ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ. 22/2009)
24 Φεβρουαρίου 2011
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΔΡΟΣΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,
Εφεσείων
- ΚΑΙ -
MARGITA ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ POLIAKOVA,
Εφεσίβλητης
------------------------------
Χρ. Αργυρού (κα) με Χρ. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Ανδρέου, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσίβλητη παρούσα.
---------------------------------
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις 19.12.2006, στα πλαίσια αίτησης της νυν εφεσίβλητης ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, στη δικαιοδοσία περιουσιακών διαφορών, εκδόθηκαν εκ συμφώνου τέσσερα διαφορετικά διατάγματα και/ή αποφάσεις ούτως ώστε, ως κατεγράφη καταληκτικά: «Με τη διευθέτηση αυτήν, επιλύονται οριστικά και αμετάκλητα όλες οι μεταξύ των διαδίκων διαφορές που αφορούν στην αύξηση της κινητής και της ακίνητης περιουσίας που έχουν αποκτήσει με την προοπτική του γάμου τους και/ή κατά τη διάρκεια του γάμου τους.».
Τα αναφερθέντα τέσσερα διατάγματα/αποφάσεις αφορούσαν: (i) σε υποχρέωση καταβολής ποσού £270.000 το οποίο ο εφεσείων ανέλαβε να καταβάλει προς όφελος της εφεσίβλητης ως αναγνώριση της συνεισφοράς της τελευταίας στην αύξηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους κατά τη διάρκεια του γάμου. (ii) μέρος του ποσού, £170.000, θα καταβαλλόταν πριν ή κατά τις 15.1.2007, το δε υπόλοιπο πριν ή κατά τις 15.12.2007 με την ταυτόχρονη μεταβίβαση από την εφεσίβλητη προς τον εφεσείοντα δύο συγκεκριμένων κτημάτων. (iii) σε υποχρέωση της εφεσίβλητης να παραδώσει στον εφεσείοντα «.. ελευθέρα την κατοχή της κατοικίας που βρίσκεται στο ακίνητο που περιγράφεται στην παράγραφο 10(α) της αίτησης Φ/Σχ ΧΧΧΙΙΙ 144 Ε.1 τεμ. 838, στη Δερύνεια, οδός Αρχ. Μακαρίου ΙΙΙ 119, το αργότερο μέχρι τις 30.7.2007.». (iv) η εφεσίβλητη διατασσόταν όπως υπογράψει κάθε αναγκαίο έγγραφο και δώσει τη συγκατάθεση της ώστε να δυνηθεί ο εφεσείων να προβεί σε ανάληψη ολόκληρου του ποσού που ήταν κατατεθειμένο στον κοινό τους λογαριασμό.
Ολόκληρη η εκ συμφώνου απόφαση έφερε, αφού συντάχθηκε στις 4.1.2007 και επιδόθηκε στην εφεσίβλητη, και την εξής οπισθογράφηση:
«Οπισθογράφησις: Εάν εσείς οι ως άνω αναφερόμενοι Margita Μιχαηλίδου Poliakova - Αιτήτρια και Δρόσος Μιχαηλίδης - Καθ΄ ου η αίτηση, αμελήσετε να συμμορφωθείτε με το παρόν διάταγμα, σεις μεν υπόκεισθε σε σύλληψη η δε περιουσία σας σε κατάσχεση.»
Στις 28.11.2007, ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση παρακοής του μέρους (iii) της εκ συμφώνου απόφασης, επί τω ότι η εφεσίβλητη παρέλειψε να συμμορφωθεί προς το συγκεκριμένο διάταγμα εφόσον μέχρι και τις 30.7.2007 δεν παρέδωσε ελεύθερη την κατοχή του περιγραφομένου ακινήτου. Με την αίτηση επιδιωκόταν βεβαίως η τιμωρία της εφεσίβλητης για την κατ΄ ισχυρισμόν παράλειψη της, ως άνω, εδραζόμενη, μεταξύ άλλων, στη Δ.42Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και το άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60. Από πλευράς γεγονότων η αίτηση υποστηρίκτηκε από ένορκη δήλωση του ιδίου του εφεσείοντα, ο οποίος αναφέρθηκε στην επίδοση του δεόντως οπισθογραφημένου διατάγματος στην εφεσίβλητη στις 23.3.2007, αντίγραφο της οποίας επισύναψε ως τεκμήριο, και τη συνακόλουθη άρνηση της να συμμορφωθεί με την υποχρέωση της να αποδώσει την ελεύθερη κατοχή του ακινήτου σ΄ αυτόν. Καταγράφηκε στην παρ. 4 της ένορκης δήλωσης ότι η εφεσίβλητη «.. μέχρι σήμερα εξακολουθεί να διαμένει ανενόχλητα στην εν λόγω κατοικία ...».
Αναφέρονται στη συνέχεια στις παρ. 5-7, οι προσπάθειες που έγιναν μέσω δικηγόρου για να επιλυθεί το δημιουργηθέν πρόβλημα χωρίς όμως αποτέλεσμα, με την κατάληξη ότι όπως φανέρωναν τα όλα γεγονότα και το ιστορικό, η εφεσίβλητη δεν είχε πρόθεση συμμόρφωσης, επιδεικνύουσα «προκλητική ασέβεια στα διατάγματα του Δικαστηρίου», ενώ δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι η παράβαση του διατάγματος και η συνεχιζόμενη παρακοή του «.. είναι ηθελημένη.».
Η εφεσίβλητη αντέδρασε με την καταχώρηση σχετικής ένστασης υποστηριζόμενη από ένορκη δήλωση της ιδίας. Αρνήθηκε, καθ΄ ολοκληρίαν οτιδήποτε το σχετικό με την επιδιωκόμενη τιμωρία της, ισχυριζόμενη ότι ούτε ο εφεσείων είχε προσωπική γνώση των όσων κατέγραψε στην ένορκη δήλωση του, ούτε έλαβε ποτέ προσωπικά το διάταγμα, αλλά και δεν καθορίζονταν στην αίτηση οι λεπτομέρειες της κατ΄ ισχυρισμόν παρακοής. Επικαλέσθηκε στη συνέχεια παραβίαση των συνταγματικών της δικαιωμάτων, διότι η αίτηση δεν ορίστηκε προς εκδίκαση εντός ευλόγου χρόνου, ενώ αρνήθηκε ηθελημένη παράβαση του διατάγματος. Προχώρησε δε να αναφέρει, επισυνάπτοντας σχετική ιατρική βεβαίωση ιδιώτη ψυχιάτρου, ότι η εκ συμφώνου απόφαση λήφθηκε σε χρόνο που η ίδια αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα με την πνευματική της κατάσταση να ήταν επηρεασμένη σε μεγάλο βαθμό από τη λαμβανόμενη φαρμακευτική αγωγή. Καταχώρησε δε προς τούτο και σχετική αίτηση προς ακύρωση της απόφασης. Εισηγήθηκε, τέλος, ότι οι πρόνοιες του διατάγματος δεν ήταν σαφείς, ο δε εφεσείων δεν συμμορφώθηκε με την απόφαση και δεν κατέβαλε τις £270.000.
Η αίτηση εκδικάστηκε μετά από την πάροδο ενός και πλέον έτους. Έδωσαν ένορκη μαρτυρία οι Σοφοκλής Μενελάου, ιδιώτης δικαστικός επιδότης και ο ίδιος ο εφεσείων. Η εφεσίβλητη δεν κατέθεσε. Ο Μενελάου πιστοποίησε την εκ μέρους του επίδοση του διατάγματος προσωπικά στην ίδια την εφεσίβλητη στις 23.3.2007, αρνούμενος υποβολή ότι επειδή η εφεσίβλητη αρνείτο την παραλαβή το άφησε στην πόρτα, ενώ αργότερα δεν κατόρθωσε να της επιδόσει επιστολή της δικηγόρου του εφεσείοντα ενόψει του ότι παρά τη σχετική συνεννόηση να τη συναντήσει στην κατοικία στη Δερύνεια, δεν ήταν εκεί. Ο εφεσείων κατέθεσε ότι η κατοικία είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του, αλλά η εφεσίβλητη αρνείται να την παραδώσει, ενώ ο ίδιος έχει εκπληρώσει τη δική του υποχρέωση ως προς την καταβολή του συμφωνηθέντος ποσού. Αναφέρθηκε στο «παράπονο» του ότι ενώ ο ίδιος συμμορφώθηκε με τις πρόνοιες της εκ συμφώνου απόφασης, η εφεσίβλητη δεν συμμορφώθηκε και απ΄ ό,τι ήταν σε θέση να γνωρίζει και μέσω των παιδιών του, η εφεσίβλητη εξακολουθούσε να κατοικεί στο ακίνητο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο (άλλο από αυτό που εξέδωσε την εκ συμφώνου απόφαση), θεώρησε ορθό να απορρίψει την αίτηση. Το δικαιολογητικό του, παρά το ότι δέχθηκε ως γεγονός μη δεχόμενο την παραμικρή αμφιβολία ότι το διάταγμα όντως επιδόθηκε δεόντως στην εφεσίβλητη, βασίστηκε στην, κατά την κρίση του, ασάφεια ως προς το χρόνο που το διάταγμα προσδιόριζε για την παράδοση της κατοικίας από την εφεσίβλητη. Οι λέξεις «το αργότερο μέχρι τις 30.7.07» κρίθηκε ότι «.. αφήνουν απροσδιόριστο το χρόνο εφόσον μπορούσε να ήταν οποιαδήποτε στιγμή από το χρόνο επίδοσης του διατάγματος μέχρι και την 30.7.07, ώρα 24.00». Προστέθηκε δε ως σημείο ασάφειας και η κατά την κρίση του Δικαστηρίου απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στην οπισθογράφηση σε χρόνο, παράλειψη καταλυτική ακόμη και αν οι προαναφερθείσες λέξεις θα μπορούσαν να θεωρούνταν ως επαρκής προσδιορισμός του χρόνου. Με περαιτέρω θέση του Δικαστηρίου ότι οι λέξεις δεν έδιναν επαρκή πληροφόρηση στην εφεσίβλητη ώστε να γνωρίζει τις λεπτομέρειες του αδικήματος που κατ΄ ισχυρισμόν διέπραξε, θεωρήθηκε ότι η παράλειψη αυτή ήταν ένας πρόσθετος παράγοντας για απόρριψη της αίτησης. Περαιτέρω, κατά το Δικαστήριο, ο εφεσείων δεν προώθησε κατά τη δίκη όσα κατέθεσε ενόρκως στην παρ. 4 της ένορκης δήλωσης του σε σχέση με την άρνηση της εφεσίβλητης να συμμορφωθεί με την επίμαχη παράγραφο του διατάγματος, ενώ η καταγραφείσα θέση του ότι «μέχρι σήμερα εξακολουθεί να διαμένει ανενόχλητα στην εν λόγω κατοικία», κατά το Δικαστήριο, «... εμπεριέχει συγκατάθεση που αναιρεί το παράπονο του.».
Η έφεση επιδιώκει την ανατροπή της απορριπτικής απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου βάλλοντας με τέσσερεις λόγους εναντίον των συμπερασμάτων που σηματοδοτούν τα ουσιώδη σημεία της απόφασης. Λανθασμένα, κατά την κρίση των συνηγόρων του εφεσείοντος, οι λέξεις «το αργότερο μέχρι τις 30.07.07», δεν αποτελούσαν επαρκή προσδιορισμό του χρόνου συμμόρφωσης, ενώ λανθασμένα κρίθηκε ότι η επίμαχη παράγραφος του εκ συμφώνου διατάγματος δεν είχε καθαρή και αναμφίβολη διατύπωση επειδή δεν καθόριζε τον τόπο παράδοσης της κατοχής της κατοικίας. Κακώς, επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η οπισθογράφηση του διατάγματος δεν περιλαμβάνει τη φράση «εντός του χρόνου που καθορίζεται σ΄ αυτό», παράλειψη μοιραία για την επιτυχία της αίτησης ή ότι ο εφεσείων είτε δεν προώθησε τον ισχυρισμό του ότι η εφεσίβλητη αρνήθηκε να συμμορφωθεί, είτε είχε με οποιοδήποτε τρόπο ο ίδιος συγκατατεθεί στη συνεχιζόμενη κατοχή αναιρώντας έτσι το παράπονο του. Η εφεσίβλητη από την άλλη υποστήριξε ότι ορθά το Δικαστήριο υπέδειξε ότι ούτε ο χρόνος ούτε ο τόπος συμμόρφωσης ήταν επαρκώς προσδιορισμένοι, ενώ ορθά επίσης θεωρήθηκε ότι δεν υπήρχε επαρκής αναφορά σε χρόνο στην οπισθογράφηση, ο δε εφεσείων δεν προσδιόρισε ενέργειες που υποδήλωναν συγκεκριμένο παράπονο ή στοιχειοθετούσαν ηθελημένη παρακοή.
Η διαδικασία της αστικής παρακοής προσομοιάζει της ποινικής διαδικασίας όχι μόνο λόγω του γεγονότος ότι επιφέρει ανάλογες σοβαρές είτε οικονομικές κυρώσεις υπό τύπο προστίμου ή κατάσχεση περιουσίας, είτε ακόμη και στέρηση ελευθερίας με φυλάκιση, αλλά και διότι όλα τα τυπικά και ουσιαστικά εχέγγυα του ποινικού δικαίου πρέπει να ικανοποιούνται. (In re Bramblevale Ltd (1970) Ch. 18 και Savings and Investment Bank Ltd v. Gasco (No 2) (1988) 1 All E.R. 975). Η αστική παρακοή κατά συνέπεια κρίνεται ως υπαρκτή μόνο εφόσον ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο στον αναμενόμενο βαθμό, υπερπηδώντας το βάρος απόδειξης που έχει που είναι αυτό της βεβαιότητας ενοχής πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. (δέστε και David Bean: Injunctions 8η έκδ. (2004) σελ. 90-1 παρ. 6.18 και 6.19, όπου περιγράφεται και η όλη διαδικασία στη δικάσιμο). Γι΄ αυτό το λόγο η νομολογία έχει διαχρονικά και με συνέπεια ακολουθήσει τη γραμμή ότι για να είναι δυνατή η τιμωρία ενός καθ΄ ου η αίτηση, τα διατάγματα θα πρέπει να εξειδικεύονται με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια ώστε να μην αφήνεται αμφιβολία ως προς το ποιες πράξεις απαγορεύονται και υπό ποία ιδιότητα. Η πράξη ή παράλειψη του καθ΄ ου για την οποία εκ των υστέρων ζητείται η τιμωρία του, πρέπει να εμπίπτει εντός των ρητών και αναμφισβήτητων προδιαγραφών που το λεκτικό του διατάγματος καταγράφει. (δέστε τις υποθέσεις Iberian Trust Ltd v. Founders Trust and Investment Co Ltd (1932) All E.R. 176 [Repr.] και P.A. Thomas & Co and Others v. Mould and Others (1968) 1 All E.R. 963). Στο σύγγραμμα των Borris & Lowe: "The Law of Contempt" 2η έκδ., σελ. 395, αναφέρεται ότι:
«Thus although persons are under a duty to comply strictly with the terms of an injuction, the Courts will only punish a person for contempt upon adequate proof of the following points. First, it must be established that the terms of the injunction are clear and unambiquous; secondly it must be shown that the defendant has had proper notice of such terms; and thirdly, there must be clear proof that the terms have been broken by the defendant.»
Για να καταδειχθεί παρακοή, όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Λάζαρος Μαύρος ν. Θεόδωρου Στυλιανού (1998) 1 Α.Α.Δ. 2389, πρέπει να ικανοποιείται και η αντικειμενική υπόσταση («actus reus»), αλλά και η υποκειμενική υπόσταση («mens rea»), του αδικήματος της αστικής καταφρόνησης όπως προδιαγράφεται στο άρθρο 42 του Νόμου αρ. 14/60. Στη δε υπόθεση Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309, λέχθηκε με αναφορά στη Μουζούρης ν. Xylophagou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287, ότι:
«.. για να στοιχειοθετηθεί η καταφρόνηση πρέπει να αποδειχθεί η ηθελημένη ανυπακοή του καθ΄ ου η αίτηση προς την απόφαση του δικαστηρίου, δηλαδή πρόθεση ανυπακοής προς το διάταγμα του δικαστηρίου. Το αποτέλεσμα της ανυπακοής αφ΄ εαυτού δεν αρκεί• πρέπει να συνοδεύεται από πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος του δικαστηρίου.»
Τυχόν παράβαση των όρων ενός διατάγματος χωρίς πρόθεση ή κατά τυχαίο τρόπο δεν επιφέρει βεβαίως την καταδίκη του καθ΄ ου, εφόσον η συμπεριφορά του δεν κατέδειξε είτε αδιαφορία προς το διάταγμα, είτε εκ προθέσεως καταστρατήγηση των όρων του. (δέστε Fairclough & Sons v. Manchester Ship Canal Co. (No. 2) (1897) Sol Jo 225 και Borrie & Lowe 2η έκδ. σελ. 400-1).
Υπό το φως της ανωτέρω νομολογίας και αυτής που θα αναφερθεί κατωτέρω, αλλά και των δεδομένων που καταγράφησαν στην αρχή του σκεπτικού, κρίνεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εμφανέστατα λανθασμένη τόσο από νομικής άποψης, όσο και από πλευράς κρίσης επί των γεγονότων της. Οι λέξεις που καταγράφηκαν στο διάταγμα «το αργότερο μέχρι τις 30.07.07» είναι σαφέστατες και η απλή γραμματική ερμηνεία τους, αλλά και η ανάγνωση τους από τον μέσο κοινό άνθρωπο θα έδινε αναμφιβόλως το στίγμα ότι η εφεσίβλητη όφειλε να συμμορφωθεί με τη σχετική υποχρέωση που καταγράφηκε στην παρ. (iii) του εκ συμφώνου διατάγματος, οποτεδήποτε μεταξύ του χρόνου που άρχετο από την επίδοση σ΄ αυτή του διατάγματος, μέχρι και τη λήξη της ημέρας της 30.07.07. Αυτό σε συμφωνία και με την πρόνοια της Δ.34 θ. 5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που καθορίζει ότι κάθε διάταγμα θα αναφέρει το χρόνο «within which the act is to be done».
Είναι εντελώς εξωπραγματική η θέση που έλαβε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αυτή η φράση άφηνε απροσδιόριστο το χρόνο συμμόρφωσης διότι μπορούσε η συμμόρφωση να επιτευχθεί σε οποιαδήποτε στιγμή μεταξύ της επίδοσης και της ώρας 24.00, της 30.07.07. Η συμφωνία των διαδίκων στη γνώση και αποδοχή της εφεσίβλητης ήταν η παράδοση της επίμαχης κατοικίας να μπορούσε να λάβει χώραν, κατ΄ επιλογή της ιδίας, σε οποιοδήποτε χρόνο μέχρι και τις 30.07.07. Η επιλογή αυτή που δόθηκε στην εφεσίβλητη, δεν θα ήταν νοητό να λειτουργούσε εν τέλει εναντίον του εφεσείοντος, ιδιαίτερα τη στιγμή που η εφεσίβλητη δεν κατέθεσε ενόρκως κατά τη διαδικασία παρακοής, ούτε δήλωσε οποιοδήποτε πρόβλημα κατανόησης της πιο πάνω φράσης ώστε να ήταν δυνατό για το Δικαστήριο να εξαγάγει από μόνο του το συμπέρασμα ότι ο χρόνος ήταν ασαφής. Πρόκειτο για ένα σαφέστατο σε λεκτικό διάταγμα μη επιδεχόμενο οποιασδήποτε αμφιλεγόμενης ερμηνείας (Chittern District Council v. Keane (1985) 2 All E.R. 118), που διέτασσε την εφεσίβλητη να παραδώσει ελεύθερη την κατοχή, δίνοντας της και χρόνο έξι και πλέον μηνών, προφανώς για να καταστεί δυνατή η εκκένωση της κατοικίας. Στη δε ένορκη δήλωση της, υποστηρικτική της ένστασης της πρωτοδίκως, ουδέν ουσιαστικό επί τούτου κατέγραψε, αλλά αντίθετα εμπεριέχονται και αντιφατικά στοιχεία όπως ότι ο εφεσείων κατά τον ισχυρισμόν της δεν είχε καταβάλει στην ίδια το συνολικό ποσό των £270.000, θέση που ο εφεσείων έδειξε ως μη ισχύουσα με τη δική του ένορκη μαρτυρία.
Αλλά εξ ίσου λανθασμένη είναι και η κρίση του Δικαστηρίου ότι το εκ συμφώνου διάταγμα άφηνε απροσδιόριστο και τον τόπο συμμόρφωσης, με το σκεπτικό ότι το διάταγμα δεν καθόριζε το μέρος στο οποίο η εφεσίβλητη όφειλε να παραδώσει κατοχή της κατοικίας. Αυτή η κρίση έγινε στη βάση μιας συλλογιστικής ότι η λέξη «κατοχή» δεν εμπεριέχει την ίδια έννοια στους νομικούς και μη νομικούς, είναι διφορούμενης έννοιας και εφόσον η εφεσίβλητη δεν είναι νομικός δεν ήταν κατ΄ ανάγκην κατανοητό από αυτή ότι θα έπρεπε να προβεί στη συμβολική ενέργεια παράδοσης του κλειδιού ως ισοδυναμούσας με νομική παράδοση της κατοχής. Αλλά και αν ακόμη, συνέχισε το Δικαστήριο, η εφεσίβλητη το είχε κατανοήσει κατ΄ αυτό τον τρόπο, παρέμενε απροσδιόριστος ο χώρος ή το μέρος της παράδοσης του κλειδιού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνεται, λειτούργησε υπό σύγχυση. Όχι μόνο δεν είχε ενώπιον του οποιαδήποτε σχετική μαρτυρία από πλευράς της εφεσίβλητης ώστε να την αξιολογήσει ανάλογα, αλλά ανέλαβε από μόνο του να ερμηνεύσει, αναιτίως, νομικές έννοιες που δεν είχαν καν τεθεί προς συζήτηση αναμειγνύοντας λανθασμένα νομολογία ως προς τη σημασία της παράδοσης του κλειδιού προερχόμενη από το δίκαιο που αφορά τις σχέσεις ιδιοκτήτη-ενοικιαστή. Πουθενά στην ένσταση ή στην αγόρευση πρωτοδίκως της εφεσίβλητης δεν τέθηκε τέτοιο ζήτημα. Οι διάδικοι διαζεύχθηκαν στις 25.11.2003, σύμφωνα με στοιχεία που κατέθεσε η ίδια η εφεσίβλητη στην ένσταση της. Ήταν πολύ απλό για την ίδια να επικοινωνήσει με τον εφεσείοντα και να του παραδώσει ελεύθερη κατοχή της κατοικίας με οποιοδήποτε εύλογο τρόπο και σε οποιοδήποτε εύλογο χώρο, παραδίδοντας στο χέρι το κλειδί ή αφήνοντας το κάπου με κοινή, ενδεχομένως, συνεννόηση. Αναφέρεται μάλιστα στους Borrie & Lowe´s Law of Contempt - ανωτέρω - σελ. 401, ότι όταν εγείρεται θέμα παρακοής σε θετική διαταγή τότε:
«..it is the duty of the defendants to find out the proper means of obeying the order and although it may be a defence to show that compliance with the order was impossible, the burden of proving such impossibility is upon the defendants.» (A-G v. Walthamstow UDC (1985) 11 TLR 533).
Ορθά οι συνήγοροι του εφεσείοντα υπέδειξαν ενώπιον του Εφετείου ότι ο λόγος της Gordon v. Gordon (1946) 1 All E.R. 247, την οποία μνημόνευσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως υποστηρικτική της θέσης του ως προς την αναγκαιότητα προσδιορισμού του χώρου, είναι εντελώς διάφορος από τα υπό κρίση περιστατικά. Η υπόθεση εκείνη αφορούσε διαφορά που προέκυψε μεταξύ συζύγων και σχετιζόταν με την εφαρμογή διατάγματος επικοινωνίας του παιδιού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απομόνωσε ένα μόνο απόσπασμα από την απόφαση το οποίο τονίζει ότι όπου οι διάδικοι βρίσκονται σε έντονη αντιπαράθεση, είναι ορθό τα διατάγματα τα οποία ενδεχομένως να πρέπει να εφαρμοστούν με αίτηση παρακοής, να είναι απόλυτα σαφή. Διέφυγε του Δικαστηρίου ότι η υπόθεση αφορούσε την παράδοση από τον ένα γονέα προς τον άλλο του παιδιού και βεβαίως, όπως ορθά λέχθηκε στην απόφαση από τον Lord Greene MR: «To deliver a child to somebody else you must deliver it somewhere.».
Λανθασμένη είναι και η θέση του Δικαστηρίου ως προς τον τύπο της οπισθογράφησης του συνταχθέντος και επιδοθέντος διατάγματος, επειδή δεν αναφερόταν σ΄ αυτό ο χρόνος. Όντως η Δ.42Α θ.1, προδιαγράφει, στο Αγγλικό πρωτότυπο, ότι το προς επίδοση διάταγμα θα πρέπει να οπισθογραφείται από τον Πρωτοκολλητή με «a memorandum in the words or to the effect following»:
«If you, the within named A.B. neglect to obey this order, by the time therein limited, you will be liable to be arrested and to have your property sequestered.»
Η οπισθογράφηση που τοποθετήθηκε από τον Πρωτοκολλητή στο τέλος του Διατάγματος ήδη καταγράφηκε αυτούσια πιο πάνω. Σαφώς και θα ήταν ορθότερο να αναφερόταν σ΄ αυτό ο χρόνος εντός του οποίου θα έπρεπε να υπήρχε συμμόρφωση. Αλλά όπως προλέχθηκε, το εκ συμφώνου Διάταγμα αφορούσε υποχρεώσεις και των δύο διαδίκων και έκαστος είχε διαφορετικό χρόνο προς συμμόρφωση με τη δική του υποχρέωση. Η οπισθογράφηση αφορούσε αμφότερους και συναρτάτο με την υποχρέωση συμμόρφωσης «με το παρόν διάταγμα». Απλή ανάγνωση του δεν άφηνε βεβαίως αμφιβολία στον καθένα από αυτούς ως προς τι έπρεπε και εντός ποιου χρόνου, να πράξει.
Σκοπός της οπισθογράφησης όπως αναφέρθηκε και στην Iberian Trust Ltd v. Founders Trust and Investment Co Ltd - πιο πάνω - είναι «to call to the attention of the person ordered to do the act that the result of disobedience will be to subject him to penal consequences.». Και στους Borrie & Lowe´s: Law of Contempt - ανωτέρω - σελ. 397, αναφέρεται ότι:
«... although there are authoritative forms of indorsements it has been held that the actual form of the indorsement does not matter provided its effect substantially accords with the substance of the rule.»
Μάλιστα, στο σύγγραμμα του David Bean: Injunctions - ανωτέρω -, αναφέρεται στη σελ.88, ότι υπάρχει και διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να εφαρμόσει ένα διάταγμα ακόμη και αν υπάρχει παράλειψη οποισθογράφησης. (Sofroniou v. Szigetti (1991) F.C.R 332).
Οι συνήγοροι του εφεσείοντος παρέπεμψαν το Εφετείο στην παλαιά υπόθεση Treherne v. Dale (1883) T. 2169, όπου λέχθηκε ότι:
«His second objection was that the indorsement was not in a proper form, not being in the words given by Order XLI, rule 5, but in the old Chancery form. The rule, however, does not provide that the indorsement must be in the words there mentioned but "in the words or to the effect following" and in my opinion this indorsement is to the effect mentioned in the rule.»
Και εδώ, όπως εξηγήθηκε, η οπισθογράφηση ήταν «to the effect following», όπως προνοείται από τη Δ.42Α θ.1 και με επάρκεια έδινε το στίγμα της ενδεχόμενης ποινικής μεταχείρισης σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης από εκάτερο των διαδίκων και αυτή είναι και η ουσία του πράγματος.
Τέλος, το Δικαστήριο δεν αντίκρυσε τη μαρτυρία του εφεσείοντος στην ορθή της διάσταση. Ο εφεσείων, τόσο στην αίτηση και ένορκη δήλωση του, σαφώς κατέγραψε το παράπονο του ως προς τη συνεχιζόμενη υπό της εφεσίβλητης κατοχή της κατοικίας. Κατά την ένορκη μαρτυρία του ουδέν ανέφερε που να δικαιολογούσε την αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η διατυπωθείσα στην παρ. 4 της ένορκης δήλωσης του ότι «... μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να διαμένει ανενόχλητα στην εν λόγω κατοικία ..», εμπεριέχει συγκατάθεση αναιρετική του παραπόνου του. Απομονώθηκε και πάλι μια μόνο φράση, η οποία εν πάση περιπτώσει σαφώς στην κοινή λογική των πραγμάτων, δεν έχει την έννοια που της απέδωσε το Δικαστήριο, ενώ η αίτηση αποσκοπούσε ακριβώς στην τιμωρία της εφεσίβλητης λόγω μη παράδοσης της κατοικίας, ενώ ολόκληρη η ένορκη μαρτυρία του ήταν μέχρι τέλους υποστηρικτική της επιθυμίας του η εφεσίβλητη να εξαναγκαστεί προς συμμόρφωση από το Δικαστήριο.
Όσον αφορά το «mens rea» που πρέπει να διαπιστώνεται, αρκεί να λεχθεί, εφόσον η πρωτόδικη απόφαση δεν προέβηκε σε σχετικό εύρημα, ότι η ένοχη διάνοια ως προς το ηθελημένο της παρακοής εξάγεται από τα όλα περιστατικά της υπόθεσης. Η κλασσική τοποθέτηση εμπεριέχεται στην υπόθεση Stancombe v. Trowbridge UDC (1910) 2 Ch 190, ότι όπου διάταγμα απαγορεύει κάποια πράξη, η ίδια η εκτέλεση της πράξης αποτελεί την αναγκαία ένοχη διάνοια, και «... it is no answer to say that the act was not contumacious in the sense that, in doing it, there was no direct intention to disobey the order.». Στη γνωστή υπόθεση Attorney-General v. Newspaper Publishing Plc (1987) 3 W.L.R. 942 (υπόθεση του βιβλίου «Spycatcher»), ο Sir John Donaldon M.R. στη σελ. 976 είπε:
«Mens rea in the law of contempt is something of a minefield. The reason is that it is wholly the creature of the common law and has developed on a case by case basis and no doubt it will continue to do so.»
Η αναγκαία πρόθεση δύναται να εξαχθεί από τα όλα στοιχεία και όσο πιο εμφανής η απείθεια στο Διάταγμα, τόσο πιο εύλογα καταλογίζεται ένοχη διάνοια.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η έφεση επιτυγχάνει, η δε εφεσίβλητη κρίνεται ένοχη παρακοής λόγω μη συμμόρφωσης της προς την παρ. 3 του εκ συμφώνου Διατάγματος του Οικογενειακού Δικαστηρίου ημερ. 19.12.2006. Η εφεσίβλητη καλείται να αναφέρει οτιδήποτε επιθυμεί προς μετριασμό, προτού της επιβληθεί ποινή.
Τα έξοδα τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας, όσο και της κατ΄ έφεσης, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητείο και εγκριθούν από το Εφετείο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