ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 1 ΑΑΔ 1682

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Πολιτική Έφεση Αρ. 237/2009)

 

25 Οκτωβρίου, 2010

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

                                               

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΛΕΥΚΟ ΕΠΙΦΑΝΕΙΟΥ, ΕΞ ΑΡΓΑΚΑΣ, ΠΑΦΟΣ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ (CERTIORARI),

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΟΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΘΑΝΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΚΡΙΣΗΣ ΑΡ. 43/04 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΗΜΕΡ. 30.5.2008 ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΥΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΡΘΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΕΓΚΡΙΣΗΣ ΑΥΤΟΥ ΤΗΝ 5.6.2008

 

 

Σ. Δράκος, για τους Εφεσείοντες.

Π. Ευθυβούλου (κα), για τους Εφεσίβλητους.

 

 

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

_____________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Στις 28.2.2004 ο Λεύκος Επιφανείου, ηλικίας 21 ετών, από την Αργάκα, ενώ οδηγούσε το όχημά του στο δρόμο Πόλης Χρυσοχούς-Αργάκας, σε κάποιο σημείο του δρόμου, κοντά σε δεξιά στροφή, εκτράπηκε του δρόμου και στη συνέχεια ανατράπηκε σε χωράφι, με αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό του.  Η αστυνομία χειρίστηκε την υπόθεση ως θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα.  Ερεύνησε τις συνθήκες παίρνοντας μεγάλο αριθμό καταθέσεων. Ο ιατροδικαστής Σοφοκλής Σοφοκέους διενήργησε νεκροψία επί της σορού του αποβιώσαντος και διαπίστωσε ότι ο θάνατος προήλθε από βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση μετά από τροχαίο δυστύχημα.  Επειδή η οικογένεια του θανόντος πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι ο θανών πυροβολήθηκε, ο ιατροδικαστής προέβη σε ενδελεχή εξέταση του πτώματος αλλά δεν βρήκε τραύματα από πυροβολισμό.  Επίσης παρέλαβε από τη σορό του θύματος δείγματα αίματος, ούρων και οφθαλμικού υγρού τα οποία έστειλε για επιστημονικές εξετάσεις.  Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι στο αίμα ανιχνεύθηκε αιθυλική αλκοόλη 120 mg και στο οφθαλμικό υγρό ποσότητα 126 mg, ενώ τότε το νόμιμο επιτρεπτό επίπεδο ήταν 92 mg.  Ο πατέρας του θανόντος έθεσε τις υποψίες του υπόψη και της αστυνομίας, η οποία με οδηγίες της Γενικής Εισαγγελίας διεξήγαγε έρευνα χωρίς να προκύψει οτιδήποτε το ύποπτο.

 

Για το θάνατό του διεξήχθη θανατική ανάκριση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου.  Η οικογένεια του θανόντος, εκπροσωπείτο από τον Εφεσείοντα, πατέρα του θύματος, ο οποίος διόρισε δικηγόρο για σκοπούς της θανατικής ανάκρισης.  Τέθηκε ενώπιον της Θανατικής Ανακρίτριας η εκδοχή ότι το δυστύχημα ήταν απότοκο της καταδίωξης του θανόντος από την αστυνομία.  Περαιτέρω, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι ο θανών ενώ επέζησε του δυστυχήματος, πυροβολήθηκε επί τόπου πριν τη μεταφορά του στο νοσοκομείο.  Η οικογένεια του θανόντος ζήτησε να κλητευθούν όλοι οι μάρτυρες από τους οποίους πήρε κατάθεση η αστυνομία, για να αντεξεταστούν.  Η Θανατική Ανακρίτρια μετά που άκουσε τον εξεταστή της υπόθεσης, διέταξε την κλήση μόνο εκείνων των μαρτύρων τους οποίους θεώρησε ότι ήταν βασικοί μάρτυρες για το πόρισμα της και αρκέστηκε στην κατάθεση ως τεκμηρίου των καταθέσεων όλων των υπολοίπων μαρτύρων από τους οποίους η αστυνομία έλαβε καταθέσεις.

 

Η Θανατική Ανακρίτρια στις 30.5.2008 εξέδωσε το πόρισμά της, βρίσκοντας ότι ο θάνατος του Λεύκου Επιφανείου προήλθε από κρανιοεγκεφαλική κάκωση, η οποία οφείλετο στο τροχαίο δυστύχημα το οποίο προκάλεσε ο ίδιος.  Απέκλεισε την ύπαρξη εγκληματικής ενέργειας, είτε από πυροβολισμό, είτε διαφορετικά.  Στη συνέχεια, το πόρισμα εγκρίθηκε από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, όπως προβλέπει ο περί Θανατικών Ανακριτών Νόμος, Κεφ. 153.

 

Ο Εφεσείων, την 1.9.2008 καταχώρησε αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, και εξασφάλισε άδεια για να καταχωρήσει αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari, με απώτερο σκοπό την ακύρωση του πορίσματος και της μετέπειτα έγκρισής του, στις 5.6.2008, από τον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου.  Κατά την ακρόαση της αίτησης για άδεια, υπήρξαν δύο βασικά παράπονα.  Πρώτον, ότι δεν ενεκρίθη αίτημα για εκταφή και νέα νεκροψία και δεύτερον ότι δεν υπήρχε πλήρης παρουσίαση της μαρτυρίας.  Η αίτηση απερρίφθη ως προς το πρώτο.  Ως προς το δεύτερο, το παράπονο του Εφεσείοντα είχε δύο σκέλη: (α) ότι δεν του επετράπη να παρουσιάσει τους δικούς του μάρτυρες, το οποίο απερρίφθη και (β) ότι δεν του επετράπη να αντεξετάσει μάρτυρες, το οποίο ήταν το μόνο που ενεκρίθη.  Δηλαδή, η άδεια για καταχώρηση αίτησης, δόθηκε με βάση ότι η αρνητική τοποθέτηση της Θανατικής Ανακρίτριας ως προς την αντεξέταση των μαρτύρων των οποίων οι καταθέσεις παρουσιάστηκαν, ενδέχεται να επηρέασε την επάρκεια της θανατικής ανάκρισης. 

 

Ο αδελφός δικαστής που εκδίκασε την δια κλήσεως αίτηση που καταχωρήθηκε στη συνέχεια, διαπίστωσε ότι όντως υπήρξε παράλειψη εκ μέρους της Θανατικής Ανακρίτριας να επιτρέψει την αντεξέταση των μαρτύρων των οποίων οι καταθέσεις είχαν παρουσιαστεί, χωρίς αυτοί να κληθούν.  Στη συνέχεια, εξέτασε κατά πόσο η άρνηση του δικαιώματος αντεξέτασης των μαρτύρων επηρέασε την «επάρκεια», όπως την χαρακτήρισε, της θανατικής ανάκρισης.  Η κατάληξή του ήταν ότι δεν την επηρέασε.  Όπως σημειώνει στην απόφασή του, η βασική υποψία του αιτητή ότι ο θάνατος επήλθε λόγω πυροβολισμού, αποκλείστηκε από τον ιατροδικαστή, ο οποίος διενήργησε τη σχετική νεκροψία.  Όπως κατέθεσε ο ιατροδικαστής, παρά την ενδελεχή εξέταση της σορού, δεν βρήκε οποιοδήποτε στοιχείο πυροβολισμού.  Αυτός εξάλλου ήταν και ο λόγος που ο θανατικός ανακριτής απέρριψε το αίτημα για εκταφή και νέα νεκροψία.  Με δεδομένο ότι ο ιατροδικαστής είχε υποβληθεί σε πλήρη και επίμονη αντεξέταση, κατέληξε ότι η παράλειψη αντεξέτασης άλλων μαρτύρων θα ήταν δύσκολο να προωθούσε περαιτέρω τον ισχυρισμό της οικογένειας ότι ο θάνατος επήλθε από πυροβολισμό.  Επίσης, σημειώνεται το γεγονός ότι η Θανατική Ανακρίτρια ήταν διατεθειμένη να ακούσει όποιους μάρτυρες ήθελε να παρουσιάσει ο αιτητής, αυτός όμως δεν παρουσίασε οποιαδήποτε μαρτυρία.  Έκρινε ότι σε τελική ανάλυση επρόκειτο για θέμα «επάρκειας» της θανατικής ανάκρισης, το οποίο δεν εξετάζεται in abstracto, αλλά σε συνάρτηση με τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης.  Στην προκειμένη περίπτωση βρήκε ότι οι περιστάσεις δεν αποκαλύπτουν θέμα ανεπάρκειας της θανατικής ανάκρισης και απέρριψε το αίτημα.

