ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 1740
10 Νοεμβρίου, 2010
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. MIKE WILLSTROP,
2. JANET MACKENNA,
3. BARRY EDWARDS,
4. JOHN BERRY,
5. WOW SHOWME LTD,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 1, 2, 3, 4 και 6,
v.
1. YIANNIS GEORGIOS MAMMOUS,
2. MATHEW BROWN,
3. ΒΑΣΙΛΕΙΟY ΓΡΗΓΟΡΗ ΠΑΠΑΛΕΞΗ,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 86/2008)
Αποφάσεις και διατάγματα ― Απαγορευτικό διάταγμα το οποίο εκδόθηκε μονομερώς και στη συνέχεια οριστικοποιήθηκε, με το οποίο οι εναγόμενοι, μέτοχοι και διοικητικοί σύμβουλοι εταιρείας, εμποδίζοντο να προχωρήσουν σε υλοποίηση απόφασης της γενικής συνέλευσης σε σχέση με την έκδοση νέων μετοχών, η οποία, κατ' ισχυρισμόν, θα επηρέαζε δυσμενώς τα συμφέροντα των εναγόντων, μετόχων μειοψηφίας της εταιρείας ― Ακυρώθηκε κατ' έφεση λόγω απόκρυψης ουσιώδους γεγονότος και μη ικανοποίησης του στοιχείου του κατεπείγοντος για την παροχή θεραπείας ― Το στοιχείο του κατεπείγοντος αποτελεί προϋπόθεση για την επίκληση της ex parte δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου κάτω από το Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.
Οι τρεις εφεσίβλητοι - ενάγοντες (στο εξής οι εφεσίβλητοι) και οι εφεσείοντες - εναγόμενοι 1, 2, 3 και 4 (στο εξής οι εφεσείοντες) είναι μέτοχοι της εφεσείουσας 5 - εναγόμενης 6 εταιρείας, συσταθείσας το 2004. Τα ίδια πρόσωπα εκτός από τον εφεσίβλητο 2 είναι και διοικητικοί σύμβουλοι της εταιρείας, ενώ διευθύνων σύμβουλος και γραμματέας είναι ο εφεσείων 1. Οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι κατέχουν μεταξύ τους το 32.85% των μετοχών εκίνησαν αγωγή κατά των εφεσειόντων, οι οποίοι κατέχουν το 58.56%, λόγω της κατ' ισχυρισμό, δυσμενούς μεταχείρισης των συμφερόντων τους από τους εφεσείοντες σε σχέση με την έκδοση νέων μετοχών προς το σκοπό εξόφλησης χρέους της εταιρείας προς τον εφεσείοντα 1 που θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του δικού του ποσοστού και τη μείωση εκείνου των εφεσιβλήτων. Η αύξηση αυτή αποφασίσθηκε σε γενική συνέλευση. Οι εφεσίβλητοι οι οποίοι ψήφισαν υπέρ της απόφασης αυτής, υποστήριξαν ότι αυτό έγινε ενάντια στη βούλησή τους και υπό την απειλή και πίεση του εφεσείοντος 1, ο οποίος απείλησε ότι, αν δεν εψήφιζαν υπέρ της αύξησης, θα προέβαινε σε εκκαθάριση της εταιρείας ως πιστωτής.
Οι εφεσίβλητοι εξασφάλισαν ex parte διάταγμα με το οποίο οι εφεσείοντες εμποδίζοντο να προχωρήσουν στην υλοποίηση της απόφασης το οποίο στη συνέχεια οριστικοποιήθηκε.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση οριστικοποίησης του εκδοθέντος διατάγματος, υποστηρίζοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν θεώρησε την απόκρυψη ρήτρας διαιτησίας ως θέμα απόκρυψης ουσιώδους γεγονότος μεταξύ των διαδίκων. Εδώ, όντως επρόκειτο για ρήτρα διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, η οποία ρυθμίζεται από το Νόμο 101/1987. Οι εφεσείοντες επικαλέσθηκαν ως λόγο έφεσης και την έλλειψη του στοιχείου του κατεπείγοντος, το οποίο συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση στην έκδοση ex parte διαταγμάτων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στο στάδιο της ex parte αίτησης, το ζητούμενο δεν ήταν η εμβέλεια της ρήτρας διαιτησίας αλλά η επισήμανσή της, ώστε το Δικαστήριο να είχε ενώπιόν του όλα τα στοιχεία που θα το βοηθούσαν να κρίνει αν ήταν ορθό να δώσει το διάταγμα ex parte ή αν θα έπρεπε να ακούσει και την άλλη πλευρά. Ως προς τούτο, η γνώση του της ύπαρξης της ρήτρας διαιτησίας ήταν σημαντικό στοιχείο. Η κρίση ως προς την επίδραση μη αποκαλυφθέντος στοιχείου δεν μπορεί να γίνεται, εκτός σε πολύ καθαρές περιπτώσεις, πρωτογενώς και εκ των υστέρων, αφού δεν είναι δυνατό να λεχθεί τώρα ποία επίδραση θα είχε αυτό στην τότε κρίση του Δικαστηρίου. Η σημασία μη αποκαλυφθέντος στοιχείου δεν πρέπει λοιπόν εύκολα να υποτιμάται, ιδιαιτέρως εφ' όσον συναρτάται προς την έκδοση ex parte διατάγματος ως κατ' εξαίρεση διαδικασίας. Η μη αποκάλυψη της ρήτρας διαιτησίας ήταν, ουσιώδης παράλειψη που μπορούσε, αντικειμενικά, να επηρέαζε την κρίση του Δικαστηρίου.
2. Οι εξηγήσεις τις οποίες έδωσαν οι εφεσίβλητοι για την καθυστέρηση που σημειώθηκε μεταξύ της 25.9.2007, που είχε γίνει η ειδοποίηση της γενικής συνέλευσης, και της 4.12.2007 που καταχωρήθηκε η αγωγή και η αίτησή τους, αφορούσαν στο ότι ο εφεσίβλητος 1 απουσίαζε για λίγο εκτός Κύπρου και στο ότι οι εφεσίβλητοι δυσκολεύθησαν να εξεύρουν δικηγόρο και να συλλέξουν τα στοιχεία. Το θέμα της καθυστέρησης, συναρτώμενο προς το ex parte, είναι όμως αντικειμενικό. Εδώ οι εφεσίβλητοι, όπως οι ίδιοι το έθεσαν, από τον Ιούλιο του 2007 γνώριζαν τις προθέσεις του εφεσείοντα 1 και γνώριζαν από τις 25.9.2007 ότι σκόπευε να τις υλοποιήσει, συμμετείχαν δε τελικά στην υλοποίησή τους με τη θετική ψήφο τους. Η καθυστέρηση στην αίτηση του διατάγματος της 4.12.2007 με σκοπό την αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης, την έλευση της οποίας εγνώριζαν και στην οποία συνέβαλαν, δεν μπορούσε να δικαιολογούσε την έκδοση του διατάγματος ex parte ως κατεπείγοντος, αφού μάλιστα από τις 25.10.2007 μέχρι τις 4.12.2007 η απόφαση δεν είχε υλοποιηθεί. Ούτε θα ήταν δύσκολο για το Δικαστήριο να διατάξει την επίδοση της αίτησης και να ακούσει και τις δύο πλευρές ορίζοντας την αίτηση σε λίγες μέρες. Αυτή θα ήταν η ορθή και πρέπει μάλιστα να είναι η συνήθης διαδικασία.
Η έφεση επιτράπηκε με €2.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσειόντων.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Kαλογήρου, A.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 6376/07), ημερομ. 22.2.2008.
Σ. Πίττας, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Μιχαηλίδου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Χατζηχαμπή.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Οι τρεις Εφεσίβλητοι-Ενάγοντες και οι Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 1, 2, 3 και 4 είναι μέτοχοι της Εφεσείουσας 5-Εναγόμενης 6, εταιρείας συσταθείσας το 2004. Οι Εφεσίβλητοι κατέχουν μεταξύ τους το 32,85% των μετοχών και οι Εφεσείοντες 1-4 το 58,56%. Είναι η βασική θέση των Εφεσιβλήτων ότι οι Εφεσείοντες 1-4, εκμεταλλευόμενοι τη θέση ισχύος που τους παρέχει η πλειοψηφία των μετοχών τους αλλά και την ιδιότητά τους ως διοικητικοί σύμβουλοι (διοικητικοί σύμβουλοι είναι και οι Εφεσίβλητοι 1 και 3, ενώ Διευθύνων Σύμβουλος και Γραμματέας είναι ο Εφεσείων 1), ενήργησαν προς ζημιά των Εφεσιβλήτων. Το ιδιαίτερο παράπονο των Εφεσιβλήτων, στη βάση του οποίου και εκίνησαν αγωγή κατά των Εφεσειόντων, συναρτάται προς ενέργειες των Εφεσειόντων 1-4 σε σχέση με την έκδοση νέων μετοχών προς το σκοπό εξόφλησης χρέους της εταιρείας προς τον Εφεσείοντα 1, που θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του δικού του ποσοστού και τη μείωση εκείνου των Εφεσιβλήτων. Έγινε προς τούτο γενική συνέλευση την 25.10.2007 στην οποία απεφασίσθη η εν λόγω αύξηση. Υπέρ της απόφασης εψήφισαν και οι Εφεσίβλητοι, τούτο όμως λέγουν έγινε ενάντια στην επιθυμία τους και υπό την πίεση και επιρροή του Εφεσείοντα 1, ο οποίος απείλησε ότι, αν δεν εψήφιζαν υπέρ της αύξησης, θα προέβαινε σε εκκαθάριση της εταιρείας ως πιστωτής. Η θετική ψήφος των Εφεσιβλήτων ήταν απαραίτητη αφού το Καταστατικό της εταιρείας απαιτεί πλειοψηφία 75% για τη λήψη της εν λόγω απόφασης. Στη συνέχεια οι Εφεσίβλητοι, αντιλαμβανόμενοι, όπως ισχυρίζονται, ότι τα συμφέροντα τους θα ετύγχαναν δυσμενούς μεταχείρισης ως αποτέλεσμα των προθέσεων των Εφεσειόντων, αποφάσισαν να λάβουν δικαστικά μέτρα για να τα προστατέψουν. Με την αγωγή τους λοιπόν αξίωσαν λογαριασμούς, αποζημιώσεις για τις ενέργειες των Εφεσειόντων καθώς και διατάγματα, περιλαμβανομένου διατάγματος ακύρωσης και αναστολής της εν λόγω απόφασης. Μαζί με την αγωγή ζήτησαν και διάταγμα με το οποίο να εμποδίζοντο οι Εφεσείοντες να προχωρήσουν στην υλοποίηση της απόφασης, το οποίο τους εδόθη ex parte και στη συνέχεια οριστικοποιήθηκε μετά από ακρόαση.
Με την ένστασή τους οι Εφεσείοντες είχαν εγείρει διάφορα θέματα, μεταξύ των οποίων και το ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν προβεί σε πλήρη αποκάλυψη προς εξασφάλιση του ex parte διατάγματος, και δη ως προς την ύπαρξη νέας συμφωνίας των μετόχων, την ύπαρξη ρήτρας διαιτησίας μεταξύ των μετόχων, την ύπαρξη κυμαινόμενης επιβάρυνσης προς όφελος του Εφεσείοντα 1 προς εξασφάλιση του δανείου του αλλά και πρόσθετων δανείων που αυτός είχε παραχωρήσει στην εταιρεία, το ότι η ειδοποίηση της γενικής συνέλευσης είχε σταλεί από την 25.9.2007, και μερικά άλλα στοιχεία.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ευσταθούσαν οι εισηγήσεις αυτές καθ' όσον τα ουσιώδη στοιχεία, που θα μπορούσαν να επιδρούσαν στην κρίση του Δικαστηρίου, είχαν αποκαλυφθεί, εξηγώντας ως προς κάθε στοιχείο στο οποίο είχαν αναφερθεί οι Εφεσείοντες γιατί δεν το θεωρούσε σημαντικό. Εξετάζοντας ιδιαιτέρως το θέμα της ρήτρας διαιτησίας, θεώρησε ότι αυτό ουδεμία επίδραση μπορούσε να είχε στην κρίση του Δικαστηρίου αφού η ρήτρα διαιτησίας αφορούσε τις διαφορές των μετόχων που σχετίζονται με τη συμφωνία τους ενώ η αγωγή εβασίζετο σε δόλο.
Το βάρος των λόγων έφεσης είναι σε αυτή τη πτυχή της απόφασης. Και θεωρούμε ότι οι Εφεσείοντες έχουν δίκαιο. Πλουσιοτάτη είναι η νομολογία, στην οποία οι Εφεσείοντες αναφέρονται εκτενώς, ως προς το θέμα του καθήκοντος αποκάλυψης, και δη ως προς περιπτώσεις ρήτρας διαιτησίας. Αδυνατούμε να συμφωνήσουμε με τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή ότι η μη αποκάλυψη της ρήτρας διαιτησίας ήταν άνευ σημασίας. Εδώ, όπως ορθώς παρατηρούν οι Εφεσείοντες, όντως επρόκειτο για ρήτρα διεθνούς εμπορικής διαιτησίας που ρυθμίζεται από το Νόμο 101/1987 και δεν μπορεί να αμφισβητείται η ισχύς της. Η εμβέλεια της βεβαίως είναι θέμα κρίσεως, αλλά δεν μπορούμε να δεχθούμε την εισήγηση των Εφεσεσιβλήτων ότι η αγωγή σαφώς δεν ενέπιπτε στα πλαίσια της ρήτρας διαιτησίας. Το θέμα της εμβέλειας της ρήτρας διαιτησίας δεν θα μπορούσε εξ άλλου να κριθεί παρεμφερώς στο στάδιο της ex parte αίτησης, αλλά ούτε και εκ των υστέρων στα πλαίσια της απόφασης του Δικαστηρίου, όπως φαίνεται να έχει γίνει εδώ, παρά μόνο θα αποτελούσε το ουσιώδες θέμα σε περίπτωση αίτησης για αναστολή της δικαστικής διαδικασίας και εκεί είναι που θα εξετάζοντο σε λεπτομέρεια οι θεραπείες της αγωγής για να κριθεί αν και σε ποια έκταση ενέπιπταν στη ρήτρα διαιτησίας. Το ζητούμενο στο στάδιο της ex parte αίτησης λοιπόν δεν ήταν η εμβέλεια της ρήτρας διαιτησίας αλλά η επισήμανση της (πέραν της απλής περίληψης στην αίτηση της συμφωνίας στην οποία περιείχετο) ώστε το Δικαστήριο να είχε ενώπιον του όλα τα στοιχεία που θα το βοηθούσαν να κρίνει αν ήταν ορθό να δώσει το διάταγμα ex parte ή αν θα έπρεπε να ακούσει και την άλλη πλευρά. Ως προς τούτο, η γνώση του της ύπαρξης της ρήτρας διαιτησίας ήταν, φρονούμε, σημαντικό στοιχείο. Και κάτι άλλο. Η κρίση ως προς την επίδραση μη αποκαλυφθέντος στοιχείου δεν μπορεί να γίνεται, εκτός σε πολύ καθαρές περιπτώσεις, πρωτογενώς και εκ των υστέρων, αφού δεν είναι δυνατό να λεχθεί τώρα ποία επίδραση θα είχε αυτό στην τότε κρίση του Δικαστηρίου. Η σημασία μη αποκαλυφθέντος στοιχείου δεν πρέπει λοιπόν εύκολα να υποτιμάται, ιδιαιτέρως εφ' όσον συναρτάται προς την έκδοση ex parte διατάγματος ως κατ' εξαίρεση διαδικασίας. Η μη αποκάλυψη της ρήτρας διαιτησίας ήταν, καταλήγουμε, ουσιώδης παράλειψη που μπορούσε, αντικειμενικά, να επηρέαζε την κρίση του Δικαστηρίου. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε στα λοιπά στοιχεία που οι Εφεσείοντες λέγουν ότι ήσαν ουσιώδη και δεν απεκαλύφθησαν, θα παρατηρούσαμε όμως μόνο ότι, έχοντας υπ' όψη το όλο πλέγμα της υπόθεσης τους όπως την παρουσίασαν οι Εφεσίβλητοι, δηλαδή ως αφορώσα δόλο και εκβιασμό, θα αναμένετο ότι οι Εφεσίβλητοι θα είχαν επισημάνει το σύνολο των στοιχείων της εικόνας, περιλαμβανομένων ιδιαίτερα της κυμαινόμενης επιβάρυνσης αλλά και των προνοιών της συμφωνίας ως προς τα πλήρη δικαιώματα του Εφεσίβλητου 1 ως δανειστή της Εφεσείουσας 6.
