ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1095
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 284/2009)
17 Ιουνίου, 2011
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
2. ΜΑΓΔΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
ν.
ALYONA (ALENA) SIDORENKO,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
________________________
Χρ. Παύλου, για τους Εφεσείοντες.
Αλ. Φράγκου, για Ν. Νεοκλέους, για την Εφεσίβλητη.
________________________
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνεί ο κ. Πασχαλίδης, Δ., θα δοθεί από εμένα. Η απόφαση της μειοψηφίας θα δοθεί από τον κ. Ναθαναήλ, Δ.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, στα πλαίσια της Αγωγής Αρ. 3126/2004, δικαίωσε την εφεσίβλητη - ενάγουσα και εξέδωσε εναντίον των εφεσειόντων - εναγομένων:-
(α) Διάταγμα, με το οποίο αυτοί διατάσσονταν όπως, εντός τεσσάρων μηνών από την επίδοσή του, απαλλάξουν από συγκεκριμένα βάρη, που εξειδικεύονταν σ' αυτό, το πωληθέν στην εφεσίβλητη κτήμα, Αρ. Εγγραφής 24223, Φ.Σχ. 54/44, τεμάχιο 722, τοποθεσία «Καλόγηροι», Ποταμό Γερμασόγειας στη Λεμεσό· και,
(β) Διάταγμα, με το οποίο αυτοί διατάσσονταν όπως, στη συνέχεια, προβούν σε ειδική εκτέλεση της συμφωνίας πώλησης του πιο πάνω κτήματος, ημερομηνίας 28/3/2000, σύμφωνα με τον περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο, Κεφ. 232, (ο «Νόμος»).
Η ανταπαίτηση των εφεσειόντων απορρίφθηκε.
Οι εφεσείοντες, εξ αδιαιρέτου ιδιοκτήτες του επίδικου τεμαχίου, αμφισβητούν την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης, για λόγους στους οποίους θα αναφερθούμε, αφού πρώτα δώσουμε τις θέσεις των μερών και τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι οι εφεσείοντες στο πιο πάνω κτήμα ανήγειραν πολυτελή κατοικία, την οποία, στις 13/9/1996, δυνάμει γραπτής συμφωνίας, πώλησαν στο Georgii Sergueev, από τη Ρωσία, (ο "Sergueev"), αντί του ποσού των £300.000,00. Το εν λόγω ποσό οι εφεσείοντες αποδέχονται ότι τους έχει καταβληθεί σε διάφορες ημερομηνίες.
Στη συνέχεια, σύμφωνα με όσα η εφεσίβλητη ισχυρίζεται στην ΄Εκθεση Απαίτησής της, κατά/ή περί το Μάρτιο του 2000, οι εφεσείοντες υπέγραψαν με το Sergueev, τότε σύζυγό της, συμφωνία ακύρωσης της πρώτης συμφωνίας και, κατά τον ίδιο χρόνο, στις 28/3/2000, υπέγραψαν μαζί της συμφωνία πώλησης του ιδίου κτήματος, για το ίδιο ποσό, το οποίο, ως αναφερόταν, πληρώθηκε, ήδη, από το σύζυγό της. Η συμφωνία αυτή κατατέθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού στις 31/3/2000, για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης σύμφωνα με το Νόμο. Οι εφεσείοντες, με βάση αυτήν, ανέλαβαν την υποχρέωση να απαλλάξουν το κτήμα από τις υποθήκες και τα άλλα βάρη που υπήρχαν και, όπως, μετά την εξόφληση, διατηρήσουν αυτό ελεύθερο μέχρι τη μεταβίβαση. ΄Ηταν, επίσης, υποχρέωσή τους να εγγράψουν την κατοικία επί του τίτλου ιδιοκτησίας το συντομότερο και να μεταβιβάσουν και εγγράψουν το πωληθέν κτήμα επ' ονόματί της, ελεύθερο εντός τριάντα ημερών μετά από δική της ειδοποίηση, νοουμένου ότι αυτή, ως αλλοδαπή, αποκτούσε τη σχετική έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου. Η αναγκαία έγκριση εξασφαλίστηκε στις 5/3/2004 και η ίδια, με επιστολή των συνηγόρων της ημερομηνίας 12/3/2004, κάλεσε τους εφεσείοντες όπως προσέλθουν στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού στις 26/3/2004, η ώρα 8.30 το πρωί, δηλώσουν ότι συμφώνησαν να πωλήσουν την αναφερόμενη περιουσία και υπογράψουν προς τούτο όλα τα αναγκαία έγγραφα που απαιτούνταν για τη μεταβίβαση. Οι εφεσείοντες αρνήθηκαν να προσέλθουν. Αυτή, μετά από έρευνα στο Κτηματολόγιο, διαπίστωσε ότι το κτήμα είναι βεβαρημένο με υποθήκες και διατάγματα επιβάρυνσης (memo), τα οποία περιγράφονται, αξίας £180.000,00, περίπου.
Οι εφεσείοντες, με την ΄Εκθεση Υπεράσπισης και την Ανταπαίτησή τους, για την παράλειψή τους να εμφανιστούν στο Κτηματολόγιο, πρόβαλαν ότι ο Sergueev, πραγματικός αγοραστής του επίδικου ακινήτου, επικοινώνησε μαζί τους και τους ανέφερε ότι δεν υπέγραψε ο ίδιος τη συμφωνία ακυρώσεως και ότι τόσο αυτός όσο και οι ίδιοι έπεσαν θύματα απάτης και/ή παραπλανήθηκαν από τις ψευδείς παραστάσεις της εφεσίβλητης, η οποία, καίτοι γνώριζε ότι αυτός δεν είχε υπογράψει τη συμφωνία ακυρώσεως, τους την παρουσίασε ως προερχόμενη από τον ίδιο και, στην απουσία του, αυτοί την υπέγραψαν. Η κατάθεση της συμφωνίας με την εφεσίβλητη στο Κτηματολόγιο είναι παράνομη και, ταυτόχρονα, άκυρη, γεγονός, ισχυρίζονται, που ενισχύεται από το ότι αυτή κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο μετά την κατάθεση της πρώτης συμφωνίας με το Sergueev.
Οι εφεσείοντες συνένωσαν ως εξ ανταπαιτήσεως εναγομένους την εφεσίβλητη και το Sergueev, αξιώνοντας δήλωση του Δικαστηρίου ότι η ακυρωτική συμφωνία του Μαρτίου του 2000 και η συμφωνία της 28/3/2000 είναι άκυρες και χωρίς νομικό αποτέλεσμα και ότι η συμφωνία ημερομηνίας 13/9/1996 μεταξύ τους και του Sergueev είναι έγκυρη και δεσμευτική. Αξίωναν, επίσης, αποζημιώσεις για δόλο και/ή απάτη και/ή ψευδείς παραστάσεις. Στη συνέχεια, η ανταπαίτηση εναντίον του Sergueev αποσύρθηκε.
Η εφεσίβλητη, για να αποδείξει την υπόθεσή της, κατέθεσε η ίδια, κάλεσε δε ως μάρτυρα τον κτηματολογικό υπάλληλο Κ. Πόρακο, ο οποίος αναφέρθηκε στα διάφορα έγγραφα που περιέχονται στο φάκελο του Κτηματολογίου και αφορούν το επίδικο κτήμα, και τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ο οποίος παρουσίασε την Αγωγή Αρ. 9731/1998, που καταχωρήθηκε από τους εφεσείοντες εναντίον του Sergueev, τότε συζύγου της, και η οποία, τελικά, αποσύρθηκε, για λόγους στους οποίους θα αναφερθούμε στη συνέχεια.
Από πλευράς εφεσειόντων, κατέθεσαν ο εφεσείων 1 και ο τότε συνήγορός του, κ. Π. Ονουφρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε τη μαρτυρία και εξέτασε τα διάφορα τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιόν του, τα οποία έκρινε ότι ήταν ουσιαστικής σημασίας, διαπίστωσε ότι οι εκδοχές των μερών δε διαφέρουν ουσιωδώς. Σημείωσε ότι εκείνο στο οποίο διέφεραν ήταν η αντίληψη των πραγμάτων από τα μέρη και, γενικά, οι περιβάλλουσες συνθήκες για την κατάρτιση της ακυρωτικής συμφωνίας. ΄Ηταν σαφές, από τη μαρτυρία, ότι η ακυρωτική συμφωνία δεν υπογράφτηκε από το Sergueev στην Κύπρο και ότι αυτός, από το τέλος, τουλάχιστον, του 2003, απέστειλε επιστολές σε διάφορους, ισχυριζόμενος ότι η υπογραφή της ακυρωτικής συμφωνίας δεν έγινε από τον ίδιο. Κοινοποίησε τις θέσεις του αυτές τόσο στο δικηγόρο των εφεσειόντων όσο και στο δικηγόρο της εφεσίβλητης, ζητώντας και από τους δύο συμβουλές για το τι έπρεπε να γίνει. Διαπίστωσε, επίσης, ως αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι ο κ. Νεοκλέους, στις 31/7/2003, ως δικηγόρος τότε του Sergueev, ζήτησε, με επιστολή του, από τους εφεσείοντες συμμόρφωση με την πρώτη συμφωνία, καλώντας τους να προσέλθουν στο Κτηματολόγιο και να μεταβιβάσουν επ' ονόματι του πελάτη του το κτήμα. Η πρώτη αυτή συμφωνία παρέμεινε και βάραινε το κτήμα μέχρι τις 11/12/2007, που, με επιστολή του, ο κ. Νεοκλέους και με χρήση ειδικού πληρεξουσίου του 1998 από το Sergueev, ακύρωσε την κατάθεση της πρώτης συμφωνίας. Δεν παρέλειψε το πρωτόδικο Δικαστήριο να κακίσει τη διπλή ιδιότητα, υπό την οποία λειτουργούσε ο συνήγορος της εφεσίβλητης, γεγονός που δημιούργησε σύγχυση και περιέπλεξε την υπόθεση σε μεγάλο βαθμό. Διαπίστωσε, επίσης, ότι η αντίδραση του Sergueev σε σχέση με την ακυρωτική συμφωνία περιορίστηκε σε μηνύματα και επιστολές και ότι ο ίδιος δεν προχώρησε, σε οποιοδήποτε στάδιο, σε νομικές ενέργειες και διαδικασίες.
Ως προς το ζητούμενο, δηλαδή την κατ' ισχυρισμό πλαστότητα της υπογραφής του Sergueev στην ακυρωτική συμφωνία, με δεδομένη την αρχή ότι οι μάρτυρες καταθέτουν επί γεγονότων και μόνο, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης ως αληθινή. Οι συνθήκες, κατέληξε, κάτω από τις οποίες υπεγράφη από αυτήν η συμφωνία αγοράς του κτήματος ήταν, όπως η ίδια τις περιέγραψε. Δέχτηκε τη θέση της ότι, από το 2002 που αυτή βρισκόταν σε διάσταση με το σύζυγό της μέχρι το 2006 που εκδόθηκε το διαζύγιό τους από δικαστήριο στη Φλώριδα, είχαν μεγάλες διαφορές, που επηρέασαν και την αγορά του επίδικου κτήματος και ότι είναι λόγω των διαφορών τους αυτών που ο πρώην σύζυγός της απέστειλε τις διάφορες επιστολές, ισχυριζόμενος ότι η ακυρωτική συμφωνία ήταν πλαστογραφημένη. Η στάση του άλλαξε μετά την έκδοση του διαζυγίου το 2006, οπόταν και την βοήθησε με τα διάφορα έγγραφα, ώστε να καταστεί δυνατή η μεταβίβαση της επίδικης κατοικίας στο όνομά της. Προς το σκοπό αυτό, απέστειλε από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής προς το δικηγόρο της, κ. Νεοκλέους, επιστολή, με την οποία βεβαίωνε ότι είχε ακυρώσει την αρχική συμφωνία με τους εφεσείοντες και ότι η μόνη σε ισχύ συμφωνία ήταν η μεταξύ της ίδιας και των εφεσειόντων. Η επιστολή αυτή είναι πιστοποιημένη από συμβολαιογράφο στη Φλώριδα.
Δεκτή έγινε, επίσης, η θέση της σε σχέση με τις συνθήκες διευθέτησης της Αγωγής Αρ. 9731/1998, η οποία προχώρησε στην απουσία του συζύγου της, η διευθέτηση της οποίας οδήγησε στην ακύρωση της πρώτης συμφωνίας με τον τότε σύζυγό της. Για την αγωγή αυτή, κατόπιν συνεννόησης με το σύζυγό της, το Μάρτιο του 2000, ήλθε η ίδια στην Κύπρο από τη Ρωσία. Μετά την απόσυρσή της, όπως είχε συμφωνηθεί στα πλαίσια της διευθέτησης της αγωγής, υπεγράφη η συμφωνία ακύρωσης της πρώτης συμφωνίας μεταξύ των εφεσειόντων και του συζύγου της και, ταυτόχρονα, υπεγράφη η συμφωνία με την οποία η ίδια, πλέον, αγόρασε το ακίνητο.
Η θέση των εφεσειόντων, η οποία, στο βαθμό που αυτή ήταν αντίθετη με τις θέσεις της εφεσίβλητης, δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, είχε ως εξής:-
Η υπογραφή του Sergueev στη συμφωνία ακύρωσης της πρώτης συμφωνίας ήταν πλαστογραφημένη. Αυτό, ισχυρίστηκαν, προέκυπτε από τα πιο κάτω: Περί τα μέσα Φεβρουαρίου του 2000, ο δικηγόρος του Sergueev, κ. Νεοκλέους, επικοινώνησε με το δικηγόρο τους, τον κ. Π. Ονουφρίου, και του ανέφερε ότι ο Sergueev επιθυμούσε να συμβιβάσει την Αγωγή Αρ. 9731/1998, πληρώνοντας το υπόλοιπο, και, παράλληλα, να υπογράψουν συμφωνία ακύρωσης της πρώτης συμφωνίας και νέα συμφωνία πώλησης του κτήματος με την εφεσίβλητη. Συμφώνησαν και ο τότε δικηγόρος τους κ. Π. Ονουφρίου συνέταξε την ακυρωτική συμφωνία, την οποία και απέστειλε στον κ. Νεοκλέους, για να την υπογράψει ο Sergueev, ο οποίος, καθώς πίστευαν, βρισκόταν στην Κύπρο. Ο κ. Νεοκλέους τους επέστρεψε το έγγραφο, μονογραφημένο στην πρώτη σελίδα και υπογεγραμμένο στη δεύτερη και τους διαβεβαίωσε ότι τόσο η υπογραφή όσο και η μονογραφή ανήκαν στο Sergueev. Το έγγραφο, τελικά, δεν υπογράφτηκε από τους ιδίους, λόγω αλλαγών που ο κ. Νεοκλέους ήθελε να γίνουν στη συμφωνία. Στη συνέχεια, ο κ. Νεοκλέους, μετά από κάποιες χειρόγραφες αλλαγές στην ακυρωτική συμφωνία, απέστειλε δύο αντίγραφα αυτής στον κ. Ονουφρίου, τα οποία έφεραν διάφορες μονογραφές στα σημεία των αλλαγών και στο κάτω μέρος της πρώτης σελίδας και υπογραφή πάνω από το όνομα του Sergueev, με τη διαβεβαίωση ότι η ακυρωτική συμφωνία υπογράφτηκε από το Sergueev, στο γραφείο του κ. Νεοκλέους, ενώπιον μαρτύρων, περιλαμβανομένου και του ιδίου. Στη βάση των διαβεβαιώσεων αυτών, οι ίδιοι θεώρησαν ως δεδομένο ότι ο Sergueev βρισκόταν στην Κύπρο και είχε υπογράψει προσωπικά την ακυρωτική συμφωνία και, έτσι, λίγο πριν το τέλος του Φεβρουαρίου του 2000, επισκέφτηκαν το γραφείο του κ. Ονουφρίου και ενώπιόν του υπέγραψαν δύο αντίγραφα αυτής, μονογράφοντας την πρώτη σελίδα και τα σημεία των χειρόγραφων αλλαγών. Τα παρέδωσαν στον κ. Ονουφρίου, ζητώντας του να διασφαλίσει την είσπραξη του υπολοίπου, που ο κ. Sergueev όφειλε από την πώληση, πράγμα το οποίο και έγινε. Αφού εισέπραξαν το υπόλοιπο - ανερχόταν, περίπου, σε £92.000,00 - και πιστεύοντας ότι την ακυρωτική συμφωνία είχε υπογράψει ο Sergueev, στις 28/3/2000, υπέγραψαν με την εφεσίβλητη νέα συμφωνία πώλησης. Επίσης, την ίδια ημέρα, υπέγραψαν ειδικό πληρεξούσιο έγγραφο, εξουσιοδοτώντας τον κ. Νεοκλέους όπως παρουσιαστεί στο Κτηματολόγιο Λεμεσού και υπογράψει όλα τα αναγκαία έγγραφα για τη μεταβίβαση και εγγραφή του κτήματος επ' ονόματι της εφεσίβλητης. Στα πλαίσια αυτά, έδωσαν, επίσης, οδηγίες και αποσύρθηκε η Αγωγή 9731/1998 ως εξωδίκως διευθετηθείσα, χωρίς έξοδα. Για τον ίδιο λόγο, καθώς προκύπτει από το πρακτικό του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 4/4/2000, αποσύρθηκε και η ανταπαίτηση. Στις 31/7/2003, όταν έλαβαν επιστολή από τον κ. Νεοκλέους, με την οποία τους καλούσε να παρουσιαστούν στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού για τη μεταβίβαση του ακινήτου επ' ονόματι του Sergueev, εξεπλάγησαν. Μέσω του τότε δικηγόρου τους, πληροφόρησαν τον κ. Νεοκλέους ότι αδυνατούσαν να προσέλθουν στο Κτηματολόγιο, επειδή το αγοραπωλητήριο έγγραφο της 13/9/1996 είχε ακυρωθεί και αντικατασταθεί με άλλο έγγραφο με την εφεσίβλητη. Με τη λήψη της επιστολής, προχώρησαν, επίσης, σε έρευνα στο Κτηματολόγιο, οπόταν και διαπίστωσαν ότι τόσο το πωλητήριο έγγραφο της 13/9/1996 όσο και το πωλητήριο έγγραφο της 28/3/2000 βρίσκονταν κατατεθειμένα στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού. Λίγο αργότερα, περί το τέλος Νοεμβρίου του 2003, ο Sergueev επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον τότε δικηγόρο τους, κ. Ονουφρίου, και τον πληροφόρησε ότι ο ίδιος δεν συγκατατέθηκε στην ακύρωση της συμφωνίας ημερομηνίας 13/9/1996 και στην υπογραφή νέας συμφωνίας μεταξύ των εφεσειόντων και της συζύγου του και ούτε υπέγραψε οποιαδήποτε ακυρωτική συμφωνία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων περί πλαστογραφημένης υπογραφής του Sergueev, στη βάση της αρχής ότι ο δικαστής δεν μπορεί να μετατρέπεται σε εμπειρογνώμονα, συγκρίνοντας τη γραφή από μόνος του. Μαρτυρία εμπειρογνώμονα σε σχέση με την ισχυριζόμενη πλαστότητα της υπογραφής του Sergueev δεν υπήρχε. Ακολούθως και μετά τη διαπίστωση της εγκυρότητας της συμφωνίας πώλησης με την εφεσίβλητη, εξέτασε, υπό το φως της νομολογίας[1], κατά πόσο η επιστολή ημερομηνίας 12/3/2004[2] αποτελούσε έγκυρη κλήση για ειδική εκτέλεση, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 2 του Νόμου, ή μόνο κλήση σύμφωνα με το ΄Αρθρο 76(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, για άρση των επιβαρύνσεων. Με δεδομένo ότι το ακίνητο, κατά το χρόνο που εστάλη η επιστολή, ήταν βεβαρημένο με το εμπράγματο βάρος της κατάθεσης της πρώτης συμφωνίας και άλλες επιβαρύνσεις, κατέληξε ότι η επιστολή αποτελούσε, απλά, κλήση για άρση τους. ΄Εκρινε δε ότι οι εφεσείοντες δεν ευθύνονταν για τη μη πραγμάτωση της ειδικής εκτέλεσης, αφού η εφεσίβλητη και, συγκεκριμένα, ο δικηγόρος της, ο οποίος τότε ενεργούσε και για τον πρώην σύζυγό της, δε μερίμνησε ώστε να αποσυρθεί από το Κτηματολόγιο η πρώτη συμφωνία. Δεδομένης, όμως, της ύπαρξης στη συμφωνία μεταξύ των εφεσειόντων και της εφεσίβλητης ρητού όρου για άρση από τους εφεσείοντες των επιβαρύνσεων χωρίς χρονικό προσδιορισμό, θεώρησε λογικό να τους δοθεί χρόνος τεσσάρων μηνών να άρουν τις επιβαρύνσεις και, στη συνέχεια, δεδομένου ότι, στο μεταξύ, στις 11/12/2007 είχε αποσυρθεί από το Κτηματολόγιο η κατάθεση της πρώτης συμφωνίας, να ακολουθήσει η ειδική εκτέλεση, την οποία διέταξε στα πλαίσια των εξουσιών του, για επίλυση των διαφορών τελειωτικά - (΄Αρθρο 31 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60).
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με οκτώ λόγους έφεσης.
Οι πρώτοι επτά, στην ουσία, αφορούν τον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπό το φως της ενώπιόν του μαρτυρίας, αντίκρισε το ζήτημα της πλαστότητας της ακυρωτικής συμφωνίας και τις διαπιστώσεις του σε σχέση με την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Η μαρτυρία, ισχυρίζονται, η οποία υπήρχε, δεδομένης και της αρχής ότι το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού τους για πλαστότητα δεν είναι άλλο από εκείνο της απλής πιθανολόγησης, δε δικαιολογεί τις διαπιστώσεις του. Τα γεγονότα που αυτό είχε ενώπιόν του, σε σχέση με την υπογραφή της ακυρωτικής συμφωνίας αλλά και της επίδικης, δεν αξιολογήθηκαν ορθά, με αποτέλεσμα η ακυρωτική συμφωνία να κριθεί έγκυρη. Συγκεκριμένα, δεν έλαβε υπόψη του τις υπογραφές του Sergueev στα διάφορα αντίγραφα της ακυρωτικής συμφωνίας, που είναι εντελώς διαφορετικές από την υπογραφή του στην αρχική συμφωνία, το περιεχόμενο των επιστολών του προς τους δικηγόρους κ. Νεοκλέους και κ. Ονουφρίου, όπου, κατηγορηματικά, αυτός ομιλεί για πλαστότητα, και τη μαρτυρία τους. Η επίδικη σύμβαση, υπέβαλαν, δεδομένου ότι οι ίδιοι την υπέγραψαν επειδή πίστευαν ότι η πρώτη συμφωνία είχε ακυρωθεί, είναι άκυρη. Προβάλλουν, επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δέχτηκε τη θέση της εφεσίβλητης ότι η ακυρωτική συμφωνία υπεγράφη ενώπιόν της στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός αυτός δε δικογραφήθηκε. Ενώ αυτοί πρόβαλαν στην Υπεράσπισή τους ότι ο Sergueev δεν υπέγραψε την ακυρωτική συμφωνία, η εφεσίβλητη δεν απάντησε, ούτε και ανέφερε το 2004, που της ζητήθηκε να παρουσιάσει βεβαίωση, ότι ο Sergueev υπέγραψε την ακυρωτική συμφωνία ενώπιόν της, ώστε οι ίδιοι να προχωρήσουν με τη συμφωνία που υπέγραψαν μαζί της. Πρόβαλε τον ισχυρισμό αυτό για πρώτη φορά αντεξεταζόμενη. Σχολιάζουν, επίσης, οι εφεσείοντες το ζήτημα της διπλής ιδιότητας, υπό την οποία λειτούργησε στην υπόθεση ο συνήγορος της εφεσίβλητης. Με αναφορά στο χρόνο που ο Sergueev απέστειλε τις επιστολές στον κ. Νεοκλέους - 10/2/2003 και 17/3/2003 - και στον κ. Ονουφρίου - 31/7/2003 - υπέβαλαν ότι η διαπίστωση ότι ο Sergueev ζητούσε, παράλληλα, συμβουλή και από το δικηγόρο της εφεσίβλητης και από άλλο δικηγόρο, είναι εσφαλμένη. Στον κ. Ονουφρίου αποτάθηκε, όταν ο κ. Νεοκλέους παρέλειψε να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια.
΄Εχουμε εξετάσει με μεγάλη προσοχή τις θέσεις των εφεσειόντων. Με δεδομένο ότι ο Sergueev δεν κατέθεσε ως μάρτυρας, η γνησιότητα της υπογραφής του, εφόσον αυτή αμφισβητείτο από τους εφεσείοντες, θα έπρεπε να αποδειχθεί από τους ιδίους, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Επιστημονική μαρτυρία δεν υπήρχε. Συνεπώς, το βάσιμο του ισχυρισμού τους θα έπρεπε να αναζητηθεί, όπως και αναζητήθηκε από το Δικαστήριο, στην υπάρχουσα μαρτυρία, η οποία, στην ουσία της, δεν ήταν άλλη από την αντίληψη των ιδίων και του κ. Ονουφρίου, όπως αυτή δημιουργήθηκε από τις διάφορες επιστολές που απεστάλησαν από το Sergueev προς τον κ. Νεοκλέους και τον κ. Ονουφρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά, εκτιμώντας ότι το ίδιο δεν μπορούσε να μετατραπεί σε εμπειρογνώμονα, αναζήτησε, μέσα από όσα οι εφεσείοντες πρόβαλαν, να διαπιστώσει εάν αυτοί πέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού τους. Η αναφορά των ιδίων ότι η υπογραφή δεν ήταν του Sergueev - και αυτό στη βάση σύγκρισης των υπογραφών του στα διάφορα έγγραφα - δεν αποτελεί ασφαλές στοιχείο κρίσης, ιδιαίτερα για ζητήματα για τα οποία απαιτείται εξειδίκευση. Ο κ. Ονουφρίου, σε σχέση με αυτό το ζήτημα, κατέθεσε το τι ο ίδιος πίστευε για την υπογραφή του Sergueev στην ακυρωτική συμφωνία. ΄Οπως ο ίδιος, χαρακτηριστικά, είπε: «... είμαι δικηγόρος και δεν είμαι expert γραφολόγος». Η δήλωσή του αυτή, ουσιαστικά, αναιρούσε τη μαρτυρία του ότι η υπογραφή του Sergueev ήταν πλαστογραφημένη. Αναγνώριζε και αυτός ότι απαιτείται εξειδίκευση σε θέματα γνησιότητας ή όχι μιας γραφής. Η αποδοχή της μαρτυρίας της εφεσίβλητης ότι την περίοδο που ο πρώην σύζυγός της απέστειλε τις επιστολές διαμαρτυρίας σε σχέση με την ακυρωτική συμφωνία οι σχέσεις τους δεν ήταν αρμονικές, όπως και οι υπόλοιπες διαπιστώσεις του, στις οποίες έχουμε, ήδη, αναφερθεί, καθιστούσαν την απόρριψη της θέσης των εφεσειόντων περί πλαστογραφημένης υπογραφής του Sergueev στην ακυρωτική συμφωνία καθ' όλα εύλογη. Η αντίληψη των εφεσειόντων για την πλαστότητα της υπογραφής στην ακυρωτική συμφωνία σχηματίστηκε στην απουσία των λόγων που έδωσε η εφεσίβλητη και οι οποίοι έγιναν αποδεκτοί. Η σιωπή του Sergueev μετά τον Αύγουστο του 2004, όπως ο κ. Ονουφρίου κατέθεσε, υποστηρίζει τη θέση της εφεσίβλητης ότι αυτός, μετά τη λύση του γάμου τους, άλλαξε τη στάση του απέναντί της και την βοήθησε ώστε να μεταβιβαστεί το ακίνητο επ' ονόματί της. Η διπλή ιδιότητα του συνηγόρου της εφεσίβλητης, η οποία αποδοκιμάζεται από τη νομολογία[3], δεν πέρασε απαρατήρητη από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Καθώς προκύπτει μέσα από την απόφαση, υποδείχθηκαν στον κ. Νεοκλέους τα προβλήματα στη διαδικασία, που προέκυπταν λόγω αυτής του της ιδιότητας, χωρίς, όμως, να γίνει, εκ μέρους του, οποιαδήποτε ενέργεια. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, βέβαια, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το όλο ζήτημα κατά τρόπο πιο αποτελεσματικό.
΄Εχουμε διεξέλθει τη μαρτυρία, με σκοπό να διαπιστώσουμε κατά πόσο η διπλή ιδιότητα του συνηγόρου έχει, καθ' οιονδήποτε τρόπο, επηρεάσει την κατάληξη του Δικαστηρίου σε σχέση με την εγκυρότητα της ακυρωτικής συμφωνίας. Δεν έχουμε διαπιστώσει να έχει συμβεί κάτι τέτοιο, αφού, στην ουσία, η κατάληξη για την εγκυρότητά της στηρίχτηκε στην αποδοχή της θέσης της εφεσίβλητης.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες διατείνονται ότι ανακόλουθα και αντιφατικά το πρωτόδικο Δικαστήριο, από τη στιγμή που έκρινε ότι η επιστολή της εφεσίβλητης προς τους εφεσείοντες ημερομηνίας 12/3/2004 αποτελεί μόνο κλήση για άρση των επιβαρύνσεων, επειδή η πρώτη συμφωνία δεν είχε αποσυρθεί από το Κτηματολόγιο - αποσύρθηκε μετά την καταχώριση της αγωγής, μόλις στις 11/12/2007 - προχώρησε στην έκδοση διαταγής για ειδική εκτέλεση.
Η εφεσίβλητη, χωρίς να έχει καταχωρίσει αντέφεση σε σχέση με τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η επιστολή ημερομηνίας 12/3/2004 αποτελεί μόνο κλήση για άρση των επιβαρύνσεων, προβάλλει ότι το περιεχόμενό της είναι σαφές και εμπεριέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία, ώστε αυτή να θεωρηθεί νόμιμη κλήση σύμφωνα με το ΄Αρθρο 2 του Νόμου.
Το ΄Αρθρο 25(3) του Ν. 14/60 και η Δ.35, θ.8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών παρέχουν εξουσία στο εφετείο να επεμβαίνει σε σημείο της πρωτόδικης απόφασης που δεν προσβλήθηκε είτε με την έφεση είτε με αντέφεση, για επίλυση των πραγματικών επιδίκων ζητημάτων, προς το σκοπό ουσιαστικής απονομής της δικαιοσύνης - (βλ. Holiday Tours Ltd v. Κούτα κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 766 και Φασουλή κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 656).
΄Εχουμε εξετάσει με προσοχή την επιστολή ημερομηνίας 12/3/2004, το περιεχόμενο της οποίας έχουμε, ήδη, παραθέσει, και δε συμφωνούμε ότι αυτή αποτελεί μόνο κλήση για άρση των επιβαρύνσεων. Σαφώς αποτελεί και κλήση σύμφωνα με το ΄Αρθρο 2 του Νόμου και οι εφεσείοντες είχαν υποχρέωση να προσέλθουν στο Κτηματολόγιο για μεταβίβαση του πωληθέντος κτήματος, όπως και να άρουν τις όποιες επιβαρύνσεις υπήρχαν σ' αυτό. Το γεγονός ότι, κατά το χρόνο που αυτοί κλήθηκαν, υπήρχε κατατεθειμένη η συμφωνία ημερομηνίας 13/9/1996 δεν επιδρούσε και ούτε επηρέαζε τη δική τους υποχρέωση να παρουσιαστούν στο Κτηματολόγιο. Οι όποιες δυσκολίες, τυχόν, θα προέκυπταν, λόγω της κατάθεσης τότε στο Κτηματολόγιο της συμφωνίας της 13/9/1996, δε δικαιολογούσε τη μη παρουσίασή τους σ' αυτό. Εν πάση περιπτώσει, από την πορεία των γεγονότων, φαίνεται ότι ο κ. Νεοκλέους, ο οποίος τους κάλεσε, είχε τη δυνατότητα, στη βάση του ειδικού πληρεξουσίου από το Sergueev, να αποσύρει από το Κτηματολόγιο την εν λόγω συμφωνία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καίτοι εσφαλμένα δε θεώρησε την επιστολή ως κλήση για ειδική εκτέλεση, ορθά προχώρησε, στα πλαίσια των εξουσιών του και με σκοπό την επίλυση της διαφοράς τελεσίδικα, και εξέδωσε το σχετικό διάταγμα, δίδοντας, μάλιστα, χρόνο στους εφεσείοντες για άρση των υποθηκών και των άλλων επιβαρύνσεων που είχε το κτήμα.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Α. Πασχαλίδης, Δ.
/ΜΠ
[1] Δρυάδης κ.ά. ν. Καλησπέρα (1998) 1 Α.Α.Δ. 881· Χρίστου κ.ά. ν. Γεωργίου (1999) 1 Α.Α.Δ. 940· Flower κ.ά. ν. Χ"Ιωάννου κ.ά. (2008) 1 A.A.Δ. 770 · Κλεάνθη κ.ά. ν. Σιάνιου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 180.
[2] «΄Εχομεν εντολήν από την πελάτιδα μας Alyona Sidorenko εκ Ρωσίας αγοράστρια του κτήματος σας με αριθμόν εγγραφής 24223, Φ/Σχ LIV/44 τεμ. 722 κείμενον εις Ποταμόν Γερμασόγειας, τοποθεσία Καλόγηροι, να αναφερθούμεν εις την συμφωνία πωλήσεως μεταξύ σας ημερομηνίας 28/3/2000 και
Επειδή η πελάτιδα μας έχει πάρει την έγκριση από το Υπουργικό Συμβούλιον (Εσωκλείεται) και
Επειδή η πελάτιδα μας έχει εξοφλήσει το τίμημα πωλήσεως σας καλούμεν όπως προσέλθετε εις το Επαρχιακόν Κτηματολόγιον Λεμεσού την 26ην Μαρτίου 2004 και ώρα 8:30π.μ. και δηλώσετε ότι συμφωνήσατε όπως πωλήσετε την εν τη συμβάσει αναφερομένην ιδιοκτησία και υπογράψετε προς τούτο όλα τα αναγκαία έγγραφα, τύπους, δηλώσεις, κ.λ.π.
Θα σας παρακαλέσωμεν όπως όλοι οι φόροι που σχετίζονται με την ακίνητη επίδικη ιδιοκτησία δέον όπως πληρωθούν και προσκομίσετε προς τούτο όλα τα αναγκαία απαλλακτικά.
Πρέπει επίσης να φροντίσετε όπως το κτήμα είναι ελεύθερον παντός βάρους ώστε να μην υπάρχη εμπόδιον στην μεταβίβαση.»
[3] Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1998) 1 Α.Α.Δ. 634· Σωκράτους ν. Σιβιτανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1602.