ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1095
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 284/2009)
17 Ιουνίου 2011
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
2. ΜΑΓΔΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Εφεσείοντες
- ΚΑΙ -
ALYONA (ALENA) SIDORENKO,
Εφεσίβλητης
--------------------------------
Χρ. Παύλου, για τους Εφεσείοντες.
Αλ. Φράγκου (κα) για Ν. Νεοκλέους, για την Εφεσίβλητη.
--------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι εφεσείοντες παραπονούνται για την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την έκβαση της εγερθείσας εναντίον τους αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού από την εφεσίβλητη, με την οποία διατάχθηκε η συμμόρφωση τους με όρους της έγγραφης συμφωνίας που υπέγραψαν οι διάδικοι ημερ. 28.3.2000, με παράταση χρόνου τεσσάρων μηνών για σκοπούς συμμόρφωσης από την επίδοση του εκδοθέντος διατάγματος, ενώ διατάχθηκε και η ειδική εκτέλεση της εν λόγω συμφωνίας, μετά την εκπλήρωση της προηγούμενης υποχρέωσης συμμόρφωσης τους με τους όρους εκείνους.
Οι εφεσείοντες ήταν και παραμένουν οι εξ αδιαιρέτου ιδιοκτήτες τεμαχίου γης στην τοποθεσία Καλόγηροι στον Ποταμό Γερμασόγειας, της επαρχίας Λεμεσού, επί του οποίου και ανήγειραν πολυτελή οικία. Στη βάση συμφωνίας ημερ. 13.9.1996, οι εφεσείοντες πώλησαν και παρέδωσαν το ως άνω τεμάχιο με την οικία στον Georgii Sergueev έναντι £300.000, ποσό το οποίο αποδέχονται ότι κατεβλήθη σε αυτούς σε διάφορες ημερομηνίες. Στην πορεία του χρόνου, οι εφεσείοντες υπέγραψαν με τον εν λόγω αγοραστή συμφωνία ακύρωσης της πιο πάνω πράξης τον Μάρτιο του 2000, ενώ ταυτόχρονα στις 28.3.2000, υπέγραψαν νέα συμφωνία πώλησης του ιδίου τεμαχίου με την ανεγερθείσα επ΄ αυτού οικία με την εφεσίβλητη, η οποία κατά τον ουσιώδη εκείνο χρόνο ήταν σύζυγος του Georgii Sergueev. Το τίμημα πωλήσεως παρέμεινε το αυτό το οποίο στη δεύτερη αυτή συμφωνία αναγνωρίστηκε ότι είχε καταβληθεί ήδη στους εφεσείοντες. Η δεύτερη αυτή συμφωνία (όπως και η πρώτη), κατατέθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού στις 31.3.2000 με αριθμό ΠΩΛ.294/00, για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Οι εφεσείοντες τόσο με την αρχική συμφωνία, όσο και με τη μεταγενέστερη, είχαν αναλάβει την υποχρέωση να εξοφλήσουν τις υποθήκες και τα άλλα βάρη που επηρέαζαν το πωληθέν τεμάχιο γης, μετά δε την εν λόγω εξόφληση, να το διατηρήσουν ελεύθερο μέχρι τη μεταβίβαση του στον αγοραστή.
Από την πλευρά της, η εφεσίβλητη ανέλαβε την υποχρέωση να αποκτήσει, ως αλλοδαπή, την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου για την αγορά του κτήματος την οποία και εξασφάλισε στις 5.3.2004. Στις 12.3.2004, η εφεσίβλητη, με επιστολή της μέσω των δικηγόρων της, κάλεσε τους εφεσείοντες να παρουσιαστούν στο Κτηματολόγιο Λεμεσού στις 26.3.2004 και ώρα 8.30 π.μ. για την αναγκαία μεταβίβαση. Οι εφεσείοντες όμως με δικές τους επιστολές μέσω δικηγόρων, αρνήθηκαν να παρουσιαστούν στο Κτηματολόγιο προβάλλοντας αριθμό δικαιολογιών. Η εφεσίβλητη μετά την εξέλιξη αυτή, κατά τις αρχές Απριλίου του 2004, διαπίστωσε μετά από έρευνα στο Κτηματολόγιο, ότι το τεμάχιο γης εξακολουθούσε, παρά την προαναφερθείσα υποχρέωση των εφεσειόντων, να βαρύνεται με δύο υποθήκες συνολικού ύψους £120.000, καθώς και με δέκα memoranda πέραν των £60.000. Το αποτέλεσμα ήταν η εκ μέρους της έγερση αγωγής αξιώνοντας (i) διάταγμα ειδικής εκτέλεσης των όρων της συμφωνίας σε σχέση με την απαλλαγή του τεμαχίου από τις υποθήκες και τα εμπράγματα βάρη, (ii) διάταγμα με το οποίο να διατάσσονταν οι εφεσείοντες να πληρώσουν όλους τους σχετικούς φόρους που είχαν σχέση με το πωληθέν τεμάχιο και να προσκομίσουν τα απαραίτητα για τη μεταβίβαση απαλλακτικά έγγραφα, και (iii) διάταγμα διατάσσον την ειδική εκτέλεση της συμφωνίας.
Οι εφεσείοντες με την υπεράσπιση τους ισχυρίστηκαν ότι ο Sergueev ως αρχικός αγοραστής, είχε επικοινωνήσει μαζί τους πληροφορώντας τους ότι ουδέποτε τον Μάρτιο του 2000 υπέγραψε γραπτή συμφωνία ακύρωσης της μεταξύ τους συμφωνίας και επομένως τόσο ο ίδιος, όσο και οι εφεσείοντες, ήσαν θύματα απάτης και ή εξαπατήθηκαν από ψευδείς παραστάσεις της εφεσίβλητης στη βάση των λεπτομερειών που παρέχονταν στην έκθεση υπεράσπισης. Επομένως, εφόσον ουδέποτε υπήρξε νόμιμη ακύρωση του αρχικού συμβολαίου πώλησης, η εφεσίβλητη παρανόμως αξίωνε με την αγωγή της την έκδοση των προαναφερθέντων διαταγμάτων. Ανταπαίτησαν, λοιπόν, δήλωση του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία ημερ. 28.3.2000 με την εφεσίβλητη, καθώς και η ακυρωτική αυτής του Μαρτίου του ιδίου χρόνου, ήταν άκυρες, δήλωση ότι η αρχική συμφωνία ημερ. 13.6.1996 με τον Sergueev ήταν έγκυρη και δεσμευτική, αποζημιώσεις για δόλο, απάτη και ψευδείς παραστάσεις, καθώς και διάταγμα για απόσυρση της συμφωνίας ημερ. 28.3.2000, από το Κτηματολόγιο Λεμεσού. Να σημειωθεί ότι οι εφεσείοντες συνένωσαν ως εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενο εκτός από την εφεσίβλητη και τον Sergueev, εναντίον του οποίου, όμως, σε κάποιο στάδιο, απέσυραν την απαίτηση τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τη σχετική μαρτυρία και εξέτασε τα διάφορα τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιον του, έκρινε ότι η εφεσίβλητη είχε καταθέσει την αλήθεια όσον αφορά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ενεπλάκη στην υπόθεση και υπέγραψε τη συμφωνία αγοράς του τεμαχίου από τους εφεσείοντες. Δέχθηκε στην ουσία τη θέση της ότι με τον Sergueev, πρώην σύζυγο της, λόγω των μεγάλων διαφορών που είχαν μεταξύ τους κατά τη διάρκεια του γάμου τους, δημιουργήθηκαν προβλήματα που επηρέασαν και την αγορά του εν λόγω τεμαχίου. Ο Sergueev στα πλαίσια των τότε διαφορών τους, έστειλε επιστολές στην Κύπρο ισχυριζόμενος ότι δεν υπέγραψε ο ίδιος την ακυρωτική συμφωνία, αλλά αντίθετα η υπογραφή του έχει πλαστογραφηθεί. Έγινε επίσης δεκτή η θέση της ότι οι εφεσείοντες είχαν επιδιώξει και πετύχει την ακύρωση του αρχικού πωλητηρίου εγγράφου του 1996, με αγωγή που είχαν καταχωρήσει με αριθμό 9731/98, (Τεκμ. 5), η οποία αγωγή προχώρησε ερήμην του πρώην συζύγου της ενόψει της κατ΄ ισχυρισμόν της εφεσίβλητης πλαστογραφημένης επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος σ΄ αυτόν. Ως εκ τούτου λήφθηκαν μέτρα ακύρωσης της απόφασης, αφού η ίδια δε ήλθε στην Κύπρο από την Ρωσία τον Μάρτιο του 2000 (ο πρώην σύζυγος της ήταν τότε κάτοικος Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής), κατέβαλε προς διευθέτηση της εκκρεμότητας, ως ισχυρίστηκε, ποσό £30.000 στους εφεσείοντες και £2.000 στους δικηγόρους για απόσυρση της αγωγής. Με τη σύμφωνη γνώμη του συζύγου της και του δικηγόρου της, το όλο θέμα διευθετήθηκε οριστικά με αποτέλεσμα την υπογραφή της συμφωνίας ακύρωσης της μεταξύ των εφεσειόντων και του συζύγου της αρχικής συμφωνίας, με τον ταυτόχρονο καταρτισμό άλλης συμφωνίας (που κατέθεσε στο Κτηματολόγιο), με την οποία η ίδια πλέον αγόραζε το τεμάχιο.
Η λύση κατέστη δυνατή διότι λίγες μέρες πριν την έκδοση του συνεναιτικού διαζυγίου της με τον Sergueev, στη Φλώριδα των Η.Π.Α. στις 15.2.2006, ο Sergueev συμφώνησε με όλα τα θέματα που προκαλούσαν μεταξύ τους αντιπαράθεση, με αποτέλεσμα να αποστείλει από τις Η.Π.Α. επιστολή προς το δικηγόρο του Νεοκλή Νεοκλέους στην Κύπρο (Τεκμ. 15), δηλώνοντας (με πιστοποιημένη την υπογραφή του από συμβολαιογράφο της Φλώριδας), ότι όντως είχε ακυρώσει την αρχική συμφωνία με τους εφεσείοντες, η μόνη δε παραμένουσα σε ισχύ συμφωνία ήταν η μεταξύ της εφεσίβλητης και των εφεσειόντων και επομένως το τεμάχιο μετά της επ΄ αυτού κατοικίας, θα έπρεπε να μεταβιβαστεί σ΄ αυτήν. Η επιστολή αυτή παρελήφθη από τον Ν. Νεοκλέους στις 18.2.2006 (Τεκμ. 16), αφού στάληκε μέσω scan-e-mail.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε και σ΄ άλλες θέσεις της εφεσίβλητης όπως τη μαρτυρία της κατά την αντεξέταση ότι η ακυρωτική συμφωνία είχε υπογραφεί από τον Sergueev στις Η.Π.Α. στην παρουσία της (Τεκμ. 4(3)), ότι ο σύζυγος της την κατηγορούσε ότι ήταν ένοχη απάτης παριστάνοντας στους εφεσείοντες ότι πράγματι υπέγραψε τέτοια ακυρωτική συμφωνία και ότι την πολεμούσε πριν καταφέρουν να συνεννοηθούν για τα περί του διαζυγίου. Το Δικαστήριο εξέτασε τις εκδοχές αυτές της εφεσίβλητης, δεχόμενο στην ουσία τις θέσεις της ως εύλογες, θεωρώντας ότι ο Sergueev είχε φθάσει στο σημείο να αλληλογραφεί με τον τότε δικηγόρο των εφεσειόντων Πανίκο Ονουφρίου, ζητώντας απ΄ αυτόν να λάβει μέτρα εναντίον της εφεσίβλητης για το επίδικο τεμάχιο.
Η αντίθετη θέση των εφεσειόντων μέσα από τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε από τον ίδιο τον εφεσείοντα 1 και τον τότε δικηγόρο τους Π. Ονουφρίου, δεν έγινε δεκτή στο βαθμό που, πέραν των κοινών σημείων της με τις θέσεις της εφεσίβλητης, ήταν σε σύγκρουση με αυτήν. Κύριο σημείο της δικής τους εκδοχής ήταν η πλαστογραφία της υπογραφής του Sergueev, η οποία πλαστογραφία φαινόταν να αποδεικνύεται από μια σειρά γεγονότων. Στην κρίση τους αυτή, καταλυτικό ρόλο είχε η εμπλοκή του δικηγόρου του Sergueev, Ν. Νεοκλέους, ο οποίος αρχικά μετέφερε στο δικηγόρο των εφεσειόντων την επιθυμία του Sergueev να ακυρώσει την αρχική συμφωνία, συμβιβάζοντας και την αγωγή υπ΄ αρ. 9731/98. Συντάχθηκε λοιπόν η ακυρωτική συμφωνία την οποία φερόταν να είχε υπογράψει ο Sergueev ενόσω βρισκόταν στην Κύπρο, όπως πίστευαν οι εφεσείοντες, (Τεκμ. 6(2)), και η οποία αρχικώς δεν υπεγράφη από τους εφεσείοντες λόγω αλλαγών που ήθελε να επιφέρει σ΄ αυτήν ο Ν. Νεοκλέους, στη συνέχεια όμως μετά από χειρόγραφες διορθώσεις στο κείμενο από τον Ν. Νεοκλέους, οι οποίες έφεραν μονογραφές στα κείμενα των διορθώσεων και υπογραφή, που ο Ν. Νεοκλέους διαβεβαίωσε τον Π. Ονουφρίου ότι ανήκαν στον Sergueev που υπέγραψε στο γραφείο του στη Λεμεσό, υπέγραψαν και οι ίδιοι στο γραφείο του Π. Ονουφρίου. Και πάλι οι εφεσείοντες πίστευαν ότι ο Sergueev ήταν την ουσιώδη περίοδο στην Κύπρο. Προχώρησαν λοιπόν και εισέπραξαν και το υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης, £92.000, υπογράφοντας νέα συμφωνία με την εφεσίβλητη, εξουσιοδοτώντας το Ν. Νεοκλέους να υπογράψει όλα τα αναγκαία έγγραφα στο Κτηματολόγιο για τη μεταβίβαση του ακινήτου. Στα πλαίσια αυτά εξουσιοδότησαν το δικό τους δικηγόρο να αποσύρει την απαίτηση στην αγωγή 9731/98, όπως και έγινε, με την απλή δήλωση στο παρουσιαζόμενο στο φάκελο της αγωγής (Τεκμ. 5), πρακτικό ημερ. 4.4.2000, ότι απαίτηση και ανταπαίτηση αποσύρονταν ως εξωδίκως διευθετημένες, χωρίς έξοδα.
Οι εφεσείοντες εξεπλάγηκαν λοιπόν όταν αργότερα στις 31.7.2003 πήραν διπλοσυστημένη επιστολή από τον Ν. Νεοκλέους (Τεκμ. 4(20)), με την οποία ζητούσε από αυτούς να προσέλθουν στο Κτηματολόγιο προς μεταβίβαση του ακινήτου στον Sergueev στη βάση της μεταξύ τους συμφωνίας ημερ. 13.6.1996, που κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο ως ΠΩΕ 642/95. Το Νοέμβριο δε του 2003, ο Sergueev επικοινώνησε με τον Π. Ονουφρίου και τον πληροφόρησε ότι ο ίδιος ουδέποτε συγκατατέθηκε στην ακύρωση της συμφωνίας που είχε με τους εφεσείοντες ή στην υπογραφή νέας συμφωνίας με την εφεσίβλητη.
Ο Π. Ονουφρίου έδωσε επίσης ένορκη μαρτυρία ισχυριζόμενος ότι ο Ν. Νεοκλέους τον είχε διαβεβαιώσει ότι ο Sergueev είχε υπογράψει την ακυρωτική συμφωνία στην Κύπρο ενώπιον του και ότι ουδέποτε του ανεφέρθη ότι η ακυρωτική συμφωνία υπεγράφη στην Αμερική. Έκρινε ως δικηγόρος των εφεσειόντων ότι υπό το φως των όσων γνώριζε, οι εφεσείοντες δεν έπρεπε να προχωρήσουν με τη μεταβίβαση στην εφεσίβλητη ενόψει της ύπαρξης στο Κτηματολόγιο της πρώτης κατάθεσης της συμφωνίας πώλησης, θεωρώντας ότι η υπογραφή στην ακυρωτική συμφωνία δεν ήταν του Sergueev, ο οποίος του είχε, κατά παράκληση του, αποστείλει διάφορα έγγραφα προς μελέτη και με τον οποίο όμως κατέστη αδύνατο να επικοινωνήσει στη συνέχεια.
Η έφεση έχει ως κύριο άξονα της, τον εγερθέντα από τους εφεσείοντες ισχυρισμό περί πλαστογραφίας της υπογραφής του Sergueev από την εφεσείβλητη. Ο ισχυρισμός αυτός όταν εγείρεται από διάδικο τον βαρύνει και με την απόδειξη του. Ουσιαστικά εγείρεται θέμα ότι η ακυρωτική μεταξύ του Sergueev και των εφεσειόντων συμφωνία Τεκμ. 4(3), που υπεγράφη τέλη Φεβρουαρίου ή αρχές Μαρτίου 2000, δεν είχε υπογραφεί από τον Sergueev στην Κύπρο, και ούτε ήταν δική του η υπογραφή. Ο Sergueev, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν κατέθεσε στο Δικαστήριο και επομένως, η γνησιότητα της υπογραφής του, εφόσον αμφισβητείτο, έπρεπε να αποδειχθεί είτε με εμπειρογνώμονη γραφολογική εξέταση (συνήθως αποστέλλεται το σχετικό τεκμήριο στην Αστυνομία η οποία αναλαμβάνει με τους γραφολόγους της να γνωματεύσουν κατά πόσο υπάρχει πλαστογραφία ενόψει και της αποκάλυψης εμπλοκής ατόμων σε ποινικά αδικήματα), ή, ακολουθείται εναλλακτικός τρόπος. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Τ. Ηλιάδη: Το Δίκαιο της Απόδειξης σελ. 77-78, είναι επιτρεπτή μαρτυρία γνώμης και από άτομο που δεν είναι γραφολόγος «.. εφόσον αποδειχθεί ότι ο μάρτυρας γνωρίζει καλά την υπογραφή του προσώπου που υπέγραψε αυτό το έγγραφο, όπως μπορεί να κάμει π.χ. μια γραμματεύς.». Στο σύγγραμμα Cross & Tapper on Evidence 10η έκδ. (2004), στις σελ. 710-712, σημειώνεται ότι η απόδειξη υπογραφής από τρίτο πρόσωπο μπορεί να λάβει τη μορφή μαρτυρίας ότι η υπογραφή είναι του συγκεκριμένου προσώπου, εδραζόμενη στην εξοικείωση που έχει ο μάρτυρας με την υπό αμφισβήτηση υπογραφή, έχοντας δει το πρόσωπο να υπογράφει σε προηγούμενες περιπτώσεις. Η συχνότητα της προηγούμενης παρακολούθησης του προσώπου να υπογράφει έγγραφα, καθώς και η υπογραφή με το μικρό ή το κύριο όνομα, δεν ενέχουν τόση σημασία, αλλά σχετίζονται με τη βαρύτητα τέτοιας μαρτυρίας. Ακόμη, είναι αχρείαστο για το μάρτυρα να έχει δει το πρόσωπο να θέτει την υπογραφή του προηγουμένως σε έγγραφο, διότι είναι αρκετό να έχει λάβει έγγραφα θεωρούμενα ως προερχόμενα από το συγκεκριμένο πρόσωπο, και πάλι αναγόμενο το ζήτημα σε θέμα βαρύτητας. (Harrington v. Fry (1824) 1 C & P 289). Αναμφίβολα, η βαρύτητα που θα έχει η μαρτυρία της σύγκρισης των υπογραφών διαφοροποιείται κατά πολύ ανάλογα με το βαθμό εξομοίωσης του μάρτυρα με την υπογραφή. (Doe d Mudd v. Suckermore (1836) 5 Ad & El 703). Όπως δε πρόσθετα εξηγείται στον Murphy on Evidence 8η έκδ. (2003) σελ. 668-669, ενώ παλαιότερα θεωρείται ότι το βάρος απόδειξης τόσο στις αστικές, όσο και στις ποινικές υποθέσεις, σε ό,τι αφορά τη συγκριτική μαρτυρία περί της υπογραφής τρίτου προσώπου, ήταν στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, με την υπόθεση Ewing (1983) Q.B. 1039, καθιερώθηκε ότι στις ποινικές υποθέσεις, το βάρος είναι το ίδιο όπως και στην κυρίως δίκη, δηλαδή, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Στις αστικές υποθέσεις, όμως, παραμένει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων.
Προστίθεται ότι στην υπό κρίση υπόθεση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 8 του Criminal Procedure Act 1865, που ισχύει στην Κύπρο, μαζί με το The Common Law Procedure Act 1854, αλλά ούτε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτε οι συνήγοροι επιχείρησαν να βασιστούν στις πρόνοιες τους. Το άρθρο 8, επιτρέπει τη σύγκριση υπογραφής με άλλη που έχει αποδειχθεί με ικανοποιητικό για το Δικαστήριο τρόπο, ότι είναι γνήσια. Εδώ, ήταν κοινά αποδεκτό ότι η υπογραφή στην πρώτη συνομολογηθείσα συμφωνία μεταξύ του Sergueev και των εφεσειόντων ημερ. 13.6.1996, (Τεκμ. 4(2)), ανήκε σ΄ αυτόν. Ο εφεσείων 1, στη γραπτή του δήλωση, μέρος της μαρτυρίας του Τεκμ. 6, κατέθεσε ως τεκμήριο το ένα από τα πρωτότυπα έγγραφα που υπογράφηκαν μεταξύ τους και το οποίο ήταν στην κατοχή του. Η χρήση των νομοθετημάτων αυτών θα έδινε τη δυνατότητα σε γραφολόγο και εντός ακόμη του Δικαστηρίου να προβεί σε σύγκριση των υπογραφών για την εξαγωγή των ανάλογων συμπερασμάτων, χωρίς, δηλαδή, να παραπεμφθεί η υπόθεση στην Αστυνομία, με την ανάλογη καθυστέρηση που θα σημειωνόταν.
Δεν δόθηκε όμως γραφολογική μαρτυρία και η πλευρά των εφεσειόντων παρέμεινε με την όποια άλλη μαρτυρία υπήρχε στη διάθεση του Δικαστηρίου, το οποίο επομένως ορθά αναφερόμενο στη μαρτυρία της υπεράσπισης παρατήρησε ότι «.. παρουσίασε απλώς την αντίληψη της ή και πεποίθηση της για την πλαστότητα αυτή.». Ορθά περαιτέρω το Δικαστήριο αρνήθηκε να μετατρέψει τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα, ενόψει του ότι συμπέρασμα εξ ιδίων του θα ήταν άκρως ανασφαλές. Όπως αναφέρεται και στον Cross & Tapper on Evidence - πιο πάνω - σελ. 711, η πρακτική να παρουσιάζονται στο ίδιο το Δικαστήριο τα έγγραφα προς σύγκριση έχει αποδοκιμαστεί και σε άλλες χώρες του κοινοδικαίου. Στην R. V. Stephens (1999) 3 NZLR 81, το Εφετείο θεώρησε ανεπίτρεπτη τη διαδικασία αυτή, το ίδιο δε και στον Καναδά με την R. v. Tahal (1999) 137 CCC 3d 206. Επομένως, λανθασμένα οι εφεσείοντες εισηγούνται το αντίθετο ως μέρος του πρώτου λόγου έφεσης.
Δεν κρίνεται ότι η απόρριψη της θέσης περί πλαστογραφημένης υπογραφής του Sergueev από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσφερόταν ως εύλογη κρίση επί των δεδομένων που υπήρχαν. Οι ισχυρισμοί του Sergueev με τις επιστολές του, αλλά και προφορικά προς τους δικηγόρους, ότι δεν είχε υπογράψει την ακυρωτική συμφωνία, εξηγήθηκαν ως οφειλόμενοι στις τότε διαφορές του με την εφεσίβλητη και δεν ανταποκρίνονταν εν τέλει στην πραγματικότητα υπό το φως των εξής εύλογων παρατηρήσεων του Δικαστηρίου: (i) ότι η θέση αυτή του Sergueev ουδέποτε μετασχηματίστηκε σε πράξη, ούτε και έλαβε οποιαδήποτε δικαστικά μέτρα, παρά την αρχική εκδηλωθείσα επιθυμία του προς τούτο προς τους Ν. Νεοκλέους και Π. Ονουφρίου να εγερθεί αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης, (ii) η υπογραφή του Sergueev στην ακυρωτική συμφωνία έλαβε χώραν το Φεβρουάριο ή Μάρτιο 2000, όταν δεν υπήρχαν ακόμη προβλήματα στις σχέσεις του ζεύγους, (iii) ο Sergueev εν τέλει απέστειλε επιστολή στο Ν. Νεοκλέους στις 10.2.2000 (Τεκμ. 4(6)), όπου φαινόταν η σαφής πρόθεση του να μεταβιβαστεί το ακίνητο στην εφεσίβλητη, (iv) η «εξαφάνιση» του Sergueev μετά την επίλυση των προβλημάτων του με την εφεσίβλητη και την έκδοση του διαζυγίου τους, εφόσον όπως και ο ίδιος ο Π. Ονουφρίου κατέθεσε στη μαρτυρία του, (σελ. 55 των πρακτικών), μετά τον Αύγουστο του 2004, δεν υπήρξε καμιά περαιτέρω επικοινωνία του Sergueev με τον Π. Ονουφρίου, ούτε και ο τελευταίος κατάφερε να τον εντοπίσει οπουδήποτε, παρά το ότι ο Sergueev είχε δηλώσει την επιθυμία του να εγείρει αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης λόγω πλαστογραφίας της υπογραφής του, αναμένονταν δε από αυτόν περαιτέρω οδηγίες και η αποστολή χρημάτων.
Η θέση των εφεσειόντων ότι ο εφεσείων 1 και ο Π. Ονουφρίου γνώριζαν καλά την υπογραφή του Sergueev, παραγνωρίζει όλα τα πιο πάνω και ιδιαίτερα το γεγονός ότι η εφεσίβλητη, ως πρώην σύζυγος του, γνώριζε πολύ καλύτερα από αυτούς την υπογραφή του όπως και η ίδια δήλωσε στη μαρτυρία της. Στα πιο πάνω πλαίσια και η μαρτυρία Π. Ονουφρίου ότι η υπογραφή του Sergueev ήταν πλαστή δεν ήταν οτιδήποτε άλλο από μια μαρτυρία γνώμης, μειωμένης βέβαια αξίας υπό το φως της ανάμειξης του στο τελικό στάδιο της διαφοράς.
Δεν θα ήταν δυνατό εδώ να παραγνωριστεί η ανεπίτρεπτη ανάμειξη των ρόλων του Ν. Νεοκλέους στην όλη υπόθεση, ενεργώντας άλλοτε ως δικηγόρος και άλλοτε ως μάρτυρας γεγονότων. Αφήνοντας κατά μέρος την εμπλοκή του αρχικά ως δικηγόρου του Sergueev, μετέπειτα την ετοιμότητα του να δώσει μαρτυρία εναντίον της εφεσίβλητης στη βάση της δήλωσης του Sergueev ότι η υπογραφή του πλαστογραφήθηκε από την εφεσίβλητη (Τεκμ. 4(19)) και εν τέλει την έγερση αγωγής εναντίον των εφεσειόντων αντιπροσωπεύοντας την ίδια την εφεσίβλητη, ο Ν. Νεοκλέους εντελώς λανθασμένα και έξω από κάθε δεοντολογία, διατήρησε τη διπλή ιδιότητα δικηγόρου-μάρτυρα. Ιδιαίτερα αυτή η σύμμειξη των ρόλων είναι εμφανής κατά την αντεξέταση που ο ίδιος υπέβαλε στον Π. Ονουφρίου σε σχέση με το κατά πόσον ο ίδιος είχε δηλώσει ή όχι στο συνάδελφο του Π. Ονουφρίου, ότι ο Sergueev είχε υπογράψει την ακυρωτική συμφωνία στο γραφείο του (σελ. 55-61 των πρακτικών). Θα αναμενόταν από το πρωτόδικο Δικαστήριο με κάθετη στο θέμα υπόδειξη, να έθετε τέρμα στην ανοχή αυτής της διπλής ιδιότητας. (δέστε In re Efthymiou (1987) 3 C.L.R. 329, Τζεννάρο Περρέλλα (αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 356, Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (αρ. 1) (1998) 1 Α.Α.Δ. 634, Evand Promotions Ltd κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 736 και Σωκράτους ν. Σιβιτανίδη, διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Αγάπιου Ζάκκα (1998) 1 Α.Α.Δ. 1602). Δεν εντοπίζεται όμως οτιδήποτε στα πρακτικά, παρόλο που το Δικαστήριο μνημονεύει την προσπάθεια αυτή στη σελ. 14 της απόφασης του.
Η διπλή αυτή ιδιότητα του Ν. Νεοκλέους, όπως ορθά εντοπίζει το πρωτόδικο Δικαστήριο, προκάλεσε πλείστα όσα ερωτήματα και δημιούργησε σύγχυση. Ιδιαιτέρως η επιστολή του ημερ. 31.7.2003 (Τεκμ. 4(20)), με την οποία εκ μέρους του Sergueev επιζητεί από τους εφεσείοντες συμμόρφωση με την πρώτη συμφωνία, η οποία παρά την ακύρωση της με το Τεκμ. 4(3), παρέμενε κατατεθειμένη στο Κτηματολόγιο, για να ακυρωθεί εν τέλει αρκετά έτη αργότερα στις 11.12.2007, από τον ίδιο το Ν. Νεοκλέους, στη βάση ειδικού πληρεξουσίου από τον Sergueev, μέρος της δέσμης εγγράφων του Τεκμ. 1. Αναμφίβολα, η όλη πορεία που πήρε η υπόθεση ήταν δυσνόητη και έδειχνε παλινδρόμηση στις θέσεις του Sergueev και του δικηγόρου του Ν. Νεοκλέους. Ακόμη, η εμπλοκή του Π. Ονουφρίου σε μεταγενέστερο στάδιο με προοπτική τη δική του ανάμειξη ως δικηγόρου του Sergueev, ενώ ήταν και δικηγόρος των εφεσειόντων, περιέπλεξε ακόμη περαιτέρω τα πράγματα.
Όμως όλα τα ανωτέρω είχαν τη λογική τους εν τέλει εξήγηση, όπως τη διέκρινε το Δικαστήριο, δεχόμενο τις εξηγήσεις της εφεσίβλητης ως προς την τεθλασμένη πορεία που ακολούθησε ο Sergueev και ο δικηγόρος του. Τα όσα κατά τα άλλα εύστοχα επισημαίνει ο συνήγορος των εφεσειόντων για να εισηγηθεί παρανομία στη σύμβαση με την εφεσίβλητη, παραγνωρίζει τις εξηγήσεις που η ίδια έδωσε, αλλά το κυριότερο δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη την τελική θέση του Sergueev που όπως εξηγήθηκε πριν, είτε διά θετικής ενέργειας (ακύρωση του δικού του πωλητηρίου εγγράφου μέσω του δικηγόρου του), είτε δια αρνητικής στάσης, (μη λήψη μέτρων εναντίον της εφεσίβλητης), ήταν η αποδοχή της δεύτερης συμφωνίας με την εφεσίβλητη και η μεταβίβαση του τεμαχίου μετά της οικίας σ΄ αυτήν. Με την καταστάλαξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα ευρήματα του, δεν υπήρχε περιθώριο θεώρησης της συμφωνίας με την εφεσίβλητη ως παράνομης, ώστε από αυτή να μην επέρχονται νόμιμες υποχρεώσεις στους εφεσείοντες.
Η ουσία εν τέλει της όλης διαφοράς, είναι η προσπάθεια απεμπλοκής των εφεσειόντων από τη συμφωνία με την εφεσίβλητη. Ήταν όμως παραδεκτό ότι τους κατεβλήθη εξ ολοκλήρου το τίμημα πώλησης, στις δε 22.3.2004, με την επιστολή του Π. Ονουφρίου εκ μέρους τους, δήλωσαν ότι θα ήταν πρόθυμοι να μεταβιβάσουν το ακίνητο στην εφεσίβλητη μετά την ενυπόγραφη συγκατάθεση του Sergueev ότι συγκατατίθετο στη μεταβίβαση του ακινήτου στη σύζυγο του. Επομένως, όταν έστω μεταγενέστερα της καταχώρησης της πρωτόδικης αγωγής, το κατατεθέν πρώτο πωλητήριο αποσύρθηκε από το Κτηματολόγιο, ενώ ο Π. Ονουφρίου γνώριζε από τον Αύγουστο του 2004, ότι ο Sergueev δεν φαινόταν πρόθυμος και διατεθειμένος να προχωρήσει εναντίον της συζύγου του, οι εφεσείοντες δεν είχαν πλέον λόγο να υπερασπίζονται την αγωγή εναντίον τους που ηγέρθηκε από την εφεσίβλητη. Η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε, ως φαίνεται από τα πρακτικά, στις 12.5.2009, πολύ αργότερα από την ακύρωση της κατάθεσης της πρώτης συμφωνίας στο Κτηματολόγιο. Η αιτιολογία που δόθηκε από τους εφεσείοντες στην υπεράσπιση και ανταπαίτηση τους και που προωθήθηκε και κατά την ακρόαση για τη μη παρουσίαση τους στο Κτηματολόγιο στις 26.3.2004, όταν κλήθηκαν προς τούτο από την εφεσίβλητη για να μεταβιβάσουν το ακίνητο, ήταν η εκδηλωθείσα τότε θέση του Sergueev περί πλαστογραφίας της υπογραφής του στην ακυρωτική συμφωνία. Αιτιολογία που είχε όμως εκλείψει κατά την ακρόαση. Αυτό το δήλωσε εξ άλλου και ο Κυριάκος Πόρακος, βοηθός κτηματολογικός λειτουργός ο οποίος καταθέτοντας ως Μ.Ε.1, δήλωσε ότι το πωλητήριο του 1996, διεγράφη από το Κτηματολόγιο στις 14.12.2007, μαρτυρία που έγινε δεκτή από το Δικαστήριο ως ανεξάρτητη μαρτυρία επί γεγονότων. Ορθά δε το Δικαστήριο κατέληξε ότι η υποχρέωση των εφεσειόντων να άρουν τα ενυπόθηκα και άλλα βάρη επί του ακινήτου παρέμενε διαρκής και μη επηρεαζόμενη από την κλήση που τους έγινε για ειδική εκτέλεση της συμφωνίας με την εφεσίβλητη που δεν ήταν δυνατόν να γίνει, αφού παρατύπως ο Ν. Νεοκλέους, εκ μέρους του Sergueev, δεν είχε άρει την κατάθεση στο Κτηματολόγιο της πρώτης συμφωνίας, ενώ λανθασμένα και αξιοπερίεργα, όπως σημειώνεται και πρωτοδίκως, δεν απάντησε καν στην εκφρασθείσα θέση των εφεσειόντων με την επιστολή ημερ. 17.3.2004 (Τεκμ. 4(10)), να λάβει μέτρα ακύρωσης της πρώτης συμφωνίας. Κατέληξε λοιπόν το Δικαστήριο, υπό το φως των ανωτέρω, στη διαπίστωση ότι η μη πραγμάτωση της ειδικής εκτέλεσης δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα των εφεσειόντων.
Παραμένει το θέμα της ειδικής εκτέλεσης της συμφωνίας με την εφεσίβλητη, την οποία διέταξε ως κατακλείδα το Δικαστήριο, εφόσον προηγείτο η συμμόρφωση των εφεσειόντων με την ανάληψη της δικής τους υποχρέωσης να άρουν τα εμπράγματα βάρη επί του ακινήτου. Ο όγδοος λόγος έφεσης είναι ο τελευταίος και προσετέθη μετά από τροποποίηση των λόγων έφεσης που επετράπη στις 19.4.2010. Διαπιστώνεται εν προκειμένω όντως μια ανακολουθία στο σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Θεώρησε την επιστολή του Ν. Νεοκλέους, (Τεκμ. 4(8)), ημερ. 12.3.2004, ως κλήση προς τους εφεσείοντες για άρση των επιβαρύνσεων επί του ακινήτου και όχι ως νόμιμη κλήση προς ειδική εκτέλεση της συμφωνίας δυνάμει του περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232. Αυτό, διότι κατά την ημερομηνία αποστολής του πιο πάνω τεκμηρίου ήταν ακόμη σε ισχύ η πρώτη κατατεθείσα συμφωνία των εφεσειόντων με τον Sergueev, ενώ δεν ήταν δυνατό να μεταβιβαστεί η περιουσία εφόσον ακόμη ήταν βεβαρυμένη.
Η επιστολή λοιπόν μπορούσε να έχει ισχύ μόνο δυνάμει του άρθρου 76 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, το οποίο προνοεί για την ειδική εκτέλεση συμβάσεων (όπως άλλωστε είναι και ο υπότιτλος του Μέρους VIII του Κεφ. 149), στη βάση του ότι κάθε σύμβαση είναι δεκτική ειδικής εκτέλεσης εφόσον δεν είναι άκυρη δυνάμει Νόμου, είναι διατυπωμένη γραπτώς και υπογραμμένη από το μέρος που έχει το βάρος της, το δε Δικαστήριο κρίνει ότι η ειδική εκτέλεση της δεν θα ήταν ανεπιεικής, παράλογη ή πρακτικά ανεφάρμοστη. Υπό το φως και του εδαφίου (2) του ιδίου άρθρου, που προνοεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 76, δεν επηρεάζουν την ειδική εκτέλεση συμβάσεων πώλησης γης δυνάμει του Κεφ. 232, ορθά το Δικαστήριο, ενόψει και της νομολογίας που διέκρινε τη διαφορά μεταξύ του άρθρου 76 και του Κεφ. 232 (Δρυάδης ν. Καλησπέρα(1998) 1 Α.Α.Δ. 891, Χρίστου ν. Γεωργίου (1999) 1 Α.Α.Δ. 940, Flower v. Χ»Ιωάννου (2008) 1 Α.Α.Δ. 770, Κλεάνθη ν. Σιάνου (2009) 1 Α.Α.Δ. 180 και Σάντη ν. Χ»Βασιλείου (2009) 1 Α.Α.Δ. 288), αποφάσισε ότι το αιτητιτκό Α της αγωγής με το οποίο ζητείτο διάταγμα άρσης των εμπράγματων βαρών δυνάμει του όρου 7 της συμφωνίας, ήταν διάφορο και εφαρμόσιμο δυνάμει του άρθρου 76 από το αιτητικό Γ, που επιζητούσε την ειδική εκτέλεση της ίδιας της συμφωνίας, ειδική εκτέλεση που ήταν δυνατόν να επιτευχθεί μόνο υπό το φως των διατάξεων του Κεφ. 232, που ρυθμίζει ειδικά τις συμβάσεις πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας.
Στη συνέχεια, όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο αντινομικά έκρινε ότι ήταν δυνατό να χρησιμοποιήσει την ίδια επιστολή ημερ. 12.3.2004 και ως βάθρο για την ειδική εκτέλεση της συμφωνίας, αφού προηγουμένως οι εφεσείοντες συμμορφώνονταν εντός τετραμήνου με το διάταγμα που εξέδωσε προς άρση των επιβαρύνσεων. Το έπραξε αυτό στην προσπάθεια του να επιλύσει τελεσίδικα τη διαφορά μεταξύ των διαδίκων κατά τις επιταγές και του άρθρου 31 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, προς αποφυγή πολλαπλότητας στις διαδικασίες. Αυτό όμως δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί στα πλαίσια της διαφοράς όπως τροχιοδρομήθηκε από την ίδια την εφεσίβλητη, η οποία ενήργησε στη βάση βέβαια του χειρισμού του συνηγόρου της, ο οποίος ταυτόχρονα με την κλήση προς τους εφεσείοντες να προβούν στην ειδική εκτέλεση της συμφωνίας τους με την εφεσίβλητη, επέλεξε να διατηρεί σε ισχύ υπό τη μορφή κατάθεσης στο Κτηματολόγιο και την πρώτη συμφωνία με τον Sergueev.
Εφόσον το Δικαστήριο έκρινε και ορθά, ότι εκείνο που εμπόδιζε την ειδική εκτέλεση ήταν η ύπαρξη της κατάθεσης της πρώτης συμφωνίας, δεν ήταν δυνατό, νομικά, η ίδια επιστολή να θεωρείτο και ως νόμιμη κλήση για ειδική εκτέλεση στη βάση της ετεροχρονισμένης πλέον άρσης της κατάθεσης της πρώτης συμφωνίας, 2 χρόνια και 9 μήνες αργότερα το Δεκέμβριο του 2007. Όπως το Δικαστήριο εντόπισε, η εφεσίβλητη θα έπρεπε να επανέλθει μετά την άρση των βαρών, ζητώντας ειδική εκτέλεση. Το άρθρο 3(3) του Κεφ. 232, που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο ως βοηθητικό της κρίσης του ότι ελέγχονται τα δεδομένα που υπάρχουν κατά τη διαδικασία προς έκδοση διατάγματος ειδικής εκτέλεσης, ακολουθεί την πρωταρχική διαπίστωση ότι έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις που καθορίζονται από το άρθρο 2 του ίδιου Νόμου και δεν χρησιμοποιείται εν πάση περιπτώσει αυτόνομα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θεώρησε την ίδια την επιστολή ως κλήση κάτω από το Κεφ. 232. Επ΄ αυτού δεν υπάρχει αντέφεση. Η διαπίστωση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επιστολή ημερ. 12.3.04 λειτούργησε μόνο ως κλήση προς άρση των επιβαρύνσεων που λογικά και νομικά προηγείτο της ειδικής εκτέλεσης, παρέμεινε αλώβητη. Η απουσία αντέφεσης δεν αφήνει στο Εφετείο, κατά την κρίση μου, περιθώριο επέμβασης, ούτε καν συζήτησης της προβαλλόμενης από το περίγραμμα της εφεσίβλητης, κατά τον σχολιασμό της επί του όγδοου λόγου έφεσης κατά λιτό μάλιστα τρόπο, της θέσης ότι η πιο πάνω επιστολή περιείχε κάθε τι αναγκαίο προς νόμιμη κλήση για ειδική εκτέλεση. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ακριβώς το αντίθετο και αν η εφεσίβλητη ήθελε να το αμφισβητήσει όφειλε να καταχωρήσει αντέφεση.
Η αντέφεση αποτελεί το ορθό δικονομικό μέτρο προς αμφισβήτηση μέρους της απόφασης, όπως και η έφεση. Η νομολογία έχει διαγράψει ότι απαιτείται προς συζήτηση και ανάπτυξη θεμάτων και επ΄ αυτών απόφαση, η αμφισβήτηση τους με συγκεκριμένο τρόπο, τόσο ουσιαστικά, όσο και δικονομικά. Η καταχώρηση αντέφεσης σύμφωνα με τη Δ.35 θ.10, δεν είναι αναγκαία. Αν όμως ο εφεσίβλητος κατά την ακρόαση της έφεσης σκοπεύει να ισχυριστεί ότι η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να διαφοροποιηθεί, τότε οφείλει να δώσει έγγραφη ειδοποίηση της πρόθεσης αυτής, καθορίζοντας με ακρίβεια επί ποίων θεμάτων η απόφαση θα πρέπει να διαφοροποιηθεί και τους λόγους που υποστηρίζουν αυτή τη διαφοροποίηση.
Στην Minerva Finance & Investment Limited v. Γεωργιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 2173, το Εφετείο αποφάσισε ότι ο εκεί εφεσίβλητος «.. δεν άσκησε αντέφεση ούτε έθεσε οποιοδήποτε θέμα με ειδοποίηση δυνάμει της Δ.35 θ.10 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας ώστε να παρέχεται η δυνατότητα θεώρησης της υπόθεσης από άλλη άποψη.». Το Εφετείο μάλιστα προχώρησε και στη διαπίστωση ότι δεν ήταν δυνατή ούτε η παροχή θεραπείας στη βάση προβαλλόμενων δικογραφικά γεγονότων, έστω και αν αυτή δεν εξειδικευόταν, ακριβώς διότι: «Δεν είναι δυνατό να παραμεριστεί μέρος της πρωτόδικης απόφασης προσδιοριστικό του βάσιμου αιτίας αγωγής που εξειδικεύθηκε, χωρίς αυτό να έχει προσβληθεί με οποιοδήποτε τρόπο.». Πρόκειτο για αγωγή για απόκτηση ποσού πληρωθέν κατ΄ ισχυρισμόν κατά λάθος, για αγορά αυτοκινήτου, ισχυρισμός που δεν στοιχειοθετείτο από τη μαρτυρία, ενώ η απόρριψη πρωτοδίκως των θέσεων του ενάγοντα επί άλλων βάσεων αγωγής, δεν προσεβλήθη με αντέφεση.
Στην Polytropo Advertising Limited v. Adboard Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ. 1486, η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος δημιουργίας παραπλανητικής εικόνας μέσα από τις ένορκες δηλώσεις προς έκδοση προσωρινού διατάγματος ως κατεπείγοντος, αποτελούσε αυτοτελή λόγο ακύρωσης και εφόσον δεν είχε εφεσιβληθεί, παρέμεινε άθικτη. Το αυτό βέβαια ισχύει και για αποφασιζόμενα θέματα επί των οποίων δεν καταχωρείται αντέφεση.
Στην Σαρίκα ν. Μιχαηλίδη (2008) 1 Α.Α.Δ. 54, δεν ασκήθηκε αντέφεση σε σχέση με διάφορες διαπιστώσεις του Δικαστηρίου ως προς την αμέλεια και τη συντρέχουσα αμέλεια της ενάγουσας και του ιδιοκτήτη κέντρου διασκέδασης στην πίστα του οποίου η ενάγουσα έχασε την ισορροπία της και τραυματίστηκε, με αποτέλεσμα να παραμεριστεί η πρωτόδικη απόφαση και να εκδοθεί απόφαση υπέρ της ενάγουσας στα ποσά που έκρινε ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε, λανθασμένα, την αγωγή, λόγω μη αποκάλυψης αγώγιμου δικαιώματος.
Η αντέφεση είναι προσδιοριστική της εμβέλειας αναθεώρησης μιας απόφασης και διαπερνά όλο το φάσμα του δικαίου. Ακόμη και στο διοικητικό δίκαιο, η μη καταχώρηση αντέφεσης αφήνει το εκ των υστέρων ζητούμενο, άθικτο με αποτέλεσμα να θεωρείται από την Ολομέλεια ότι δεν παρέχεται λόγος εξέτασης του. (δέστε Ε.Τ.Ε.Κ. ν. Ρ.Ι.Κ. και Ξενοφών Αττίκης Α.Ε. αρ. 172/07 ημερ. 2.6.2011).
Στην υπό κρίση υπόθεση, όχι μόνο το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η επιστολή ημερ. 12.3.04, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως κλήση στη βάση του Κεφ. 232 για ειδική εκτέλεση, αλλά προέβηκε και στη διαπίστωση ότι οι εφεσείοντες δεν ευθύνονταν καν για τη μη μεταβίβαση του τεμαχίου την ορισθείσα ημερομηνία και ώρα όταν κλήθηκαν να μεταβούν στο Κτηματολόγιο και αρνήθηκαν.
Υπό το φως των ως άνω διαπιστώσεων του Δικαστηρίου που στηρίζονταν επί των ευρημάτων του επί των γεγονότων, αλλά και της νομικής θεώρησης των πραγμάτων, αμφότερες των οποίων δεν αμφισβητούνται με αντέφεση, δεν θα παρεχόταν, κατά την άποψη μου, ευχέρεια άλλης διαταγής από την ακύρωση του μέρους της απόφασης του που διατάσσει την ειδική εκτέλεση της συμφωνίας μετά την εκπλήρωση της υποχρέωσης των εφεσειόντων για άρση των υποθηκών και εμπραγμάτων βαρών. Διαφορετική προσέγγιση διαφοροποιεί και ανατρέπει τα ευρήματα και τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, χωρίς να υπάρχει επ΄ αυτών παράπονο. Στο βαθμό αυτό, λοιπόν, θα επέτρεπα την έφεση. Το διάταγμα του Δικαστηρίου σε σχέση με την άρση των υποθηκών και βαρών εντός τεσσάρων μηνών, ήταν ορθό και θα απέρριπτα την έφεση επί τούτου.
Υπό το φως όμως όλων των λεχθέντων, θα θεωρούσα επίσης ορθό και δίκαιο όπως μη επιδικάζονταν οποιαδήποτε έξοδα επί της εφέσεως, της πρωτόδικης διαταγής εξόδων παραμένουσας σε ισχύ.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