ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 462
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 26/2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
DEMIL IMPORTS EXPORTS LTD,
Εφεσείοντες-Eναγόμενοι,
και
ΖΗΝΩΝ Η. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητοι-Ενάγοντες.
.
― ― ― ―
Ν. Ε. Νεοκλέους, για εφεσείοντες
Δ. Καρή (κα), για Γεωργιάδη και Πελίδη, για εφεσίβλητους
Π. Αρτέμη, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση στην αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με αρ. 6213/04, όπου με το κλητήριο ένταλμα οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες αξιούσαν από τους εφεσείοντες-εναγόμενους £11.523,83 «ως οφειλόμενο χρέος και/ή οφειλόμενο ποσό δυνάμει συμφωνίας και/ή υπόλοιπο αξίας συμφωνηθέντων και/ή πωληθέντων και/ή παραδοθέντων εμπορευμάτων και/ή υπόλοιπο λογαριασμού και/ή υπόλοιπο δυνάμει τιμολογίων».
Εκ μέρους των εφεσιβλήτων-εναγόντων κατέθεσαν δύο μάρτυρες, οι Μιχάλης Μιχαήλ και Έκτορας Κωνσταντινίδης, ενώ για τους εφεσείοντες-εναγόμενους κατέθεσε ο Ηλίας Καψάλης.
Με αναφορά στη νομολογία και αφού ανέλυσε λεπτομερώς την ενώπιον του μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως ακολούθως:
«Η ενάγουσα εταιρεία ασχολείται μεταξύ άλλων με την εισαγωγή και πώληση μονωτικών υλικών και απομονώσεις ταρατσών. Η εναγόμενη εταιρεία 1, συνεργάζετο με τους ενάγοντες για την περίοδο 1993 μέχρι και το 2004. Η εναγόμενη εταιρεία παράγγελνε μεταξύ άλλων ασφαλτικά γαλακτώματα και άλλα είδη μονώσεων από τους ενάγοντες, τα οποία οι τελευταίοι παρέδιδαν σ΄αυτούς στην οικία των διευθυντών ή σε συγκεκριμένα εργοτάξια ή άλλοτε τα παραλάμβαναν οι ίδιοι οι εναγόμενοι από τα υποστατικά των εναγόντων. Οι ενάγοντες με την παράδοση των εμπορευμάτων στους εναγόμενους παρέδιδαν και δελτίο μεταφοράς το οποίο και υπογράφετο από τους εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους της εναγομένης 1 εταιρείας. Τιμολόγια εκδίδοντο σε κατοπινό στάδιο και αποστέλλοντο στην εναγόμενη εταιρεία. Οι ενάγοντες διατηρούσαν κατάσταση λογαριασμού από την αρχή της συνεργασίας τους με την εναγόμενη 1 εταιρεία. Περίπου κάθε ένα ή και ενάμιση μήνα οι ενάγοντες απέστελλαν κατάσταση λογαριασμού στην εναγόμενη εταιρεία. Όσον αφορά την πληρωμή των τιμολογίων τα μέρη είχαν συμφωνήσει όπως πληρώνουν μετά από πάροδο 30 περίπου ημερών από την παράδοση τους.
Στις αστικές υποθέσεις όπως η παρούσα, η απόδειξη κρίνεται με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ενώ το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους των εναγόντων, να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους για την αξίωση τους. Η απόσειση του βάρους αυτού, συναρτάται αποκλειστικά με την μαρτυρία η οποία κρίνεται αποδεκτή και αξιόπιστη.
Στην υπόθεση Μαρσέλ (πιο πάνω) [1]λέχθηκε ότι «Το κριτήριο δεν είναι αν η θέση ή η εκδοχή του διαδίκου που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) είναι η πιο πιθανή παρά ή αντίθετη, εκείνη δηλαδή, του αντιδίκου του. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not). Αν απέτυχε να αποδείξει τη θέση ή την εκδοχή του σε αυτό το επίπεδο (standard of proof), ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης δεν θεωρείται ότι το απέσεισε, έστω και εάν η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά η αντίθετη, εκείνη δηλαδή του αντιδίκου του. (Βλέπε μεταξύ άλλων Phipson on Evidence, 14th Edition, par. 4-38 και Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ. 614.)»
Στην παρούσα υπόθεση ενόψει και της αξιολόγησης της μαρτυρίας του ΜΥ1 και της απόρριψης της θέσης των εναγομένων περί μη παραλαβής κάποιων εμπορευμάτων για το έτος 2002, κρίνω ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφισβήτηση για το υπόλοιπο του λογαριασμού των εναγομένων πριν το έτος 2002, χρονολογία από την οποία αρχίζουν οι καταστάσεις λογαριασμού (Τεκμήρια 4 και 25), οπότε και δέχομαι ότι με την κατάθεση των τιμολογίων και των δελτίων μεταφοράς για το έτος 2004, (τα οποία και δεν αμφισβητούνται), και των καταστάσεων λογαριασμού, (Τεκμήρια 4, 21, 24 και 25), τα οποία υποστηρίζονται τα μεν πρώτα από τη μαρτυρία του ΜΕ2 και τα δεύτερα από τη μαρτυρία του ΜΕ1, στοιχειοθετείται και αποδεικνύεται επαρκώς η απαίτηση των εναγόντων. Κατάληξη μου, επομένως, είναι ότι οι εναγόμενοι παρέλαβαν τα εμπορεύματα από τους ενάγοντες και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να οφείλουν το ποσό των ΛΚ11.523,83 πλέον τόκους. (βλ. Χαραλάμπους κ.α. ν. Ηλιάδη & Yioí Ltd (1993) 1 AAΔ 529 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ, Πολ. Εφ. 11987, ημερ. 27.7.06 και Π. Μαστρής Λτδ ν. Επιπλώσεις Λάρκο Λτδ, Πολ. Εφ. 11507, ημερ. 27.7.06).»
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εφεσίβλητων-εναγόντων και εναντίον της εφεσείουσας-εναγομένης 1 εταιρείας για το ποσό των £11.523,83.
Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι προσβάλλουν την απόφαση αυτή με ένα λόγο έφεσης. Ο λόγος αυτός είναι γενικός και περιεκτικός, οι δε διάφορες πτυχές του διαφαίνονται από τη μακροσκελή αιτιολογία που παρατίθεται. Για καλύτερη κατανόηση, παραθέτουμε αυτούσιο το λόγο έφεσης με την αιτιολογία του:
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή αντίθετα με την δοθείσα μαρτυρία και/ή τα επίδικα θέματα ως αυτά αποκρυσταλωθήκαν μέσα από δικόγραφα και/ή τους κανόνες αποδείξης και/ή παρά την μη προσκόμιση της δέουσας μαρτυρίας εκ μέρους των εναγόντων απεφάσισε ότι η αξίωση των εναγόντων έχει επιτύχει εκδίδοντας απόφαση υπέρ των εναγόντων και εις βάρος των Εναγομένων 1.
Αιτιολογία:
(α) Ο μάρτυς των εναγόντων κος Μιχάλης Μιχαήλ ανέφερε ότι τα γεγονότα τα οποία εξέθεσε δεν ήταν υπό την προσωπική του γνώση αλλά από όσα τον πληροφόρησαν από το γραφείο των εναγόντων. Δηλαδή τα όσα ανέφερε ο εν λόγω μάρτυς αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία και δεν έχει τεθεί το υπόβαθρο και/ή η εξήγηση για πιο λόγο δεν έχει προσκομιστεί η καλύτερη δυνατή μαρτυρία αφήνοντας στο κενό από απόψεως αποδεικτικής αξίας και βαρύτητας τα όσα ανέφερε.
(β) Ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε μαρτυρία εκτός δικογράφων και/ή παρεξέκλινε από την γραμμή των δικογράφων και συγκεκριμένα ανέφερε ότι υπήρχε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ότι ο «λογαριασμός» όπως τον (sic) θα εξοφλείτο σε 30 μέρες από το τέλος κάθε επόμενου μήνα.
(γ) Ο ίδιος μάρτυρας αλλά και ο κος Έκτορας Κωνσταντινίδης δεν ήταν σε θέση να απαντήσουν και να δώσουν μαρτυρία θετική και λεπτομερή αν οι εναγόμενοι παρέλαβαν τα εμπορεύματα, καθιστώντας έτσι τις εν λόγω χρεώσεις στον «λογαριασμό» όπως τον χαρακτήρισαν μετέωρες.
(δ) Δεν έχει προσκομιστεί η δέουσα μαρτυρία που να αποδεικνύουν τα συστατικά στοιχεία της αιτίας αγωγής του παραδεδεγμένου η εκκαθαρισμένου λογαριασμού (account stated).
(ε) Η ύπαρξη και το περιεχόμενο του παραδεδεγμένου η εκκαθαρισμένου λογαριασμού (account stated) έχει αμφισβητηθεί έντονα και δεν προσκομίστηκε η δέουσα μαρτυρία που να αποδεικνύει την κίνηση του λογαριασμού από το 1993 μέχρι το 2004 ως όφειλαν να πράξουν οι ενάγοντες αλλά παρουσίασαν καταστάσεις λογαριασμών από 01/01/2002.
(ζ) Οι ενάγοντες δεν παρουσίασαν μαρτυρία για τα αμφισβητηθέντα τεκμήρια, ήτοι την κατάσταση λογαριασμού, τα δελτία μεταφοράς και τα αντίστοιχα τιμολόγια ούτε ήταν γνώστες του περιεχομένου τους ούτε ήταν παρόντες στην σύνταξη τους.
(η) Οι μάρτυρες των εναγόντων δεν είχαν ουσιαστική γνώση για τα γεγονότα της υπόθεσης και τα κατατεθέντα τεκμήρια παρά μόνο προσκόμισαν τυπική μαρτυρία με σχετικά τεκμήρια προβάλλοντας εξ ακοής μαρτυρία χωρίς να δοθεί η ανάλογη εξήγηση και/ή υπόβαθρο για την παράληψη των εναγόντων να προσκομίσουν την ανάλογη καλύτερη δυνατή και/ή πρωτογενή και/ή δέουσα μαρτυρία.
(θ) Σε αντίθεση με τα όσα αναφέρονται στην έκθεση απαίτησης οι μάρτυρες των εναγόντων έδωσαν μαρτυρία ότι παρέμειναν οφειλόμενα τα τιμολόγια του 2004 και εξετάζοντας το τεκμήριο 4 και προσθέτοντας τα τιμολόγια του 2004 το ποσό ανέρχεται στις £18.358,56σ και επίσης προσθέτοντας τις πληρωμές, εισφορές και πιστωτικές σημειώσεις το ποσό ανέρχεται στις £14.908,75σ.
(ι) Ο μάρτυρας Μιχάλης Μιχαήλ δεν ήταν παρών στην έκδοση των δελτίων μεταφοράς των τιμολογίων, ούτε κατά την παράδοση των εμπορευμάτων. Επομένως δεν έχει αποδειχθεί σύμφωνα με τους κανόνες απόδειξης η σύνταξη την εν λόγων εγγράφων, ούτε και το περιεχόμενο τους.
(κ) Ο μάρτυρας Κωνσταντινίδης δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει το ακριβές οφειλόμενο ποσό αφήνοντας μετέωρη την απαίτηση των εναγόντων από απόψεως βάρους απόδειξης.»
Όπως αναφέραμε πιο πάνω, μεταξύ άλλων, οι εφεσείοντες-εναγόμενοι προβάλλουν ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Ε.1, Μιχάλη Μιχαήλ, η οποία, ήταν εξ ακοής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε το μέρος της μαρτυρίας του ως προς τις καταστάσεις λογαριασμών εφόσον ήταν ο ελεγκτής των εφεσιβλήτων και είχε τον έλεγχο και την οικονομική διεύθυνση της εταιρείας, όπως επίσης και τον έλεγχο των υπαλλήλων που ενημέρωναν τα λογιστικά βιβλία των εφεσιβλήτων-εναγόντων. Δε προσέδωσε όμως το Δικαστήριο οποιαδήποτε βαρύτητα στη μαρτυρία του Μ.Ε.1 αναφορικά με τη διαδικασία που ακολουθείτο για την έκδοση τιμολογίων και των δελτίων μεταφοράς, για την οποία δεν είχε άμεση γνώση.
Ο μάρτυρας αυτός κατέθεσε αναφορικά με τις καταστάσεις λογαριασμών που αφορούσαν τους εφεσείοντες-εναγομένους και αναφορικά με τις καταστάσεις λογαριασμών, τεκμήρια 24 και 25, ανέφερε ότι ο ίδιος τα ετοίμασε, με βάση τα επίσημα αρχεία της εταιρείας. Περαιτέρω, κατέθεσε ότι ως οικονομικóς υπεύθυνος είχε πρόσβαση και έλεγχο τόσο στα βιβλία των εφεσιβλήτων όσο και στους υπαλλήλους, οι οποίοι ενημέρωναν τα βιβλία αυτά.
Θεωρούμε ότι με βάση τα όσα ανέφερε, ότι είχε την αναγκαία προσωπική γνώση των όσων αναφέρονταν στις καταστάσεις λογαριασμού και ορθά το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του.
Οι εφεσείοντες προσβάλλουν και την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου με βάση την οποία δέχθηκε ότι αποδείχθηκε η ύπαρξη παραδεδεγμένου ή εκκαθαρισμένου λογαριασμού. Ισχυρίζονται, ότι ενώ οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες επικαλέστηκαν καταστάσεις λογαριασμού (το τεκμήριο 4) με αρχικό υπόλοιπο (opening balance) ημερομηνίας 1.1.2002, δεν προσκόμισαν μαρτυρία ως προς τα στοιχεία των προγενέστερων της πιο πάνω ημερομηνίας συναλλαγών. Προς υποστήριξη του ισχυρισμού τους, ότι εν όψει τούτου θα έπρεπε να απορριφθεί η αγωγή, επικαλέστηκαν την υπόθεση D & G Products Ltd v. Premixco Asphalting Company Limited (1999) 1 Α.Α.Δ. 263, στην οποία είχε απορριφθεί η αγωγή λόγω του ότι δεν είχαν παρουσιασθεί οποιαδήποτε στοιχεία αναφορικά με το αρχικό υπόλοιπο που παρουσιαζόταν στην κατάσταση λογαριασμού.
Η υπόθεση αυτή διαφοροποιείται από την παρούσα, αφού εδώ δεν αμφισβητήθηκε το αρχικό υπόλοιπο, αλλά μεταγενέστερες συναλλαγές. Όπως ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν υπήρχε οποιαδήποτε αμφισβήτηση για το υπόλοιπο του λογαριασμού των εφεσειόντων-εναγομένων πριν το 2002.
Ο Μ.Ε.1 ανέφερε ότι η κατάσταση λογαριασμού (τεκμήριο 4) ξεκινούσε από την 1.1.2002, όταν εισήγαγαν το σύστημα μηχανογράφησης στην εταιρεία. Η μη προσκόμιση των στοιχείων ως προς τις προγενέστερες συναλλαγές έτσι δεν επηρέαζε την υπόθεση των εφεσιβλήτων, εφόσον ο μάρτυρας κατέθεσε ότι όλα τα προηγούμενα ήταν πληρωμένα και οι όποιες οφειλές αφορούσαν τα τιμολόγια για το 2004. Στο τεκμήριο 21 αναγράφονται τα απλήρωτα τιμολόγια για το 2004, το ποσό των οποίων ανέρχεται στις £11.523,83. Ούτε κατά την αντεξέταση του Μ.Ε.1 αμφισβητήθηκε το αρχικό ποσό της κατάστασης λογαριασμού, έτσι προφανώς ήταν αποδεκτή από τους εφεσείοντες η ορθότητα του αρχικού υπολοίπου. Ούτε ο μόνος μάρτυρας υπεράσπισης, ο Μ.Υ.1, στη μαρτυρία του αμφισβήτησε το αρχικό υπόλοιπο, αλλά επικεντρώθηκε σε τιμολόγια του 2002 έως 2004, που αφορούσαν εμπορεύματα που, όπως ισχυρίστηκε δεν παρέλαβε.
Έχοντας διεξέλθει τη μαρτυρία κρίνουμε ότι το εύρημα αυτό του Δικαστηρίου ήταν ορθό.
Με βάση τη μαρτυρία του Μ.Ε.1, που το Δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστη, αλλά και από εκείνη του Μ.Υ.1, προκύπτει ότι αποστέλλετο στους εναγομένους κατάσταση λογαριασμού κάθε 1 έως 1½ μήνα, με τα δελτία μεταφοράς και τα τιμολόγια και δεν υπήρξε οποιαδήποτε αμφισβήτηση. Όπως ανέφεραν και οι δύο μάρτυρες, όταν υπήρχαν διαφορές στις καταστάσεις λογαριασμού είχαν επικοινωνία μεταξύ τους και προέβαιναν σε διορθώσεις. Το Δικαστήριο έκρινε ως αναξιόπιστο το Μ.Υ.1, διερωτώμενο πώς ενώ υπήρχαν διαφορές ως προς τις καταστάσεις κατά την εκδοχή του από το 2002, συνέχιζε κανονικά τη συνεργασία του με τους εφεσίβλητους μέχρι το 2004, πληρώνοντας μάλιστα και αρκετά μεγάλα ποσά και ενώ για κάποιες διαφορές που υπήρχαν στις καταστάσεις λογαριασμού επικοινωνούσε με τον Μ.Ε.1, δεν του ανέφερε οτιδήποτε για τα αμφισβητούμενα τιμολόγια.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το τεκμήριο 46, το οποίο είναι επιστολή την οποία απέστειλε ο Μ.Υ.1 προς τους εφεσίβλητους, αυτός αναφέρεται σε διαφορά που προέκυψε σε σχέση με τιμολόγια για εμπορεύματα, τα οποία οι εφεσείοντες παρέδωσαν στους εφεσίβλητους και παρόλον τούτο δεν έκανε λόγο τότε και για τα αμφισβητούμενα τιμολόγια.
Όσον αφορά το θέμα του εκκαθαρισμένου λογαριασμού, στην υπόθεση Επίσημος Παραλήπτης κ.α. ν. Ρέινμποου Πλητσ. & Ντáιγκ Κο Λτδ (2005) 1 ΑΑΔ 610, αναλύεται η έννοια του όρου:
«Παραδεδεγμένος ή εκκαθαρισμένος λογαριασμός (account stated) σημαίνει συμφωνία μεταξύ των μερών σύμφωνα με την οποία όλα τα στοιχεία του λογαριασμού καθώς και το υπόλοιπο είναι ορθά, συνδυασμένη με υπόσχεση ρητή ή εξυπακουόμενη να πληρωθεί το υπόλοιπο. Επενεργεί ως νέα σύμβαση χωρίς να είναι αναγκαία νέα αντιπαροχή και ο ενάγοντας, του οποίου η αιτία αγωγής είναι ο παραδεδεγμένος ή εκκαθαρισμένος λογαριασμός, δεν είναι υποχρεωμένος να δικογραφήσει και να αποδείξει καθένα από τα στοιχεία του εκκαθαρισμένου λογαριασμού ξεχωριστά. Η συμφωνία των μερών ότι το υπόλοιπο είναι ορθό μπορεί να συναχθεί και από την παράδοση της κατάστασης λογαριασμού και την παράλειψη του χρεώστη να ενστεί για τα ποσά του λογαριασμού, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Βέβαια το τι συνιστά εύλογο χρονικό διάστημα είναι ζήτημα πραγματικό και νομικό στην κάθε περίπτωση.»
Εδώ υπήρχαν όλα τα στοιχεία του εκκαθαρισμένου λογαριασμού. Η κατάσταση λογαριασμού αποστελλόταν κάθε 1 - 1½ μήνα στους εφεσείοντες με το υπόλοιπο και τα εκδοθέντα τιμολόγια, χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε διαφωνία εκ μέρους των εφεσειόντων. Επομένως, συνάγεται ότι αποδέχονταν ως ορθά τα στοιχεία των καταστάσεων. Επίσης, η κατάσταση λογαριασμού (τεκμήριο 4) είχε αποσταλεί στους εφεσείοντες δύο φορές, χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε αντίδραση ως προς τις καταχωρήσεις ή το υπόλοιπο. Από τη μαρτυρία προκύπτει ότι υπήρχε τουλάχιστο εξυπακουόμενη υπόσχεση για πληρωμή. (Δέστε σελ. 24, 39, 46 και 84).
Οι εφεσίβλητοι στήριξαν την αξίωση τους διαζευκτικά σε υπόλοιπο δυνάμει τιμολογίων και σε παράδοση εμπορευμάτων. Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την παράδοση κάποιων εμπορευμάτων και συνεπώς κάποια από τα τιμολόγια που παρουσίασαν οι εφεσίβλητοι. Πρόβαλαν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2, ότι υπήρχε συμφωνία μεταξύ των εφεσιβλήτων και εφεσειόντων, ότι τα τιμολόγια θα εξοφλούνταν εντός 30 ημερών εφόσον αυτά δεν ήταν δικογραφημένα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποδέχτηκε την εν λόγω μαρτυρία, κρίνοντας ότι καλύπτεται από τα δικόγραφα. Στην παράγραφο 7 της Έκθεσης Απαιτήσεως αναφέρεται ότι «ήταν ρητός και εξυπακουόμενος όρος της εν λόγω συμφωνίας ότι οι εναγόμενοι και/ή η εναγόμενη 1 και/ή ο εναγόμενος 2 θα κατέβαλλαν το αναφερθέν οφειλόμενο ποσό, σε πρώτη ζήτησε και/ή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από της εκδόσεως των τιμολογίων».
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν τα δελτία μεταφοράς και τα τιμολόγια (τεκμήρια 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 35, 36, 37, 5(κκ), 5(λλ), 5(β), 5(jj) 5(ξξ), 5(οο), 49(α), 49(β)) προβάλλοντας ότι ουδέποτε παρέλαβαν τα εμπορεύματα τα οποία αναφέρονται σε αυτά.
Αναφορικά με την έκδοση των τιμολογίων και των δελτίων μεταφοράς κατέθεσε ο ΜΕ2, ο οποίος ήταν υπάλληλος των εφεσιβλήτων και αυτός μαζί με μια άλλη υπάλληλο ήσαν υπεύθυνοι για την έκδοση και υπογραφή των τιμολογίων και των δελτίων μεταφοράς.
Τα τιμολόγια δεν έχουν αυτοδύναμη αποδεικτική σημασία, ούτε προβάλλονται ως τέτοια. Υπάρχουν για να συνεκτιμηθούν στο σύνολο της μαρτυρίας (Palatino Developments Limited v. Telectronics Communication Limited (2002) 1 AAΔ 962). To πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν ότι εξέδωσαν και τα τιμολόγια και τα δελτία μεταφοράς και ότι παρέδωσαν στους εφεσείοντες τα εμπορεύματα. Ανέφερε συγκεκριμένα ο ΜΕ2 ότι «Δεν υπάρχει περίπτωση να πιάσουν εμπόρευμα και να μην έχει υπογραφή πάνω».
Ο ΜΕ1 ανέφερε ότι από το 2002 μέχρι την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής, κανείς από τους εφεσείοντες δεν αμφισβήτησε οποιοδήποτε τιμολόγιο. Αντιθέτως, ανέφερε ότι είχε τηλεφωνικές συνδιαλέξεις με τον ΜΥ1 όταν υπήρχαν διαφωνίες ως προς την κατάσταση του λογαριασμού, τις οποίες διευθετούσαν και δεν του ανέφερε οποιαδήποτε διαφωνία ως προς τα τιμολόγια, τα οποία τώρα αμφισβητούν.
Εφόσον η μαρτυρία για τους εφεσίβλητους ήταν ότι παρέδωσαν τα εν λόγω εμπορεύματα, δεν ήταν αναγκαία η περαιτέρω απόδειξη της παράδοσης των εμπορευμάτων. Το γεγονός ότι τα αμφισβητούμενα δελτία μεταφοράς και τιμολόγια δεν φέρουν την υπογραφή των εφεσειόντων δεν επηρεάζει την ουσία της υπόθεσης, εφόσον το Δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστους τους μάρτυρες των εφεσιβλήτων. (Χριστοδουλίδου ν. Μocassino shoes Ltd (2006) 1 ΑΑΔ 294).
Ως συνέπεια των πιο πάνω κρίνουμε ότι η έφεση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται με έξοδα συν Φ.Π.Α. υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. Δ. Δ.
/Χ.Π.
[1] Μαρσέλ κ.α. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1858.