ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 1 ΑΑΔ 1816

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 146/2010)

 

20 Οκτωβρίου, 2011

 

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

ASPIS LIBERTY LIFE INSURANCE PUBLIC CO. LTD,

Εφεσείουσα/Εναγόμενη/Ενάγουσα δι΄ ανταπαιτήσεως,

 

ΚΑΙ

 

ΛΕΟΝΩΡΑΣ ΑΛΛΩΣ ΓΝΩΣΤΗ ΝΟΡΑ ΣΙΑΚΑΤΙΔΟΥ,

Εφεσίβλητη/Ενάγουσα/Εναγόμενη δι΄ ανταπαιτήσεως 1.

- - - - - -

 

Στ. Ερωτοκρίτου, για την Εφεσείουσα.

 

Α. Κυπρίζογλου για Ρ. Ερωτοκρίτου, για την Εφεσίβλητη.

 

- - - - - -

 

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση εγείρεται προς εξέταση και απόφανση η δυνατότητα έκδοσης από το Επαρχιακό Δικαστήριο διατάγματος με το οποίο να παραμένει σε ισχύ προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα, η ισχύς του οποίου τερματίστηκε κατόπιν ακρόασης, μέχρι την εκδίκαση έφεσης με την οποία προσβάλλεται η απόφαση για τον τερματισμό της ισχύος του διατάγματος.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου είχε εκδώσει στη βάση μονομερούς αίτησης, προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν στην εφεσίβλητη να πωλήσει, υποθηκεύσει ή αποξενώσει τρία ακίνητα μέχρι του πέρατος αγωγής στην οποία ήταν εναγόμενη 1, ή μέχρι νεώτερης διαταγής του Δικαστηρίου. Μετά την υποβολή Ένστασης κατά της συνέχισης της ισχύος του διατάγματος από πλευράς της εφεσείουσας, διεξήχθη ακρόαση και ο Πρόεδρος επεφύλαξε την ενδιάμεση απόφασή του. Τα ακόλουθα γεγονότα τα οποία μεσολάβησαν είναι κοινά παραδεκτά και συνοψίστηκαν ως εξής από τον Πρόεδρο στην πρωτόδικη απόφαση:

 

". 1. Στις 12 Φεβρουαρίου, 2010, ήταν ορισμένη η έκδοση της Ενδιάμεσης Απόφασης του Δικαστηρίου για απολυτοποίηση ή ακύρωση Διατάγματος Δικαστηρίου το οποίο είχε εκδοθεί Μονομερώς στις 25.06.09.

 

  2. Ενώ το Δικαστήριο διάβαζε την Ενδιάμεση Απόφαση του και από τη σελ. 6 διαφάνηκε ξεκάθαρα ότι η Αίτηση θα απορρίπτετο και το εκδοθέν Διάταγμα θα ακυρώνετο λόγω του ότι υπήρχε τέτοιας έκτασης καθυστέρηση που κατέρριπτε το στοιχείο του κατεπείγοντος, η κα Ερωτοκρίτου διέκοψε το Δικαστήριο αναφέροντας ότι σκοπεύει να ζητήσει όπως η ακύρωση του Διατάγματος ανασταλεί μέχρι την εκδίκαση της Έφεσης την οποία θα καταχωρούσε.

 

  3. Το Δικαστήριο ακολούθως συνέχισε και συμπλήρωσε την ανάγνωση της Ενδιάμεσης Απόφασης του η οποία όντως κατέληξε σε ακύρωση του εκδοθέντος Ενδιάμεσου Διατάγματος.

 

  4. Στο σημείο εκείνο η κα Ερωτοκρίτου επανέλαβε το αίτημα της εμπεριστατωμένα και η πλευρά της Καθ΄ης η Αίτηση ζήτησε χρόνο για να τοποθετηθεί.

 

  5. Το Δικαστήριο αφού εξέφρασε τον προβληματισμό του στο κατά πόσο τέτοιο αίτημα μπορεί να υποβληθεί προφορικά, έκρινε ότι το αίτημα της Καθ΄ης η Αίτηση να ζητήσει χρόνο ήταν δικαιολογημένο ενόψει του γεγονότος ότι το θέμα εγέρθηκε απρόοπτα χωρίς να της δοθεί ο απαιτούμενος χρόνος για να προετοιμαστεί.

 

  6. Ενόψει των πιο πάνω, το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για Αγορεύσεις την επόμενη εργάσιμη μέρα, 16 Φεβρουαρίου 2010.

 

  7. Στις 16 Φεβρουαρίου 2010, η κα Ερωτοκρίτου μετά από άδεια του Δικαστηρίου καταχώρισε Μονομερή Αίτηση με την οποία επιζητείται βασικά η ίδια θεραπεία με αυτή που επιδιώκεται με το Προφορικό Αίτημα. Η Αίτηση ορίστηκε αυθημερόν και το Δικαστήριο δεν θεώρησε ορθό να επιληφθεί της Αίτησης Μονομερώς αφού ήταν παρούσα και η αντίδικη πλευρά, είχε λάβει γνώση της διαδικασίας, εμφανίζετο και δε αποδεχόταν την έκδοση τέτοιου Διατάγματος.

 

  8. Ενόψει του ότι η πλευρά της Καθ΄ης η Αίτηση ενίστατο στην Αίτηση, η κα Ερωτοκρίτου περιόρισε το Προφορικό της Αίτημα σε αναστολή ακύρωσης του Ενδιάμεσου Διατάγματος μέχρι την εκδίκαση της πιο πάνω γραπτής Αίτησης.

 

  9. Στις 17.2.10 το Δικαστήριο εξέδωσε την Ενδιάμεση Απόφαση του στο πιο πάνω προφορικό Αίτημα της κ. Ερωτοκρίτου με την οποία το απέρριψε αποφαινόμενο ότι οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας δεν προνοούν για την υποβολή προφορικών Αιτήσεων με σκοπό τη λήψη δραστικών και άμεσων μέτρων από το Δικαστήριο.

 

10. Την ίδια μέρα, 17.2.10, η Αιτήτρια καταχωρούσε Έφεση στην Ενδιάμεση Απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 12.2.10 με την οποία ακυρωνόταν το Ενδιάμεσο Διάταγμα.

 

11. Ακολούθησε στις 19.2.10 η καταχώριση της παρούσας Αίτησης Διά Κλήσεως και αμφότερες οι πλευρές συμφώνησαν να αφήσουν μόνο την παρούσα για εκδίκαση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου."

 

 

Με την αίτηση, στην οποία γίνεται αναφορά ανωτέρω, η εφεσείουσα ζητούσε από το Δικαστήριο τις ακόλουθες θεραπείες:

 

"Α.    Διάταγμα για την παράταση της ισχύος του Διατάγματος ημερομηνίας 25/6/2009 που εκδόθηκε στη βάση της υπό ημερομηνίας 24/6/2009 μονομερούς αίτησης για έκδοση Προσωρινού Διατάγματος, μέχρι την αποπεράτωση της Έφεσης που κατεχώρισε η εξ Ανταπαιτήσεως Ενάγουσα στις 17/2/10, κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου ημερ. 12/2/10.

 

Β.     Διαζευκτικά παρεμπίπτον διάταγμα που να απαγορεύει στην εξ Ανταπαιτήσεως Εναγομένη 1 από του να πωλήσει, υποθηκεύσει ή με οποιοδήποτε τρόπο αποξενώσει τα ακίνητα.

 

(ι) Οικόπεδο, Αρ. εγγραφής 0/7894, Τεμάχιο 154, Φ.Σχ.54/45, Τοποθεσία Λεμεσός, Μουτταγιάκια, Παμπούλα.

 

(ιι) ½ μερίδιο σε χωράφι, αρ. εγγραφής 0/4832, Τεμάχιο 984, Φ.Σχ.53/28, Τοποθεσία Λεμεσός, Σούνι-Ζανακιά-Βουπιά.

 

(ιιι) ½ μερίδιο σε χωράφι, Αρ. εγγραφής 0/4833, Τεμάχιο 985, Φ.Σχ.53/28, Τοποθεσία Λεμεσός Σούνι-Ζανακιά-Βουπιά,

 

μέχρι την αποπεράτωση της Έφεσης που καταχώρισε η Ενάγουσα εξ Ανταπαιτήσεως εναντίον της απόφασης ημερομηνίας 12/2/2010 και/ή

 

Γ. Περαιτέρω ή άλλη θεραπεία που θα κρίνεται δίκαιη υπό τας περιστάσεις.

 

 

 

Δ. Αναστολή εφαρμογής της ενδιάμεσης απόφασης ημερομηνίας 12/2/2010 μέχρι τελικής ακρόασης και τελεσφόρησης της Έφεσης που καταχωρήθηκε στις 17/2/10 εναντίον της υπό ημερ. 12/2/10 ενδιάμεσης απόφασης."

 

 

Η Αίτηση βασιζόταν στον περί Δικαστηρίων Νόμο, 14/60, άρθρα 29, 31 και 32, στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6, άρθρο 4(1), στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.48, θθ. 1-4 και Δ.35, θθ.18-19, καθώς και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου και στις αρχές της Επιείκειας.

 

Με την ενδιάμεση απόφασή του, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, κατόπιν εμπεριστατωμένης εξέτασης των εγειρόμενων θεμάτων, απέρριψε την αίτηση για τους ακόλουθους δύο βασικούς λόγους:

 

α. Επειδή οι πρόνοιες της Δ.35 κκ. 18-19 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που προνοούν για την αναστολή εκτέλεσης απόφασης εκκρεμούσας έφεσης δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην υπό εξέταση περίπτωση, εφόσον αυτές εφαρμόζονται μόνο σε περιπτώσεις αναστολής θετικής υποχρέωσης ή καθήκοντος το οποίο επιβάλλεται από την υπό έφεση απόφαση.

 

β. Οι συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου και ιδιαίτερα οι αρχές που τέθηκαν αρχικά στην υπόθεση Erinford Properties Ltd v. Cheshire County Council (1974) 2 All E.R. 448, επίσης δεν μπορούσαν εδώ να εφαρμοσθούν, εφόσον η ενδιάμεση απόφαση είχε τελειωθεί με τη διάθεση έτοιμου γραπτού κειμένου, ενώ τυχόν έγκριση της αίτησης και παροχή των αιτούμενων θεραπειών, θα οδηγούσε ουσιαστικά σε αναθεώρηση και παράκαμψη της εκδοθείσας ενδιάμεσης απόφασης και ουσιαστικά σε αναβίωση του ακυρωθέντος διατάγματος.

 

Με την παρούσα έφεσή της, η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της προαναφερθείσας ενδιάμεσης απόφασης, προβάλλοντας προς τούτο τρεις λόγους έφεσης.

 

Λόγος Έφεσης Αρ. 1.

 

Σύμφωνα με αυτό το λόγο έφεσης, ενώ η εφεσείουσα έλαβε εγκαίρως όλα τα αναγκαία μέτρα και προέβηκε στα απαιτούμενα διαβήματα ώστε η ενδιάμεση απόφαση να μην καθίστατο τελεσίδικη, εν τούτοις, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και κατέστησε τελεσίδικη την απόφαση με την απαγγελία και απόδοση του γραπτού κειμένου της, για να επικαλεσθεί αργότερα το ίδιο το Δικαστήριο ως λόγο απόρριψης της νέας αίτησης που ακολούθησε, το γεγονός ότι η ενδιάμεση απόφασή του είχε καταστεί τελεσίδικη.

 

 

Όπως υποστηρίζει η εφεσείουσα, η συνήγορός της έγκαιρα είχε παρέμβει κατά την απαγγελία της απόφασης προτού αυτή συμπληρωθεί, πλην όμως αγνοήθηκε. Εν πάση δε περιπτώσει, η διαδικασία πρέπει να είναι η ίδια, είτε η απόφαση εκφωνείται από στήθους ή από δακτυλογραφημένο κείμενο και τα αιτήματα που νομότυπα υποβάλλονται κατά την εκφώνηση απόφασης θα πρέπει να τυγχάνουν του ίδιου χειρισμού, είτε το κείμενο της απόφασης είναι δακτυλογραφημένο, είτε όχι.

 

Το θέμα του κατά πόσο κάποιο αίτημα της φύσης του εξεταζόμενου εδώ αιτήματος για να μπορεί να εξετασθεί θα πρέπει να υποβάλλεται προτού τελειωθεί μια δικαστική απόφαση, ηγέρθη προφανώς λόγω της σχετικής αναφοράς στην απόφαση του Meggary J. στην Αγγλική υπόθεση Erinford Properties Ltd v. Cheshire County Council (1974) 2 All E.R. 448. Συγκεκριμένα, στη σελίδα 453 του τόμου αποφάσεων, είχαν λεχθεί και τα ακόλουθα:

 

"Again, in the case before me, no order dismissing the motion has yet been perfected, and until it has been it is open to this court to modify or even revoke the decision, as may be considered proper: see Re Harrison´s Share under a Settlement............"

 

Σημειώνουμε ότι στην ίδια την απόφαση στην υπόθεση Re Harrison´s Share under a Settlement (1955) 1 All E.R. 185, είχε επιβεβαιωθεί ότι ένα διάταγμα το οποίο απαγγέλλεται από Δικαστή μπορεί πάντα να ανακληθεί ή να μεταβληθεί ή να τροποποιηθεί από τον ίδιο προτού συνταχθεί, διαβιβασθεί και καταχωρηθεί. Εν τω μεταξύ, τελεί προσωρινά σε ισχύ. ("We think that an order pronounced by the judge can always be withdrawn, or altered or modified by him until it is drawn up, passed and entered. In the meantime it is provisionally effective...").

 

Στην ίδια την υπόθεση Re Harrison´s, Δικαστής εξέδωσε διάταγμα με το οποίο ενέκρινε τη διαφοροποίηση ενός καταπιστεύματος και μετά από λίγες μέρες το House of Lords εξέδωσε απόφαση σε άλλη υπόθεση, σύμφωνα με την οποία καταδεικνυόταν ότι ο Δικαστής εστερείτο δικαιοδοσίας να ενεργήσει όπως ενήργησε. Τότε, ο ίδιος Δικαστής επανέφερε και ανακάλεσε το διάταγμά του, προτού αυτό συνταχθεί (drawn up) και το Εφετείο αποφάνθηκε ότι είχε δικαίωμα να το πράξει. Σε μια άλλη απόφαση, στην υπόθεση Compagnie Noga D´Imputation et D´Exportation SA v. Abach and another (2001) 3 All E.R. 513 θεωρήθηκε ως δεδομένο και κοινά παραδεκτό ότι το Δικαστήριο μπορούσε να επανεξετάσει και μεταβάλει την απόφασή του προτού αυτή συνταχθεί επίσημα (drawn up), ακόμα και μετά που η απόφαση ανακοινώθηκε στους διαδίκους στους οποίους δόθηκε και συνοπτικό κείμενο (draft), αλλ΄ αυτό μπορεί να γίνει μόνο σε εξαιρετικές ή ασυνήθιστες περιστάσεις. Στην υπόθεση National Benzole Co. Ltd n. Gooch (1961) 3 All E.R. 1097 το House of Lords επιβεβαίωσε ότι ακόμα και μετά που ένα δικαστικό αποτέλεσμα μονογραφείται από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, θα μπορούσε να ανακληθεί προτού συνταχθεί επίσημα διάταγμα και καταχωρηθεί στο μητρώο.

 

Υπό το φως των πιο πάνω αρχών, συμφωνούμε ότι το γεγονός πως κατά την απαγγελία της ενδιάμεσης απόφασης υπήρχε έτοιμο δακτυλογραφημένο κείμενο το οποίο δόθηκε ή θα εδίδετο στους διαδίκους ή τους δικηγόρους τους, δεν παρουσιάζεται να συνιστούσε αφ΄ εαυτού πρόβλημα στην εξέταση του ενδεχομένου εφαρμογής των αρχών που είχαν αρχικά τεθεί στην προαναφερθείσα υπόθεση Erinford (ανωτέρω). Εξάλλου, και σε αριθμό Κυπριακών αποφάσεων, στις οποίες έγινε δεκτή η γενική αρχή που τέθηκε στην υπόθεση Erinford, οι αιτήσεις με τις οποίες εζητείτο η αναστολή εκτέλεσης διατάγματος, ή η έκδοση νέου διατάγματος εκκρεμούσας έφεσης, είχαν γίνει μεταγενέστερα της έκδοσης της αρχικής απόφασης, χωρίς αυτό το στοιχείο να θεωρηθεί ως κώλυμα. (Βλ. Tafco v. Ship "Lambros L" (No.2) (1977) 1 CLR 159, Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (Αρ.3) (2005) 1(Β) ΑΑΔ 1255, Ocean Corporation Ltd v. Novorossijskrybprom Company Ltd (Αρ. 2) (1996) 1 Β ΑΑΔ 1154.

 

Επομένως, το παράπονο της εφεσείουσας, κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, είναι δικαιολογημένο.

 

Παρά ταύτα, επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε την ουσία της αίτησης την οποία και τελικά απέρριψε και για άλλους λόγους, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τη βασιμότητα και των άλλων λόγων έφεσης.

 

Λόγος Έφεσης Αρ. 2.

 

Με αυτό το λόγο έφεσης, η εφεσείουσα προβάλλει τη  θέση ότι, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την έκδοση της ενδιάμεσης απόφασής του και την υποβολή του προφορικού αιτήματος από την εφεσείουσα είχε δώσει οδηγίες για την καταχώρηση μονομερούς αίτησης, εν τούτοις, κατά την ορισθείσα δικάσιμο της μονομερούς αίτησης, το Δικαστήριο δεν επιλήφθηκε της αίτησης μονομερώς, αλλά έδωσε οδηγίες όπως ακουσθεί και η αντίδικη πλευρά. Και τούτο, ενώ η αίτηση ήταν κατεπείγουσας φύσεως λόγω του άμεσου κινδύνου αποξένωσης μεγάλης αξίας περιουσίας, που κατά τεκμήριο επέβαλλε στο Δικαστήριο να επιληφθεί της αίτησης μονομερώς.

 

Αυτός ο λόγος έφεσης έκδηλα δεν μπορεί να επιτύχει. Σύμφωνα με τα περιστατικά της υπόθεσης, η άλλη πλευρά η οποία θα επωφελείτο από την ενδιάμεση απόφαση τερματισμού της ισχύος του εκδοθέντος απαγορευτικού διατάγματος, ήταν παρούσα κατά την απαγγελία της απόφασης και έλαβε γνώση της πρόθεσης της εφεσείουσας όπως επιτύχει τη διατήρηση της ισχύος του ακυρωθέντος διατάγματος. Περαιτέρω, κατά τη δικάσιμο της νέας μονομερούς αίτησης, η αντίδικη πλευρά είχε λάβει γνώση της διαδικασίας και ήταν παρούσα, διεκδικώντας το δικαίωμα όπως ακουσθεί. Υπ΄ αυτές τις συνθήκες και δεδομένου ότι με την αιτούμενη θεραπεία, αν αυτή εγκρινόταν, θα αποστερείτο η άλλη πλευρά από το θετικό αποτέλεσμα το οποίο είχε η έκβαση της δικαστικής διαδικασίας, πιστεύουμε ότι πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική ευχέρειά του δυνάμει της Δ.48 κ.8(3), επιτρέποντας στην άλλη πλευρά όπως ακουσθεί επί της αίτησης.

 

Λόγος Έφεσης Αρ. 3.

 

Με τον τελευταίο τούτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε την ουσία και τις αρχές που τέθηκαν στην προαναφερθείσα υπόθεση Erinford, η οποία αποσκοπεί στη διασφάλιση του ότι το αποτέλεσμα της έφεσης δεν θα καταστεί άνευ αντικειμένου. Όπως υποστηρίζει η εφεσείουσα, στην παρούσα υπόθεση η εφεσίβλητη έλαβε την προειδοποίηση ότι η εφεσείουσα έχει πιθανότητα να επιτύχει στην απαίτησή της και με την ίδια απόφαση όμως, έφυγε από πάνω της το βάρος του ενδιάμεσου διατάγματος επιβάρυνσης της περιουσίας της, οπότε έχει κάθε λόγο να αποξενώσει την περιουσία της εκκρεμούσας της έφεσης που καταχωρήθηκε, και η έφεση θα καταστεί έτσι άνευ αντικειμένου. Κατ΄ εφαρμογή δε και τηρουμένων των αναλογιών, των αρχών που διέπουν τα της αναβολής εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων εκκρεμούσας έφεσης, το Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε εκδώσει το επίδικο διάταγμα.

 

Από την άλλη, η πλευρά της εφεσίβλητης επικαλείται κατά κύριο λόγο την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (ανωτέρω) και ισχυρίζεται ότι, με βάση αυτή την απόφαση και σύμφωνα με πάγια νομολογία, δεν είναι δυνατό ένα Κυπριακό Δικαστήριο να εκδώσει διάταγμα που να διατηρεί σε ισχύ και/ή να παρατείνει την ισχύ του ακυρωθέντος παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος μέχρι την εκδίκαση της έφεσης.

 

Εκείνο το οποίο θα πρέπει κατ΄ αρχάς να επισημανθεί είναι ότι η απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου (ανωτέρω), δεν μπορεί να βοηθήσει τη θέση της εφεσίβλητης, εφόσον διαφορετικά ήσαν εκεί τα γεγονότα και διαφορετική ήταν η αρχή που τέθηκε. Εκείνη η υπόθεση αναφερόταν σε έφεση η οποία ασκήθηκε κατά της απόφασης Δικαστού του Ανωτάτου  Δικαστηρίου με την οποία είχε ακυρωθεί με ένταλμα τύπου Certiorari παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας επειδή δεν ικανοποιείτο η προϋπόθεση του άρθρου 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου ως προς την παροχή εγγύησης. Ο εφεσείων-αιτητής αποτάθηκε, τόσο στον πρωτόδικο Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσο και στο Εφετείο με μονομερή αίτησή του ζητώντας την έκδοση διατάγματος προς "διατήρησιν σε ισχύν και/ή παράτασιν της ισχύος του διατάγματος ημερομ. 27.7.2005". Ο πρωτόδικος Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου με απόφασή του ημερομηνίας 29.9.2005 [(2005) 1 Β ΑΑΔ 1523] αποφάνθηκε ότι δεν είχε εξουσία έκδοσης ενός τέτοιου διατάγματος. Στην απόφαση της Ολομέλειας, την οποία επικαλείται η εφεσίβλητη, εκείνο το οποίο αποφασίστηκε δεν είναι αυτό που ισχυρίζεται, ότι δηλαδή δεν είναι δυνατό για ένα Δικαστήριο να εκδώσει διάταγμα που να διατηρεί σε ισχύ και/ή να παρατείνει την ισχύ ακυρωθέντος παρεμπίπτοντος διατάγματος μέχρι την εκδίκαση της έφεσης.  Εκείνο το οποίο αποφάσισε, ή καλύτερα διέγνωσε, η Ολομέλεια ήταν ότι η υπό εξέταση περίπτωση διαφοροποιείτο από την Erinford καθότι το πρόβλημα δεν ήταν κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ή όχι εξουσία να εκδώσει ένα τέτοιο διάταγμα, αλλά κατά πόσο το Εφετείο στο πλαίσιο έφεσης θα μπορούσε να το εκδώσει. Αφού δε απέδωσε πλήρη αιτιολογία η Ολομέλεια, αποφάνθηκε ότι στην Κύπρο δεν φαίνεται να παρέχεται σε εφεσείοντα το δικαίωμα όπως επιζητεί την έκδοση τέτοιου είδους διατάγματος από το Εφετείο.

 

Το θέμα όμως το οποίο εδώ εξετάζεται στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης δεν αφορά τυχόν εξουσία του Εφετείου όπως εκδίδει τέτοιο διάταγμα στο πλαίσιο της έφεσης, παρά μόνο εξετάζεται η δυνατότητα έκδοσης και η ορθότητα της άρνησης έκδοσης του διατάγματος από το πρωτόδικο Επαρχιακό Δικαστήριο. Όμως, από την άλλη, οι παρατηρήσεις στις οποίες προέβηκε το Εφετείο στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου (ανωτέρω) ως προς την διαφορετικότητα του Κυπριακού νομοθετικού πλαισίου και την ανυπαρξία νομοθετικής ρύθμισης για παροχή τέτοιας θεραπείας από το Κυπριακό Εφετείο, δεν μπορούν παρά να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Όπως ορθά διαπίστωσε το Εφετείο, στην Αγγλία ένα τέτοιο θέμα, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 69(1) του Supreme Court of Judicature (Consolidation) Act 1925 μπορούσε να ρυθμισθεί από το ίδιο το Εφετείο. Επομένως, το μόνο θέμα το οποίο εξετάστηκε στην υπόθεση Erinford ήταν κατά πόσο ενδιάμεσα, μέχρι δηλαδή να μπορεί να επιληφθεί του θέματος το Εφετείο, μπορούσε να παρασχεθεί στους αιτητές μια προσωρινή, περιορισμένης έκτασης θεραπεία μερικών ημερών που θα απέτρεπε την πρόκληση τετελεσμένων. Συγκεκριμένα, το Κυπριακό Εφετείο προέβηκε στις ακόλουθες επισημάνσεις, [(2005) 1 Β ΑΑΔ 1534]:

 

"Να δούμε λοιπόν την Erinford η οποία, καθώς μας φαίνεται, στην Κύπρο σε ορισμένες περιπτώσεις θεωρήθηκε πως απεικόνιζε αρχές που ίσχυαν και στο δικό μας σύστημα (βλ. π.χ. την Tafco v. Ship "Lambros L" (No.2) (1977) 1 C.L.R. 159) σε άλλες αντικρίστηκε με επιφυλακτικότητα (βλ. Stavros Makrís Ltd v. Ports Authority (1985) 1 C.L.R. 731) ενώ σε μια τέθηκε ερωτηματικό (βλ. Ocean Corp. Ltd v. Novorossijkrybprom Co Ltd (Αρ. 2) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1154). Για να κατανοήσει κανείς την Erinford χρειάζεται όχι μόνο να συλλάβει τη λεπτομέρεια των στοιχείων της αλλά και το πλαίσιο των αγγλικών νομοθετικών διατάξεων στις οποίες εντασσόταν η περίπτωση και οι οποίες, σε ουσιώδη πτυχή, στην οποία θα αναφερθούμε αργότερα, διέφεραν από τις Κυπριακές. Στην Erinford είχε απορριφθεί, στις 14 Μαρτίου 1974, αίτημα των εναγόντων για προσωρινό διάταγμα με το οποίο να εμποδιζόταν η τοπική Αρχή να εξετάσει τις αιτήσεις τους για πολεοδομική άδεια, χωρίς συνάρτηση με παρόμοια εκκρεμούσα αίτηση άλλων προσώπων, μη διαδίκων στην αγωγή, σε σχέση με παρακείμενη γη. Μετά την απόρριψη του αρχικού αιτήματος, οι ενάγοντες αποτάθηκαν αμέσως στο πρωτόδικο δικαστήριο για διάταγμα με τους ίδιους όρους για σκοπούς έφεσης την οποία, καθώς δήλωσαν, είχαν πρόθεση να καταχωρίσουν αλλά χρειάζονταν μερικές ημέρες, ήτοι μέχρι τις 20 Μαρτίου το αργότερο. Ας σημειωθεί ότι μεταγενέστερα το ζήτημα θα μπορούσε να ρυθμιστεί με βάση το άρθρο 69(1) του Supreme Court of Judicature (Consolidation) Act, 1925 και εναγομένων εισηγήθηκε, χωρίς όμως να παραπέμψει σε αυθεντίες, πως σύμφωνα με την πρακτική τέτοιο διάταγμα μόνο το εφετείο είχε εξουσία να εκδώσει. Το δικαστήριο αναφέρθηκε εκτενώς στις αποφάσεις οι οποίες αφορούσαν στο ζήτημα και στις οποίες εμφανιζόταν κάποια διάσταση. Κατέληξε, με την ερμηνεία που τους έδωσε, ότι επειδή καθίστατο αναγκαία η προστασία του δικαιώματος έφεσης, παρεχόταν ανάλογα και εξουσία για την έκδοση σχετικού διατάγματος και ότι, επιπλέον, ήταν προτιμότερο, για λόγους ευκολίας, το ζήτημα να εξεταζόταν αρχικά από το πρωτόδικο δικαστήριο."

 

Το θέμα λοιπόν το οποίο είχε απασχολήσει στην Erinford ήταν το κατά πόσο θα μπορούσε να δοθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο μια πολύ περιορισμένης χρονικής έκτασης θεραπεία διατήρησης του status quo έξι ημερών, μέχρις ότου να μπορούσε να επιληφθεί του ίδιου θέματος το Αγγλικό Εφετείο και να αποφασίσει κατά πόσο εκείνο να δώσει μακρύτερης χρονικής διάρκειας θεραπεία εκκρεμούσας της έφεσης. Εκείνος δε ο παράγοντας ήταν που τελικά μέτρησε και επενήργησε θετικά στην σκέψη του Megarry J. ώστε να εκδώσει το ζητηθέν προσωρινό διάταγμα. Όπως ο ίδιος ο Megarry J. ανέφερε στην απόφασή του (1974) 2 All E.R. 449:

 

"The county council had previously been bound by an undertaking in similar terms, but this came to an end with the dismissal of the motion and counsel of the county council had no instructions to renew it or offer any other undertaking. He volunteered, however, that the next meeting of the appropriate body of the county council would not be until 28th March and in the end counsel for the plaintiffs was content to seek an ex parte injunction only over 20th March, which, he said would allow time for him to give notice of appeal and to serve notice of motion to extend the injunction. Ultimately, I held that I should grant the injunction in this modified form..."

 

 

Προκύπτει, επομένως, ότι εκείνο που τελικά είχε βαρύνει την πλάστιγγα στην απόφαση του Megarry J. στην υπόθεση Erinford ήταν το γεγονός ότι οι αιτητές περιόρισαν τη χρονική έκταση του αιτούμενου διατάγματος σε περίοδο μερικών μόνο ημερών μέχρις ότου επιληφθεί του θέματος το Εφετείο.

 

Με δεδομένη όμως τη νομολογία και ιδιαίτερα την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου (ανωτέρω), σύμφωνα με την οποία το Εφετείο δεν κέκτηται εξουσία έκδοσης διατάγματος όπως το εδώ υπό εξέταση, αυτό σημαίνει στην ουσία ότι εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο ακυρώνει και τερματίζει την ισχύ ενός διατάγματος, παράσχει νέα θεραπεία η οποία θα επαναφέρει την ισχύ του διατάγματος όχι μέχρι την εκδίκαση της αγωγής, αλλά μέχρι την εκδίκαση και πλήρη αποπεράτωση έφεσης που ασκήθηκε ή θα ασκηθεί με την οποία προσβάλλεται η ορθότητα της ακυρωτικής απόφασης, θα παρείχε μία μακράς διάρκειας θεραπεία με την οποία για αόριστο χρόνο, σίγουρα μακρό, θα επαναφερόταν η ισχύς του ακυρωθέντος διατάγματος.

 

Κατά την άποψή μας, μια τέτοια εξουσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν θα πρέπει να ασκείται παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες καταδεικνύεται όχι απλά ότι θα εδικαιολογείτο η αναστολή εκτέλεσης μιας δικαστικής απόφασης, αλλά μόνο εκεί όπου καταδεικνύεται ή έχει μεσολαβήσει ή αποκαλυφθεί τέτοια κατάσταση πραγμάτων ώστε να υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο ανατροπής της ακυρωτικής απόφασης και η ύπαρξη σοβαρών επιπτώσεων από τη μη απόδοση θεραπείας.

 

Στην υπό εξέταση εδώ περίπτωση, οι λόγοι οι οποίοι προβάλλονται, ως λόγοι έφεσης που καθάπτονται της ορθότητας της πρωτόδικης ακυρωτικής απόφασης, δεν περιέχουν οτιδήποτε πέραν του να στοιχειοθετούν μια συζητήσιμη υπόθεση ως προς την ορθότητα του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με διαπιστωθείσα καθυστέρηση εκ μέρους της αιτήτριας όπως αποταθεί έγκαιρα στο Δικαστήριο και, συνακόλουθα, τη μη κατάδειξη του στοιχείου του κατεπείγοντος. Αναφορικά δε με τις επαπειλούμενες επιπτώσεις από τη μη απόδοση  της ζητούμενης θεραπείας μετά την ακυρωτική απόφαση, η εφεσείουσα έχει προτάξει τη συνήθη περίπτωση κατά την οποία η μη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων με απαγορευτικό διάταγμα, δυνατό να έχει ως αποτέλεσμα τη μη ικανοποίηση της απαίτησης της εφεσείουσας και η ασκηθείσα έφεση δυνατό να καταστεί άνευ αντικειμένου.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, καταλήγουμε ότι δεν δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου στην παρούσα περίπτωση.

 

 

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

Φρ. Νικολαϊδης, Δ.

 

 

Μ. Νικολάτος, Δ.

 

 

Κ. Κληρίδης, Δ.

 

 

 

/ΧΤΘ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο