ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1962
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ 139/2009)
17 Νοεμβρίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στες]
LUKOIL CYPRUS LTD,
Εφεσείoντες/Ενaγόμενοι,
ν.
1. ΑΝΔΡΕΑ ΜΥΛΩΝΑ
2. ΓΙΑΝΝΗ ΜΥΛΩΝΑ,
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων,
ν.
1. MARPAPOL MANAGEMENT LTD
2. MARPAPOL DEVELOPMENT LTD,
Εφεσιβλήτων/Τριτοδιαδίκων.
_________
Λ. Κούσιος για Κούσιο και Κορφιώτη, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Γ. Μαυραντώνης, για τους Εφεσίβλητους.
Σ. Αγγελίδης για Λουκή Γ. Λουκαΐδη, για τους Εφεσίβλητους-Τριτοδιάδικους.
_________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ.: Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι λίγο μπερδεμένα. Οι τριτοδιάδικοι ήταν ιδιοκτήτες ακίνητου στην ενορία Χρυσελεούσης στο Στρόβολο, επί του οποίου είχε ανεγερθεί πρατήριο πώλησης και διάθεσης πετρελαιοειδών. Το πρατήριο παραχωρήθηκε στην εταιρεία EXXON MOBIL δυνάμει ενοικιαστηρίου εγγράφου ημερομηνίας 31.12.1987, μεταξύ της EXXON MOBIL και των εφεσιβλήτων τριτοδιαδίκων, ιδιοκτητών του πρατηρίου.
Σε κάποιο στάδιο οι εφεσείοντες συμφώνησαν με την EXXON MOBIL όπως υποκατασταθούν στα δικαιώματα χρήσης του πρατηρίου και στο ενοικιαστήριο έγγραφο.
Οι τριτοδιάδικοι δεν αποδέχτηκαν την εκχώρηση των δικαιωμάτων της EXXON MOBIL προς τους εφεσείοντες και προχώρησαν στη λήψη δικαστικών μέτρων. Η αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας υπ΄ αρ. 8890/2002, την οποία είχαν καταχωρήσει, συμβιβάστηκε στις 4.11.2006 και οι ιδιοκτήτες αποδέκτηκαν την ανάληψη του πρατηρίου από τους εφεσείοντες και την υποκατάστασή τους στο ενοικιαστήριο έγγραφο. Σχετικές ειδοποιήσεις δόθηκαν προς τους εφεσίβλητους ενοικιαστές του πρατηρίου, τόσο από την EXXON MOBIL, όσο και από τους εφεσείοντες. Περαιτέρω οι εφεσίβλητοι (στο εξής «οι ενοικιαστές»), συμφώνησαν όπως συνεχίσουν τη συνεργασία τους με τους εφεσείοντες στη βάση της συμφωνίας άδειας χρήσης.
Στις 29.12.2005 οι εφεσείοντες κάλεσαν τους τριτοδιάδικους ιδιοκτήτες να μεριμνήσουν για την έκδοση των αναγκαίων αδειών για τη λειτουργία του πρατηρίου, ενώ συνάμα τους προειδοποίησαν ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης θα τερμάτιζαν την ενοικίαση, αφού τυχόν λειτουργία του πρατηρίου θα ήταν παράνομη. Τελικά οι εφεσείοντες τερμάτισαν τη σύμβαση ενοικίασης.
Η κατοχή του πρατηρίου παραδόθηκε στους ιδιοκτήτες στις 6.6.2006, οι οποίοι όμως, ένα μήνα περίπου αργότερα, αξίωσαν από τους εφεσείοντες αποζημιώσεις για παράβαση της μεταξύ τους συμβατικής σχέσης και ήγειραν την αγωγή Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας υπ΄ αρ. 4405/06.
Μέσα στα πλαίσια της πιο πάνω αγωγής, το δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα για την έκδοση και επίδοση ειδοποίησης τριτοδιάδικου εναντίον των ιδιοκτητών.
Παράλληλα οι εφεσείοντες καταχώρησαν εναντίον των ενοικιαστών, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, την αγωγή υπ΄αρ. 8350/06, με την οποία αξιώνουν ακύρωση του ενοικιαστηρίου συμβολαίου του πρατηρίου και γενικές αποζημιώσεις, τόσο για παράβαση της σύμβασης ενοικίασης, όσο και για δυσφήμηση.
Στις 5.3.2009, ο δικηγόρος που αντικατέστησε τον προηγούμενο δικηγόρο των ιδιοκτητών, καταχώρησε αίτηση για συνένωση των αγωγών υπ΄ αρ. 4405/06 και 8350/06. Το πρωτόδικο δικαστήριο ύστερα από ακρόαση ενέκρινε το αίτημα αφού κατέληξε ότι υπάρχουν κοινά νομικά και πραγματικά ζητήματα μεταξύ τους, τέτοιας σημασίας που η συνεκδίκασή τους θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των διαδίκων και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η μη συμπλήρωση της δικογραφίας δεν εμποδίζει τη συνένωση και ότι εσφαλμένα θεώρησε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για συνένωση των αγωγών που βρίσκονταν ενώπιόν του. Ισχυρίζονται ακόμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι το θέμα της ευθύνης τερματισμού της ενοικίασης είναι κοινό θέμα τέτοιας σημασίας που να επιβάλλει τη συνένωση των αγωγών. Ακόμα ότι εσφαλμένα θεωρήθηκε ότι δεν υπήρξε τέτοια καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης συνένωσης ώστε αυτή να έπρεπε να απορριφθεί.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν περαιτέρω ότι εσφαλμένα το δικαστήριο θεώρησε ότι η συνένωση είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, ενώ, τέλος, εισηγούνται ότι εστερείτο αρμοδιότητας να επιληφθεί της αγωγής υπ΄ αρ. 8350/06, το αντικείμενο της οποίας υπερβαίνει τις €500.000 και συνεπώς να εκδώσει την προσβαλλόμενη με την έφεση απόφαση.
Θα αρχίσουμε από το τελευταίο. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι αφού αξιώνουν στην αγωγή υπ΄ αρ. 8350/06 ποσό €346.560 για απώλεια εσόδων και €418.074 ως έξοδα για τη συντήρηση του πρατηρίου, το ολικό ποσό της απαίτησης υπερβαίνει τις €500.000, όριο δικαιοδοσίας του εκδικάσαντος δικαστού, ο οποίος, σημειωτέον, φέρει το βαθμό Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους εφεσίβλητους ιδιοκτήτες, στο περίγραμμα αγόρευσής του, απαντά στο τιθέμενο θέμα ως ακολούθως:
«΄Οσον αφορά το θέμα της αρμοδιότητας λόγω κλίμακας ευσεβάστως υποβάλλουμε ότι κατά την περίοδο μέχρι την εκδίκαση και έκδοση της απόφασης από το Πρωτόδικο Δικαστήριο τα χαρτόσημα ήταν τέτοιου ποσού που έδινε αρμοδιότητα στο Πρωτόδικο Δικαστήριο. Η κλίμακα αυξήθηκε αργότερα με την προσθήκη χαρτοσήμων αυξημένων ποσών.».
Το επιχείρημα των εφεσειόντων δεν ευσταθεί Όπως προβλέπεται στο άρθρο 22(4)(β) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60, όπως τροποποιήθηκε, κάθε Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής ή Επαρχιακός Δικαστής, παρά το ότι το υπό αμφισβήτηση ποσό ή η αξία της επίδικης διαφοράς υπερβαίνει την ανατιθέμενη σ΄ αυτόν δικαιοδοσία, θα έχει εξουσία να εκδίδει οιονδήποτε διάταγμα σε οιαδήποτε αγωγή που δεν διαγιγνώσκει την ουσία της αγωγής.
Συνεπώς είναι φανερό ότι δεν τίθεται θέμα αρμοδιότητας, αφού κάθε δικαστής έχει δικαίωμα να εκδίδει οποιοδήποτε διάταγμα που δεν άπτεται της ουσίας της αγωγής. Το διάταγμα συνένωσης αγωγών ασφαλώς και δεν άπτεται της ουσίας της αγωγής και είναι μία από τις διαδικασίες τις οποίες ακόμα και Επαρχιακός Δικαστής μπορεί να εκδικάσει, έστω κι΄ αν το αξιούμενο ποσό είναι εκτός της ανατεθείσας σ΄ αυτόν δικαιοδοσίας.
Οι εφεσείοντες, όπως είπαμε, υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έπρεπε να απορρίψει την αίτηση συνένωσης αφού δεν είχε συμπληρωθεί η δικογραφία. Υπενθυμίζουν ότι επίδικα θέματα είναι εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τα δικόγραφα των αντιδίκων και ότι ο επακριβής προσδιορισμός των θεμάτων αυτών διασφαλίζει το δικαίωμα διάδικου για ουσιαστική ευκαιρία απάντησης στις θέσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου του (Παπαγεωργίου ν. Λούη Κλάππα (Investments Services Ltd) (1991) 1 Α.Α.Δ. 24 αλλά και Courtis and others v. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180 και Loucaides v. C.D.Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R. 134).
Οι πιο πάνω αρχές είναι βέβαια ορθές και αναμφισβήτητες αλλά δεν καταργούν το δικαίωμα του δικαστηρίου να συνενώσει δύο ή περισσότερες αγωγές αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της Δ.14, θ.2, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Το ουσιώδες κριτήριο για τη συνένωση που θέτει η Δ.14, θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας είναι η ύπαρξη κοινών πραγματικών ή νομικών ζητημάτων όπως αυτά διατυπώνονται αποκλειστικά από την έκθεση απαίτησης των αγωγών και ανεξαρτήτως του περιεχομένου των υπερασπίσεων (Samata Enterprises Ltd ν. Σταύρου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1876).
Συγκεκριμένα η Δ.14 θ.2 προνοεί ότι όταν δύο ή περισσότερες αγωγές εκκρεμούν στο ίδιο δικαστήριο, είτε από τους ίδιους, είτε διαφορετικούς ενάγοντες εναντίον των ίδιων ή διαφορετικών εναγομένων και οι απαιτήσεις των αγωγών αυτών συνεπάγονται κοινό νομικό ή πραγματικό ζήτημα τέτοιας σημασίας, ώστε να καθίσταται επιθυμητή η συνένωση των αγωγών, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη συνένωση.
Είναι προφανές από τα γεγονότα, όπως έχουν εκτεθεί στην αρχή της παρούσας απόφασης, ότι οι δύο αγωγές συνεπάγονται κοινά ζητήματα τέτοιας σημασίας που καθιστούν επιθυμητή τη συνένωση των αγωγών. Το ερώτημα κατά πόσο, για παράδειγμα, οι εφεσείοντες έχουν νόμιμο δικαίωμα κατοχής του πρατηρίου ή όχι, ασφαλώς και επηρεάζει τα δικαιώματα, τόσο των ιδίων, όσο και των ενοικιαστών του πρατηρίου. Αν η ύπαρξη κοινών ζητημάτων μπορεί να πιστοποιηθεί από τις εκθέσεις απαίτησης, δεν βλέπουμε γιατί θα πρέπει τα δικόγραφα να συμπληρωθούν πριν οι αγωγές συνενωθούν. Εξ άλλου, η συνένωση των αγωγών δεν αποκλείει τον καθορισμό στην ολότητά τους των επιδίκων θεμάτων και μετά τη συνένωση.
Τα πιο πάνω απαντούν και στους δύο ακόμα λόγους έφεσης, ότι δηλαδή λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη συνένωση των δύο αγωγών και ότι λανθασμένα αποφάσισε ότι το θέμα της ευθύνης τερματισμού και ενοικίασης είναι κοινό θέμα τέτοιας σημασίας που να επιβάλλει τη συνένωση των αγωγών. Είδαμε προηγουμένως ότι οι προϋποθέσεις για συνένωση υπάρχουν, αλλά και καταλήξαμε ότι το θέμα της ευθύνης τερματισμού και ενοικίασης είναι πράγματι κοινό θέμα τέτοιας σημασίας που να επιβάλλει τη συνένωση των αγωγών. Και ασφαλώς δεν είναι ακριβές ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου συνιστά υπεραπλούστευση των νομικών ζητημάτων και γεγονότων.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ακόμα ότι εσφαλμένα δεν κρίθηκε ότι η καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης συνένωσης ήταν τέτοια που συνηγορούσε στην απόρριψή της.
Παρά την κάποια αντίφαση που υπάρχει μεταξύ του προηγούμενου ισχυρισμού των εφεσειόντων, ότι η αίτηση συνένωσης ουσιαστικά καταχωρήθηκε πρόωρα αφού θα έπρεπε να συμπληρωθούν πρώτα τα δικόγραφα και του επιχειρήματος ότι η αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί λόγω καθυστέρησης, πρέπει να πούμε ότι, όπως πολύ σωστά σημειώνει και το πρωτόδικο δικαστήριο, το στοιχείο της καθυστέρησης λαμβάνεται υπ΄ όψιν κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου (Μενελάου κ.α. ν. Ξενοφώντος κ.α. (1989) 1 Α.Α.Δ. 371), ενώ αίτηση συνένωσης μπορεί να καταχωρηθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας (Μακρίδης ν. Μιχαηλίδου (Αρ.1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 416).
Το δικαστήριο έλαβε επίσης υπ΄ όψιν ότι ο δικηγόρος των ιδιοκτητών είχε αλλάξει προσφάτως και ότι είχε ζητήσει αναβολή της ακρόασης ούτως ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να καταχωρήσει αίτηση συνένωσης, χωρίς οι υπόλοιποι διάδικοι να εγείρουν οποιαδήποτε προς τούτο ένσταση. Η καταχώρηση της αίτησης για συνένωση των αγωγών, σύμφωνα με το δικαστήριο, πραγματοποιήθηκε την αμέσως επόμενη ημέρα.
Την ίδια τύχη θα πρέπει να έχει και ο τελευταίος λόγος έφεσης σύμφωνα με τον οποίο οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι η συνένωση των αγωγών δεν είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Δεν βλέπουμε κανένα επιχείρημα να υποστηρίζει το λόγο αυτό. Δεν συμφωνούμε ότι η διαδικασία θα περιπλακεί και θα καθυστερήσει, με αποτέλεσμα να σπαταληθεί χρόνος και να δημιουργηθούν έξοδα που άλλως δεν θα προέκυπταν. Αντίθετα, όπως τονίζει και το πρωτόδικο δικαστήριο, με τη συνένωση στοχεύεται η αποφυγή πολλαπλότητας στις δικαστικές διαδικασίες, περιορίζονται τα έξοδα και επιτυγχάνεται εξοικονόμηση δικαστικού χρόνου.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Μ. Νικολάτος, Δ.
Κ. Κληρίδης, Δ.
/ΜΔ