ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 1 ΑΑΔ 218

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                (Πολιτική Έφεση Αρ.16/2008)

 

                                   10 Φεβρουαρίου, 2011                     

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

 

ΚΙΜΑRGO FISHFARMING LTD                               

Εφεσειόντων/Εναγόντων,

 

-         Και -

 

ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΕΤΑΞΑ

                                                          Εφεσίβλητου/Εναγόμενου,

-----------------------------------

Ε.Κουδουνάρη (κα.) για Τ.Πιριλλίδη, για τους Εφεσείοντες

Π.Κλεοβούλου, για τον Εφεσίβλητο

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Κ. Παμπαλλή.

--------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Στα πλαίσια συζήτησης στην Επιτροπή Περιβάλλοντος της Βουλής των Αντιπροσώπων, που έγινε στις 23 Γενάρη 2004, σχετικά με το κατά πόσο η ύπαρξη πειραματικής μονάδας εκτροφής τόνων, ρυπαίνει ή όχι τη θάλασσα, κλήθηκε, μεταξύ άλλων, και ο εφεσίβλητος υπό την ιδιότητα του ως οικολόγος και εκπρόσωπος της Ομοσπονδίας Περιβαλλοντικών και Οικολογικών Οργανώσεων. 

 

Κατά τη διάρκεια του τηλεοπτικού ρεπορτάζ, ιδίας ημερομηνίας, από το κανάλι Σίγμα, που μεταδόθηκε στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του σταθμού, φιλοξενήθηκαν δηλώσεις βουλευτών οι οποίοι υποστήριξαν ότι προκαλούνται σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον της θάλασσας της Λεμεσού, και στη συνέχεια, του εφεσίβλητου ο οποίος, όπως είναι κοινό έδαφος, είπε: 

 

«΄Εχει επιβαρύνει τη θάλασσα, είναι νεκρά θάλασσα κάτω από το ιχθυοτροφείο και τολμώ το λέω ευθαρσώς ως πρώην εργαζόμενος, συνεργαζόμενος με τη μονάδα και διαπιστώνοντας τα περιβαλλοντικά προβλήματα αυτής της μονάδας. ήταν και ο μοναδικός λόγος για τον οποίο εγκατέλειψα.»

 

Αποτελεί ταυτοχρόνως, κοινό έδαφος, ότι η μονάδα, για την οποία έκαμε αναφορά στη δήλωση του ο εφεσίβλητος, ήταν οι εφεσείοντες,  εταιρεία με έδρα τη Λεμεσό η οποία ασχολείται με τη λειτουργία μονάδας καλλιέργειας και εμπορίας ψαριών εντός και εκτός Κύπρου και με λειτουργία τμήματος καλλιέργειας τσιπούρας, λαβρακιού και καλλιέργειας παραγωγής εκτροφής και εμπορίας τόνου.

 

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω δήλωσης του εφεσίβλητου οι εφεσείοντες καταχώρησαν εναντίον του αγωγή για δυσφήμηση.    Το πρωτόδικο Δικαστήριο που εκδίκασε την υπόθεση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίδικο δημοσίευμα έλαβε χώραν, αναφερόταν στους εφεσείοντες, εταιρεία ευρέως γνωστή, η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν η μόνη η οποία λειτουργούσε μονάδα εκτροφής τόνων στη θαλάσσια περιοχή Λεμεσού.  Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το δημοσίευμα ήταν όντως δυσφημιστικό, ιδιαιτέρως το μέρος του δημοσιεύματος που αποδίδει στους εφεσείοντες ενέργειες που έχουν καταστήσει νεκρή τη θάλασσα. 

 

Η προβολή της υπεράσπισης της αλήθειας απέτυχε γιατί δεν είχε καταδειχθεί ρύπανση του θαλάσσιου χώρου, από την εκτροφή και πάχυνση του ερυθρού τόνου, με τον τρόπο με τον οποίο είχε εισηγηθεί ο εφεσίβλητος.  Ταυτοχρόνως, δεν πείστηκε το Δικαστήριο ότι υπήρχε νέκρωση της θάλασσας, ή ότι η ύπαρξη μάλας είχε ως αιτία τη λειτουργία του ιχθυοτροφείου.  Τέλος, επί του προκειμένου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι η μπογιά, που χρησιμοποιείτο για τα δίκτυα, άφηνε κατάλοιπα τοξικότητας με αποτέλεσμα να δημιουργείται μόλυνση στη θάλασσα. 

 

Εξετάζοντας το πρωτόδικο Δικαστήριο την υπεράσπιση του εντίμου σχολίου και του υπό επιφύλαξη προνομίου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος, υπό την ιδιότητα του αξιωματούχου της Ομοσπονδίας Περιβαλλοντικών Οργανώσεων, είχε ειδικό σχετικό προνόμιο να εκφράσει την άποψη του επί του θέματος της επιβάρυνσης της θάλασσας και στα περιβαλλοντικά προβλήματα που παρουσιάζοντο λόγω της ύπαρξης του ιχθυοτροφείου, ιδιαιτέρως όταν κλήθηκε σε θεσμικό όργανο, όπως η Βουλή των Αντιπροσώπων.  Επεκτείνοντας το Δικαστήριο την εξέταση αυτής της πτυχής, αναζήτησε κατά πόσο το εν λόγω σχόλιο έγινε καλόπιστα ή όχι.  Δεχόμενο ότι η εταιρεία των εφεσειόντων είχε καλή φήμη στον τομέα της, κάτω από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κρινόμενης υπόθεσης, έκρινε

 

«ότι η επίδικη δημοσίευση εντάσσεται στην υπεράσπισης του σχετικού προνομίου - έστω και με τις δυσκολίες και δυσχέρειες διαπίστωσης που προκάλεσε η έντονη αντιπαράθεση του εναγόμενου».

 

Ως αποτέλεσμα τούτου η αγωγή των εφεσειόντων απορρίφθηκε και καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση. 

 

Αρχικώς προβλήθηκε ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε κακοπιστία, εκ μέρους του εφεσίβλητου, ήταν λανθασμένη.  Εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες ότι από τη στιγμή που το Δικαστήριο απέρριψε την υπεράσπιση της αλήθειας και έφθασε σε σημείο να χαρακτηρίσει τη δημιουργηθείσα εντύπωση για τον εφεσίβλητο ως «αλγεινή», δεν μπορούσε να τον πιστώσει ταυτοχρόνως με καλή πίστη.  Περαιτέρω, πρόβαλαν ότι η σκιαγράφηση του πορτραίτου της συμπεριφοράς του εναγόμενου που έγινε, δεν μπορούσε να οδηγήσει το Δικαστήριο σε οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα παρά ότι υπήρχε εκ μέρους του κακοπιστία. 

 

Οι εφεσείοντες αποδέχονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε σωστά τις πρόνοιες του άρθρου 19(β) του Κεφ.148 σε σχέση με την υπεράσπιση του εντίμου σχολίου δεν τις εφάρμοσε όμως σωστά επί των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης κρίνοντας, λανθασμένα, όπως πρόβαλαν, ότι οι εφεσείοντες είχαν την υποχρέωση να αποδείξουν κακοπιστία. 

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι δεν εφαρμόστηκαν σωστά οι προϋποθέσεις υπεράσπισης του σχετικού προνομίου, αναφέροντας ότι από τη στιγμή που το Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ότι η εταιρεία των εφεσειόντων έχαιρε καλής φήμης, ήταν ευρέως γνωστή και αφού αποδέχτηκε την προσαχθείσα μαρτυρία εκ μέρους της ως αξιόπιστη και θετική, έσφαλε στο να κλίνει υπέρ της αποδοχής της υπεράσπισης του εφεσίβλητου. 

 

Τέλος, οι εφεσείοντες θεωρούν λανθασμένο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος αποτελούσε δημόσιο πρόσωπο, εντός του πλαισίου εξέτασης της υπεράσπισης, του σχετικού προνομίου.

 

Ο εφεσίβλητος με το δικό του περίγραμμα αγόρευσης υπεραμύνθηκε της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης αναφέροντας σχετικά ότι η ερμηνεία που δόθηκε στο έντιμο σχόλιο ήταν ορθή και αξιολογήθηκαν τα δεδομένα σε συνάρτηση και μέσα στα πλαίσια του επιτηδεύματος που ανέλαβαν οι εφεσείοντες σχετικά με τη διαχείριση ενός κοινού αγαθού, όπως η θάλασσα, και η λειτουργία του ιχθυοτροφείου το οποίο έχει αποτελέσει αντικείμενο ευρείας ενασχόλησης της κοινής γνώμης, απασχόλησης των μέσων γενικής ενημέρωσης, της Βουλής και διαφόρων άλλων Οργανισμών.  Ο εφεσίβλητος επίσης πρόβαλε τη θέση ότι ο ίδιος υπερασπιζόταν το κοινό αγαθό της ελευθερίας της γνώμης και το συλλογικό συμφέρον και το δικαίωμα του κοινού για ενημέρωση.  Η καταχωρηθείσα αντέφεση για το ποσοστό εξόδων που επιδικάστηκαν, και ήταν το 1/3 μόνο, τελικώς αποσύρθηκε.

 

Επομένως το μόνο θέμα που παραμένει για εξέταση είναι κατά πόσο δικαιολογείται, με τα ιδιαίτερα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, η θετική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος πρόβαλε επιτυχώς την υπεράσπιση του εντίμου σχολίου, ή του προνομίου υπό επιφύλαξη.

 

Το θέμα της εξισορρόπησης του δικαιώματος ελευθερίας έκφρασης και του δικαιώματος ενός ατόμου για τη φήμη του, είναι έργο δύσκολο.  Παράλληλα σε μια δημοκρατική κοινωνία ο ελεύθερος διάλογος πρέπει να ενθαρρύνεται ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος. 

 

Η προστασία της θάλασσας ενός κοινού αγαθού, που στην προκείμενη περίπτωση αποτελεί το υπό συζήτηση, ορθώς, κατά την άποψη μας χαρακτηρίστηκε ως θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος, που ενδιαφέρει το κοινό (βλ. T.M.P. Agents v. SABA & Co. (T.M.P.) (2007) 1 (A) A.A.Δ. 448).

 

O εφεσίβλητος, είχε, όπως επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο κληθεί στην Επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων ως οικολόγος και εκπρόσωπος της Ομοσπονδίας Περιβαλλοντικών και Οικολογικών Οργανώσεων με σκοπό «να δώσει την άποψη».  Ενόψει αυτής της ιδιότητας κρίθηκε, ορθώς βρίσκουμε, «ως έχων ένα ειδικό σχετικό προνόμιο».  (βλ. Μαυρίδης ν. Παπαδόπουλου (2006) 1 (Α) Α.Α.Δ. 136). 

 

Σύμφωνα με το άρθρο 19(β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148:

 

«19.  Σε αγωγή για δυσφήμηση αποτελεί υπεράσπιση -

(α) .....

(β)  ότι το δημοσίευμα για το οποίο έγινε η αγωγή ήταν έντιμο σχόλιο για θέμα δημοσίου συμφέροντος:

 

Νοείται ότι όταν το δυσφημιστικό δημοσίευμα συνίσταται εν μέρει στον ισχυρισμό γεγονότων και εν μέρει στην έκφραση γνώμης, υπεράσπιση έντιμου σχολίου δεν καταρρίπτεται για μόνο το λόγο ότι δεν αποδεικνύεται το αληθές κάθε ισχυρισμού γεγονότος, αν η έκφραση γνώμης αποτελεί έντιμο σχόλιο αφού ληφθούν υπόψη αυτά τα οποία ισχυρίζονται ή αναφέρονται στο δυσφημιστικό δημοσίευμα για το οποίο έγινε η αγωγή τα οποία αποδεικνύονται:

 

Νοείται περαιτέρω ότι η βάση της παραγράφου αυτής υπεράσπιση δεν επιτυγχάνει αν ο ενάγων αποδείξει ότι η δημοσίευση δεν έγινε καλή τη πίστει εντός της έννοιας του εδαφίου (2) του άρθρου 21 του νόμου αυτού.»

 

Όπως αναλύθηκε το πιο πάνω άρθρο στην υπόθεση Ραδιοφωνικό ΄Ιδρυμα Κύπρου ν. Καψός, Πολ.Εφ. 256¬2006, ημερ. 24 Σεπτεμβρίου, 2009, για να εφαρμοστεί η πιο πάνω υπεράσπιση πρέπει το επίδικο δημοσίευμα να συνιστά σχόλιο και να περιλαμβάνει στοιχεία υπεράσπισης:

 

«(i)  Ότι οι επίδικες λέξεις αποτελούν σχόλιο και όχι δήλωση γεγονότων.

(ii)  Ότι αποτελούν έντιμο ή δίκαιο (fair) σχολιασμό επί γεγονότων ορθώς διατυπωμένων και,

 

(iii)  ´Oτι αποτελούν σχολιασμό επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος.»

 

Σχετική επίσης είναι η Παττούρας ν. Εκδ.Εταιρ.Τηλέγραφος Λτδ., Πολ.΄Εφ.65/07, ημερ. 27 Σεπτεμβρίου 2009.  Ταυτοχρόνως όμως όταν ο ενάγων αποδείξει ότι το δημοσίευμα έγινε κακόπιστα, κατ΄εφαρμογή των προνοιών του άρθρο.21(2) του Κεφ.148, η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου αποτυγχάνει (Πολ.Εφλ. 108/2006, Γαληνιώτης ν. Εκδ.Αρκτίνος Λτδ., κ.α. ημερ. 25.5.2009).

 

Αντικρίζοντας τη δήλωση του εφεσίβλητου αναφέρθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

«Αν και η παρουσίαση της θέσης του για νεκρή θάλασσα είναι απόλυτη συγκεκριμενοποιείται στη συνέχεια στην άποψη ότι οι Ενάγοντες έχουν επιβαρύνει τη θάλασσα και έχουν περιβαλλοντολογικά προβλήματα. Στην πραγματικότητα ενόψει της φύσης του προβαλλόμενου θέματος, πρόκειται ουσιαστικά για άποψη και όχι για παρουσίαση γεγονότος.»

 

Με το σκεπτικό αυτό συμφωνούμε.  Θα προσθέταμε όμως πως ενόψει αυτής της κατάληξης δεν προέκυπτε στην ουσία ζήτημα ως προς την αλήθεια, αυτοτελές.

 

Ως προς την κρίση κατά πόσο αποτελεί έντιμο σχόλιο η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παρατίθεται ως εξής: 

 

«Πάντα με το ίδιο σκεπτικισμό και μεταιχμιακά θα έλεγα έχω καταλήξει να θεωρήσω ότι πετυχαίνει αυτή η υπεράσπιση γιατί η επίδικη δήλωση προκύπτει ως αποτέλεσμα ανησυχίας και μελέτης που λαμβάνει αρχικά χώρα στα αρμόδια όργανα του κράτους, δεν γίνεται χωρίς εγερθέντα ερωτήματα προς τον εναγόμενο ως εκπρόσωπο, φορέα ενός ευρύτερου συνόλου που αφορά το περιβάλλον και κυρίως γίνεται για ένα θέμα ύψιστης σπουδαιότητας που αφορά όλους τους πολίτες στους οποίους ανήκει η θάλασσα ως κοινό αγαθό.»

 

΄Εχοντας παράλληλα ως οδηγό τη νομική αρχή ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι σε καλύτερη θέση να κρίνει τη μαρτυρία και την αξιοπιστία των μαρτύρων, θεωρούμε ότι η εισήγηση των εφεσειόντων επί του προκειμένου δεν έχει έρεισμα, αφού δίδονται πειστικοί λόγοι για την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που άπτονται του τρόπου αντίδρασης του εφεσίβλητου στη δίκη, που περιγράφονται με σαφήνεια, όπως η πιο κάτω παρατήρηση:

 

«Παρόλα αυτά η κρινόμενη επίδικη δημοσίευση διαχωρίζεται.  Αφενός λόγω των συνθηκών που αποδόθησαν ανωτέρω και αφετέρου διότι σε αυτή μπορεί να φανεί η αγωνία του ομιλούντος για τη μόλυνση της θάλασσας, η οποία δήλωση, έστω κι αν συνοδεύεται με την αντιπάθεια του για τους Ενάγοντες, δεν είναι τέτοιας φύσης, ώστε να καταταχθεί ως απορρέουσα από το συναίσθημα του αυτό.»

 

Οι σχετικές επισημάνσεις του Δικαστηρίου σε συνάρτηση με τον τρόπο που προωθούσε την αντίθεση για τις ενέργειες των εφεσειόντων του ο εφεσίβλητος, δεν πρέπει να απομονωθούν σε λέξεις ή φράσεις, όπως η «αλγεινή εντύπωση» για την οποία έκαμε λόγο ο συνήγορος των εφεσειόντων.  Η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να κριθεί στην ολότητα της και σημειώνεται, επί τούτου, ότι το ζητούμενο είναι η αναζήτηση καλής ή κακής πίστης, σε σχέση με τις επίδικες φράσεις και όχι την εν γένει στάση του εφεσίβλητου, θέση που μας βρίσκει σύμφωνους. 

 

Ούτε μπορεί να τεκμηριωθεί η εισήγηση των εφεσειόντων ότι η διαπίστωση της φήμης των τελευταίων, έπρεπε να οδηγήσει, άνευ ετέρου, σε απόρριψη της προβληθείσας υπεράσπισης.  Η προστασία της φήμης ως δικαιώματος δεν θα πρέπει να αντιστρατεύεται το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης.  Απαιτείται η ύπαρξη μιας αναλογίας.  Όταν υφίσταται θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος, όπως η προστασία της θάλασσας, που μας απασχολεί εδώ, το δικαίωμα στη φήμη μπορεί να περιοριστεί, όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Εκδ.Αρκτίνος Λτδ ν. Παπαευσταθίου (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 856.

 

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους και συνεπώς η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                          ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                          ΦΩΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                          ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο