ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 900
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 276/2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
D.V.L CONSULTING (OVERSEAS) LIMITED,
Εφεσείουσα-ενάγουσα,
και
BOMBARDIER TRANSPORTAΤION MAV HUNGARY, ΠΡΩΗΝ (MAV DUNAKESZI VAGONGY ARTO ES JAVITO KFT),
Εφεσίβλητη-εναγόμενη.
― ― ― ―
Ν. Πιριλλίδης και Α. Ερωτοκρίτου, για εφεσείουσα
Χρ. Θεοδώρου και Μ. Μενελάου, για εφεσίβλητη.
Π. Αρτέμη, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η έφεση αυτή αφορά απόφαση πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε άκυρο το κλητήριο ένταλμα και η επίδοση στην εφεσίβλητη-εναγόμενη, για το λόγο ότι τα Κυπριακά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν των διαφορών των διαδίκων.
Αποτελεί κοινό έδαφος ότι μεταξύ των διαδίκων υπεγράφη έγγραφη Συμφωνία Αντιπροσωπείας στα Γερμανικά. Η υπογραφή έλαβε χώρα στην Ουγγαρία και η παράγραφος 9 της συμφωνίας αυτής, σε Αγγλική μετάφραση, που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, προνοεί τα ακόλουθα:
«This Agreement is subject to Austrian Law. Both parties to the Agreement agree that all disputes arising out of the contractual relationship as established by the Agreement will be heard by the competent court with jurisdiction for this place."
Σε μετάφραση:
«Η Συμφωνία αυτή διέπεται από το Αυστριακό Δίκαιο. Και τα δύο μέρη της Συμφωνίας συμφωνούν ότι όλες οι διαφορές που εγείρονται από τις συμβατικές σχέσεις που προκύπτουν από τη Συμφωνία θα ακούονται από το αρμόδιο Δικαστήριο με δικαιοδοσία γι΄αυτό τον τόπο.»
Κατά την εφαρμογή της Συμφωνίας προέκυψαν διαφωνίες και διαφορές και η εφεσείουσα-ενάγουσα καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Η εφεσίβλητη εναγόμενη με αίτησή της, ζήτησε από το πρωτόδικο Δικαστήριο τον παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος και την ακύρωση της επίδοσής του σε αυτή.
Ο πρωτόδικος Δικαστής, απέρριψε τη θέση της εφεσείουσας-ενάγουσας ότι η παράγραφος 4 της Συμφωνίας Αντιπροσωπείας, αφορούσε και επηρέαζε το ζήτημα της δικαιοδοσίας, θεωρώντας το περιεχόμενο της άσχετο με το θέμα, αφού κατά την κρίση του, αυτό δεν είχε καμία σχέση με δικαιοδοσία, αλλά με τις πρόνοιες του ρυθμιζόταν βασικά ο τρόπος και η μέθοδος υπολογισμού της προμήθειας και το πού γίνεται η πληρωμή, δηλαδή στην έδρα της εφεσείουσας-ενάγουσας στη Λεμεσό. Με βάση τα πιο πάνω, και αναφερόμενος και στις αρχές που διέπουν το θέμα της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου επί του προκειμένου, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε ότι η ρήτρα δικαιοδοσίας της παραγράφου 9 ήταν καθόλα σαφής και δεν επείσθη από την εφεσείουσα-ενάγουσα ότι δεν θα έπρεπε να εφαρμοστεί, αναφερόμενος και σε άλλα στοιχεία της υπόθεσης, που σύμφωνα με την κρίση του, προσμετρούσαν υπέρ της εφαρμογής της ρήτρας. Έτσι, καταλήγοντας, έκανε αποδεκτή την αίτηση και εξέδωσε διάταγμα με βάση το οποίο η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στην εναγόμενη-εφεσίβλητη ακυρώθηκε.
Με τέσσερεις λόγους έφεσης η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Οι λόγοι 1, 2 και 4 αφορούν την ουσία της αίτησης και αμφισβητούν την ορθότητα των ευρημάτων του Δικαστηρίου ότι υπήρχε σαφής πρόνοια που καταδείκνυε καθαρά την πρόθεση των διαδίκων για εκδίκαση των διαφορών του από το Δικαστήριο της Αυστρίας, υποβάλλοντας ότι δεν υπήρχε τέτοια σαφήνεια και ότι εν όψει τούτου, κρίνοντας με βάση τα από τη νομολογία καθορισθέντα κριτήρια, θα έπρεπε το Δικαστήριο να θεωρήσει την Κύπρο ως κατάλληλο τόπο εκδίκασης της υπόθεσης (forum conveniens).
Συμφωνούμε με τον πρωτόδικο Δικαστή ότι η παράγραφος 4 της Συμφωνίας Aντιπροσωπείας ουδεμία σχέση έχει με τη δικαιοδοσία, η οποία καθορίζεται αποκλειστικά από την παράγραφο 9, με βάση την οποία προκύπτει σαφώς ότι οι διάδικοι συμφώνησαν όπως τα Δικαστήρια της Αυστρίας επιλαμβάνονται των διαφορών τους. Τούτο συνάδει και με την γενική αρχή που εκφράστηκε στην υπόθεση Owners of Cargo Lately Laden on Board the Ship or Vessel Eleftheria v. The Eleftheria (Owners) [1969] 2 W.L.R. 1073; [1969] 2 All E.R. 641, όπου λέχθηκε πως γενικά φαίνεται να είναι καθαρό ότι είναι πιο ικανοποιητική η θέση ότι ο Νόμος μιας ξένης χώρας θα πρέπει να αποφασίζεται από τα Δικαστήρια αυτής της χώρας. (Δέστε και The Cap Blanco [1913] P. 130 και Settlement Corporation v. Hochschild [1966] Ch.10).
To θέμα της δικαιοδοσίας και τα κριτήρια άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, όπως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, συζητήθηκε και αποφασίστηκε σε αριθμό κυπριακών υποθέσεων (δέστε Cyprus Phassouri Plantations Co. Ltd. v. Adriatica Di Navigatione, and another (1985) 1 C.L.R. 290, Electromatic v. Azov Shipping Co and others (1988) 1 C.L.R. 768, Γεωργίου Πέτρου (Αρ.2) ν. Ζim Israel Navigation and others (1991) 1 A.Α.Δ. 113, Geto Trading Ltd v. Του Πλοίου Μ/V Vladimir Vaslyayev (1998) 1 A.A.Δ. 836).
Όπως λέχθηκε και στην Cyprus Phassouri Plantations (πιο πάνω) « . . . where there is an express agreement providing that disputes are to be referred to a foreign tribunal it requires a strong case to satisfy the Court that that agreement should be overridden and that proceedings in this country should be allowed to continue.»
Tέλος, στην υπόθεση Πέτρου (Αρ.2) (πιο πάνω) λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Είναι η γενική αρχή πως όταν οι διάδικοι συμφωνήσουν την παραπομπή της διαφοράς τους για επίλυση στην αποκλειστική δικαιοδοσία αλλοδαπού Δικαστηρίου, πρέπει να τηρήσουν τη συμφωνία τους, εκτός εάν το μέρος που επικαλείται τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να μην εφαρμοσθεί η ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας, παρουσιάσει πειστικούς λόγους (βλέπε Jadranska Stobodna Plovida v. Photos Photiades & Co. (1965) 1 CLR 58 και Phassouri Plantations Co. Ltd. v. Adriatica Di Navigatione (1985) 1 CLR 290)».
Mε βάση όλα τα πιο πάνω και υιοθετώντας το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, καταλήγουμε πως η απόφαση είναι ορθή και δεν βλέπουμε λόγο γιατί να μην ακολουθηθεί η σαφής επιθυμία των συμβαλλομένων για Αυστριακή δικαιοδοσία.
Με το λόγο 3 της έφεσης αμφισβητείται το υπόβαθρο της αίτησης για παραμερισμό της επίδοσης, με το επιχείρημα ότι η ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση ήταν γραμμένη στα αγγλικά, ενώ ο ομνύων ήταν προφανώς Ούγγρος και ως εκ τούτου, δεν φαίνεται πουθενά ότι γνώριζε και αντιλαμβανόταν την Αγγλική γλώσσα.
Κρίνουμε πως και αυτό το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί.
Η εφεσείουσα-ενάγουσα είχε την ευκαιρία να αμφισβητήσει την εγκυρότητα της ένορκης δήλωσης κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας και να ζητήσει να αντεξετάσει τον ενόρκως δηλούντα, κάτι που παρέλειψε να πράξει. Ως εκ τούτου, δεν θεωρούμε επιτρεπτό να εγείρει το θέμα στο τέλος της εκδίκασης της αίτησης και ακολούθως της έφεσης, αφού δεν έπραξε ό,τι έπρεπε να πράξει κατά το στάδιο της ακρόασης της αίτησης.
Υπό το φως των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. Δ. Δ.
/Χ.Π.