ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.64
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2010) 1 ΑΑΔ 1201
13 Ιουλίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΕΛΠΙΔΑ ΜΑΤΘΑΙΟΥ,
Εφεσείουσα-Εναγόμενη,
v.
1. ΠΑΝΤΕΛΙΤΣΑΣ ΣΟΛΩΜΟΝΤΟΣ,
2. ΑΒΡΑΑΜ ΣΟΛΩΜΟΝΤΟΣ,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 302/2006)
Δικαστές ― Οι Δικαστές του πρωτόδικου Δικαστηρίου πρέπει να συμμορφώνονται προς την πάγια αρχή που θέλει ένα Δικαστή να μην ενεργεί ως εφέτης του εαυτού του ή ομόβαθμου Δικαστηρίου ― Πρωτόδικος Δικαστής ανέλαβε ρόλο Εφετείου αποστερώντας την εναγόμενη από μαρτυρία ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων και τη θεμελίωση της υπεράσπισής της, με αποτέλεσμα να καθίσταται ακροσφαλής η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και συγκεκριμένα των εναγόντων ― Διατάχθηκε επανεκδίκαση.
Οι εφεσίβλητοι (ενάγοντες 1 και 2) καταχώρησαν την αγωγή υπ'αρ. 6894/2000 εναντίον της εφεσείουσας (εναγόμενης) με βάση τροχαίο ατύχημα το οποίο έλαβε χώραν στις 11.3.99 στη διασταύρωση των οδών Γρίβα Διγενή και Τρικώμου στο χωριό Κολόσσι της Επαρχίας Λεμεσού.
Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι οι τραυματισμοί που είχε υποστεί η εφεσίβλητη 1 στο πιο πάνω τροχαίο ατύχημα ήταν αποτέλεσμα της αποκλειστικής και/ή συντρέχουσας αμέλειας της εφεσείουσας και/ή παράβασης των εκ του Νόμου καθηκόντων της.
Η εφεσείουσα υποστήριξε ότι η εφεσίβλητη 1 είχε υποστεί σωματικές βλάβες και άλλες ζημιές σε τροχαίο ατύχημα το οποίο επεσυνέβη το 1986 στη Λεμεσό και για το οποίο ήγειρε την Αγωγή Aρ. 7950/86, στα πλαίσια της οποίας και αποζημιώθηκε. Στην πορεία της αγωγής αυτής επιτράπηκε τροποποίηση του τίτλου της αγωγής και της έκθεσης απαίτησης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε τους εφεσίβλητους στους οποίους επιδικάσθηκαν αποζημιώσεις.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι αυθαίρετα το Δικαστήριο με την ενδιάμεση απόφασή του ημερ. 12.12.05 διεχώρησε την μαρτυρία και τα έγγραφα που συντάχθηκαν και καταχωρήθηκαν μετά την τροποποίηση του τίτλου της Αγωγής Aρ. 7950/86 σε μολυσμένα και μη μολυσμένα μη επιτρέποντας ακόμα και την παρουσίαση τεκμηρίων που συντάχθηκαν πριν από την ημερομηνία τροποποίησης επειδή καταχωρήθηκαν μετά την τροποποίηση παραβλάπτοντας έτσι την υπόθεσή της και το δικαίωμά της για δίκαιη δίκη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το «μιασμένης δικονομικής υφής» γεγονός στο οποίο ο πρωτόδικος Δικαστής αναφερόταν, αφορούσε στον τίτλο της αγωγής όπως αυτός αναγραφόταν στα έγγραφα - τεκμήρια 19 - 23 και συγκεκριμένα στο γεγονός ότι στον τροποποιημένο τίτλο δεν γινόταν αναφορά και στον προ της τροποποίησης τίτλο.
2. Το ίδιο σφάλμα διαπράχθηκε στις 2.3.2006 όταν ο πρωτόδικος Δικαστής, επαναλαμβάνοντας εαυτόν, δεν επέτρεψε την κατάθεση ως τεκμηρίου συγκεκριμένου ιατρικού πιστοποιητικού που αφορούσε τα τραύματα της εφεσίβλητης αναφορικά με τα οποία η τελευταία αξίωνε αποζημιώσεις στα πλαίσια της Αγωγής Aρ. 7950/86, ως «μολυσμένου» και προερχόμενου από «μια διαδικασία η οποία σύμφωνα με τη νομολογία είναι άκυρη και είναι άσχετο το γεγονός ότι το Δικαστήριο που επελήφθηκε της διαδικασίας εκείνης δεν εντόπισε το λάθος μετά την τροποποίηση του τίτλου της αγωγής στα δικόγραφα και άλλα έγγραφα που κατατέθηκαν μετά την τροποποίηση και προχώρησε στη διαδικασία».
3. Είναι πασιφανές ότι ο πρωτόδικος Δικαστής, κατά παράβαση της πάγιας αρχής που δεν θέλει τον Δικαστή να ενεργεί ως εφέτης του εαυτού του ή ομόβαθμου Δικαστηρίου, ενεδύθη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία και ανέλαβε ρόλο Εφετείου με αποτέλεσμα να αποστερηθεί η εφεσείουσα μαρτυρίας σχετικής με την αξιοπιστία των μαρτύρων και τη θεμελίωση της υπεράσπισης, πράγμα που καθιστούσε την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και συγκεκριμένα των εφεσιβλήτων, από τον πρωτόδικο Δικαστή, ακροσφαλή.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση υπέρ της εφεσείουσας. Διατάχθηκε επανεκδίκαση. Διατάχθηκε όπως τα έξοδα της επανεκδίκασης είναι επίδικα στη νέα εκδίκαση της υπόθεσης.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Σταυρινίδης, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 6894/00), ημερομ. 26.7.2006.
Α. Γιωρκάτζης, για την Εφεσείουσα.
Α. Παπαδόπουλος, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Έναυσμα για την καταχώριση της Αγωγής 6894/2000, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση πρωτόδικη δικαστική απόφαση, έδωσε τροχαίο δυστύχημα το οποίο επεσυνέβη στις 11/3/99 στη διασταύρωση των οδών Γρίβα Διγενή και Τρικώμου στο χωριό Κολόσσι της επαρχίας Λεμεσού.
Σύμφωνα με τους εφεσιβλήτους (ενάγοντες 1 και 2), η εφεσείουσα (εναγόμενη) οδήγησε το αυτοκίνητο της με αριθμό εγγραφής JU 048 από την οδό Τρικώμου στη διασταύρωση της εν λόγω οδού με τη Γρίβα Διγενή και απέκοψε την πορεία της εφεσίβλητης 1 η οποία κατά τον εν λόγω χρόνο οδηγούσε στην οδό Γρίβα Διγενή το υπ' αριθμό UZ 49 αυτοκίνητο, ιδιοκτησία του συζύγου της, εφεσίβλητου 2.
Σύμφωνα πάντα με την εκδοχή των εφεσιβλήτων, η εφεσίβλητη 1 στην προσπάθεια της να αποφύγει τη σύγκρουση με το αυτοκίνητο της εφεσείουσας, προσέκρουσε σε παρακείμενο ανάχωμα με αποτέλεσμα να τραυματιστεί και το αυτοκίνητο του συζύγου της να υποστεί ζημιές. Αιτία του δυστυχήματος ήταν, σύμφωνα με τους εφεσιβλήτους, η «αποκλειστική και/ή συντρέχουσα αμέλεια της εφεσείουσας και/ή παράβασης των εκ του Νόμου καθηκόντων της». Λεπτομέρειες των τραυμάτων και των άλλων ζημιών που η εφεσίβλητη 1, όπως ισχυρίζεται, υπέστη, όπως και των ζημιών που προκλήθηκαν στο αυτοκίνητο, παρατίθενται στο δικόγραφο των εφεσιβλήτων, στο οποίο παρατίθενται και λεπτομέρειες της κατ' ισχυρισμό αμέλειας και/ή παράβασης των εκ του Νόμου καθηκόντων της εφεσείουσας.
Η εκδοχή της εφεσείουσας, η οποία να σημειωθεί παραδέχεται ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο οδήγησε το αυτοκίνητο της από την οδό Τρικώμου στη διασταύρωση της εν λόγω οδού με τη Γρίβα Διγενή και παραδέχεται την πρόσκρουση του αυτοκινήτου που η εφεσίβλητη 1 οδηγούσε με παρακείμενο ανάχωμα, είναι ότι το ατύχημα οφείλεται «στην αποκλειστική και/ή συντρέχουσα αμέλεια της ενάγουσας 1 και/ή στην παράβαση των εκ του Νόμου καθηκόντων της». Σχετικές λεπτομέρειες παρατίθενται στο δικόγραφο της εφεσείουσας. Περαιτέρω η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι τα κατ' ισχυρισμό τραύματα που η εφεσίβλητη 1 υπέστη στο εν λόγω δυστύχημα, στην πραγματικότητα «δεν οφείλονται στο επίδικο ατύχημα και/ή δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια των ισχυριζομένων σωματικών βλαβών και/ή ορισμένων εξ αυτών με το επίδικο ατύχημα και/ή οι ισχυριζόμενες σωματικές βλάβες και/ή ορισμένες εξ αυτών προϋπήρχαν του επίδικου ατυχήματος και/ή προεκλήθηκαν και/ή επιδεινώθηκαν λόγω του ότι η ενάγουσα δεν ήταν προσδεδεμένη με τη ζώνη ασφαλείας». Συγκεκριμένα η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η εφεσίβλητη 1 υπέστη τα εν λόγω τραύματα σε τροχαίο δυστύχημα που επεσυνέβη στις 11/3/99 και για το οποίο ήγειρε την Αγωγή 7950/86, στα πλαίσια της οποίας και αποζημιώθηκε.
Η ακρόαση της αγωγής άρχισε στις 27/9/2004 και περατώθηκε με την έκδοση της απόφασης στις 26/7/2006. Με την πρωτόδικη απόφαση δικαιώνονται οι εφεσίβλητοι, στους οποίους επιδικάσθηκαν αποζημιώσεις.
Η εφεσείουσα εγείρει 16 συνολικά λόγους έφεσης. Μερικούς από αυτούς, τους χαρακτηρίζει η συνάρτηση του ενός με τον άλλο, στοιχείο που δικαιολογεί κοινή εξέτασή τους.
Λόγοι Έφεσης 3, 4 και 5
"Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν επέτρεψε την προσαγωγή θεμελιώδους μαρτυρίας σχετικής με την υπόθεση ήτοι δεν επέτρεψε στην Εναγομένη/Εφεσείουσα την προσαγωγή μαρτυρίας σχετικής με τις υπερασπίσεις που ήγειρε και με την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων από την οποία εξαρτόταν η έκβαση της υπόθεσης τα επίδικα θέματα και/ή την αξιοπιστία των Εναγόντων/Εφεσιβλήτων καθώς και των μαρτύρων των, μαρτυρία που περιέχετο στον φάκελο της Αγωγής Aρ. 7950/86 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την δικαιολογία ότι 'όταν σε μία διαδικασία διαπιστώνεται από το Δικαστήριο η ύπαρξη άκυρου δικονομικού μέτρου σε μία άλλη διαδικασία εφόσον η ακυρότητα αυτή επηρεάζει την διαδικασία που το ίδιο επιλαμβάνεται είναι υποχρεωμένο να εμποδίσει την ενώπιον του εκκρεμούσα διαδικασία να μολυνθεί με την αποδοχή εγγράφων ως τεκμηρίων τα οποία προέρχονται από μία διαδικασία η οποία είναι μιασμένη και άκυρη λόγω παραβίασης των δικονομικών κανόνων κατά την διεξαγωγή της και σύμφωνα με την νομολογία". (Τρίτος λόγος έφεσης)
"Ενώ το Δικαστήριο αυθαίρετα με την ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 12/12/05 διεχώρησε την μαρτυρία και τα έγγραφα που συντάχθηκαν και καταχωρήθηκαν μετά την τροποποίηση του τίτλου της Αγωγής Aρ. 7950/86 σε μολυσμένα και μη μολυσμένα μη επιτρέποντας ακόμα και την παρουσίαση τεκμηρίων που συντάχθηκαν πριν από την ημερομηνία τροποποίησης επειδή καταχωρήθηκαν μετά την τροποποίηση παραβλάπτοντας την υπόθεση της Εναγομένης και του δικαιώματος για δίκαιη δίκη." (Τέταρτος λόγος έφεσης)
"Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρά το γεγονός ότι έχει αποδεχθεί την κατάθεση αριθμού εγγράφων που βρίσκονταν στον φάκελο της Αγωγής 7950/86 ως τεκμηρίων είτε μετά από ένσταση ή χωρίς την ύπαρξη οποιασδήποτε ένστασης ή εκ συμφώνου, στην απόφαση του λανθασμένα βρήκε ότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη γιατί καλύπτονται από την αντικανονικότητα της διαδικασίας που έλαβε χώρα στην Αγωγή Aρ. 7950/86 και είναι μιασμένα με το στοιχείο της αντικανονικότητας μετά την τροποποίηση του τίτλου της αγωγής." (Πέμπτος λόγος έφεσης)
Για να γίνουν κατανοητοί οι τρεις πιο πάνω λόγοι έφεσης, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε τα πιο κάτω τα οποία αποτελούν κοινό έδαφος και τα οποία ούτως ή άλλως προκύπτουν αβίαστα από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας.
Με την Αγωγή Aρ. 7950/86 την οποία είχε εγείρει η εφεσίβλητη 1 εναντίον τρίτου προσώπου, η εφεσίβλητη αξίωνε αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και άλλες ζημιές που όπως ισχυριζόταν είχε υποστεί σε τροχαίο ατύχημα που συνέβηκε στη Λεμεσό τον Ιούνιο του 1986. Στην πορεία είχε επιτραπεί η τροποποίηση τόσο του τίτλου της εν λόγω αγωγής, όσο και της έκθεσης απαίτησης. Το κλητήριο ένταλμα στην Αγωγή Aρ. 7950/86, τα σχετικά δικαστικά διατάγματα που επέτρεπαν τις κατά καιρούς τροποποιήσεις, η αρχική έκθεση απαίτησης, η τροποποιημένη έκθεση απαίτησης, η ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης ημερομηνίας 5/10/1992, που υποστήριζε την αίτηση για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης, όπως και τα πρακτικά της δικασίμου της διαδικασίας ημερομηνίας 23/10/1991, που αφορούσαν την αντεξέταση της εφεσίβλητης κατά την ακροαματική διαδικασία της Αγωγής Aρ. 7950/86, αφού κρίθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο σχετικά με τα επίδικα θέματα στην Αγωγή Aρ. 6894/00 και οι ενστάσεις που είχαν εγερθεί ως προς τη δεκτότητα τους απορριφθεί, κατατέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως τεκμήρια 18-23. Θα πρέπει να λεχθεί ότι το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων κρίθηκε σχετικό με τη δικογραφημένη θέση της εφεσείουσας ότι τα κατ' ισχυρισμό τραύματα της, η εφεσίβλητη 1 υπέστη, όχι συνεπεία του δυστυχήματος που έδωσε το έναυσμα για καταχώριση της Αγωγής Aρ. 6894/00, αλλά συνεπεία του δυστυχήματος που συνέβηκε το 1986 και έδωσε το έναυσμα για καταχώριση της Αγωγής Aρ. 7950/86. Θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι η κατάθεση ως τεκμηρίων - εγγράφων από το φάκελο της Αγωγής Aρ. 7950/86 στόχο είχε να πλήξει την αξιοπιστία των εφεσιβλήτων τους οποίους η πλευρά της εφεσείουσας προτίθετο να αντεξετάσει στη βάση και του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων. Τέλος, θα πρέπει να λεχθεί ότι το περιεχόμενο των τεκμηρίων 19-23, αγνοήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο και δεν λήφθηκε υπόψη κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, γιατί κρίθηκαν, σύμφωνα με τον πρωτόδικο δικαστή «μολυσμένα» και προερχόμενα από «μιασμένη διαδικασία».
Όλα τα πιο πάνω τεκμήρια κατατέθηκαν από τον τότε Ανώτερο Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού Κυριάκο Κυριακίδη, στη φύλαξη του οποίου βρισκόταν ο φάκελος της πολιτικής Αγωγής Aρ. 7950/86, ο οποίος είχε κληθεί από την υπεράσπιση ως μάρτυρας (Μ.Υ.1). Σημειώνεται ότι, αρχικά είχε επιχειρηθεί η κατάθεση ολόκληρου του φακέλου της Αγωγής Aρ. 7950/86, πλην όμως ηγέρθη ένσταση από την πλευρά της ενάγουσας με αποτέλεσμα το σχετικό αίτημα να εγκαταλειφθεί και ο φάκελος να μην κατατεθεί ως τεκμήριο.
Προτού η κύρια εξέταση του κ. Κυριακίδη ολοκληρωθεί, ο πρωτόδικος Δικαστής, σε μια πρωτόγνωρη παρέμβαση, διέκοψε τη μέχρι του σημείου εκείνου ροή κατάθεσης ως τεκμηρίων, εγγράφων από το φάκελο της Υπόθεσης Aρ. 7950/86 και απευθυνόμενος προς τους συνηγόρους των δύο πλευρών ανέφερε τα εξής αναφορικά με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε στην Αγωγή Aρ. 7950/86 και τα έγγραφα που είτε είχαν μέχρι το χρόνο της παρέμβασης του κατατεθεί ως τεκμήρια από το φάκελο της εν λόγω αγωγής, είτε η πλευρά της εφεσίβλητης προτίθετο να ζητήσει όπως κατατεθούν ως τεκμήρια: «Θα σας θέσω ένα άλλο θέμα και στους δύο πριν αποφασίσω και θέλω να έχω τις θέσεις σας και των δύο πλευρών. Μπορώ να δεχθώ έγγραφα από μια διαδικασία η οποία πιθανώς νομικά πάσχει; Διότι κατά τη διάρκεια της αναβολής από τις 14/11/2005 μέχρι σήμερα είχα την ευκαιρία να διεξέλθω το φάκελο και τα τεκμήρια που έχουν κατατεθεί και έχω διαπιστώσει κάποια γεγονότα τα οποία δυνατό, λέγω δυνατό, να έχουν τη μορφή «μιασμένης δικονομικής υφής» και θα ήθελα να ξέρω κατά πόσο σαν δικαστήριο πρέπει να τα λάβω υπόψη και επειδή αντιλαμβάνομαι το αίτημα της πλευράς της εναγομένης αφορά και νέα τεκμήρια που πιθανό να εμπίπτουν σε αυτό το χαρακτηρισμό που έχω δώσει. Θέλω να το κάμω πιο καθαρά, κατά πόσο η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και τη νομολογία. Επειδή είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα εγώ θα πρέπει να το αποφασίσω. Διότι αυτομάτως κ. Γιωρκάτζη, θέλω να είμαι δίκαιος μαζί σας, είναι κατά πόσο μπορώ να λάβω υπόψη μου όλα τα τεκμήρια πλέον αν η διαδικασία πάσχει». Όπως προκύπτει από την ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 12/12/2005, το «μιασμένης δικονομικής υφής» γεγονός στο οποίο ο πρωτόδικος Δικαστής αναφερόταν, αφορούσε στον τίτλο της αγωγής όπως αυτός αναγραφόταν στα έγγραφα - τεκμήρια 19-23 και συγκεκριμένα στο γεγονός ότι στον τροποποιημένο τίτλο δεν γινόταν αναφορά και στον προ της τροποποίησης τίτλο.
Στην ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 12/12/2005, ο πρωτόδικος Δικαστής, αφού αχρείαστα και σε βάρος του πολύτιμου δικαστικού χρόνου του καταπιάνεται με τη διάκριση μεταξύ «παράτυπης» και «θεμελιώδους» παράλειψης, όπως και με τις αρχές που διέπουν την εφαρμογή των προνοιών της Δ.64, στη συνέχεια ενεργώντας «δίκην εφετείου» καταλήγει ως εξής:
".... η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου σε κάθε περίπτωση αποσκοπεί να εξυπηρετήσει την ορθή απονομή δικαιοσύνης αλλά για την εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού δεν πρέπει να διαφεύγει κανενός ότι η απονομή ορθής δικαιοσύνης βασίζεται στα κριτήρια της νομιμότητας των διαδικασιών που ακολουθήθηκαν και δεν μπορεί και δεν πρέπει το Δικαστήριο να βασίζεται σε άλλη διαδικασία η οποία είναι μολυσμένη από δικονομικά διαβήματα τα οποία είναι άκυρα σύμφωνα με τους Δικονομικούς Κανόνες και τη νομολογία γιατί σ' αυτή την περίπτωση οποιαδήποτε ενέργεια του Δικαστηρίου βασισμένη πάνω σ' αυτή τη διαδικασία καθίσταται και η ίδια μιασμένη με αποτέλεσμα να καταρρεύσει γιατί δεν υπάρχει στέρεο βάθρο και θα παραμείνει μετέωρη στο κενό.
Το Δικαστήριο κατ' ακολουθία των πιο πάνω θεωρεί ότι δεν μπορεί να αποδεχθεί τα έγγραφα που συντάχθηκαν και καταχωρήθηκαν μετά την τροποποίηση του τίτλου της Αγωγής Aρ. 7950/86 για το λόγο ότι αυτά είναι μολυσμένα προερχόμενα από άκυρη διαδικασία που ακολούθησε μετά την τροποποίηση του τίτλου της αγωγής. Αναφορικά με τα κατατεθέντα έγγραφα ως τεκμήρια 21 έως 23 το Δικαστήριο κατά την αξιολόγησή των στο τέλος της δίκης θα λάβει υπόψη ότι αυτά συνετάχθησαν και καταχωρήθηκαν στη διαδικασία της Αγωγής Aρ. 7950/86 μετά την τροποποίηση του τίτλου της αγωγής και θα δώσει το πρέπον βάρος στην αποδεικτική τους δύναμη."
Το ολίσθημα επαναλήφθηκε λίγες μέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 2/3/2006, όταν ο πρωτόδικος Δικαστής, επαναλαμβάνοντας εαυτόν, δεν επέτρεψε την κατάθεση ως τεκμηρίου συγκεκριμένου ιατρικού πιστοποιητικού που αφορούσε στα τραύματα της εφεσίβλητης αναφορικά με τα οποία η τελευταία αξίωνε αποζημιώσεις στα πλαίσια της Αγωγής Aρ. 7950/86, ως «μολυσμένου» και προερχόμενου από «μια διαδικασία η οποία σύμφωνα με τη νομολογία είναι άκυρη και είναι άσχετο το γεγονός ότι το Δικαστήριο που επελήφθηκε της διαδικασίας εκείνης δεν εντόπισε το λάθος μετά την τροποποίηση του τίτλου της αγωγής στα δικόγραφα και άλλα έγγραφα που κατατέθηκαν μετά την τροποποίηση και προχώρησε στη διαδικασία. Από τη στιγμή που σε μια διαδικασία», συνεχίζει ο πρωτόδικος δικαστής, «διαπιστώνεται από ένα Δικαστήριο η ύπαρξη άκυρου δικονομικού μέτρου, σε μια άλλη διαδικασία εφόσον η ακυρότητα αυτή επηρεάζει τη διαδικασία που το ίδιο επιλαμβάνεται είναι υποχρεωμένο να εμποδίσει την ενώπιον του εκκρεμούσα διαδικασία να μολυνθεί με την αποδοχή εγγράφων ως τεκμηρίων τα οποία προέρχονται από μια διαδικασία η οποία είναι μιασμένη και άκυρη λόγω παραβίασης των δικονομικών κανόνων κατά τη διεξαγωγή της σύμφωνα με τη νομολογία».
Είναι πασιφανές ότι ο πρωτόδικος Δικαστής τόσο στη μια όσο και στην άλλη περίπτωση, κατά παράβαση της πάγιας αρχής που θέλει ένα Δικαστή να μην ενεργεί ως εφέτης του εαυτού του ή ομόβαθμου Δικαστηρίου, ενεδύθη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία και ανέλαβε ρόλο εφετείου, ουσιαστικά με το ίδιο και στις δύο περιπτώσεις αποτέλεσμα να αποστερηθεί η εφεσείουσα, μαρτυρίας σχετικής με την αξιοπιστία των μαρτύρων και τη θεμελίωση της υπεράσπισης, πράγμα που καθιστούσε την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και συγκεκριμένα των εφεσιβλήτων, από τον πρωτόδικο Δικαστή, ακροσφαλή. Υπενθυμίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε και δεν έλαβε υπόψη κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας το περιεχόμενο των τεκμηρίων 19-23, γιατί «καλύπτονται από την αντικανονικότητα της διαδικασίας που έλαβε χώρα στην Αγωγή Aρ. 7950/86 και είναι μιασμένα με το στοιχείο της αντικανονικότητας μετά την τροποποίηση του τίτλου της αγωγής».
Ενόψει του αποτελέσματος στο οποίο αγόμαστε, δεν θα ασχοληθούμε με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης. Η έφεση επιτυγχάνει. Η απόφαση του Δικαστηρίου παραμερίζεται στο σύνολο της και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον άλλου Δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου. Τα έξοδα της έφεσης, όπως και τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή. Τα έξοδα της επανεκδίκασης θα είναι επίδικα στη νέα εκδίκασης της υπόθεσης.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση υπέρ της εφεσείουσας. Διατάσσεται επανεκδίκαση. Διατάσσεται όπως τα έξοδα της επανεκδίκασης είναι επίδικα στη νέα εκδίκαση της υπόθεσης.