ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 1 ΑΑΔ 36

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 184/2007)

 

21 Ιανουαρίου 2011

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

1.    ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ,

2.    ΧΡΙΣΤΟΦΗΣ ΚΑΣΤΑΝΟΥ,

3.    ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΡΤΗ,

Εφεσείοντες,

-         ΚΑΙ  -

 

MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD,

Εφεσίβλητης.

-----------------------------

Α. Μαθηκολώνης, για τους Εφεσείοντες.

Α. Ζαχαρίου, για την Εφεσίβλητη.

-------------------------------

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Στη βάση συμφωνίας ενοικιαγοράς, η εφεσίβλητη τράπεζα (εφεξής «η τράπεζα»), ενοικίασε στον εφεσείοντα 1 υπό την αλληλέγγυο εγγύηση και/ή κάλυψη των εφεσειόντων 2 και 3, το όχημα υπ΄ αρ. εγγραφής EZP 072 τύπου Mitsubishi (εφεξής «το όχημα»), για το ποσό των £25.130 πλέον δικαιώματα ενοικιαγοράς εκ £3.895.14, πλέον δικαίωμα αγοράς εκ £10, ήτοι για το συνολικό ποσό των £29.034.15.  Η σύμβαση ενοικιαγοράς ημερ. 3.7.2000, προνοούσε για την καταβολή του ποσού με 24 ίσες και διαδοχικές μηνιαίες δόσεις από £1.209,38 εκάστη, της πρώτης δόσεως αρχομένης στις 3.8.2000. 

 

        Κατά την έγερση της πρωτόδικης αγωγής στις 22.1.2003, η τράπεζα ισχυρίστηκε ότι οι εφεσείοντες καθυστερούσαν την καταβολή συνολικού ποσού £27.856,63, το οποίο και αναζήτησαν από αυτούς αφού βεβαίως τερμάτισαν τη σύμβαση ενοικιαγοράς στις 15.1.2003.  Με την αγωγή ζητήθηκαν και διατάγματα παράδοσης του οχήματος στην τράπεζα και πώλησης αυτού διά δημοσίου πλειστηριασμού προς εξόφληση ή διάθεση του ποσού που θα προέκυπτε έναντι της οφειλής των εφεσειόντων.  Στις θεραπείες διατυπώθηκαν διαζευκτικές λύσεις ούτως ώστε το ως άνω ποσό να αποδιδόταν στην τράπεζα είτε δυνάμει παράβασης της σύμβασης, είτε ως ποσό αχρεωστήτως καταβληθέν στον εφεσείοντα 1, υπό την εγγύηση των υπολοίπων δύο ή ως αποζημιώσεις για ποσό που οι εφεσείοντες από κοινού ή κεχωρισμένα έλαβαν από την τράπεζα.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο εκδικάζοντας την υπόθεση άκουσε εκτεταμένη μαρτυρία τόσο για την απαίτηση, όσο και την ανταπαίτηση, η οποία συνεκδικάστηκε, εκδίδοντας στο τέλος απόφαση ως η απαίτηση υπέρ της τράπεζας και εναντίον των εφεσειόντων με νόμιμο τόκο από 3.2.2002 μέχρι εξόφλησης πλέον έξοδα.  Εξέδωσε επίσης τα ζητηθέντα ως άνω διατάγματα.  Απέρριψε την υπεράσπιση που ηγέρθηκε περί εικονικότητας της σύμβασης ενοικιαγοράς είτε αυτούσιας, είτε ως συνδεόμενης ευρύτερα με άλλες συμβάσεις που δικαστικώς είχαν κηρυχθεί άκυρες λόγω εικονικότητας, είτε λόγω καταστρατήγησης εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας, είτε ακόμη και καταστρατήγησης της περί Τόκου Νομοθεσίας.

 

  Κατά την υπεράσπιση, η σύμβαση δεν ήταν μια γνήσια και αληθινή συμφωνία ενοικιαγοράς διότι η τράπεζα ουδέποτε ήταν αληθινή ή πραγματική ιδιοκτήτρια του οχήματος, ενώ και αν ακόμη ήθελε αποδειχθεί ότι το όχημα είχε μεταβιβαστεί στο όνομα του εφεσείοντα 2 και από εκεί επ΄ ονόματι της τράπεζας, τότε αυτό έγινε τεχνικά,  τυπικά ή εικονικά σε γνώση της τράπεζας, εφόσον ο εφεσείων 2 ουδέποτε συμφώνησε στην πράξη να μεταβιβάσει το όχημα στην τράπεζα.  Σκοπός της σύμβασης ενοικιαγοράς, πάντοτε κατά τους εφεσείοντες στην υπεράσπιση τους, ήταν η χρηματοδότηση των εφεσειόντων για αγορά μετοχών και τίτλων στο Χ.Α.Κ. ή για ευρύτερες επενδύσεις, στα πλαίσια δε της πολιτικής της τράπεζας είχαν καταρτιστεί και άλλες παρόμοιες συμβάσεις ενοικιαγοράς, όλες παράνομες. Ανταπαιτητικώς επιδιώκετο δήλωση του Δικαστηρίου περί του ανυπόστατου, παρανόμου, ανεφάρμοστου και ακύρου της σύμβασης, με δήλωση ότι η τράπεζα δεν δικαιούται σε οποιαδήποτε από τις επιδιωκόμενες θεραπείες.

 

Με 13 λόγους έφεσης οι οποίοι αναπτύχθηκαν και διά ζώσης υπό το φως και του αντίστοιχου περιγράμματος, οι εφεσείοντες επιδιώκουν την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης.  Βάλλεται η επίδικη απόφαση ως προϊόν λανθασμένης, ανεπαρκούς και πλημμελούς αξιολόγησης της μαρτυρίας, εσφαλμένης ανάγνωσης των λόγων  υπεράσπισης, ιδιαιτέρως σ΄ ό,τι αφορούσαν τη θέση περί εικονικότητας, ότι τα άλλα έξι συμβόλαια ενοικιαγοράς που είχαν κατατεθεί ως τεκμήρια λανθασμένα κρίθηκαν ως μη επίδικα ή ως  μη αφορώντα  παρόμοια γεγονότα, ή ότι οι εν γένει συνθήκες της υπό κρίση περίπτωσης δεν παρέπεμπαν σαφέστατα σε εικονικότητα, αυτής εμφανιζομένης τόσο ως προς τα τυπικά εξωτερικά χαρακτηριστικά της  σύμβασης, όσο και ως προς την ουσία της.

 

Η αντίθετη θέση της τράπεζας  ότι η ενοικιαγορά ήταν μια αληθής σύμβαση εστιάζεται στο ότι αυτή αφορούσε υπαρκτό αντικείμενο, έγινε με την ελεύθερη βούληση των εφεσειόντων, ενώ δεν απαγορεύεται  η επιδίωξη και η παροχή δανεισμού με τη χρήση της μεθόδου ενοικιαγοράς υπό τον όρο ότι διαπιστώνεται η ύπαρξη μιας πραγματικής συμφωνίας που περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά της ενοικιαγοράς.

 

Η διαφορά προέκυψε ως εξής:  Διαφάνηκε από την ολότητα της μαρτυρίας του μοναδικού μάρτυρα της τράπεζας πρωτοδίκως, Ανδρέα Σάββα, ότι οι εφεσείοντες επεδίωξαν συνολικό  δάνειο ύψους £150.000 για σκοπούς διαχείρισης τουριστικού συγκροτήματος στη Σωτήρα.  Προς αυτό το σκοπό (και εφόσον η τράπεζα δεν χορηγούσε δάνεια), καταρτίστηκαν  επτά διαφορετικά συμβόλαια ενοικιαγοράς, Τεκμ. 3Α-3ΣΤ, μεταξύ των οποίων και το επίδικο (Τεκμ. 2Α), το οποίο ως εξήγησε στην κυρίως εξέταση του, έγινε για το ποσό των £25.000 έναντι ενός οχήματος που αρχικά ήταν στην ιδιοκτησία του εφεσείοντος 2.  Το όχημα μεταβιβάστηκε επ΄ ονόματι της τράπεζας με σκοπό την ενοικιαγορά από αυτήν προς τον εφεσείοντα 1.  Παράλληλα, έγιναν και οι άλλες συμφωνίες που αφορούσαν τη χρηματοδότηση, μέσω ενοικιαγοράς, διαφόρων αντικειμένων κυρίως ψυγείων, συστημάτων  κλιματισμού, θερμάστρων και επίπλων για οικιακή χρήση.  Προέκυψε ότι για όλες αυτές τις χρηματοδοτήσεις ηγέρθησαν αντίστοιχες αγωγές, τρεις εκ των οποίων είχαν επιτυχή για τους εφεσείοντες κατάληξη, κατ΄ έφεση.  Πρόκειται για την απόφαση στη Χριστοφή Κάστανος κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής  Τράπεζας  (Χρηματοδοτήσεις Λτδ) κ.α.,  Πολ. Εφ. αρ. 94/07, 95/07 και 96/07, ημερ. 11.11.2009.  Ο μάρτυρας αρνήθηκε ότι οι συμφωνίες αυτές, στην ολότητα τους ήταν εικονικές με μοναδικό στόχο τη χορήγηση χρημάτων προς τους εφεσείοντες για επενδύσεις στο ΧΑΚ ή προς καταστρατήγηση των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας (που εκ συμφώνου είχαν κατατεθεί κατά την έναρξη της διαδικασίας ως Τεκμ. .1-1.12), ώστε να εισπράττονται παρανόμως τόκοι καθ΄ υπέρβαση του νομίμου επιτοκίου.

 

Η μαρτυρία του εφεσείοντα 1, (οι υπόλοιποι δεν κατέθεσαν), ήταν ότι η όλη  συναλλαγή που μεταφράστηκε σε επτά συμβόλαια ενοικιαγοράς αποτελούσε σχέδιο της τράπεζας και συγκεκριμένα κάποιου Πατσιά, ο οποίος και εξήγησε στους εφεσείοντες τον τρόπο να πάρουν από την τράπεζα χρήματα, όταν τον επισκέφθηκαν ζητώντας δανειοδότηση £150.000 προς εξόφληση μετοχών που είχαν από κοινού αγοράσει από τη χρηματιστηριακή εταιρεία CLR. Με την υπόδειξη του Πατσιά καταρτίστηκαν εικονικά συμβόλαια, με ανύπαρκτα αντικείμενα, έπιπλα, εξοπλισμούς κλπ, ενώ τέθηκε υπό ενοικιαγορά και το υπαρκτό όχημα.  Δεν υπήρχε λόγος μεταβίβασης στον εφεσείοντα 2 του οχήματος, το οποίο ο ίδιος δεν πώλησε σ΄ αυτόν, ούτε και ο εφεσείων 2, έλαβε ποτέ το όχημα.  Έλαβαν τις £150.000 με δύο επιταγές που κατατέθηκαν σε λογαριασμό του στην Ελληνική Τράπεζα και από εκεί το μεγαλύτερο μέρος του ποσού πιστώθηκε στο λογαριασμό τους στη CLR, που ήταν επ΄ ονόματι του εφεσείοντα 2.  Ο εφεσείων 1 δέχθηκε στην αντεξέταση του ότι ήταν έμπορος αυτοκινήτων μέχρι το 1999 και ότι δεν κατάλαβε ότι μεταβίβασε το αυτοκίνητο στον εφεσείοντα 2, εισηγούμενος ότι ναι μεν υπόγραψε τα διάφορα συμβόλαια με την τράπεζα και πήρε τα χρήματα από αυτή «.. αλλά τα έφαγαν άλλοι», δεν πλήρωσε δε το χρέος του διότι «. η Λαϊκή γνώριζε ότι θα βάζαμε τα λεφτά στο Χρηματιστήριο και έπρεπε να μας προστατεύσει».  Η θέση του ήταν ότι εξαπατήθηκαν από την τράπεζα, ότι ουδέποτε ανέφεραν σ΄ αυτήν οτιδήποτε για συγκεκριμένες μετοχές, αλλά μόνο ότι χρειάζονταν τα χρήματα για να τα τοποθετήσουν στο ΧΑΚ, το δε όχημα ήταν πράγματι υπαρκτό, αλλά δεν είχε ποτέ πρόθεση να το μεταβιβάσει οπουδήποτε. 

 

Το ιστορικό της αγοράς και μεταβίβασης του οχήματος κατέθεσε η Βάσω Χαριλάου Μ.Υ.1 του Τμήματος Οδικών Μεταφορών στη Λάρνακα η οποία ανέφερε ότι πρώτος ιδιοκτήτης με ενοικιαγορά από την Τράπεζα Κύπρου ήταν η Μαρία Ιωάννου Χαρή, η οποία στις 11.10.1999 το μεταβίβασε στην τράπεζα και απ΄ εκεί στις 8.2.2000, στον εφεσείοντα 1, ως απόλυτο ιδιοκτήτη.  Στις 6.7.2000, ο εφεσείων 1 το μεταβίβασε στον εφεσείοντα 2, ο τελευταίος δε το μεταβίβασε στην τράπεζα και αυτή στον εφεσείοντα 1.  Οι σχετικές μεταβιβάσεις κατατέθηκαν ως  Τεκμ. 5Α-5Γ.  Λόγω του ότι οι μεταβιβάσεις έγιναν την ίδια ημέρα, ο εφεσείων 2 δεν ενεγράφη ποτέ ως ιδιοκτήτης του οχήματος.  Ο Κλεάνθης Ιωαννίδης, Μ.Υ.2, λειτουργός στην Κεντρική Τράπεζα, κατέθεσε για το συνολικό δανεισμό σε διάφορες χρονολογίες της τράπεζας από τη Λαϊκή Τράπεζα Λτδ και ότι στα πλαίσια του ελέγχου που ασκεί η Κεντρική Τράπεζα επεβλήθη πρόστιμο στη Λαϊκή Τράπεζα ύψους £1.978.000, για το 1999 και £277.000, για το 2000, λόγω παραβιάσεων των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας για παραχώρηση διευκολύνσεων προς αγορά μετοχών.  Ο ασφαλιστικός σύμβουλος Ανδρέας Ευσταθίου, Μ.Υ.3, κατέθεσε περί της ασφάλειας που κάλυπτε το όχημα στο όνομα πάντοτε του εφεσείοντος 1, ο δε Λουκάς Παπαλλής, Μ.Υ.4, κατέθεσε διάφορους υπολογισμούς, ως Τεκμ. 6Α και 6Β, σε σχέση με τους τόκους που θα πληρώνονταν επί του επίδικου συμβολαίου ενοικιαγοράς αν πληρώνετο πρώτα το κεφάλαιο και μετά οι τόκοι ή αν πληρώνονταν πρώτα οι τόκοι και μετά το κεφάλαιο.  Στην πρώτη περίπτωση ο τόκος θα ανερχόταν στο 17.82% και στη δεύτερη θα ανερχόταν στο 14.87%.  Δεν γνώριζε, όμως, όπως δέχθηκε στην αντεξέταση, κατά πόσο το επίδικο συμβόλαιο πληρωνόταν κανονικά ή είχε καθυστερήσεις.  Ο Χρίστος Λιμνιώτης, Μ.Υ.6, κατέθεσε ότι το όχημα πωλήθηκε από την εταιρεία του, η οποία ασχολείται με εισαγωγή και εμπορία αυτοκινήτων, το 1999 στη Μαρία Χαρή, έναντι £13.000.  Από την πείρα που έχει οι τίμες τέτοιων οχημάτων για την περίοδο 1998-2000 κυμαίνονταν μεταξύ £12.000 μέχρι £14.000, ανάλογα με την ηλικία και τα χιλιόμετρα τους. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της πιο πάνω μαρτυρίας και των τεκμηρίων που κατατέθηκαν, όπως ήδη αναφέρθηκε, έκρινε ανυπόστατη την υπεράσπιση της εικονικότητας με βασικό σκεπτικό ότι μπορεί το όχημα να είχε υπερτιμολογηθεί με βάση τη μαρτυρία που προσήξαν οι εφεσείοντες, αλλά το συμβόλαιο ενοικιαγοράς για το όχημα είχε όλα τα στοιχεία που το καθιστούσαν έγκυρο, εφόσον το όχημα ήταν υπαρκτό αντικείμενο, η δε τράπεζα, λόγω και του γεγονότος ότι ο εφεσείων 1 ήταν έμπορας πώλησης αυτοκινήτων και συνεργάτης αυτής μέχρι το 1999, έδειξε εμπιστοσύνη στους εφεσείοντες και ιδιαίτερα στον εφεσείοντα 1, δεχόμενη την τιμή που δηλώθηκε σ΄ αυτήν ως προς την αξία του οχήματος.  Από την άλλη το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν δόθηκε εξήγηση από τους εφεσείοντες ως προς το λόγο που τέθηκε η τιμή των £25.000, η δε θέση τους ότι τα πάντα έγιναν στη βάση ενός μονομερούς σχεδίου από την τράπεζα μέσω του Πατσιά, χωρίς ο εφεσείων 1 να γνώριζε οτιδήποτε, δεν ήταν πειστική ιδιαίτερα προερχόμενη από άνθρωπο που είχε διατελέσει έμπορας πώλησης οχημάτων με πείρα στις ενοικιαγορές. 

 

Απερρίφθη επίσης η εκδοχή του εφεσείοντα 1, ότι υπήρξε κατασκευή σχεδίου για να δημιουργηθεί προμηθευτής του οχήματος, εφόσον ο ίδιος απετάθη ευθέως στην τράπεζα για ενοικιαγορά και όχι για δάνειο, ενώ η διασύνδεση της όλης περίπτωσης με κατ΄ ισχυρισμόν υπερφαλάγγιση των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας, δεν ήταν επιτυχής εφόσον εξ αρχής ο εφεσείων 1, είχε και πάλι αποταθεί στον Πατσιά για σκοπούς ενοικιαγοράς.  Στη βάση επίσης του ότι ο δανεισμός χρημάτων μέσω ενοικιαγοράς είναι θεμιτός και ότι ο εφεσείων 1 δέχθηκε τη χορήγηση των χρημάτων, αλλά εκ των υστέρων επικαλέστηκε εικονικότητα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέφρασε την άποψη ότι ο εφεσείων 1 ήταν έτοιμος χωρίς αναστολές να επικαλεστεί οτιδήποτε για να αποφύγει τις ευθύνες του. 

 

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι νομικώς η ενοικιαγορά αποτελείται στην ουσία από δύο ξέχωρα μεταξύ τους συμβόλαια όπως άλλωστε σηματοδοτείται και από την ίδια τη λέξη (ενοίκιο συν αγορά) ή στο Αγγλικό πρωτότυπο «hire-purchase».  Το ένα είναι τύπου παρακαταθήκης («bailment»), κατά τη διάρκεια της οποίας το αντικείμενο παραμένει στη νομή και κατοχή του ενοικιαγοραστή, εφόσον βεβαίως αυτός πληρώνει με συνέπεια τις δόσεις του, το δε δεύτερο είναι τύπου πώλησης του αντικειμένου στον ενοικιαγοραστή με την καταβολή ενός πρόσθετου και συνήθως, συμβολικού ποσού.  Στην υπό κρίση περίπτωση το συμβόλαιο ενοικιαγοράς, Τεκμ. 2Α, ημερ. 3.7.2000, καθορίζει το ποσό των £10 ως καταβλητέο, επιπρόσθετα με την τελευταία δόση, δικαίωμα αγοράς.  Η ενοικιαγορά έχει τις καταβολές της στο Αγγλικό Δίκαιο ως προσπάθεια αποφυγής των προνοιών του Factors Act 1889, ούτως ώστε με την παράδοση του αντικειμένου να μην θεωρείται ότι μεταβιβάζεται και καλός και νόμιμος τίτλος ιδιοκτησίας ώστε ο κάτοχος του να είναι σε θέση να το πωλήσει σε τρίτο καλόπιστο πρόσωπο.  Η νομική επισφράγιση της ορθότητας της συνδυασμένης αυτής συμφωνίας ήρθε με την υπόθεση Helby v. Matthews (1895) AC 471, έτσι ώστε η σύμβαση ενοικιαγοράς να θεωρείται ότι αποδίδει την πραγματική και νόμιμη πρόθεση των μερών εφόσον συνυπάρχουν τα δύο εκείνα στοιχεία που την διακρίνουν από την απευθείας σύμβαση πώλησης, ήτοι, (i) το δικαίωμα επιστροφής του αντικειμένου πριν, κατά ή και μετά την αποπληρωμή όλων των δόσεων και πριν βέβαια την άσκηση του δικαιώματος αγοράς και (ii) η απουσία υποχρέωσης στον ενοικιαγοραστή να αγοράσει το εμπόρευμα.

 

Παράλληλα, νοείται ότι υπάρχει εκ των πραγμάτων ο ιδιοκτήτης ενός αντικειμένου το οποίο θα χρηματοδοτηθεί με ή χωρίς τη μεσολάβηση ενός εμπόρου που έχει στην ιδιοκτησία του το αντικείμενο. Στα πλαίσια μιας νόμιμης ενοικιαγοράς αναγνωρίζεται και η δυνατότητα επαναχρηματοδότησης («refinancing»), όπου διαφέρει στην ουσία ο τρόπος και ο χρόνος πληρωμής ολόκληρου του προηγουμένως οφειλόμενου ποσού με την προσθήκη ασφαλώς νέων δικαιωμάτων ενοικιαγοράς, τελών και εξόδων.

 

Στη βάση της οντότητας της ενοικιαγοράς πρέπει κάποιος να διαπιστώνει την ουσία της ώστε να αποκαλύπτεται, πίσω από την εμφάνιση των εγγράφων, η πραγματική της φύση έτσι που να μην αναδύεται μια συναλλαγή δανείου.  Αν τα γεγονότα δεν αντικατοπτρίζονται ορθά στα έγγραφα που υπογράφηκαν, τότε αυτό είναι ένα στοιχείο, αν αποδειχθεί, που τείνει να δείξει ότι τα έγγραφα είναι εικονικά.  Όπως αναφέρθηκε και στη Θεολόγου κ.ά. ν. Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 407, που υιοθετήθηκε και στη Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2067, το κριτήριο έχει αναφορά στο τι μεταδίδει στο μέσο λογικό άνθρωπο το καταγραφέν κείμενο της συμφωνίας, η οποία όμως μπορεί να εξηγηθεί ως προς τους όρους της με την προσαγωγή στην κατάλληλη περίπτωση εξωγενούς μαρτυρίας, εξαιρουμένων πάντοτε των διαπραγματεύσεων, καθώς και των μονομερών δηλώσεων εκάτερου των συμβαλλομένων.  Όπου η υπεράσπιση ισχυρίζεται πλασματική συμφωνία μη αποκαλυπτική της αληθινής της φύσης, η προσαγωγή εξωγενούς μαρτυρίας είναι επιτρεπτή.  (Polykarpou v. Polykarpou (1982) 1 C.L.R. 182).

 

Βεβαίως, ισχυρισμοί περί εικονικότητας, όπως και εδώ, δεν πρέπει να καταγράφονται με ευκολία, υπό το φως της αποτύπωσης της συμφωνίας εγγράφως.  Και υπό το φως περαιτέρω της καθιερωθείσας νομολογίας ότι παρά το συνήθες της απόκτησης του αντικειμένου από τον χρηματοδοτικό οργανισμό από ένα έμπορο με την καταβολή του τιμήματος σ΄ αυτόν και μετέπειτα την πώληση του υπό συνθήκες ενοικιαγοράς στον πελάτη του εμπόρου ώστε τελικώς να μεταβιβαστεί η κυριότητα στον πελάτη, δεν αποκλείεται η κυριότητα του αντικειμένου να ανήκε εξ αρχής στον ίδιο τον ενοικιαγοραστή, ο οποίος επιδιώκοντας ρευστότητα το πωλεί σε χρηματοδοτικό οργανισμό εισπράττοντας το τίμημα και επιστρέφοντας το ποσό με δόσεις (Eastern Distributors v. Goldring (1957) 2 All E.R. 525).

 

Στο πλαίσιο λοιπόν των διαφόρων μορφών και ποικιλιών που είναι πιθανόν να προσλάβει η ενοικιαγορά, η εικονικότητα αναδύεται ως πιθανότητα μόνο εφόσον εμπλέκει και τους δύο συμβαλλόμενους και όχι μόνο τον ένα.  Έχει υποδειχθεί στην Snook v. London and West Riding Investments Ltd (1967)          2 Q.B. 786, στη σελ. 802, ότι:

 

        «But one thing, I think, is clear in legal principle, morality and the authorities (see Yorkshire Railway Wagon Co v. Maclure and Stoneleigh Finance Ltd v. Phillips), that for acts or documents to be a 'sham', with whtatever legal consequences follow from this, all the parties thereto must have a common intention that the acts or documents are not to create the legal rights and obligations which they give the appearance of creating.  No unexpressed intentions of a 'shammer' affect the rights of a party whom he deceived.  There is an express finding in this case that the defendants were not parties to the alleged 'sham'.  So this contention fails.»

 

        Τα ίδια αναφέρονται και στον Chitty on Contracts 24η έκδ. Τόμος ΙΙ, σελ. 462-3, παρ. 3215:

 

        «In order that the transaction should be considered to be a sham, it is not sufficient if one party alone, e.g. the hirer intends to deceive the others into thinking that the transaction is genuine.  There must be common intention that the acts or documents do not create the legal rights and obligations which they give the appearance of creating.»

 

        Υπό το φως των ανωτέρω, πρέπει να ελεγχθούν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ορθότητα τους, εφόσον η ουσιαστική θέση των εφεσειόντων στην υπεράσπιση τους καταλογίζει ακριβώς αυτή τη γνώση και πρόθεση και από την τράπεζα.  Αποτελεί θεμελιακή εισήγηση των εφεσειόντων ότι λανθασμένα αξιολογήθηκε η μαρτυρία του εφεσείοντα 1 υπό το φως ιδιαιτέρως της ύπαρξης άλλων έξι συμβολαίων ενοικιαγοράς μεταξύ των διαδίκων και στα πλαίσια της ίδιας κατ΄ ουσίαν συναλλαγής.  Κατ΄ αρχάς, ευλόγως κρίθηκε η μαρτυρία του εφεσείοντα 1 κατά τον τρόπο που καταγράφηκε προηγουμένως.  Εν πολλοίς η μαρτυρία του ήταν αντίθετη με τα γραπτά στοιχεία που οι ίδιοι οι εφεσείοντες προσκόμισαν.  Παρά τη θέση του εφεσείοντα 1 περί του ότι δεν είχε λόγο να μεταβιβάσει το όχημα στον εφεσείοντα 2 και δεν το πώλησε ο ίδιος σ΄ αυτόν, αλλά το κρατούσε πάντοτε ο ίδιος, υπέγραψε, ως δέχθηκε, αναγνωρίζοντας και τις υπογραφές του, ότι το μεταβίβασε στον εφεσείοντα 2 συμπληρώνοντας το σχετικό έντυπο Τεκμ. 5Α στις 4.7.2000, ενώπιον πιστοποιούντος υπαλλήλου.  Αυτό που ενδεχομένως εννοούσε ο εφεσείων 1 στη μαρτυρία του (σελ. 38 των πρακτικών), ήταν ότι δεν απόκτησε ποτέ τίτλο ιδιοκτησίας ο εφεσείων 2, ούτε το πήρε στην κατοχή του.  Αυτό είναι ορθό έχοντας υπόψη τη θέση της Βάσως Χαριλάου, Μ.Υ.1, στη σελ. 25 των πρακτικών ότι ο εφεσείων 2 δεν ενεγράφη ως ιδιοκτήτης στο σχετικό αρχείο, αλλά αυτό ενόψει του ότι την ίδια ημέρα έγιναν τρεις διαδοχικές μεταβιβάσεις.  Παρέμεινε όμως γεγονός ότι με τη μεταβίβαση, ως είπε η Χαριλάου, ιδιοκτήτης κατέστη ο εφεσείων 2.  Περαιτέρω, εμφανίζεται στο ίδιο το συμβόλαιο ενοικιαγοράς, Τεκμ. 2Α, ως ιδιοκτήτης ο εφεσείων 2, ο οποίος ως έμπορος, το προσέφερε προς πώληση στην τράπεζα.

 

        Όλα τα πιο πάνω, όμως, αντιτάσσει η υπεράσπιση διά του βασικού της μάρτυρα, εφεσείοντα 1, έγιναν υπό την καθοδήγηση της ίδιας της τράπεζας ως μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου.  Η μαρτυρία όμως του Ανδρέα Σάββα, εκ μέρους της τράπεζας, δεν άφησε τέτοια υπόνοια, ούτε και αμφιταλαντήθηκε κατά την αντεξέταση του.  Παρουσιασθέντων των εφεσειόντων στην τράπεζα για χρηματοδότηση (κατάθεση-δήλωση του μάρτυρα εκ μέρους της κυρίας εξέτασης του - Τεκμ. 2), ζήτησαν οι ίδιοι το ποσό των £25.000 και παρουσιάστηκε το όχημα ως το υπό ενοικιαγορά αντικείμενο για την επίτευξη του πιο πάνω σκοπού.  Το όχημα παρουσιάστηκε να ήταν στην ιδιοκτησία του εφεσείοντα 2, απλά δεν είχε γίνει η εγγραφή του (σελ. 8 των πρακτικών), πραγματοποιήθηκε όμως η μεταβίβαση προς επίτευξη της χρηματοδότησης.  Ο μάρτυρας δέχθηκε ότι το όχημα ήταν γραμμένο πριν την ενοικιαγορά στον εφεσείοντα 1, αλλά επειδή στην ουσία ανήκε στον εφεσείοντα 2, έγιναν μεταξύ τους οι σχετικές μεταβιβάσεις.

 

        Παρά το φαινομενικά ασυνήθιστο των διαδοχικών μεταβιβάσεων, είναι δύσκολο στο ισόζυγιο, έστω των πιθανοτήτων, να απορριφθεί η εξήγηση του Σάββα, υπό το φως της επιβεβαίωσης των εγγράφων.  Ορθά διερωτήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο «προς τι το 'σχέδιο' για να κατασκευαστεί προμηθευτής;».  Τη στιγμή που νομικά ήταν αδιάφορο από ποιον θα αποκτούσε η τράπεζα το όχημα, με επέκταση της σκέψης ότι αν ήταν στην ιδιοκτησία και κυριότητα του εφεσείοντα 1, αυτός θα μπορούσε αυτοδύναμα να το πωλούσε στην τράπεζα, για να το λάβει πίσω υπό μορφή ενοικιαγοράς.  Παρέμεναν λοιπόν οι μεταξύ τους μεταβιβάσεις θέμα των ιδίων των εφεσειόντων 1 και 2, στα δε έντυπα μεταβίβασης δεν διαδραματίζει οποιοδήποτε ρόλο η ίδια η τράπεζα.

 

        Η παρεμφερής εισήγηση ότι η εικονικότητα αναδυόταν εκ της δηλωθείσας αξίας των £25.000, ενώ η μαρτυρία έδειχνε ως αξία του οχήματος το ποσό των £12.000-14.000, θα είχε ενδεχομένως μια εκ πρώτης όψεως λογικότητα εν μέσω και των όσων ακολουθούν ως προς τα υπόλοιπα συναφή συμβόλαια, αν δεν υπήρχαν δύο στοιχεία τα οποία ορθά διέκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο: πρώτον, ο εφεσείων 1 ήταν και με δική του παραδοχή έμπορος οχημάτων μέχρι και το 1999, ενώ ήταν (και αυτό αποτελεί σημαντικό διαφοροποιητικό στοιχείο ως προς άλλες ενοικιαγορές), συνεργάτης της τράπεζας• δεύτερο, ως δήλωσε ο Ανδρέας Σάββα, η αξία του οχήματος δηλώθηκε από τον εφεσείοντα 1, ως £25.000, σ΄ αυτό δε έδωσε η τράπεζα εμπιστοσύνη λόγω και της πρότερης συνεργασίας τους.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε στην ουσία ότι το όχημα ήταν υπερτιμημένο ενόψει και της μαρτυρίας του Χρίστου Λιμνιώτη, Μ.Υ.6.  Η υπερτιμολόγηση όμως του οχήματος από μόνη της, αν και εγείρει ευλόγως ερωτηματικά, δεν αποτελεί καθοριστικό στοιχείο εικονικότητας από την άποψη συμμετοχής και της τράπεζας με την ένθεση μιας διπλάσιας σχεδόν τιμής.  Η τράπεζα δεν ήταν βέβαια αφελής και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου στο προκείμενο ότι αν πρέπει να αποδοθεί κάτι στην τράπεζα είναι μομφή για την εμπιστοσύνη που έδειξε και την ευκολία που δέχθηκε τις δηλώσεις του εφεσείοντα 1.  Το γεγονός ότι, ως δέχθηκε ο Ανδρέας Σάββα, το όχημα δεν ηλέγχθηκε από αυτήν, οφειλόταν στο παραδεκτό γεγονός ότι υπήρχε ενεχυρίαση μετοχών προς όφελος της  από τον εφεσείοντα 3, ως πρόσθετη εξασφάλιση του οχήματος.  Πρόκειτο για 20.000 μετοχές στην εταιρεία Europrofit Capital Investors Ltd με δηλωθείσα τότε ονομαστική αξία £0.50 εκάστη (Τεκμ. 2.2).  Πλέον βέβαια το ίδιο το όχημα.  Από την άλλη, ο ίδιος ο εφεσείων 1 στη δική του μαρτυρία ουδόλως εξήγησε την αξία των £25.000 και θα παρουσιαζόταν εντελώς αυθαίρετο το συμπέρασμα ότι η τράπεζα εξ ιδίων της έθεσε αυτό το συγκεκριμένο ποσό άνευ ετέρου, ιδιαιτέρως εφόσον υπήρχε μια αληθοφανής εξήγηση ως προς το λόγο που τέθηκε η συγκεκριμένη αξία από πλευράς της τράπεζας.  Άλλωστε, στο συμβόλαιο ενοικιαγοράς, Τεκμ. 2Α, τόσο ο εφεσείων 2, ως ιδιοκτήτης πλέον του οχήματος, όσο και ο εφεσείων 1, ως ενοικιαγοραστής, υπέγραψαν τις αντίστοιχες δηλώσεις τους, τόσο σε σχέση και με το είδος του αντικειμένου, όσο και ως προς την αξία αυτού, στον Πίνακα Α.

 

        Διασυνδέουν όμως οι εφεσείοντες όλα τα ως άνω και με μια άλλη βασική τους τοποθέτηση που συσχετίζει τη συγκεκριμένη επίδικη ενοικιαγορά με όλες τις υπόλοιπες.  Εισηγούνται ότι λανθασμένα πρωτοδίκως θεωρήθηκαν οι υπόλοιπες έξι ενοικιαγορές ως ασύνδετες με την επίδικη ενόψει του ότι όλες αποτελούσαν μέρος μιας ευρύτερης χρηματοδοτικής κίνησης εκ μέρους της τράπεζας, με στόχο τη δανειοδότηση των εφεσειόντων χρησιμοποιώντας ανύπαρκτα αντικείμενα.  Το Δικαστήριο ανέφερε ως προς το θέμα αυτό, ότι η αναφορά στα υπόλοιπα συμβόλαια και η κατάθεση τους δεν «..έγινε υπό τη μορφή 'παρόμοιων γεγονότων', αλλά για να τεθούν οι ευρύτερες περιστάσεις υπό τις οποίες υπογράφτηκε το επίδικο συμβόλαιο.».  Και περαιτέρω έκρινε ότι τα άλλα συμβόλαια δεν ήταν επίδικα στην ενώπιον του αγωγή.  Είναι γεγονός ότι δικογραφικά οι εφεσείοντες στην υπεράσπιση τους έθεσαν ζήτημα ότι και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, η τράπεζα, με την πολιτική της, είχε καταρτίσει πολλές άλλες εικονικές συμφωνίες, λεπτομέρειες των οποίων καταγράφονται στην παρ. 5.12.  Όταν κατατέθηκαν τα άλλα συμβόλαια ως Τεκμ. 3-3ΣΤ, έγινε παραδεκτό από την τράπεζα, μέσω του κ. Ζαχαρίου, επί λέξει ότι «.. η χρηματοδότηση που δόθηκε στους εναγομένους συνολικού ύψους £150.000 δόθηκε με το παρόν και πιο συγκεκριμένα με άλλα επτά συμβόλαια ενοικιαγοράς με αντικείμενα έπιπλα και οικιακό εξοπλισμό σ΄ αυτές τις περιπτώσεις και είναι τα ίδια πρόσωπα, και σε αυτές τις περιπτώσεις πωλούσαν μεταξύ τους αντικείμενα οι εναγόμενοι, όπως και στην παρούσα.». (πρόκειται βέβαια για άλλα έξι συμβόλαια).

 

        Η κατάθεση των εγγράφων αυτών έγινε υπό την επιφύλαξη της υπεράσπισης της εν γένει εικονικότητας.  Στη συνέχεια κατατέθηκαν και οι αγωγές που ηγέρθησαν επί αυτών των συμβολαίων, ως Τεκμ. 4Α-4ΣΤ, με το πρωτόδικο Δικαστήριο να σημειώνει ότι:  «Οι αγωγές αυτές κατατίθενται για τον περιορισμένο σκοπό που έχει αναφέρει ο κ. Μαθηκολώνης, δηλαδή, για να φανεί η θέση των εναγόντων* ως προς ποια είναι συγκεκριμένα τα αντικείμενα και τον τρόπο που φαίνεται να μεταβιβάστηκαν.».

 

______________

* (εννοείται προφανώς των εναγομένων)

 

        Μαρτυρία περί παρομοίων γεγονότων ή «similar fact evidence», δίδεται πάντοτε ως εξαίρεση του γενικότερου κανόνα ότι μαρτυρία ως προς το τι έχει πράξει ο διάδικος σε άλλες περιπτώσεις δεν είναι αποδεκτή, αν ο μόνος λόγος για τον οποίο επιδιώκεται η προσαγωγή  της  είναι   η  εν   γένει   προδιάθεση ή

ροπή του ως προς τα πράγματα γενικώς.  Η μαρτυρία παρόμοιων γεγονότων αφορά μαρτυρία για το ευεπίφορο ή το χαρακτήρα του διάδικου.  Καθίσταται δε αποδεκτή εφόσον είναι ιδιαίτερα σχετική ως δεικνύουσα μια συγκεκριμένη μεθοδολογία ή αφορά κατευθείαν επίδικο θέμα κατά τη δικάσιμο.  Η μαρτυρία παρόμοιων γεγονότων αφορά κατ΄ εξοχήν το ποινικό δίκαιο, περνώντας μέσα από τη βάσανο της αποδεικτικής της αξίας («probative force»), σε συσχετισμό ή αντιπαραβολή με την επιζήμια επίδραση της («prejudicial effect»).  Δίδεται δε συχνά προς αντίκρουση προβαλλομένων θέσεων της υπεράσπισης.

 

        Παρά το αβάσιμο της καταγραφείσας θέσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ. 4 της απόφασης του ότι τα άλλα συμβόλαια δεν ήταν επίδικα, εφόσον είχαν αφενός δικογραφηθεί, αλλά και είχαν αφετέρου παρουσιαστεί με σκοπό την απόδοση αξιοπιστίας στην ευρύτερη υπεράσπιση των εφεσειόντων περί του σχεδιασμού και καταρτισμού σχεδίου από την τράπεζα σε μια ολική συμφωνία ύψους £150.000, εντούτοις είναι αμφίβολο αν υπό τις περιστάσεις υπήρχε μαρτυρία παρόμοιων γεγονότων στην αυστηρή και κλασσική έννοια της.  Πέραν της προβολής τέτοιας υπεράσπισης σε μια καθαρά αστική αγωγή, η μαρτυρία δεν έδειξε ότι όλα τα συμβόλαια ήταν εικονικά.  Εκ των υστέρων και μόνο διαφάνηκε ότι δύο από τις αγωγές που κατατέθηκαν ως Τεκμ. 4Β και 4Δ (αγωγές υπ΄ αρ. 71/03 και 95/03 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου), μαζί με μια άλλη την υπ΄ αρ. 729/03, κατ΄ έφεση απορρίφθηκαν ανατρέποντας την έκδοση υπέρ της τράπεζας απόφασης, παρά τη διαπιστωθείσα πρωτοδίκως εικονικότητας των συμβολαίων ενοικιαγοράς.  Το Εφετείο έκρινε ότι η απόδοση θεραπείας σε διαζευκτική βάση αγωγής δεν ήταν δυνατή, εφόσον είχε προωθηθεί η εκδοχή της ενοικιαγοράς η οποία και ήταν εντός των πλαισίων ενεργειών της τράπεζας ως χρηματοδοτικού οργανισμού.  Διαπιστώθηκε από το Εφετείο ότι το πρόβλημα δεν εντοπιζόταν στην ανυπαρξία άλλης βάσης αγωγής, αλλά στην έλλειψη διαφορετικού υπόβαθρου γεγονότων.  Ακολουθώντας τη Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Γεωργίου Κυριάκου Χίνη (2008) 1 Α.Α.Δ. 818, έκρινε ότι η ανυπαρξία των δηλωθέντων προς ενοικιαγορά αντικειμένων ήταν καταλυτική στην κρίση ότι η συμφωνία ήταν όντως εικονική.  Μάλιστα το γεγονός ότι τα αντικείμενα ήταν ανύπαρκτα διαπιστώθηκε πρωτοδίκως ότι ήταν στη γνώση και της ίδιας της τράπεζας.  (Χριστοφής Κάστανος κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ κ.ά., - ανωτέρω -).

 

        Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ των προαναφερθέντων αποφάσεων και της παρούσας, εστιάζεται στην ύπαρξη εδώ του οχήματος, παραδεκτό γεγονός και από τον κ. Μαθηκολώνη κατά την αντεξέταση του μάρτυρα της τράπεζας (σελ. 17 των πρακτικών).  Όσο και αν η διασύνδεση του επίδικου υπό συζήτηση συμβολαίου ενοικιαγοράς με τα υπόλοιπα, εγείρει σοβαρά ερωτηματικά και αφήνει πλείστες όσες αμφιβολίες για την όλη ορθή προσέγγιση της χρηματοδότησης των εφεσειόντων για τις £150.000, δεν θα ήταν δυνατό επειδή άλλα συμβόλαια καταρτισθέντα μεταξύ των ιδίων διαδίκων έχουν κριθεί εικονικά, να κριθεί εικονικό και το επίδικο.  Το υπό κρίση συμβόλαιο ενοικιαγοράς ευλόγως είναι διακριτό από όλες τις υπόλοιπες συμφωνίες.  Αφορούσε συγκεκριμένο υπαρκτό αντικείμενο, το οποίο πωλήθηκε στην τράπεζα· και στη συνέχεια διατέθηκε με το σύστημα της ενοικιαγοράς, έστω σε αυξημένη τιμή, στο εφεσείοντα 1.  Η αυξημένη τιμή από μόνη της, ως ήδη κρίθηκε, δεν αποτελεί παρά ένδειξη πιθανής εικονικότητας.  Όλα τα υπόλοιπα στοιχεία παραπέμπουν σε μια αληθή συμφωνία, εκ της οποίας οι εφεσείοντες επωφελήθηκαν χρηματοδότησης ύψους £25.000, εκ των οποίων αποπλήρωσαν ορισμένο ποσό, ως ο ίδιος ο εφεσείων 1, δέχθηκε στην αντεξέταση του.  Ορθά επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε εκ των υστέρων σκέψη την υπεράσπιση της ενοικιαγοράς, όταν οι χρηματιστηριακές αξίες των μετοχών των εφεσειόντων, για τις οποίες οι ίδιοι προφανώς χρησιμοποίησαν τα χρήματα της χρηματοδότησης, δεν απέδωσαν ως ανέμεναν.  Το συμβόλαιο ήταν όμως αληθές.  Το αν η τράπεζα αδιαφόρησε να ελέγξει τα υπόλοιπα αντικείμενα, τα οποία ήταν ανύπαρκτα, δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της παρούσας συμφωνίας.

 Με την κατάληξη της απόρριψης της εικονικότητας ως υπεράσπισης, όλοι οι λόγοι που αφορούν τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας και τις χρεώσεις κατ΄ αντίθεση με την περί τόκου νομοθεσία, πίπτουν στο κενό.

 

        Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 ως έξοδα πλέον Φ.Π.Α. εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ της εφεσίβλητης.

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

                                                Δ.

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο