ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 1 ΑΑΔ 1739

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 272/2008)

 

 

17 Οκτωβρίου, 2011

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

1. ΤΡΥΦΩΝΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

                                     2. ΕΛΕΝΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

                                       3. ΠΟΠΗ ΚΙΝΝΗ,

                                      4. ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

           

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,

 

ν.

 

LIBERTY LIFE INSURANCE PUBLIC COMPANY LIMITED,

(ΠΡΩΗΝ LIBERTY LIFE INSURANCE LIMITED),

 

Εφεσιβλήτων/Εναγόντων.

 

 

Κ. Μελάς, για τους Εφεσείοντες.

 

Γ. Τεουλίδης, για τους Εφεσιβλήτους.

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι είναι ασφαλιστική εταιρεία, προσέλαβαν τον εφεσείοντα 1 ως συνεργάτη - Assistant Agency Manager - δυνάμει γραπτής Συμφωνίας Συνεργασίας, ημερομηνίας 19/1/2000. Η εν λόγω συμφωνία αποτελούσε αναπόσπαστο συμπλήρωμα της Συμφωνίας Αντιπροσώπου, η οποία επίσης συνομολογήθηκε γραπτώς μεταξύ εφεσιβλήτων και εφεσείοντα 1, στις 19/1/2000. Η συνεργασία των δύο ήταν αορίστου διαρκείας.

 

Τις απορρέουσες συμβατικές υποχρεώσεις του εφεσείοντα 1 εγγυήθηκαν οι εφεσείοντες 2, 3 και 4.

 

Δυνάμει του όρου Ε(α) της Συμφωνίας Συνεργασίας κατεβλήθη από τους εφεσιβλήτους στον εφεσείοντα 1 το ποσό των Λ.Κ.10.000. Επειδή η ουσία των μεταξύ των εφεσιβλήτων και εφεσείοντα 1 επίδικων διαφορών εστιάζεται ουσιαστικά στο κατά πόσο το εν λόγω ποσό, ο εφεσείων 1 υπείχε υποχρέωση να επιστρέψει στους εφεσιβλήτους, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσια, σ' αυτό το στάδιο, τα σχετικά αποσπάσματα από τον εν λόγω όρο:

 

"Στον συνεργάτη ο οποίος ασκεί το ασφαλιστικό επάγγελμα πάνω από  10 χρόνια και συμφωνεί να εργαστεί αποκλειστικά με την Liberty Life για τουλάχιστον 5 χρόνια με βάση τους όρους και τις προϋποθέσεις της παρούσας συμφωνίας και επειδή ο συνεργάτης θα απωλέσει ωφελήματα από το χαρτοφυλάκιο ασφαλειών που εγκαταλείπει για να δημιουργήσει αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο στη Liberty Life, η Εταιρεία συμφωνεί να του καταβάλει τις πιο κάτω αποζημιώσεις:

 

(α) «Εφ' άπαξ ποσό £10.000 θα δωθεί ως ακολούθως: α) ποσό £5.000 με την υπογραφή της συμφωνίας αυτής και β) £5.000 εντός Ιανουαρίου 2000. Το ποσό αυτό θα είναι επιστρεπτέο εάν ο συνεργάτης εγκαταλείψει την συνεργασία του με την Liberty Life πριν παρέλθει η περίοδος των            5 ετών, ή εάν δεν καλυφθεί καθαρή παραγωγή υποκ/τος ύψους £320.000 τουλάχιστον (αφαιρούνται οι ακυρώσεις πρώτου έτους) στην  5-ετία. Εάν ο συνεργάτης παραμείνει στην Εταιρεία αλλά έχει καθαρή παραγωγή £250.000-£319.000, τότε είναι επιστρεπτέο το 40%»."

