ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 635
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 194/2008 και 201/2008)
24 Μαρτίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 194/2008)
(Σχ. με την 201/2008)
ALLIANCE INTERNATIONAL REINSURANCE COMPANY LTD,
Εφεσείoντες/Εναγόμενοι 1,
ΚΑΙ
ΜΑΡΙΟΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ,
Εφεσίβλητος/Ενάγων.
- - - - - -
(Πολιτική Έφεση Αρ. 201/2008)
(Σχ. με την 194/2008)
ALLIANCE INTERNATIONAL REINSURANCE COMPANY LTD,
Εφεσείoντες/Εναγόμενοι 1,
ΚΑΙ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ,
Εφεσίβλητος/Ενάγων.
- - - - - -
Α. Γιωρκάτζης με Ν. Θρασυβούλου, για τους Εφεσείοντες.
Μ. Ιωάννου (κα) για Ανδρέας Νεοκλέους και Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
- - - - - -
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Παμπαλλής, Δ.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν αίτηση για απόκτηση μετοχών στην εταιρεία των εφεσειόντων με ιδιωτική τοποθέτηση, ωθούμενοι από το περιεχόμενο της Πληροφοριακής Έκθεσης που τους παρουσιάστηκε. Αφού οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν το ποσό των ΛΚ25.000,00 έκαστος, η αίτησή τους εγκρίθηκε, και στις 7 Φεβρουαρίου 2001, εκδόθηκε επ΄ ονόματι εκάστου πιστοποιητικό τίτλου μετοχών για 25.000 μετοχές. Στις 29 Ιουνίου 2001 εκδόθηκε περαιτέρω πιστοποιητικό αγοράς μετοχών, 3.125 τον αριθμό, για αναλογούντα στον καθένα Δικαιώματος Αγοράς Μετοχών. Την ίδια ημερομηνία, 29 Ιουνίου 2001, οι εφεσείοντες παραχώρησαν, χωρίς υποχρέωση προς τούτο, 6.250 μετοχές στον καθένα από τους εφεσίβλητους.
Οι εφεσίβλητοι εισέπραξαν στις 4 Ιουλίου 2001, όπως είναι αποδεχτό, το παραχωρηθέν προς αυτούς, ως μετόχους της εταιρείας των εφεσειόντων, μέρισμα. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι εισπράχθηκε το παραχωρηθέν μέρισμα και για τα επόμενα χρόνια.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν στις 3 Αυγούστου 2001 αίτηση, συνοδευόμενη με την Πληροφοριακή Έκθεση, για εισαγωγή των μετοχών τους στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Στις 20 Σεπτεμβρίου 2001, οι εφεσίβλητοι ζήτησαν την επιστροφή του ποσού των ΛΚ25.000,00 που κατέβαλαν στους εφεσείοντες.
Οι τίτλοι μετοχών των εφεσιβλήτων εισήχθησαν τελικώς στο ΧΑΚ στις 17 Απριλίου 2003.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 2003 και 24 Οκτωβρίου 2003, οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αντίστοιχες αγωγές στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, διεκδικούντες επιστροφή των χρημάτων τους, με βάση τις πρόνοιες του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Νόμου (Ν.42(Ι)/2000) (ο Νόμος) και, κατά δεύτερο, διεκδίκησαν αποζημιώσεις ως συνέπεια των απατηλών και ψευδών παραστάσεων που κατ΄ ισχυρισμόν τους παρουσίασαν οι εφεσείοντες. Οι εν λόγω αγωγές είχαν προωθηθεί τόσο εναντίον των εφεσειόντων όσο και εναντίον εννέα διοικητικών τους συμβούλων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την απαίτηση που είχε ως βάση τις ψευδείς παραστάσεις, όσο και την αγωγή εναντίον των διοικητικών συμβούλων, και εξέδωσε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων και προς όφελος εκάστου των εφεσιβλήτων για €42.715,04, που αποτελεί την ισοτιμία των ΛΚ25.000,00, πλέον τόκο 6%, από 16 Αυγούστου 2000, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 58Α(3)(β) του Ν.42(Ι)/2000. Επίσης, εκδόθηκε διάταγμα επιστροφής στους εφεσείοντες των εκδοθέντων τίτλων μετοχών.
Αποτελεί κοινό έδαφος ότι, με βάση τις πρόνοιες του Νόμου, οι εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα να απαιτήσουν επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλαν για την αγορά των μετοχών, τρεις μήνες μετά την υποβολή αίτησης για εισαγωγή των τίτλων των εφεσειόντων στο ΧΑΚ, που έγινε στις 3 Αυγούστου 2000, ήτοι μετά τις 3 Νοεμβρίου 2000, υπό την αίρεση ότι δεν είχε μέχρι τότε εγκριθεί η αίτηση από το ΧΑΚ.
Η άσκηση τούτου του δικαιώματος από τους εφεσίβλητους στις 20 Σεπτεμβρίου 2001, αφού στο μεταξύ εισέπραξαν το παραχωρηθέν μέρισμα, ενεργώντας ως μέτοχοι, τους αποστερεί της δυνατότητας προώθησης της παρούσας αγωγής τους, υποστήριξαν οι εφεσείοντες.
H ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσιβλήτων εισηγήθηκε ότι σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί, η αποδοχή του τίτλου των μετοχών ή των επακόλουθων δωρεάν μετοχών και δικαιωμάτων, όπως και του αναλογούντος μερίσματος, να αποτελέσει κώλυμα ή να οδηγήσει σε συμπέρασμα παραίτησης από τη διεκδίκηση επιστροφής των καταβληθέντων χρημάτων. Είναι όπως είπε, νομοθετικά ρυθμιζόμενη αυτή η δυνατότητα και νομολογιακά επιβεβαιωθείσα.
΄Εχουμε μελετήσει τις αποφάσεις που παραπέμπει η συνήγορος με την αγόρευση της ιδιαιτέρως τις υποθέσεις Harvest v. Ταμάσιου (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1683, Investylia v. Livadiotis Bros. (2005) 1(A) A.A.Δ. 704 και Αnaptixis v. Μιχαηλίδη (2006) 1 (Α) Α.Α.Δ. 691.
Από το σύνολο των πιο πάνω αποφάσεων επιβεβαιώνεται η, νομοθετικά κατοχυρωμένη, δυνατότητα διεκδίκησης της επιστροφής χρημάτων, όταν και εφόσον αποτύχει η εισαγωγή μετοχών στο ΧΑΚ προς διαπραγμάτευση ή παρέλθει η προβλεπόμενη τρίμηνη προθεσμία. Η προβολή όμως του κωλύματος, που επικαλούνται οι εφεσείοντες ότι αποστερεί από τους εφεσίβλητους της δυνατότητας άσκησης του πιο πάνω δικαιώματος, άπτεται των μετέπειτα ενεργειών των εφεσιβλήτων.
Μετά τη συμπλήρωση της ακρόασης της έφεσης και την επιφύλαξη της παρούσας απόφασης, εκδόθηκε η απόφαση στην υπόθεση Οικονομίδης ν. Αlliance International Reinsurance Co.Ltd κ.α. Πολ.΄Εφ.192/2007, ημερ. 21 Δεκεμβρίου 2010, με γεγονότα παρόμοια με την εξεταζόμενη υπόθεση.
Ο εφεσείων στην πιο πάνω υπόθεση, είχε αμετακλήτως αιτηθεί και απέκτησε 100,000 μετοχές των εφεσιβλήτων, που σημειώνουμε πρόκειται περί της ιδίας με την παρούσα υπόθεση, εταιρείας. Προχώρησε η έκδοση και παράδοση πιστοποιητικού μετοχών και περαιτέρω δωρεάν μετοχών και δικαιώματα μετοχών. Στις 4 Ιουλίου 2001, όπως στην παρούσα υπόθεση, καταβλήθηκε προμέρισμα για το έτος που έληγε στις 31 Δεκεμβρίου 2001.
Μετά από περίοδο 19 περίπου μηνών, από τη λήξη της περιόδου των τριών μηνών, από της ημερομηνίας υποβολής αίτησης, όπως καθορίζεται στο Νόμο, ως περίοδο εισδοχής των μετοχών στο ΧΑΚ, συνακόλουθα ημερομηνία γένεσης του αγωγίμου δικαιώματος, ο εφεσείων ζήτησε με επιστολή του, επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε για αγορά των μετοχών. Στις 16 Οκτωβρίου 2002 καταχώρησε αγωγή, και στις 11 Ιουνίου 2003, αφού στο μεταξύ οι τίτλοι μετοχών των εφεσιβλήτων τύγχαναν διαπραγμάτευσης, ο εφεσείων ενεχυρίασε τις μετοχές του σε τραπεζικό ίδρυμα και εξασφάλισε δάνειο.
Αυτές οι πράξεις και η όλη συμπεριφορά του εφεσείοντα κρίθηκαν στην υπόθεση Οικονομίδης (ανωτέρω) ότι του αποστερούσαν το δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας και διεκδίκησης επιστροφής των καταβληθέντων χρημάτων.
Το προβληθέν επιχείρημα από τους εφεσίβλητους ότι το κώλυμα δεν μπορεί να εμποδίσει ένα ενδιαφερόμενο από του να διεκδικήσει επιστροφή αφού καλύπτεται από νομοθετική πρόνοια, απαντάται επίσης στην υπόθεση Οικονομίδης με το πιο κάτω σκεπτικό, που υιοθετούμε.
«Δεν υπάρχει άκαμπτος και απόλυτος κανόνας αναφορικά με το κατά πόσο μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής του κωλύματος (estoppel) για την εξουδετέρωση δικαιώματος που απορρέει από νομοθετική πρόνοια. Σε αγγλική νομολογία, όμως, έχει γίνει αναφορά στο ότι ένας διάδικος δεν μπορεί να βασιστεί στην αρχή του κωλύματος για να παρακάμψει δικαίωμα του άλλου διάδικου το οποίον απορρέει από νομοθετική πρόνοια. Αν μια νομοθετική πρόνοια βασίζεται σε σαφή δημόσια πολιτική τότε το δικαίωμα που απορρέει από τέτοια νομοθετική πρόνοια δεν μπορεί να παρακαμφθεί με την εφαρμογή της αρχής του κωλύματος. Σε άλλες όμως περιπτώσεις νομοθετικών προνοιών που αφορούν π.χ. σε τύπους ή χρονικούς περιορισμούς, το δικαίωμα που απορρέει από τη νομοθετική πρόνοια μπορεί να παρακαμφθεί με τη λειτουργία της αρχής του κωλύματος (Δέστε: Halsbury´s Laws of England, Reissue, Τόμος 16(2), παράγραφος 960-963, σελ. 413-420 και τη νομολογία που αναφέρεται στις σελίδες εκείνες).
Το συμπέρασμα που φαίνεται να εξάγεται από τη νομολογία είναι ότι η αρχή του κωλύματος συχνότερα εφαρμόζεται όταν πρόκειται για συμβατικά δικαιώματα και σπανιότερα όταν πρόκειται για δικαιώματα που πηγάζουν από το νόμο, τα οποία συνήθως επηρεάζουν μεγαλύτερο φάσμα ατόμων απ΄ ότι τα συμβατικά δικαιώματα. Όμως στην υπόθεση Scholey (ανωτέρω), εξετάστηκε συγκεκριμένα το ζήτημα της απώλειας του δικαιώματος ακύρωσης συμφωνίας αγοράς μετοχών, που δημιουργήθηκε εξαιτίας ψευδών παραστάσεων και το οποίον πήγαζε από νομοθετική πρόνοια και αποφασίστηκε ότι η είσπραξη μερίσματος συνιστούσε ενέργεια που αποστερούσε το δικαιούχο από το δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας. Σε άλλη παλιά αγγλική υπόθεση, την Re Hop and Malt Exchange and Warehouse Co., Ex parte Briggs (1866) L.R. 1 Eq. 483 αποφασίστηκε ότι η απόπειρα πώλησης των μετοχών στερεί τον δικαιούχο από το δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας αγοράς των μετοχών. Το δικαίωμα τερματισμού, επίσης, μπορεί να επηρεαστεί δυσμενώς και από τη μη άσκηση του μέσα σε εύλογο χρόνο. Βέβαια το τι συνιστά εύλογο χρόνο είναι ζήτημα γεγονότων στην κάθε υπόθεση. Ο χρόνος αρχίζει να υπολογίζεται από την ημερομηνία κατά την οποία ο δικαιούχος έλαβε γνώση των ψευδών παραστάσεων ή του λόγου για τον οποίο έχει δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας (Δέστε: Halsbury´s Laws of England, Third Edition, Vo. 6, παρα. 383, σελ. 188 και 189).»
Στην υπό εξέταση περίπτωση, από τις 3 Νοεμβρίου 2000, ημερομηνία λήξης της τρίμηνης προθεσμίας εισδοχής μετοχών προς διαπραγμάτευση στο ΧΑΚ, και συνακόλουθα γένεσης του αγωγίμου δικαιώματος επιστροφής των καταβληθέντων χρημάτων με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 58Α 3(β) του Νόμου, οι εφεσίβλητοι αποδέχτηκαν στις 7 Φεβρουαρίου 2001, την παραχώρηση σ΄αυτούς τίτλου μετοχών. ΄Εγινε περαιτέρω παραχώρηση δωρεάν μετοχών και δικαιωμάτων αγοράς. Το, όπως είναι αποδεχτό, καταβληθέν προμέρισμα που έγινε στις 4 Ιουλίου 2001, και αφορούσε το έτος που έληγε το 2001, προηγήθηκε χρονικά της επιστολής των εφεσειόντων (20 Σεπτεμβρίου 2001) για τερματισμό και διεκδίκηση επιστροφής των χρημάτων τους.
Συνακόλουθα βρίσκουμε το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, «δεν υπάρχει τίποτε από τη συμπεριφορά τους (εφεσίβλητους) που να δείχνει ότι είτε άμεσα ή έμμεσα έχουν εγκαταλείψει το δικαίωμα για επιστροφή των χρημάτων τους» που βασίστηκε στο γεγονός ότι η αποστολή του μερίσματος και των δωρεάν μετοχών αποφασίστηκε μονομερώς από τους εφεσείοντες, ως λανθασμένο.
Η συμπεριφορά των εφεσιβλήτων θα πρέπει να κριθεί στο σύνολο της. Παρήλθε η τρίμηνη προθεσμία από τις 3 Αυγούστου 2000, που υποβλήθηκε η αίτηση ΧΑΚ, χωρίς αντίδραση, ούτε όταν δόθηκε το πιστοποιητικό μετοχών (7 Φεβρουαρίου 2001). Βλέπουμε, από πλευράς εφεσιβλήτων μια αδράνεια και απουσία αντίδρασης τον Ιούνιο του 2001, όταν τους δόθηκαν οι δωρεάν μετοχές και τα δικαιώματα αγοράς. Εξίσου σημαντικός σταθμός στη σχέση των διαδίκων είναι η καταβολή, προς τους εφεσίβλητους, προμερίσματος για το έτος που έληγε 31 Δεκεμβρίου 2001, που έγινε στις 4 Ιουλίου 2001. Αυτή η συμπεριφορά έκδηλα υποδηλοί αποδοχή των συμβατικών δικαιωμάτων που πηγάζουν από την ιδιότητα των εφεσιβλήτων ως μετόχων της εταιρείας των εφεσειόντων. Θα χαρακτηρίζαμε ότι η παρέλευση των δέκα περίπου μηνών, που διέρρευσαν από τις 3 Νοεμβρίου 2000 μέχρι τις 20 Σεπτεμβρίου 2001, ως μεγάλο χρονικό διάστημα πάντοτε με τα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, που θα είχε τη δική του διάσταση στην έκβαση της υπόθεσης.
Με γνώμονα τα πιο πάνω, οι εφέσεις επιτυγχάνουν. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Οι αγωγές των εφεσιβλήτων απορρίπτονται. Τα έξοδα, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ΄έφεση, όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή για έγκριση από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.