ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 304
8 Μαρτίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΡΕΝΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΤΖΗKYΡΙΑΚΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 64/2007)
Aστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Κατά πόσο η αναμετάδοση δικαστικής απόφασης από τηλεοπτικό σταθμό αποτελούσε δυσφήμιση του εφεσείοντος, με την έννοια της απόδοσης σε αυτόν της διάπραξης αδικήματος του Άρθρου 118 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Κατά πόσο η είδηση ήταν επίσης «σύγχρονη» της δικαστικής διαδικασίας στην οποία αναφερόταν.
Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Υπεράσπιση του απόλυτου προνομίου όπως αυτό προνοείται από το Άρθρο 20(1) (ζ) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 ― Σε ποίες περιπτώσεις η δημοσίευση είναι απόλυτα προνομιούχα.
Ο εφεσείων, που είναι δικηγόρος, είχε αρχικά καταχωρήσει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την Αγωγή Aρ. 2515/00 εναντίον του Κίκη Κοντεάτη, Εφόρου της Ιπποδρομιακής Λέσχης Κύπρου, για δυσφήμιση. Το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στην εν λόγω αγωγή στις 12/2/02 υπέρ του εφεσείοντος για το ποσό των £100, πλέον τόκο από 5/4/00, πλέον έξοδα.
Ο εφεσίβλητος, στα πλαίσια του Δελτίου Ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού MEGA, αναμετάδωσε την προαναφερθείσα δικαστική απόφαση αναφέροντας ότι το Δικαστήριο επιδίκασε στον εφεσείοντα «.... μόνο Λ.Κ.100 επειδή η δυσφήμιση έγινε στην παρουσία λίγων και διαφέρει από δυσφήμιση στα μέσα ενημέρωσης και επειδή προσπάθησε να επηρεάσει μάρτυρα του εναγομένου ....»
Ο εφεσείων ήγειρε αγωγή αξιώνοντας από τον εφεσίβλητο αποζημιώσεις στην κλίμακα Λ.Κ.25.000 - Λ.Κ.50.000 για δυσφήμιση. Ισχυρίστηκε ότι η πιο πάνω είδηση ήταν δυσφημιστική αφού του καταλόγιζε τη διάπραξη σοβαρού ποινικού αδικήματος τιμωρούμενο με τρία χρόνια φυλάκιση με βάση το Άρθρο 118 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Ο εφεσίβλητος προέβαλε την υπεράσπιση ότι τα δημοσιευθέντα ήσαν αληθή και αποτέλεσαν σαφή αναμετάδοση της εν λόγω δικαστικής απόφασης, ότι αφορούν έντιμο και καλόπιστο σχόλιο για ένα θέμα που ενδιέφερε το κοινό και ότι οι ενέργειές του ήταν απόλυτα προνομιούχες και/ή προνομιούχες με την επιφύλαξη ότι έγιναν με καλή πίστη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το δημοσίευμα δεν απέδιδε στον εφεσείοντα τη διάπραξη του αδικήματος του Άρθρου 118 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, που ήταν ο ένας από τους δυο τρόπους για τους οποίους ο εφεσείων είχε ισχυρισθεί ότι έγινε η δυσφήμιση. Κατέληξε όμως ότι η επίδικη είδηση είναι δυσφημιστική αφού «παρουσιάζει τον ενάγοντα σαν άτομο ανέντιμο, που ενεργεί αντιδεοντολογικά, χωρίς να τηρεί και να σέβεται τις νόμιμες διαδικασίες χρησιμοποιώντας αθέμιτα μέσα για να πετύχει το σκοπό του. Το Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε το κατά πόσο τυγχάνει εφαρμογής οιαδήποτε εκ των υπερασπίσεων του εφεσίβλητου. Κατέληξε ότι «το επίδικο δημοσίευμα αποτελεί ακριβοδίκαιη, ακριβή και σύγχρονη αναφορά του περιεχομένου της δικαστικής απόφασης και έχει αποδειχθεί η υπεράσπιση του απόλυτου προνομίου του δημοσιεύματος με βάση το Άρθρο 20(1)(ζ) του Κεφ. 148». Το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με έξοδα με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας έφεσης. Με αυτή, ο εφεσείων αμφισβητεί τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι: (α) το επίδικο δημοσίευμα δεν αποδίδει στον εφεσείοντα τη διάπραξη του αδικήματος κάτω από το Άρθρο 118 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και (β) η δημοσίευση ήταν απόλυτα προνομιούχα όπως προνοείται από το Άρθρο 20(1) (ζ) του Κεφ. 148.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Κατ' εφαρμογή του σκεπτικού του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο υιοθετήθηκε από το Εφετείο στη Σταυράκης v. Κοντεάτη κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 103, δεν έχει αποδειχθεί η απόδοση του αδικήματος του Άρθρου 118 του Ποινικού Κώδικα. Εν πάση όμως περιπτώσει, ακόμα και στην αντίθετη περίπτωση, η κατάσταση δεν θα άλλαζε, αφού το όλο θέμα εξαρτάται από την επιτυχία ή μη του άλλου λόγου έφεσης.
2. Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά ούτε και ενώπιον του Εφετείου που να δείχνει την ύπαρξη κακοπιστίας από πλευράς του εφεσίβλητου. Η είδηση ήταν ακριβοδίκαιη. Η είδηση ήταν επίσης «σύγχρονη» της δικαστικής διαδικασίας στην οποία αναφερόταν αφού, αποτελούσε κοινό έδαφος ότι η απόφαση στην Yπόθεση Aρ. 2515/00 είχε εκδοθεί στις 12/2/02 αλλά ο εφεσίβλητος έλαβε γνώση αυτής στις 21/2/02 μετά από σχετική δημοσίευση στην εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ και ακολούθησε η επίδικη είδηση το βράδυ της ίδιας ημέρας.
Η έφεση απορρίφθηκε με €1.200 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντος.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Σταυράκης v. Κοντεάτη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1957,
Σταυράκης v. Κοντεάτη κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 103.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Eφραίμ, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 6055/02), ημερομ. 31.1.2007.
Χ. Σταυράκης, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Μ. Τριανταφυλλίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 31/1/07 με την οποία απορρίφθηκε η Αγωγή του με Αρ. 6055/02 που είχε καταχωρήσει εναντίον του εφεσίβλητου για δυσφήμιση, που σύμφωνα με τον ισχυρισμό του εφεσείοντα έγινε με αναμετάδοση που έκανε ο εφεσίβλητος στις 21/2/02 κατά το δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού ΜΕGA.
Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση
Ο εφεσείων, που είναι δικηγόρος, είχε αρχικά καταχωρήσει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την Αγωγή Aρ. 2515/00 εναντίον του Κίκη Κοντεάτη, Εφόρου της Ιπποδρομιακής Λέσχης Κύπρου, για δυσφήμιση. Το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στην εν λόγω αγωγή στις 12/2/02 υπέρ του εφεσείοντα για το ποσό των £100, πλέον τόκο από 5/4/00, πλέον έξοδα, όπως θα υπολογίζονταν από τον πρωτοκολλητή.
Το δικαστήριο που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση αναφέρθηκε και σε μια «σειρά παραγόντων που συμβάλλουν στην δραματική μείωση», όπως το διατύπωσε, των αποζημιώσεων. Μεταξύ άλλων, ανάφερε και τα πιο κάτω:
«... Χωρίς όσα στη συνέχεια το Δικαστήριο επισημαίνει να αντανακλούν γενικότερα στο ήθος του ενάγοντα όμως δεν μπορεί παρά να ληφθεί σοβαρά υπόψη προς μείωση της αποζημίωσης το γεγονός ότι στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας έχει λεχθεί χωρίς να αμφισβητηθεί ότι ο ενάγων προσπάθησε να επηρεάσει μάρτυρα της άλλης πλευράς, παραδίδοντας στον Σ. Ρωτό προκατασκευασμένες ερωτήσεις και απαντήσεις ενώ γνώριζε ότι επρόκειτο να ήταν μάρτυρας του αντιδίκου του.»
Επισημαίνουμε απλώς ότι η απόφαση στην Αγωγή Aρ. 2515/00 ημερ. 12/2/02 εφεσιβλήθηκε τόσο από τον εφεσείοντα για ανεπάρκεια των αποζημιώσεων όσο και από τον εφεσίβλητο σ' εκείνη την υπόθεση Κίκη Κοντεάτη, επί το ότι κακώς κρίθηκε ότι υπήρξε δυσφήμιση. Έγινε δεκτή η έφεση του Κίκη Κοντεάτη και ως αποτέλεσμα η έφεση του εφεσείοντα απορρίφθηκε (βλ. Σταυράκης v. Κοντεάτη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1957).
Όπως ήδη αναφέρθηκε η πιο πάνω απόφαση εκδόθηκε στις 12/2/02. Στις 21/2/02 ο εφεσίβλητος στα πλαίσια του Δελτίου Ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού MEGA μετέδωσε την ακόλουθη (επίδικη) δήλωση:
«Ενδιαφέρουσα δικαστική απόφαση με πρωταγωνιστή τον συνταξιούχο δικηγόρο και πρώην υπουργό Ρένο Σταυράκη ο οποίος ενήγαγε τον Έφορο της Ιπποδρομιακής Αρχής Κίκη Κοντεάτη για συκοφαντική δυσφήμιση του στην διάρκεια συνεδρίας της Αρχής. Το Δικαστήριο τον δικαίωσε αλλά του επεδίκασε μόνο Λ.Κ.100 επειδή η δυσφήμιση έγινε στην παρουσία λίγων και διαφέρει από δυσφήμιση στα μέσα ενημέρωσης και επειδή προσπάθησε να επηρεάσει μάρτυρα του Εναγομένου του οποίου δικηγόρος ήταν ο Στέλιος Παναγίδης.»
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω είδησης ο εφεσείων ήγειρε την αγωγή αντικείμενο της παρούσας έφεσης, αξιώνοντας από τον εφεσίβλητο αποζημιώσεις στην κλίμακα Λ.Κ.25000 - Λ.Κ.50000 για δυσφήμιση.
Ήταν πρωτόδικα ο ισχυρισμός του ότι η πιο πάνω είδηση ήταν δυσφημιστική αφού του καταλόγιζε τη διάπραξη σοβαρού ποινικού αδικήματος τιμωρούμενο με τρία χρόνια φυλάκιση με βάση το Αρθρο 118 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Με τη σύμφωνη γνώμη των διαδίκων το πρωτόδικο δικαστήριο είδε και τη βιντεοταινία μετάδοσης της εν λόγω είδησης. Σημειώνονται στην πρωτόδικη απόφαση και τα εξής:
«Κατά τη διάρκεια μετάδοσης του επίδικου ρεπορτάζ και την εκφώνηση της πιο πάνω είδησης, απεικονίζονται αρχικά αυτοκίνητα της αστυνομίας να κινούνται, με την αναφορά στον Έφορο της Ιπποδρομιακής Αρχής απεικονίζονται κούρσες αλόγων και η εικόνα ξαναδείχνει αυτοκίνητα αστυνομίας την ώρα που γίνεται η αναφορά στη φράση «προσπάθησε να επηρεάσει μάρτυρα» μέχρι το τέλος της είδησης.»
Ήταν επίσης κοινό έδαφος ότι σχετικό δημοσίευμα για την απόφαση της 12/2/02, υπήρχε στην εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ ημερ. 21/2/02, δηλαδή προηγήθηκε της είδησης που μετάδωσε ο εφεσίβλητος.
Η υπεράσπιση του εφεσίβλητου ήταν ότι τα όσα δημοσιεύθηκαν ήταν αληθή και αποτέλεσαν σαφή αναμετάδοση της εν λόγω δικαστικής απόφασης, ότι αφορούν έντιμο και καλόπιστο σχόλιο για ένα θέμα που ενδιέφερε το κοινό και ότι οι ενέργειες του ήταν απόλυτα προνομιούχες και/ή προνομιούχες με την επιφύλαξη ότι έγιναν με καλή πίστη. Πέραν της βιντεοταινίας το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε και τη μαρτυρία των δυο διαδίκων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, για τους λόγους που εξήγησε, κατέληξε ότι το δημοσίευμα δεν απέδιδε στον εφεσείοντα τη διάπραξη του αδικήματος του Αρθρου 118 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, που ήταν ο ένας από τους δυο τρόπους για τους οποίους ο εφεσείων είχε ισχυρισθεί ότι έγινε η δυσφήμιση. Κατέληξε όμως ότι η επίδικη είδηση είναι δυσφημιστική αφού «παρουσιάζει τον ενάγοντα σαν άτομο ανέντιμο, που ενεργεί αντιδεοντολογικά, χωρίς να τηρεί και να σέβεται τις νόμιμες διαδικασίες χρησιμοποιώντας αθέμιτα μέσα για να πετύχει το σκοπό του, δηλαδή την επιτυχία της απαίτησης του στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας, ειδικότερα εφόσον πρόκειται για δικηγόρο λειτουργό της δικαιοσύνης». Έτσι προχώρησε και εξέτασε αν τυγχάνει εφαρμογής οιαδήποτε από τις υπερασπίσεις που επικαλέστηκε ο εφεσίβλητος. Κατέληξε ότι «το επίδικο δημοσίευμα αποτελεί ακριβοδίκαιη, ακριβή και σύγχρονη αναφορά του περιεχομένου της δικαστικής απόφασης και έχει αποδειχθεί η υπεράσπιση του απόλυτου προνομίου του δημοσιεύματος με βάση το Αρθρο 20(1)(ζ) του Κεφ. 148» και έτσι απέρριψε την αγωγή με έξοδα, με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας έφεσης.
Λόγοι έφεσης
Με τους πρώτο και δεύτερο λόγους έφεσης ουσιαστικά ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι το επίδικο δημοσίευμα δεν αποδίδει στον εφεσείοντα τη διάπραξη του αδικήματος κάτω από το Αρθρο 118 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η δημοσίευση ήταν απόλυτα προνομιούχα.
Θα εξετάσουμε τους δύο πρώτους λόγους έφεσης μαζί. Το Αρθρο 17(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 προβλέπει διάφορους τρόπους με τους οποίους διαπράττεται το αστικό αδίκημα της δυσφήμισης. Μεταξύ άλλων προβλέπει ότι η δυσφήμιση συνίσταται στη δημοσίευση (με τους τρόπους που εκεί αναφέρονται) δημοσιεύματος το οποίο, αποδίδει σε άλλο πρόσωπο έγκλημα. Για σκοπούς του εδαφίου αυτού «έγκλημα» σημαίνει ποινικό αδίκημα ή άλλη αξιόποινη πράξη βάσει οποιουδήποτε νομοθετήματος που ισχύει στη Δημοκρατία καθώς και πράξη που τελέστηκε οπουδήποτε η οποία, αν ετελείτο στη Δημοκρατία, θα ήταν αξιόποινη σε αυτή.
Με βάση τα πιο πάνω αν το επίδικο δημοσίευμα αποδίδει στον εφεσείοντα το αδίκημα του Αρθρου 118 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, τότε αυτό αποτελεί δυσφήμιση με την έννοια του Αρθρου 17 του Κεφ. 148.
Το Αρθρο 118 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«118. Όποιος, παρέχει, προσφέρει ή υπόσχεται ανταμοιβή σε μάρτυρα ή πρόσωπο το οποίο πρόκειται να κληθεί ως μάρτυρας σε δικαστική διαδικασία βάσει οποιασδήποτε συμφωνίας ή συνεννόησης ότι η μαρτυρική κατάθεση του δυνατόν ως εκ τούτου να επηρεαστεί ή αυτός που αποπειράται με οποιοδήποτε μέσο να υποκινήσει μάρτυρα στην παροχή ψευδών αποδεικτικών στοιχείων ή σε απόκρυψη αληθινής μαρτυρίας, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.»
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι αναφορικά με παρόμοιο θέμα ο εφεσείων ήγειρε και την Αγωγή Aρ. 5566/02 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον του Κίκη Κοντεάτη και άλλων (εφόρων της Ιπποδρομιακής Αρχής Κύπρου) για δυσφήμιση που περιείχετο στην ετήσια έκθεση της Αρχής που συντάχθηκε στις 22/4/02 και κυκλοφόρησε στα 79 μέλη της. Περιείχετο και εκεί η φράση ότι ο εφεσείων «προσπάθησε να επηρεάσει μάρτυρα της άλλης πλευράς παραδίδοντας σ' αυτόν προκατασκευασμένες ερωτήσεις και απαντήσεις». Ήταν και εκεί ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι η φράση αυτή του απέδιδε το αδίκημα του Αρθρου 118 του Ποινικού Κώδικα, ισχυρισμός που απορρίφθηκε τόσο από το πρωτόδικο δικαστήριο, όσο και κατ' έφεση. (Bλ. Σταυράκης v. Κοντεάτη κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 103). Το Εφετείο υιοθέτησε ως ορθό το πιο κάτω σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου:
«Για στοιχειοθέτηση του πιο πάνω αδικήματος, όπως προκύπτει από τις πρόνοιες του παρατεθέντος άρθρου δεν είναι αρκετό να αποδίδεται σε κάποιο ότι προσπάθησε να επηρεάσει μάρτυρα. Απαιτείται, περαιτέρω, είτε υπόσχεση ανταμοιβής είτε υποκίνηση για παροχή ψευδών αποδεικτικών στοιχείων ή απόκρυψη της αλήθειας. Βέβαια, θα ήταν λάθος, προσεγγίζοντας μια φράση που κατ' ισχυρισμό αποδίδει σε κάποιο πρόσωπο τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, να καταφεύγουμε σε ανάλυση των συστατικών στοιχείων του αδικήματος ή σε τεχνικούς νομικούς όρους. Αυτό που έχει σημασία, κι' αυτό πρέπει να υιοθετείται, είναι αν αποδίδεται ποινικό αδίκημα με βάση το νόημα των λέξεων που έχουν χρησιμοποιηθεί (βλ. σελ. 162 παρ. 159 του συγγράμματος Gatley on Libel and Slander, 8η έκδοση, «Words which impute a crime are actionable though they describe it in popular or even slang terms. The meaning of the words is to be gathered from the bulgar import, and not from any technical legal sense."
Πιστεύουμε ότι τα όσα αποφασίστηκαν στην πιο πάνω υπόθεση από το Εφετείο τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στην παρούσα αφού, η φράση που κατ' ισχυρισμό αποδίδει στον εφεσείοντα το αδίκημα του Αρθρου 118 του Ποινικού Κώδικα, είναι αν όχι ακριβώς, ουσιαστικά η ίδια. Επομένως οι δυο πρώτοι λόγοι έφεσης απορρίπτονται. Εν πάση περιπτώσει και αν ακόμα καταλήγαμε ότι αποδεικνυόταν η απόδοση του αδικήματος του Αρθρου 118 του Ποινικού Κώδικα, αυτό δε θα άλλαζε την κατάσταση αφού το όλο θέμα εξαρτάται από την επιτυχία ή μη του τρίτου λόγου έφεσης.
Ενόψει των πιο πάνω μένει να εξετάσουμε τον τρίτο λόγο έφεσης, κατά πόσο δηλαδή εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι τυγχάνει εφαρμογής η υπεράσπιση του απόλυτου προνομίου όπως τούτο προνοείται από το Αρθρο 20(1)(ζ) του Κεφ. 148. Το εν λόγω άρθρο έχει ως ακολούθως:
«20(1) Η δημοσίευση δυσφημιστικού δημοσιεύματος είναι απόλυτα προνομιούχα στις ακόλουθες περιπτώσεις, δηλαδή:
(ζ) αν το δημοσίευμα είναι στην πραγματικότητα ακριβοδίκαιο, ακριβής και σύγχρονη αναφορά των όσων έχουν λεχθεί, πραχθεί ή επιδειχθεί σε δικαστική διαδικασία ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου, και το Δικαστήριο δεν απαγόρευσε τη δημοσίευση αυτή».
Παραθέσαμε πιο πάνω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση στην Αγωγή Aρ. 2515/00 της 12/2/02 όσο και τη σχετική τηλεοπτική είδηση της 21/2/02 και από εξέταση των δυο κειμένων έχουμε καταλήξει να συμφωνήσουμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ετύγχανε στην περίπτωση αυτή η εφαρμογή της υπεράσπισης του απόλυτου προνομίου. Δεν είχε τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου αλλ' ούτε και ενώπιον μας που να δείχνει ότι ο εφεσίβλητος ενήργησε με κακοπιστία. Η είδηση ήταν ακριβοδίκαιη. Αυτό που μας απασχόλησε κάπως, ήταν το κατά πόσο η είδηση μπορούσε να χαρακτηριστεί «σύγχρονη» της δικαστικής διαδικασίας στην οποία αναφερόταν. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα επικαλέστηκε τα όσα αναφέρονται στο προαναφερθέν σύγγραμμα παρ. 633 κάτω από τον τίτλο «The meaning of contemporaneously" στην οποία έκανε αναφορά και το πρωτόδικο δικαστήριο και υποστήριξε ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η είδηση ήταν «σύγχρονη» αντιβαίνει στα όσα αναφέρονται στο εν λόγω σύγγραμμα.
Πράγματι στην εν λόγω παράγραφο αναφέρεται ότι εάν μια καθημερινή εφημερίδα καθυστερήσει τη δημοσίευση του δυσφημιστικού δημοσιεύματος για 10 έως 12 ημέρες, τότε η δημοσίευση μπορεί σαφώς να λεχθεί ότι δεν ήταν σύγχρονη με τη διαδικασία. Εδώ η δημοσίευση ήταν 9 μέρες μετά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Επομένως και αν ακόμα θεωρήσουμε ότι η πιο πάνω αναφορά από το εν λόγω σύγγραμμα είναι δεσμευτική (που δεν είναι) και θέτει άκαμπτο κανόνα, οι 9 ημέρες δεν εμπίπτουν σε αυτή τη δήλωση. Επίσης το σχεδόν πανομοιότυπο δημοσίευμα που περιείχετο στην ετήσια έκθεση της Ιπποδρομιακής Αρχής Κύπρου, αντικείμενο της υπόθεσης Σταυράκης v. Κοντεάτης, πιο πάνω, έγινε κάπου 52 μέρες μετά και το Εφετείο αποφάνθηκε ότι θα τύγχανε εφαρμογής αυτή η υπεράσπιση.
Στην παρούσα υπόθεση ήταν κοινό έδαφος ότι η απόφαση στην Υπόθεση Aρ. 2515/00 είχε εκδοθεί στις 12/2/02 αλλά ο εφεσίβλητος έλαβε γνώση αυτής στις 21/2/02 μετά από σχετική δημοσίευση στην εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ και ακολούθησε η επίδικη είδηση το βράδυ της ίδιας ημέρας. Κρίνουμε λοιπόν ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε την είδηση ότι ήταν «σύγχρονη» με την έκδοση απόφασης στην Αγωγή Aρ. 2515/00. Έτσι απορρίπτεται και ο τρίτος λόγος έφεσης.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.200 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται με €1.200 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντος.