ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 1 ΑΑΔ 1848

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 304/2008)

 

21 Οκτωβρίου 2011 

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π/ρος, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

 

ZENA COMPANY LTD,

Εφεσείουσα

- και -

 

DEMENIAN CATERING LTD,

Εφεσίβλητης

--------------------------------

 

Χρ. Ερωτοκρίτου (κα), για την Εφεσείουσα.

Δ. Χατζηνέστορος, για την Εφεσίβλητη.

 

--------------------------------

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

 

 

Α Π Ο ΦΑ Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η εφεσίβλητη εταιρεία  ενοικίασε από το 1996 από την εφεσείουσα εταιρεία, ιδιοκτήτρια του κτιριακού συγκροτήματος γνωστού ως «Μέγαρο Ζήνα», δύο καταστήματα που βρίσκονται στην οδό Πριγκιπίσσης Ντε Τύρας που μετονομάσθηκε σε οδό Ζήνας Κάνθερ.  Η τελευταία μεταξύ των διαδίκων ενοικίαση συνομολογήθηκε την 1.9.2003 μέχρι τις 30.8.2005, στη λήξη της οποίας η εφέσιβλητη κατέστη θέσμια ενοικιάστρια των καταστημάτων τα οποία χρησιμοποιούνταν και εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ως snack bar και καφετέρια. 

 

        Αποτέλεσε τη θέση της εφεσείουσας πρωτοδίκως ότι η εφεσίβλητη όλως παρανόμως ανήγειρε στα ενοικιαζόμενα υποστατικά διάφορες πρόσθετες κατασκευές από τσίγκους, μεταλλικούς σκελετούς, ξύλινη εξέδρα εμβαδού 7 τ.μ. και υπόστεγο από μεταλλική κατασκευή και πτυσσόμενες τέντες καλυμμένα με πλαστικό ύφασμα.  Λόγω των παρανόμων αυτών ενεργειών, ο Δήμος Λευκωσίας ήγειρε στις 27.11.2007 εναντίον αμφοτέρων  των  διαδίκων  και  των  διευθυντών  τους την υπ΄ αρ. 36912/07 ποινική υπόθεση, η οποία κατά την καταχώρηση της αγωγής και αίτησης για προσωρινό διάταγμα, ως θα αναφερθεί κατωτέρω, ακόμη εκκρεμούσε.  Σε μια προσπάθεια υποβοήθησης της εφεσίβλητης, η εφεσείουσα αποδέχθηκε να υπογράψει σχετικά αρχιτεκτονικά σχέδια ετοιμασθέντα από την εφεσίβλητη προς προώθηση στο Δήμο Λευκωσίας για εξασφάλιση σχετικής άδειας.  Τα σχέδια αυτά κατατέθηκαν στο Δήμο Λευκωσίας στις 10.4.2008.  Προηγουμένως οι διάδικοι είχαν καταλήξει στις 3.4.2008, σε μια συμπληρωματική της ενοικίασης συμφωνία, Τεκμ. 6, διά της οποίας, μεταξύ άλλων, αυξήθηκε το ενοίκιο κατά £50 αναφορικά με τη χρήση του ακάλυπτου χώρου έκτασης 7 τ.μ.,  μέρος της κεντρικής εισόδου του κτιρίου στην οδό Ζήνας Κάνθερ και συνεχόμενου με τα ενοικιαζόμενα υποστατικά, χώρο που ήδη καταλάμβανε η ξύλινη εξέδρα που κατασκεύασε η  εφεσίβλητη,  ως  φαίνεται στη φωτογραφία Τεκμ. 2 και τα αρχιτεκτονικά σχέδια Τεκμ 4(α)-(δ) της αίτησης.  Αυτό, υπό την αίρεση ότι η χρήση θα εγκρινόταν από την αρμόδια αρχή. 

 

        Η αίτηση για άδεια στο Δήμο Λευκωσίας ακόμη εκκρεμούσε όταν η εφεσίβλητη αυθαιρέτως και αναιτίως και κατά παράβαση της συμφωνίας προέβηκε στις 19 και 20 Απριλίου 2008, που ήταν Σαββατοκυρίακο, στην τοποθέτηση πλακόστρωτου σε χώρο που δεν δικαιούτο, τοποθετώντας επίσης τραπέζια, καρέκλες, καθίσματα και ανθώνες. Η επέμβαση αυτή κάλυπτε συνολικό χώρο 70 τ.μ. έμπροσθεν της ανατολικής εισόδου του κτιρίου με χρήση του ιδιωτικού πεζοδρομίου που είναι κοινόχρηστος χώρος, όπως αποτυπώθηκε στο σχέδιο Τεκμ. 7 στην αίτηση. Αυτό έγινε παρά την άρνηση της εφεσείουσας να αποδεχθεί τέτοια χρήση την οποία η εφεσίβλητη επεδίωξε προηγουμένως και μετά την υπογραφή του Τεκμ. 6.

 

 Ακολούθησε η καταχώρηση αγωγής εναντίον της εφεσίβλητης στις 3.6.2008, μετά που οι προσπάθειες για επίλυση της διαφοράς δεν τελεσφόρησαν.  Ταυτόχρονα με την κατάθεση της αγωγής επιδιώχθηκε και η εξασφάλιση απαγορευτικού διατάγματος πάνω σε μονομερή βάση ώστε η εφεσίβλητη και οι  υπάλληλοι, εκπρόσωποι και αντιπρόσωποι της, να παύσουν να δημιουργούν οχληρία και να επεμβαίνουν με οποιοδήποτε τρόπο στην εύλογη χρήση και απόλαυση της περιουσίας της εφεσείουσας σε κοινόχρηστο χώρο έκτασης 70 τ.μ. έμπροσθεν της ανατολικής εισόδου του κτιριακού συγκροτήματος γνωστού ως μέγαρο Ζήνα.  Επιδιώχθηκε επίσης και η εξασφάλιση προστακτικού διατάγματος επαναφοράς του πιο πάνω χώρου στην προτέρα του κατάσταση. 

 

        Η μονομερής αίτηση υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση της Βερόνικας Κάνθερ μίας εκ των διευθυντών και μετόχων της εφεσείουσας, στην οποία επισυνάφθησαν πλείστα όσα έγγραφα ως τεκμήρια, μεταξύ των οποίων φωτογραφίες και αρχιτεκτονικά σχέδια ως αναφέρθηκε προηγουμένως. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ορθό να διατάξει την επίδοση της αίτησης, μετά δε την καταχώρηση σχετικής ένστασης, η αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση στη βάση αγορεύσεων εφόσον δεν ζητήθηκε η αντεξέταση των εκατέρωθεν ενόρκως δηλούντων.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εν τέλει απέρριψε την αίτηση κρίνοντας ότι ενώ οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60 ικανοποιούνταν, η τρίτη προϋπόθεση της πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς δεν ικανοποιείτο, με αποτέλεσμα να μην ήταν και δυνατή η έκδοση των επιδιωκομένων διαταγμάτων.  Θεώρησε ότι «... η κατ΄ ισχυρισμόν προσβολή των δικαιωμάτων τους επί του συγκεκριμένου χώρου δεν είναι τέτοια που να δικαιολογεί την παροχή των αιτούμενων με την υπό εκδίκαση αίτηση θεραπειών.».

 

 Έκρινε περαιτέρω ότι η εφεσείουσα δεν ισχυριζόταν ότι συνεπεία της χρήσης του χώρου από την εφεσίβλητη δεν μπορούσε να εισέλθει στο γραφείο που διατηρούσε στον υπόγειο χώρο του κτιριακού συγκροτήματος, ούτε ότι οι ενοικιαστές ή πελάτες αυτών που ενοικιάζουν γραφεία στον πρώτο όροφο δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση στα μίσθια τους λόγω της διαμορφωθείσας κατάστασης στο χώρο.  Ακόμη θεώρησε ως μη ορθή τη θέση της εφεσείουσας ότι οι ένοικοι και πελάτες αυτών πρέπει να περνούν διά μέσου των αντικειμένων και θαμώνων της εφεσίβλητης, εφόσον ήταν δυνατή η πρόσβαση χωρίς να ήταν δεδομένη και η απόδοση ευθύνης στην εφεσείουσα, ως ο ισχυρισμός της, σε περίπτωση πρόσκρουσης των πεζών με τα τραπέζια και τις καρέκλες που είχαν τοποθετηθεί από την εφεσίβλητη.  Αποφάσισε, τέλος, ότι δεν επαρκούσε η γενική και αόριστη αναφορά της εφεσείουσας ότι θα ήταν δύσκολο και αδύνατο να απονεμηθεί πλήρως δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, χωρίς η θέση αυτή να εξηγηθεί.

 

        Η εφεσείουσα προσβάλλει την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου ως αντίθετη με την προσαχθείσα μαρτυρία, αλλά και τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στην αποτίμηση του τρίτου κριτηρίου για την έκδοση ενός απαγορευτικού διατάγματος.  Τονίζει στο περίγραμμα της το δεδομένο ότι με την αρχική  συμφωνία ενοικίασης Τεκμ. 1, η εφεσίβλητη είχε αναλάβει την υποχρέωση να χρησιμοποιεί μόνο τον ενοικιαζόμενο χώρο περιλαμβανομένου και εκείνου που αντιστοιχεί έμπροσθεν αυτού και να μην τοποθετεί αντικείμενα στους κοινόχρηστους ή άλλους χώρους του κτιριακού συγκροτήματος.  Με δε το Τεκμ. 6, η εφεσείουσα συγκατατέθηκε σε τροποποιήσεις υπό την προϋπόθεση ότι η εφεσίβλητη δεν θα επενέβαινε στους εξωτερικούς ή κοινόχρηστους χώρους και ότι η αρμοδία δημοτική αρχή θα ενέκρινε τις προτεινόμενες αλλαγές και τροποποιήσεις.  Διατρέχει των λόγων έφεσης και η θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε τη δέουσα σημασία στην παρανομία που προέκυψε από τις ενέργειες της εφεσίβλητης, με αποτέλεσμα η μη έγκριση του αιτηθέντος διατάγματος να θέτει την εφεσείουσα προ του εμφανούς κινδύνου να βρεθεί εκ νέου κατηγορούμενη για παρανομίες που βαρύνουν αποκλειστικά την εφεσίβλητη.

 

        Εντελώς αντίθετη είναι η θέση της εφεσίβλητης στο δικό της περίγραμμα.  Αμφισβητούνται οι κατ΄ ισχυρισμόν παράνομες ενέργειες εκ μέρους της και ισχυρίζεται ότι η ορθή ερμηνεία, στη βάση του ιστορικού της συναλλαγής των διαδίκων, της συμφωνίας Τεκμ. 6,  δίνει  δικαίωμα   χρήσης   και σε πρόσθετο,  πέραν των 7 τ.μ., χώρο.

 

        Η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης, ως το τρίτο κριτήριο του άρθρου 32, αποτελεί ουσιαστικά τον μόνο άξονα γύρω από τον οποίο επικεντρώθηκαν οι επιχειρηματολογίες των συνηγόρων των διαδίκων.  Είναι γεγονός ότι στην ένορκη δήλωση της Κάνθερ (παρ. 29), κατεγράφη απλώς ότι θα ήταν δύσκολο και αδύνατο να απονεμηθεί η δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.  Όμως στην παρ. 30, η δυσκολία αυτή συνδέθηκε με την κατ΄ ισχυρισμόν  συνέχιση της παράνομης επέμβασης και της οχληρίας που κατά τη θέση της εφεσείουσας δημιουργήθηκαν από την εφεσίβλητη.  Έχει σαφώς νομολογηθεί ότι η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, περιλαμβάνει και διάφορα άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά, όπως έχει υποδείξει και η υπόθεση Παπαστράτης ν. Πετρίδης (1979) 1 Α.Α.Δ. 240.  Στην υπόθεση Cambridge Nutrition Ltd v. British Broadcasting Corp. (1990) 3 All E.R. 523, έγινε δεκτό ότι στην ενάσκηση της εξισορροπητικής άσκησης μεταξύ της παρουσίασης σοβαρής υπόθεσης προς συζήτηση και του ισοζυγίου της ευχέρειας, ο χρηματικός παράγων για σκοπούς αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη, αλλά επενεργούν και άλλοι, όπως το δικαίωμα του BBC να μεταδώσει συγκεκριμένο πρόγραμμα στα πλαίσια της μετάδοσης προγραμμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος. 

 

        Στην υπόθεση Κυρίσαββα κ.ά. ν. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245, επιβεβαιώθηκε η θέση ότι ο χρηματικός παράγων της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη προς ικανοποίηση του τρίτου κριτηρίου, όπως τα κριτήρια αυτά εξηγήθηκαν από τη νομολογία, μεταξύ άλλων, και, στην υπόθεση Οδυσσέως ν. Pieris Estates Ltd (1982) 1 A.A.Δ. 557.  Στην υπόθεση Κυρίσαββα, επιχειρήθηκε η συμπλήρωση ανέγερσης περιπτέρου κατά παράβαση δικαιώματος και χωρίς την εξουσιοδότηση της αρμοδίας αρχής.  Ο χαρακτήρας του κτήματος θα αλλοιωνόταν αν αφηνόταν η οικοδομή να προχωρήσει που περιελάμβανε την κατασκευή πεζοδρομίων, σιδηρών πασσάλων, χώρους στάθμευσης, premix κλπ.  Η παρανομία στην επιδίωξη της κατασκευής του περιπτέρου με τις παρεμφερείς κατασκευές του, ήταν στοιχείο το οποίο το Εφετείο έκρινε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη στην αποτίμηση της ύπαρξης του τρίτου κριτηρίου. Επιβεβαιώθηκε το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

 

«Το Δικαστήριο αποτελεί τον θεματοφύλακα γενικά του κράτους δικαίου και δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι η αρμοδία αρχή για τις ανοικοδομήσεις κτιρίων έχει λάβει μια συγκεκριμένη θέση μετά από την καταγγελία της όλης υπόθεσης από την πλευρά του αιτητή, που οδηγεί εκ πρώτης όψεως στο συμπέρασμα ότι η οικοδομή αυτή δεν θα έπρεπε να είχε αρχίσει καν.»

 

Και σε σχέση με το κατ΄ ισχυρισμόν ασύνδετο της ποινικής δίωξης που η αρμοδία αρχή θα μπορούσε να εγείρει, με την αστική διαφορά:

 

«Το κράτος δικαίου περιλαμβάνει και συσχετίζει ενιαίες έννοιες και δεν μπορεί μια διαφορά η οποία ενδεχομένως να έχει και αστική και ποινική πτυχή να διαχωρίζεται πλασματικά και μόνο.»

 

Σε παρόμοιες ουσιαστικά συνθήκες στην υπό κρίση έφεση, το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε στην ουσία αυτή ταύτη την ενέργεια που έγινε από την εφεσίβλητη, που κατά τη θέση της εφεσείουσας συνιστούσε επέμβαση στα δικά της δικαιώματα.  Πρόσθετα, μέχρι την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης για προσωρινό διάταγμα, η εφεσίβλητη δεν είχε εξασφαλίσει την έγκριση της χρήσης για το χώρο έκτασης 7 τ.μ. από την αρμοδία αρχή, ως ρητά περιελάμβανε ο όρος 4 του Τεκμ. 6.  Αυτό μάλιστα, και, πρέπει να σημειωθεί, σε εμφανή αναντιστοιχία της ταυτόχρονης κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ικανοποιούνταν στα δεδομένα της υπόθεσης τα δύο πρώτα κριτήρια του άρθρου 32, της ύπαρξης δηλαδή σοβαρής υπόθεσης προς συζήτηση και της ύπαρξης ορατής πιθανότητας επιτυχίας. Κριτήρια βεβαίως που ως σημείωσε το Δικαστήριο,  συναρτώνταν προς τη βάση της αγωγής της εφεσείουσας που ήταν η παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία και η οχληρία.

 

 Προκύπτει ότι δεν ήταν αδήριτη ανάγκη η περαιτέρω εξήγηση της καταγραφείσας στην παρ. 29 της ένορκης δήλωσης της Κάνθερ, ότι θα ήταν δύσκολο και αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Αρκούσε, υπό τις συνθήκες, η καταγραφείσα στην παρ. 30 σύνδεση των ενεργειών της εφεσίβλητης με το παράνομο της ενέργειας της, παρανομία που έχει τη δική της καταλυτική σημασία εφόσον ένα Δικαστήριο δεν θα πρέπει να ανέχεται τη διαιώνιση μιας κατάστασης πραγμάτων κατά παράβαση είτε των συμφωνηθέντων, είτε του νόμου. 

 

Συναφώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του από την εφεσείουσα που περιελάμβανε αρχιτεκτονικά σχέδια και φωτογραφίες, Τεκμ. 8(α)-(δ) στην ένορκη δήλωση της Κάνθερ, που εμφανώς έδειχναν την κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά τη μονομερή ενέργεια της εφεσίβλητης.  Οι φωτογραφίες είναι αυτόδηλες και εμφανίζουν σωρεία τραπεζιών, καρέκλων και ανθώνων ακριβώς έξω από την ανατολική είσοδο του κτιρίου.  Το ζητούμενο δεν ήταν κατά πόσο οι ένοικοι ή οι πελάτες αυτών έχουν πρόσβαση έστω με δυσκολία στο κτίριο, ούτε και χρειαζόταν συγκεκριμένη μαρτυρία προς τούτο εφόσον η παράνομη επέμβαση της εφεσίβλητης εμφανώς αλλοίωσε το χώρο έμπροσθεν της ανατολικής εισόδου με όλα τα συνεπακόλουθα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε τη θέση της εφεσίβλητης ως προς τη διαφωνία της με την ερμηνεία του όρου 4 του Τεκμ. 6, εισηγούμενη ότι μπορούσε να χρησιμοποιεί όχι μόνο το χώρο έκτασης 7 τ.μ., αλλά και τον πρόσθετο χώρο που αποτελούσε δυνάμει του εν λόγω όρου «μέρος της κεντρικής εισόδου του κτιρίου επί της ιδίας οδού και συνεχόμενο με τα ενοικιαζόμενα υποστατικά.».

 

Ο όρος 4 έχει ως εξής:

 

«Το μηνιαίο ενοίκιο σας αυξάνεται κατά £50.- (€85) από 1/3/08 για την χρήση χώρου εκτάσεως 7 τ.μ. περίπου ακάλυπτου, μέρος της κεντρικής εισόδου του κτιρίου επί της ιδίας οδού και συνεχόμενο με τα ενοικιαζόμενα υποστατικά σας, νοουμένου ότι τέτοια χρήση θα εγκριθεί από την αρμόδια αρχή.»

 

Παρατηρούνται τα εξής:  Πρώτον, η θέση της εφεσίβλητης στη δική της ένορκη δήλωση στην ένσταση της, ήταν ότι αυτός ο χώρος χρησιμοποιείτο με τη συγκατάθεση της εφεσείουσας από το καλοκαίρι του 2002.  Το Δικαστήριο, όμως, έπρεπε να λάβει υπόψη ότι η συμφωνία του Τεκμ. 6 έγινε στις 3.4.2008 και επομένως αντικατέστησε οποιαδήποτε άλλη συμφωνία έγγραφη ή προφορική υπήρχε μεταξύ των διαδίκων. Η συμφωνία Τεκμ. 6 νομιμοποιούσε  τη  χρήση των πρόσθετων 7 τ.μ. και όχι άλλων 70 τ.μ. Δεύτερο, η διαφορετική ερμηνεία που η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι είναι η ορθή, παρά την εκ πρώτης όψεως εμφανή αντίθετη γραμματική της έννοια, δεν της επέτρεπε εν πάση περιπτώσει να χρησιμοποιήσει χώρο πριν την έγκριση από την αρμοδία αρχή, η οποία δεν είχε ληφθεί και δεν θα ήταν δυνατό να γίνει δεκτή η θέση της εφεσίβλητης ότι η έγκριση από το Δήμο Λευκωσίας ήταν μια τυπικότητα ή ότι δεν χρειαζόταν η άδεια του Δήμου, τη στιγμή που δεσμεύθηκε κατ΄ εντελώς αντίθετο τρόπο με τον πιο πάνω όρο.  Τέτοια θέση καταστρατηγεί την ίδια τη ρητή συμφωνία, αλλά και προκαταλαμβάνει την ερμηνεία που θα κληθεί το Δικαστήριο στο τέλος της ημέρας να δώσει.

 

Σημασία είχε να διατηρηθεί στο status quo ante πριν δηλαδή την επέμβαση της εφεσίβλητης στον αμφισβητούμενο χώρο.  Και αυτό όφειλε να διασφαλίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο με την έκδοση του προσωρινού διατάγματος, ιδιαιτέρως εφόσον ορθά έκρινε ότι υπήρχε σοβαρό ζήτημα προς συζήτηση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής.

 

Τέλος, σε σχέση με τον ισχυρισμό ότι το προσωρινό μέτρο αποδίδει στην ουσία και τη θεραπεία που επιδιώκεται με την αγωγή, θα πρέπει να λεχθεί ότι εκείνο που επιδιωκόταν με το απαγορευτικό διάταγμα ήταν ένα ασφαλιστικό μέτρο διαρκούσης της εκκρεμοδικίας και όχι στο διηνεκές που είναι το ζητούμενο με την αγωγή,  ενώ  παράλληλα  ζητούνται και γενικές και ειδικές αποζημιώσεις  (δέστε Κυρίσαββα ν. Κύζη - ανωτέρω - σελ. 1256-1257).

 

Ως εκ των ανωτέρω, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Εκδίδεται απαγορευτικό διάταγμα ως η παρ. Α της αιτήσεως της εφεσείουσας, της παρ. Β καθισταμένης μη αναγκαίας εφόσον στην ουσία εμπεριέχεται στο απαγορευτικό διάταγμα.

 

Η πρωτόδικη διαταγή  για την καταβολή εξόδων υπέρ της εφεσίβλητης ακυρώνεται, τόσο δε τα πρωτόδικα έξοδα, όσο και τα κατ΄ έφεση έξοδα επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και  θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

                                       Π.

 

 

 

                                       Δ.

 

 

 

                                            Δ.

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο