ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 2014
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 97/2008)
21 Δεκεμβρίου 2010
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ VAROUJAN BOYADJIAN,
Εφεσείων,
- ΚAI -
AYDA KARAOGLANIAN,
Εφεσίβλητης.
------------------------------
Ο Εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.
Κρ. Παπαλοΐζου, για την Εφεσίβλητη.
-------------------------------
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στο επίκεντρο της διαφοράς είναι η ορθή ερμηνεία του Κανονισμού 24(5)(b) των περί Διαχειρίσεως Περιουσιών Κανονισμών του 1955, όπως δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα αρ. 3802, ημερ. 6.1.1955.
Τα γεγονότα που τροχιοδρόμησαν το ζητούμενο είναι τα ακόλουθα: Η εφεσίβλητη ως νόμιμη κληρονόμος, ήτοι, αδελφή του αποβιώσαντος Varoujan Boyadjian, τέως κατοίκου Λονδίνου, ήγειρε την υπ΄ αρ. 8998/07 αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα στις 10.9.2007. Με την αγωγή αξίωνε διατάγματα και δηλώσεις του Δικαστηρίου ότι η κατατεθείσα με την υπ΄ αρ. αίτηση 36/06, του ιδίου Δικαστηρίου, διαθήκη του αποβιώσαντος ημερ. 30.9.1999, ήταν άκυρη και ανύπαρκτη, παράτυπη και αντίθετη με τις πρόνοιες του περί Διαθηκών Κληρονομίας Νόμου, Κεφ. 195, και επομένως ο αποβιώσας θα έπρεπε να θεωρείτο ότι απεβίωσε άνευ εγκύρου διαθήκης, με αποτέλεσμα οι νόμιμοι δικαιούχοι κληρονόμοι να είναι τα τέσσερα αδέλφια αυτού, μία εκ των οποίων και η εφεσίβλητη. Ζητήθηκε ταυτόχρονα και Διάταγμα διορισμού νομίμως εξουσιοδοτημένου πληρεξουσίου αντιπροσώπου της εφεσίβλητης και ετέρου προσώπου εκ των κληρονόμων ως διαχειριστών της περιουσίας του αποβιώσαντος. Σύμφωνα με την καταχωρηθείσα ταυτοχρόνως ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης, η αξία της περιουσίας είναι πέραν των £500.000, ο δε διορισμός του εφεσείοντος δυνάμει της διαθήκης ως εκτελεστού της περιουσίας του αποβιώσαντος είναι άκυρος και παράνομος.
Στις 28.9.2007, ο εφεσείων ενεργώντας υπό την ιδιότητα του ως εκτελεστού της διαθήκης του αποβιώσαντος, υπέβαλε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας επιδιώκοντας την ακύρωση και παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος και/ή διαγραφή της αγωγής, στη βάση του ότι η διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε από την εφεσίβλητη προ και μετά την καταχώρηση της αγωγής έπασχε ανεπανόρθωτα. Αυτό, διότι η εφεσίβλητη καταχώρισε το κλητήριο ένταλμα και συνεπώς την ίδια την αγωγή, η οποία ήταν γενικώς οπισθογραφημένη, πολύ πέραν των τριών μηνών από την ημερομηνία που η εφεσίβλητη καταχώρισε caveat («ένσταση»), ήτοι, στις 17.3.2006 στη διαδικασία έναρξης και επικύρωσης της διαχείρισης. Επομένως εφόσον η αγωγή κινήθηκε στις 10.9.2007, η όλη διαδικασία ήταν λανθασμένη και ακυρώσιμη. Στην αίτηση για παραμερισμό της αγωγής αναφέρθηκε ότι εκ των φερομένων κληρονόμων του αποβιώσαντος και επί τη βάσει του ίδιου caveat που καταχωρήθηκε στο Πρωτοκολλητείο, μόνο ο Levon Boyadjian, αδελφός επίσης του αποβιώσαντος, καταχώρισε αγωγή, την υπ΄ αρ. 3996/06, εντός της περιόδου των τριών μηνών από την ημερομηνία καταχώρισης του caveat. Η αγωγή αυτή απεσύρθη στις 11.9.2007, με επιφύλαξη, προφανώς ενόψει του ότι είχε καταχωρηθεί χωρίς την ταυτόχρονη παρουσίαση της αναγκαίας ένορκης δήλωσης δυνάμει της Δ.2 θ.13.
Η αντίθετη άποψη της εφεσίβλητης πρωτοδίκως ήταν ότι η καταχώρηση caveat δεν κωλύει από μόνη της την έγερση αγωγής ακόμη και μετά την εκπνοή των τριών μηνών, ενώ από την ημερομηνία καταχώρισης του caveat μέχρι και την καταχώριση της αγωγής υπ΄ αρ. 8998/07, ουδεμία ενέργεια ή πράξη έλαβε χώραν στην αίτηση υπ΄ αρ. 36/06, προς χορήγηση των εγγράφων διαχείρισης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε μια σύντομη απόφαση απέρριψε την αίτηση για παραμερισμό ή ακύρωση του κλητηρίου εντάλματος με αναφορά στο, κατά την άποψη του, προβαλλόμενο θέμα ότι η περίοδος των τριών μηνών:
«... θέτει, κατά την άποψη μου, τέτοια ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα που ενδεχομένως επενεργούν εναντίον του σκοπού για τον οποίο καταχωρείται η ένσταση. Επί του προκειμένου κρίνω ότι, θα ήταν λάθος να εμποδιστεί ένας πολίτης να προωθήσει δικαστικά τα δικαιώματα του στη βάση ενός μη ευέλικτου Κανονισμού που εκδόθηκε πριν 53 χρόνια κάτω από συνθήκες πολύ διαφορετικές από ό,τι οι σημερινές.»
Με παραπομπή στις υποθέσεις Fekkas v. The Electricity Authority of Cyprus (1968)1 C.L.R. 173 και Zavrou v. Nicolaides (1984) J.S.C. 52 (απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου), έκρινε ότι η τήρηση της τρίμηνης προθεσμίας ως απαρέγκλιτης προϋπόθεσης, «.. θα ισοδυναμούσε με σοβαρή παρέμβαση στο δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος.». Αυτά, αφού εξηγήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση τα σχετικά συγγράμματα, η έννοια του «caveat» που είναι ουσιαστικά μια περίοδος στην οποία ο ενιστάμενος δύναται να προβεί σε διάφορες έρευνες για να συλλέξει τις αναγκαίες εκείνες πληροφορίες που θα του δώσουν τη δυνατότητα να αποφασίσει εάν έχει τελικώς λόγο να ενστεί στη χορήγηση των εγγράφων διαχείρισης ή την επικύρωση της διαθήκης.
Ο Καν. 24(5)(b), έχει ως ακολούθως:
«(5) No grant shall be made to an applicant after a caveat has been entered against the application unless -
(a) the caveator withdraws the caveat; or
(b) the caveator has for three months brought no action for administration; or
(c) ....»
Απορρέει από το λεκτικό του Κανονισμού ότι το caveat επενεργεί εναντίον της αίτησης για την παραχώρηση εγγράφων διαχείρισης μέχρις ότου είτε ο ενιστάμενος αποσύρει την ένσταση που έχει καταχωρήσει δυνάμει του Καν. 24(1) ή δεν έχει καταχωρήσει αγωγή για τη διαχείριση εντός της περιόδου των τριών μηνών. Ο Καν. 24, όπως και οι ακολουθούντες Κανονισμοί, μέχρι και τον Καν. 34, βρίσκονται κάτω από το γενικό τίτλο, «Objections to and the right to a grant». Το caveat συμφώνως του Καν. 24, μπορεί να καταχωρηθεί στο κεντρικό Πρωτοκολλητείο Διαχειρίσεων ή σε οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο Πρωτοκολλητείο, ο δε κατά τόπον Πρωτοκολλητής θα πρέπει να ενημερώσει αναλόγως το σχετικό μητρώο, καθώς και το κεντρικό Πρωτοκολλητείο. Το caveat πρέπει να αναφέρει, σύμφωνα με το εδάφιο (4) του Καν. 24, το συμφέρον του ενισταμένου στην περιουσία του αποβιώσαντος, πρέπει δε σύμφωνα με το εδάφιο (6), να είναι στο συγκεκριμένο έντυπο 10 του Παραρτήματος Α.
Αναφέρεται στο σύγγραμμα των Williams & Mortimer: Executors Administrators and Probate, (Property and Conveyancing Library No. 10), έκδ. 1970, σελ. 375-376, ότι το caveat είναι στην ουσία μια γραπτή ειδοποίηση που αναχαιτίζει την χορήγηση εγγράφων διαχείρισης για την περιουσία αποβιώσαντος, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση στον ενιστάμενο. Η βασική επιδίωξη του caveat είναι να δώσει τη δυνατότητα στον ενιστάμενο να εξασφαλίσει μαρτυρία ή σχετική νομική συμβουλή ως προς το θέμα ώστε να έχει την περίοδο που καθορίζει ο Κανονισμός στη διάθεση του για να τοποθετηθεί τελικώς στο ζήτημα. Όπως αναφέρεται, χρησιμοποιείται κάποτε ως ένα προκαταρκτικό στάδιο πριν την έγερση αγωγής ή ακόμη και για την επιδίωξη διατάγματος εγγύησης ή εγγυήσεων προς διασφάλιση της νόμιμης πορείας της διαχείρισης. Ακόμη μπορεί να χρησιμοποιηθεί από ένα πιστωτή για την παροχή ασφάλειας για την πληρωμή χρεών που οφείλονται στον ενιστάμενο πριν από την επανασφράγιση εγγράφων διαχείρισης. Αναφέρεται δε ότι με βάση τους Αγγλικούς Θεσμούς το caveat παραμένει κατά κανόνα σε ισχύ για περίοδο έξι μηνών, εκτός εάν άλλως πως αποφασίσει ο Πρωτοκολλητής. Επίσης καταγράφεται ότι:
«The commencement of a probate action, though not extending the duration of a caveat, prevents the sealing of any grant (except a grant to an administrator pendent lite), whether or not a caveat has been entered, until application for a grant made by the person shown to be entitled by the decision of the court;...».
Τα ίδια ουσιαστικά αναφέρονται και στο σύγγραμμα των Tristram and Cootes: Probate Practice 25η έκδ. σελ. 527-528.
Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, κρίνεται ότι το σαφές λεκτικό του Καν. 24(5)(b), δεν παρέχει περιθώρια άλλης ερμηνείας εκτός από αυτή που η ίδια η γραμματική ερμηνεία προδιαγράφει ως αποτέλεσμα. Ο ενιστάμενος οφείλει να εγείρει εντός τριών μηνών αγωγή σε σχέση με τα της διαχείρισης, διαφορετικά ο Πρωτοκολλητής είναι ελεύθερος να χορηγήσει τα έγγραφα διαχείρισης, ώστε να δύναται ο διαχειριστής να προχωρήσει με τη συλλογή και τη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων του αποβιώσαντος. Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε στη βάση μόνο των πρωτοδίκων αγορεύσεων και χωρίς το θέμα να εγείρεται ρητά από την ίδια την ένσταση της εφεσίβλητης, ότι η τρίμηνη προθεσμία θέτει ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα που επενεργούν εναντίον του σκοπού για τον οποίο καταχωρείται το caveat. Η εγερθείσα πρωτοδίκως ένσταση δεν έθετε ούτε ζήτημα περιοριστικών χρονοδιαγραμμάτων, ούτε ζήτημα παρεμβάσης στο δικαίωμα προσφυγής σε Δικαστήριο, όπως αυτό κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος. Το μόνο που ηγέρθη ήταν ότι η πρόνοια για καταχώριση caveat στους περί Διαχειρίσεως Περιουσιών Κανονισμούς «.. δεν κωλύει αφ΄ εαυτής την καταχώριση κλητηρίου εντάλματος με αγωγή μετά την πάροδο τριών μηνών.».
Όπως παρουσιάζεται από τα συγγράμματα που επεξηγούν τη φύση και την έννοια του caveat, η περίοδος των τριών μηνών που δίνεται από τους Κανονισμούς είναι αρκούντως ικανή για τον ενιστάμενο να εξετάσει τα δεδομένα της διαθήκης ή των περιφερειακών γεγονότων που συνδέονται με το θάνατο του αποβιώσαντος, ώστε να κρίνει κατά πόσο ενδείκνυται ή όχι η έγερση αγωγής. Το caveat και η τρίμηνη προθεσμία δεν έχουν το νόημα της αποστέρησης του ενισταμένου να προσφύγει στο Δικαστήριο, αλλά αντίθετα τον βοηθούν παρέχοντας σ΄ αυτόν χρόνο να αποφασίσει ως προς το πρακτέο.
Παρόμοια επιχειρηματολογία από την εφεσίβλητη, αλλά και τον εφεσείοντα, όπως και πρωτοδίκως, αναπτύχθηκε και ενώπιον του Εφετείου μέσα από τα περιγράμματα και τις προφορικές αγορεύσεις. Τα όσα έχουν λεχθεί ανωτέρω απαντούν στην ουσία την επιχειρηματολογία της εφεσίβλητης, μπορεί δε απλώς να προστεθεί ότι η θέση του κ. Παπαλοΐζου ότι η τρίμηνη προθεσμία που τέθηκε ήταν εκτός των δικαιωμάτων του τότε Κυβερνήτη, με βάση τη συμβουλή και βοήθεια του τότε Chief Justice, να εισάξει τέτοια πρόνοια, δεν είναι ορθή διότι με βάση το άρθρο 57(α)(ii) του Administration of Estates Law Cap. 189, οι Κανονισμοί μπορούσαν να προβλέπουν για «non-contentious or common form probate business and proceedings in Court concerning grants and the administration of estates;».
Όσον αφορά το θέμα της απαγόρευσης προσφυγής στο Δικαστήριο λόγω της τρίμηνης προθεσμίας, που κακώς απασχόλησε το Δικαστήριο εφόσον δεν ηγέρθηκε στην ένσταση ζήτημα αντισυνταγματικότητας επί της ουσίας της πρόνοιας του Κανονισμού, (πάντοτε και κατ΄ εξοχήν ένα μείζον θέμα που πρέπει να εγείρεται ρητά και ολοκληρωμένα), διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα βασίστηκε στην πρωτόδικη κρίση στη Zavrou v. Nicolaides - ανωτέρω - το σκεπτικό της οποίας δεν είχε οποιαδήποτε ιδιαίτερη ανάλυση ενόψει και του γεγονότος ότι ο διάδικος εκεί είχε εγκαταλείψει την αξίωση του για διαχείριση. Επομένως η διαπιστωθείσα εκεί θέση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ήταν εντελώς obiter.
Παρερμήνευσε δε και το λόγο της απόφασης στη Fekkas v. The Electricity Authority of Cyprus - ανωτέρω - διότι εκεί το ζητούμενο ήταν το μη συμβατό της τρίμηνης προθεσμίας που το άρθρο 11(2) του Electricity Development Law, Cap. 171, (συνδυασμένο με το άρθρο 2 του Public Officers Protection Law, Cap. 313), επέβαλλε ως προθεσμία σε υπαλλήλους της Αρχής να εγείρουν αγωγή εναντίον της για αμελείς ή άλλες ενέργειες, σε αντιδιαστολή με την προνοούμενη από το άρθρο 68 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, προθεσμία των δύο ετών αναφορικά με αγωγές άλλων πολιτών εναντίον της πολιτείας ή των οργάνων της. Το Εφετείο έκρινε ότι η σχετική πρόνοια ήταν αντισυνταγματική κηρύσσοντας το άρθρο 11(2), αντίθετο με το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Παρεμπιπτόντως και μόνο το Εφετείο είχε αναφέρει ότι η προθεσμία των τριών μηνών στο άρθρο 11(2), του Κεφ. 171, ήταν αυθαίρετη και ιδιαιτέρως σύντομη που παρεμπόδιζε στην ουσία την απρόσκοπτη πρόσβαση στο Δικαστήριο. Το Εφετείο δε εκεί δεν κήρυξε το άρθρο 11(2) αντισυνταγματικό με βάση το Άρθρο 30 του Συντάγματος.
Όπως εξηγήθηκε και προηγουμένως, η τρίμηνη προθεσμία σκοπό έχει να βοηθήσει στην ουσία ένα ενιστάμενο πρόσωπο να έχει χρόνο να σκεφθεί κατά πόσο θα πρέπει να εγείρει ή όχι αγωγή. Αυτή η προθεσμία των τριών μηνών με βάση τον Κανονισμό δεν έχει καμία απολύτως σχέση, ούτε και είναι αντίθετη με τη γενικότερη πρόνοια του άρθρου 3(1)(c) του περί Παραγραφής Νόμου, Κεφ. 15, όπου καθορίζεται δωδεκαετής περίοδος προς έγερση αξίωσης που αφορά την περιουσία αποβιώσαντος προσώπου. Έχει δε προαναφερθεί και στην περικοπή από το σύγγραμμα των Williams and Mortimer: Executors Administrators and Probate - ανωτέρω - ότι η έγερση αγωγής σε σχέση με διαθήκη ή διαχείριση εμποδίζει την σφράγιση και τη χορήγηση εγγράφων διαχείρισης παρόλον που δεν επεκτείνει την ισχύ του caveat. Και αυτό ανεξάρτητα από το εάν έχει ή όχι καταχωρηθεί caveat. Αυτό επιβεβαιώνει ότι η ορθή ερμηνεία του Κανονισμού περί τρίμηνης προθεσμίας, όχι μόνο δεν αφαιρεί το δικαίωμα σε ελεύθερη πρόσβαση στο Δικαστήριο, αλλά αντίθετα είναι βοηθητική σε αυτή. Η αγωγή από μόνη της, έστω και χωρίς την καταχώρηση caveat, επενεργεί ανασταλτικά μέχρι την απόφαση του Δικαστηρίου για τη χορήγηση των εγγράφων διαχείρισης στον δικαιούχο. Εξ ου και ο έτερος αδελφός, Levon Boyadjian, καταχώρισε αγωγή εντός της περιόδου των τριών μηνών, το οποίο σημαίνει ότι ήταν σε θέση να λάβει τη σχετική απόφαση έχοντας εξετάσει τα ευρύτερα δεδομένα της διαθήκης και της προτεινόμενης από τον εφεσείοντα διαχείρισης. Παρατηρείται ότι εδώ η εφεσίβλητη δεν χρησιμοποίησε ορθά την τρίμηνη προθεσμία εφόσον όχι μόνο ήγειρε την αγωγή 15 ολόκληρους μήνες μετά την εκπνοή της περιόδου, αλλά το έπραξε, στη βάση μιας γενικής και μόνο οπισθογράφησης, όπως θα μπορούσε κάλλιστα να το έπραττε εξ αρχής.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση γίνεται αποδεκτή και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με αποτέλεσμα η εγερθείσα πρωτοδίκως αγωγή υπ΄ αρ. 8998/07, να πρέπει να διαγραφεί και διαγράφεται.
Πρωτοδίκως δεν δόθηκαν έξοδα διότι η καταχωρηθείσα από τον εφεσείοντα αίτηση για παραμερισμό είχε μεν αποτύχει, αλλά είχε εισαχθεί λόγω της παραβίασης από πλευράς της εφεσίβλητης να εγείρει την αγωγή εντός της τρίμηνης προθεσμίας. Ενόψει της εδώ κατάληξης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον της εφεσίβλητης έξοδα στο ποσό των €2.500 πλέον Φ.Π.Α., τόσο για την πρωτόδικη διαδικασία, όσο και για τη διαδικασία κατ΄ έφεση.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