ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 1 ΑΑΔ 408

23 Μαρτίου, 2010

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

1. ΑΔΑΜΟΣ ΣΑΒΒΑ,

2. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΟΤΣΙΑΠΑΣΗΣ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

INVESTWISE J.E. LTD,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 209/2007)

 

Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Αντεξέταση ― Ο διάδικος θα πρέπει να θέτει στους μάρτυρες του αντιδίκου του κατά την αντεξέταση το μέρος της υπόθεσής του που αφορά το συγκεκριμένο μάρτυρα ― Εσφαλμένη εκτίμηση πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πιο πάνω αρχή δεν τηρήθηκε στην παρούσα υπόθεση, με αποτέλεσμα να αγνοηθεί σχετική μαρτυρία.

Ιδιοκτήτης και ενοικιαστής ― Θέσμια ενοικίαση ― Αγορά υποστατικού υπό το βάρος θεσμίας ενοικίασης ― Δικαιοδοσία εκδίκασης έχει το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων και όχι το Επαρχιακό Δικαστήριο.

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας και κατάληξη σε ακροσφαλή ευρήματα ― Η επέμβαση του Εφετείου κρίθηκε αναγκαία.

Η εφεσίβλητη, ιδιοκτήτρια ενός υποστατικού στην οδό Γερμανού Πατρών στην εντός των τειχών Λευκωσία, το οποίο χρησιμοποιείτο ως αποθήκη διαφόρων υλικών, καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον αμφοτέρων των εφεσειόντων αξιώνοντας παράδοση κενής και ελευθέρας κατοχής του υποστατικού, αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση και ποσό Λ.Κ.390, ως ειδικές αποζημιώσεις για δεδουλευμένα ενοίκια για τους μήνες Σεπτέμβριο - Νοέμβριο του 2003, πλέον Λ.Κ.130 μηνιαίως μέχρι παραδόσεως του υποστατικού.

Σύμφωνα με την έκθεση απαιτήσεως, η εφεσίβλητη απέκτησε το υποστατικό κατά ή περί την 5.12.2000, ο δε εφεσείων 1, πρώην εναγόμενος 1, (εφεξής ο Σάββα) ήταν τότε θέσμιος ενοικιαστής με βάση συμφωνία του με τον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Κατά τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης, ο Σάββα είχε εγκαταλείψει το υποστατικό παραδίδοντάς το στον εφεσείοντα 2, (εφεξής ο εφεσείων), ο οποίος εξακολουθούσε να το κατέχει ως επεμβασίας εφόσον δεν είχε τη συγκατάθεση ή άδειά της.

Οι εφεσείοντες με την υπεράσπισή τους ήγειραν προδικαστική ένσταση υποστηρίζοντας ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας εκδίκασης της υπόθεσης, εφόσον αμφότεροι εξακολουθούσαν μετά τον τερματισμό ή τη λήξη της πρώτης ενοικίασης να κατέχουν το υποστατικό ως θέσμιοι ενοικιαστές. Επί της ουσίας προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι κατά το χρόνο απόκτησης του υποστατικού από την εφεσίβλητη, το υποστατικό βρισκόταν ήδη στην κατοχή των εφεσειόντων, ότι ο εφεσείων Σάββα ουδέποτε το είχε εγκαταλείψει και ότι ο πραγματικός λόγος έγερσης της αγωγής ήταν το χαμηλό ενοίκιο που τότε καταβαλλόταν, ήτοι, Λ.Κ.9,50 μηνιαίως.

Η αγωγή εναντίον του Σάββα είχε αποσυρθεί με έξοδα υπέρ του κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, προφανώς λόγω της θεσμίας ιδιότητάς του έναντι της εφεσίβλητης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό των Σάββα και εφεσείοντος ότι ήσαν συνέταιροι στις εργασίες που διεξήγαγαν από το υποστατικό, καθώς και τη θέση ότι ο εφεσείων  είχε συνεταιριστεί με τον Σάββα το 1988, στη γνώση και του προηγούμενου ιδιοκτήτη του υποστατικού, καταλήγοντας ότι αυτοί δεν ήσαν μάρτυρες αληθείας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε την εφεσίβλητη εκδίδοντας διάταγμα όπως εντός 20 ημερών από της επίδοσής του, ο εφεσείων εγκαταλείψει και παραδώσει κενή και ελεύθερη κατοχή του υποστατικού, καθώς και απόφαση για Λ.Κ.9,50 μηνιαίως μέχρι παραδόσεως του υποστατικού ως αποζημιώσεις για την περίοδο που αυτός θα εξακολουθούσε να το κατέχει.

