ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 1634
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ. 12/2007)
21 Οκτωβρίου 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΚΑΤΣΟΥΡΗ,
Εφεσείων,
- ΚΑΙ -
ΜΑΡΙΑΣ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑ,
Εφεσίβλητης.
-----------------------------
Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.
Ε. Νικολαΐδου (κα), για την Εφεσίβλητη.
-----------------------------
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων, ο οποίος κατά τη δευτεροβάθμια διαδικασία χειρίστηκε μόνος του την υπόθεση, επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης με την οποία απερρίφθη το αίτημα του για διαφοροποίηση προηγούμενου εκδοθέντος εξ συμφώνου διατάγματος στην Αίτηση υπ΄ αρ. 340/98 στη δικαιοδοσία γονικής μέριμνας του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, που είχε εκδοθεί στις 20.1.2000.
Το εξ συμφώνου διάταγμα στην πιο πάνω Αίτηση Γονικής Μέριμνας αποτελούσε στην ουσία τροποποίηση προηγούμενου διατάγματος ημερ. 18.4.1997 που είχε δοθεί στην Αίτηση υπ΄ αρ. 53/97. Με το τροποποιηθέν διάταγμα η φύλαξη των δύο ανηλίκων τέκνων των διαδίκων είχε ανατεθεί στην εφεσίβλητη, η δε γονική μέριμνα ασκείτο από κοινού από τους διαδίκους, με δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσείοντος κάθε Τρίτη και Πέμπτη και κάθε δεύτερο Σαββατοκυρίακο, με δικαίωμα διανυκτέρευσης. Ανάλογες ρυθμίσεις, που δεν ενδιαφέρουν εδώ στη λεπτομέρεια τους, έγιναν και για τις εορτές των Χριστουγέννων και Πάσχα και άλλες μονοήμερες αργίες, καθώς και για την περίοδο του καλοκαιριού. Ο εφεσείων με την πρωτόδικη υπ΄ αρ. 149/03 Αίτηση του, ζήτησε την τροποποίηση του πιο πάνω διατάγματος ώστε στα ουσιαστικά δεδομένα, η φύλαξη να ανατίθετο σε αμφότερους τους γονείς, ενώ κατά τις περιόδους που ο εφεσείων δεν είχε δικαίωμα επικοινωνίας κάθε δεύτερο Σαββατοκυρίακο, να ασκεί δικαίωμα επικοινωνίας κάθε Τρίτη και Πέμπτη με διανυκτέρευση, ενώ κατά το Σαββατοκυρίακο που θα είχε δικαίωμα επικοινωνίας να ασκεί δικαίωμα επικοινωνίας κάθε Δευτέρα και Τετάρτη, με δικαίωμα διανυκτέρευσης. Επιδιώχθησαν και άλλες τροποποιήσεις του διατάγματος όλες προς όφελος του εφεσείοντος.
Προς υποστήριξη της αίτησης ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι οι συνθήκες επικοινωνίας με τα παιδιά του είχαν μεταβληθεί ουσιαστικά κατά την πάροδο της περιόδου των τριών χρόνων που μεσολάβησε στο μεταξύ, ενώ εφόσον η γονική μέριμνα ασκείτο από κοινού, ήταν προς όφελος των παιδιών, αντί να παραμένουν με τη μητέρα της εφεσίβλητης που ήταν προχωρημένης ηλικίας και σε κακή υγεία με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα, να μένουν με τον εφεσείοντα. Ο εφεσείων μέσα από την αίτηση καταλόγιζε σκόπιμες ενέργειες στην εφεσίβλητη ώστε να μην υφίσταται καλή επικοινωνία του ιδίου με τα παιδιά του, με αποτέλεσμα αυτά να στερούνται σημαντικών κοινωνικών εκδηλώσεων και συναναστροφών που θα ήταν κατά τα άλλα επωφελείς για τη ψυχοσωματική τους ανάπτυξη. Κατά τον εφεσείοντα, η αυξημένη επαφή του ιδίου με τα παιδιά του και η επίβλεψη που θα μπορούσε να ασκήσει στην εκπαίδευση τους και την κατ΄ οίκον εργασία τους, αλλά και στην ευρύτερη ψυχαγωγία τους, θα ήταν ιδιαιτέρως ωφέλιμη.
Η επιδίωξη αυτή του εφεσείοντος προκάλεσε την αντίδραση της εφεσίβλητης με αποτέλεσμα η υπόθεση να οδηγηθεί σε ακρόαση και να εμπλακούν ως μάρτυρες εκτός από τους διαδίκους και παιδοψυχολόγος, κοινωνικοί λειτουργοί και άλλοι μάρτυρες εκατέρωθεν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδιώκοντας μια φιλική διευθέτηση των διαδίκων, κατέβαλε σε διάφορα στάδια της διαδικασίας προσπάθειες εξώδικης διευθέτησης. Στα πλαίσια αυτά τα ανήλικα έτυχαν και ψυχολογικής στήριξης από παιδοψυχολόγο, ενώ και το ίδιο το Δικαστήριο, μετά από κοινό αίτημα των διαδίκων, είχε συνέντευξη με τα ανήλικα σε συγκεκριμένη ημερομηνία ως αποτέλεσμα της οποίας προέβη σε εισηγήσεις με σκοπό τη διευθέτηση της διαφοράς. Όλα τα πιο πάνω απέβησαν ατελέσφορα, η διαφορά οδηγήθηκε σε πλήρη ακρόαση με το Δικαστήριο να σχολιάζει ότι ο εφεσείων είχε αποστεί από τη δέσμευση του ενώπιον του Δικαστηρίου ότι θα αποδεχόταν και θα σεβόταν το αποτέλεσμα της συνέντευξης, όποιο και να ήταν, στη βάση ανεπιφύλακτων δηλώσεων που έγιναν από τον τότε δικηγόρο του, στην παρουσία του.
Το Δικαστήριο άκουσε μαρτυρία από τη Μαρία Ρωσσίδου, Λειτουργό Ευημερίας, η οποία είχε ετοιμάσει έκθεση και η οποία στη μαρτυρία της κατηγορηματικά ανέφερε ότι ο εφεσείων αρνείτο να συνεργαστεί μαζί της ζητώντας την αντικατάσταση της με άλλο λειτουργό. Πέραν του εφεσείοντος κατέθεσε και ο Νίκος Σαββίδης για ορθοδοντική θεραπεία στην ανήλικη Μελπομένη και ο Μάριος Κωνσταντίνου, παιδοψυχολόγος, ο οποίος είχε δει τα ανήλικα με τη συναίνεση των διαδίκων και είχε συντάξει σχετική έκθεση. Η διαπίστωση του ήταν ότι τα ανήλικα αγαπούσαν και τους δύο γονείς τους, φοβούνταν δε την πιθανότητα το Δικαστήριο να τους στερήσει τον ένα από αυτούς. Η ανήλικη Μελπομένη χαρακτήρισε τον πατέρα της ως πιο συντηρητικό και αυστηρό από τη μητέρα της, ο δε μάρτυρας είχε την άποψη ότι τυχόν διεύρυνση του δικαιώματος επικοινωνίας του εφεσείοντος θα λειτουργούσε θετικά μόνο αν το ήθελαν και τα ίδια τα παιδιά. Ο ίδιος ο εφεσείων υποστήριξε και ενόρκως τα όσα ανέφερε στην αίτηση του, εισηγούμενος ότι τα παιδιά τον υπεραγαπούσαν και θα έπρεπε να τους διατίθεται περισσότερος χρόνος με τον πατέρα τους, ενώ η εφεσίβλητη δεν έδινε την απαραίτητη προσοχή στα ανήλικα, δεν είχε χρόνο, δεν ενδιαφερόταν αρκετά, δεν μπορούσε να συνεργαστεί με τον ίδιο και γενικά αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους. Στην προσπάθεια του δε να επιχειρήσει τη διεύρυνση της επικοινωνίας του με τα ανήλικα κατηγορήθηκε ψευδώς ότι είχε ξυλοφορτώσει το παιδί του τον Σταύρο και τον πήγαν στο νοσοκομείο, ενώ τελικά τίποτε από αυτά δεν είχε γίνει και αντίθετα ήταν οι λειτουργοί του Γραφείου Ευημερίας που ήταν προκατειλημμένοι εναντίον του και ενεργούσαν κατά τρόπο απαράδεκτο. Στα πλαίσια αυτά ήταν που είχε ζητήσει από τη λειτουργό Μαρία Ρωσσίδου να εξαιρέσει τον εαυτό της και να μην ετοιμάσει έκθεση για την υπόθεση.
Αντίθετη ήταν η θέση της εφεσίβλητης επικαλούμενη, μεταξύ άλλων, προσβλητική και ενίοτε βίαιη και υβριστική συμπεριφορά του εφεσείοντος προς τα παιδιά του, τα οποία όταν βρίσκονταν μαζί του ένιωθαν να είναι υπό στενή παρακολούθηση και επίβλεψη, ιδιαιτέρως η Μελπομένη που ήταν η μεγαλύτερη από τα δύο. Διεύρυνση της επικοινωνίας θα είχε ως αποτέλεσμα την αναστάτωση και σύγχυση των παιδιών. Προς την ίδια κατεύθυνση ήταν και η μαρτυρία της μητέρας της εφεσίβλητης, η οποία κατέθεσε ότι όταν έπαιρνε τα παιδιά ο εφεσείων, αυτός φώναζε, τα επέστρεφε αργοπορημένα και αναστατωμένα διότι με τον τρόπο του τα καταπίεζε. Παρόμοια μαρτυρία έδωσε και ο Χαράλαμπος Σοφοκλείδης, αδελφός της μητέρας της εφεσίβλητης, ενώ προς την κατεύθυνση της έλλειψης συνεργασίας από πλευράς του εφεσείοντος κατέθεσε και ο Δώρος Πολυκάρπου, λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας με καθήκοντα οικογενειακού συμβούλου. Η άποψη του ήταν ότι ο εφεσείων ασκούσε έντονη πίεση στα παιδιά του τα οποία είναι έξυπνα και ώριμα. Η Χρυστάλλα Κόρτα, λειτουργός Ευημερίας, ανέφερε ότι ο εφεσείων είχε επιφυλάξεις σε σχέση με τη συνεργασία τους και είχε θέσει προϋποθέσεις γι΄ αυτήν, μεταξύ των οποίων, και, το ότι ήθελε να ενημερωνόταν όταν η λειτουργός έβλεπε τα παιδιά. Η μάρτυρας αναφέρθηκε σε τραυματική εμπειρία της Μελπομένης όταν ο εφεσείων την πήρε σε ανδρικό κουρείο και της έκοψε τα μαλλιά. Προβλήματα συνεργασίας αναφέρθηκαν και από τη Μαίρη Χριστοφή, κοινωνική λειτουργό, καταθέτουσα επίσης για την αναστάτωση της Μελπομένης από το κούρεμα της παρά τη θέληση της, ενώ απεκόμισε την εντύπωση ότι και τα παιδιά και οι γονείς χρειάζονταν στήριξη, ώστε να συλλειτουργήσουν ορθά.
Μετά την παράθεση της νομικής πτυχής, το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμποντας στον εξεταστικό χαρακτήρα της δικαιοδοσίας που ασκείται ως προς τη γονική μέριμνα, με ιδιαίτερο καθήκον την κοινή φροντίδα των γονέων για τα παιδιά, απέρριψε την αίτηση θεωρώντας ότι ο εφεσείων στην προσπάθεια του να διευρύνει το δικαίωμα επικοινωνίας με τα παιδιά του, παραγνώρισε τις επιθυμίες των ίδιων των ανηλίκων, οι οποίες δεν φαίνεται να τον απασχόλησαν αρκετά. Το Δικαστήριο δεν εντυπωσιάστηκε θετικά από τη μαρτυρία του εφεσείοντος, ο οποίος κατηγόρησε τους πάντες, αμφισβήτησε την αμεροληψία και την αξιοπιστία των κοινωνικών λειτουργών, τις ικανότητες της ίδιας της πρώην συζύγου του ως προς την παροχή επαρκούς φροντίδας προς τα ανήλικα, αλλά και της μητέρας και του θείου της. Προφανώς μη ικανοποιηθείς από το αποτέλεσμα της συνέντευξης που το Δικαστήριο είχε με τα ανήλικα παιδιά, απέστη από την ίδια τη δέσμευση του ότι θα δεχόταν την κρίση του Δικαστηρίου και αντιδίκησε αμφισβητώντας ακόμη και το δικηγόρο του, ενώ πρόβαλε και διάφορους ισχυρισμούς στα δικόγραφα του χωρίς να τους αποδείξει.
Το Δικαστήριο προχώρησε να καταγράψει τη θέση του ότι τα ανήλικα παιδιά δεν εκφράζονταν ελεύθερα όταν ήταν με τον εφεσείοντα, εξωτερικεύοντας ένα άλλο εαυτό για να είναι αρεστά σ΄ αυτόν. Ιδιαίτερα η Μελπομένη αισθανόταν πιεσμένη στο περιβάλλον του πατέρα της. Θεωρώντας ότι τα ανήλικα ήταν αρκετά ώριμα για να μπορούν να εκφράσουν τις δικές τους απόψεις, ότι μεγαλώνοντας χρειάζονται μεγαλύτερη ανεξαρτησία και ότι ο εφεσείων, παρόλη την αγάπη που τους έχει, συμπεριφέρεται μάλλον αυστηρά και συντηρητικά σε βαθμό που προκαλεί την αντίδραση των ανηλίκων και ότι υπάρχει επίσης παντελής έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των γονέων, έκρινε ότι δεν ενδείκνυτο η χορήγηση της θεραπείας που ζητούσε ο εφεσείων για διευρυμένη επαφή με τα παιδιά του. Κατά συνέπεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση καταδικάζοντας τον εφεσείοντα και στα σχετικά έξοδα.
Με δεκαεπτά λόγους έφεσης και με ένα ανάλογα εκτενές περίγραμμα αγόρευσης, ο εφεσείων παραπονείται για τον όλο χειρισμό του θέματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο, κατά την άποψη του, εξετράπη και χρονικώς και ουσιαστικώς από την αναμενόμενη πορεία. Όπως τίθεται στο περίγραμμα, επετράπη πρωτοδίκως ο εκφυλισμός της αίτησης με παράπλευρες διαδικασίες ώστε να αφεθεί η εφεσίβλητη να κωλυσιεργεί για τρία ολόκληρα χρόνια, να καταχωρηθεί καθυστερημένα η ένσταση στην αίτηση διεύρυνσης της επικοινωνίας, να παραπεμφθούν τα ανήλικα σε παιδοψυχολόγο παρά τη δική του σφοδρή αντίδραση, η οποία και παραλείπεται να αποτυπωθεί στα πρακτικά, όπως ελλείπει και αναφορά στην πολύ μεγάλη πίεση που ο εφεσείων δέχθηκε από τον πρωτόδικο Δικαστή για να αποδεχθεί το αίτημα ώστε το Δικαστήριο να αποφασίσει τελεσιδίκως επ΄ αυτού. Αυτές οι παράπλευρες διαδικασίες επιμήκυναν έτι περαιτέρω την όλη υπόθεση χωρίς να ευθύνεται γι΄ αυτό ο εφεσείων, ο οποίος προ του κινδύνου να μην συμμετάσχει στον καθορισμό του ειδικού παιδοψυχολόγου, αποδέχθηκε εν τέλει την όλη διαδικασία προσπαθώντας αυτή να αποβεί επωφελής για τα ανήλικα τέκνα του.
Κατά τα υπόλοιπα, ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε την εισαγωγή εξωγενούς μαρτυρίας, μη επιτρεπόμενης και μη καλυπτόμενης από τη δικογραφία, στήριξε την απόφαση του στην έκθεση της κοινωνικής λειτουργού Μαρίας Ρωσσίδου, ενώ ταυτόχρονα αποδέχθηκε τη μαρτυρία του παιδοψυχολόγου Μάριου Κωνσταντίνου που ήταν σε διάσταση με τα συμπεράσματα της κοινωνικής λειτουργού. Με πλημμέλεια επίσης απερρίφθη αίτημα του εφεσείοντος για κατάθεση φακέλου που είχε η λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας Μαίρη Χριστοφή αποστερώντας του έτσι το συνταγματικό δικαίωμα να διερευνήσει πλήρως την προφορική της μαρτυρία που διαψευδόταν από το περιεχόμενο του φακέλου.
Ο εφεσείων μέμφεται επίσης το Δικαστήριο ότι ουδέποτε ανακοίνωσε στους διαδίκους γραπτώς τη θέση του επί του αποτελέσματος της συνέντευξης που είχε με τα ανήλικα, όπως είχε ρητώς συμφωνηθεί, γεγονός που αποτελούσε προϋπόθεση για να δοθεί η εκ μέρους του συγκατάθεση. Όχι μόνο λοιπόν δεν δόθηκε γραπτώς η θέση του Δικαστηρίου επί της συνέντευξης, αλλά και η ρητή αυτή προϋπόθεση δεν καταγράφηκε και πάλι στα πρακτικά της διαδικασίας. Στο επίκεντρο των βελών του εφεσείοντος είναι και η άρνηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχθεί αίτημα του για να καταθέσει η θυγατέρα του Μελπομένη ως μάρτυρας ώστε να εκφράσει ελεύθερα τις δικές της προσωπικές απόψεις στην ηλικία πλέον των 13 ετών. Κακώς περαιτέρω το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του, η οποία ήταν «συνεκτική, αξιόπιστη, αληθής και έντιμη ...», ενώ ταυτόχρονα και εκτός δικογραφίας δέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και των μαρτύρων της, αφήνοντας μάλιστα και τον Δώρο Πολυκάρπου να αναφερθεί σε δήθεν περιστατικό βίας του εφεσείοντος εναντίον του ανήλικου γιου του, το οποίο όχι μόνο δεν αποδείχθηκε ποτέ, αλλά και για το οποίο καμιά καταγγελία δεν υπήρξε.
Έχοντας εξετάσει με τη δέουσα προσοχή όλους τους λόγους έφεσης, κρίνεται ότι κανένας από αυτούς δεν ευσταθεί. Ο εφεσείων γενικώς παραπονείται για ελλείψεις στα πρακτικά τα οποία χαρακτηρίζει στον 17ο λόγο έφεσης ως «κακίστης ποιότητας», που, «ουδόλως καταγράφουν με ακρίβεια τα όσα κατέθεσε ο υποφαινόμενος και αλλοιώνουν ουσιωδώς την ποιότητα της μαρτυρίας του υποφαινόμενου Αιτητή-Εφεσείοντα.». Όπως όμως ορθά παρατηρεί η εφεσίβλητη στο δικό της περίγραμμα, τα πρακτικά αποτελούν τον αυθεντικό οδηγό ως προς τα διαδραματισθέντα στην πρωτόδικη διαδικασία. (Μελετίου ν. Alpha Bank Ltd, Πολ. Έφ. αρ. 12043, ημερ. 8.3.2010). Δεν παρέχεται εξουσία στο Εφετείο για διόρθωση πρακτικών, οποιοδήποτε δε διάβημα για διόρθωση λόγω ενδεχόμενης ανεπάρκειας τους, οφείλει να το λάβει ο παραπονούμενος ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου (Σωτηριάδης ν. Βασιλείου (1992) 1 Α.Α.Δ. 801, Μορφίτης ν. Δήμου Λεμεσού (2002) 2 Α.Α.Δ. 375). Ο εφεσείων δεν έλαβε τέτοιο διάβημα και επομένως δεν είναι νοητό να παραπονείται ενώπιον του Εφετείου γενικώς για πλημμελή τήρηση των πρακτικών, σε βαθμό μάλιστα που κατ΄ ισχυρισμόν «.. αλλοιώνεται σοβαρά το νόημα και η ποιότητα της μαρτυρίας.». Το Δικαστήριο εκδικάζει την ενώπιον του διαφορά στη βάση των όσων αρμοδίως πιστοποιούνται να παρουσιάζουν την αυθεντική εικόνα της δίκης.
Πρέπει περαιτέρω να λεχθεί ότι η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου είχε ως αντικειμενικό στόχο την εξέταση της αίτησης από την άποψη της ωφέλειας που ενδεχομένως αυτή να είχε επί των ανηλίκων. Με αυτή την έννοια γνώμονας ήταν το καλώς νοούμενο συμφέρον των παιδιών όπως θα το αποτιμούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως κριτής της επίπτωσης της διεύρυνσης ή μη του δικαιώματος επικοινωνίας του εφεσείοντος. Σ΄ αυτά τα πλαίσια η πρωτόδικη διαδικασία δεν είχε και ούτε αναμενόταν να είχε τη συνήθη αντιπαραθετική έννοια όπου κρίνεται η αξιοπιστία των διαδίκων επί των προβαλλόμενων θέσεων και των γεγονότων που προωθούνται εκατέρωθεν. Με αυτές τις σκέψεις και σε συνδυασμό με τα όσα αμέσως προηγουμένως ειπώθηκαν αναφορικά με την εικόνα που εκπέμπουν τα επίσημα πρακτικά, το παράπονο του εφεσείοντος αναφορικά με την μη καταγραφή της συνέντευξης, παραμένει αθεμελίωτο. Η πορεία της πρωτόδικης διαδικασίας αποκαλύπτει ότι στις 31.3.2006, αμφότεροι ο συνήγοροι συναίνεσαν στην πραγματοποίηση συνέντευξης από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Συγκεκριμένα έγιναν οι εξής δηλώσεις:
«κ. Βρυωνίδης:
Συνεχίσαμε την ανταλλαγή προτάσεων εξεύρεσης φιλικής διευθέτησης της υπόθεσης και έχουμε καταλήξει ότι θα πρέπει το Δικαστήριο να πραγματοποιήσει συνέντευξη με τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων και τόσο οι γονείς όσο και οι δικηγόροι τους, είμαστε δεσμευμένοι όπως σεβαστούμε το αποτέλεσμα της συνέντευξης που θα βασίζεται στις επιθυμίες των ανηλίκων. Με βάση αυτό το πόρισμα, θα είμαστε έτοιμοι μόλις το Δικαστήριο μας το ανακοινώσει, να διευθετήσουμε ανάλογα την παρούσα αίτηση. Έχουμε επιπρόσθετα συνεννοηθεί όλες οι πλευρές όπως τα δύο ανήλικα παιδιά, πριν έρθουν στο Δικαστήριο για να έχουν συνέντευξη με το Δικαστήριο, θα ετοιμαστούν από τον παιδοψυχολόγο, κ. Κωνσταντίνου. Οι γονείς θα μεριμνήσουν ούτως ώστε τα ανήλικα να μεταφερθούν στο Δικαστήριο απερίσπαστα.
κα Νικολαΐδου:
Συμφωνώ με τα πιο πάνω.»
Στις 17.4.2006, το πρακτικό που τηρήθηκε καταγράφει ότι το Δικαστήριο θα είχε την προγραμματισμένη συνέντευξη με τα ανήλικα τέκνα τα οποία ήταν παρόντα, ενώ ακολουθεί το εξής «Σημείωμα Πρωτοκολλητή», ως τιτλοφορείται:
«ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗ
Οι σελίδες 14-23 των πρακτικών, αφορούν ερωτήσεις-απαντήσεις που λήφθηκαν στη διάρκεια συνέντευξης του Δικαστηρίου με τα ανήλικα, το αποτέλεσμα της οποίας κοινοποιήθηκε από το Δικαστήριο στους διαδίκους στην παρουσία των δικηγόρων τους, όπως φαίνεται στο πρακτικό του ημερομηνίας 05/05/2006.»
Ακολουθούν οι σελ. 24-25 των πρακτικών όπου στις 5.5.06 καταγράφηκαν τα εξής:
«κ. Βρυωνίδης:
Η εισήγηση του πελάτη μου είναι ότι αυτό που μας έχει ανακοινωθεί, μετά την ακρόαση που είχε το Δικαστήριο με τα ανήλικα τέκνα, τα έχω κωδικοποιήσει και θα τα αναφέρω στον πελάτη μου. Ο πελάτης μου δεσμεύτηκε ότι δεν πρόκειται να συνεχίσει αυτή την υπόθεση. Αποδέχεται τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, εξακολουθεί να δηλώνει ότι είναι δεσμευμένος και παρακαλώ όπως τη Δευτέρα 08/05/06, το διάταγμα που θα εκδοθεί σήμερα να μας το ανακοινώσετε τη Δευτέρα το πρωί.
κα Νικολαΐδου:
Το αφήνω στην κρίση του Δικαστηρίου τι θα κάνει.
Δικαστήριο:
Όπως προκύπτει από το πρακτικό του Δικαστηρίου ημερομηνίας 31/03/06, έχει ζητηθεί από τις δύο πλευρές όπως το Δικαστήριο πραγματοποιήσει συνέντευξη με τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων και ότι οι δύο πλευρές θα σεβαστούν το αποτέλεσμα αυτής της συνέντευξης που θα έχει σχέση με το αίτημα του Αιτητή για τροποποίηση του διατάγματος επικοινωνίας του με τα ανήλικα τέκνα του. Το αποτέλεσμα της συνέντευξης κοινοποιήθηκε στις δύο πλευρές, στην παρουσία των διαδίκων και με εξέπληξε το γεγονός ότι η πλευρά του Αιτητή έχει αποστεί στην ουσία απ΄ αυτά που είχε δηλώσει στο προηγούμενο πρακτικό του Δικαστηρίου. Όμως επειδή η υπόθεση είναι παλαιά και πρέπει να διεκπεραιωθεί το συντομότερο δυνατό, ορίζεται για ακρόαση τη Δευτέρα 08/05/06 η ώρα 8:30 π.μ.»
Στην επόμενη ημερομηνία 8.5.2006, το τηρηθέν πρακτικό εμφανίζει τον εφεσείοντα και τον τότε δικηγόρο του να προσέρχονται στο Δικαστήριο έστω με καθυστέρηση, ο δε συνήγορος κ. Βρυωνίδης ζήτησε στην ουσία αναβολή με οδηγίες του πελάτη του «.. με σκοπό να του εξηγήσω και να συνειδητοποιήσει τη διαδικασία η οποία έγινε από την αρχή μέχρι το τέλος ...». Ο συνήγορος ανέφερε περαιτέρω ότι ήταν έκδηλο ότι ο εφεσείων όχι μόνο δεν είχε αποστεί από τα συμφωνηθέντα και τη δέσμευση του, αλλά ήθελε επεξήγηση. Η συνήγορος της εφεσίβλητης ενέστη στην αναβολή μεταξύ άλλων και διότι είχε μεσολαβήσει Σαββατοκυρίακο στο οποίο ο εφεσείων, όπως είχαν διαισθανθεί τα παιδιά του, είχε αλλάξει συμπεριφορά έναντι τους. Ο κ. Βρυωνίδης εξήγησε ότι ήταν με δική του πρόταση να μην επικοινωνήσει ο εφεσείων με τα παιδιά του λόγω «... κάποιων φόβων την προηγούμενη δικάσιμο». Το Δικαστήριο αναφερόμενο στη δέσμευση των διαδίκων να σεβαστούν το αποτέλεσμα της συνέντευξης, έκρινε ότι δεν χρειαζόταν περίοδος 4-5 ημερών για να εξηγηθεί οτιδήποτε, παρατηρώντας ταυτόχρονα ότι είχε καθυστερήσει η εκδίκαση της υπόθεσης όχι εξαιτίας του Δικαστηρίου, αλλά λόγω της καθυστερημένης καταχώρησης δικογράφων, της σύνταξης της έκθεσης και της κοινής παράκλησης των διαδίκων να παραπεμφθούν τα ανήλικα στον παιδοψυχολόγο για την παροχή σχετικής βοήθειας.
Σαφώς προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό ότι το παράπονο του εφεσείοντος είναι προδήλως αδικαιολόγητο. Υπήρξε ανεπιφύλακτη δέσμευση από τον εφεσείοντα να αποδεχθεί το αποτέλεσμα της συνέντευξης, αποτέλεσμα το οποίο ανακοινώθηκε στους διαδίκους έστω προφορικά στις 5.5.06, όπως επίσημα κατεγράφη στο σχετικό σημείωμα του Πρωτοκολλητή και επιβεβαιώθηκε με τη δήλωση του κ. Βρυωνίδη ίδιας ημερομηνίας. Το ότι ο εφεσείων απέστη από τη δέσμευση του επειδή προφανώς δεν ικανοποιήθηκε από το ανακοινωθέν αποτέλεσμα απορρέει αβίαστα από τα καταγραφέντα. Παρά την εμφανή προσπάθεια του τότε δικηγόρου του να βεβαιώσει το Δικαστήριο ότι ο εφεσείων παρέμενε δεσμευμένος με το αποτέλεσμα, αποδεχόμενος την όλη διαδικασία, εν τούτοις αφέθηκε η ακρόαση της υπόθεσης να αρχίσει στις 8.5.06, χωρίς να δηλωθεί οτιδήποτε από τον εφεσείοντα ή το δικηγόρο του προς το αντίθετο, ώστε έστω και την υστάτη να γίνει αποδεκτό το αποτέλεσμα της συνέντευξης αποφεύγοντας έτσι την περαιτέρω αντιπαράθεση που αναμφιβόλως δεν θα ήταν με οποιοδήποτε τρόπο συντελεστική στην ευημερία των ανηλίκων. Να σημειωθεί δε ότι αυτή η αναμέτρηση επί Δικαστηρίω απασχόλησε όλους τους παράγοντες από τις 8.5.06 μέχρι τις 22.6.07, με τη μαρτυρία να καταλαμβάνει 308 σελίδες.
Περαιτέρω, προκύπτει ότι δεν τέθηκε καμιά απολύτως προϋπόθεση εκ μέρους του εφεσείοντος ως προς τη δέσμευση του από τη συνέντευξη και τα όσα ενώπιον του Εφετείου ισχυρίστηκε διαφορετικά ο εφεσείων, δεν βρίσκουν έρεισμα είτε στα επίσημα πρακτικά, είτε στις δηλώσεις του τότε δικηγόρου του. Αποτελούν έκδηλα εκ των υστέρων αιτιάσεις για την υπαναχώρηση του εφεσείοντος. Διερωτάται δε κανείς ποιο θα ήταν το νόημα να δοθεί γραπτώς το περιεχόμενο της συνέντευξης ή η γνώμη των ανηλίκων κατά τη συνέντευξη ή πώς θα επηρέαζε αυτό τη νοητική στάση του εφεσείοντος όταν είχε εκ προοιμίου δεσμευτεί ως προς το αποτέλεσμα. Ξεχνά ο εφεσείων ότι η προσπάθεια αυτή του Δικαστηρίου έγινε στο περιθώριο της κύριας και επίσημης δίκης ώστε να δοθεί το συντομότερο δυνατό τέρμα στην αντιδικία, που εν πάση περιπτώσει θα επέρχετο μόνο με την οικειοθελή δέσμευση των διαδίκων και όχι με την επιβολή της γνώμης που σχημάτισε το Δικαστήριο ως εκ της συνέντευξης. Υπό αυτά τα δεδομένα, δεν παρεχόταν η ευχέρεια της αποκάλυψης των διαμειφθέντων κατά τη συνέντευξη. Τα μέρη εμπιστεύθηκαν το Δικαστήριο να σχηματίσει γνώμη η οποία θα αποτελούσε και την κατάληξη της υπόθεσης, ενεργώντας ουσιαστικά ως διαιτητής σε μια διαδικασία εναλλακτικής επίλυσης διαφοράς («Alternative Dispute Resolution» - ADR), κατά το πρότυπο παρόμοιων και καλοδεχούμενων εξωδικαστικών προσπαθειών διευθέτησης που συναντώνται στο Ευρωπαϊκό και Καναδικό μοντέλο. Το περιεχόμενο της συνέντευξης ορθά δεν αποκαλύφθηκε. Μόνο αμφίβολα αποτελέσματα θα μπορούσε να είχε τέτοια αποκάλυψη, ενώ πιθανότατα θα επέφερε αρνητικά συναισθήματα στους γονείς ή τον ένα εξ αυτών, όπως συνάγεται να έγινε στην υπό κρίση περίπτωση.
Το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει εκδώσει διάφορα έγγραφα επί του θέματος. Το Recommendation No R (98) 1 του εξ Υπουργών Συμβουλίου αναφορικά με θέματα διαμεσολάβησης σε οικογενειακές υποθέσεις είναι σχετικό. Το Consultative Council of European Judges του Συμβουλίου της Ευρώπης στην υπ΄ αρ. 6 Γνωμάτευση του τιτλοφορούμενη «Fair Trial within a reasonable time», ασχολείται στο Μέρος D, με το Alternative Dispute Resolution, στις δε παραγράφους 154 και 161, καταγράφεται η σύσταση του C.C.J.E. ως προς την αναγκαιότητα οι εργασίες και τα διαμειφθέντα κατά τη διαμεσολάβηση να παραμένουν εμπιστευτικές (όπως ακριβώς έγινε και εδώ) και ότι η συμμετοχή των δικαστών σε ρόλο διαμεσολαβητή είναι επιθυμητή εφόσον μεταφέρεται η δικαστική εμπειρία στη διαμεσολάβηση, αν και πρέπει να τηρούνται τα εχέγγυα της αμεροληψίας ούτως ώστε ένας δικαστής να μην αναλαμβάνει διαμεσολάβηση σε υποθέσεις που είναι ενώπιον του και που ο ίδιος θα ακούσει και αποφασίσει. Σ΄ αριθμό χωρών όμως ο δικαστής που εκδικάζει την υπόθεση, ταυτόχρονα διαμεσολαβεί στο περιθώριο της κύριας δίκης προς επίτευξη συναινετικής λύσης. Ακριβώς και εδώ η διαμεσολάβηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου έγινε με την εισήγηση, προτροπή και συγκατάθεση των ιδίων των διαδίκων. Περαιτέρω δε ορθά το Δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση του αυστηρά και μόνο στη βάση της ενώπιον του δοθείσας μαρτυρίας και δεν περιέλαβε οτιδήποτε απορρέον από τη συνέντευξη που είχε με τα ανήλικα.
Υπό το φως των ανωτέρω, πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε στις 26.4.2007 να απορρίψει και την ενδιάμεση αίτηση ημερ. 7.12.2006 που είχε ως στόχο να επιτραπεί στην ανήλικη Μελπομένη να καταθέσει ως μάρτυρας ενώπιον του Δικαστηρίου την άποψη και γνώμη της σε σχέση με τη διεύρυνση του υφιστάμενου διατάγματος επικοινωνίας. Το Δικαστήριο αποφάσισε στις σελ. 167-179 των πρακτικών, ότι αντεδείκνυτο η έκδοση τέτοιου διατάγματος ενόψει του ότι θα ήταν άδικο για την Μελπομένη να κλητευθεί να καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου για θέματα τα οποία ήδη καλύφθηκαν από τη συνέντευξη που το Δικαστήριο είχε μαζί της. Η κλήτευση της Μελπομένης, που θα ισοδυναμούσε στην ουσία με εξαναγκασμό της, θα αποτελούσε ταλαιπωρία γι΄ αυτήν και θα απέβαινε σε βάρος του συμφέροντος της απλώς για να ικανοποιηθεί ο εφεσείων ο οποίος δεν συμφώνησε με το αποτέλεσμα της συνέντευξης. Η προσαγωγή επομένως της ανήλικης για ένορκη κατάθεση θα αποτελούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και θα επηρέαζε αρνητικά τη ψυχολογία της. Στην κρίση του αυτή το Δικαστήριο κατέληξε σημειώνοντας επίσης στη σελ. 178 των πρακτικών, ότι για την προσέλευση της Μελπομένης και του αδελφού της στη συνέντευξη είχε προηγηθεί ανάλογη ψυχολογική στήριξη.
Πολύ ορθά και εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε την ενδιάμεση αυτή αίτηση και το διατυπωθέν παράπονο κατ΄ έφεση είναι αβάσιμο, ιδιαιτέρως όταν αναλογιστεί κάποιος ότι, όπως λέχθηκε και προηγουμένως, η όλη διαδικασία είχε διερευνητικό παρά αντιπαραθετικό χαρακτήρα με γνώμονα την εξυπηρέτηση του ευρύτερου συμφέροντος των ανηλίκων, τα οποία και θα ήταν τα υποκείμενα του τυχόν διευρυμένου διατάγματος επικοινωνίας με άμεσο αντίκτυπο επ΄ αυτών.
Κατά τα υπόλοιπα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ευλόγως κατέληξε στην απόρριψη της αίτησης για διεύρυνση της επικοινωνίας βασισμένο στην ενώπιον του μαρτυρία και την αξιολόγηση του επ΄ αυτής. Το συμπέρασμα του ότι ο εφεσείων δεν ήταν γενικώς συνεργάσιμος με τα άτομα τα οποία είχαν αναλάβει ως λειτουργοί του Γραφείου Ευημερίας να εξετάσουν την περίπτωση και να υποβάλουν σχετική έκθεση, απορρέει αβίαστα από το όλο ιστορικό της υπόθεσης και την ίδια την κατάθεση του εφεσείοντος ενώπιον του Δικαστηρίου. Όχι μόνο απέστη και υπαναχώρησε από τη δέσμευση του να αποδεχθεί την εισήγηση του Δικαστηρίου μετά τη συνέντευξη που είχε με τα ανήλικα, αλλά και από τη μαρτυρία της Μαρίας Ρωσσίδου διαφάνηκε ότι ο εφεσείων με δική του απόφαση ήταν που δεν ενεπλάκη ενεργά στην όλη διαδικασία, με δεδομένο ότι ο εφεσείων δεν συνεργαζόταν με την ίδια ως λειτουργό. Επομένως εύλογα κατέληξε στα συμπεράσματα της ότι ο εφεσείων αδυνατούσε να αντιληφθεί τις πραγματικές ανάγκες των παιδιών του από τις συνεντεύξεις που η ίδια είχε με αυτά, οι οποίες και ήταν ικανοποιητικές. Παρά τη μη συνεργασία του εφεσείοντος, λόγω της πείρας της στον τομέα της γονικής μέριμνας ήταν σε θέση να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα ώστε να θέσει την έκθεση της ενώπιον του Δικαστηρίου. Η σχετική μαρτυρία της ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν σαφής και ιδιαίτερα αυτό προκύπτει από τις σελ. 32 και 34 των πρακτικών.
Αλλά και η μαρτυρία του παιδοψυχολόγου Μάριου Κωνσταντίνου τον οποίο ο ίδιος ο εφεσείων κάλεσε ως μάρτυρα του και την οποία θεωρεί ότι ήταν υπέρ του, ήταν στην ουσία επιστημονικά ουδέτερη και στόχευε στο να δώσει στο Δικαστήριο την εικόνα ότι τα ανήλικα ήσαν ευτυχισμένα νοιώθοντας αγάπη και για τους δύο γονείς και ότι μια διεύρυνση του υφιστάμενου διατάγματος, ποιοτικά και ποσοτικά, θα λειτουργούσε μόνο εάν και τα ανήλικα το ήθελαν. Ο μάρτυρας ήταν ιδιαίτερα σαφής ότι η Μελπομένη ήταν πολύ αγχωμένη με όλες τις διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου φοβούμενη ότι το Δικαστήριο θα απομάκρυνε από κοντά της τον ένα από τους δύο γονιούς (σελ. 147-148 των πρακτικών). Έδωσε την εικόνα περαιτέρω ότι η Μελπομένη ένοιωθε ότι ο χρόνος που είχε για τη δική της ψυχαγωγία δεν θα έπρεπε να αναλώνετο στο να εξαναγκαζόταν να είναι με τον πατέρα της και γι΄ αυτό στην έκθεση του και ο ίδιος είχε συστήσει και στους δύο γονείς να σεβαστούν την ανεξαρτησία των παιδιών τους ώστε να εδραιωθεί μια σταθερότητα και ισορροπία, αναγκαία για την ωρίμανση τους. Αναφέρθηκε και σε τραυματικές εμπειρίες της Μελπομένης ιδιαίτερα όταν αναγκάστηκε να κόψει τα μαλλιά της σε ανδρικό κουρείο (πέραν της μίας φοράς σύμφωνα και με τη μαρτυρία της λειτουργού Μαίρης Χριστοφή) και γενικά το μεγάλο της φόβο μήπως ως εκ της αίτησεως του πατέρα της για διεύρυνση, απωλέσει τον ένα εκ των δύο γονιών.
Η μαρτυρία επομένως του παιδοψυχολόγου, την οποία το Δικαστήριο αποδέχθηκε, δεν είχε οτιδήποτε ιδιαίτερα υποστηρικτικό προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης της επικοινωνίας και λανθασμένα ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι το Δικαστήριο έδωσε έμφαση στην αρνητική εικόνα που έδωσε γι΄ αυτόν η λειτουργός Μαρία Ρωσσίδου, ενώ ταυτόχρονα και αντιφατικά δέχθηκε και τη μαρτυρία του παιδοψυχολόγου. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτήρισε τον παιδοψυχολόγο ως ειδικό μάρτυρα που διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι τα παιδιά δεν αισθάνονταν ευτυχή με τις δικαστικές μάχες των γονιών τους και ότι ορθά προέτρεψε τους γονείς να αποφεύγουν να κατηγορούν ο ένας τον άλλο.
Ορθά επίσης το Δικαστήριο δέχθηκε και τη μαρτυρία των λειτουργών του Γραφείου Ευημερίας Πολυκάρπου και Κόρτα που είχαν επίσης καταθέσει περί της δικής τους αντίληψης και αξιολόγησης και που ήσαν επιβεβαιωτικά της κρίσης και των υπολοίπων μαρτύρων, πλην του εφεσείοντος βεβαίως, ως προς το ότι ο εφεσείων ήταν πιο αυστηρός και συντηρητικός και ότι τα παιδιά ήταν ανήσυχα ως προς την όλη εξέλιξη της υπόθεσης. Η συναφής εισήγηση του εφεσείοντος ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν επέτρεψε την κατάθεση του φακέλου που είχε μαζί της κατά την κατάθεση της η λειτουργός Μαίρη Χριστοφή, ώστε να διαφανεί κατ΄ αντιπαραβολή προς την ένορκη μαρτυρία της, η αναξιοπιστία στα όσα ανέφερε για περιστατικά που παρουσίαζαν τον εφεσείοντα ως καταπιεστικό πατέρα, δεν βοηθά την υπόθεση του εφεσείοντος. Όχι διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα πράγματι, δεν επέτρεψε την κατάθεση του φακέλου, αλλά διότι κατά την παραδοχή της ίδιας της μάρτυρας, δεν είχε εν πάση περιπτώσει σημειώσει τα αναφερθέντα στην ένορκη μαρτυρία της περιστατικά στο φάκελο της. Το Δικαστήριο αποφάσισε επομένως στη βάση της ζώσας μαρτυρίας της στην οποία δεν θα προσέθετε οτιδήποτε η κατάθεση του φακέλου.
Σε αντίθεση με του εφεσείοντος, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης ως αξιόπιστη, κρίνοντας την ως μητέρα που μπορούσε να μπει στη ψυχολογία των παιδιών της προσφέροντας τους ό,τι καλύτερο για την ορθή ψυχοσωματική τους ανάπτυξη. Τη χαρακτήρισε ως άτομο ήπιων τόνων, με σωστή προσέγγιση στα θέματα εμφάνισης και μελέτης των ανηλίκων, ικανή στην άσκηση των γονικών της καθηκόντων και συνεργασθείσα άψογα με τους διάφορους κοινωνικούς λειτουργούς και τον παιδοψυχολόγο. Αντίθετα, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, ο εφεσείων δεν εντυπωσίασε το Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι ήλθε σε σύγκρουση με όλους, αμφισβήτησε την αντικειμενικότητα των λειτουργών του Γραφείου Ευημερίας, δεν συνεργάστηκε με αυτούς και αμφισβήτησε ακόμη και το δικηγόρο του εφόσον, όπως αποκαλύπτεται από τα πρακτικά, ο κ. Βρυωνίδης στις 16.11.2006 υποχρεώθηκε να ζητήσει αναβολή της ακρόασης διότι ο εφεσείων δεν επιθυμούσε τη συνέχιση των υπηρεσιών του (σελ. 160-161 των πρακτικών).
Παραπονείται επίσης ο εφεσείων ότι έγινε δεκτή μαρτυρία έξω από τη δικογραφία χωρίς όμως η εισήγηση αυτή να έχει έρεισμα στα πρακτικά της διαδικασίας, εφόσον είναι ταυτόχρονα εμφανές ότι ο ίδιος ο εφεσείων στα γεγονότα που στήριζαν την αίτηση για διεύρυνση της επικοινωνίας επεκτάθηκε σε πλείστα όσα θέματα καταλογίζοντας αφενός στην εφεσίβλητη ότι εγκαταλείπει πολλές φορές τον ανήλικο Σταύρο στο σπίτι μόνο του, ότι αδυνατεί να πάρει κρίσιμες αποφάσεις σε σοβαρά θέματα υγείας των παιδιών, ότι αρνείται να χορηγήσει φάρμακα για να φροντίσει τα παιδιά της, ενώ η μητέρα της εφεσίβλητης ασκεί πολύ αρνητική επίδραση στα παιδιά. Η υπεράσπιση της εφεσίβλητης απάντησε σε όλα τα θέματα, ιδιαίτερα στα όσα καταλογίζονταν εναντίον της από τον εφεσείοντα, προβαίνοντας σε δικούς της ισχυρισμούς όπως ότι ο εφεσείων αναιτίως προκαλεί επεισόδια στην παρουσία των ανηλίκων, δίνοντας περισσότερη σημασία σε τυπικές λεπτομέρειες, παραγνωρίζοντας τα τραύματα που δημιουργεί με τη συμπεριφορά του στα ανήλικα τέκνα του, και ενώ παρουσιάζεται να ενδιαφέρεται έντονα γι΄ αυτά, στην πραγματικότητα απλώς θέλει να έχει λόγο σε κάθε λεπτομέρεια της ζωής τους, χωρίς ταυτόχρονα να αναλαμβάνει και τις ευθύνες απέναντι τους αφού δεν καταβάλλει ούτε και το μηνιαίο επίδομα διατροφής εκτός και αν εκδοθεί φυλακιστήριο.
Δεν εντοπίζεται ουσιαστικός λόγος υιοθέτησης του παραπόνου του εφεσείοντος ενόψει του ότι οι διάδικοι με τη δικογραφία τους ήγειραν πληθώρα θεμάτων σε σχέση με τις δικές τους διαπροσωπικές διαφορές, με αντίκτυπο και τη συμπεριφορά ενός εκάστου επί των ανηλίκων. Τα όσα ο εφεσείων σταχυολογεί στο περίγραμμα του αναπτύσσοντας τους λόγους έφεσης 4, 13 και 15 ως περιπτώσεις αποδοχής μαρτυρίας εκτός δικογραφίας, δεν είναι ορθά.
Άλλη εισήγηση του εφεσείοντος ήταν ότι η υπόθεση καθυστέρησε πάρα πολύ στην εκδίκαση της, με το Δικαστήριο να ήταν πολύ ανεκτικό σε σχέση με τις υποχρεώσεις της εφεσίβλητης όσον αφορά τη δικογραφία, επιτρέποντας σ΄ αυτήν να κωλυσιεργεί και να αναβάλλεται η υπόθεση συνεχώς χωρίς λόγο. Στις σελ. 3-4 του περιγράμματος του καταγράφει με λεπτομέρεια τις διάφορες ημερομηνίες, αρχής γενομένης στις 23.4.2003, όταν κατατέθηκε η επίδικη αίτηση διεύρυνσης, η οποία και περατώθηκε στις 26.6.2007, με την έκδοση της απόφασης. Είναι γεγονός ότι η υπόθεση μακρηγόρησε, αλλά σ΄ αυτήν την καθυστέρηση συνέβαλε πολύ και ο ίδιος ο εφεσείων εφόσον συμφωνούσε με όλη τη διαδικασία, αναγκαίως δε είχαν δοθεί διάφορες αναβολές για την ετοιμασία της έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας, για την καθυστέρηση της οποίας δεν ευθυνόταν το Δικαστήριο, ενώ και ο εφεσείων συμφώνησε με την εισήγηση της εφεσίβλητης για την παραπομπή των ανηλίκων σε παιδοψυχολόγο. Τα όσα κατά την έφεση του αναφέρει ότι αναγκάστηκε να το πράξει πιεζόμενος προς αυτή την κατεύθυνση και από το Δικαστήριο, ουδόλως αντανακλώνται στα πρακτικά. Άλλες δε αναβολές δόθηκαν εύλογα και με τη συγκατάθεση ή ακόμη και την προτροπή του ιδίου του εφεσείοντος, ώστε να δοθεί περισσότερος χρόνος για ψυχολογική στήριξη των ανηλίκων από τον παιδοψυχολόγο. Περαιτέρω, αντί ο εφεσείων να αποδεχθεί, όπως είχε δεσμευτεί, την εισήγηση του Δικαστηρίου μετά τη συνέντευξη που είχε με τα ανήλικα, η διαδικασία επεκτάθηκε λόγω προφανούς αδυναμίας του εφεσείοντος να συμφωνήσει με την εισήγηση του Δικαστηρίου, ενώ περαιτέρω καθυστέρηση σημειώθηκε και λόγω της υποβληθείσας εκ μέρους του εφεσείοντος αίτησης για κλήτευση της ανήλικης Μελπομένης στο Δικαστήριο. Και ενώ καταλογίζει ευθύνη στην εφεσίβλητη και το Δικαστήριο για το γεγονός ότι η υπεράσπιση καταχωρήθηκε με καθυστέρηση επτά μηνών (η αίτηση καταχωρήθηκε στις 23.4.2003 και η υπεράσπιση στις 14.11.2003), παρατηρείται ότι ο ίδιος καταχώρησε την απάντηση στην υπεράσπιση στις 11.5.2004.
Δεν έχει εντοπιστεί οτιδήποτε το θεμελιακά ανεπίτρεπτο στη όλη διεξαγωγή της υπόθεσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο ώστε να ενδείκνυται παρέμβαση του Εφετείου. Εάν θα μπορούσε να λεχθεί οτιδήποτε αναφορικά με το θέμα του χρόνου, θα ήταν η εκ μέρους του Δικαστηρίου επίδειξη υπέρμετρης ανοχής και ελαστικότητας στην αντιμετώπιση των διαφόρων ενώπιον του αιτημάτων. Κατά τα άλλα έπραξε ό,τι ήταν δυνατό για να επιλύσει το ενωρίτερο δυνατό την εγερθείσα διαφορά, διαφορά που ανέκυψε λόγω της επιμονής του εφεσείοντος να τροποποιήσει το υφιστάμενο διάταγμα επικοινωνίας εμπλέκοντας έτσι και την εφεσίβλητη, αλλά κυρίως τα ίδια τα παιδιά του σε μια εξαιρετικά ψυχοφθόρο διαδικασία. Εκ των πραγμάτων δε ο χρόνος και τα γεγονότα ξεπέρασαν την αναγκαιότητα της ίδιας της αίτησης. Όπως δέχθηκε και ο εφεσείων στη σελ. 39 των πρακτικών, όταν εκδόθηκε το διάταγμα επικοινωνίας τον Ιανουάριο του 2000, ο μεν Σταύρος ήταν τριών ετών, η δε Μελπομένη ήταν έξι ετών. Κατά την εκδίκαση της αίτησης ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου είχαν ήδη παρέλθει έξι έτη. Κατά τη συζήτηση της έφεσης υποδείχθηκε στον εφεσείοντα ότι με δεδομένο ότι η ίδια η αίτηση εδραζόταν στο γεγονός ότι τα παιδιά είχαν μεγαλώσει, ώστε κατά τον εφεσείοντα να έπρεπε να έχουν περισσότερο ποιοτικό χρόνο με τον πατέρα τους, στο στάδιο της έφεσης είχε ήδη παρέλθει έτι περισσότερος χρόνος έτσι ώστε τα παιδιά να είχαν περάσει πλέον την εφηβεία με την Μελπομένη να είναι ήδη 16 ετών και τον Σταύρο σχεδόν 14 ετών. Και όπως δέχθηκε και ο ίδιος ο εφεσείων, όλες οι διαδικασίες που άρχισαν από το 1997, δεν ήταν προς όφελος των παιδιών, ενώ βεβαίως στην ηλικία των 16 ετών δεν μπορούσε να υποχρεώσει την Μελπομένη να έχει μαζί του επικοινωνία εάν και η ίδια δεν το ήθελε όπως, δηλαδή, κατέθεσε και ο παιδοψυχολόγος.
Αναφέρονται τα πιο πάνω για να καταδειχθεί ότι η όλη διαδικασία που επέλεξε ο εφεσείων να ακολουθήσει, αναμφιβόλως, από οποιαδήποτε οπτική γωνία και να το δει κάποιος, δεν ήταν προς όφελος των ανηλίκων. Ακόμη μπορεί να προστεθεί ότι και να επιτύγχανε σήμερα η έφεση, η επιτυχία αυτή θα ήταν άνευ αντικειμένου ως αλυσιτελής ενόψει του ότι ο χρόνος δεν αναστρέφεται για κανέναν.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ της εφεσίβλητης.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