Αν και δεν είναι αναγκαίο, θα ηθέλαμε να σχολιάσουμε και μια άλλη πτυχή της έφεσης, εκείνη που αφορά το κατεπείγον. Οι Εφεσείοντες είχαν θέσει το θέμα αυτό στην ένσταση τους, συσχετίζοντας το και με το ότι η ειδοποίηση της γενικής συνέλευσης και των σκοπών της είχε γίνει από τις 25.9.2007 ώστε οι Εφεσίβλητοι να γνώριζαν από τότε τις προθέσεις των Εφεσειόντων και εν τούτοις δεν αποτάθησαν στο Δικαστήριο ούτε πριν αλλά ούτε και εγκαίρως μετά τη γενική συνέλευση, αφού η αγωγή και η αίτηση τους έγινε την 4.12.2007. Το Δικαστήριο «συγχώρεσε» την καθυστέρηση των Εφεσιβλήτων θεωρώντας ότι οι εξηγήσεις που έδωσαν ήσαν ικανοποιητικές. Οι εξηγήσεις αυτές αφορούσαν στο ότι ο Εφεσίβλητος 1 απουσίαζε για λίγο εκτός Κύπρου και στο ότι οι Εφεσίβλητοι δυσκολεύθησαν να εξεύρουν δικηγόρο και να συλλέξουν τα στοιχεία. Το θέμα της καθυστέρησης, συναρτώμενο προς το ex parte, είναι όμως αντικειμενικό. Εδώ οι Εφεσίβλητοι, όπως οι ίδιοι το έθεσαν, από τον Ιούλιο του 2007 γνώριζαν τις προθέσεις του Εφεσείοντα 1 και γνώριζαν από τις 25.9.2007 ότι σκόπευε να τις υλοποιήσει, συμμετείχαν δε τελικά στην υλοποίησή τους με τη θετική ψήφο τους. Η καθυστέρηση στην αίτηση του διατάγματος της 4.12.2007 με σκοπό την αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης, την έλευση της οποίας εγνώριζαν και στην οποία συνέβαλαν, δεν μπορούσε να δικαιολογούσε την έκδοση του διατάγματος ex parte ως κατεπείγοντος, αφού μάλιστα από τις 25.10.2007 μέχρι τις 4.12.2007 η απόφαση δεν είχε υλοποιηθεί. Ούτε θα ήταν δύσκολο για το Δικαστήριο να διατάξει την επίδοση της αίτησης και να ακούσει και τις δύο πλευρές ορίζοντας την αίτηση σε λίγες μέρες. Αυτή θα ήταν η ορθή και πρέπει μάλιστα να είναι η συνήθης διαδικασία.
Η έφεση επιτυγχάνει και το εκδοθέν διάταγμα ακυρώνεται. Οι Εφεσίβλητοι θα καταβάλουν €2.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., στους Εφεσείοντες.
Η έφεση επιτρέπεται με €2.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσειόντων.