ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 2138
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 271/2008)
16 Δεκεμβρίου, 2011
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. CLIVE PREECE,
2. ANN MARIE PREECE,
Εφεσείοντες,
και
ΝΑΣΩ ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΡΩΣΣΙΔΟΥ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Ι. Παπαζαχαρίου, για τους Εφεσείοντες.
Α. Μάγος και Χρ. Μάγος, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 10.6.2003, οι εφεσείοντες, οι οποίοι είναι άγγλοι υπήκοοι, αγόρασαν από την εφεσίβλητη το τεμάχιο αρ. 44 του Φ/Σχ. 35/44 στα Πάνω Ακουρδάλια για το συμφωνηθέν ποσό των ΛΚ20.000. Η συμφωνία είναι γραμμένη στα αγγλικά και κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Σχετικά με την πληρωμή του τιμήματος η συμφωνία διαλαμβάνει, «Way of Payment: The Purchasers already paid to the Vendor and discharge the whole amount of twenty thousand Cy. Pounds (C.P. 20:000.-). Δυνάμει σχετικού όρου της συμφωνίας καθορίστηκε ότι η εγγραφή και μεταβίβαση του κτήματος επ΄ ονόματι των αγοραστών θα γινόταν μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία έκδοσης της συγκατάθεσης του Υπουργικού Συμβουλίου.
Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι κάλεσαν επανειλημμένα την εφεσίβλητη να προσέλθει στο Κτηματολόγιο Πάφου για να τους μεταβιβάσει το προαναφερόμενο κτήμα πλην όμως δεν υπήρξε εκ μέρους της οποιαδήποτε ανταπόκριση. Ο δικηγόρος τους με επιστολή του ημερομηνίας 9.8.2004 κάλεσε την εφεσίβλητη να προσέλθει στο Κτηματολόγιο Πάφου στις 2.9.04 και ώρα 09.00 για να μεταβιβάσει το κτήμα στους πελάτες του. Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης με επιστολή του ημερ. 28.8.04, πληροφόρησε το δικηγόρο των εφεσειόντων ότι η εφεσίβλητη δεν θα παρουσιαζόταν στο Κτηματολόγιο στις 2.9.04. Οι εφεσείοντες θεώρησαν ότι η στάση της εφεσίβλητης συνιστούσε παράβαση της σύμβασης και με αγωγή που καταχώρησαν εναντίον της ζήτησαν Διάταγμα Ειδικής Εκτέλεσης της σύμβασης και διαζευκτικά αποζημιώσεις, τόκο και έξοδα.
Η εφεσίβλητη καταχώρησε έκθεση υπεράσπισης και ανταπαίτηση. Αρνήθηκε όλους τους ουσιώδεις ισχυρισμούς των εφεσειόντων και δι΄ ανταπαιτήσεως αξίωσε δήλωση του Δικαστηρίου ότι η γραπτή σύμβαση ημερ. 10.6.2003 δεν έχει νομική ισχύ ως αποτελούσα μέρος της παράνομης συμφωνίας ημερ. 10.6.2003. Η εκδοχή της εφεσίβλητης ουσιαστικά αποτυπώνεται στην παρ. 3 της έκθεσης υπεράσπισης.
«[α] Ο υιός της εναγομένης κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ήτο συνεργάτης του ενάγοντος αρ. 1 και μέτοχος σε μια Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης που ήτο μέτοχοι ο ενάγων αρ. 1 και κάποιο τρίτο πρόσωπο.
[β] Η εναγόμενη είναι αγράμματη, δεν ξέρει να γράφει ούτε να διαβάζει τα ελληνικά, επίσης δεν γνωρίζει την αγγλική γλώσσα.
[γ] Κατά πάντα ουσιώδη χρόνο προς την παρούσα αγωγή ο υιός της εναγομένης Σάββας και ο ενάγων 1, την πληροφόρησαν ότι συμφώνησαν όπως ο ενάγων 1 και η ενάγουσα 2 σύζυγος του, αγοράσουν το κτήμα της που βρίσκεται στο χωριό Πάνω Ακουρδάλια στη τιμή των Λ.Κ.70.000.-
[δ] Επίσης την πληροφόρησαν ότι το ποσό των Λ.Κ.70.000.- θα πληρώνετο ως ακολούθως:
[Δ.1] Λ.Κ.20.000.- άμα τη υπογραφή του εγγράφου, ποσό το οποίο τέθηκε στο έγγραφο ημερ. 10/6/2003 ως τίμημα πωλήσεως.
[Δ.2] Λ.Κ.30.000.- το οποίο θα πληρώνετο στην εναγόμενη «κάτω από το τραπέζι».
[Δ.3] Λ.Κ. 20.000.- θα πληρωθεί κατά το χρόνο της μεταβίβασης «κάτω από το τραπέζι».
[ε] Ο οποίος χρόνος ήτο κάτω από την αίρεση της συγκαταθέσεως του Υπουργικού Συμβουλίου, καθ΄ ότι οι δύο ενάγοντες ήτο Αγγλοι Υπήκοοι. Το ποσό των Λ.Κ.50.000.- δεν πληρώθηκε μέχρι σήμερα.»
Η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ακόμη ότι για τη μεταβίβαση του τεμαχίου στους εφεσείοντες χρειαζόταν απαραιτήτως άδεια του Υπουργικού Συμβουλίου και ότι εν πάση περιπτώσει, η εφαρμογή του Νόμου περί Ειδικής Εκτέλεσης των Συμβάσεων δεν μπορούσε να τύχει εν προκειμένω εφαρμογής αφενός γιατί δεν πληρώθηκε το συμφωνηθέν τίμημα από τους εφεσείοντες και αφετέρου δεν καθορίστηκε στη σύμβαση ημερομηνία μεταβίβασης του ακινήτου.
Εδωσαν μαρτυρία ο εφεσείων, η εφεσίβλητη, ο υιός της εφεσίβλητης κ. Σάββας Ρωσσίδης και ο δικηγόρος κ. Γ. Κυπριανίδης. Ο πρωτόδικος δικαστής με αναφορά στα δικόγραφα και στη μαρτυρία προσδιόρισε ότι υπήρχαν προς επίλυση δύο επίδικα θέματα:
«(Α) Εάν υφίσταται παρανομία στην επίδικη σύμβαση,
(Β) Εάν η σύμβαση είναι δεκτική ειδικής εκτέλεσης.»
Ο πρωτόδικος δικαστής, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία διαπίστωσε ότι η επίδικη σύμβαση είναι παράνομη γιατί, όπως έκρινε, η συμφωνηθείσα τιμή πώλησης του τεμαχίου ήταν ΛΚ70.000 και όχι ΛΚ20.000 όπως αναφέρεται στο έγγραφο της συμφωνίας. Σχετικά με το δεύτερο ζήτημα, δηλαδή, κατά πόσο «η σύμβαση είναι δεκτική ειδικής εκτέλεσης» η απάντηση του δικαστηρίου, ήταν αρνητική, για τους λόγους που εξηγούνται στην πρωτόδικη απόφαση.
Ενόψει των πιο πάνω η αγωγή, απορρίφθηκε με έξοδα και εκδόθηκε δηλωτική απόφαση ως η ανταπαίτηση. Ο εφεσείων άσκησε την παρούσα έφεση με την οποία αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αναφέρεται στο θέμα της παρανομίας της σύμβασης ως συσχετιζόμενο με την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Με το δεύτερο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της ερμηνείας που δόθηκε αναφορικά με τις προϋποθέσεις που θέτει ο περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμος Κεφ. 232. Παρενθετικά σημειώνουμε ότι ο εν λόγω νόμος έχει καταργηθεί με τον περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο του 2011. Ο τρίτος λόγος έφεσης αναφέρεται στην ανταπαίτηση. Η θέση των εφεσειόντων είναι ότι η έκδοση απόφασης ως η ανταπαίτηση συνιστά «παράβαση της καθιερωμένης αρχής πως ο διάδικος που βαρύνεται με την παρανομία δεν δικαιούται να προσπορίσει όφελος από αυτή». Με τον τέταρτο λόγο έφεσης βάλλεται η ορθότητα ενδιάμεσης απόφασης του δικάσαντος δικαστηρίου ημερ. 7.4.2008 με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση των εφεσειόντων για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης λόγω καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησης. Αυτός ο λόγος έφεσης αιτιολογείται ως εξής:
«Οι ισχυρισμοί που έγινε προσπάθεια να εισαχθούν στην Ε/Α αφορούσαν διάφορες ελλείψεις του δικογράφου, για αποτελεσματική εκδίκαση της αγωγής. Το συμφέρον ορθής απονομής δικαιοσύνης προέχει ιδίως στην παρούσα περίπτωση όπου το επίδικο θέμα ήταν παρανομία σύμβασης. Θα εδίδετο η ευκαιρία παρουσίασης εγγράφων και μαρτυρίας που θα βοηθούσαν το δικαστήριο να κρίνει αποτελεσματικά τις εκατέρωθεν εκδοχές.
Η τροποποίηση δεν θα επέφερε καθυστέρηση στην εκδίκαση της αγωγής ούτε βλάβη στα συμφέροντα της εναγόμενης. Στην ένσταση της δεν εγείρει κανένα ζήτημα βλάβης των συμφερόντων της. αυτό έγινε αποδεκτό και από το Δικαστήριο. (παρα. 5 σελ. 16 της απόφασης).
Η αλήθεια των ισχυρισμών που τέθηκαν με την ένορκη δήλωση υποστήριξης της αίτησης δεν αμφισβητήθηκαν ουσιαστικά, ούτε αντεξετάστηκε η ενόρκως δηλούσα Μαριάννα Κωνσταντινίδου (παρα. 1, σελ. 17 απόφασης). Παρά ταύτα το Δικαστήριο απέρριψε τη γνησιότητα και καλόπιστη υποβολής των διαφόρων ισχυρισμών της. (παρα. 5, σελ. 15 της απόφασης).»
Εχουμε την άποψη πως πρέπει να προηγηθεί η εξέταση του τελευταίου λόγου έφεσης. Η αίτηση καταχωρήθηκε μετά την έναρξη της ακρόασης της υπόθεσης, κατά το στάδιο της κύριας εξέτασης του εφεσείοντα. Η αίτηση υποβλήθηκε από το νέο δικηγόρο που διόρισε ο εφεσείων μετά την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης. Η ζητηθείσα τροποποίηση ήταν εκτενής και κάλυπτε ευρύ φάσμα θεμάτων και γεγονότων για τα οποία, όπως τώρα διαπιστώνουμε, δόθηκε μαρτυρία η οποία, αφού αξιολογήθηκε αποτέλεσε μέρος του συνόλου της βάσης των ευρημάτων του δικάσαντος δικαστηρίου και του τελικού συμπεράσματος στο οποίο κατέληξε.
Οι τροποποιήσεις που αφορούσε η αίτηση, κάλυπταν σειρά γεγονότων που είχαν προηγηθεί της επίδικης γραπτής συμφωνίας και που οδήγησαν στην υπογραφή της. Με την τροποποίηση, επιδιωκόταν η δικογράφηση του χρόνου και τρόπου πληρωμής του ποσού των ΛΚ20.000 στον υιό της εφεσίβλητης Σάββα Ρωσσίδη ο οποίος παρέλαβε την επί τούτου εκδοθείσα επιταγή, κατόπιν ρητής και/ή εξυπακουόμενης εντολής της μητέρας του. Ζητήθηκε επίσης όπως επιτραπεί με την τροποποίηση, η δικογράφηση της κατ ισχυρισμό έκνομης συμπεριφοράς του προαναφερόμενου υιού της εφεσίβλητης και του τρόπου με τον οποίο αυτός προέβη σε παραστάσεις προς τους εφεσείοντες για να εισπράξει από αυτούς χρήματα, εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη τους, προκειμένου να επιτευχθεί η απαλλαγή του κτήματος από την υποθήκη με την οποία βαρυνόταν και να εκδοθεί «καθαρός» τίτλος ιδιοκτησίας του κτήματος έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η μεταβίβαση του στους εφεσείοντες. Θεωρούμε πως δεν είναι απαραίτητη η λεπτομερής περιγραφή των τροποποιήσεων που είχαν ζητηθεί. Ωστόσο, εξ αρχής σημειώνουμε ότι οι τροποποιήσεις που είχαν ζητηθεί δεν ήταν καθόλου άσχετες με τα επίδικα θέματα όπως είχαν κατά τα ανωτέρω προσδιοριστεί από το δικαστήριο.
Η εφεσίβλητη καταχώρησε ένσταση στην αίτηση για τροποποίηση. Οι βασικοί λόγοι της ένστασης συνοψίζονται στο ότι το αίτημα υποβλήθηκε πολύ αργά, ότι επιδιώκεται η αναδόμηση της αξίωσης των εναγόντων και ότι μεταβάλλεται σοβαρά και δυσμενώς η θέση της εναγόμενης. Προβλήθηκε ακόμη ισχυρισμός ότι με την τροποποίηση ανεπίτρεπτα επιδιώκεται η εισαγωγή μαρτυρίας στο δικόγραφο της έκθεσης απαίτησης.
Η αίτηση για τροποποίηση απορρίφθηκε με ενδιάμεση απόφαση του δικαστηρίου. Στην απόφαση καταγράφεται η πορεία της διαδικασίας που άρχισε το Νοέμβριο του 2004 με την καταχώρηση της αγωγής, τις αλλεπάλληλες αναβολές της ακρόασης, την έναρξη της ακρόασης στις 18.2.008 αλλά και τη διακοπή της κατά το στάδιο της κύριας εξέτασης του εφεσείοντα για να καταχωρηθεί η αίτηση για τροποποίηση.
Ο ευπαίδευτος δικαστής στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης για τροποποίηση αφού αναφέρθηκε στη νομολογία η οποία διέπει το θέμα παρατήρησε ότι «τα γεγονότα τα οποία θεμελιώνουν την τροποποίηση δηλ. η υπογραφή και ακύρωση του προηγούμενου πωλητήριου εγγράφου ημερ. 18.6.2002, η εξόφληση της υποθήκης Υ 2002/97 και η ύπαρξη της πολεοδομικής άδειας ΠΑΦ/1639/2003 είναι προφανές ότι ήταν γνωστά στους ενάγοντες από τα πρώτα στάδια της διαδικασίας, πριν ακόμη και από την καταχώρηση της παρούσας αγωγής και ότι η αλλαγή δικηγόρου διαδίκου δεν παρέχει, αφ΄ εαυτής, λόγο για την τροποποίηση της δικογραφίας, ούτε δικαιολογία για την καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος. (Βλ. και Γραμμές Στρίντζη Αιγίου Ναυτική Εταιρεία ν. Επίσημου Παραλήπτη (1995) 1 ΑΑΔ 607 στη σελ. 611».
Αφού ακολούθησαν σχόλια επί των ισχυρισμών που προβλήθηκαν εκατέρωθεν για το θέμα της καθυστέρησης, το δικαστήριο έκρινε ότι οι αιτητές όχι μόνο απέτυχαν να δικαιολογήσουν την καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης αλλά απέτυχαν και να αποδείξουν ότι το σχετικό διάβημα έγινε καλόπιστα. Κρίθηκε επίσης ότι με την επιδιωκόμενη τροποποίηση, παρόλο ότι είναι εκτεταμένη, δεν διαφοροποιείται η βάση της αγωγής ούτε ότι σε περίπτωση έγκρισης της αίτησης θα μπορούσε να μεταβληθεί δυσμενώς η θέση της εφεσίβλητης. Το δικαστήριο ακροθιγώς ασχολήθηκε και με άλλους δευτερεύοντες λόγους ένστασης τους οποίους έκρινε αβάσιμους.
Οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας, Διαταγή 25 καν. 1, παρέχουν δυνατότητα τροποποίησης των δικογράφων. Η επί τούτου απόφαση, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου η οποία ασκείται στη βάση καθιερωμένων κριτηρίων. Αίτηση για τροποποίηση δικογράφου μπορεί να εγκριθεί σε κάθε στάδιο της διαδικασίας εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις οι οποίες καθιστούν την τροποποίηση απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Το συμφέρον της δικαιοσύνης αποτιμάται ύστερα από συνεκτίμηση όλων των παραγόντων της κάθε υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων και των επιπτώσεων που ενδεχομένως θα προκληθούν στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου. Βλ. Εθν. Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. κ.α. ν. Βιομ. Χαρ. Αλωνεύτης Λτδ κα (2002) 1(Α) ΑΑΔ 237.
Στην Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1991) 1 ΑΑΔ 934 έχει ειπωθεί ότι η σύγχρονη τάση είναι να επιτρέπουν τα δικαστήρια τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις ακόμα και όταν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα.
Στην Astor Manufacturing and Exporting Co και Αλλων ν. A.G. Levendis και Αλλων (1993) 1 ΑΑΔ 726 αναφορικά με τον παράγοντα του χρόνου ειπώθηκαν τα εξής,
«Ο παράγοντας χρόνος είναι σχετικός. Δεν είναι όμως εκ προοιμίου και απαρέγκλιτα αποφασιστικής σημασίας. Το ίδιο ισχύει για τον κάθε ένα από τη σειρά παραγόντων που η νομολογία καθιέρωσε ως διαδραματίζοντας ρόλο. Η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου ασκείται αφού συνυπολογισθούν τα σχετικά στο πλαίσιο των ιδιαιτεροτήτων της κάθε υπόθεσης.»
Η εν προκειμένω αιτηθείσα τροποποίηση αφορούσε ουσιώδη γεγονότα που προηγήθηκαν της υπογραφής της γραπτής συμφωνίας ημερ. 10.6.2003. Τα εν λόγω γεγονότα συνδέονται στενά με το επίδικο θέμα της παρανομίας της σύμβασης το οποίο κατέστη επίδικο από την ίδια την εφεσίβλητη. Το κείμενο της γραπτής συμφωνίας δεν διαλαμβάνει ο,τιδήποτε που θα μπορούσε να συσχετισθεί με ό,τι η εφεσίβλητη εκθέτει στην έκθεση υπεράσπισης της. Ωστόσο, η αιτηθείσα τροποποίηση συσχετίζεται άμεσα με τους εν λόγω ισχυρισμούς και την εν γένει εκδοχή της εφεσίβλητης γεγονός που καθιστούσε δικαιολογημένο το αίτημα. Σκοπός της τροποποίησης ήταν η δημιουργία του αναγκαίου υποβάθρου πάνω στο οποίο θα μπορούσε ενδεχομένως να στοιχειοθετηθεί με την κατάλληλη μαρτυρία, η εκδοχή των εφεσειόντων. Απώτερος στόχος της τροποποίησης ήταν η απόδειξη της νομιμότητας της σύμβασης επί της οποίας στηρίχθηκε η αξίωση των εφεσειόντων.
Οι εφεσείοντες μπορεί να μην κατάφεραν να δικαιολογήσουν με απόλυτη πειστικότητα την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην προώθηση του δικονομικού διαβήματος. Ωστόσο, η μερική αυτή αδυναμία δεν έπρεπε να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης εφόσον το πλέον ουσιώδες υπό τις περιστάσεις κριτήριο ήταν η στάθμιση των παραγόντων που θα αποτελούσαν το εχέγγυο για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Το αίτημα υποβλήθηκε στο αρχικό στάδιο της ακρόασης και προτού συμπληρωθεί η κύρια εξέταση του εφεσείοντα. Η έγκριση του αιτήματος δεν θα διαφοροποιούσε ούτε τη βάση της αγωγής ούτε και θα προκαλούσε δυσμενείς επιπτώσεις στα δικαιώματα και συμφέροντα της εφεσίβλητης η οποία, καθώς η ίδια ομολόγησε, υπήρξε μέρος της κατ΄ ισχυρισμό παράνομης συμφωνίας η οποία προδήλως είχε ως στόχο την καταδολίευση του δημοσίου. Αντιθέτως η έγκριση της αίτησης θα εξυπηρετούσε το συμφέρον της δικαιοσύνης.
Ενόψει των πιο πάνω, ο τέταρτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει. Θεωρούμε ότι παρέλκει η εξέταση των άλλων λόγων έφεσης. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Παραχωρείται άδεια για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή ο οποίος και θα δώσει τις κατάλληλες οδηγίες οι οποίες πρέπει να δοθούν ως εκ του αποτελέσματος της έφεσης. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και σε βάρος της εφεσίβλητης. Τα έξοδα που θα προκύψουν λόγω της τροποποίησης επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
ΣΦ.