ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Kαρεκλά Aνθούλλα Σταύρου ν. Σωτήρη Kλεάνθους (1997) 1 ΑΑΔ 1199
Xρυσάνθου Zήνωνας ν. Xρυσούλλας Παγκρατίου (1998) 1 ΑΑΔ 675
Miorage Popovic Slopodan ν. Dubranvka Radivojenik (1998) 1 ΑΑΔ 1162
Κυπριανού Αμβρόσιος ν. Ευριδίκης Βασιλείου (2004) 1 ΑΑΔ 1320
Kυριάκου Kυριάκος ν. Mιχάλη Mιχαήλ (2008) 1 ΑΑΔ 515
Baloise Insurance Co Ltd ν. Xαράλαμπου Kατωμονιάτη και Άλλων (2008) 1 ΑΑΔ 1275
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2010) 1 ΑΑΔ 1450
15 Σεπτεμβρίου, 2010
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
VASILY KOSHELEV,
Eφεσείων-Ενάγων,
v.
MIOMIR MLADENOVICH,
Eφεσιβλήτου-Εναγομένου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 276/2007)
Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Κατάληξη σε αντιφατικά συμπεράσματα σε αγωγή για ανάκτηση χρηματικού ποσού από τον ενάγοντα το οποίο είχε παραχωρήσει στον εναγόμενο υπό μορφή δανείου ― Η επέμβαση του Εφετείου κρίθηκε αναγκαία ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου σε πραγματικά ευρήματα και ευρήματα αξιοπιστίας ― Εφετείο έχει την ίδια ευχέρεια με το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα με βάση τα πρωτογενή γεγονότα.
Ο εφεσείων - ενάγων (ο εφεσείων) καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου - εναγόμενου (ο εφεσίβλητος) αξιώνοντας το ποσό των D.M.80.000,00 και/ή το ισάξιο ποσό σε κυπριακές λίρες «δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου και/ή κοινού τύπου και/ή συναλλαγματικής και/ή έγγραφης αναγνώρισης χρέους και/ή άλλως πως, ημερομηνίας 12/12/2000» πλέον τόκους προς 2% εβδομαδιαίως από 12/12/2000 μέχρι πλήρους εξόφλησης και/ή νόμιμο τόκο και έξοδα.
Ο ισχυρισμός του εφεσείοντος πρωτοδίκως ήταν ότι το γραμμάτιο δόθηκε από τον εφεσίβλητο προς αυτόν για το ποσό των D.M.80.000,00 που του όφειλε, ποσό το οποίο ο εφεσείων είχε παραχωρήσει ως προσωρινό δάνειο στον εφεσίβλητο.
Ο εφεσίβλητος υποστήριξε ότι υπέγραψε το «επίδικο υποσχετικό» μετά από απειλές του εφεσείοντος τόσο προς την θυγατέρα του όσο και προς τον ίδιο ότι αν δεν υπέγραφε, θα ανέθετε την είσπραξη του ποσού σε φίλους από τη Μόσχα και θα προκαλείτο κακό τόσο στον ίδιο όσο και στην οικογένειά του. Το μόνο ποσό που ο ίδιος ώφειλε στον εφεσείοντα ήταν το ποσό των D.M.23.804,87 το οποίο πληρώθηκε προς την εταιρεία του εφεσείοντος SILVERLAND, σε δύο δόσεις από την εταιρεία JIVE.
O εφεσείων απέρριψε τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου περί απειλών, αναφέροντας ότι ο τελευταίος δανείστηκε πολλές φορές προσωπικά «και ακριβώς το ποσό του επίδικου γραμματίου αποτελεί προσωπικό δάνειο του εναγομένου και δεν έχει καμιά σχέση με τις εταιρείες του ενάγοντα».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστους τόσο τον εφεσείοντα αναφορικά με το κατά πόσο το επίδικο έγγραφο αφορούσε δάνειο που δόθηκε προσωπικά στον εφεσίβλητο, όσο και τον εφεσίβλητο όσον αφορά τον ισχυρισμό του ότι υπέγραψε το έγγραφο ημερ. 12/12/2000 διότι απειλήθηκε από τον εφεσείοντα. Το Δικαστήριο δεν πίστεψε ούτε ότι ο εφεσίβλητος πλήρωσε το ποσό των D.M.23.804,87 με τις προαναφερθείσες δυο δόσεις σε δολλάρια Η.Π.Α. αλλά ούτε και τη θέση του ότι το ποσό των D.M.80.000,00 προήλθε από παράνομο τοκισμό.
Παρά τα πιο πάνω ευρήματά του το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αφού κατέληξε ότι το έγγραφο (τεκμ. 1) δεν αποτελούσε γραμμάτιο συνήθους τύπου με την έννοια του Άρθρου 78 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, αλλά ούτε και συναλλαγματική εντός της εννοίας του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262. Απέρριψε επίσης την αξίωση με βάση την «έγγραφη αναγνώριση χρέους».
Ο εφεσείων καταχώρησε έφεση προσβάλλοντας το εύρημα ότι ο ίδιος ήταν αναξιόπιστος αναφορικά με «το ποιος ήταν ο αποδέκτης του δανείου». Προέβαλε δε και τους ακόλουθους ισχυρισμούς:
(α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε γιατί δεν εξέτασε κατά πόσο δικαιολογείτο η έκδοση απόφασης υπέρ του, αφού έδωσε το ποσό αυτό στον εφεσίβλητο υπό μορφή δανείου.
(β) Ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα ότι υπήρχε γραπτή συμφωνία δανείου, υπογεγραμμένη από τον εφεσίβλητο και εφόσον απορρίφθηκε η θέση του τελευταίου ότι υπέγραψε κάτω από απειλές, εσφαλμένα το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή.
Οι συνήγοροι συμφώνησαν όπως, σε περίπτωση, επιτυχίας της έφεσης το πληρωτέο ποσό θα φέρει τόκο 8% ετησίως.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στο έργο αξιολόγησης της μαρτυρίας και στις προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιηθούν για να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου στο θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδέχθηκε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. Από τη στιγμή που το Δικαστήριο έκρινε τον εφεσίβλητο αναξιόπιστο και απέρριψε τον ισχυρισμό του για υπογραφή του εγγράφου υπό την απειλή του εφεσείοντος, έπρεπε να καταλήξει ότι η απαίτηση του εφεσείοντος έχει αποδειχθεί, ανεξάρτητα αν τα χρήματα που πήρε ο εφεσίβλητος από τον εφεσείοντα προορίζονταν για τις εταιρείες του εφεσίβλητου. Η υπόθεση Miorage v. Radjonevik (1998) 1 Α.Α.Δ. 1162, στην οποία βασίστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει ότι ο εφεσείων δεν έπεισε ότι παραχώρησε δάνειο στον εφεσίβλητο, διαφοροποιείται εντελώς από την παρούσα λόγω των δικών της γεγονότων.
2. Το γεγονός ότι το εν λόγω έγγραφο (τεκμ. 1) δεν αποτελούσε γραμμάτιο συνήθους τύπου με την έννοια του Άρθρου 78 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, δεν σήμαινε ότι η υπόθεση δεν μπορούσε να αποδειχθεί. Η σημασία που θα είχε αν ήταν γραμμάτιο συνήθους τύπου, είναι ότι απλώς το περιεχόμενό του θα ήταν αρκετή μαρτυρία, χωρίς την ανάγκη προσκόμισης άλλης προφορικής μαρτυρίας και οι υπερασπίσεις θα ήσαν περιορισμένες. Ο ισχυρισμός ότι το ποσό του εν λόγω εγγράφου αφορούσε δάνειο προς τον εφεσίβλητο, καλύπτεται από τα δικόγραφα, ιδιαίτερα την τροποποιημένη Απάντηση στην Υπεράσπιση.
3. Η έφεση επιτράπηκε. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίσθηκε και εκδόθηκε απόφαση υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον του εφεσίβλητου για το ποσό των D.M.80.000,00 ή το ισόποσο τους σε ευρώ με τόκο 8% ετησίως από 12/12/2000 μέχρι εξόφλησης.
Η έφεση επιτράπηκε. Εκδόθηκε απόφαση ως ανωτέρω με έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση υπέρ του εφεσείοντος, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Καρεκλά v. Κλεάνθους (1997) 1 Α.Α.Δ. 1199,
Παπαλλή κ.ά. v. Κυριάκου (2008) 1 Α.Α.Δ. 83,
Κυριάκου v. Μιχαήλ (2008) 1 Α.Α.Δ. 515,
Βaloise Insurance Co. Ltd. v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275,
Miorage v. Radjonevik (1998)1 Α.Α.Δ. 1162.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Kαπετάνιου, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 5174/02), ημερομ. 10.9.2007.
Α. Γλυκής για Ανδρέα Νεοκλέους & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα-Ενάγοντα.
Α. Χ. Κυπρίζογλου, για τον Εφεσίβλητο-Εναγόμενο.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με την Αγωγή Aρ. 5174/02 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, που καταχωρήθηκε σε κλητήριο ένταλμα ειδικώς οπισθογραφημένο, ο εφεσείων αξίωσε από τον εναγόμενο το ποσό των D.M.80.000,00 και/ή το ισάξιο ποσό σε κυπριακές λίρες «δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου και/ή κοινού τύπου και/ή συναλλαγματικής και/ή έγγραφης αναγνώρισης χρέους και/ή άλλως πως, ημερομηνίας 12/12/2000» πλέον τόκους προς 2% εβδομαδιαίως από 12/12/2000 μέχρι πλήρους εξόφλησης και/ή νόμιμο τόκο και έξοδα.
Ήταν πρωτόδικα ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος (από τη Σερβία) που διέμενε τότε στη Λεμεσό, υπέγραψε το προαναφερθέν γραμμάτιο στις 12/12/00 για το ποσό των D.M.80.000,00 (γερμανικά μάρκα) το οποίο ήταν πληρωτέο σε πρώτη ζήτηση και εν πάση περιπτώσει όχι αργότερα από την 26/12/00. Το γραμμάτιο δόθηκε από τον εφεσίβλητο στον εφεσείοντα για το οφειλόμενο ποσό των D.M.80.000,00 προς τον εφεσείοντα, ποσό το οποίο ο τελευταίος είχε παραχωρήσει ως προσωρινό δάνειο στον εφεσίβλητο.
Ο εφεσίβλητος με την Υπεράσπιση του αρνείται ότι οφείλει ο ίδιος προσωπικά οποιοδήποτε ποσό στον εφεσείοντα. Αναφέρεται σε συνεργασία που είχαν πριν την υπογραφή του εν λόγω εγγράφου με την οποία συνεργασία δυο εταιρείες του εφεσείοντα η MARECO MARINE SYSTEMS (CYPRUS) LTD (η MARECO) και η SILVERLAND SHIPPING LTD (η SILVERLAND) δανειοδοτούσαν τις δυο εταιρείες JIVE MARTIME LTD (η JIVE) και EMED SHIPPING LTD (η EMED) στις οποίες ο εφεσίβλητος ήταν και είναι μέτοχος με «καταπλεονεκτικό επιτόκιο». Για την παρούσα υπόθεση στις 27/7/1999 με παράκληση του εφεσίβλητου προς την εταιρεία MARECO πληρώθηκε προς την γερμανική εταιρεία PETER DOEHLE SCHIFFAHRTS KG (πιο κάτω SCHIFFAHRTS) το ποσό των 12.171,24 Εuro, ισόποσο σε D.M.23.804,87. H σχέση της εν λόγω γερμανικής εταιρείας με τις εταιρείες JIVE και EMED ήταν αυτή του πιστωτή και χρεώστη. Έκτοτε, από τις 27/7/1999 ο εφεσείων παράνομα και αντισυμβατικά μέχρι το Νοέμβριο του 2000 υπολόγισε επιτόκιο 8% μηνιαίως επί του ποσού των D.M. 23.804,47 και με κεφαλαιοποίηση ανέβασε το ποσό στον ιλιγγιώδη αριθμό των D.M.81.553,96. Αφού ο εφεσείων στρογγύλεψε το ποσό σε D.M.80.000,00 ετοίμασε το επίδικο «υποσχετικό πληρωμής» και το παρουσίασε στον εφεσίβλητο στις 12/12/2000 για υπογραφή. Ο εφεσίβλητος αρχικά αρνήθηκε, αλλά μετά από απειλές του εφεσείοντα τόσο προς τη θυγατέρα του Tamara Mladenovich Αγαθοκλέους όσο και προς τον ίδιο ότι αν δεν υπογράψει θα αναθέσει την είσπραξη του ποσού σε φίλους από τη Μόσχα και θα πάθει κακό ο ίδιος και η οικογένεια του, τελικά δέχθηκε και υπέγραψε «το επίδικο υποσχετικό». Το μόνο ποσό που ώφειλε ο εφεσίβλητος στον εφεσείοντα ήταν το ποσό των D.M.23.804,87 το οποίο πληρώθηκε προς την εταιρεία του εφεσείοντα SILVERLAND, σε δυο δόσεις από την εταιρεία JIVE: (α) ποσό 6320,00 δολλαρίων Η.Π.Α. στις 8/10/09 και ποσό 5.000,00 δολλαρίων Η.Π.Α. στις 12/12/99, δηλαδή ισόποσο τότε των D.M.23.804,87.
Mε την τροποποιημένη Απάντηση στην Υπεράσπιση ο εφεσείων απορρίπτει τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου περί απειλών και αναφέρει ότι ο τελευταίος δανείστηκε πολλές φορές προσωπικά «και ακριβώς το ποσό του επίδικου γραμματίου αποτελεί προσωπικό δάνειο του εναγομένου και δεν έχει καμιά σχέση με τις εταιρείες του ενάγοντα.»
Το εν λόγω έγγραφο (Τεκμήριο 1) στο οποίο ουσιαστικά βασίστηκε η αγωγή, έχει ως ακολούθως:
«GOOD FOR D.M.80.000,00
PROMISSORY BOND
I, the undersigned, Miomir Mladenovich, of Limassol, holder of Yugoslavian Passport, do hereby undertake to pay to Vasily Koshelev, the sum of DMark 80.000,00 (Eighty thousand DMarks) being money due to him as a temporary loan granted to my company Emed Shipping Ltd and Jive Maritime Ltd.
The above sum I undertake to pay on or before the 26th December 2000.
I also undertake to pay the agreed interest at 2% (two per cent) per week from to day to the date of settlement and in case of legal proceedings taken against me in respect of this bond I accept to submit to the jurisdiction of Court of Cyprus and pay any legal or juridical expenses and costs.
IN WITNESS whereof I have hereunto set my hand this 12th day of December 2000.
(Sgn) .....................................
MIOMIR MLADENOVICH
Passport No 001124775 issued 17.06.1999
Witnesses
1. .......................................
2. ......................................."
Η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής αφού άκουσε από πλευράς του εφεσείοντα τον ίδιο και από την πλευρά του εφεσίβλητου τον ίδιο και τη σύζυγό του, και αφού εξέτασε την προφορική μαρτυρία τους υπό το φως των διαφόρων τεκμηρίων που παρουσιάστηκαν στην υπόθεση, έκρινε αναξιόπιστους τόσο τον εφεσείοντα αναφορικά με το κατά πόσο το επίδικο έγγραφο αφορούσε δάνειο που δόθηκε προσωπικά στον εφεσίβλητο, όσο και τον εφεσίβλητο όσον αφορά τον ισχυρισμό του ότι υπέγραψε το έγγραφο ημερ. 12/12/2000 διότι απειλήθηκε από τον εφεσείοντα για να το υπογράψει. Το ίδιο δεν έγινε πιστευτός ότι πλήρωσε το ποσό των D.M.23.804,87 με τις προαναφερθείσες δυο δόσεις με δολλάρια Η.Π.Α.. Απορρίφθηκε επίσης η θέση του εφεσίβλητου ότι το ποσό των D.M.80.000,00 προήλθε από παράνομο τοκισμό. Αναξιόπιστη κρίθηκε και η σύζυγος του εφεσίβλητου η οποία δεν είχε προσωπική γνώση, με εξαίρεση ότι υπέγραψε ως δεύτερη μάρτυρας στο τεκμ. 1 (επίδικο υποσχετικό) στα γραφεία του εφεσίβλητου. Κατέληξε δε στα ακόλουθα ευρήματα:
«Με βάση τη μαρτυρία που υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου κρίνω ότι στις 12.12.2000 ο εναγόμενος ανέλαβε προσωπική υποχρέωση να πληρώσει στον ενάγοντα το ποσό των 80.000 Γερμανικών Μάρκων, ποσό το οποίο καταβλήθηκε από τον ενάγοντα ως προσωρινό δάνειο προς τις εταιρείες Jive και Emed, μέχρι την 26.12.2000. Επιπλέον ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση όπως καταβάλει επί του πιο πάνω ποσού 2% τόκο εβδομαδιαίως μέχρι την εξόφληση του, πλέον οποιαδήποτε έξοδα προκύψουν από τυχόν δικαστική διαδικασία. Σχετικά υπογράφηκε το Τεκμήριο 1 του ενάγοντα ως μάρτυρα και σε κατοπινό στάδιο υπογράφηκε από τη Μ.Υ.2. Το Δικαστήριο για τους λόγους που ανέφερα και πιο πάνω στο στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας, δεν είναι σε θέση να προβεί σε εύρημα για το κατά πόσο τα χρήματα αυτά δόθηκαν στις 12.12.2000 ή και προγενέστερα. Απορρίπτω τον ισχυρισμό του εναγομένου ότι υπέγραψε το έγγραφο, Τεκμήριο 1 υπό απειλή όπως επίσης απορρίπτω και τον ισχυρισμό του ότι το ποσό αυτό εξοφλήθηκε με την πληρωμή του ποσού των 11.320 Δολαρίων Αμερικής, το οποίο θεωρώ ότι αφορά άλλη υπόθεση.
Λαμβάνοντας υπόψη την αξιολόγηση της μαρτυρίας και από τις δυο πλευρές δέχομαι ότι ο εναγόμενος δεν εκπλήρωσε την υπόσχεση πληρωμής που ανέλαβε δυνάμει του εγγράφου ημερομηνίας 12.12.2000, Τεκμήριο 1, προς τον ενάγοντα.»
Παρά τα πιο πάνω ευρήματα, το πρωτόδικο δικαστήριο αφού εξέτασε τη φύση του εγγράφου (τεκμ. 1) κατέληξε ότι αυτό δεν αποτελεί γραμμάτιο συνήθους τύπου με την έννοια του Αρθρου 78 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.
Το ίδιο απέρριψε τη θέση ότι το έγγραφο αποτελούσε συναλλαγματική με την έννοια του περί Συναλλαγματικού Νόμου, Κεφ. 262. Εξέφρασε επίσης την άποψη ότι αν δεχθεί το έγγραφο ως απλό γραμμάτιο, αυτό δεν αποτελεί «αυτοτελή βάση αγωγής» αφού στο Κυπριακό δίκαιο αναγνωρίζεται μόνο το γραμμάτιο συνήθους τύπου. Απέρριψε επίσης την αξίωση με βάση τη «εγγραφή αναγνώριση χρέους» και τελικά κατέληξε ως ακολούθως:
«Εάν και εφόσον τα ευρήματα του Δικαστηρίου ήταν ότι ο ενάγοντας δάνεισε προσωπικά στον εναγόμενο το ποσό των 80.000 Γερμανικών Μάρκων σε μετρητά, ισχυρισμός ο οποίος καλύπτεται αμυδρά από τα δικόγραφα (παράγραφος 1), ενδεχομένως η απόφαση του Δικαστηρίου να ήταν διαφορετική (βλ. Kennedy Hotels Ltd v. Haig Indjirdjian (1997) 1 A.A.Δ. 400, Χρύσανθου v. Παγκρατίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 675, Κυπριανού v. Βασιλείου (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1320). Ο ενάγοντας όμως με τη μαρτυρία του η οποία παρατέθηκε λεπτομερώς πιο πάνω και αξιολογήθηκε από το Δικαστήριο σε συνάρτηση και με το έγγραφο ημερομηνίας 12.12.2000, δεν έπεισε το Δικαστήριο ότι το εν λόγω ποσό δόθηκε στον εναγόμενο ως προσωπικό δάνειο (βλ. Popovic Slopodan Miorage v. Dubranvka Radivojenik (1998) 1 A.A.Δ. 1162). Δεν θα προχωρήσω να εξετάσω την περίπτωση όπου ο ενάγοντας πλήρωσε το εν λόγω ποσό στις εταιρείες του εναγομένου, κατόπιν παράκλησης του τελευταίου, και εάν αυτό αποτελεί δάνειο σύμφωνα και με τις προθέσεις των μερών και το περιεχόμενο του εγγράφου ημερομηνίας 12.12.2000, ενόψει της αξιολόγησης της μαρτυρίας των μαρτύρων όπως παρατάθηκε πιο πάνω, και, λόγω του ότι κανένας τέτοιος ισχυρισμός δεν δικογραφείται (βλ. Chitty on Contract, 27th ed. Ch. 36, σελ. 606-608 και Byles on Bill of Exchange, 23η έκδοση, σελ. 210).
Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω η παρούσα αγωγή δεν μπορεί να έχει άλλη κατάληξη από την απόρριψη της.»
Με την παρούσα έφεση που βασίζεται σε 3 λόγους έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πιο πάνω κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Με τον πρώτο λόγο προσβάλλεται το εύρημα ότι ο εφεσείων ήταν αναξιόπιστος αναφορικά με «το ποιός ήταν ο αποδέκτης του δανείου».
Με το δεύτερο λόγο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι έσφαλε το πρωτόδικο δικαστήριο γιατί δεν εξέτασε κατά πόσο δικαιολογείτο η έκδοση απόφασης υπέρ του εφεσείοντα, αφού έδωσε το ποσό αυτό στον εφεσίβλητο υπό μορφή δανείου.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε ορθά ευρήματα (σελ. 20 της απόφασης) ότι υπήρχε γραπτή συμφωνία δανείου, υπογεγραμμένη από τον εφεσίβλητο και εφόσον απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του τελευταίου ότι υπέγραψε κάτω από απειλές, τότε εσφαλμένα απέρριψε την αγωγή.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης που αφορά θέμα αξιοπιστίας του εφεσείοντα, είναι σαφώς νομολογημένο ότι το έργο αξιολόγησης της μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο έχει την ευκαιρία να δει και ακούσει τους μάρτυρες και το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Το πράττει μόνο εκεί όπου διαπιστώνεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα όπως τα έχει αποδεχθεί, είτε όταν η κρίση επί της αξιοπιστίας παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή όταν υπάρχει πλημμελής αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας. (βλ. μεταξύ άλλων Καρεκλά v. Κλεάνθους (1997) 1 Α.Α.Δ. 1199, Παπαλλή κ.ά. v. Κυριάκου (2008) 1 Α.Α.Δ. 83, Κυριάκου v. Μιχαήλ (2008) 1 Α.Α.Δ. 515, Βaloise Insurance Co. Ltd. v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275). Σε τέτοια περίπτωση το Εφετείο έχει την ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα και να επέμβει στην κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Στη δική μας περίπτωση, για τους λόγους που εξηγούμε στη συνέχεια, είμαστε της άποψης ότι ικανοποιούνται τα πιο πάνω κριτήρια ούτως ώστε το Εφετείο να επέμβει στην κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Από τη στιγμή που στη σελίδα 20 της απόφασης έχει καταλήξει ότι «στις 12/12/2000 ο εναγόμενος έλαβε προσωπική υποχρέωση να πληρώσει στον ενάγοντα το πόσο των 80.000,00 γερμανικών μάρκων, ποσό το οποίο καταβλήθηκε από τον ενάγοντα ως προσωρινό δάνειο προς τις εταιρείες JIVE και EMED μέχρι τις 26/12/2000» και πιο κάτω αναφέρει ότι δέχεται ότι ο εναγόμενος δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση πληρωμής που ανέλαβε δυνάμει του εγγράφου ημερ. 12/12/2000, τεκμ. 1, προς τον ενάγοντα, η κατάληξη του στη σελ. 24 ότι ο ενάγων «δεν έπεισε το Δικαστήριο ότι το πιο πάνω ποσό δόθηκε ως προσωπικό δάνειο» είναι αντιφατική. Από τη στιγμή που ο εφεσίβλητος κρίθηκε αναξιόπιστος ούτως ώστε ο ισχυρισμός του ότι υπέγραψε το εν λόγω έγγραφο λόγω απειλών εκ μέρους του εφεσείοντα είχε απορριφθεί, τότε έπρεπε να καταλήξει ότι η απαίτηση του εφεσείοντα έχει αποδειχθεί, ανεξάρτητα αν τα χρήματα που πήρε ο εφεσίβλητος από τον εφεσείοντα προορίζονταν για τις εταιρείες του εφεσίβλητου. Η υπόθεση Miorage v. Radjonevik (1998) 1 Α.Α.Δ. 1162, στην οποία βασίστηκε το πρωτόδικο δικαστήριο για να καταλήξει ότι ο εφεσείων δεν έπεισε ότι παραχώρησε δάνειο στον εφεσίβλητο, διαφοροποιείται εντελώς από την παρούσα λόγω των δικών της γεγονότων.
Από την ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μαρτυρία, όπως την αποδέκτηκε και με βάση το λεκτικό του Promissory Bond, ήταν σαφές ότι ο εφεσίβλητος ανέλαβε προσωπική υποχρέωση να πληρώσει στον εφεσείοντα το ποσό των D.M.80.000,00 ανεξάρτητα αν τούτο κατέληξε στις εταιρείες του εφεσίβλητου. Το γεγονός ότι το εν λόγω έγγραφο (τεκμ. 1) δεν αποτελεί γραμμάτιο συνήθους τύπου με την έννοια του Αρθρου 78 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, δεν σημαίνει ότι η υπόθεση δεν μπορούσε να αποδειχθεί. Η σημασία που θα είχε αν ήταν γραμμάτιο συνήθους τύπου, είναι ότι απλώς το περιεχόμενο του θα ήταν αρκετή μαρτυρία, χωρίς την ανάγκη προσκόμισης άλλης προφορικής μαρτυρίας και οι υπερασπίσεις είναι περιορισμένες. Ο ισχυρισμός ότι το ποσό του εν λόγω εγγράφου αφορούσε δάνειο προς τον εφεσίβλητο, καλύπτεται από τα δικόγραφα, ιδιαίτερα την τροποποιημένη Απάντηση στην Υπεράσπιση.
Ενόψει των πιο πάνω καταλήγουμε ότι η έφεση θα πρέπει να επιτύχει. Οι συνήγοροι συμφώνησαν όπως, σε περίπτωση, επιτυχίας της έφεσης το πληρωτέο ποσό θα φέρει τόκο 8% ετησίως.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου για το ποσό των D.M.80.000,00 ή το ισόποσο τους σε ευρώ με τόκο 8% ετησίως από 12/12/2000 μέχρι εξόφλησης.
Τα έξοδα της έφεσης όπως και τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση επιτρέπεται. Εκδίδεται απόφαση ως ανωτέρω με έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση υπέρ του εφεσείοντος, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.