.Ε.2, υπαλλήλου των εφεσιβλήτων ενώ όπου έγινε τέτοια αξιολόγηση, αυτή ήταν πλημμελής με αποτέλεσμα να εξαχθούν λανθασμένα συμπεράσματα τόσο επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων όσο και επί της ουσίας της υπόθεσης. Το παράπονο των εφεσειόντων είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, απορρίπτοντας τη δική τους εκδοχή ότι η σύμβαση ενοικιαγοράς ήταν εικονική, διαπίστωσε το αντίθετο ότι δηλαδή επρόκειτο για μια καθόλα έγκυρη σύμβαση ενοικιαγοράς, γεγονός που οδήγησε και στην απόρριψη της ανταπαίτησής τους με την οποία ζητούσαν διατάγματα ακύρωσης της σύμβασης και των συμφωνιών εγγύησης. Οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι υπήρξε ασάφεια και αοριστία στον προσδιορισμό των αντικειμένων της ενοικιαγοράς και ότι λανθασμένα το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι οι εφεσίβλητοι δεν ενδιαφέρθηκαν να πληροφορηθούν για την κατάσταση κλπ. των εν λόγω αντικειμένων τα οποία ήταν μεταχειρισμένα.
Σε υποθέσεις όπου εγείρονται παρόμοιας φύσεως θέματα ο χρηματοδοτικός οργανισμός έχει το βάρος να αποδείξει τη νομιμότητα της γραπτής σύμβασης ενοικιαγοράς επί της οποίας στηρίζει τις απαιτήσεις του. Για το σκοπό αυτό οφείλει να αποδείξει τις περιστάσεις υπογραφής της σύμβασης, ότι η σύμβαση αναφέρεται σε υπαρκτά αντικείμενα τα οποία ο μισθωτής δηλώνει ότι τα παρέλαβε και ότι βρίσκονται σε καλή κατάσταση. Ωστόσο, ο οργανισμός δεν έχει υποχρέωση να καλέσει μάρτυρες για να αποδείξει ότι τα αντικείμενα ήταν πράγματι υπαρκτά, όπως τους προμηθευτές κλπ των αντικειμένων για να αντικρούσουν ισχυρισμό του ενοικιαγοραστή περί εικονικότητας της σύμβασης. Όταν εγείρεται τέτοιος ισχυρισμός από τον μισθωτή αυτός έχει και το βάρος να τον αποδείξει. Σε μια τέτοια συναλλαγή δεν απαιτείται η παρεμβολή εμπόρου καθότι η σύμβαση ενοικιαγοράς δεν είναι υποχρεωτικά τριμερής (έμπορος, χρηματοδότης και μισθωτής). Η σύμβαση ενοικιαγοράς είναι ισχυρή εφόσον η πώληση είναι γνήσια, έστω και αν σε τελική ανάλυση, ο στόχος ήταν ο δανεισμός χρημάτων με ασφάλεια το αντικείμενο της ενοικιαγοράς. Βλ. Κωνσταντίνου κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 781, T.J.S. Enterprises Ltd κ.ά. v. Λαϊκής Kυπριακής Tράπεζας (Xρηματοδοτήσεις) Λτδ (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 108, Λαϊκή Kυπριακή Tράπεζα (Xρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1(B) Α.Α.Δ. 1432, Eastern Distributors Ltd v. Goldring [1957] 2 All E.R. 524 και Kingsley v. Sterling Industrial Securities Ltd [1966] 2 All E.R. 413.
Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο έχοντας υπόψη τις πιο πάνω αρχές δικαίου και με αναφορά στη μαρτυρία, διαπίστωσε ότι την επίδικη γραπτή συμφωνία ενοικιαγοράς ημερ. 14.9.2000 υπέγραψαν ο εφεσείων 1 ως μισθωτής και οι εφεσείοντες 2 και 3 ως εγγυητές του. Η συμφωνία εμπεριέχει δήλωση του εφεσείοντα 1 ότι αποδέχεται τους όρους της συμφωνίας τους οποίους αφού διάβασε και κατάλαβε τη σημασία τους, εγγυάται την αλήθεια των όσων αναφέρονται στη «Δήλωση Εμπόρου» και στην παράγραφο με τίτλο «Τα Εμπορεύματα». Στη συμφωνία υπάρχει επίσης περιγραφή των εμπορευμάτων και η αξία τους καθώς και υπογεγραμμένο τιμολόγιο στο οποίο εξειδικεύονται τα αντικείμενα και η αντίστοιχη αξία τους την οποία οι εφεσείοντες δεν αμφισβήτησαν ως εξωπραγματική. Οι εφεσείοντες δεν αρνήθηκαν ότι γνώριζαν τους όρους της συμφωνίας και ότι η υπογραφή της έγινε υπό τις περιστάσεις που περιέγραψαν οι μάρτυρες των εφεσιβλήτων. Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι στο κείμενο της συμφωνίας δεν υπήρχαν ασυνήθιστοι όροι οι οποίοι να αποβαίνουν σε βάρος των εφεσειόντων.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις συνάδουν πλήρως τόσο με την προφορική μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη όσο και με το περιεχόμενο των εγγράφων που κατατέθηκαν ως τεκμήρια. Φάνηκε ότι οι εφεσείοντες είναι άνθρωποι μορφωμένοι, επιχειρηματίες και λογικά δεν μπορούσε να ήταν τόσο αφελείς, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, όσο αυτοί προσπάθησαν να παρουσιάσουν τους εαυτούς τους, ώστε να παραπλανηθούν από τους εφεσίβλητους και άθελά τους να συρθούν και υπογράψουν την επίδικη συμφωνία. Συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιόν μας καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η εισήγηση περί εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας και της αξιοπιστίας των μαρτύρων δεν ευσταθεί. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να προωθήσουν σοβαρά και πειστικά επιχειρήματα τα οποία βάσιμα θα μπορούσε να υποστηρίξουν την προαναφερόμενη εισήγησή τους. Ενώ ισχυρίστηκαν ότι τα εμπορεύματα ήταν ανύπαρκτα προώθησαν παράλληλα μαρτυρία ότι αυτά ήταν μεταχειρισμένα και ότι οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να τα εξετάσουν προκειμένου να διαπιστώσουν την πραγματική τους κατάσταση.
Λόγος έφεσης 3
Με το λόγο αυτό οι εφεσείοντες προσβάλλουν την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία δεν επέτρεψε σε μάρτυρα των εφεσιβλήτων να καταθέσει για γεγονότα τα οποία αφορούσαν άλλη ή άλλες υποθέσεις οι οποίες αφορούσαν την προώθηση και κατάρτιση εικονικών συμβάσεων ενοικιαγοράς με προοπτική απόδειξης μέσω παρόμοιων γεγονότων, ότι η και εδώ συμπεριφορά των εφεσιβλήτων υπήρξε αναλόγως επιλήψιμη με τη σύναψη εικονικής σύμβασης ενοικιαγοράς. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Η μαρτυρία που οι εφεσείοντες επιχείρησαν να εισάξουν ήταν άσχετη με τα επίδικα θέματα και τη συμφωνία των διαδίκων.
Λόγος έφεσης 4
Ο πιο πάνω λόγος αναφέρεται στη μαρτυρία του Μ.Υ. 2 Λ. Παπαλλή η οποία περιστράφηκε γύρω από το θέμα της νομιμότητας της επίδικης σύμβασης ενοικιαγοράς. Ο εν λόγω μάρτυρας υποστήριξε αρχικά ότι η σύμβαση είναι παράνομη λόγω χρέωσης τόκου με επιτόκιο πέραν του 9% κλπ. Το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά στη νομολογία ήτοι, Νεοφύτου v. Κυριακίδη (Αρ. 3) (1999) 2 Α.Α.Δ. 299, Τράπεζα Κύπρου κ.ά. v. Koudounaris Food Products κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 641, Αντωνιάδου v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 530 ορθά αποφάσισε πως και αν ακόμη υπήρχε χρέωση τόκων πέραν του επιτρεπομένου ορίου, η συμφωνία δεν κηρύσσεται παράνομη ή αντίθετη με τη δημόσια πολιτική. Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο σημειώνει ότι η εκ των υστέρων παραδοχή του κ. Παπαλλή ότι τα «δικαιώματά» ή «τόκοι» όπως τα ονόμασε, δεν υπερβαίνουν το ποσοστό του 7,75%, έρχεται σε σύγκρουση με ό,τι αυτός υποστήριξε προηγουμένως και που καθώς συνάγεται από το σύνολο της μαρτυρίας του, αυτός αναφερόταν σε συμφωνία δανείου και όχι σε συμφωνία ενοικιαγοράς όπου άλλοι είναι οι όροι που ρυθμίζουν τις διάφορες χρεώσεις προς όφελος του χρηματοδοτικού οργανισμού.
Λόγος έφεσης 5
Ο λόγος αυτός αναφέρεται στη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε παράβαση εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας. Δεν έχει προκύψει ότι η επίδικη σύμβαση είχε ως αντικείμενο την παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων για την αγορά μετοχών και συνεπώς η όποια συζήτηση θεμάτων που εγείρονται στα πλαίσια της έφεσης δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό.
Λόγος έφεσης 6
Ο λόγος αυτός αναφέρεται στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου περί κωλύματος των εφεσειόντων να ισχυρίζονται ότι τα αντικείμενα της ενοικιαγοράς ήταν ανύπαρκτα και ότι ο εφεσείων 2 δεν ήταν ο ιδιοκτήτης των εν λόγω αντικειμένων. Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί εφόσον αυτά τα ζητήματα ανάγονται στο θέμα της εικονικότητας της σύμβασης το οποίο έχει ήδη επιλυθεί.
Λόγος έφεσης 7
Με το λόγο αυτό επαναφέρεται με άλλη διατύπωση το θέμα του τόκου και με ισχυρισμούς καθόλου σοβαρούς, περί κατάρτισης και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου (της επίδικης σύμβασης ενοικιαγοράς) σκοπός της οποίας ήταν η συγκεκαλυμμένη παραβίαση της περί τόκου νομοθεσίας «μέσω εικονικών δήθεν δικαιωμάτων ενοικιαγοράς». Βεβαίως δεν θα ασχοληθούμε με αυτό το θέμα καθότι αυτό έχει εξεταστεί και δόθηκε απάντηση.
Λόγος έφεσης 8
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε λανθασμένα εννέα αποφάσεις και αυθεντίες που αναφέρονται στην απόφαση και προσδιορίζονται στην έφεση. Η εισήγησή τους είναι ότι με βάση τις εν λόγω αυθεντίες δεν έπρεπε να τους αποστερηθεί το δικαίωμα να προσάξουν μαρτυρία προς απόδειξη της αληθινής φύσης της συναλλαγής, ότι δηλαδή, η επίδικη συμφωνία ήταν εικονική με ανύπαρκτα αντικείμενα. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση. Αντίθετα διαπιστώνουμε ότι ο πρωτόδικος δικαστής εφάρμοσε σωστά σε κάθε περίπτωση τις νομικές αυθεντίες που αντιστοίχως μπορούσε να τύχουν εφαρμογής και ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίδικη σύμβαση δεν ήταν εικονική. Στους εφεσείοντες παρασχέθηκε το δικαίωμα να παρουσιάσουν την υπόθεσή τους μέσα στα καθορισμένα νομικά πλαίσια και όπου αυτοί προσπάθησαν να ξεπεράσουν τα όρια δικαίως εμποδίστηκαν.
Λόγος έφεσης 9
Με το λόγο αυτό αμφισβητείται η ορθότητα της διαπίστωσης ότι δεν υπήρχαν αντίθετοι όροι στη σύμβαση οι οποίοι να αποβαίνουν σε βάρος των εφεσειόντων. Οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι η παράλειψη των εφεσιβλήτων να πληροφορηθούν τη μάρκα, τις διαστάσεις, την ηλικία κλπ. των αντικειμένων (τηλεοράσεις, ψυγεία, κουζίνες, θερμοσίφωνες) καθιστά νομικά επιλήψιμη τη σύμβαση. Δεν ευσταθεί ούτε αυτός ο λόγος έφεσης. Στην επίδικη σύμβαση η αξία των αντικειμένων ήταν η αντίστοιχη με αυτή του τιμολογίου και οι εφεσίβλητοι εξήγησαν επαρκώς γιατί δεν έσπευσαν να επιθεωρήσουν τα εν λόγω αντικείμενα. Αυτοί αισθάνονταν πλήρως εξασφαλισμένοι και είχαν εμπιστοσύνη στους πελάτες τους, εφεσείοντες. Είναι οι τελευταίοι που θα έπρεπε να ενδιαφερθούν και να ερευνήσουν για όλα τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά των αντικειμένων, πράγμα που έπραξαν καθώς τούτο προκύπτει από τα έγγραφα που αυτοί παρουσίασαν. Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης επαναφέρουν το θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, του τόκου, του κωλύματος των εφεσειόντων να προβάλουν τους ισχυρισμούς τους περί της ανυπαρξίας των αντικειμένων και την εικονικότητα της σύμβασης κλπ. Με κάθε εκτίμηση θεωρούμε ότι πρόκειται για εντελώς αχρείαστες επαναλήψεις με διαφορετικές διατυπώσεις και παραλλαγές. Η τακτική που εν προκειμένω ακολούθησαν οι εφεσείοντες καθόλου δεν συνάδει με τον παραδεκτό τρόπο άσκησης και προώθησης πολιτικών εφέσεων. Αυτό που χρειάζεται είναι ο σαφής προσδιορισμός των λόγων έφεσης και η σύντομη ανάπτυξή τους με καθαρή και πλήρως τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία επί νομικών και πραγματικών ζητημάτων. Το εκατοντασέλιδο περίγραμμα αγόρευσης του ευπαίδευτου δικηγόρου των εφεσειόντων, αποτελούμενο κατά το ήμισυ από πρακτικά της δίκης και εκτενείς επαναλήψεις ουδόλως εξυπηρετεί τους σκοπούς της έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.