ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1377
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 211/2010)
14 Ιουλίου 2011
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΠΑΦΟΥ,
Εφεσείουσα
- ΚΑΙ -
ARISTO DEVELOPERS LTD,
Εφεσιβλήτων
---------------------------------
Λ. Γεωργίου με Μ. Φλωρέντζο και Χλ. Τοφαρίδου (κα),
για την Εφεσείουσα.
Ν. Παπαγεωργίου με Ρ. Χαραλάμπους (κα) και Χρ. Χριστοδούλου,
για τους Εφεσίβλητους.
---------------------------------
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ,
με την οποία συμφωνεί και ο Δικαστής Πασχαλίδης.
Η απόφαση της μειοψηφίας θα δοθεί από εμένα.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η εφεσείουσα παραπονείται για την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να οριστικοποιήσει στις 24.6.2010 το προσωρινό διάταγμα που το ίδιο είχε εκδώσει πάνω σε μονομερή βάση στις 22.3.2010. Τόσο με το προσωρινό, όσο και με το οριστικοποιηθέν διάταγμα, απαγορεύθηκε στην εφεσείουσα να πωλήσει, υποθηκεύσει, επιβαρύνει ή άλλως πως αποξενώσει τα τεμάχια γης που αναφέρονται λεπτομερώς στο διάταγμα.
Η διαφορά που προέκυψε μεταξύ των διαδίκων παραπέμπει σε αρχική μεταξύ τους συμφωνία ημερ. 23.2.2001, με την οποία οι εφεσίβλητοι είχαν συμφωνήσει με την εφεσείουσα να αγοράσουν την έκταση γης που αναφερόταν στο προσωρινό διάταγμα στο χωριό Τσάδα της επαρχίας Πάφου. Το τίμημα της αγοράς είχε εξοφληθεί πλήρως από τους εφεσίβλητους. Η εφεσείουσα πριν την ολοκλήρωση των μεταβιβάσεων, ζήτησε την απαλλαγή και επιστροφή σ΄ αυτήν μέρους της γης με σκοπό να τύχει εκμετάλλευσης, ενοποιώντας την με άλλη έκταση γης που κατείχε στην ίδια περιοχή. Ως αποτέλεσμα υπεγράφη νέα συμφωνία ημερ. 17.10.2006, με την οποία ακυρώθηκε η αρχική, ενώ περαιτέρω συμφωνήθηκε ότι οι εφεσίβλητοι θα επέστρεφαν σχεδόν όλη την αγορασθείσα περιουσία που αποτελείτο από ένα τεμάχιο 50 σκαλών και 87 από 100 οικόπεδα (πλην δηλαδή εκείνων των οικοπέδων που είχαν ήδη πωληθεί σε τρίτους από τους εφεσίβλητους), και με τη συναντίληψη ότι οι εφεσίβλητοι θα λάμβαναν γη ίσης αξίας σε συμφωνηθείσες περιοχές. Λόγω του ότι αυτή η ίσης αξίας γη ανήκε στην Κυπριακή Δημοκρατία με πιθανότητα να περιερχόταν σε κάποιο στάδιο στην ιδιοκτησία της εφεσείουσας, συμφωνήθηκε όπως αν αυτό δεν επιτυγχανόταν μέχρι τις 31.12.2008, τότε η εφεσείουσα θα υποχρεούτο να καταβάλει προς τους εφεσείοντες το συμφωνημένο ποσό των £8.470.000 πλέον τόκους. Δόθηκε ταυτόχρονα από την εφεσείουσα και εγγυητική επιστολή ύψους £250.000 προς όφελος των εφεσιβλήτων.
Η εφεσείουσα δεν εξασφάλισε την ιδιοκτησία από την Κυπριακή Δημοκρατία των τεμαχίων που είχαν συμφωνηθεί να αναλογίσουν στους εφεσίβλητους δυνάμει της νέας συμφωνίας και παρά τις οχλήσεις των εφεσιβλήτων, η εφεσείουσα δεν συμμορφώθηκε ούτε με την υποχρέωση της να καταβάλει το συμφωνηθέν ποσό. Ηγέρθηκε επομένως αγωγή στις 19.3.2010 με την οποία οι εφεσίβλητοι, ως ενάγοντες, απαίτησαν από την εφεσείουσα, ως εναγόμενη, το ποσό των €15.471.854.21 πλέον διάφορους τόκους για διάφορες περιόδους, πλέον έξοδα. Ταυτόχρονα εισήχθηκε και αίτηση σε μονομερή βάση για έκδοση προσωρινού διατάγματος υποστηριζόμενη από ένορκη δήλωση του Σάββα Γεωργιάδη, ενός των διευθυντών των εφεσιβλήτων. Πέραν της αναφοράς στην ένορκη δήλωση στις δύο συμφωνίες, οι οποίες και επισυνάφθηκαν και της παραπομπής στην αλληλογραφία που ανταλλάγηκε μεταξύ των μερών, η οποία επίσης επισυνάφθηκε, ο ενόρκως δηλών ανέφερε ότι ήταν επείγον να εκδοθεί το διάταγμα αφενός διότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να δεχθεί πίεση η εφεσείουσα να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό και αφετέρου διότι η οικονομική κατάσταση της εφεσείουσας δεν ήταν εύρωστη εφόσον, σύμφωνα με δημοσίευμα το οποίο επισυνάφθηκε ως τεκμήριο, κατά τα τέλη του 2008 η εφεσείουσα είχε αποθεματικά μόλις €17.500.000. Περαιτέρω, υπήρχαν βάσιμες πληροφορίες ότι η εφεσείουσα είχε προβεί σε συνεργασία με εταιρεία ανάπτυξης γης, έχοντας πωλήσει διάφορα τεμάχια από αυτά που θα έπρεπε να αναλογίσουν στους εφεσίβλητους δυνάμει της συμφωνίας, εισπράττοντας και οικειοποιούμενη τα αντίστοιχα ποσά πώλησης. Καθίστατο επομένως επείγον να εκδοθεί το διάταγμα λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της εφεσείουσας, αλλά και με γνώμονα να διατηρηθούν τα τεμάχια γης που θα έπρεπε να λάβουν οι εφεσίβλητοι και τα οποία σταδιακά αποξενώνονταν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε ακρόαση του εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος μετά την καταχώρηση και της σχετικής ένστασης από πλευράς της εφεσείουσας. Με την απόφαση του ημερ. 24.6.2010, οριστικοποίησε το διάταγμα με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, απορρίπτοντας όλες προς το αντίθετο θέσεις της, που κατά την άποψη της οδηγούσαν στην ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος. Κυρίαρχο στοιχείο στις εισηγήσεις της εφεσείουσας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι το εκδοθέν διάταγμα ερχόταν σε αντίθεση με τις καθαρές πρόνοιες των παραγράφων 7 και 9 του Άρθρου 23 του Συντάγματος, οι οποίες, συμφώνως των θέσεων του συνηγόρου της εφεσείουσας, απαγορεύουν την επιβολή οποιουδήποτε περιορισμού σε περιουσία εκκλησιαστικού οργανισμού χωρίς τη συγκατάθεση του. Οι πρόνοιες αυτές, κατά τη θέση της εφεσείουσας, προστάτευαν και προστατεύουν την εκκλησιαστική περιουσία και στις σχέσεις της με οποιονδήποτε πολίτη που έχει διαφορά με αυτή και όχι μόνο έναντι του δημοσίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, κατά τα άλλα, ότι όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, καθώς και οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, στο οποίο επίσης στηριζόταν η μονομερής αίτηση, ικανοποιούνταν, ενώ και το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε σαφώς υπέρ των εφεσιβλήτων ούτως ώστε να διατηρηθεί η κατάσταση των πραγμάτων ως είχε αμέσως πριν την έγερση της αγωγής. Απέρριψε επίσης τις θέσεις της εφεσείουσας ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε το επείγον προς έκδοση μονομερούς του προσωρινού διατάγματος ή ότι υπήρξε απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων.
Κατά την έφεση ηγέρθηκαν τα ίδια ουσιαστικά θέματα με ιδιαίτερη εμμονή της εφεσείουσας στη θέση ότι η έκδοση του απαγορευτικού διατάγματος και η οριστικοποίηση του αντίκεινται στο Σύνταγμα κατά τον τρόπο που εξηγήθηκε προηγουμένως. Σε γραπτό κείμενο αγόρευσης ενώπιον του Εφετείου, υποβοηθητικό του περιγράμματος αγόρευσης, η εφεσείουσα πρόσθεσε στο επιχείρημα της αντισυνταγματικότητας και τη θέση ότι το σημείο στίξεως του κόμματος, ως αυτό υπάρχει στο επίσημο κείμενο του Συντάγματος, ακολουθεί τη φράση «προς το συμφέρον της Πολεοδομίας» στο Άρθρο 23.9, ούτως ώστε το κείμενο να είναι σαφές ως προς την αναγκαιότητα να απαιτείται η γραπτή συγκατάθεση της Εκκλησίας και για την αναγκαστική εκτέλεση οποιασδήποτε δικαστικής απόφασης ή την αναγκαστική εκτέλεση συμβατικών υποχρεώσεων. Μάλιστα, προχωρεί η εισήγηση, στο αγγλικό κείμενο του Άρθρου 23.9, η εξαίρεση για σκοπούς πολεοδομίας για τους οποίους δεν απαιτείται η συγκατάθεση της Εκκλησίας, τοποθετείται στο τέλος της παρ. 9, με αποτέλεσμα να είναι σαφέστατο ότι η μοναδική εξαίρεση που αναγνωρίζει το Άρθρο 23 του Συντάγματος για την οποία δεν απαιτείται η συναίνεση της Εκκλησίας, αφορά τους πολεοδομικούς σκοπούς.
Εντελώς αντίθετη είναι η θέση των εφεσιβλήτων. Προτείνουν ότι η ορθή ερμηνεία των ως άνω συνταγματικών προνοιών είναι ότι οι πρόνοιες που σχετίζονται με τη συγκατάθεση των εκκλησιαστικών αρχών, αφορούν μόνο τις συναλλαγές της εκκλησίας με το δημόσιο και την επιβολή φορολογίας τελών και άλλων επιβαρύνσεων που σχέση έχουν με την άσκηση κρατικής εξουσίας και όχι με δικαιώματα που απορρέουν στη βάση συμφωνιών του ιδιωτικού δικαίου. Η ερμηνεία αυτή, κατά τους εφεσίβλητους, ενδυναμώνεται και από το γεγονός ότι ο συνταγματικός νομοθέτης δεν απαγόρευσε με οποιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα να ενάγεται η εκκλησία περιλαμβανομένου και του δικαιώματος λήψης ενδιάμεσων μέτρων, καθώς και μέτρων εκτελέσεως. Η εφεσείουσα, καθώς και ο οποιοσδήποτε άλλος εκκλησιαστικός οργανισμός, έχει το δικαίωμα του ελευθέρως συμβάλλεσθαι με τρίτα πρόσωπα και όπως η εκκλησία έχει το δικαίωμα σε περίπτωση έγερσης αγωγής να λάβει ενδιάμεσα μέτρα ή μέτρα εκτέλεσης απόφασης εναντίον του αντισυμβαλλομένου, παρόμοιο δικαίωμα πρέπει να έχει και ο τελευταίος έναντι της εκκλησίας. Διαφορετική ερμηνεία θα οδηγούσε σε παράλογο αποτέλεσμα και θα ήταν κάθετα ενάντια στην αρχή της ισότητας που προστατεύεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος.
Όσον αφορά το επείγον της έκδοσης του διατάγματος, το Δικαστήριο ορθά θεώρησε ότι υπήρχε μαρτυρία για αποξένωση της περιουσίας από πλευράς της εφεσείουσας και ήταν επομένως αναγκαία η έκδοση του σε εκείνο το χρόνο ώστε να μην αποξενωθεί η περιουσία. Ως προς τον ισχυρισμό ότι οι εφεσίβλητοι δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, ο ισχυρισμός αυτός τέθηκε με αοριστία, ενώ όλα τα ουσιώδη στοιχεία είχαν όντως αποκαλυφθεί. Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι η δεσμευθείσα περιουσία αποτελούσε ουσιαστικά αντικείμενο της αγωγής, η περιουσία δε που λέχθηκε από την εφεσείουσα ότι είχε προς ικανοποίηση τυχόν απόφασης εναντίον της, ήταν δεσμευμένη με υποθήκες και άλλες επιβαρύνσεις, ενώ δεν είχαν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ούτε δεδομένα σχετικά με την επακριβή αξία της άλλης αυτής περιουσίας.
Προκύπτει από όλα τα πιο πάνω ότι θα πρέπει πρωτίστως να εξεταστεί η δυνατότητα των εφεσιβλήτων να αιτηθούν και να εκδώσουν προσωρινό διάταγμα απαγορευτικό της αποξένωσης της επίδικης περιουσίας, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της εφεσείουσας. Τα Άρθρα 23.7 και 23.9, έχουν ως ακολούθως:
«7. Η τρίτη και τετάρτη παράγραφος του παρόντος άρθρου δεν έχουσιν εφαρμογήν προκειμένου περί διατάξεων οιουδήποτε νόμου, περί αναγκαστικής εκτελέσεως εν σχέσει προς οιονδήποτε φόρον ή ποινή, περί αναγκαστικής εκτελέσεως οιασδήποτε δικαστικής αποφάσεως, ή περί αναγκαστικής εκτελέσεως συμβατικών υποχρεώσεων ή περί παρεμποδίσεως κινδύνου επαπειλούντος την ζωήν ή την ιδιοκτησίαν.
9. Ουδεμία εν τούτοις επιβάλλεται αποστέρησις ή όρος, περιορισμός ή δέσμευσις του εις την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου προβλεπομένου δικαιώματος επί οιασδήποτε κινητής ή ακινήτου ιδιοκτησίας ανηκούσης εις οιανδήποτε επισκοπήν, μοναστήριον, ναόν, ή οιονδήποτε άλλον εκκλησιαστικόν οργανισμόν, ή οιονδήποτε άλλον εκκλησιαστικόν οργανισμόν, ή οιουδήποτε δικαιώματος ή συμφέροντος επί αυτής, ειμή τη εγγράφω συναινέσει της αρμοδίας εκκλησιαστικής αρχής της εχούσης τον έλεγχον της ιδιοκτησίας ταύτης η δε παρούσα διάταξις ισχύει και επί των περιπτώσεων, περί ων αι διατάξεις της τρίτης παραγράφου, πλην των όρων, περιορισμών ή δεσμεύσεων προς το συμφέρον πολεοδομίας, και της τετάρτης, έβδομης και ογδόης παραγράφου του παρόντος άρθρου.»
Οι πιο πάνω παράγραφοι πρέπει να ιδωθούν και να ενταχθούν στις ευρύτερες πρόνοιες του Άρθρου 23. Το Άρθρο προστατεύει και κατοχυρώνει το δικαίωμα στην απόκτηση, κυριότητα, κατοχή, απόλαυση και διάθεση της κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας. Στέρηση ή περιορισμός του δικαιώματος απαγορεύεται εκτός ως προβλέπεται από το ίδιο το Άρθρο και νομοθεσία που θεσπίζεται προς το συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας, της υγείας, των ηθών, της πολεοδομίας και της ανάπτυξης της ιδιοκτησίας με σκοπό την προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας. Αυτά κατά την παράγραφο 3, ενώ η παράγραφος 4 επεκτείνεται επεξηγηματικά στη δυνατότητα στέρησης ή περιορισμού της ιδιοκτησίας λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Η παράγραφος 5 προνοεί για τη χρήση της απαλλοτριωθείσας περιουσίας, το χρονικό διάστημα εντός του οποίου ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δέον όπως καταστεί εφικτός και τη ρύθμιση της διαδικασίας επιστροφής του απαλλοτριωθέντος επί τη καταβολή στο επηρεασθέν πρόσωπο του τιμήματος κτήσης. Η παράγραφος 8, αφορά την επίταξη περιουσίας και η παράγραφος 10, τη δυνατότητα αποστέρησης ή περιορισμού βακουφικής ιδιοκτησίας.
Η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ορθή και απόλυτα συμβατή τόσο με τις διατάξεις των παραγράφων 7 και 9, εξεταζόμενες αυτούσια, όσο και με τις υπόλοιπες διατάξεις του Άρθρου 23, αλλά και των υπολοίπων συνταγματικών διατάξεων που σχετίζονται με το υπό κρίση θέμα. Η γραμματική ερμηνεία όλων των παραγράφων του Άρθρου 23, καθιστά σαφές ότι στόχος του συνταγματικού νομοθέτη ήταν και είναι η καταχώρηση της ιδιοκτησίας ως αναπαλλοτρίωτου ανθρώπινου δικαιώματος. Το δικαίωμα αυτό αποτελεί ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα που βρίσκει την έκφραση του στο άρθρο 1 του 11ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών του Ανθρώπου. Η δυνατότητα στέρησης ή περιορισμού, υπό το φως της διατράνωσης αυτής της θεμελιώδους ελευθερίας, ενυπάρχει για συγκεκριμένους και πολύ στενά ερμηνευόμενους σκοπούς, που αφορούν στην ουσία και κυρίως, την πολεοδομία και την αναγκαστική απαλλοτρίωση, τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια υγεία και τα δημόσια ήθη.
Το γενικό και σχεδόν απόλυτο δικαίωμα της ιδιοκτησίας που οριοθετεί και διακηρύσσει η παράγραφος 1 του Άρθρου 23, καθίσταται με την παράγραφο 9 σαφές, ότι επεκτείνεται και καλύπτει και την εκκλησία (χρησιμοποιείται γενικώς η έννοια αυτή για να εντάξει υπό τη σκέπη της κάθε επισκοπή, μοναστήρι, ναό ή άλλο εκκλησιαστικό οργανισμό όπως ρητά αναφέρεται στην παρ. 9), στην οποία πρόσθετα παρέχεται το συνταγματικό ευεργέτημα ότι καμιά αποστέρηση, όρος, περιορισμός ή δέσμευση στην ιδιοκτησία της δεν επιβάλλεται άνευ της έγγραφης συναίνεσης της. Η ανάγκη για την έγγραφη αυτή συναίνεση επεκτείνεται με την καταληκτική περίοδο λόγου της παραγράφου 9, και στις περιπτώσεις που καλύπτονται από τις πρόνοιες της παραγράφου 3, απαιτείται δηλαδή αυτή η συναίνεση εάν σκοπείται δέσμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια υγεία ή τα δημόσια ήθη, αλλά εξαιρούνται τα θέματα που αφορούν όρους, περιορισμούς ή δεσμεύσεις προς το συμφέρον της πολεοδομίας.
Κατά ομοιογενή εννοιολογικά και θεματικά τρόπο, η παράγραφος 9 καταλήγει κατά τρόπο ώστε να καλύψει και τα όσα προνοούνται από την τέταρτη, έβδομη και όγδοη παράγραφο του Άρθρου 23. Οι παράγραφοι αυτοί αφορούν ρητά δεσμεύσεις, περιορισμούς και όρους που επιβάλλονται στην ακίνητη ιδιοκτησία για (i) αναγκαστική απαλλοτρίωση (παρ. 4), (ii) αναγκαστική επιβολή νομοθετικών ρυθμίσεων που σχετίζονται με φόρους, ποινές, ή την εκτέλεση δικαστικής απόφασης ή την αναγκαστική εκτέλεση συμβατικών υποχρεώσεων ή την παρεμπόδιση κινδύνου που απειλεί τη ζωή ή την ιδιοκτησία (παρ. 7) και (iii) αναγκαστική επίταξη προς επίτευξη εκπαιδευτικών, θρησκευτικών, φιλανθρωπικών ή αθλητικών οργανώσεων κλπ. (παρ. 8).
Ανάγνωση του συνταγματικού κειμένου, όπως εισηγείται ο συνήγορος της εφεσείουσας, θα απέληγε στο εξής παράδοξο αποτέλεσμα: να μην χρειάζεται η συγκατάθεση της εκκλησίας για την επιβολή όρων, περιορισμών και δεσμεύσεων «προς το συμφέρον της πολεοδομίας», μία από τις περιπτώσεις που καλύπτει η παράγραφος 3, αλλά να χρειάζεται τέτοια συγκατάθεση όταν το δημόσιο επιθυμεί να προβεί σε αναγκαστική απαλλοτρίωση ή επίταξη ακινήτου, περιπτώσεις που καλύπτουν στην ουσία παρόμοια θεματολογία όπως αυτή της πολεοδομικής ανάπτυξης. Λογικά η διαφοροποίηση αυτή δεν έχει υπόβαθρο. Όπως δεν έχει λογικά υπόβαθρο ούτε η ένταξη των προνοιών της παραγράφου 7 στις εξαιρέσεις που προνοούνται από την παράγραφο 9, ως εισηγείται η εφεσείουσα, διότι τότε θα ακολουθούσε η αδυναμία να επιβληθεί ή εισπραχθεί οποιοσδήποτε φόρος, ποινή ή κύρωση, ή να εκτελεστεί οποιαδήποτε δικαστική απόφαση ή να εφαρμοστεί οποιαδήποτε συμβατική υποχρέωση. Είναι, ανεξαρτήτως των προηγηθέντων, σαφέστατο ότι η παράγραφος 7 προνοεί γενικώς για μέτρα εκτέλεσης και θα ήταν παράδοξο αν, για παράδειγμα, δικαστική απόφαση θα ήταν αδύνατο να εκτελεστεί χωρίς τη συναίνεση της εκκλησίας.
Έγινε λόγος από την εφεσείουσα για το αγγλικό κείμενο του Άρθρου 23, όπου κατά τη θέση της η εξαίρεση σύμφωνα με την οποία δεν απαιτείται η συναίνεση της εκκλησίας αφορά μόνο πολεοδομικά θέματα. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι η σχετική πρόνοια απαντάται σε επιφύλαξη στο τέλος της παραγράφου 9. Το αγγλικό κείμενο του Άρθρου 23.9 έχει ως εξής:
"9. Notwithstanding anything contained in this Article no deprivation, restriction or limitation of the right provided in paragraph 1 of this Article in respect of any movable or immovable property belonging to any See, monastery, church or any other ecclesiastical corporation or any right over it or interest therein shall be made except with the written consent of the appropriate ecclesiastical authority being in control of such property and the provisions of paragraphs 3, 4, 7 and 8 of this Article shall be subject to the provisions of this paragraph:
Provided that restrictions or limitations for the purposes of town and country planning under the provisions of paragraph 3 of this Article are exempted from the provisions of this paragraph.»
Πράγματι εντοπίζεται διαφορά με το ελληνικό κείμενο. Όμως, αυθεντικό κείμενο είναι μόνο το ελληνικό ή το τούρκικο και όχι το αγγλικό και στο ελληνικό επομένως κείμενο θα πρέπει να βασισθεί η σχετική ερμηνεία. Το Άρθρο 180.1 του Συντάγματος προνοεί ότι:
«Αμφότερα, το ελληνικόν και το τουρκικόν κείμενον του Συντάγματος είναι πρωτότυπα και έχουσι το αυτό κύρος και την αυτήν νομικήν ισχύν.»
Στη δε παράγραφο 2 του Άρθρου 180, καθορίζεται ότι σε περίπτωση αντίφασης μεταξύ των δύο κειμένων, αυτή επιλύεται από το Ανώτατο Συναταγματικό Δικαστήριο, (τώρα το Ανώτατο Δικαστήριο), δι΄ αναφοράς στο κείμενο του σχεδίου Συντάγματος που υπογράφηκε στη Μικτή Συνταγματική Επιτροπή στη Λευκωσία στις 6.4.1960. (Αναφορά, σε περίπτωση έγερσης θέματος ασάφειας στα δύο κείμενα, έγινε στην Pantelis Petrides v. The Greek Communal Chamber and another (1963) 2 C.L.R. 417). Όπως περαιτέρω εξηγεί ο τέως Γενικός Εισαγγελέας Κρίτων Γ. Τορναρίτης στο Πολιτειακόν Δίκαιον της Κυπριακής Δημοκρατίας, Τόμος Πρώτος, Τεύχος Πρώτον, (1979) σελ. 23-24, υπογράφηκε κείμενο του Συντάγματος κατά τη γένεση του Κυπριακού Κράτους, το οποίο ήταν στην Ελληνική ή Τουρκικήν γλώσσαν, αντιστοίχως, που ήταν «. συμφωνηθέν αντίγραφον του αυθεντικού ελληνικού κειμένου .. του συντάγματος του αναφερομένου εν τω περί Δημοκρατίας της Κύπρου Διατάγματι της Βασιλίσσης της Αγγλίας εν Συμβουλίω του 1960 (Αρ. 1368/1960).» Το αυτό προνοεί και το άρθρο 2 του Cyprus Act 1960.
Δεν είναι επομένως το αγγλικό κείμενο που αποτελεί τη βάση της ερμηνείας, αλλά το ελληνικό.
Ο συνήγορος της εφεσείουσας αναφέρθηκε σε αριθμό αποφάσεων ως προς την εμβέλεια των Άρθρων 23.7 και 23.9. Στην Holy Bishopric of Paphos v. Republic of Cyprus through 1. The Minister of Finance, 2. The Commissioner of Income Tax (1987) 3 C.L.R. 1371, ο Τριανταφυλλίδης, Π., ακύρωσε απόφαση στα πλαίσια προσφυγής, για την επιβολή φόρου εισοδήματος σχετικά με δικαιώματα σε μερίσματα από μετοχές που κατείχε η αιτήτρια σε δύο τράπεζες, και την κατακράτηση ποσού που κατά τους καθ΄ ων αναλογούσε ως φόρος εισοδήματος επί των μερισμάτων. Οι πρόνοιες των πιο πάνω παραγράφων θεωρήθηκαν ως απαγορεύουσες την αποστέρηση κινητής περιουσίας χωρίς την άδεια της εκκλησίας. Στην Ιερός Ναός Χρυσελεούσας Στροβόλου εκπροσωπουμένου διά των κ.κ. Σίμου Συμεωνίδη, Προέδρου και Χρίστου Παρασκευόπουλου, Ταμία ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου (1989) 3 Α.Α.Δ. 3074, (Κούρρης, Δ.), ακυρώθηκε διάταγμα του Εφόρου Αρχαιοτήτων με το ποίο ορισμένα κτίρια του αιτητή κηρύχθηκαν αρχαία μνημεία, διότι ο περιορισμός αυτός δεν σχετιζόταν με την πολεοδομία και δεν ενέπιπτε στην εξαίρεση του Άρθρου 23.9. Στην Πανιερώτατος Ηγούμενος Κύκκου κ. Νικηφόρου εκ μέρους της Ιεράς Μονής Κύκκου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 3362 (Κρονίδης, Δ.), ακυρώθηκε πράξη απαλλοτρίωσης και επίταξης εκκλησιαστικής γης, εφόσον δεν υπήρχε συναίνεση του αιτητή, ως ορίζει το Άρθρο 23.9.
Όλες οι πιο πάνω υποθέσεις αφορούσαν το διοικητικό δίκαιο και τις υποχρεώσεις και δικαιώματα εκατέρωθεν της εκκλησίας και των αρχών του δημοσίου, είτε φορολογικών, είτε άλλων. Σαφώς διαφοροποιούνται από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Ενώ στις προαναφερθείσες υποθέσεις, το δημόσιο άσκησε μονομερώς διοικητική εξουσία επηρεάζουσα την εκκλησία, εδώ η εφεσείουσα αυτοβούλως και προς προώθηση των οικονομικών της συμφερόντων συνεβλήθη με τους εφεσίβλητους, ασκώντας δικαίωμα με βάση το ιδιωτικό δίκαιο. Τόσο με τον παλαιό Καταστατικό Χάρτη της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου της 23.11.1979, όσο και με τον εκσυγχρονισμένο Καταστατικό Χάρτη της 13.9.2010, επιτρέπεται η συνομολόγηση ιδιωτικής συμφωνίας για την αγοραπωλησία ή εκμίσθωση γης (Άρθρα 205, 206, 207, 208 και 212 του παλαιού Χάρτη και Παράρτημα Γ - άρθρα 16-30 του νέου Χάρτη), ενώ σε περίπτωση έγερσης αγωγής υπήρχε σχετική ρύθμιση για την έγκριση της από τον αρμόδιο εκκλησιαστικό φορέα στο παλαιό άρθρο 214 και τώρα στο νέο άρθρο 32 του Παραρτήματος Γ. Με την άσκηση του δικαιώματος σύναψης σύμβασης ή έγερσης υπεράσπισης αγωγής, επέρχονται βέβαια και αντίστοιχες υποχρεώσεις. Η εφεσείουσα οικειοθελώς υπέγραψε σύμβαση και δεν νοείται όταν καλείται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της να επικαλείται τις συνταγματικές πρόνοιες των παραγράφων 7 και 9 του Άρθρου 23. Τέτοια επίκληση ισοδυναμεί με ανισότητα των όπλων και «... ανισορροπία μεταξύ της διεκδίκησης δικαιωμάτων και εκπλήρωσης υποχρεώσεων, αντινομική προς τις αρχές της επιείκειας» όπως ευστόχως παρατήρησε το Εφετείο διά του Πική, Π. στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου (1999) 1 Α.Α.Δ. 342.
Το πρόσθετο επιχείρημα της εφεσείουσας ότι ήταν δυνατόν για τους εφεσίβλητους να ζητήσουν να καταγραφεί στη συμφωνία η απεμπόληση των συνταγματικών δικαιωμάτων της εφεσείουσας, αποτελεί επίπλαστη εκ των υστέρων θέση άνευ ουσίας. Η ίδια η εφεσείουσα με την υπογραφή της συμφωνίας ενέπλεξε εαυτόν σε δικαιώματα και υποχρεώσεις, τις οποίες δεν είναι δυνατόν να αποφύγει με την ετεροχρονισμένη επίκληση συνταγματικών προνοιών. Αν η εφεσείουσα είχε σκοπό να τις επικαλεσθεί, όφειλε να το αποκαλύψει κατά τη σύναψη της συμφωνίας ώστε και οι εφεσίβλητοι να γνωρίζαν εκ των προτέρων τι θα αντιμετώπιζαν και όχι επιμελώς να το απέκρυπτε.
Τέθηκε από την εφεσείουσα ότι τίποτε το επείγον δεν υπήρχε ώστε να εκδοθεί σε μονομερή βάση το προσωρινό διάταγμα. Είναι νομολογημένο ότι ένα διάταγμα υπόκειται σε ακύρωση όταν ελλείπει το στοιχείο του κατεπείγοντος διότι αποστερείται με τον τρόπο αυτό η δικαιοδοτική βάση και η εξουσία έκδοσης από το Δικαστήριο του διατάγματος πάνω σε μονομερή βάση (δέστε Stavros Hotel Apartments Ltd (No. 2) (1994) 1 A.A.Δ. 836, 841 και Babel Boutique Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 947, 954). Όπως τονίστηκε περαιτέρω στη Χ»Βασιλείου ν. White Knight Holdings Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 203, στη σελ. 207: «... Μόνο όπου συντρέχουν λόγοι που εξ αντικειμένου καθιστούν αδύνατη τη γνωστοποίηση του αιτήματος στον αντίδικο, μπορεί να δικαιολογηθεί η παρέκβαση από τα θέσμια της δικαίας δίκης και να χορηγηθεί θεραπεία χωρίς να ακουστεί η άλλη πλευρά.». Επιβεβαίωση της αρχής αυτής έγινε και στην Αίτηση της εταιρείας Quantum Telecommunications Ltd για Certiorari (2005) 1 Α.Α.Δ. 901. Παρόλο που οι αποφάσεις αυτές εξέτασαν τον κανόνα του επείγοντος στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία χορήγησης προνομιακών ενταλμάτων, εντούτοις είναι πρόδηλο ότι το Δικαστήριο που εκδίδει ex parte το διάταγμα δύναται από μόνο του να επανεξετάσει μετά από την καταχώρηση της σχετικής ένστασης και το ζήτημα του χρόνου ως στοιχείο που εμπίπτει στα πλαίσια της όλης δικαιοδοσίας του να επικυρώσει ή να ακυρώσει το διάταγμα υπό το φως της ολότητας των γεγονότων. Οι θεραπείες που ζητούνται, το πολύπλοκο της υπόθεσης και η όλη διαφορά επιδρούν αναλόγως επί του παράγοντα του χρόνου. (δέστε Seamark Consultancy Services Limited κ.ά. ν. Joseph Lasala κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 162, σελ. 185-186).
Είναι γεγονός ότι η μονομερής αίτηση εισήχθηκε στις 19.3.2010 με την καταχώρηση της αγωγής, ενώ τα γεγονότα παρέπεμπαν σε συμφωνία ημερ. 17.10.2006, όταν ακυρώθηκε η αρχική συμφωνία. Στην ένορκη δήλωση του Σάββα Γεωργιάδη όμως υποστηρίχθηκε στις παρ. 8 και 9, ότι η εφεσείουσα είχε επανειλημμένα αναγνωρίσει και παραδεχθεί την οφειλή της στους εφεσίβλητους. Και περαιτέρω ότι επιδείχθηκε εκ μέρους των τελευταίων ανοχή και ευαισθησία για αρκετό μεγάλο χρονικό διάστημα ακριβώς επειδή αντισυμβαλλόμενος ήταν η εφεσείουσα, εκκλησιαστικός οργανισμός, ώστε να της δοθεί χρόνος καταβολής του ομολογουμένως μεγάλου ποσού. Στην παρ. 11 της ένορκης δήλωσης Γεωργιάδη, φανερώνεται η ανεπιτυχής προσπάθεια των εφεσιβλήτων να τύχουν πληρωμής από την εφεσείουσα. Πέραν των προφορικών επικοινωνιών, αντηλλάγησαν και επιστολές. Επισυνάπτονται επιστολές των εφεσιβλήτων ημερ. 11.12.08 (Τεκμ. 3), ημερ. 16.3.09, μέσω της μητρικής τους εταιρείας (Τεκμ. 4), καθώς και επιστολές των δικηγόρων τους ημερ. 21.5.09 και 24.6.09 (Τεκμ. 5 και 6). Δεν δόθηκαν σ΄ όλες απαντήσεις από την εφεσείουσα. Αλλά οι επίσης επισυνημμένες επιστολές ημερ. 10.3.09 και 4.6.09, (Τεκμ. 7 και 8), που αποστάληκαν από την εφεσείουσα, δείχνουν αφενός αποδοχή ουσιαστικά της οφειλής, αλλά και μια μετατόπιση στη θέση της ως προς την όλη συμφωνία, εστιάζοντας το ζήτημα στο «πνεύμα» των συζητήσεων και της συμφωνίας.
Έχει αναγνωρισθεί από τη νομολογία ότι είναι θεμιτό για ένα διάδικο να αναμένει την τελεσφόρηση εξώδικης διευθέτησης ή και την αποπληρωμή ενός χρέους προτού εγείρει την αγωγή. (δέστε Χ»Γαβριήλ ν. Επενδυτικού Συγκροτήματος Συνεργατικών Εταιρειών Λευκόνοικο Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 606 και Ρένα Αριστοτέλους Λτδ ν. Benfleet Enterprises Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 280).
Περαιτέρω, επεξηγώντας στη συνέχεια στην παρ. 12, το επείγον της έκδοσης του διατάγματος έγινε αναφορά τόσο στο μέγεθος του ποσού όσο και στην οικονομική κατάσταση της εφεσείουσας, αλλά και στο ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να δεχθεί πίεση για να αποπληρώσει την οφειλή της. Πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με τα προαναφερθέντα χαρακτήρισε ατυχείς τις δηλώσεις αυτές και αβάσιμες προς στοιχειοθέτηση του επείγοντος. Στη συνέχεια όμως καταγράφηκε στην παρ. 13 της ένορκης δήλωσης ότι η εφεσείουσα είχε προχωρήσει σε συνεργασία με εταιρεία ανάπτυξη γης και είχαν ήδη πωλήσει διάφορα τεμάχια γης εισπράττοντας το τίμημα χωρίς να καταβάλλεται η οφειλή στους εφεσίβλητους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η δήλωση αυτή επαρκούσε για να καταδειχθεί το επείγον της έκδοσης του διατάγματος εφόσον τα τεμάχια γης έπρεπε να παραμείνουν στην κατοχή και ιδιοκτησία της εφεσείουσας ώστε να διασφαλισθεί η εναντίον της απαίτηση των εφεσιβλήτων.
Δεν δόθηκαν λεπτομέρειες αυτής της συνεργασίας, αλλά πρέπει να υποδειχθεί ταυτόχρονα ότι ουδέν ουσιαστικό ανεφέρθη από την εφεσείουσα στη δική της ένσταση ως προς αυτό το θέμα, ούτε αμφισβητήθηκε η πώληση τεμαχίων γης. Αντίθετα, στην παρ. 7 της ένορκης δήλωσης του Χαράλαμπου Παναγιώτου, έγινε δεκτή η υπογραφή συμφωνίας με την Pafilia Property Developments Ltd στις 30.10.2006. Ο Χαράλαμπος Παναγιώτου στη δική του αντεξέταση εκ μέρους της εφεσείουσας, κατέστησε σαφές ότι υπήρχαν άτομα που αγόρασαν τεμάχια γης λόγω της συνεργασίας της εφεσείουσας με την Pafilia, και τα οποία εμποδίζοντο από του να ενασκήσουν τα δικά τους συμβατικά δικαιώματα, λόγω της ύπαρξης του διατάγματος. Μάλιστα, στην παρ. 14, η εφεσείουσα ισχυρίσθηκε ότι θα υπέκειτο σε ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν μπορούσε να προχωρήσει σε πωλήσεις σε σχέση με την ανάπτυξη στην Τσάδα βρισκόμενη έτσι σε παραβίαση της συμφωνίας της με την Pafilia. Προκύπτει επομένως ότι εκτός και εάν εκδιδόταν το διάταγμα, η εφεσείουσα είχε σκοπό να προχωρήσει και σε άλλες πωλήσεις τεμαχίων γης με όλα τα αρνητικά αποτελέσματα για τους εφεσίβλητους.
Το κριτήριο επομένως που καθιστούσε επείγον την έκδοση του διατάγματος σε μονομερή βάση στις συνθήκες της υπό κρίση υπόθεσης δεν ήταν πότε οι εφεσίβλητοι πληροφορήθηκαν το γεγονός της σύναψης της συμφωνίας της εφεσείουσας με την Pafilia (λεπτομέρειες του περιεχομένου της οποίας, ως δέχθηκε στην αντεξέταση του ο Χαράλαμπος Παναγιώτου ουδέποτε μεταφέρθηκαν στους εφεσίβλητους), αλλά πότε προέκυψε η πληροφόρηση περί της αποξένωσης της περιουσίας με βάση αυτή τη συμφωνία και συνεργασία με την εφεσείουσα.
Ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, πρέπει να παρατηρηθεί περαιτέρω ότι κατά την αντεξέταση του Σάββα Γεωργιάδη, ουδέν τέθηκε σ΄ αυτόν σε σχέση με αυτή την πώληση τεμαχίων γης στη βάση της συμφωνίας με την Pafilia, ούτε ρωτήθηκε ως προς τον ακριβή χρόνο που οι εφεσίβλητοι πληροφορήθηκαν για την έναρξη πώλησης του τεμαχίου γης. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε αυτό το σημείο στην απόφαση του, όπως ορθά σημείωσε και το ότι δεν του υποβλήθηκε καν ότι τα στοιχεία στα οποία παρέπεμψε στην ένορκη δήλωση του δεν καθιστούσαν το όλο θέμα επείγον προς έκδοση του διατάγματος σε μονομερή βάση και δεν είναι νοητό να εγείρεται εκ των υστέρων το θέμα κατ΄ έφεση. Παρέμεινε επομένως ουσιώδες ότι η εφεσείουσα επέλεξε να αρχίσει να πωλεί τεμάχια γης χωρίς πρόθεση να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό έναντι της αναγνωρισμένης στην ουσία οφειλής της προς τους εφεσίβλητους, οι οποίοι όταν το αντιλήφθηκαν κινήθηκαν δικαστικώς.
Τέθηκε επίσης ζήτημα για ακύρωση του διατάγματος λόγω απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων. Αποτελεί πλέον αξίωμα ότι αν ένας αιτητής δεν προσέλθει στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα είναι ακυρώσιμο χωρίς να εξεταστεί από το Δικαστήριο η ουσία της υπόθεσης. Αυτό διότι ένα προσωρινό διάταγμα έχει τις καταβολές του στο δίκαιο της επιείκειας και η μονομερής αίτηση που εισάγεται θεωρείται υψίστης πίστεως. («uberrima fides»). (δέστε τις υποθέσεις Brink´s Mat Ltd v. Elcombe (1988) 1 WLR 1350, Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, 264-267 και Ahmad Zein v. Παράσχος Κ. Καμπανέλλας Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 606). Η συνολική εικόνα που μεταδίδεται μέσα από την μονομερή αίτηση πρέπει να είναι ορθή στη βάση της χωρίς παραπλάνηση (Χαραλάμπους ν. Petros Michael Exclusif Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1953). Έχει επίσης σημασία το πόσο ουσιώδες είναι το τυχόν μη αποκαλυφθέν στοιχείο και κατά πόσο αυτό θα επηρέαζε ή όχι το Δικαστήριο στην έκδοση του διατάγματος.
Το παράπονο της εφεσείουσας εδώ είναι ότι οι εφεσίβλητοι δεν αποκάλυψαν τον πραγματικό λόγο της υπογραφής της δεύτερης συμφωνίας, που ήταν η επιθυμία των ίδιων των εφεσιβλήτων να επιστραφούν τα τεμάχια γης στην εφεσείουσα ενόψει πιθανής εξαγοράς των μετοχών του μεγαλυτέρου μετόχου των εφεσιβλήτων, Θεόδωρου Αριστοδήμου, από τον όμιλο Λεπτού. Περαιτέρω, ότι ήταν γνωστή στους εφεσίβλητους η συμφωνία που η εφεσείουσα είχε υπογράψει με την Pafilia και οι προσυμφωνημένες αξίες των οικοπέδων τα οποία είχαν επιστραφεί στην εφεσείουσα από τους εφεσίβλητους. Όλα αυτά ήταν σε γνώση των εφεσιβλήτων, αλλά δεν αποκαλύφθησαν δεόντως ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου κατά το στάδιο της εισαγωγής της μονομερούς αιτήσεως για έκδοση του προσωρινού διατάγματος.
Οι θέσεις αυτές δεν είναι ορθές. Οι εφεσίβλητοι στο μονομερές στάδιο αναφέρθησαν με πληρότητα στα γεγονότα που οδήγησαν στην επίδικη διαφορά και επισύναψαν τις δύο συμφωνίες που είχαν με την εφεσείουσα, καθώς και την ανταλλαγή της σχετικής αλληλογραφίας. Η δεύτερη συμφωνία ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου και το λεκτικό της είναι σαφές και δεν υποστηρίζει αυτά τα οποία η εφεσείουσα θεωρεί ως απόκρυψη γεγονότων. Στην παρ. 1Δ του προοιμίου της συμφωνίας, ρητά αναφέρεται ότι ήταν η εφεσείουσα που είχε ζητήσει από τους εφεσίβλητους να της επιστραφούν τόσο το τεμάχιο, όσο και τα οικόπεδα τα οποία δεν είχαν ήδη διατεθεί ώστε να έχει η εφεσείουσα τη δυνατότητα να τα συμπεριλάβει σε ένα ολοκληρωμένο σχεδιασμό για την καλύτερη αξιοποίηση των προσφερόμενων κινήτρων στα πλαίσια της αναβάθμισης του γηπέδου Tsada Golf, οι εργασίες του οποίου ήταν υπό εξέλιξη. Αυτή η παράγραφος πρέπει να συνδυαστεί και με την παράγραφο 1Β, όπου ρητά αναφέρεται ότι τα οικόπεδα και το τεμάχιο βρίσκονται πλησίον του γηπέδου με την ονομασία Tsada Golf που ανήκει στην εφεσείουσα και είναι μέρος μεγαλύτερης έκτασης γης που ανήκει και πάλι στην εφεσείουσα. Αναμφίβολα το τι τυχόν διεμείφθη πριν την υπογραφή της συμφωνίας, δεν αποτελεί ζήτημα που έπρεπε να αποκαλυφθεί, εφόσον υπάρχει καταγεγραμμένη η ίδια η συμφωνία, το λεκτικό της οποίας είναι σαφέστατο.
Όσον αφορά τη γνώση των εφεσιβλήτων για τη συνεργασία της εφεσείουσας με την Pafilia, απορρέει και πάλι, ως ήδη ανεφέρθη ανωτέρω στα πλαίσια της εξέτασης του θέματος του επείγοντος, ότι στην παρ. 13 της ένορκης δήλωσης Γεωργιάδη αναφέρεται η συνεργασία της εφεσείουσας με εταιρεία ανάπτυξης γης και δεν προκύπτει από οπουδήποτε ότι οι εφεσίβλητοι γνώριζαν συγκεκριμένα για το περιεχόμενο της συμφωνίας της εφεσείουσας με την Pafilia. Σημειώνεται ότι ενώ στην παρ. 7 της ένορκης δήλωσης Παναγιώτου αναφέρεται ότι οι εφεσίβλητοι γνώριζαν για τη συμφωνία και τους όρους της, κατά την αντεξέταση του τελευταίου έγινε δεκτό ότι ουδέποτε οι εφεσίβλητοι είχαν ενημερωθεί από την εφεσείουσα για τους όρους της συμφωνίας.
Ενόψει των πιο πάνω δεν στοιχειοθετείται η αιτίαση περί απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων από το Δικαστήριο.
Τέλος, γίνεται εισήγηση ότι οι εφεσίβλητοι όφειλαν κατά τη συνομολόγηση της δεύτερης συμφωνίας να λάβουν πλέον ικανοποιητικές εξασφαλίσεις ούτως ώστε να ήταν δυνατόν να καλυφθεί τυχόν απόφαση εναντίον της εφεσείουσας. Ο λόγος αυτός είναι πασιφανώς εσφαλμένος, διότι οι συμβαλλόμενοι αποφάσισαν ελευθέρα βουλήσει τους όρους της δεύτερης συμφωνίας και δεν είναι δυνατόν εκ των υστέρων να εγείρεται ζήτημα ότι ο ένας εκ των συμβαλλομένων δεν προνόησε για την εξασφάλιση καλύτερων όρων. Η εγγυητική επιστολή ύψους £250.000, θεωρήθηκε επαρκής και είναι αδικαιολόγητη η θέση της εφεσείουσας ότι με την έκδοση του προσωρινού διατάγματος οι εφεσίβλητοι επεδίωξαν μεγαλύτερη εξασφάλιση από εκείνη που προέβλεπε η σύμβαση. Αναμένεται από έκαστο των συμβαλλομένων να τηρεί τις υποχρεώσεις του, ιδιαιτέρως όταν ο ένας εξ αυτών είναι εκκλησιαστικός οργανισμός. Η εγγυητική των £250.000, σύμφωνα με την παρ. 6 της δεύτερης συμφωνίας, αποτελούσε εγγύηση για την πιστή εκτέλεση των υποχρεώσεων της εφεσείουσας και όπως καταληκτικά αναφέρεται, δόθηκε «.. χωρίς κανένα επηρεασμό των δικαιωμάτων της ARISTO που απορρέουν από αυτή τη συμφωνία.». Το δικαίωμα των εφεσιβλήτων δεν εξαντλείται στο ποσό των £250.000 της εγγυητικής, αλλά στο συμφωνηθέν ποσό των αποζημιώσεων, πλέον τόκους.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, κρίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε εντός της νομολογίας όλες τις παραμέτρους για την έκδοση προσωρινού διατάγματος και ορθά άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια τόσο για τη μονομερή έκδοση του, όσο και για την οριστικοποίηση του.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
Α. Πασχαλίδης,
Δ.
/ΕΘ