ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 1 ΑΑΔ 1727

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.  412/2008)

 

11 Οκτωβρίου, 2011

 

[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ,  Δ/στές]

 

ΒΑΡΒΑΡΑ  ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

 Εφεσείουσα,

ΚΑΙ

 

1.     ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

2.    CHR. & C. MITSIDES,

Εφεσίβλητοι.

_________________________

 

Χ. Αρτέμης για Σκορδή & Παπαπέτρου, για την Εφεσείουσα.

Αντ. Δράκος, για τους Εφεσίβλητους.

__________________________

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.:   Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

                                             ο Δικαστής Νικολάτος.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:   Στις 5.2.2002, στη Λεωφ. Λεμεσού στα Λατσιά, συνέβηκε τροχαίο ατύχημα στο οποίο τραυματίστηκε η ενάγουσα-εφεσείουσα.  Την ευθύνη για το ατύχημα ανέλαβαν εξ ολοκλήρου οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι. 

 

Η εφεσείουσα καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με την οποίαν διεκδίκησε αποζημιώσεις (α)  για πόνο και ταλαιπωρία, (β) για απώλεια εισοδημάτων, (γ) για έξοδα οικιακής βοήθειας και (δ)  για ιατρικά και άλλα συναφή έξοδα σε σχέση με φυσιοθεραπείες και φάρμακα.  Ήταν παραδεκτό γεγονός ότι από το ατύχημα η εφεσείουσα υπέστη κάκωση στην αυχενική και οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης.  Όπως εξήγησαν οι ιατροί, μάρτυρες ΜΕ 4, ΜΕ5, ΜΕ6 και ΜΕ7, η εφεσείουσα υπέστη σοβαρές θλάσεις στον αυχένα και στην οσφή, χωρίς διάγνωση κατάγματος.  Η θλάση του αυχένα προκάλεσε ευθειασμό αυχενικής μοίρας.  Ευθειασμός είναι η σύσπαση των αυχενικών μυώνων.  

 

Σύμφωνα με την ιατρική μαρτυρία που παρουσίασε η εφεσείουσα η κατάσταση της ήταν η εξής: 

 

(α)   Τον Αύγουστο του 2002 η αξονική τομογραφία έδειξε ελαφράς μορφής πρόπτωση δίσκου.

(β)  Τον Απρίλιο του 2003 διαπιστώθηκαν οστεόφυτα και εκφυλιστικές αλλοιώσεις στο επίπεδο Α4 και Α5 και στους μεσοσπονδύλιους δίσκους. 

 

(γ)  Τον Μάρτιο του 2006, στη μαγνητική τομογραφία που έγινε, διαπιστώθηκε σπονδυλόλυση του πέμπτου οσφυϊκού σπονδύλου (05) καθώς και οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις στην περιοχή Θ8 - Θ9 και Θ10 - Θ11. 

 

Η Υπεράσπιση δεν αμφισβήτησε τα προαναφερόμενα ιατρικά ευρήματα, υποστήριξε όμως πως δεν προκλήθηκαν εξ ολοκλήρου από και δεν συνδέονταν άμεσα με τον τραυματισμό της εφεσείουσας κατά το επίδικο ατύχημα.  Οι οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις, σύμφωνα με την εκδοχή της Υπεράσπισης η οποία υποστηρίχθηκε από τον ιατρό Χριστοδουλάκη, ΜΥ1, προϋπήρχαν του επίδικου τραυματισμού.  Ο τραυματισμός πιθανόν να επιδείνωσε την προϋπάρχουσα κατάσταση. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε την εκτενή μαρτυρία και των δύο πλευρών.  Κατέθεσαν τέσσερις ορθοπεδικοί γιατροί για την εφεσείουσα και ένας για τους εφεσίβλητους.  Συνοψίζοντας τη  μαρτυρία τους το πρωτόδικο δικαστήριο την κατέταξε στις εξής κατηγορίες:   (α) στις κακώσεις που υπέστη η εφεσείουσα κατά το επίδικο ατύχημα,  (β)  σε τυχόν προϋπάρχοντα προβλήματα υγείας της εφεσείουσας και ειδικά στο ζήτημα του κατά πόσον τα οστεόφυτα και οι οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις προϋπήρχαν του ατυχήματος όπως υποστήριξε η Υπεράσπιση ή όχι, και (γ) στην εξέλιξη των κακώσεων και τις επιπτώσεις τους.

 

Προέβη σε ενδελεχή και λεπτομερή ανάλυση της μαρτυρίας, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, και στη συνέχεια έκαμε αξιολόγηση της μαρτυρίας.  Έκρινε ότι η εφεσείουσα είχε τάση υπερβολής των προβλημάτων που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει από τις κακώσεις που υπέστη.  Διέγνωσε προσπάθεια διόγκωσης των τραυμάτων καθώς και των συνεπειών τους.  Η εντύπωση που έδωσε στο δικαστήριο η εφεσείουσα ήταν ότι αφέθηκε στο πρόβλημα της χωρίς η ίδια, ως ασθενής, να αντιδράσει για να το αντιμετωπίσει και να βελτιώσει την κατάσταση της.   Τα υποκειμενικά παράπονα της, για συνεχείς ενοχλήσεις και πόνους, δεν υποστηρίζονταν από την ιατρική εικόνα όπως παρουσιάστηκε στο δικαστήριο.

 

Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ότι η εφεσείουσα, κατά το επίδικο ατύχημα, υπέστη τις σοβαρές θλάσεις αυχένα και οσφύος που περιέγραψαν οι ΜΕ 4, 5, 6 και 7 στη μαρτυρία τους.  Παρόλο που προσφέρθηκε στην εφεσείουσα η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή και θεραπεία με την τοποθέτηση αυχενικού κολάρου, αυτή δεν επανήλθε στην προηγούμενη κατάσταση και δεν ανάρρωσε όπως αναμενόταν.  Αντίθετα η κατάσταση της επιδεινώθηκε και παρέμεινε αστάθεια στην αυχενική  μοίρα, ως μόνιμο κατάλοιπο.  Αποτέλεσμα αυτής της αστάθειας είναι και οι κρίσεις αυχεναλγίας με συμπτώματα κεφαλαλγίας, ζαλάδες, εύκολη κόπωση και μούδιασμα στις ωμοπλάτες.  Οι κρίσεις αυτές παρουσιάζονται τρεις περίπου φορές το χρόνο, συνήθως μετά από σωματική κόπωση ή καιρικές αλλαγές.  Ούτε η θλάση στην αυχενική μοίρα αποκαταστάθηκε.  Και στο σημείο αυτό παρουσιάστηκε επιπλοκή, αρχικά με μικρή προβολή δίσκου στον 05 οσφυϊκό σπόνδυλο, η οποία εξελίχθηκε ακολούθως σε σπονδυλόλυση με πιθανότητα σπονδυλολίσθησης στο μέλλον.  Οι βασικοί λόγοι που συνέβαλαν στη μη αποκατάσταση της υγείας της εφεσείουσας ήταν, όπως σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, η σοβαρότητα των θλάσεων, η προϋπάρχουσα κατάσταση της υγείας της, με την ύπαρξη εκφυλιστικών αλλοιώσεων στην περιοχή των κακώσεων και το γεγονός ότι η εφεσείουσα δεν ακολούθησε το ενδεδειγμένο πρόγραμμα φυσιοθεραπείας. 

 

Το δικαστήριο βασίστηκε στη μαρτυρία των ΜΕ 4 και ΜΥ 1, αναφορικά με το ζήτημα της προϋπάρχουσας κατάστασης της υγείας της εφεσείουσας.

 

Αναφορικά με την ικανότητα της εφεσείουσας να εργάζεται, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε πως αυτή μπορεί να εκτελεί την προ του ατυχήματος εργασία της (επισκέπτρια σε φαρμακεία) ή άλλη καθιστική ή παρεμφερή εργασία.  Η κατάσταση της υγείας της δεν της επιτρέπει όμως να σηκώνει βαριά αντικείμενα ή να εκτίθεται σε επίπονη εργασία που συνεπάγεται παρατεταμένη ορθοστασία και σωματική κόπωση.  Δεν την εμποδίζει να εργάζεται ή να εκτελεί τις καθημερινές οικιακές της εργασίες.  Το δικαστήριο όμως είπε ότι η εφεσείουσα θα έχει πρόβλημα κατά τις περιόδους των οξέων φάσεων του προβλήματος της, στις οποίες αναφέρθηκε, και οι οποίες υπολογίστηκαν στις τρεις φορές το χρόνο.   Κατά τη διάρκεια αυτών των φάσεων θα χρειάζεται ξεκούραση και φυσιοθεραπεία.  Η φυσιοθεραπεία, κατά τις περιόδους υποτροπής του  προβλήματος της, καθορίστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο σε 40 φορές το χρόνο.  Η εφεσείουσα επίσης θα πρέπει να επιδίδεται σε γυμναστική και κολύμπι και να διατηρεί γυμνασμένο το μυϊκό σύστημα των παρασπονδύλιων μυώνων. 

 

Όπως ήδη αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ως απόλυτα αξιόπιστους μάρτυρες τους τέσσερις γιατρούς που έδωσαν μαρτυρία για την εφεσείουσα.  Η μαρτυρία τους παρουσίασε όμως μια διάσταση ως προς το χρόνο κατά τον οποίο παρουσιάστηκαν τα οστεόφυτα και οι εκφυλιστικές αλλοιώσεις στην αυχενική και οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής της στήλης.  Οι ΜΕ 5 και 6 υποστήριξαν πως αυτά παρουσιάστηκαν σε μεταγενέστερο χρόνο από τον επίδικο τραυματισμό και είναι απότοκο των κακώσεων που υπέστη.  Αντίθετα ο ΜΕ 4 υποστήριξε πως αυτά προϋπήρχαν αλλά οπωσδήποτε επιδεινώθηκαν από τις θλάσεις.  Το ίδιο υποστήριξε και ο ΜΥ 1, ενώ ο ΜΕ 7 δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να προϋπήρχαν.   Το δικαστήριο, γι΄  αυτό το θέμα, απέρριψε την άποψη των ΜΕ 5 και 6 και δέχθηκε την εκτίμηση των ΜΕ 4 και ΜΥ 1.

 

Για την εφεσείουσα το δικαστήριο παρατήρησε ότι αυτή ήταν ηλικίας 38 ετών κατά την έκδοση της απόφασης, και ότι η εικόνα που προσπάθησε να παρουσιάσει στο δικαστήριο, του ανήμπορου ανθρώπου που δεν μπορεί να ασχοληθεί με οτιδήποτε, δεν υποστηριζόταν από την ιατρική μαρτυρία και τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων.  Επιπρόσθετα το πρόβλημα της οξύνθηκε από το ότι αυτή δεν ακολούθησε το πρόγραμμα φυσιοθεραπείας που της συνέστησαν οι γιατροί του Νοσοκομείου (ΜΕ 5 και 6).  Τόνισε, το πρωτόδικο δικαστήριο, την επισήμανση του γιατρού ΜΕ 4 ότι η θεραπεία της εφεσείουσας μέχρι τον Ιανουάριο του 2003, όταν τον επισκέφθηκε για πρώτη φορά, ήταν ατελής.  Όσον αφορά την  ικανότητα της εφεσείουσας να εργαστεί, το δικαστήριο δέχτηκε τη θέση της για ενοχλήσεις που αυτή αισθανόταν όταν εργάστηκε για διάστημα 4 μηνών (στο Νοσοκομείο Λεμεσού).  Όμως δεν δέχθηκε και απέρριψε τη μαρτυρία και τα υποκειμενικά της παράπονα για συνεχείς πόνους, επαναλαμβανόμενες κρίσεις και πλήρη ανικανότητα να εργαστεί ή να εκτελέσει οποιαδήποτε οικιακή εργασία. 

 

Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ότι η εφεσείουσα εδικαιούτο σε ποσό €35.000.- ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση για τις κακώσεις που υπέστη.  Το κατέστησε σαφές ότι, στον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης, έλαβε σοβαρά υπόψη του νομολογία σχετική με αποζημιώσεις για επιδείνωση προϋπάρχουσας βλάβης - Δέστε την απόφαση Αριστείδου ν. Παυλίδου (1999) 1 ΑΑΔ 2153 και Καρδανάς κ.α. ν. Καραμούζη (2007) 1(Α) ΑΑΔ, 191.  

Αναφορικά με την αξίωση για απώλεια μελλοντικών απολαβών, το πρωτόδικο δικαστήριο, κατέληξε ότι η εφεσείουσα δεν έχει καταστεί ανίκανη να εκτελεί την εργασία της ή άλλη παρεμφερή εργασία και επομένως δεν δικαιολογείται αποζημίωση για απώλεια εισοδημάτων με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή, όπως ήταν η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της.  Όμως με βάση τις διαπιστώσεις του δικαστηρίου θα υπήρχε κάποιος περιορισμός των εισοδημάτων της λόγω των οξέων φάσεων του προβλήματος της, που αναμένονται να παρουσιαστούν και επομένως ότι δικαιολογείτο η επιδίκαση ενός, κατ΄  αποκοπή, ποσού για μείωση της εισοδηματικής της ικανότητας.  Οι φάσεις αυτές υπολογίστηκαν σε τρεις φορές ετήσια και το δικαστήριο επεδίκασε το κατ΄ αποκοπή ποσό των €20.000.-   Το δικαστήριο καθοδηγήθηκε από τις αποφάσεις στις υποθέσεις Καρδανάς κ.α. ν. Καραμούζη (ανωτέρω) και Θεοφάνους κ.α. ν. Κουρουκλά κ.α. (2006) 1 Α.Α.Δ. 528.

 

Για τα μελλοντικά έξοδα και τις ειδικές ζημιές της εφεσείουσας το δικαστήριο είπε ότι:

 

Η εισήγηση για υπολογισμό των εξόδων φυσιοθεραπείας στη βάση των 40 επισκέψεων το χρόνο, ήταν  λογική και βασιζόταν στην ιατρική μαρτυρία.  Ενόψει της ηλικίας της εφεσείουσας το δικαστήριο έκρινε ότι ο ορθός πολλαπλασιαστής ήταν τα 15 χρόνια και δεδομένου ότι κάθε επίσκεψη στο φυσιοθεραπευτή κοστίζει €34.- (Λ.Κ.20) κατέληξε στο συνολικό ποσό των €20.400.- (15 Χ 34 Χ 40).  Ως προς τις απώλειες μισθών, το δικαστήριο έκρινε ότι ήταν δικαιολογημένες και βασίζονταν στην ιατρική μαρτυρία.  Δέχτηκε την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσιβλήτων για συνολική άδεια ασθενείας ενός έτους.  Δεδομένου ότι οι καθαρές μηνιαίες απολαβές της εφεσείουσας ήταν €706.40 (Λ.Κ. 413.44), οι απολαβές της για ένα έτος ανέρχονταν σε €8.476,85 και αφού πρόσθεσε και ποσό €240 (€20 το μήνα) για μερική χρήση  αυτοκινήτου, κατέληξε στο συνολικό ποσό των €8.716,85 ως ειδική ζημιά για απώλεια μισθών.  Το δικαστήριο καθόρισε αποζημίωση ύψους €4.080, δηλαδή €1.360 Χ 3 χρόνια για φυσιοθεραπεία που έκανε η εφεσείουσα.  Το σύνολο της ειδικής ζημιάς καθορίστηκε σε €14.359,40, που περιλαμβάνει εκτός από την απώλεια μισθών ενός έτους και έξοδα φυσιοθεραπείας για τρία έτη, τα έξοδα των φαρμάκων, ιατρικά έξοδα, ακτινολογικά έξοδα, αστυνομική έκθεση και κάλτσες-περιλαιμικό κολάρο.   Το σύνολο των προαναφερόμενων ποσών είναι €89.759,40, δηλαδή €20.400 για μελλοντικά έξοδα φυσιοθεραπείας, €55.000 υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων (€35.000 γενικές και €20.000 κατ΄ αποκοπή ποσόν για μείωση της εισοδηματικής της ικανότητας) συν €14.359,40 ειδικές αποζημιώσεις. 

 

Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προσβάλλεται και από τις δύο πλευρές.  Με την έφεση της η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη για τους εξής λόγους:

1.      Η απόφαση δεν συνάδει με τη μαρτυρία, την οποία, εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αξιολόγησε και ορθά.

2.    Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα επιδίκασε έκδηλα χαμηλές γενικές αποζημιώσεις υπέρ της εφεσείουσας.

3.    Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα δεν επιδίκασε αποζημιώσεις για απώλεια μελλοντικών απολαβών, στη βάση της μεθόδου του πολλαπλασιαστή.

4.    Διαζευκτικά προς το λόγο 3, το ποσό που επιδικάστηκε, κατ΄ αποκοπή, για τις δυσκολίες στην εκτέλεση της εργασίας της εφεσείουσας και τη συνεπαγόμενη μείωση της εισοδηματικής της ικανότητας, δηλαδή €20.000, είναι έκδηλα χαμηλό.

5.    Λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε μόνο ποσό €20.400 ως αποζημίωση για μελλοντικά έξοδα φυσιοθεραπείας.

6.    Το ποσό που επιδικάστηκε ως ειδικές αποζημιώσεις από το πρωτόδικο δικαστήριο είναι λανθασμένα χαμηλό.

7.    Λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επιδίκασε αποζημιώσεις για μελλοντικά έξοδα οικιακής βοηθού, τουλάχιστον κατά τις περιόδους των κρίσεων.

 

Με την αντέφεση τους οι εφεσίβλητοι, επίσης προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για τους εξής λόγους:

 

1.     Το ποσό των €35.000 που επιδικάστηκε σαν γενικές αποζημιώσεις είναι υπερβολικά ψηλό.

2.    Η αποδοχή από μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου του μέρους της μαρτυρίας της εφεσείουσας ότι πριν το δυστύχημα αυτή δεν είχε οποιεσδήποτε ενοχλήσεις αυχένα και οσφύος, δεν ήταν επιτρεπτή και έρχεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία.

3.    Η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως η μη αποκατάσταση των κακώσεων της εφεσείουσας οφειλόταν στο ότι αυτή δεν ακολούθησε το ενδεδειγμένο πρόγραμμα φυσιοθεραπείας, από δική της αμέλεια, δεν λήφθηκε επαρκώς υπόψη, από το πρωτόδικο δικαστήριο, κατά τον υπολογισμό των αποζημιώσεων.

4.    Εσφαλμένη είναι και η επιδίκαση, κατ΄ αποκοπή ποσού, για απώλεια μελλοντικών απολαβών ύψους €20.000, μετά που το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας για ανικανότητα της να ασχοληθεί με επικερδή εργασία.

5.    Λανθασμένος ήταν και ο υπολογισμός του πολλαπλασιαστή και του πολλαπλασιαστέου σε σχέση με τα μελλοντικά έξοδα φυσιοθεραπείας της εφεσείουσας. 

 

Αναφορικά με την έφεση, η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας είναι ότι το δικαστήριο δεν θα έπρεπε να είχε δεχθεί τη μαρτυρία των γιατρών για ύπαρξη οστεόφυτων και σπονδυλοαρθριτικών αλλοιώσεων πριν το ατύχημα, ότι έπρεπε να είχε δεχθεί τη  μαρτυρία της εφεσείουσας ότι αυτή ήταν ανήμπορη για διεξαγωγή εργασίας, ότι αυτή θα χρειαζόταν οικιακή βοηθό για όλες τις περιόδους και όχι μόνο για τις οξείες φάσεις του προβλήματος της και ότι θα έπρεπε να είχε δεχθεί τη θέση της εφεσείουσας ότι αυτή ακολούθησε τις οδηγίες των γιατρών και των φυσιοθεραπευτών και δεν αφέθηκε στο πρόβλημα της, όπως λανθασμένα βρήκε το δικαστήριο.   Δεν συμφωνούμε με αυτή τη θέση της εφεσείουσας.   Είναι ανεπίτρεπτο η εφεσείουσα να ζητά, ουσιαστικά, να μη γίνει δεκτή η  μαρτυρία του δικού της γιατρού Μ.Ε. 4.   Κάθε διάδικος δεσμεύεται από τη μαρτυρία των δικών του μαρτύρων και δεν δικαιούται να την αμφισβητεί. 

 

Εν πάση περιπτώσει θεωρούμε ότι το  πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε λεπτομερή ανάλυση της μαρτυρίας, και ότι τα συμπεράσματα του ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων δεν είναι μεμπτά για οποιονδήποτε λόγο.   Ήταν απόλυτα επιτρεπτό για το πρωτόδικο δικαστήριο να απορρίψει τη μαρτυρία της εφεσείουσας ως υπερβολική και να δεχθεί τη  μαρτυρία των τεσσάρων γιατρών της αναφορικά με τις σωματικές της βλάβες, όπως και ήταν απόλυτα επιτρεπτό για το πρωτόδικο δικαστήριο να δεχθεί τη μαρτυρία του ΜΕ 4 και του ΜΥ 1 αναφορικά με την προϋπάρχουσα κατάσταση της σπονδυλικής στήλης της εφεσείουσας.  Ως προς το ζήτημα των συνθηκών υπό τις οποίες η εφεσείουσα σταμάτησε για ένα  μεγάλο διάστημα να υφίσταται τη δέουσα θεραπεία, με αποτέλεσμα η θεραπεία της να είναι ατελής και αυτή να μην έχει αναρρώσει στο βαθμό που θα μπορούσε να αναρρώσει αν συμπλήρωνε τη θεραπεία, και πάλι θεωρούμε ότι ήταν ελεύθερο, το πρωτόδικο δικαστήριο, να απορρίψει τη μαρτυρία της εφεσείουσας και να δεχθεί ουσιαστικά τη μαρτυρία του ΜΕ 4 και του ΜΥ 1, στο σημείο αυτό. 

 

Ως προς το ύψος των γενικών αποζημιώσεων δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ούτε με την εφεσείουσα που υποστηρίζει ότι αυτό ήταν έκδηλα χαμηλό, αλλά ούτε και με τους εφεσίβλητους που υποστηρίζουν ότι αυτό ήταν έκδηλα ψηλό.  Κατά την εκτίμηση μας το ποσό των γενικών αποζημιώσεων ήταν  μάλλον ψηλό για τις σωματικές βλάβες της εφεσείουσας αλλά όχι εκτός των ευλόγων πλαισίων άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.  Επομένως δεν υπάρχει λόγος για επέμβαση του Εφετείου.  

 

Σε σχέση με την ικανότητα της εφεσείουσας να κάνει επικερδή εργασία και πάλι θεωρούμε πως το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν ορθό.  Με βάση την ενώπιον του ιατρική μαρτυρία το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά κατά την κρίση μας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα δεν ήταν ανίκανη για κάθε επικερδή εργασία αλλά ότι, κατά τις περιόδους των κρίσεων που θα αντιμετωπίσει κατά το υπόλοιπο της ζωής της και οι οποίες υπολογίστηκαν σε τρεις περίπου το χρόνο, θα απωλέσει κάποιο ποσό υπό μορφή μείωσης της εισοδηματικής της ικανότητας.   Δεν θεωρούμε ότι το κατ΄ αποκοπή ποσό των €20.000 για αυτή την απώλεια είναι είτε έκδηλα χαμηλό, είτε έκδηλα ψηλό. 

 

Στην παρούσα υπόθεση, όπως και στις υποθέσεις Καρδανάς και Θεοφάνους (ανωτέρω), η εφεσείουσα, η οποία είχε το βάρος απόδειξης της μείωσης της εισοδηματικής της ικανότητας, δεν πρόσφερε επαρκή μαρτυρία και άφησε κάποιο κενό.   Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι, υπό τις περιστάσεις, δεν ήταν πρακτικώς εφικτό να αποτιμηθεί η μείωση της εισοδηματικής ικανότητας της εφεσείουσας με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή και του πολλαπλασιαστέου και ως εκ τούτου, εκτιμούμε ότι, το δικαστήριο  ήταν ελεύθερο να ακολουθήσει τη μέθοδο του κατ΄ αποκοπή ποσού, όπως και έπραξε, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες αυθεντίες.

 

Ως προς το ζήτημα των εξόδων για μελλοντικές φυσιοθεραπείες θεωρούμε πως ο πολλαπλασιαστής 15 που χρησιμοποιήθηκε ήταν χαμηλός για γυναίκα 38 ετών κατά την έκδοση της απόφασης.   Συναφώς παρατηρούμε ότι η εφεσείουσα θα χρειάζεται τις φυσιοθεραπείες μέχρι το τέλος της ζωής της.  Ο πολλαπλασιαστής είναι διαφορετικός όταν πρόκειται για απώλεια εισοδημάτων, οπόταν υπολογίζεται μέχρι την ηλικία συνταξιοδότησης και διαφορετικός όταν πρόκειται για μελλοντικά ιατρικά και συναφή έξοδα, όπως στην προκείμενη περίπτωση, οπόταν υπολογίζεται μέχρι το αναμενόμενο τέλος της βιολογικής ζωής.  Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε ότι ο ορθός πολλαπλασιαστής θα έπρεπε να ήταν 22 αντί 15.     

 

Ο υπολογισμός που έγινε στη βάση των 40 φυσιοθεραπειών το χρόνο με κόστος €34 για την κάθε φυσιοθεραπεία ήταν δικαιολογημένος.   Η μαρτυρία της εφεσείουσας και της φυσιοθεραπεύτριας της ΜΕ 2 δεν έγιναν δεκτές επί του προκειμένου.

 

Οι ειδικές αποζημιώσεις είναι επίσης κατά την κρίση μας ορθά υπολογισθείσες, συνάδουν με τη μαρτυρία που δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, και δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης του Εφετείου. 

 

Για τη μη επιδίκαση μελλοντικών εξόδων οικιακής βοηθού παρατηρούμε ότι το δικαστήριο θα μπορούσε να επιδικάσει τέτοια έξοδα για τις περιόδους των κρίσεων της εφεσείουσας.  Όμως εν όψει της, μάλλον γενναιόδωρης, επιδίκασης γενικών αποζημιώσεων δεν θεωρούμε  ορθό να επέμβουμε.

 

Αναφορικά με τους υπόλοιπους λόγους αντέφεσης,  θεωρούμε ότι είναι αβάσιμοι.  Κατά την εκτίμηση μας το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έσφαλε ούτε ως  προς το ζήτημα της προϋπάρχουσας κατάστασης της υγείας της εφεσείουσας, ούτε ως προς το συνυπολογισμό της μη ακολούθησης, από την εφεσείουσα, του ενδεδειγμένου προγράμματος φυσιοθεραπείας, ούτε ως προς την ικανότητα της για επικερδή εργασία στο μέλλον.

 

Με βάση τα προαναφερόμενα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στα συμπεράσματα του επί των γεγονότων, ορθά καθοδηγήθηκε από τη σχετική νομολογία, ορθά εφάρμοσε τις σχετικές νομικές αρχές και κατέληξε σε απόφαση την οποίαν θεωρούμε δίκαιη με βάση τα δεδομένα που είχε ενώπιον του, εκτός από το ζήτημα των εξόδων μελλοντικής φυσιοθεραπείας της εφεσείουσας τα οποία αυξάνονται από €20.400 (15 Χ 34 Χ 40) σε €29.920 (22 Χ 34 Χ 40), δηλαδή αυξάνοντας τον πολλαπλασιαστή από 15 σε 22.

 

Υπό τις περιστάσεις η έφεση επιτυγχάνει μερικώς και η αντέφεση απορρίπτεται.   Η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται ως ανωτέρω.   Το ένα δεύτερο των εξόδων της έφεσης και της αντέφεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας.

 

                                                      Δ.

                                                      Δ.

                                                      Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο