ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 371
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 292/2007)
25 Φεβρουαρίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΥΡΟΦΤΑ,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
ν.
ΠΕΤΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΤΣIΕΛΕΠΟΥ,
Εφεσίβλητου-Ενάγοντα.
________________________
Μ. Κυπριανού, για Μιχ. Κυπριανού, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Βασιλειάδης, για τον Εφεσίβλητο.
________________________
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η επιτυχία μερικώς της αξίωσης του εφεσίβλητου - ενάγοντα στην Αγωγή Αρ. 1135/2004, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου και η έκδοση απόφασης εναντίον του εφεσείοντα - εναγομένου για το ποσό των £2.855,00, πλέον νόμιμο τόκο, είχε ως αποτέλεσμα την καταχώριση της παρούσας έφεσης.
Ο εφεσίβλητος, ο οποίος δραστηριοποιείται σε μικρά οικοδομικά έργα, με την ΄Εκθεση Απαίτησής του, ισχυριζόταν ότι, κατά ή περί το 1993, συμφώνησε προφορικά με τον αποβιώσαντα Γεώργιο Μαυρόφτα, μόνιμο κάτοικο εξωτερικού και ιδιοκτήτη των συνεχόμενων τεμαχίων 480 και 481, στην τοποθεσία Αμπέλι, εντός της πόλεως Πάφου, όπως εκτελέσει σ' αυτά διάφορες εργασίες. Συγκεκριμένα, συμφώνησε όπως καθαρίσει τα τεμάχια και τη διάτρηση που υπάρχει σ' αυτά, τα περιφράξει, τοποθετήσει είσοδο σ' αυτά, όπως, επίσης, μπάνιο και ηλεκτρική εγκατάσταση στο δωμάτιο του τεμαχίου 482, το οποίο, μέχρι το 1994, ενοικίαζε από τον αποβιώσαντα. Ο αποβιώσας, μετά που οι εργασίες εκτελέστηκαν, ήλθε στην Κύπρο, τις επιθεώρησε και υποσχέθηκε να εμβάσει τα χρήματα, τα οποία ανέρχονταν στο ποσό £3.265,00. Παρά τις διαβεβαιώσεις, όμως, που του έδιδε, παρέλειψε να διευθετήσει την οφειλή του, γι' αυτό, όταν πληροφορήθηκε το θάνατό του το 2004, προχώρησε στην καταχώριση της αγωγής.
Ο εφεσείων, με την Υπεράσπισή του, αρνείτο όλους τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου και τον καλούσε σε αυστηρή απόδειξή τους.
Για απόδειξη της υπόθεσης κατέθεσαν ο εφεσίβλητος και δύο μάρτυρες:-
Ο Κώστας Παπακώστας - Μ.Ε.2, ο οποίος, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε στην ανόρυξη από τον ίδιο, με οδηγίες του αποβιώσαντα, στα πιο πάνω τεμάχια, γεώτρησης και σε μεταγενέστερη επιδιόρθωσή της, με οδηγίες του εφεσίβλητου, ο οποίος και του κατέβαλε το ποσό των £200,00, στην καλή συνεργασία που υπήρχε μεταξύ εφεσίβλητου και αποβιώσαντα και στη φροντίδα από τον εφεσίβλητο της περιουσίας του αποβιώσαντα· και
Ο Νίκος Στυλιανού - Μ.Ε.3, ο οποίος ασχολείται με ξυλουργικές εργασίες και κατέθεσε ότι έβλεπε τον εφεσίβλητο να ασχολείται με την περίφραξη των τεμαχίων.
Από πλευράς Υπεράσπισης, κατέθεσαν ο Νίκος Παπακλεοβούλου - Μ.Υ.2, συνήγορος του αποβιώσαντα στην Αίτηση Αρ. Ε26/95 για ανάκτηση κατοχής του υποστατικού που ενοικίαζε ο εφεσίβλητος, και ο Ματθαίος Αταλιώτης - Μ.Υ.1, Πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ο οποίος κατέθεσε το φάκελο της πιο πάνω αίτησης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε, έκρινε, για λόγους που εξειδικεύει στην απόφασή του, ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου. Δε θεώρησε καταλυτική για την αξίωσή του κάποια διάσταση, την οποία διαπίστωσε μεταξύ της μαρτυρίας του και του περιεχομένου της παραγράφου 6 της ΄Εκθεσης Απαίτησης - αφορούσε στον τρόπο που αυτός εγκατέλειψε το υποστατικό που ενοικίαζε. ΄Εκρινε ότι η αξίωση της αγωγής αφορούσε ανεξάρτητη συμφωνία, έτσι ώστε ο εφεσίβλητος, στην ΄Εκθεση Απαίτησής του, δεν ήταν υποχρεωμένος να δώσει λεπτομέρειες για τον τρόπο που αυτός εγκατέλειψε το υποστατικό.
Απέρριψε τη μαρτυρία της Υπεράσπισης, η οποία, ουσιαστικά, στόχευε στο να καταδείξει ότι η αξίωση του εφεσίβλητου διευθετήθηκε στα πλαίσια της αίτησης για ανάκτηση της κατοχής του δωματίου που ενοικίαζε. Δεδομένου του περιεχομένου του πρακτικού ημερομηνίας 18/7/1996 - (βλ. Τεκμήριο 10) - όπου γίνεται ρητή επιφύλαξη του δικαιώματος του εφεσίβλητου για διεκδίκηση αμοιβής σε σχέση με την περίφραξη, κατέληξε ότι δεν υπήρχε δεδικασμένο. Το μόνο, σημείωσε, που συνάγεται από το πρακτικό είναι η ρητή επιφύλαξη του δικαιώματος του εφεσίβλητου σε σχέση με την αξίωση, αντικείμενο της αγωγής. Περαιτέρω, απέρριψε τη θέση της Υπεράσπισης ως προς την ύπαρξη αδυναμιών στη μαρτυρία του εφεσίβλητου, θεωρώντας τις αντιφάσεις ως εντελώς επουσιώδεις. Υπάρχει, κατέληξε, ενίσχυση της μαρτυρίας του ως προς τα επίδικα θέματα από την υπόλοιπη μαρτυρία, την οποία έκρινε ως καθ' όλα αξιόπιστη. Απέρριψε, επίσης, τις θέσεις της Υπεράσπισης, που δεν ήταν δικογραφημένες, σημειώνοντας τα εξής:-
«Βεβαίως, η υποβολή για επιθεώρηση των εργασιών προκαλεί και απορία καθότι με την έκθεση υπεράσπισης απορρίπτεται καν η εκτέλεση των εργασιών. Μάλιστα αργότερα ακολούθησε και υποβολή σύμφωνα με την οποία καμία εργασία δεν έγινε στα επίδικα ακίνητα. Ενώ με μεταγενέστερη υποβολή υποβλήθηκε ότι ουδέποτε είχε συμφωνήσει ο ενάγων με τον αποβιώσαντα να προβεί στις εργασίες τις οποίες προέβηκε.»
Ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με έξι λόγους έφεσης, τους οποίους, όμως, με το περίγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου του, περιόρισε σε τέσσερις. Θα τους εξετάσουμε ανάλογα με τη συνάφειά τους.
Λόγοι έφεσης 3 και 5:
Οι πιο πάνω λόγοι αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί σύναψης προφορικής συμφωνίας μεταξύ του αποβιώσαντα και του εφεσίβλητου κατά ή περί το 1993, την εκτέλεση των εργασιών από τον τελευταίο και την ανάληψη υποχρέωσης από τον αποβιώσαντα για καταβολή αμοιβής σ' αυτόν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπέβαλε ο συνήγορος του εφεσείοντα, δικαιολόγησε τις γενικότητες στη μαρτυρία του εφεσίβλητου, τις αντιφάσεις και τα ψεύδη του, με αναφορά στην παρέλευση του χρόνου και στην ηλικία του. Προς υποστήριξη του ισχυρισμού του αυτού, μας παρέπεμψε σε διάφορα σημεία της μαρτυρίας. Η παρέλευση τόσου χρόνου από τη συμπλήρωση των εργασιών, κατέληξε, και η καταχώριση αγωγής μετά το θάνατο του αποβιώσαντα φανερώνουν το αναληθές της αξίωσης.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο βρίσκεται σε καλύτερη θέση να εκτιμήσει την αξιοπιστία των μαρτύρων στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης - (βλ. Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321). Το εφετείο δικαιολογείται να επέμβει στις διαπιστώσεις αξιοπιστίας μαρτύρων μόνο εφόσον καταφαίνεται, εξ αντικειμένου, ότι αυτές είναι ανυπόστατες - (βλ. Καννάουρου κ.α. ν. Σταδιώτη κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35). Επέμβαση, επίσης, δικαιολογείται, όταν οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία - (βλ. Αντωνίου ν. Γεστάμη και Σία Λτδ κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1070). Σε τελική ανάλυση, όπως επισημαίνεται στη Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454, αν είναι εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει στις διαπιστώσεις που έχει καταλήξει σε σχέση με την αξιοπιστία, το εφετείο δεν επεμβαίνει - (βλ. Χ"Παύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 236).
΄Εχουμε εξετάσει τα σημεία στα οποία ο συνήγορος του εφεσείοντα μας παρέπεμψε, όπως και τη μαρτυρία στο σύνολό της. Δε διαπιστώνουμε λόγο που να δικαιολογεί επέμβασή μας για ανατροπή των διαπιστώσεων σε σχέση με την αξιολόγησή της. Τα όσα επικαλέστηκε αποτελούν αποσπασματικές αναφορές σ' αυτά που ο εφεσίβλητος και οι μάρτυρές του κατέθεσαν, οι οποίες, όμως, εξεταζόμενες στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας, αποτελούν όχι ουσιώδεις αντιφάσεις ή ψεύδη, όπως αυτός εισηγείται, αλλά μικροαντιφάσεις και κενά, που δικαιολογούνται. Το πρωτόδικο Δικαστήριο για την αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσίβλητου έδωσε λόγους, τους οποίους βρίσκουμε καθ' όλα αιτιολογημένους και πειστικούς. Δεν παρέβλεψε την καθυστέρηση στην καταχώριση της αγωγής. Ασχολήθηκε μ' αυτήν και θεώρησε το λόγο που πρόβαλε ο εφεσίβλητος, ενόψει και της υπόλοιπης μαρτυρίας, ικανοποιητικό. Ο εφεσίβλητος αναγκάστηκε να προχωρήσει, όταν πληροφορήθηκε ότι οι κληρονόμοι του αποβιώσαντα θα πωλούσαν την περιουσία εντός της οποίας είχε εκτελέσει τις εργασίες. Αιτιολογεί, επίσης, με πειστικότητα γιατί επιδίκασε μικρότερο ποσό από το αξιούμενο.
Λόγοι έφεσης 1 και 2:
Υποστηρίζει ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε ορθά στα γεγονότα της υπόθεσης και στη μαρτυρία που προσκομίστηκε τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 7 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, το οποίο προβλέπει ότι:-
«7. Αξίωση επί κληρονομιάς, που στηρίζεται σε ισχυρισμό χρέους ή δωρεάς δεν γίνεται δεκτή με μη ενισχυμένη μαρτυρία του προσώπου που αξιώνει, εκτός αν φαίνονται ή αποδεικνύονται περιστατικά που καθιστούν την αξίωση εκ των προτέρων πιθανή, ή που μεταθέτουν το βάρος της αναίρεσης αυτής στους αντιπροσώπους του αποθανόντα.»
Η απουσία, υποστηρίζει, μαρτυρίας ενισχυτικής της μαρτυρίας του εφεσίβλητου ή περιστατικών που να καθιστούν την αξίωση εκ των προτέρων πιθανή, ή που να μεταθέτουν το βάρος στους αντιπροσώπους του αποβιώσαντα να καταδείξουν το αντίθετο δε δικαιολογεί την κατάληξη. Εισηγείται ότι για την επιτυχία αξίωσης επί της περιουσίας αποβιώσαντα απαιτείται αποδεικτικό υλικό υπέρτερο από αυτό που απαιτείται στις συνήθεις αστικές αγωγές, επειδή επιθυμία του νομοθέτη είναι να προστατευθεί η περιουσία αποβιώσαντα από αξιώσεις.
Ούτε αυτοί οι λόγοι ευσταθούν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προτού καταλήξει, προσέγγισε κάθε πτυχή της μαρτυρίας υπό το φως των απαιτήσεων του ΄Αρθρου 7 του Κεφ. 9. Εντόπισε και παρέθεσε με περισσή λεπτομέρεια από τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και των υπολοίπων μαρτύρων τα περιστατικά που καθιστούσαν την αξίωση εκ των προτέρων πιθανή. Δεν αρκέστηκε μόνο στο ότι ο εφεσίβλητος ήταν καθ' όλα αξιόπιστος και μπορούσε να στηριχτεί στη μαρτυρία του, αναζήτησε και εντόπισε στοιχεία ενισχυτικά της εκδοχής του. Αυτά ήταν η επιφύλαξη των δικαιωμάτων του στην Αίτηση Αρ. Ε26/95 σε σχέση με αυτήν του την αξίωση και η μαρτυρία των Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3.
Δε διαπιστώνουμε οποιοδήποτε λόγο που να δικαιολογεί επέμβασή μας.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
/ΜΠ