 

Με την παρούσα έφεση, ο Εφεσείων εκ μέρους της οικογένειας, προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση του συναδέλφου μας.

 

Κατά πόσο υπήρξε υπέρβαση εξουσίας - Λόγοι έφεσης 2, 3, 5, 7 και 9

 

Η ουσία των πιο πάνω λόγων έφεσης, είναι κατά πόσο ο αδελφός μας δικαστής, εξετάζοντας «την επάρκεια της θανατικής ανάκρισης» στα πλαίσια της αίτησης για έκδοση Certiorari, υπερέβη την εξουσία του.  Σύμφωνα με τον συνήγορο του Εφεσείοντος, το δικαστήριο πρωτοδίκως από τη στιγμή που διαπίστωσε παραλείψεις εκ μέρους της Θανατικής Ανακρίτριας, να μην επιτρέψει την αντεξέταση των μαρτύρων των οποίων οι καταθέσεις είχαν παρουσιαστεί χωρίς αυτοί να κληθούν, όφειλε να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα Certiorari και όχι να προχωρήσει να αξιολογήσει τη μαρτυρία για να αποφανθεί για την επάρκεια της θανατικής ανάκρισης.  Όπως εισηγήθηκε ο κ. Δράκος, από τη στιγμή που η Θανατική Ανακρίτρια στέρησε από την οικογένεια του θανόντος το δικαίωμα να αντεξετάσει όλους τους μάρτυρες από τους οποίους η αστυνομία πήρε καταθέσεις τις οποίες και κατάθεσε στη διαδικασία, η διαδικασία εκτροχιάστηκε και η δίκη συνέχισε πάνω σε λανθασμένη βάση, με αποτέλεσμα να μην διεξαχθεί δίκαιη δίκη.  Κατά την άποψή του, το αντίθετο εύρημα του αδελφού μας δικαστή στη διαδικασία της αίτησης για Certiorari, είναι εσφαλμένο.

 

Από την άλλη, η δικηγόρος της Δημοκρατίας υποστήριξε την απόφαση του συναδέλφου μας, θεωρώντας ότι το ζητούμενο δεν ήταν άλλο από την επάρκεια της θανατικής ανάκρισης και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή.  Το Δικαστήριο στα πλαίσια της διαδικασίας Certiorari είχε υποχρέωση να εξετάσει τη νομιμότητα της διαδικασίας της Θανατικής Ανακρίτριας που έχει άμεση σχέση με την επάρκεια της θανατικής ανάκρισης.  Ενώ διαπίστωσε παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, δεν εξέτασε το θέμα in abstracto, αλλά το ενέταξε ως όφειλε, στο σύνολο των γεγονότων.

 

Οι λόγοι έφεσης ευσταθούν.

Κατ' αρχάς θα πρέπει να πούμε ότι ο κ. Δράκος στο περίγραμμα αγόρευσης του επεκτείνεται σε πάρα πολλά θέματα, όπως για παράδειγμα στο ότι η Θανατική Ανακρίτρια δεν επέτρεψε στην πλευρά του Εφεσείοντα να καλέσει τους δικούς της μάρτυρες.  Αυτή η πτυχή της υπόθεσης δεν μπορεί να εξεταστεί εφόσον οι θέσεις του Εφεσείοντα απορρίφθηκαν και ο συνάδελφος μας δεν παραχώρησε άδεια γι' αυτό το θέμα και η απόφασή του εκείνη δεν εφεσιβλήθηκε.  Αποτελεί στοιχειώδη προϋπόθεση της διαδικασίας για έκδοση προνομιακού διατάγματος Certiorari, ότι η αίτηση θα πρέπει να περιορίζεται στους λόγους για τους οποίους παραχωρήθηκε η άδεια για την καταχώρησή της (βλ. Τάκης Μακρίδης (1991) 1 ΑΑΔ 401 και Παναγίδου (1991) 1 ΑΑΔ 837, στη σελ. 841 και σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα», Π. Αρτέμη, 1η Έκδοση (2004), σελ. 171).  Επομένως, το μόνο θέμα για το οποίο δόθηκε άδεια ήταν ότι δεν επετράπη η αντεξέταση μαρτύρων που έδωσαν κατάθεση στην αστυνομία και η κατάθεση τους παρουσιάστηκε στο δικαστήριο.  Αυτό το θέμα αφορούσε στη διαδικασία της θανατικής ανάκρισης.

 

Η θανατική ανάκριση έχει εξεταστικό χαρακτήρα και δεν υπάρχουν διάδικοι.  Ποια συμφέροντα πρέπει να εκπροσωπηθούν ανάγεται αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου.  Ο περί Θανατικών Ανακριτών Νόμος, Κεφ. 153, προβλέπει για τη δικαιοδοσία και εξουσία του θανατικού ανακριτή, τη διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθείται και για άλλα συναφή θέματα.  Αναφορικά με τη δυνατότητα εξέτασης, αντεξέτασης ή επανεξέτασης των μαρτύρων, το άρθρο 14 του Κεφ. 153 προβλέπει ότι:-

 

«14.  Σε κάθε θανατική ανάκριση-

(α) ο θανατικός ανακριτής λαμβάνει με όρκο τέτοια μαρτυρία που δυνατό να εξασφαλιστεί σχετικά με την ταυτότητα του αποθανόντος και το χρόνο, τόπο και τρόπο του θανάτου του·

(β) κάθε ενδιαφερόμενο μέρος δύναται να εμφανιστεί είτε με δικηγόρο είτε προσωπικά και να εξετάσει, αντεξετάσει ή επανεξετάσει, ανάλογα με την περίπτωση, οποιοδήποτε μάρτυρα.»

 

Το δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων σύμφωνα με το νόμο, που συμπεριλαμβάνει και το δικαίωμα αντεξέτασης, προστατεύεται από το Άρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος, το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και από τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.

 

Δεν χρειάζεται να επεκτείνουμε την εξέταση μας στην πλήρη εμβέλεια του δικαιώματος αντεξέτασης, εφόσον ο συνάδελφος μας στην απόφασή του διαπιστώνει παράλειψη εκ μέρους της Θανατικής Ανακρίτριας.  Παραθέτουμε το σχετικό μέρος από τη σελ. 4:-

«Ο Αιτητής είχε εξ αρχής διατυπώσει τις υποψίες και τους ισχυρισμούς του, εξ ου και η νέα έρευνα.  Θα αναμένετο, εν όψει της σημασίας που ορθώς εδόθη από την ίδια τη Γενική Εισαγγελία στην ανάγκη για πλήρη και διάφανη διερεύνηση των συνθηκών του θανάτου σε συνάρτηση με τα όσα επιμόνως είχε θέσει ο Αιτητής, να εδίδετο πλήρης ευχέρεια στον Αιτητή κατά τη θανατική ανάκριση να διερευνούσε, μέσω της αντεξέτασης των μαρτύρων των οποίων ελήφθησαν καταθέσεις, όλα όσα αφορούσαν τις υποψίες και τους ισχυρισμούς του ώστε, αν μη τι άλλο, να ικανοποιείτο η ανάγκη που ένοιωθε για παρουσίαση κάθε στοιχείου που ενδεχομένως να ήταν σχετικό.  Υπήρξε λοιπόν παράλειψη εκ μέρους του θανατικού ανακριτή να επιτρέψει την αντεξέταση των μαρτύρων των οποίων οι καταθέσεις είχαν παρουσιασθεί χωρίς αυτοί να κληθούν.

 

Το κρίσιμο ερώτημα όμως είναι κατά πόσο η άρνηση του δικαιώματος αντεξέτασης των εν λόγω μαρτύρων επηρέασε την επάρκεια της θανατικής ανάκρισης.  Η κατάληξη μου είναι ότι δεν την επηρέασε.  Καταλυτικό προς τούτο είναι το γεγονός ότι η βασική υποψία του Αιτητή ότι ο θάνατος επήλθε λόγω πυροβολισμού απεκλείσθη εντελώς από το μόνο μάρτυρα που μπορούσε να αποφανθεί ως ειδικός επί του θέματος, τον ιατροδικαστή ο οποίος διενήργησε τη νεκροψία.»

 

Επομένως, το μόνο ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσον ο αδελφός μας δικαστής είχε εξουσία να εξετάσει την «επάρκεια» της θανατικής ανάκρισης.

 

Η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά διατάγματα, αποσκοπεί στον έλεγχο και ακύρωση δικαστικών αποφάσεων στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή νομική πλάνη προφανής στο πρακτικό. «Δικαιοδοσία» σημαίνει την εξουσία να αποφασίζει ή να επιλαμβάνεται θεμάτων σύμφωνα με το νόμο και σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες.  Το ένταλμα Certiorari είναι διορθωτικού χαρακτήρα.  Διαπίστωση της παρανομίας αρκεί για ακύρωση της απόφασης.  Η όλη διαδικασία για την έκδοση του εντάλματος Certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου.  Για παράδειγμα η διαπίστωση παραβίασης συνταγματικά εμπεδωμένης επιταγής, θεωρείται υπέρβαση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου (βλ. Re Ιωάννου κ.α., Αίτηση για άδεια καταχώρησης Certiorari (1999) 1 ΑΑΔ 1341).  Το κατώτερο δικαστήριο, όπως και κάθε δικαστήριο, οφείλει να ασκεί την εξουσία του σύμφωνα με το καθορισμένο δίκαιο και τους διαδικαστικούς κανόνες.  Η εγκυρότητα της δικαστικής διαδικασίας αποτελεί θεμελιώδη σκοπό του Συντάγματος (βλ. In Re Efthymiou (1987) 1 CLR 329, 333).

 

Η εξουσία αυτή εκτείνεται και στις περιπτώσεις, όπως στην προκειμένη περίπτωση, που διαπιστώνεται παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.  Όπως αναφέρθηκε από το δικαστή Κωνσταντινίδη στις υποθέσεις Re Παναγίδη (1991) 1 ΑΑΔ 591, στη σελ. 597 «αποτελεί κλασική περίπτωση τέτοιας παράβασης η μη παροχή στον επηρεαζόμενο της ευκαιρίας να ακουστεί, όταν από τη φύση της διαδικασίας του αναγνωρίζεται αυτό το δικαίωμα» (βλ. επίσης «Προνομιακά Εντάλματα», Π. Αρτέμη, 1η Έκδοση (2004), σελ. 136).  Στην υπόθεση Re Πογιατζής (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 867 και Re Καψάλης (Αρ. 1) (1996) 1 ΑΑΔ 729, θεωρήθηκε ότι η παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης αποτελεί μια από τις εκφάνσεις έλλειψης δικαιοδοσίας, δεδομένου ότι δεν νοείται δικαιοδοσία έξω από τα πλαίσια που ορίζουν οι συγκεκριμένοι κανόνες.  Η τήρηση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης συνιστά προϋπόθεση για την έγκυρη απονομή της δικαιοσύνης (βλ. Re Πιττάκης (1994) 1 ΑΑΔ 297 και «Προνομιακά Εντάλματα», Π. Αρτέμη, ανωτέρω, σελ. 138).  Όπως επίσης αναφέρθηκε στις υποθέσεις Μαγκάκης (1990) 1 ΑΑΔ 1068 στη σελ. 1078, το προνομιακό ένταλμα Certiorari έχει ως λόγο τη διασφάλιση της λειτουργίας των κατώτερων δικαστηρίων, μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας τους, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της δικαιοσύνης που χαρακτηρίζονται με τον όρο «φυσική δικαιοσύνη».

 

Στην προκειμένη περίπτωση, από τη στιγμή που διαπιστώθηκε παραβίαση του δικαιώματος αντεξέτασης με αποτέλεσμα την εκθεμελίωση μιας των προϋποθέσεων για έγκυρη απονομή της δικαιοσύνης, ήταν αχρείαστη η περαιτέρω εξέταση της νομιμότητας της διαδικασίας ώστε να διαφανεί κατά πόσο η παρανομία που διαπιστώθηκε επηρέασε την επάρκεια της θανατικής ανάκρισης.

 

Στην R. v. Wondsworth (1942) 1 All ER 56 όπου ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε χωρίς να του δοθεί η ευκαιρία να υπερασπιστεί, το δικαστήριο εξέδωσε ένταλμα Certiorari για να ακυρωθεί η καταδίκη θεωρώντας ότι υπήρξε άρνηση φυσικής δικαιοσύνης. 

 

Στην υπόθεση General Council of Medical Education and Registration of the United Kingdom v. Spackman (1943) 2 All ER 337 HL, ο εφεσίβλητος ιατρός σε διαδικασία διαζυγίου κρίθηκε ότι είχε σχέσεις με παντρεμένη γυναίκα.  Το Συμβούλιο Ιατρών του Ιατρικού Συλλόγου, όταν ενημερώθηκε έθεσε θέμα διαγραφής του εφεσίβλητου από το μητρώο ιατρών, εφόσον η πράξη θεωρήθηκε ότι παραβίαζε τον σχετικό πειθαρχικό κώδικα ορθής συμπεριφοράς των ιατρών.  Όταν ο εφεσίβλητος κλήθηκε να υπερασπίσει τον εαυτό του, ζήτησε να του επιτραπεί να προσκομίσει μαρτυρία η οποία δεν τέθηκε ενώπιον του οικογενειακού δικαστηρίου, για να αμφισβητήσει το εύρημα του ότι διατηρούσε σχέσεις με παντρεμένη γυναίκα.  Το Συμβούλιο Ιατρών αρνήθηκε να ακούσει τη μαρτυρία που είχε ο εφεσίβλητος και διέταξε τη διαγραφή του.  Ο ιατρός αμφισβήτησε την απόφαση και το θέμα λόγω της σπουδαιότητας του, έφτασε μέχρι το Δικαστήριο της Βουλής των Λόρδων, το οποίο δέχθηκε ότι η άρνηση του Συμβουλίου να ακούσει τη μαρτυρία, ισοδυναμούσε με άρνηση δικαιοσύνης και εξέδωσε διάταγμα Certiorari για ακύρωση της απόφασης.  Το δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε, όπως προέβλεπε το άρθρο 29 του Medical Act 1858, «δέουσα έρευνα» («due inquiry») προτού διαταχθεί η διαγραφή του.  Το δικαστήριο θεώρησε ότι «δέουσα έρευνα» προϋποθέτει τουλάχιστον πλήρη και δίκαιη εξέταση μαρτυρίας που το πρόσωπο που είναι ενώπιον του δικαστηρίου επιθυμεί να προσκομίσει.  Το δικαστήριο της Βουλής των Λόρδων υιοθέτησε το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Board of Education v. Rice (1911) AC 179, στο οποίο οριοθετείται η αυτονόητη υποχρέωση των δικαστηρίων ή άλλων οργάνων που ενεργούν δικαστικά ή οιωνεί δικαστικά, όπως στην περίπτωση ενός θανατικού ανακριτή, για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζουν τις περιπτώσεις που υπάρχει ενδιαφερόμενο μέρος:-

«.. they must act in good faith and fairly listen to both sides, for that is a duty lying upon every one who decides anything.  But I do not think they are bound to treat such a question as though it were a trial .. They can obtain information in any way they think best, always giving a fair opportunity to those who are parties in the controversy for correcting or contradicting any relevant statement prejudicial to their view.»

 

Παρά τον εξεταστικό χαρακτήρα της θανατικής ανάκρισης, τα πιο πάνω ισχύουν απόλυτα και στην παρούσα περίπτωση, στην οποία διαπιστώθηκε παραβίαση του δικαιώματος αντεξέτασης.  Οι πιο πάνω νομολογιακές αρχές δεν περιλαμβάνουν οτιδήποτε άλλο από κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, οι οποίοι βέβαια στην προκειμένη περίπτωση, κατοχυρώνονται τόσο από το άρθρο 14 του Κεφ. 153, όσο και από το Σύνταγμα.  Στην ουσία, αφορά στο δικαίωμα κάθε προσώπου που εμφανίζεται ενώπιον δικαστικής αρχής, με συμφέρον στο αποτέλεσμα της δίκης να προβάλει τους ισχυρισμούς του ενώπιον του δικαστικού οργάνου, να προσκομίσει μαρτυρία και να αντεξετάσει τους μάρτυρες σύμφωνα με το νόμο.  Αν το δικαίωμα αυτό, το οποίο απορρέει από τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, παραβιαστεί, είναι αδιάφορο ότι το δικαστήριο θα αποφάσιζε με τον ίδιο τρόπο και χωρίς την παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.  Η απόφαση θα πρέπει να κηρυχθεί άκυρη, εφόσον δεν πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για έκδοση της (βλ. General Council of Medical Education and Registration of the United Kingdom v. Spackman, ανωτέρω, στη σελ. 345).  Κατά την άποψή μας δεν τίθεται θέμα «επάρκειας της θανατικής ανάκρισης», αν με τον όρο συνδέουμε την «επάρκεια» με την ορθότητα της απόφασης.  Εκείνο που ενδιαφέρει είναι η νομιμότητα της θανατικής ανάκρισης και μόνο από αυτή την οπτική γωνιά μπορούμε να μιλούμε για επάρκεια.

 

Στην προκειμένη περίπτωση η στέρηση του δικαιώματος αντεξέτασης μαρτύρων που έδωσαν κατάθεση στην αστυνομία, έχει σημασία.  Η Θανατική Ανακρίτρια ήταν επιφορτισμένη με τη λήψη ένορκης μαρτυρίας, ώστε να εξακριβώσει την ταυτότητα, το χρόνο, χώρο και τρόπο που ο αποβιώσας βρήκε το θάνατό του.  Από τη στιγμή που ο νόμος δίδει το δικαίωμα σε ενδιαφερόμενο πρόσωπο να εμφανιστεί και να αντεξετάσει οποιοδήποτε μάρτυρα, τότε δεν είναι δυνατή η ολοκληρωτική αποστέρηση του δικαιώματος.  Ο θανατικός ανακριτής, έχει βέβαια τη διακριτική ευχέρεια, να μην επιτρέψει κάποιες ερωτήσεις, αν κρίνει ότι είναι άσχετες.  Όμως αυτό διαφέρει από την ολοκληρωτική στέρηση του δικαιώματος αντεξέτασης.  Σκοπός της αντεξέτασης δεν είναι μόνο η καταστροφή της αξιοπιστίας του μάρτυρα, που εδώ, αυστηρά ομιλούντες, μπορεί να μην τίθεται ένα τέτοιο θέμα.  Η αντεξέταση σε συνήθεις περιπτώσεις όπου αμφισβητούνται οι συνθήκες κάτω από τις οποίες βρήκε κάποιος το θάνατό του, αποσκοπεί στο να δημιουργήσει στο μυαλό του θανατικού ανακριτή κάποια αμφιβολία για

την ορθότητα των πληροφοριών που τίθενται ενώπιόν του.  Βέβαια το δικαίωμα του πλησιέστερου συγγενή να υποβάλλει ερωτήσεις, πολλές φορές εξελίσσεται σε μια ατέρμονη διαδικασία που αποσκοπεί στο να επιρρίψει ευθύνες σε συγκεκριμένο πρόσωπο ή για να συλλέξει μαρτυρία για χρήση σε άλλες πολιτικές ή ποινικές διαδικασίες που έχουν ήδη ξεκινήσει ή θα ξεκινήσουν (βλ.
R. v. Poplar Coroner ex parte Thomas (1933) QB 610 CA).  Σε τέτοιες περιπτώσεις, πολύ ορθά οι θανατικοί ανακριτές ασκώντας την διακριτική τους ευχέρεια περιορίζουν τις ερωτήσεις στα απολύτως αναγκαία, ώστε να διαφανεί, μεταξύ άλλων, υπό ποιες συνθήκες επήλθε ο θάνατος και αν υπήρξε εμπλοκή τρίτου προσώπου στο θάνατο του αποβιώσαντος.  Η πρακτική αυτή είναι θεμιτή ώστε η διαδικασία της θανατικής ανάκρισης να μη μετατραπεί από εξεταστική σε αντιπαραθετική, με αποτέλεσμα την άσκοπη σπατάλη πολύτιμου δικαστικού χρόνου και δημοσίου χρήματος (βλ. High Jordan v. The UK Application no. 2446/94, ΕΔΑΔ, ημερ. 4.8.2001).  Γι' αυτό και όπως επισημάνθηκε στην R. v. South London Governer ex parte Thompson (1982) 126 sj 625, ο θανατικός ανακριτής, ενώ δεν μπορεί να αγνοεί παντελώς τους ψιθύρους, από την άλλη θα πρέπει να περιορίζει

την έρευνά του αυστηρώς στα γεγονότα της υπόθεσης.[1]

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η ολοκληρωτική άρνηση του δικαιώματος εξέτασης αριθμού μαρτύρων, κατά την άποψή μας, επηρέασε τη νομιμότητα της θανατικής ανάκρισης και με κάθε σεβασμό στον συνάδελφό μας που είχε διαφορετική άποψη, κρίνουμε ότι θα έπρεπε να είχε χορηγηθεί το αιτούμενο διάταγμα Certiorari, εφόσον διαπιστώθηκε παραβίαση θεμελιωδών αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, οι οποίες αποτελούν προϋπόθεση για την ορθή απονομή δικαιοσύνης.

 

Ενόψει της αποδοχής της πρώτης ενότητας λόγων έφεσης, δεν χρειάζεται να εξετάσουμε τις υπόλοιπες ενότητες.

 

Η έφεση επιτρέπεται.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Εκδίδεται διάταγμα Certiorari για ακύρωση του πορίσματος της Θανατικής Ανακρίτριας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ημερ. 30.5.2008, καθώς επίσης και της έγκρισης του πορίσματος από τον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ημερ. 5.6.2008.

 

Η θανατική ανάκριση να τεθεί ενώπιον άλλου θανατικού ανακριτή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, για να της επιληφθεί από την αρχή. 

 

Επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντος €2000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ.

 

 

   Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.                                                       

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.                  

 

                             Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

 

  Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.

 

 

/ΕΠσ



[1] Στην υπόθεση McKerr v. The UK, Appl. No. 28883/95, ΕΔΑΔ, ημερ. 4.8.2001, αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά με τον σκοπό της διαδικασία της θανατικής ανάκρισης:-  «The scope of the inquest was limited to the facts immediately relevant to the deaths under examination.  According to the case-law of the national courts, the coroner is required to confine his investigation to the matters which directly caused the deaths and should not extend his inquiry into the broader circumstances.  While the domestic courts accept that an essential purpose of the inquest is to allay rumours and suspicions of how a death came about, they have considered it important that such an inquiry should not be allowed "to drift into the uncharted seas of rumour and allegation"


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο