ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 358
18 Mαρτίου, 2010
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΗΛΙΑΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ,
Εφεσείων-Ενάγων,
v.
1. FILIOS MOTOR AGENCY LTD,
2. ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
(ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 193/2006)
Συμβάσεις ― Σύμβαση ενοικιαγοράς αυτοκινήτου ― Άρνηση Τμήματος Οδικών Μεταφορών να εγγράψει αυτοκίνητο αντικείμενο σύμβασης ενοικιαγοράς επ' ονόματι του ενοικιαγοραστή λόγω της μη γνωστοποίησης μηχανικών αλλαγών στον χρηματοδοτικό οργανισμό, από τον έμπορο (ιδιοκτήτη και πωλητή του αυτοκινήτου) ή από τον ενοικιαγοραστή ― Κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά απέρριψε την αγωγή του ενοικιαγοραστή εναντίον του εμπόρου και του χρηματοδοτικού οργανισμού για επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος της ενοικιαγοράς του επίδικου αυτοκινήτου.
Συμβάσεις ― Σύμβαση ενοικιαγοράς ― Φύση και τρόπος λειτουργίας σύμβασης ενοικιαγοράς.
Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Aνήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει τη δυνατότητα να ακούσει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες ενώ καταθέτουν ― Tο Eφετείο σπάνια επεμβαίναι και υπό προϋποθέσεις.
Οι εφεσίβλητοι 2 είχαν χρηματοδοτήσει την αγορά ενός αυτοκινήτου των εφεσιβλήτων 1 μάρκας BMW από τον εφεσείοντα ο οποίος συμβλήθηκε στη συνέχεια με τους εφεσίβλητους 2 δυνάμει σύμβασης ενοικιαγοράς ημερομηνίας 23.1.2002 για το ποσό των Λ.Κ.4.480,03. Στις 20.5.2003, κατά την επιθεώρηση του αυτοκινήτου ώστε να γίνει αλλαγή μηχανής, διαπιστώθηκε ότι στο αυτοκίνητο είχε ήδη γίνει αυτό προηγουμένως, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η εγγραφή του στο όνομα του εφεσείοντος.
Ο εφεσείων κατέβαλε το συμφωνηθέν ποσό της ενοικιαγοράς και διεκδίκησε δικαστικώς, εναντίον αμφοτέρων των εφεσιβλήτων, την επιστροφή του τιμήματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον αμφοτέρων των εφεσιβλήτων. Σε σχέση με τους εφεσίβλητους 1, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν είχε συναφθεί σύμβαση πώλησης του αυτοκινήτου και σε σχέση με τους εφεσίβλητους 2 ότι αυτοί δεν γνώριζαν κατά το στάδιο της σύναψης της σύμβασης ενοικιαγοράς για την αλλαγή της μηχανής.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Με τους λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα των πιο κάτω διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
1. Ότι δεν υπήρξε συμφωνία πώλησης μεταξύ εφεσείοντος και εφεσιβλήτων 1.
2. Ότι δεν υπήρχε δυνατότητα ολοκλήρωσης της σύμβασης ενοικιαγοράς και μεταβίβασης του αυτοκινήτου στον εφεσείοντα.
3. Ότι ο εφεσείων ήταν αναξιόπιστος.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στην πάγια αρχή της νομολογίας σε σχέση με την δυνατότητα επέμβασής του, στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων, απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. Με την καταβολή της αξίας του αυτοκινήτου προς τους εφεσίβλητους 1, οι εφεσίβλητοι 2 κατέστησαν ιδιοκτήτες του αυτοκινήτου, το οποίο συμφώνησαν και παραχώρησαν στον εφεσείοντα, με την παράλληλη υποχρέωση μεταβίβασης της κυριότητας σ' αυτόν, όταν και εφόσον καταβάλει το ποσό του συμβολαίου και ασκήσει το δικαίωμα αγοράς.
Με γνώμονα την πιο πάνω δομή, το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε συμφωνία πώλησης του επίδικου αυτοκινήτου μεταξύ εφεσείοντος και εφεσιβλήτων 1, είναι ορθό.
2. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επί του οποίου στηρίχθηκε για να απορρίψει την αγωγή του εφεσείοντος, ήταν από τη μια η ανυπαρξία γνώσης από τους εφεσίβλητους 2 της αλλαγής που έγινε στη μηχανή και του αμαξώματος του αυτοκινήτου και προκάλεσε την ένσταση εγγραφής του από το Τμήμα Οδικών Μεταφορών και από την άλλη η διαπίστωση ότι οι εφεσίβλητοι 1, αλλά ιδιαιτέρως ο εφεσείων γνώριζε για την αλλαγή που έγινε στη μηχανή του οχήματος. Αυτό συνιστούσε καθοριστικό γεγονός και ιδιαιτέρως αποκτά βαρύτητα όταν δεν είχε γνωστοποιηθεί στους εφεσίβλητους 2.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε αντιφάσεις στη μαρτυρία του εφεσείοντος, τις οποίες εξήγησε και παρέθεσε με λεπτομέρεια. Αιτιολόγησε δε επαρκώς το εύρημα αναξιοπιστίας στο οποίο κατέληξε.
Η έφεση απορρίφθηκε με €1.250 έξοδα
υπέρ εκάστου των εφεσιβλήτων.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κυριάκου v. Μιχαήλ (2008) 1(A) A.A.Δ. 515,
Κυριάκου v. Γ. Νικόλας (Μακρή) Λτδ (2009) 1 A.A.Δ. 869,
Κωνσταντίνου κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρημ.) Λτδ (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 781,
Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ v. Παντελή κ.ά. (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 854,
Νικήτα v. Λαϊκή Kυπριακή Tράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2009) 1 A.A.Δ. 91.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Λάρμου-Παπαδήμα, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 177/04), ημερομ. 19.4.2006.
Α. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα.
Π. Ευθυμίου, για τους Εφεσίβλητους Αρ. 1.
Αρ. Κορακίδου, για τους Εφεσίβλητους Αρ. 2.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Κ. Παμπαλλή.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων επισκεπτόμενος στις 22.1.2002 το γραφείο πώλησης αυτοκινήτων που διαθέτουν οι εφεσίβλητοι 1 στην Πάφο, είδε ένα αυτοκίνητο μάρκας BMW με αριθμό εγγραφής ΑΑΚ290 (στο εξής «το αυτοκίνητο») και αποφάσισε να το αγοράσει με χρηματοδότηση από τρίτους. Για το σκοπό αυτό συνήψε στις 23.1.2002 με τους εφεσίβλητους 2, που είναι χρηματοδοτικός οργανισμός, σύμβαση ενοικιαγοράς για το ποσό των Λ.Κ.4.480,03.
Στις 20.5.2003, ο Α. Ονουφρίου ως Τεχνικός Επιθεωρητής στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών εξέτασε το αυτοκίνητο μετά που υποβλήθηκε αίτηση για αλλαγή μηχανής. Κατά την επιθεώρηση διαπιστώθηκε ότι στο αυτοκίνητο είχε ήδη γίνει αλλαγή μηχανής και αμαξώματος. Ως αποτέλεσμα τούτου το αυτοκίνητο δεν μπορούσε να εγγραφεί στο όνομα του εφεσείοντα.
Ο εφεσείων κατέβαλε το συμφωνηθέν ποσό της ενοικιαγοράς, για λόγους που δεν αποτελούν αντικείμενο της έφεσης, και αφού δεν μπορούσε να πετύχει εγγραφή του αυτοκινήτου στο όνομα του, διεκδίκησε δικαστικώς, εναντίον αμφοτέρων των εφεσιβλήτων, επιστροφή του τιμήματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντα εναντίον αμφοτέρων των εφεσειόντων.
Ως προς τους εφεσίβλητους 1, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν είχε συναφθεί σύμβαση πώλησης του αυτοκινήτου.
Η αξίωση εναντίον των εφεσιβλήτων 2, είχε επίσης απορριφθεί, αφού ο εφεσείων απέτυχε ν'αποδείξει ότι κατά το στάδιο της σύναψης της συμφωνίας ενοικιαγοράς οι πρώτοι γνώριζαν για την αλλαγή της μηχανής.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρίστηκε η παρούσα έφεση. Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε συμφωνία πώλησης μεταξύ εφεσείοντος και εφεσιβλήτων 1.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ως λανθασμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων 2, αφού, όπως προβλήθηκε, υπάρχει αδυναμία ολοκλήρωσης της σύμβασης ενοικιαγοράς και μεταβίβαση του αυτοκινήτου στο όνομα του εφεσείοντα. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με το οποίο κρίθηκε ο εφεσείων ως αναξιόπιστος, είναι λανθασμένο.
Αποτελεί δοσμένη νομική αρχή, παγίως νομολογημένη, ότι το Εφετείο, ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δεν επεμβαίνει στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Κατ' εξαίρεση του πιο πάνω κανόνα, θα επιτρεπόταν επέμβαση όταν και εφόσον διαπιστωθούν λόγοι που να επέτρεπαν τέτοια παρέκκλιση. Ως τέτοιοι, μεταξύ άλλων, θα ήταν η ανυπαρξία πραγματικού υπόβαθρου για εξαγωγή συμπεράσματος, η παρείσφρηση λάθους και η διαπίστωση κακοπιστίας. (βλ. Κυριάκου v. Μιχαήλ (2008) 1(A) A.A.Δ. 515 και Κυριάκου v. Γ. Νικόλας (Μακρή) Λτδ (2009) 1 A.A.Δ. 869.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε συνάρτηση με το εξεταζόμενο θέμα κατέληξε ότι, «Ο ενάγοντας δεν με έπεισε για τη γνησιότητα της απαίτησής του, ούτε μου έκαμε καλή εντύπωση σαν μάρτυρας της αλήθειας».
Η ευπαίδευτη Δικαστής δεν περιορίστηκε στην πιο πάνω διαπίστωση μόνο, αλλά, σ' αντίθεση με ό,τι εισηγείται ο κ. Αλεξάνδρου, εξήγησε και παρέθεσε, με λεπτομέρεια τις αντιφάσεις που διαπίστωσε ότι υπάρχουν στη μαρτυρία του ιδίου του εφεσείοντα. Αιτιολόγησε επαρκώς, κατά τη γνώμη μας, το εύρημα αναξιοπιστίας στο οποίο κατέληξε, χωρίς να μπορεί να ευσταθήσει το επιχείρημα που προβάλλεται με τον τρίτο λόγο έφεσης.
Το κύριο επιχείρημα του συνηγόρου του εφεσείοντα, εστιαζόταν στην λανθασμένη και αντινομική, όπως τη χαρακτήρισε, πορεία που ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγοντας σε εύρημα αντίθετο από τη δικογραφημένη θέση του εφεσείοντα και των εφεσιβλήτων 1, σε συνάρτηση με την ύπαρξη ή όχι συμφωνίας πώλησης του επίδικου αυτοκινήτου. Παραδέχτηκε, ότι δεν υπήρξε γραπτή συμφωνία πώλησης, αλλά, όπως είπε, αυτή ήταν προφορική. Προς επίρρωση της θέσης του επικαλέστηκε το τεκμ. 10, το τιμολόγιο ημερ. 23.1.2002 που εξέδωσαν οι εφεσίβλητοι 1.
Το όλο φάσμα των νομικών σχέσεων των διαδίκων δεν μπορεί να κριθεί απομονωμένα και ορθώς, κατά τη γνώμη μας, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξέτασε την όποια συμφωνία μεταξύ εφεσείοντα και εφεσιβλήτων 1, στο πλαίσιο της συμφωνίας ενοικιαγοράς, που όπως είναι αποδεχτό γεγονός, έχει συναφθεί με τους εφεσίβλητους 2.
Η ιδία η φύση της συμφωνίας ενοικιαγοράς, ενέχει μεν το στοιχείο «της τριμερούς μορφής», όπως αναλύθηκε στην υπόθεση Κωνσταντίνου κ.ά. v. Λαϊκής Κυπρ. Τράπεζας (Χρημ.) Λτδ (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 781, αφού υπήρχαν τρία εμπλεκόμενα μέρη ήτοι ο χρηματοδότης, (εφεσίβλητοι 2), ο έμπορας (εφεσίβλητοι 1) και ο μισθωτής (εφεσείων), πλην όμως όπως εξηγήθηκε με σαφήνεια στην υπόθεση Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ v. Παντελή κ.ά. (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 854 και υιοθετήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η συμφωνία ενοικιαγοράς εμπεριέχει δυο συμφωνίες.
Στις σελίδες 862 και 863 αναφέρεται:
«Η πρώτη συμφωνία αναφέρεται στη σχέση του εμπόρου με το χρηματοδότη στη βάση της οποίας μεταβιβάζεται η ιδιοκτησία των εμπορευμάτων στο χρηματοδότη έναντι του ανταλλάγματος το οποίο, αντάλλαγμα, είναι το ποσό της χρηματοδότησης».
«Η δεύτερη συμφωνία αναφέρεται στη σχέση χρηματοδότη - ενοικιαγοραστή και εμπεριέχει δύο στοιχεία. Την παραχώρηση της κατοχής και της χρήσης των αντικειμένων της ενοικιαγοράς στον ενοικιαγοραστή, εφενός, και την υποχρέωση του ενοικιαγοραστή να επιστρέψει την κατοχή των εμπορευμάτων στο χρηματοδότη (ιδιοκτήτη) εάν και εφόσον δεν ασκήσει το δικαίωμα αγοράς, αφετέρου».
Βλ. επίσης Νικήτα v. Λαϊκή Kυπριακή Tράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2009) 1 A.A.Δ. 91.
Στην προκείμενη περίπτωση, αμφότερες οι συμφωνίες περιλαμβάνονται στο κατατεθέν πρωτοδίκως, Τεκμ. 12, που τιτλοφορείται «Συμφωνία Ενοικιαγοράς».
Με την καταβολή της αξίας του αυτοκινήτου προς τους εφεσίβλητους 1, ο χρηματοδοτικός οργανισμός, εφεσίβλητοι 2, κατέστησαν ιδιοκτήτες του αυτοκινήτου, μάρκας BMW με αριθμό εγγραφής ΑΑΚ290, το οποίο συμφώνησαν και παραχώρησαν στον εφεσείοντα, με την παράλληλη υποχρέωση μεταβίβασης της κυριότητας σ' αυτόν, όταν και εφόσον καταβάλει το ποσό του συμβολαίου και ασκήσει το δικαίωμα αγοράς.
Με γνώμονα την πιο πάνω δομή που αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, ορθή ανάλυση των γεγονότων της υπόθεσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εύλογα καταλήγουμε στο ίδιο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε συμφωνία πώλησης του επίδικου αυτοκινήτου μεταξύ του εφεσείοντα και των εφεσιβλήτων 1.
Περαιτέρω, ακόμη και το ίδιο το τιμολόγιο που εξέδωσαν οι εφεσίβλητοι 1 (τεκμ. 10), που επικαλέστηκε ο συνήγορος τους, συμπεριλαμβάνει κείμενο, με τη μορφή «σφραγίδας», που ξεκαθαρίζει ότι το περιγραφόμενο αντικείμενο (το όχημα) αποτελεί αντικείμενο ενοικιαγοράς (αναγράφεται δε και ο αριθμός του συμβολαίου), μεταξύ των εφεσιβλήτων 2, ως ιδιοκτητών, και του ενοικιαγοραστή, (του εφεσείοντα), προσδιορίζοντας συνεπώς το λόγο για τον οποίο το τιμολόγιο εκδόθηκε στο όνομα του ενοικιαγοραστή.
Ως προς το έτερο σκέλος του προβληθέντος επιχειρήματος του εφεσείοντα ότι δηλαδή, οι εφεσίβλητοι 2 έπρεπε να βρεθούν «ένοχοι» και η αγωγή του εφεσείοντα να επιτύχει, αφού οι τελευταίοι δεν είναι σε θέση να υλοποιήσουν τους όρους της συμφωνίας και να μεταβιβάσουν το αυτοκίνητο στο όνομα του εφεσείοντα, έχουμε να παρατηρήσουμε τα πιο κάτω:
Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που αποτέλεσε και το έρεισμα για την απόρριψη της αγωγής του εφεσείοντα, ήταν από τη μια η ανυπαρξία γνώσης από τους εφεσίβλητους 2 της αλλαγής, που έγινε στη μηχανή και του αμαξώματος του εν λόγω αυτοκινήτου και προκάλεσε την ένσταση εγγραφής από το Τμήμα Οδικών Μεταφορών, και από την άλλη η διαπίστωση ότι οι εφεσίβλητοι 1, αλλά ιδιαιτέρως ο εφεσείων γνώριζε για την αλλαγή που έγινε στη μηχανή του οχήματος. Αυτό ήταν καθοριστικό γεγονός και ιδιαιτέρως αποκτά βαρύτητα όταν δεν είχε όπως αναλύουμε πιο κάτω, γνωστοποιηθεί στους εφεσίβλητους 2.
Τούτο το συμπέρασμα εδράζεται στην αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας και δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό που θα μπορούσε να βοηθήσει παραπέρα την εισήγηση του εφεσείοντα. Η μαρτυρία του κ. Δουκανάρη, υπαλλήλου των εφεσιβλήτων 2, έγινε πιστευτή, και όπως ο ίδιος ο εφεσείων κατέθεσε το αυτοκίνητο δεν επιθεωρήθηκε από τους εφεσίβλητους 2. Ούτε σε κανένα σημείο προωθήθηκε εισήγηση ότι, είτε ο εφεσείων είτε ο διευθυντής της εταιρείας των εφεσιβλήτων 1, γνωστοποίησε, όπως σημειώσαμε το θέμα της αλλαγής της μηχανής κατά το στάδιο της σύναψης της συμφωνίας ή μετά, σε οποιοδήποτε υπάλληλο των εφεσιβλήτων 2. Ούτε για το θέμα της αλλαγής του αμαξώματος προσήχθηκε μαρτυρία που να μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα είτε γνώσης ή εμπλοκής των εφεσιβλήτων 2. Αντίθετα προσκομίστηκε μαρτυρία ότι επιδιορθώσεις που έγιναν στο συγκεκριμένο όχημα, όταν υπέστη δυστύχημα, κάλυπτε την περίοδο που αυτό βρισκόταν στην κατοχή του εφεσείοντα.
Αναλύοντας την πορεία που ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ενόψει των ευρημάτων του, θεωρούμε ότι δεν ευσταθεί κανένας από τους λόγους έφεσης.
Με γνώμονα τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €1.250 έξοδα υπέρ εκάστου των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται με €1.250 έξοδα υπέρ εκάστου των εφεσιβλήτων.