Η παρούσα έφεση αφορά μόνο τον εφεσείοντα και με αυτή επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με ιδιαίτερη έμφαση στο ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να ασχοληθεί στην ουσία με την προδικαστική ένσταση επί της δικαιοδοσίας του, κρίνοντας την υπόθεση επί της ουσίας, καθ' υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του. Από την άλλη, τόσο η δικογραφία, όσο και η μαρτυρία επί Δικαστηρίω αποκάλυπτε ότι κατά το χρονικό σημείο της απόκτησης της ιδιοκτησίας του υποστατικού, η εφεσίβλητη δεν το παρέλαβε με ελεύθερη και κενή κατοχή αλλά, υπό το βάρος θεσμίας ενοικιάσεως και της πραγματικής κατοχής του από τον Σάββα και τον εφεσείοντα.

Αποφασίστηκε ότι:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι η θέση περί συνεταιρισμού Σάββα και εφεσείοντος δεν είχε τεθεί κατά την αντεξέταση και επομένως έπρεπε να αγνοηθεί.

Περαιτέρω η εφεσίβλητη είχε αποδεχθεί το γεγονός ότι ο Σάββα ήταν θέσμιος ενοικιαστής. Η απόσυρση της αγωγής εναντίον του Σάββα δεν θέτει τέρμα στην περαιτέρω αναζήτηση της σχέσης μεταξύ των δύο, του Σάββα και του εφεσείοντος, έναντι της εφεσίβλητης. Η περί του αντιθέτου εισήγηση του συνηγόρου της εφεσίβλητης, είναι εσφαλμένη.

Η θέση του προηγούμενου ιδιοκτήτη του υποστατικού, όπως είχε μεταφερθεί πρωτοδίκως από τους μάρτυρες, έτεινε να δείξει τα ακόλουθα δύο δεδομένα: (α) την κατοχή του υποστατικού από τον Σάββα ως θεσμίου πλέον ενοικιαστή κατά την αγορά του υποστατικού από την εφεσίβλητη και (β) την αποδοχή από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη της από κοινού κατοχής του υποστατικού από τον εφεσείοντα και τον Σάββα.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην αξιολόγησή του, παραγνωρίζοντας μαρτυρία που, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, τεκμηρίωνε τη θέση των Σάββα και εφεσείοντος, ελλείψει μάλιστα αντίθετης σαφούς μαρτυρίας. Για τον λόγο αυτό καθίσταται αναγκαία η επέμβαση του Εφετείου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ανέλαβε δικαιοδοσία στο ζήτημα, εφόσον ο Σάββα και ο εφεσείων θα έπρεπε να θεωρούντο ότι ήταν, κατά πάντα χρόνο πριν την αγορά του υποστατικού, θέσμιοι ενοικιαστές, και ότι εν πάση περιπτώσει ο εφεσείων δεν ήταν επεμβασίας. Η απόφασή του, μαζί με τη διαταγή εξόδων, παραμερίζεται.

Η έφεση επιτράπηκε με €2.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., τόσο κατ' έφεση, όσο και πρωτοδίκως.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Frederickou Schools Co. Ltd κ.ά. v. Acuac Inc (2002) 1 Α.Α.Δ. 1527,

Μοσχάτου v. Μοσχάτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 785,

Κυριάκος Γιάλλουρος κ.ά. v. Σταύρου Ψύλλου διά του πατέρα του Κωνσταντίνου Ψύλλου κ.ά. (2009) 1 A.A.Δ. 1552.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λοΐζου, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 1479/04), ημερομ. 4.7.2007.

Χρ. Θεμιστοκλέους, για τους Εφεσείοντες-Εναγόμενους.

Μ. Μιχαηλίδης, για την Εφεσίβλητη-Ενάγουσα.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Με την αγωγή που ήγειρε η εφεσίβλητη εταιρεία στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον αμφοτέρων των εφεσειόντων, (περιγράφονται ως τέτοιοι, αλλά ως θα διαφανεί μετά η έφεση αφορά μόνο τον εφεσείοντα 2), ζητήθηκε η παράδοση κενής και ελευθέρας κατοχής του ενοικιαζομένου υποστατικού, ένα κατάστημα στην οδό Γερμανού Πατρών στην εντός των τειχών Λευκωσίας, αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση και ποσό Λ.Κ.390, ως ειδικές αποζημιώσεις για δεδουλευμένα ενοίκια για τους μήνες Σεπτέμβριο-Νοέμβριο του 2003, πλέον Λ.Κ.130 μηνιαίως μέχρι παραδόσεως του υποστατικού.

Σύμφωνα με την κατά συνοπτικό τρόπο διατυπωμένη έκθεση απαίτησης, η εφεσίβλητη είχε αποκτήσει το υποστατικό κατά ή περί την 5.12.2000, ο δε εφεσείων 1, πρώην εναγόμενος 1, (εφεξής ο «Σάββα»), ήτο τότε θέσμιος ενοικιαστής με βάση συμφωνία που αυτός είχε με τον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Κατά τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης, ο Σάββα είχε εγκαταλείψει το υποστατικό παραδίδοντας το στον εφεσείοντα 2, (στο εξής «ο εφεσείων»), ο οποίος εξακολουθούσε να το κατέχει ως επεμβασίας εφόσον δεν είχε τη συγκατάθεση ή άδεια της. Με την υπεράσπιση τους ηγέρθη προδικαστική ένσταση ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την υπόθεση, εφόσον αμφότεροι, εφεσείων και Σάββα, εξακολουθούσαν μετά τον τερματισμό ή τη λήξη της πρώτης ενοικίασης να κατέχουν το υποστατικό ως θέσμιοι ενοικιαστές. Επί της ουσίας, προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι κατά το χρόνο απόκτησης του υποστατικού από την εφεσίβλητη, αυτό ήταν ήδη στην κατοχή των εφεσειόντων, ότι ο Σάββα ουδέποτε το είχε εγκαταλείψει, ο πραγματικός δε λόγος έγερσης της αγωγής ήταν το χαμηλό ενοίκιο που καταβαλλόταν τότε, ήτοι, Λ.Κ.9,50 μηνιαίως.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του δικαίωσε την εφεσίβλητη εκδίδοντας διάταγμα όπως εντός είκοσι ημερών από της επίδοσης του, ο εφεσείων εγκαταλείψει και παραδώσει κενή και ελεύθερη κατοχή του υποστατικού, καθώς και απόφαση για Λ.Κ.9,50 μηνιαίως μέχρι παραδόσεως του υποστατικού ως αποζημιώσεις για την περίοδο που αυτός θα εξακολουθούσε να κατέχει το υποστατικό. Η αγωγή εναντίον του Σάββα είχε αποσυρθεί με έξοδα υπέρ του κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, προφανώς λόγω της θεσμίας ιδιότητας του έναντι της εφεσίβλητης.

Το Δικαστήριο είχε ενώπιον του τη μαρτυρία του Γεώργιου Ιωσηφίδη, ο οποίος κατά την περίοδο 2001-2004, εργαζόταν στην εφεσίβλητη ως τεχνικός συντηρητής και υπεύθυνος είσπραξης ενοικίων, τη μαρτυρία του Αιμίλιου Εμμανουήλ, διευθυντή και μετόχου της εφεσίβλητης, αλλά και την προς το αντίθετο μαρτυρία του Σάββα και του εφεσείοντος. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι τόσο ο Σάββα όσο και ο εφεσείων δεν ήσαν μάρτυρες αληθείας, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό τους ότι ήσαν συνέταιροι στις εργασίες που διεξήγαγαν από το υποστατικό, το οποίο χρησιμοποιούσαν ως αποθήκη, καθώς και τη θέση ότι ο εφεσείων  είχε συνεταιριστεί με τον Σάββα το 1988, στη γνώση και του προηγούμενου ιδιοκτήτη του υποστατικού. 

Το υποστατικό κατά τη μαρτυρία του Σάββα είχε ενοικιαστεί το 1971, από τον ίδιο από κάποιο Μενέλαο Ξενοφώντος, ο οποίος και δεν έδωσε μαρτυρία, με βάση προφορική συμφωνία έναντι Λ.Κ.7,50 μηνιαίως, το οποίο αυξήθηκε στις Λ.Κ.9,50 το 1980. Ανεφέρθη ότι το ενοίκιο πληρωνόταν εξ ημισείας από τους Σάββα και εφεσείοντα, το οποίο και αφηνόταν σε διπλανο κατάστημα, διότι κατά κανόνα απουσίαζαν και οι δύο, τη δε εφεσίβλητη δεν γνώριζαν μέχρι την ημερομηνία της καταχώρησης της αγωγής ενόψει του ότι ο προηγούμενος ιδιοκτήτης, αλλά  και η ίδια η εφεσίβλητη δεν τους ενημέρωσαν για την αλλαγή στην ιδιοκτησία. Ενοίκια τα οποία ο Σάββα, ο οποίος δήλωσε ότι εξακολουθούσε να ήταν ενοικιαστής και κάτοχος του υποστατικού, είχαν αφεθεί με το δικηγόρο του για να δοθούν στην εφεσίβλητη, η οποία όμως αρνείτο να τα εισπράξει. Αντίθετα, η μαρτυρία της εφεσίβλητης και ιδιαίτερα του διευθυντή και μετόχου αυτής, εντυπωσίασε ευνοϊκά το Δικαστήριο και έγινε αποδεκτή. Με αυτή την αξιολόγηση το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ως εύρημα ότι ο Σάββα, ως αρχικός ενοικιαστής, είχε εγκαταλείψει το υποστατικό σε άγνωστο χρόνο, με αποτέλεσμα να οφείλονταν στη νέα ιδιοκτήτρια, την εφεσίβλητη, τα ενοίκια Σεπτεμβρίου-Νοεμβρίου 2003, ενώ αποτέλεσε και εύρημα ότι ο εφεσείων κατείχε παράνομα το υποστατικό, αφού ουδέποτε η εφεσίβλητη τον αποδέχθηκε ως ενοικιαστή της.

Η έφεση επιδιώκει την ολοκληρωτική ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με ιδιαίτερη έμφαση στο ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να ασχοληθεί στην ουσία με την προδικαστική ένσταση επί της δικαιοδοσίας του, κρίνοντας την υπόθεση επί της ουσίας, καθ' υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του. Από την άλλη, τόσο η δικογραφία, όσο και η μαρτυρία επί Δικαστηρίω, αποκάλυπτε ότι κατά την απόκτηση της ιδιοκτησίας του υποστατικού από την εφεσίβλητη, κάτοχος του υποστατικού ως θέσμιος ενοικιαστής ήταν ο Σάββα, ενώ ο εφεσείων  κατείχε επίσης το υποστατικό κατόπιν συμφωνίας με τον Σάββα και με άδεια από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Επομένως, η εφεσίβλητη κατά το χρονικό σημείο της απόκτησης της ιδιοκτησίας του υποστατικού, δεν παρέλαβε το υποστατικό με ελεύθερη και κενή κατοχή, αλλά υπό το βάρος θεσμίας ενοικιάσεως και της πραγματικής κατοχής του από τον Σάββα και τον εφεσείοντα.

Αποτελεί γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να ασχοληθεί με το ζήτημα της αρμοδιότητας του και μόνο έμμεσα προκύπτει ότι ανέλαβε δικαιοδοσία, ακριβώς επειδή επί της αξιολόγησης έκρινε ότι παρανόμως εισήλθε στο υποστατικό ο εφεσείων  και αυτό μετά την εγκατάλειψη του από τον Σάββα. Επομένως, είναι καταλυτικό να εξεταστεί το εύλογο των συμπερασμάτων του πρωτοδίκου Δικαστηρίου επί της αξιολόγησης της ενώπιον του μαρτυρίας, εφόσον, εάν η αξιολόγηση αυτή είναι ανατρέψιμη, τότε σαφώς και υπεισέρχεται στην όλη εικόνα η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ως προς το επιδιωκόμενο με την αγωγή αποτέλεσμα. 

Η απόρριψη της μαρτυρίας αμφοτέρων των Σάββα και εφεσείοντος, βασίστηκε στην «πτωχή παρουσία» του Σάββα στο εδώλιο του μάρτυρος, ενώ αμφότεροι έδωσαν στο Δικαστήριο την εικόνα ότι δεν ήταν μάρτυρες αληθείας. Διαπιστώθηκαν αντιφάσεις στις θέσεις τους που ήταν, ως απορρέει από το σκεπτικό του Δικαστηρίου, καταλυτικές στην κρίση του, αλλά και απορρίφθηκε η μαρτυρία τους διότι αφενός σε κανένα μάρτυρα της εφεσίβλητης δεν είχε τεθεί η θέση του εφεσείοντος, ότι ήταν συνέταιρος με τον Σάββα, με αποτέλεσμα να μη γίνει αποδεκτή η εκδοχή αυτή, αλλά και διότι η θέση περί συνεταιρισμού, δεν ήταν ούτε δικογραφημένη, με αποτέλεσμα η σχετική επ' αυτού μαρτυρία να έπρεπε να αγνοηθεί εφόσον ήταν εκτός των «..... γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και η δίκη διατρέχει την ίδια πορεία όπως και το τρένο κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής.».

Αμφότερες οι θέσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ελέγχονται εσφαλμένες.

Υπήρχε κατ' αρχάς στην παρ. 2.2. της υπεράσπισης δικογραφημένη η θέση ότι «..... κατά το χρόνο απόκτησης του επιδίκου ακινήτου από τους ενάγοντες, ήδη το επίδικο κατάστημα ήτο στην κατοχή των εναγομένων.». Αυτή η βασική τοποθέτηση και ισχυρισμός περί κατοχής του υποστατικού, κάλυπτε ουσιαστικά και τον τρόπο με τον οποίο η κατοχή αυτή λειτουργούσε στην πράξη, τα δε περί συνεταιρισμού μεταξύ των δύο, ήταν υποστηρικτικά της κατοχής, όχι απολύτως αναγκαία να δικογραφηθούν. Το τι αποτελεί ουσιώδες («material») γεγονός κατά τη Δ.19, θ.4, δεν είναι πάντοτε εύκολο να διαγνωσθεί και κατά πόσο πρέπει ένα γεγονός να δικογραφηθεί ή όχι εναπόκειται στο δικηγόρο του διαδίκου, ο οποίος αναμένεται χρησιμοποιώντας τη γνώση του περί τον νόμο και την κοινή λογική, να αποφασίσει περί του πρακτέου στα δεδομένα περιστατικά της υπόθεσης. Αν είναι σε αμφιβολία, τότε, εάν θα οδηγηθεί μαρτυρία περί αυτού κατά τη δικάσιμο σε μια προσπάθεια απόδειξης του, είναι καλύτερα να δικογραφηθεί το γεγονός, διαφορετικά λαμβάνει τον κίνδυνο να μην αφεθεί από το Δικαστήριο η σχετική μαρτυρία. (δέστε Odgers' Principles of Pleading and Practice 21η έκδ. σελ. 87-88).

Εδώ, δεν ζητήθηκαν προηγουμένως λεπτομέρειες επί του γενικού ισχυρισμού περί κατοχής, αφέθηκε δε η μαρτυρία να δοθεί χωρίς ένσταση και επομένως η απουσία της επακριβούς αναφοράς σε συνεταιρισμό, ενόψει της ευρύτερης θέσης περί κατοχής, δεν παρέπεμπε σε αναξιοπιστία των Σάββα και εφεσείοντος, ούτε και χρειαζόταν τροποποίηση η υπεράσπιση, ως η θέση του Δικαστηρίου, για να συνάδει η δικογραφία με τη δοθείσα μαρτυρία και κακώς αγνοήθηκε το θέμα αυτό.

Λανθασμένα επίσης θεωρήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η θέση περί συνεταιρισμού δεν είχε τεθεί κατά την αντεξέταση των μαρτύρων της εφεσίβλητης και επομένως στη βάση των αρχών των αποφάσεων που μνημόνευσε (Frederickou Schools Co. Ltd κ.ά. v. Acuac Inc (2002) 1 Α.Α.Δ. 1527 και Μοσχάτου v. Μοσχάτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 785), έπρεπε να αγνοηθεί. Παρατηρείται από τη σελ. 12 των πρακτικών, ότι κατά την αντεξέταση του Αιμίλιου Εμμανουήλ, διευθυντή της εφεσίβλητης,  τέθηκε ρητά το ζήτημα κατά πόσο είχε διερευνηθεί η μεταξύ του Σάββα και του εφεσείοντος επιχειρηματική σχέση, για να υποβληθεί στη συνέχεια ότι είχε πληροφορηθεί ότι ο εφεσείων, ήταν συνέταιρος του Σάββα. Ο δε Γεώργιος Ιωσηφίδης, εισπράκτορας της εφεσίβλητης, έδωσε από μόνος του, σε ερώτηση της κύριας εξέτασης, την πληροφορία ότι ο εφεσείων του είχε δηλώσει ότι ήταν συνέταιρος με τον Σάββα και επομένως δικαιωματικά πρόσφερε την πληρωμή του ενοικίου, αλλά ο εισπράκτορας είχε οδηγίες να μην λαμβάνει ενοίκιο από πρόσωπο, άλλο από τον Σάββα. Τα πιο πάνω δεδομένα που προέκυπταν από τη μαρτυρία, προφανώς διέλαθαν της προσοχής του πρωτοδίκου Δικαστηρίου και επομένως τα περί συνεταιρισμού ήταν σε γνώση της εφεσίβλητης και είχαν τεθεί κατά την αντεξέταση. Επομένως, δεν ίσχυε ο κανόνας ότι  επειδή εκ των υστέρων και μόνο κατά τη μαρτυρία των ιδίων αναφέρθηκαν τα περί συνεταιρισμού, το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολογείτο να μη λάβει τους ισχυρισμούς αυτούς υπόψη.

Περαιτέρω, η εφεσίβλητη είχε αποδεχθεί το γεγονός ότι ο Σάββα ήταν θέσμιος ενοικιαστής, προς αυτή δε την κατεύθυνση είχε ενημερωθεί, ως δήλωσε ο Αιμίλιος Εμμανουήλ (σελ. 9 των πρακτικών), με βάση την κατάσταση των ενοικιαστών των διαφόρων ακινήτων που είχε αγοράσει η εφεσίβλητη από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Άλλωστε, έγινε αποδεκτό κατά τη μαρτυρία, ότι εναντίον του Σάββα είχε εγερθεί η Αίτηση Κ73/01 στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων με αντικείμενο τον καθορισμό και την αύξηση του ενοικίου, εξ ου και απεσύρθη εναντίον του η πρωτόδικη αγωγή, αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Η απόσυρση αυτή δεν θέτει, ως λανθασμένα εισηγείται ο συνήγορος της εφεσίβλητης στο περίγραμμα του, τέρμα στην περαιτέρω αναζήτηση της σχέσης μεταξύ των δύο, του Σάββα και του εφεσείοντος, έναντι της εφεσίβλητης.

Το ζητούμενο επομένως ήταν εάν μετά το 2000, όταν απέκτησε την ιδιοκτησία του υποστατικού η εφεσίβλητη, ο Σάββα που ήταν τότε δεδηλωμένα και παραδεκτά θέσμιος ενοικιαστής, το είχε εγκαταλείψει και αν η απάντηση είναι καταφατική, πότε; Σημειώνεται ότι ως απορρέει από τα ευρύτερα δεδομένα της υπόθεσης, η αγωγή καταχωρήθηκε στις 12.2.04, με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο, όπου και στην παρ. 2 αναγνωρίζεται ότι στις 5.12.2000, όταν η εφεσίβλητη αγόρασε το υποστατικό, ο Σάββα ήταν θέσμιος ενοικιαστής. Η ουσιώδης παρ. 4, γενικά και αόριστα παραθέτει, χωρίς προσδιορισμό του χρονικού σημείου, τον ισχυρισμό ότι ο Σάββα είχε εγκαταλείψει το υποστατικό παραδίδοντας το σε τρίτο άτομο, δηλαδή, τον εφεσείοντα. Μάλιστα, αναφέρεται ότι για τους  μήνες Σεπτέμβριο, Οκτώβριο και Νοέμβριο δεν είχαν καταβληθεί τα ενοίκια, χωρίς να συναρτάται η παράλειψη αυτή με συγκεκριμένο έτος.

Από πλευράς μαρτυρίας, ο ίδιος ο Σάββα στη ζώσα κατάθεσή του δήλωσε ρητά ότι παρέμενε κάτοχος του υποστατικού, προσήλθε δε στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταθέσει προς τούτο, σε σαφή αναντιστοιχία και εξουδετέρωση της μαρτυρίας του Γεώργιου Ιωσηφίδη, ο οποίος στην κύρια εξέταση του ανέφερε ότι κατόπιν οδηγιών της εφεσίβλητης έκαμε έρευνα, έμαθε δε ότι ο Σάββα είχε αποβιώσει. Το γεγονός ότι τον ίδιο τον Σάββα, ουδέποτε συνάντησε ο μάρτυρας αυτός ως εισπράκτορας, δεν ήταν από μόνο του καταλυτικό στοιχείο, εφόσον ως ανεφέρθη και από τον ίδιο, το συγκεκριμένο υποστατικό χρησιμοποιείτο ως αποθήκη διαφόρων υλικών και ήταν κατά κανόνα κλειστό, ενώ παράλληλα, ως δήλωσε ο ίδιος ο εισπράκτορας, είσπραττε τα ενοίκια από κάποιο Στέφανο Προδρόμου ο οποίος ενοικίαζε παραπλήσιο υποστατικό και στον οποίο άφηνε τα χρήματα του ενοικίου ο Σάββα, στο όνομα του οποίου εκδίδετο μάλιστα και η απόδειξη (σελ. 2 των πρακτικών). Αν και ήταν ιδιαιτέρως ασαφή τα όποια χρονικά ορόσημα αναφέρθηκαν κατά τη δικάσιμο, σύμφωνα με τη μαρτυρία του εισπράκτορα αυτό ίσχυε μέχρι και το 2004, πριν την έγερση της αγωγής, όταν σε κάποιο στάδιο είδε στο υποστατικό τον εφεσείοντα, ο οποίος του πρόσφερε το ενοίκιο εκ μέρους και του Σάββα, ως συνέταιρος και ο οποίος του είχε πει ότι ο συνέταιρος του ήταν ασθενής και θα του τον σύστηνε σε μεταγενέστερο στάδιο. Ο Αιμίλιος Εμμανουήλ είπε επίσης στην κύρια εξέταση του, ότι είχε ανακαλύψει ότι ο εφεσείων είχε παρουσιαστεί ως ενοικιαστής. Επίσης προέκυψε από την αντεξέταση του Εμμανουήλ, ότι η αίτηση Κ73/01 για αύξηση ενοικίου εναντίον του Σάββα είχε αποσυρθεί στις 30.10.02, γεγονός που δείχνει, έμμεσα, ότι ο Σάββα εξακολουθούσε να παραμένει ενοικιαστής και κάτοχος του υποστατικού. Από την άλλη, ο εφεσείων επιβεβαίωσε τον Σάββα ότι είχε συνεταιρέψει με αυτόν από το 1988-1989, είχε δε ενημερωθεί ο προηγούμενος ιδιοκτήτης, ο οποίος και μέχρι την πώληση του υποστατικού δεν τους είχε ποτέ οχλήσει ότι υπήρχε πρόβλημα επέμβασης από τον ίδιο τον εφεσείοντα.

Όλη η πιο πάνω μαρτυρία και τα δεδομένα της υπόθεσης έπρεπε να είχαν προβληματίσει το Δικαστήριο, ώστε να οδηγηθεί η σκέψη του σε διαφορετική κατεύθυνση. Τα όσα αντιφατικά εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο στις θέσεις των Σάββα και εφεσείοντος, αφορούσαν κυρίως το ύψος του ενοικίου κατά το χρόνο του συνεταιρισμού για τα οποία ο μεν Σάββα ανέφερε ότι το ενοίκιο είχε αυξηθεί στις Λ.Κ.9,50 από το 1980, όταν εισήλθε στο υποστατικό και ο εφεσείων, ενώ ο τελευταίος ανέφερε ότι το ενοίκιο παρέμενε Λ.Κ.7,50 από το 1988, όταν ανέλαβε την κατοχή του υποστατικού. 

Τα πιο πάνω όμως, στην ολότητα των γεγονότων, δεν μπορούσαν εύλογα να θεωρηθούν ως ουσιώδεις αντιφάσεις που να εκθεμελίωναν τη βασική τοποθέτηση και των δύο, ότι ο Σάββα εξακολουθούσε να είχε κατοχή και μετά την αγορά του υποστατικού από την εφεσίβλητη και ότι λαμβανόταν ενοίκιο έναντι αποδείξεων από και προς τον Σάββα, προσφερόταν δε από κάποιο στάδιο και μετά, το ενοίκιο από τον εφεσείοντα, εκ μέρους  και του Σάββα. Το ερώτημα που έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στον εαυτό του ως προς το πού πλήρωναν αυτοί τα ενοίκια, αφού δεν γνώριζαν μέχρι τη δίκη την ύπαρξη της εφεσίβλητης, απαντάτο από την ίδια τη μαρτυρία τους ότι, δηλαδή, το ενοίκιο αφηνόταν στον παρακείμενο ενοικιαστή και το έπαιρνε ο εισπράκτορας, το γεγονός δε ότι ο Σάββα, ως αναφέρθηκε, είχε και άλλο εμπορικό χώρο στα Λατσιά, δεν σήμαινε και εγκατάλειψη του υποστατικού. Ιδιαίτερα, εφόσον και σ' εκείνο το χώρο, λειτουργούσε ως συνέταιρος και ο εφεσείων ως ο ίδιος δήλωσε. Δεν υπήρχε οποιαδήποτε αντίθετη μαρτυρία ως προς την εγκατάλειψη του υποστατικού από τον Σάββα, η δε εφεσίβλητη με γνώμονα μόνο ότι δεν είχε δει τον Σάββα ή ότι δεν είχε επισκεφθεί τα γραφεία της για να δηλώσει ότι εξακολουθούσε να ήταν κάτοχος ή ότι είχε συνεταιρέψει με τον εφεσείοντα, δεν δικαιολογείτο να θεωρήσει ότι ο εφεσείων, ήταν επεμβασίας. Παραγνωρίστηκε δε από το Δικαστήριο η σημασία της δήλωσης του διευθυντή της εφεσίβλητης κατά την κύρια εξέταση (σελ. 7 των πρακτικών), ότι όταν στάληκε επιστολή για την αύξηση του ενοικίου, «..... πήραμε απάντηση από τον Αδάμο Σάββα». Μέχρι δε και το Σεπτέμβριο του 2003 όταν προσφέρθηκε ο εφεσείων να πληρώνει το ενοίκιο, δεν φαίνεται να τέθηκε ζήτημα ότι ο Σάββα δεν κατείχε το υποστατικό.

Ο προηγούμενος ιδιοκτήτης δεν κλήθηκε από οποιονδήποτε των διαδίκων να καταθέσει προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, επιβεβαιώνοντας, δηλαδή, ή, αναιρώντας την ενοικιοστασιακή σχέση του Σάββα με το υποστατικό. Η όποια θέση του προηγούμενου ιδιοκτήτη, στο βαθμό που αυτή είχε μεταφερθεί πρωτοδίκως από τους μάρτυρες, έτεινε να δείξει δύο δεδομένα: (α) την κατοχή του υποστατικού από τον Σάββα ως θεσμίου πλέον ενοικιαστή κατά την αγορά του υποστατικού από την εφεσίβλητη και (β) ότι του είχε δηλωθεί πριν την αγορά αυτή, ότι ο εφεσείων είχε αναλάβει κατοχή από κοινού με τον Σάββα, κατοχή που αποδέχθηκε, εξ ού και δεν ηγέρθηκε ποτέ εκ μέρους του οποιαδήποτε διαδικασία αμφισβήτησης της παρουσίας του εφεσείοντος στο χώρο.

Ενόψει όλων των ανωτέρω, είναι φανερό ότι στα δεδομένα της υπόθεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε στην αξιολόγηση του, παραγνωρίζοντας μαρτυρία που, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, πιστοποιούσε τη θέση των Σάββα και εφεσείοντος, ελλείψει μάλιστα αντίθετης σαφούς μαρτυρίας. Έτσι, παρά το διαχρονικά νομολογημένο ότι το Εφετείο κατά κανόνα δεν επεμβαίνει στην καθ' αυτή αξιολόγηση μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, λόγω και της μοναδικής θέσης στην οποία αυτό βρίσκεται να εξετάσει σφαιρικά τη μαρτυρία στη ζώσα ατμόσφαιρα της δίκης, (δέστε Κυριάκος Γιάλλουρος κ.ά. v. Σταύρου Ψύλλου διά του πατέρα του Κωνσταντίνου Ψύλλου κ.ά. (2009) 1 A.A.Δ. 1552) στην προκείμενη περίπτωση τέτοια επέμβαση καθίσταται αναγκαία για τους λόγους που έχουν ήδη καταγραφεί.

Το συνακόλουθο είναι ότι και το θέμα της δικαιοδοσίας αποκτά άλλη διάσταση, εφόσον ο Σάββα και ο εφεσείων θα έπρεπε να θεωρούντο ότι ήταν, κατά πάντα χρόνο πριν την αγορά του υποστατικού, θέσμιοι ενοικιαστές και ότι εν πάση περιπτώσει ο εφεσείων δεν ήταν επεμβασίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ανέλαβε δικαιοδοσία στο ζήτημα. Η απόφασή του, μαζί με τη διαταγή εξόδων, παραμερίζεται.

Η έφεση επιτυγχάνει με €2.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., τόσο κατ'  έφεση, όσο και πρωτοδίκως.

Η έφεση επιτρέπεται με €2.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., τόσο κατ' έφεση, όσο και πρωτοδίκως.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο