ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 680
18 Μαΐου, 2010
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
SHERMIN KEMAL BALCE,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΒΚΑΦ ΚΑΙ ΒΑΚΟΥΦΙΩΝ ΝΟΜΟ, ΚΕΦ. 337 (EVCAF AND VAKFS LAW CAP. 337),
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΒΑΚΟΥΦΙΚΟ (VAKF) ΤΗΣ
SIDDIKA ΚΑΙ HATICE HANIMLAR.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 62/2008)
Βακούφια ― Αίτηση για διορισμό καταπιστευματοδόχου (Μουτεβελλή) συγκεκριμένου βακουφίου, καθώς και διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται το Κτηματολόγιο να κάμει έρευνα σχετικά με την περιουσία του βακουφίου και διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η εγγραφή και η τοποθέτηση όλης της περιουσίας του βακουφίου στο όνομα του Μουτεβελλή ― Κατά πόσο το Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει την αίτηση η οποία στηριζόταν στο Άρθρο 55 του περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμου, Κεφ. 337, ενόψει της θέσπισης του Νόμου περί Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (N.139/1991), όπως τροποποιήθηκε.
Λέξεις και Φράσεις ― «Τουρκοκυπριακή περιουσία» στο Άρθρο 2 του Νόμου περί Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών 139/91 ― Περιλαμβάνει και τη βακούφικη περιουσία.
Η εφεσείουσα - αιτήτρια (η εφεσείουσα) αμφισβητεί με την παρούσα έφεση την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση που υπέβαλε κατ' επίκληση του περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμου, Κεφ. 337, για να διοριστεί καταπιστευματοδόχος (Mutevelli) του βακουφίου της Siddika και Hatice Hanimlar. Την διαχείριση του βακουφίου ανέλαβε από το 1968 το Υψηλό Συμβούλιο του Εβκάφ το οποίο, όπως υποστήριζε η εφεσείουσα, δεν έδιδε λογαριασμό στους δικαιούχους με αποτέλεσμα η συμπεριφορά αυτή να συνιστά κατάχρηση εμπιστοσύνης στη διοίκηση και διαχείριση του βακουφίου. Ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έδωσε την απαιτούμενη από το Άρθρο 55 του Κεφ. 337 συγκατάθεση που του είχε ζητηθεί και όταν καταχωρήθηκε η αίτηση και επιδόθηκε σε αυτόν, έφερε ένσταση με αναφορά στον Νόμο 139/91.
Το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο διορισμός Μουτεβελλή θα συνιστούσε υπό τις περιστάσεις πράξη contra legem εφόσον, δυνάμει του ισχύοντος νόμου η διαχείριση κλπ της βακούφικης περιουσίας, περιλαμβανομένης και αυτής στην παρούσα υπόθεση, υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών. Το θέμα αυτό, συνάπτεται του θέματος της άρνησης του Γενικού Εισαγγελέα να δώσει τη συγκατάθεσή του για την έναρξη της διαδικασίας διορισμού νέου Μουτεβελλή κλπ. με βάση το Άρθρο 55 του περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμου, Κεφ. 337.
Ο συνήγορος της εφεσείουσας επικαλέστηκε πρόνοιες του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που αφορούν κυρίως το δικαίωμα περιουσίας, τα οποία, κατά τον ισχυρισμό του, παραβιάζονται. Πρόβαλε επίσης το επιχείρημα ότι η υπό κρίση κλπ. περιουσία δεν μπορεί να έχει περιέλθει υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα, με βάση τη σχετική Νομοθεσία του 1991, ισχυριζόμενος, επιπρόσθετα, ότι η ανάγκη για διαχείριση εγκαταλειφθεισών περιουσιών, υπήρξε αμέσως μετά την τουρκική εισβολή και παρόλο τούτο η νομοθεσία του Κηδεμόνα εφαρμόστηκε πολλά χρόνια αργότερα, ήτοι το 1991.
Η εφεσείουσα παραπονείτο επίσης για την διαταγή καταβολής των εξόδων από την ίδια ενόψει του, κατ' ισχυρισμόν, νεοφανούς θέματος της υπόθεσης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η συνταγματικότητα του Νόμου περί Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών υπήρξε αντικείμενο της Κυπριακής νομολογίας σε αριθμό αποφάσεων. Ο σκοπός του Νόμου 139/91 είναι η λήψη μέτρων διαχείρισης των Τ/Κ περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν από τους Τ/Κ ιδιοκτήτες τους συνεπεία της Τουρκικής εισβολής. Τα μέτρα αυτά σκοπό δεν είχαν τη θέσπιση μόνιμων περιορισμών ή στέρηση των δικαιωμάτων των νομίμων ιδιοκτητών, αλλά την προσωρινή, για όσο χρόνο ήταν αναγκαίο, προστασία και διαχείριση της περιουσίας. Τα δε μέτρα που λήφθηκαν ήταν, τα απολύτως αναγκαία και ανάλογα με την κατάσταση που έπρεπε να αντιμετωπισθεί.
2. Ήταν ορθό το συμπέρασμα και η πρωτόδικη απόφαση πως η επίδικη βακουφική περιουσία υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Ήταν ορθή επίσης η θέση, ότι η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για να αναλάβει δικαιοδοσία το Δικαστήριο, αλλά το θέμα δεν έχει πλέον ουσιαστική σημασία, αφού αρμοδιότητα έχει τώρα ο Κηδεμόνας και η εφαρμογή του σχετικού Νόμου έχει καταστήσει ανενεργείς τις διατάξεις του Άρθρου 55 του περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμου, Κεφ. 337.
3. Η επιδίκαση των εξόδων επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και συνήθως ακολουθεί την αρχή ότι τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντος διαδίκου. Το Δικαστήριο ενήργησε εντός των ορθών πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας στην παρούσα υπόθεση αλλά ούτε και υπήρξε οτιδήποτε το νεοφανές (novel point) σχετικά με τα επιχειρήματα που προωθήθηκαν ενώπιον του Εφετείου.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα €2.000
εναντίον της εφεσείουσας.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κιαμίλ v. Υπουργού Εσωτερικών, Υπ. Αρ. 133/05, ημερ. 19.1.07,
Α. Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.ά. v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.ά. (2003) 1(B) Α.Α.Δ. 1275,
Κίτση v. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 1077.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Kραμβής, Δ.), (Aίτηση Aρ. 1/06), ημερ. 17.1.2008.
Ι. Λοϊζίδου, για την Εφεσείουσα.
Ε. Φλωρέντζου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αρτέμη, Π.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: To Αρθρο 55 του περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμου, Κεφ. 337, προνοεί τα ακόλουθα:
«55(1) Σε περίπτωση που υπάρχει οποιοσδήποτε ισχυρισμός για κατάχρηση εμπιστοσύνης στη διοίκηση ή διαχείριση βακουφίου, ή όταν οι οδηγίες του Δικαστηρίου θεωρούνται απαραίτητες για τη διοίκηση ή διαχείριση βακουφίου, ο Γενικός Εισαγγελέας, το Υψηλό Συμβούλιο ή οποιοδήποτε μέλος αυτού, ή, με τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα, οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει συμφέρον στην αναφερόμενη περιουσία, δύναται να αποταθεί στο δικαστήριο για διάταγμα -
(α) παύσης οποιουδήποτε Μουτεβελλή
(β) διορισμού νέου Μουτεβελλή
(γ) παραχώρησης οποιασδήποτε περιουσίας σε Μουτεβελλή
(δ) οδηγίες για λογαριασμούς και έρευνες
(ε) δήλωσης ποια αναλογία περιουσίας ή του συμφέροντος σε αυτή, θα διατεθεί σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο σκοπό του βακουφίου
(στ) εξουσιοδότησης πώλησης ή ανταλλαγής του συνόλου ή οποιουδήποτε μέρους της βακούφικης περιουσίας
(ζ) διαταγής εγγραφής ή μεταγραφής βακφιέ
(ζ) διαταγής εγγραφής ή μεταγραφής βακφιέ
(η) διευθέτησης σχεδίου ή
(θ) χορήγησης τέτοιας περαιτέρω ή άλλης θεραπείας που η φύση της περίπτωσης δυνατό να απαιτεί.»
Το Κεφ. 337 προϋπήρχε της εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και διατηρήθηκε σε ισχύ με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 188 του Συντάγματος και του Άρθρου 29 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/1960), που καθορίζει το εφαρμοζόμενο δίκαιο στην Κύπρο.
Η αιτήτρια, κατ' επίκληση του Κεφ. 337, υπέβαλε αίτηση βασιζόμενη στα Άρθρα 15, 16, 23, 29, 30, 110 και 188 του Συντάγματος, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Συναφών Πρωτοκόλλων, στον περί Εφκάφ και Βακουφίων Νόμο, Κεφ. 337, Αρθρα 55, 62 και 63, στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60 (Αρθρα 19, 29, 30 και 70) στον περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμο, Κεφ. 224, Αρθρο 51, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, στον Περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) Νόμο (Ν. 139/91) και στις συναφείς εξουσίες του Δικαστηρίου.
Με την αίτηση ζητεί όπως διοριστεί καταπιστευματοδόχος (Mutevelli) του βακουφίου της Siddika και Ηatice Hanimlar, καθώς και διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο να διατάσσεται το Κτηματολόγιο να κάμει έρευνα σχετικά με την περιουσία του βακουφίου και διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η εγγραφή και η τοποθέτηση όλης της περιουσίας του βακουφίου στο όνομα της αιτήτριας-εφεσείουσας.
Η τελευταία Mutevelli της περιουσίας ήταν η Naile Halil, γιαγιά της αιτήτριας, που πέθανε το 1968. Από το 1968 τη διαχείριση ανέλαβε το Υψηλό Συμβούλιο του Εβκαφ, χωρίς όμως να δίδει λογαριασμό στους δικαιούχους, σύμφωνα με την αιτήτρια, με αποτέλεσμα η συμπεριφορά αυτή να συνιστά κατάχρηση εμπιστοσύνης στη διοίκηση και διαχείριση του βακουφίου.
Η απαιτούμενη από το Άρθρο 55 του Κεφ. 337 συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα είχε ζητηθεί, αλλά δεν δόθηκε και όταν καταχωρήθηκε, η αίτηση επιδόθηκε στο Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος έφερε ένσταση, με αναφορά στον περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 1991 (N.139/1991) και σχετικές τροποποιήσεις, (που στο εξής θα αναφέρεται ως «ο Νόμος περί Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών»). Με διάφορα επιχειρήματα, ο δικηγόρος της αιτήτριας εισηγήθηκε ότι ο Νόμος Περί Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών δεν έχει σχέση με την αίτηση, αφού ο διορισμός Mutevelli αφορά ιδιότητα διαφορετική και ασυμβίβαστη με εκείνη του Κηδεμόνα και ότι μόνο μουσουλμάνος μπορεί να διοριστεί.
Η θέση αυτή απορρίφθηκε από το συνάδελφό μας πρωτόδικο Δικαστή, ο οποίος ανέλυσε με λεπτομέρεια την αρχή του Δικαίου της Ανάγκης, με αναφορά στη νομολογία, καταλήγοντας πως ο Νόμος Περί Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών αποτελεί μέρος της νομοθεσίας που στηρίζεται στο Δίκαιο της Ανάγκης.
Το Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι ο Κηδεμόνας δεν ενεργεί ως Mutevelli, κατέληξε ως ακολούθως:
«Ενόψει των πιο πάνω, αποφαίνομαι ότι ο διορισμός Μουτεβελλή της συγκεκριμένης βακούφικης περιουσίας θα συνιστούσε υπό τις περιστάσεις πράξη contra legem εφόσον, δυνάμει του ισχύοντος νόμου, η διαχείριση κλπ της βακούφικης περιουσίας, περιλαμβανομένης και της περιουσίας που εδώ ενδιαφέρει, υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών. Το θέμα αυτό, συνάπτεται του θέματος της άρνησης του Γενικού Εισαγγελέα να δώσει τη συγκατάθεσή του για την έναρξη της διαδικασίας διορισμού νέου Μουτεβελλή κλπ. με βάση το Αρθρο 55 του περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμου Κεφ. 337.»
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας πρόβαλε ενώπιόν μας διάφορα επιχειρήματα, βασιζόμενα κυρίως σε πρόνοιες του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που αφορούν κυρίως το δικαίωμα περιουσίας, τα οποία παραβιάζονται, κατά τον ισχυρισμό του και πρόβαλε, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, το επιχείρημα ότι η υπό κρίση περιουσία δεν μπορεί να έχει περιέλθει υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα, με βάση τη σχετική Νομοθεσία του 1991, ισχυριζόμενος, επιπρόσθετα, ότι η ανάγκη για διαχείριση εγκαταλειφθεισών περιουσιών, σύμφωνα με τη θέση της άλλης πλευράς, υπήρξε αμέσως μετά την τουρκική εισβολή και παρόλο τούτο η νομοθεσία του Κηδεμόνα εφαρμόστηκε πολλά χρόνια αργότερα, ήτοι το 1991. Σημειώνεται επί του προκειμένου, ότι, πριν τη θέσπιση του Νόμου 139/91 και αμέσως μετά την τουρκική εισβολή, το κράτος εξέδιδε διατάγματα επίταξης της εγκαταλειφθείσας τουρκικής περιουσίας, για να την προστατεύσει και να τη διαφυλάξει. (Δέστε και Αλή Κιαμίλ v. Υπουργού Εσωτερικών, Υπ. Αρ. 133/05, ημερ. 19.1.07).
Το θέμα της συνταγματικότητας του Νόμου περί Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών υπήρξε αντικείμενο της Κυπριακής νομολογίας σε αριθμό αποφάσεων. (Α. Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.ά. v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.ά. (2003) 1(B) Α.Α.Δ. 1275, Κίτση v. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 1077).
Στην υπόθεση Α. Χρ. Σολομωνίδης (πιο πάνω), αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 1282:
«Η πολιτεία, κάτω από τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν με την τουρκική εισβολή, είχε καθήκον να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη διαχείριση και προστασία των εγκαταλειφθεισών τουρκοκυπριακών περιουσιών προς το συμφέρον της κοινωνικής τάξης. Τα μέτρα αυτά σκοπό δεν είχαν τη θέσπιση μόνιμων περιορισμών ή στέρηση των δικαιωμάτων των νομίμων ιδιοκτητών, αλλά την προσωρινή, για όσο χρόνο ήταν αναγκαίο, προστασία και διαχείριση της περιουσίας. Τα δε μέτρα που λήφθηκαν ήταν, κατά την άποψη μας, τα απολύτως αναγκαία και ανάλογα με την κατάσταση που έπρεπε να αντιμετωπισθεί.»
Περαιτέρω, το Αρθρο 2 του Νόμου Περί Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών ορίζει τα ακόλουθα:
«'τουρκοκυπριακή περιουσία' περιλαμβάνει κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε Τουρκοκύπριο και βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει και τη βακούφικη περιουσία.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μας).
Επίσης, ορίζεται ως «τουρκοκύπριος» τουρκοκύπριος που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του σε ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, όπως η αιτήτρια-εφεσείουσα, που διέμενε πάντοτε στις κατεχόμενες περιοχές.
Συνεπώς, έχοντας υπόψη τα λεχθέντα, καταλήγουμε πως ήταν ορθό το συμπέρασμα και η πρωτόδικη απόφαση πως η επίδικη βακουφική περιουσία υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Είναι ορθή επίσης η θέση, ότι η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να αναλάβει δικαιοδοσία το Δικαστήριο, αλλά το θέμα δεν έχει πλέον ουσιαστική σημασία, αφού αρμοδιότητα έχει τώρα ο Κηδεμόνας και η εφαρμογή του σχετικού Νόμου έχει καταστήσει ανενεργές τις διατάξεις του Αρθρου 55 του περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμου, Κεφ. 337.
Τέλος, παραπονείται η εφεσείουσα ότι κακώς το Δικαστήριο τη διέταξε στην πληρωμή των εξόδων, εν όψει του νεοφανούς θέματος της υπόθεσης. Επισημαίνουμε ότι το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια στο θέμα των εξόδων και συνήθως ακολουθεί την αρχή ότι τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντος διαδίκου. Δε θεωρούμε ότι στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο ενέργησε εκτός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας, και δεν νομίζουμε ότι υπήρχε οτιδήποτε το νεοφανές (novel point) σχετικά με τα επιχειρήματα που προωθήθηκαν ενώπιόν μας.
Η έφεση απορρίπτεται και επιδικάζονται έξοδα €2.000 εναντίον της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2.000 εναντίον της εφεσείουσας.