 

 

Η συνεργασία εφεσιβλήτων και εφεσείοντα 1, τερματίστηκε από τον τελευταίο πριν τη συμπλήρωση πέντε χρόνων από την έναρξη της, με επιστολή του ημερομηνίας 1/1/2004. Ένεκα του τερματισμού της συνεργασίας ανέκυψε οικονομική διαφορά μεταξύ εφεσιβλήτων και εφεσείοντα 1, με αποτέλεσμα οι πρώτοι να εγείρουν αγωγή εναντίον όλων των εφεσειόντων - η αξίωση εναντίον των εφεσειόντων 2, 3 και 4 εγείρεται εναντίον τους ως εγγυητών του εφεσείοντα 1 - με την οποία αξίωναν την επιστροφή των             Λ.Κ. 10.000 που ο εφεσείων 1 είχε εισπράξει στα πλαίσια της μεταξύ του και των εφεσιβλήτων, συμβατικής σχέσης.

 

Οι εφεσίβλητοι διατείνονται ότι εφόσον η συνεργασία τους τερματίστηκε από τον εφεσείοντα πριν παρέλθει η περίοδος των πέντε ετών από την έναρξη της και συγκεκριμένα από τις 19/1/2000, αυτός υπέχει έναντι τους συμβατική υποχρέωση για επιστροφή του ποσού της απαίτησης, πλέον τόκους.

 

Η θέση την οποία ο εφεσείων 1 προώθησε κατά την ακρόαση ήταν ότι τερμάτισε τη συνεργασία του με τους εφεσιβλήτους εξ υπαιτιότητας των τελευταίων και ότι το ποσό των Λ.Κ.10.000 που εισέπραξε από τους τελευταίους δυνάμει των προνοιών του όρου Ε(α) της Συμφωνίας Συνεργασίας, του καταβλήθηκε ως αποζημιώσεις λόγω της απώλειας των ωφελημάτων του από το χαρτοφυλάκιο των ασφαλειών που εγκατέλειψε για να συνεργαστεί με τους εφεσιβλήτους. Ισχυρίζεται επίσης ότι ο όρος Ε(α) δυνάμει του οποίου εισέπραξε το εν λόγω ποσό, δεν ισχύει νομικά καθότι αποτελεί ποινική ρήτρα και ως τέτοιος είναι άκυρος. Καταληκτικά ο εφεσείων 1 ανταπαιτούσε από τους εφεσιβλήτους διάφορα ποσά, περιλαμβανομένων και αποζημιώσεων για απώλεια καριέρας.

 

Ενόψει των λόγων έφεσης δεν θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε με λεπτομέρεια στις θέσεις που με το δικόγραφο τους πρόβαλαν ως υπεράσπιση, οι εφεσείοντες 2, 3 και 4. Περιοριζόμαστε στην επί του προκειμένου διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου, η οποία ουδόλως αμφισβητείται με την παρούσα έφεση, σύμφωνα με την οποία οι δικογραφημένες θέσεις των εφεσειόντων 2, 3 και 4 όχι μόνο είχαν παραμείνει ατεκμηρίωτες, αλλά και στην ουσία δεν είχαν προωθηθεί κατά την ακρόαση ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Δεν θα μας απασχολήσει επίσης η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η ανταπαίτηση του εφεσείοντα 1 πρωτόδικα, καθότι η ορθότητα της δεν αμφισβητείται με την παρούσα έφεση.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού ανέλυσε τη μαρτυρία προέβη στις εξής διαπιστώσεις. Η συνεργασία εφεσιβλήτων - εφεσείοντα 1 τερματίστηκε αναίτια από τον εφεσείοντα πριν την παρέλευση πέντε ετών από την έναρξη της, η οποία σηματοδοτείται με τη συνομολόγηση των Συμφωνιών Συνεργασίας και Αντιπροσώπου. Η συνολική παραγωγή του εφεσείοντα 1 ήταν χαμηλότερη των Λ.Κ.250.000 και συγκεκριμένα ήταν Λ.Κ.216.916. Το ποσό των Λ.Κ.10.000 κατεβλήθη στον εφεσείοντα «για να προσφέρει τις υπηρεσίες του και να προωθεί τους σκοπούς της Εταιρείας (των εφεσιβλήτων)» και όχι ως αποζημιώσεις για την ζημιά που αυτός θα υφίστατο από την απώλεια του χαρτοφυλακίου του, λόγω της συνεργασίας του με τους εφεσιβλήτους, ως ήτο η θέση του εφεσείοντα 1. Η επίδικη διαφορά δεν αφορούσε περίπτωση παράβασης συμφωνίας από πλευράς του εφεσείοντα 1, ως αποτέλεσμα της οποίας, στη μόνη θεραπεία που οι εφεσίβλητοι δικαιούντο ήταν αυτή των αποζημιώσεων, αποζημιώσεις τις οποίες όμως δεν απέδειξαν, αλλά «περίπτωση όπου ο Εναγόμενος  (εφεσείων 1) επέλεξε να τερματίσει τη συμφωνία συνεργασίας που είχε με τους Ενάγοντες (εφεσιβλήτους) στο δεδομένο χρόνο, κάτι το οποίο και ενεργοποίησε τον συγκεκριμένο όρο Ε(α) για την επιστροφή του ποσού των Λ.Κ.10.000 ποσό το οποίο είναι παραδεκτό ότι είσπραξε από τους Ενάγοντες (εφεσιβλήτους)». Τέλος, με αναφορά σε νομολογία (Μεταλλικά Ηρακλής Μιχαηλίδης Λτδ. ν. G. & C. Exhaust Systems Ltd. (2001) 1 Α.Α.Δ. 500 και Σύλλογος «Ανόρθωσις» Αμμοχώστου ν. «Απόλλων» Αθλητικός Ποδοσφαιρικός Όμιλος Λεμεσού (2002) 1 Α.Α.Δ. 518 και Halsbury's Laws of England,             3η Έκδοση, Τόμος 11, σελ. 302), και ταυτόχρονα με παραπομπή στις πρόνοιες του άρθρου 74(1) του Κεφ. 149, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στη διαπίστωση ότι «η υποχρέωση του εναγομένου 1 (εφεσείοντα 1) να καταβάλει στους ενάγοντες (εφεσιβλήτους) το ποσό των Λ.Κ.10.000 αποτελεί καθόλα έγκυρη και εκτελεστή συμβατική υποχρέωση του απαλλαγμένη οποιουδήποτε στοιχείου θα μπορούσε να εκληφθεί ως ποινική ρήτρα».

 

Η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου επί των πιο πάνω διαπιστώσεων του, αμφισβητείται με τους πρώτους τρεις λόγους έφεσης. Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της κρίσης του δικαστηρίου ότι η ενώπιον του υπόθεση διαφοροποιείται ουσιωδώς από την υπόθεση Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ. ν. Σοφοκλέους (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 638, ως προς τα γεγονότα.

 

Είναι προφανές ότι και οι τέσσερις λόγοι έφεσης έχουν κοινό παρονομαστή: Το κατά πόσο ο όρος Ε(α) της Συμφωνίας Συνεργασίας αποτελεί ποινική ρήτρα ή το ποσό των Λ.Κ.10.000 δόθηκε στον εφεσείοντα 1 ως κίνητρο για να πεισθεί να συνεργασθεί με τους εφεσιβλήτους και πιο συγκεκριμένα, ως αποζημίωση για την απώλεια των ωφελημάτων από το χαρτοφυλάκιο των ασφαλειών που υποχρεώθηκε λόγω της συνεργασίας του με τους εφεσιβλήτους, να εγκαταλείψει, του εφεσείοντα μη υπέχοντος συμβατική υποχρέωση επιστροφής του εν λόγω ποσού στους εφεσιβλήτους.

 

Το μέτρο της ζημιάς για τη διάρρηξη ή μη εκπλήρωση σημαντικών υποχρεώσεων είναι, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 73 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, η εύλογη αποζημίωση.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 74(1)[1] του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, ο προκαθορισμός της ζημιάς στη σύμβαση δεν είναι δεσμευτικός, επενεργεί μόνο στην οριοθέτηση του ανωτάτου ορίου της αποζημίωσης που μπορεί να επιδικασθεί. Εκεί όπου η προβλεπόμενη αποζημίωση ενέχει χαρακτήρα ποινικής ρήτρας (penalty) αυτή αγνοείται, ενώ εκεί που συνιστά γνήσια προσπάθεια προκαθορισμού της ζημιάς την οποία θα υποστεί το αθώο μέρος από την παράβαση της συμφωνίας, τότε μετρά ως στοιχείο σχετικό στον καθορισμό της εύλογης αποζημίωσης και λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο (βλ. The Holy Monastery of Ayios Neophytos v. Antoniades (1968) 1 C.L.R. 10, Panayiotou v. Island Beach Development Ltd. (1985) 1 C.L.R. 623, Σταύρος Χαραλάμπους ν. A.N. Stasis Estates Ltd. κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 418, Μ. Πογιάση κ.ά. ν. Σταυρινίδη Κεμ Λτδ. (1993) 1 Α.Α.Δ. 232 και Σωματείο «Ανόρθωσις» ν. Σωματείου «Απόλλων» (πιο πάνω)).

 

Όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε, το ζήτημα που εγείρεται είναι νομικό, εφόσον υπάρχει όντως θέμα ερμηνείας της σύμβασης δυνάμει της οποίας εφεσίβλητοι και εφεσείων 1 συνεργάζοντο. Κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος σύναψης των εν λόγω συμφωνιών και όχι ο χρόνος παράβασής τους (βλ. Indian Contract and Specific Relief Act υπό Pollοck and Mulla, σελ. 578).

 

Οδηγός για την ερμηνεία των προνοιών ενός εγγράφου είναι η γραμματική έννοια της λέξης ή φράσης που χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο που απαιτείται, κρινόμενη όμως πάντα υπό το πρίσμα των σκοπών της συμφωνίας όπως αυτοί αποκαλύπτονται από τη συμφωνία στο σύνολο της. Για να εξευρεθεί το νόημα των διαφόρων όρων που περιλαμβάνει μια σύμβαση το έγγραφο πρέπει να ερμηνεύεται συνολικά και με συμμετρικότητα, έτσι ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος να δημιουργηθεί δυσαρμονία στην εξήγηση των όρων, η οποία δεν θα αντικατοπτρίζει αντικειμενικά την πρόθεση των μερών (βλ. S.A.A.B. v. Holy Monastery of Ayios Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499, Ανδρέας Θεοχάρους ν. Σάββα Παστελλή (1993) 1 Α.Α.Δ. 240, Στέλιος Θεοδούλου ν. Ασπίς Πρόνοια Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία (1997)            1 Α.Α.Δ. 1551, Χρίστος Μ. Αλεξάνδρου ν. Κυριακής Κ. Κωμοδρόμου (1997) 1 Α.Α.Δ. 576, Θάλεια Θεολόγου κ.ά. ν. Κτηματική Εταιρεία Νέμεσις (1998) 1 Α.Α.Δ. 407 και το σύγγραμμα Halsbury's Laws of England,                  3η Έκδοση, Τόμος 11, παρ. 638-672 και τις υποθέσεις που αναφέρονται στις αντίστοιχες υποσημειώσεις).

 

Αυτό που διακρίνει βασικά την ποινική ρήτρα από τον προκαθορισμό της ζημιάς είναι ότι ενώ ο προκαθορισμός της ζημιάς χαρακτηρίζεται και στην ουσία συνιστά μια γνήσια προσπάθεια από πλευράς των συμβαλλομένων να υπολογίσουν και να καθορίσουν εκ των προτέρων τη ζημιά την οποία θα υποστεί το αθώο μέρος από την παράβαση της συμφωνίας, η ποινική ρήτρα στόχο έχει τον εκφοβισμό του παραβάτη έτσι ώστε ο τελευταίος να συμμορφωθεί με τις συμβατικές του υποχρεώσεις. Το στοιχείο του εκφοβισμού συνιστά θα λέγαμε την ουσία της ποινικής ρήτρας (βλ. Dunlop Pneumatic Tyre Co. Ltd. v. New Garage & Motor Co. Ltd. (1915) A.A. 79). Όμως τόσο στη μια όσο και στην άλλη περίπτωση αυτό που προνοείται από τον επίμαχο όρο της σύμβασης είναι η καταβολή χρημάτων από τον παραβάτη συμβαλλόμενο, στον αθώο συμβαλλόμενο. Με άλλα λόγια, είτε πρόκειται για περίπτωση προκαθορισμού ζημιάς, είτε πρόκειται για περίπτωση ποινικής ρήτρας, αυτό που με το σχετικό όρο καλείται ο παραβάτης συμβαλλόμενος να κάμει, είναι να καταβάλει χρήματα στην άλλη πλευρά.

 

Ο εφεσείων 1 ισχυρίζεται ότι εκείνο που προκύπτει από τους όρους της μεταξύ του και των εφεσιβλήτων Συμφωνίας Συνεργασίας, και ειδικότερα από τον όρο Ε(α), είναι ότι το ποσό των Λ.Κ.10.000 του κατεβλήθη αποκλειστικά ως αποζημιώσεις για τα ωφελήματα που θα έχανε ως αποτέλεσμα της συνεργασίας του με τους εφεσιβλήτους από το χαρτοφυλάκιο των ασφαλειών που θα εγκατέλειπε. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. Κατ' αρχήν, εκείνο που προκύπτει από τους όρους της μεταξύ των δύο μερών συνεργασίας, περιλαμβανομένου και του όρου Ε(α), είναι ότι το ποσό των Λ.Κ.10.000 δεν κατεβλήθη στον εφεσείοντα 1 αποκλειστικά για σκοπούς αποζημίωσης του για τους λόγους που ισχυρίζεται, αλλά και ως αντάλλαγμα της υπόσχεσης του και συνακόλουθα της συμφωνίας, να εργαστεί αποκλειστικά για τους εφεσιβλήτους για περίοδο, τουλάχιστον πέντε χρόνων, με βάση τους όρους και τις προϋποθέσεις που οι μεταξύ τους όροι Συμφωνίας Συνεργασίας προέβλεπαν, ένας από τους οποίους, όπως ο ίδιος ο εφεσείων 1 δέχθηκε, και πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε, ήταν «για να προσφέρει τις υπηρεσίες του για σκοπούς προώθησης των σκοπών της εταιρείας». Όπως επίσης προκύπτει από τους όρους συνεργασίας τους, ο εφεσείων 1 συμφώνησε να επιστρέψει το ποσό των Λ.Κ.10.000 εάν εγκατέλειπε τη συνεργασία του με τους εφεσιβλήτους πριν την πάροδο των πέντε χρόνων από την έναρξη της συνεργασίας τους, δηλαδή πριν από τις 19/1/2000, ή εάν δεν καλυπτόταν η καθαρή παραγωγή υποκαταστήματος ύψους Λ.Κ.320.000 τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της περιόδου των πέντε χρόνων. Είναι προφανές ότι η καταβολή του ποσού των Λ.Κ.10.000 συναρτάται άμεσα και καθοριστικά τόσο με τη διάρκεια της συνεργασίας των διαδίκων, όσο και με το βαθμό παραγωγικότητας του υποκαταστήματος του οποίου ο εφεσείων 1 ηγείτο. Επομένως, οι επίμαχες πρόνοιες δεν στόχευαν στον εκφοβισμό του εφεσείοντα 1∙ αντίθετα, δημιουργώντας το ανάλογο κίνητρο παρείχαν στον τελευταίο τη δυνατότητα να ωφεληθεί οικονομικά. Όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει, ο εφεσείων 1 είχε μπροστά του δύο επιλογές:

 

(α) Είτε να συνεχίσει τη συνεργασία του με τους εφεσιβλήτους για ένα ακόμα χρόνο και να επωφεληθεί του ποσού των Λ.Κ.10.000,

ή

 

(β) Να διακόψει τη συνεργασία του με τους εφεσιβλήτους και να επέστρεφε το ποσό των Λ.Κ.10.000.

 

Ο εφεσείων 1 επέλεξε τη διακοπή της συνεργασίας του με τους εφεσιβλήτους με το να τερματίσει τη Συμφωνία Αντιπροσώπου της οποίας η Συμφωνία Συνεργασίας, η οποία περιείχε και τον επίμαχο όρο, ήταν αναπόσπαστο συμπλήρωμα. Επιλέγοντας τη διακοπή της συνεργασίας στο δεδομένο χρόνο, ο εφεσείων 1 απλά «ενεργοποίησε», όπως πολύ ορθά σημειώνεται πρωτοδίκως, τη συμβατική υποχρέωση του για επιστροφή του ποσού των Λ.Κ.10.000. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο. Συνεπώς, η υποχρέωση του εφεσείοντα να επιστρέψει στους εφεσιβλήτους το ποσό            των Λ.Κ.10.000, δεν συνιστά τίποτε άλλο παρά αναληφθείσα συμβατική υποχρέωση απαλλαγμένη οποιωνδήποτε στοιχείων δυνάμενων να της προσδώσουν χαρακτήρα και φύση ποινικής ρήτρας.

 

Αναφορικά με τον τέταρτο λόγο έφεσης περιοριζόμαστε στη διαπίστωση ότι όντως η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται ουσιωδώς από την υπόθεση Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ. ν. Σοφοκλέους (πιο πάνω). ΄Οπως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο διαπιστώνει, ο τερματισμός σε εκείνη την υπόθεση, σε αντίθεση με την παρούσα, έγινε από την ασφαλιστική εταιρεία και όχι από το συνεργάτη. Πέραν τούτου, σε εκείνη την υπόθεση, παρά τη διακοπή της συνεργασίας πριν την εκπνοή των 13 μηνών που ο συνεργάτης είχε συμφωνήσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του, η ασφαλιστική εταιρεία συνέχισε να του πληρώνει τα δικαιώματα του στα συμβόλαια που είχε προωθήσει και μετά τη λήξη της εν λόγω περιόδου.

 

 

 

 

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, πλέον Φ.Π.Α.

 

 

 

 

 

                                                       Δ.

 

 

 

 

 

                                                       Δ.

 

 

 

 

 

                                                       Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ



[1] «74.-(1) Εάν εν τη συμβάσει διαλαμβάνηται όρος ως προς το ποσόν το καταβλητέον εν περιπτώσει παραβάσεως ταύτης ή ποινική ρήτρα, εν περιπτώσει παραβάσεως της συμβάσεως υπό του ενός των συμβαλλομένων, ο έτερος δικαιούται, και αν έτι δεν αποδεχθή ότι υπέστη εκ ταύτης πραγματικήν ζημίαν ή απώλειαν, να λάβη παρά του υπαιτίου εύλογον αποζημίωσιν μη υπερβαίνουσαν το ούτω ορισθέν ποσόν, ή αναλόγως της περιπτώσεως, την ποινικήν ρήτραν.

      Ρήτρα περί καταβολής ηυξημένου τόκου από της υπερημερίας δύναται να θεωρηθή ως ποινική ρήτρα.»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο