ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 1 ΑΑΔ 687

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 294/2010)

 

31 Μαρτίου 2011

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΜΙΧΑΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΥΔΗΣ,

Εφεσείων,

-         ΚΑΙ   -

 

ΑΝΔΡΕΑ ΝΙΚΟΥ ΛΟΥΓΚΡΙΔΗ,

Εφεσίβλητου.

---------------------------

Αίτηση ημερ. 25 Οκτωβρίου 2010

Α. Χαραλάμπους, για τον Αιτητή-Εφεσείοντα.

Ε. Ανδρέου (κα), για τον Καθ΄ ου η αίτηση-Εφεσίβλητο.

------------------------------

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το 2003 ο εφεσείων συμφώνησε με τον εφεσίβλητο να αγοράσει από τον τελευταίο ένα ακίνητο στο χωριό Μαρώνι της επαρχίας Λάρνακας στη βάση αγοραπωλητηρίου εγγράφου ημερ. 1.8.2003, το οποίο και κατατέθηκε στο αρμόδιο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης.  Συμφωνήθηκε ως τίμημα πώλησης το ποσό των £109.000, δόθηκε δε το ποσό των £500 έναντι ως προκαταβολή.  Στην πορεία δημιουργήθηκαν προβλήματα ως προς την τήρηση όρων της συμφωνίας, που δεν είναι του παρόντος, με αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος, πωλητής του ακινήτου, να τερματίσει με επιστολή ημερ. 30.5.2005, τη συμφωνία. 

 

        Ηγέρθηκαν στην πορεία αγωγές εκατέρωθεν, με τον εφεσίβλητο ως ενάγοντα στην υπ΄ αρ. 4477/05 υπόθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και εναγόμενο τον εφεσείοντα, ο οποίος ήταν και ο ίδιος ενάγων στην υπ΄ αυτού εγερθείσα αγωγή με αριθμό 877/08, επίσης του  Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, με εκεί εναγόμενο τον εδώ εφεσίβλητο, με την οποία αξίωνε την ειδική εκτέλεση της συμφωνίας. Οι δύο αγωγές συνεκδικάστηκαν, το δε πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του ημερ. 30.9.2010, έκρινε ορθό να δικαιώσει τον εφεσίβλητο - εναγόμενο στην υπ΄ αρ. 4477/05 αγωγή διατάσσοντας την άρση της εγγραφής του πωλητηρίου εγγράφου ημερ. 1.8.2003, από το σχετικό μητρώο του Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας, απορρίπτοντας ταυτόχρονα την αγωγή υπ΄ αρ. 877/08, διότι έκρινε ότι ο εφεσείων δεν δικαιούτο σε ειδική εκτέλεση, χωρίς να χρειαστεί να αποφασιστεί κατά πόσον αυτή αποτελούσε και κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.  Το εν λόγω διάταγμα άρσης της κτηματολογικής εγγραφής, ήταν και η μόνη θεραπεία που εκδόθηκε στην υπ΄ αρ. 4477/05 αγωγή.  Περαιτέρω, το Δικαστήριο επιδίκασε τα πρωτόδικα έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντος και στις δύο αγωγές.

 

 Εναντίον της πρωτόδικης κρίσης καταχωρήθηκε έφεση ενώ ταυτόχρονα προωθήθηκε πρωτοδίκως και αίτηση για αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης και ή του διατάγματος που εκδόθηκε στην αγωγή αρ. 4477/05.  Διαζευκτικά, επιδιωκόταν η έκδοση διατάγματος που να απαγόρευε στον εφεσίβλητο να πωλήσει, μεταβιβάσει, επιβαρύνει ή αποξενώσει το όλο μερίδιο του επίδικου ακινήτου μέχρι την αποπεράτωση της έφεσης ή ακόμη και διατάγματος που να απαγόρευε σ΄ αυτόν να προβεί σε οποιεσδήποτε ενέργειες προς άρση της εγγραφής της συμφωνίας.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απορριπτική επί της αιτήσεως αυτής απόφαση στις 22.10.2010, αφού έλαβε βέβαια υπόψη και την καταχωρηθείσα ένσταση εκ μέρους του εφεσίβλητου. 

 

        Συνακόλουθα των πιο πάνω, ήταν η καταχώρηση σε μονομερή βάση, στο Ανώτατο Δικαστήριο, στα πλαίσια της εκκρεμούσης εφέσεως, της παρούσας αιτήσεως από τον εφεσείοντα με την οποία επιδιώκεται ουσιαστικά η αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης  και ή του διατάγματος, ή, της απαγόρευσης της άρσης της εγγραφής της συμφωνίας ή της αποξένωσης του ακινήτου μέχρι την εκδίκαση της έφεσης.  Διατάχθηκε η επίδοση της αιτήσεως με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί ένσταση από τον εφεσίβλητο και να ακουστούν ενώπιον του Εφετείου τα εκατέρωθεν επιχειρήματα των διαδίκων, που στην ουσία είναι αναπαραγωγή των όσων και πρωτοδίκως προώθησαν οι διάδικοι μέσω  των συνηγόρων τους.

 

        Κυριάρχη θέση του εφεσείοντος ο οποίος εδράζει την αίτηση του στις Δ.35, Δ.40 και Δ.48 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στο άρθρο 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου              αρ. 14/60, καθώς και στις συμφυείς εξουσίες και διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, είναι ότι άνευ της εκδόσεως της επιδιωκόμενης θεραπείας, η έφεση θα παραμείνει άνευ αντικειμένου ενόψει του ορατού κινδύνου να αρθεί η εγγραφή της επίδικης συμφωνίας από το αρμόδιο κτηματολογικό μητρώο, και να μεταβιβαστεί το ακίνητο σε τρίτο πρόσωπο.  Ιδιαιτέρως, ενόψει της μαρτυρίας που ο εφεσίβλητος έδωσε πρωτοδίκως κατά την εκδίκαση της κυρίως αγωγής, ότι χρειαζόταν χρήματα για να ολοκληρώσει την πράξη αγοράς άλλου ακινήτου στην ίδια περιοχή.  Ο εφεσείων θεωρεί επίσης ότι έχει μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας στην έφεση του ενόψει ουσιαστικών λαθών στο σκεπτικό της απόρριψης της αγωγής του πρωτοδίκως και της έκδοσης του διατάγματος στην έτερη αγωγή, με κύριο άξονα της θέσης αυτής, ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι ο εφεσίβλητος παράνομα τερμάτισε την επίδικη συμφωνία δίδοντας έτσι δικαίωμα στον εφεσείοντα να επιλέξει αν θα αποδεχόταν ή όχι τον τερματισμό, εν τούτοις το Δικαστήριο ήρε ουσιαστικά την κατάθεση της συμφωνίας στο Κτηματολόγιο, παρόλο που ο εφεσείων επέλεξε να μην αποδεχθεί τον τερματισμό.  Εν πάση δε περιπτώσει, εφόσον ο εφεσείων δεν αποδέχθηκε τον τερματισμό, αποστέλλοντας έστω με καθυστέρηση επιστολή σε μεταγενέστερο χρόνο για μεταβίβαση και πληρωμή του ακινήτου, καθιστώντας έτσι το χρόνο ουσιώδη σ΄ εκείνο το στάδιο, η προθεσμία των έξι μηνών που προβλέπεται από το άρθρο 2(δ) του περί Πωλήσεως Γης (Ειδικής Εκτέλεσης) Νόμου, Κεφ. 232, ως τροποποιήθηκε, άρχιζε από την ημερομηνία που καθορίστηκε με την επιστολή.  Επομένως, η έγερση της αγωγής υπ΄ αρ. 877/08 από τον εφεσείοντα, ήταν εντός της επιτρεπόμενης προθεσμίας.

 

        Ο εφεσίβλητος διατείνεται στην ένσταση του ότι δεν υπάρχουν πιθανότητες επιτυχίας της έφεσης και ότι δεν αποκαλύπτεται συζητήσιμο θέμα.  Εν πάση όμως περιπτώσει το Ανώτατο Δικαστήριο δεν κέκτηται δικαιοδοσία να εκδίδει τέτοιου είδους διατάγματα ή να αναστέλλει στα πλαίσια της          Δ.35 θ.θ. 18 και 19, διατάγματα που δεν επιβάλλουν την υποχρέωση θετικής ενέργειας ή καθήκοντος από τον εφεσείοντα, το δε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα πλαίσια της απόφασης του ημερ. 22.10.2010, ότι είχε δικαιοδοσία εξέτασης και ενδεχομένως έκδοσης των επιδιωκομένων διαταγμάτων αναστολής, έχει εφεσιβληθεί.  Εφόσον το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία παρανόμως τερματίστηκε, εύρημα με το οποίο ο εφεσίβλητος διαφωνεί, καλώς το Δικαστήριο αποφάσισε ταυτόχρονα ότι ο εφεσείων δεν θα μπορούσε να αξιώνει ειδική εκτέλεση λόγω της παρόδου του χρόνου.  Δεν υπάρχει, όμως, ούτε μαρτυρία ότι ο εφεσίβλητος είχε ή έχει πρόθεση αποξένωσης του ακινήτου, ιδιαιτέρως εφόσον η προσπάθεια αγοράς άλλου ακινήτου από τον εφεσίβλητο απέτυχε ενόψει της μη έγκαιρης καταβολής του τιμήματος πώλησης από τον εφεσείοντα προς αυτόν.

 

        Η νομολογία που επικαλέστηκε η συνήγορος του εφεσίβλητου- καθ΄ ου η αίτηση στην υπό κρίση διαδικασία, έχει οριοθετήσει την εμβέλεια και τον τρόπο εφαρμογής της Δ.35        θ. 18.  Στην Aftomata Eleourgia Lythrodonta Limited v. Holy Monastery of Mahera (1986) 1 C.L.R. 524, υιοθετήθηκε η προηγούμενη προσέγγιση στην Fotiou and another v. Petrolina Ltd (1984) 1 C.L.R. 708, ως προς το ότι η Δ.35. θ. 18, δεν επιτρέπει την αναστολή περαιτέρω διαδικασιών εκκρεμούσης της έφεσης εφόσον η εν λόγω διάταξη αφορά τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να αναστέλλει μόνο εφέσιμα διατάγματα κάτω από τη Δ.35 θ. 2, είτε τελικά, είτε ενδιάμεσα.  Όπου όμως δεν υπάρχει οτιδήποτε προς εκτέλεση από τη διαταγή του Δικαστηρίου, όπως στην περίπτωση καταδικαστικής απόφασης για αστική παρακοή διατάγματος, όπως ήταν το αντικείμενο στην Aftomata Eleourgia - πιο πάνω -  τότε δεν δίνεται εξουσία αναστολής.  Κρίθηκε ότι η Δ.35 θ. 18, δεν αποτελεί υποκατάστατο ή εναλλακτικό μέσο θεραπείας προνομιακού εντάλματος τύπου «prohibition» εκδιδόμενο μάλιστα από Δικαστήριο ίδιας δικαιοδοσίας, (δέστε ως προς την πτυχή αυτή και την απόφαση της Ολομέλειας στην Αναφορικά με την Αίτηση του Ευάγγελου Εμπεδοκλή (αρ. 3) για Certiorari  (2009) 1 Α.Α.Δ. 529). Παρομοίως, στην Ντίνου Μ. Λύρα ν. Πετρολίνα Λτδ (αρ. 1) (1997) 1 Α.Α.Δ. 1384, κρίθηκε ότι το αντικείμενο της αναστολής δυνάμει της Δ.35 θ. 18, είναι «... η υποχρέωση ή καθήκον που επιβάλλεται από την απόφαση, και όχι η παγοποίηση ή ο προσωρινός παραμερισμός της απόφασης η οποία εφεσιβάλλεται».  Αντικείμενο της επιδίωξης αναστολής σε εκείνη την υπόθεση ήταν η ακύρωση διατάγματος τριτοδιαδίκου.  Στη μεταγενέστερη απόφαση στην Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Telec Logistic Company Ltd κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 764, επιβεβαιώθηκε εκ νέου η ως άνω αρχή με εποδοκιμαστική αναφορά στη Λύρας ν. Πετρολίνα Λτδ (αρ. 1) - ανωτέρω - και πάλι σε σχέση με διαδικασία ακύρωσης διατάγματος τριτοδιάδικου πρωτοδίκως.

 

        Γενικά το αντικείμενο της αναστολής συναρτάται προς ορισμένη θετική ενέργεια, υποχρέωση ή καθήκον που επιβάλλεται από την εφεσιβαλλόμενη απόφαση.  Στην In re E.S. (an Infant) (1986) 1 C.L.R. 119, όπου αίτηση προς αναστολή περαιτέρω διαδικασίας ενόψει άρνησης του Δικαστηρίου να διατάξει τον διάδικο και το παιδί του να υποβληθούν σε αιματολογικό έλεγχο, απορρίφθηκε τόσο πρωτοδίκως, όσο και ενώπιον του Εφετείου, λέχθηκε ότι δεν υπήρχε λόγος διεύρυνσης της εμβέλειας της Δ.35 θ.18, η οποία περιορίζεται στην αναστολή θεμάτων συναρτωμένων προς την εκτέλεση απόφασης ή διαταγής του Δικαστηρίου ή της διαδικασίας, συναρτώμενης όμως με διαδικασίες που είναι μόνο παρεμφερείς της απόφασης υποκείμενης σε έφεση, όπως διαδικασίες μεσεγγύησης.  Αυτό υπό το φως και της αντίστοιχης παλαιάς O.58 r. 12 των Αγγλικών Θεσμών, στο r.12(1)(b) του οποίου αναφερόταν ότι «no intermediate act or proceeding shall be invalidated by an appeal».

 

        Δεν διαπιστώνεται όμως πρόβλημα δικαιοδοσίας είτε για το Επαρχιακό Δικαστήριο, είτε για το Εφετείο, στα πλαίσια νέας αίτησης που εισάγεται ενώπιον του στη βάση των προνοιών της Δ.35, θ. 19, όπως εδώ, να εξετάσει τη δυνατότητα έκδοσης αναστολής στις συνθήκες της υπό κρίση υπόθεσης.  Το κατά πόσον η αναστολή είναι δυνατή συναρτάται κατά περίπτωση με το αντικείμενο της.  Η πρωτόδικη απόφαση, της οποίας επιδιώκεται η αναστολή, απαιτεί τη λήψη συγκεκριμένης ενέργειας από τον εφεσίβλητο ώστε να επιτευχθεί η άρση της κατάθεσης της συμφωνίας στο Κτηματολόγιο.  Στην πραγματικότητα το Δικαστήριο εξέδωσε μια απόφαση, όπως κάθε άλλη, τελικής υφής, με την οποία αποφάσισε υπέρ του εφεσίβλητου, αποδεσμεύοντας τον ουσιαστικά από τη συμφωνία και αφήνοντας τον ελεύθερο να προχωρήσει κατά το δοκούν με νέα πώληση του ακινήτου προς τρίτο.  Δεν πρόκειται λοιπόν για παγοποίηση παρεμφερούς διαδικασίας ή για προσωρινό παραμερισμό της απόφασης, αλλά για το ενδεχόμενο αναστολής αυτού τούτου του διατακτικού μέρους της εφεσιβληθείσας απόφασης ώστε να μην παραμείνει ο εφεσείων, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, άνευ αντικειμένου.  Ως συνάγεται από το σκεπτικό της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της ουσίας, αποδόθηκε στον εφεσίβλητο θεραπεία που ζητείτο με την αγωγή  του.  Έστω και   αν  είναι  διατυπωμένη  κατά  τρόπο   που αφορά την ακύρωση της εγγραφής, είναι φανερό ότι η κατάληξη αυτή είναι  απόρροια  της επιτυχίας της αγωγής στην υπ΄ αρ. 4477/05, υπόθεση.

 

        Στην αντίστοιχη παρόμοια πρόνοια των Αγγλικών Θεσμών στο Order 59 rule 13, όπως επαναριθμήθηκε,  που αντιστοιχεί με τη Δ.35 θ.18, αναγράφεται στο Annual Practice  του 1970, στη σελ. 805, στα επεξηγητικά εκεί σχόλια, ότι στην πράξη η αναστολή της διαδικασίας δίνεται όπου με την απόφαση θα πρέπει να καταβληθεί ορισμένο χρηματικό ποσό, οπότε αν η έφεση επιτύχει τότε θα παραμείνει άνευ αντικειμένου αν στο μεταξύ έχει καταβληθεί το ποσό και ο ενάγων είναι είτε κάτοικος εξωτερικού, είτε είναι αφερέγγυος ή υπάρχει ένδειξη με την καταχώρηση σχετικής ένορκης δήλωσης, ότι δεν θα μπορέσει να επιστρέψει το ποσό στον εναγόμενο. 

 

        Τα πιο πάνω αφορούν το διάταγμα αναστολής το οποίο επιδιώκεται κατά πρώτο λόγο με την υπό κρίση αίτηση. Όσον αφορά τα διατάγματα που ζητούνται με τις παρ. Β και Γ της αίτησης, αυτά βεβαίως δεν μπορούν να εκδοθούν από το Εφετείο το οποίο δεν έχει εξουσία πρωτογενούς έκδοσης απαγορευτικών διαταγμάτων σύμφωνα και με τις αποφάσεις στις Thanos Club Hotel Ltd v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 312 και Γεωργίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 1523.

 

        Με βάση τα ανωτέρω παραμένει να εξεταστούν οι παράμετροι άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και η εφαρμογή τους στην υπό κρίση αίτηση. Ορθά, βεβαίως, αναφέρθηκε πρωτοδίκως ότι σε αιτήσεις αυτού του είδους θα πρέπει τα δικαιώματα του επιτυχόντος διαδίκου που συνίστανται στην άμεση κατά κανόνα απόλαυση των καρπών της επιτυχίας του, να σταθμίζονται με το ταυτόχρονο δικαίωμα του αποτυχόντος διαδίκου να μην καταστεί η τυχόν υπέρ του απόφαση, κατ΄ έφεση, εντελώς κενή περιεχομένου.  Η έφεση επί της ουσίας της υπόθεσης χωρίς να κρίνεται βεβαίως οτιδήποτε σ΄ αυτό το στάδιο, έχει συζητήσιμη βάση.  Ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε λανθασμένο και παράνομο τον τερματισμό της συμφωνίας από πλευράς του εφεσίβλητου, εν τούτοις έδωσε σ΄ αυτόν το δικαίωμα να άρει την κατατεθείσα στο Κτηματολόγιο συμφωνία αποστερώντας έτσι ουσιαστικά από τον εφεσείοντα τη δυνατότητα να διεκδικήσει ειδική εκτέλεση της συμφωνίας, ο οποίος επέλεξε, μετά τον τερματισμό, να διατηρήσει σε ισχύ τη σύμβαση. Η πιο πάνω θέση του Δικαστηρίου πρέπει να ιδωθεί και υπό το φως της άλλης  κατάληξης του, ότι η επίδικη συμφωνία δεν τερματίστηκε τελικά από οποιοδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη και ειδικά από τον εφεσίβλητο και εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ.

 

 Η ουσία της προσβαλλομένης με την έφεση απόφασης είναι η κατάληξη του πρωτοδίκου Δικαστηρίου αναφορικά με το χρόνο εντός του οποίου όφειλε ο  εφεσείων  να  εγείρει αγωγή δυνάμει του άρθρου 2(δ) του Κεφ. 232, προς εξαναγκασμό του υπαιτίου μέρους για ειδική εκτέλεση της συμφωνίας.   Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ημερομηνία της 30.9.2003, ήταν η ημερομηνία από την οποία έπρεπε να μετρήσει ο χρόνος των έξι μηνών εφόσον αυτή ήταν η ημερομηνία καταβολής του υπολοίπου του τιμήματος και της μεταβίβασης του ακινήτου.  Η θέση όμως του εφεσείοντα ότι μετά που επέλεξε να διατηρήσει σε ισχύ τη συμφωνία, απέστειλε επιστολή με την οποία κατέστησε ουσιώδη το χρόνο πληρωμής και μεταβίβασης του ακινήτου από τις 25.10.2007, μετά την οποία εν τέλει ήγειρε εντός του εξαμήνου την αγωγή υπ΄ αρ. 877/08, είχε ενδεχομένως τη δική της επίπτωση επί της όλης διαφοράς.  Η ορθότητα της κρίσης αυτής, υπό το φως και του σκεπτικού του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων αργοπορημένα έθεσε θέμα ως προς το δικαίωμα του σε ειδική εκτέλεση, θα πρέπει βεβαίως να παραμείνει προς εξέταση κατά την έφεση επί της ουσίας.  Στο επίκεντρο της υπόθεσης είναι η ορθή ερμηνεία των διατάξεων του Κεφ. 232, μαζί με το δικαίωμα του αγοραστή να καταστήσει το χρόνο ουσιώδη σε κάποιο στάδιο και οι υποθέσεις Ξενοφώντος ν. Τυρίμου (1984) 1 Α.Α.Δ. 23, Latifundia Properties Ltd v. Ψακή (2003) 1 Α.Α.Δ. 670, Δημήτρη ν. Beven (1999) 1 Α.Α.Δ. 663 και Σάντης ν. Χ»Βασιλείου (2009) 1 Α.Α.Δ. 288, τείνουν να διαφωτίσουν ως προς τις πτυχές αυτές.

 

        Το έτερο που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας είναι και η θέση του ιδίου του εφεσίβλητου στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση ότι ο εφεσίβλητος δεν έχει λόγο να πωλήσει το επίδικο ακίνητο, ούτε και αναφέρονται προς τούτο συγκεκριμένοι ισχυρισμοί ή μαρτυρία από πλευράς του εφεσείοντος ως προς την πρόθεση αποξένωσης του ακινήτου.  Περαιτέρω, δηλώνεται στην ένορκη δήλωση του ιδίου του εφεσείοντος στην υπό κρίση αίτηση, ότι θα ήταν πρόθυμος σε περίπτωση επιτυχίας της αίτησης να καταβάλει το ποσό των €185.383,26  εντός καθοριζομένης προθεσμίας ώστε να διατηρηθεί το αντικείμενο της έφεσης, διαφορετικά το διάταγμα αναστολής να καθίσταται αυτόματα άκυρο. 

 

        Υπό το φως όλων των ανωτέρω, κρίνεται ότι η διακριτική ευχέρεια που παρέχεται δυνάμει της Δ.35 θ.18 και Δ.35 θ.19, στο ίδιο το Εφετείο, θα πρέπει να ασκηθεί υπέρ του εφεσείοντος με την παροχή της επιδιωκόμενης αναστολής της απόφασης  και του διατάγματος στην αγωγή υπ΄ αρ. 4477/05, ημερ. 30.9.2010, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, με όρο ως προς την καταβολή των εξόδων ως λεπτομερώς θα εξηγηθεί καταληκτικά.  (Grant v. Banque France-Egyptienne (1878) 3 CP D 202, Swyny v. Harland (1884) 1 Q.B. 709).  Δεν θεωρείται όμως πρέπον ή δίκαιο, υπό τις περιστάσεις, όπως διαταχθεί η κατάθεση οποιουδήποτε ποσού από πλευράς του εφεσείοντος.  Η περίπτωση εδώ δεν αφορά την καταβολή ποσού από τον εφεσείοντα προς τον εφεσίβλητο ως αποτέλεσμα της πρωτόδικης αγωγής.  Όπως αναφέρεται στο Annual Practice 1970 σελ. 805-806, εκτός και αν είναι πρόδηλο ότι κάποιο ποσό θα πρέπει να ανακτηθεί, δεν πρέπει να τίθεται όρος ότι μέρος του επιδικασθέντος ποσού θα πρέπει να πληρωθεί προς τον ενάγοντα.  Εδώ, ο εφεσείων ως εναγόμενος στην υπ΄ αρ. 4477/05 αγωγή δεν διατάχθηκε να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό στον εφεσίβλητο ως ενάγοντα.

 

        Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η αίτηση εγκρίνεται και εκδίδεται διαταγή αναστολής της πρωτόδικης απόφασης και του διατάγματος στην αγωγή υπ΄ αρ. 4477/05 ημερ. 30.9.2010, υπό τον όρο ότι ο εφεσείων θα καταβάλει τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας στην αγωγή, καθώς και τα έξοδα της αίτησης για αναστολή ημερ. 11.10.2010 η οποία και απορρίφθηκε στις 22.10.2010.  Τα έξοδα θα καταβληθούν από τον εφεσείοντα στη βάση του υπολογισμού τους από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στο δικηγόρο του εφεσίβλητου με την ταυτόχρονη ανάληψη υποχρέωσης του δικηγόρου όπως επιστρέψει τα έξοδα σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης.  Η ανάληψη αυτής της υποχρέωσης θα λάβει τη μορφή επιστολής που θα κατατεθεί στο φάκελο της έφεσης και θα κοινοποιηθεί στο δικηγόρο του εφεσείοντα.

 

        Τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Εφετείο.

 

 

 

                                                Δ.

 

 

                                                Δ.

 

 

                                                Δ.

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο