ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 1 ΑΑΔ 1427

 ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 83/2010

 

7 Σεπτεμβρίου, 2010.

 

 

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ

ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1970

 

- ΚΑΙ -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΩΤΙΚΟ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ (Ν. 95/70)

 

- ΚΑΙ -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ DMITRI KOTLYARENKO ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΩΡΑ

ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS

 

- ΚΑΙ -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ

 

- ΚΑΙ -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΗΜΕΡ. 8/7/10 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΥΠ' ΑΡ. 1/2009

.......................................

Σ. Πίττας με Β.Αδαμίδου (κα) για τον αιτητή

Ελ. Λοϊζίδου (κα) Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση

 

...............................

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής ζητά την έκδοση εντάλματος habeas corpus με το οποίο να ελεγχθεί η νομιμότητα κράτησης του και να διαταχθεί η αποφυλάκισή του.

 

Η πιο πάνω αίτηση ήταν το αποτέλεσμα απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερ. 8/7/10 με την οποία ενέκρινε αίτημα της Ρωσικής Ομοσπονδίας για έκδοση του στην εν λόγω χώρα και διέταξε την κράτηση του αιτητή μέχρι την έκδοσή του.

 

Παρόλο ότι στην αίτηση και τη γραπτή αγόρευση της πλευράς του αιτητή διατυπώνεται μεγάλος αριθμός νομικών λόγων γιατί θα πρέπει να δοθεί η αιτούμενη θεραπεία, οι λόγοι αυτοί μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως:

(α)  ότι το πρωτόδικο δικαστήριο «εσφαλμένα και/ή αυθαίρετα και/ή καθ' υπέρβαση εξουσίας διέταξε την έκδοση του αιτητή στη Ρωσσική Ομοσπονδία αφού η εξουσιοδότηση έναρξης της διαδικασίας η οποία υπεγράφη από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης στις 4/5/09 εκδόθηκε καθ' υπέρβαση και κατά παράβαση του άρθρου 7 του περί Έκδοσης Φυγοδίκων Νόμου του 1990 (Ν. 97/90) και/ή του άρθρου 12(2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Νόμος 95/70, γιατί δεν τέθηκε ενώπιον του Υπουργού πρωτότυπο ή πιστό αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης του αιτητή, αλλά απλώς φωτοαντίγραφο που δεν ήταν πιστοποιημένο ως πιστό αντίγραφο σύμφωνα με τις νομοθετικές πρόνοιες της Ρωσικής Ομοσπονδίας (Το ένταλμα σύλληψης είναι μέρος του Τεκμ. 6 στο πρωτόδικο Δικαστήριο και Τεκμ. Β στην παρούσα αίτηση).

(β)  Ότι το εν λόγω ένταλμα σύλληψης δεν ήταν πιστό αντίγραφο σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ρωσικής Ομοσπονδίας υποστηρίχθηκε από την Μ.Υ.1 κα Julia S. Merkulova, εμπειρογνώμονα του Ρωσικού Δικαίου, της οποίας τη μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε και/ή δεν έλαβε υπόψη, ενώ αντίθετα, εσφαλμένα και/ή καθ' υπέρβαση εξουσίας, έλαβε υπόψη τη μαρτυρία του κ. Rochin (M.A.3), του κ. Muradov (Μ.Α.4) και του κ. Ozerov (Μ.Α.6) που υποστήριζαν τη νομιμότητα του εντάλματος σύλληψης.

 

(γ)  Αναφορικά με το Τεκμ. 28 του πρωτόδικου δικαστηρίου (που εδώ είναι το τεκμ. Ε), παρόλο που τούτο είναι πιστό αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης γιατί είχε υπογραφή του Δικαστή, εντούτοις με βάση τη μαρτυρία της κας Merkulova και τις πρόνοιες των Διαταγών 36 και 161 (Τεκμ. Η στην αίτηση) η αναγραφή σ' αυτό χειρόγραφων σημειώσεων, καθιστούσε το εν λόγω έγγραφο ως «μη πιστό αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης».

 

(δ)  Το τεκμήριο 10 στην πρωτόδικη διαδικασία (Τεκμ. Δ στην παρούσα αίτηση) ήταν φωτοτυπία του εντάλματος και δεν έφερε καθόλου και/ή την απαραίτητη πιστοποίηση.

 

(ε)  Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και/ή αυθαίρετα αποφάσισε ότι συνέτρεχε το στοιχείο της αμφοτερόπλευρης εγκληματικότητας (double criminality test) γιατί η αιτήτρια χώρα δεν παρουσίασε «καθόλου και/ή επαρκή και/ή πλήρη Έκθεση Γεγονότων» όπως απαιτεί το άρθρο 12(2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.  Η παρουσίαση δυο εκθέσεων Γεγονότων καθιστούσε αδύνατο τον ασφαλή προσδιορισμό των συγκεκριμένων πράξεων που οι Ρωσικές Αρχές θεωρούσαν ποινικά επιλήψιμες και για τις οποίες θα κατηγορείτο ο αιτητής ενώπιον των Ρωσικών Δικαστηρίων και επίσης προκαλούσε σύγχυση στην ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου διαδικασία.

 

Ο καθ' ου η αίτηση με την ένστασή του παραθέτει σωρεία λόγων για τους οποίους ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.  Η διατύπωση των λόγων αυτών, μπορώ να πω ότι ισοδυναμεί με γραπτή αγόρευση αφού γίνεται αναφορά και σε σχετικές αυθεντίες.

 

Επισημαίνω ότι η υπόθεση αυτή αρχικά είχε τεθεί ενώπιον άλλων συναδέλφων και ενώπιον μου τέθηκε στις 25/8/10 ημερομηνία κατά την οποία ήταν ορισμένη για ακρόαση.  Σύμφωνα με οδηγίες που είχαν προηγηθεί, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του αιτητή καταχώρησαν γραπτή αγόρευση η δε ευπαίδευτη δικηγόρος του καθ' ου η αίτηση αγόρευσε προφορικά ενώπιον μου.

 

Το δικαστήριο τούτο σε υποθέσεις αυτής της φύσης δεν ενεργεί ως εφετείο αλλά απλώς εξετάζει κατά πόσο το πρωτόδικο δικαστήριο κινήθηκε μέσα στα πλαίσια του Νόμου. Επομένως η δικαιοδοσία του είναι περιορισμένη. Έτσι δεν μπορεί να αναθεωρήσει τα ευρήματα του δικαστηρίου που επιλήφθηκε της αίτησης έκδοσης, ούτε να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας εφόσον βέβαια το πρωτόδικο δικαστήριο κινήθηκε μέσα στα νόμιμα όρια της διακριτικής του ευχέρειας. (Βλ., μεταξύ άλλων, Hatchem ν. Διευθυντής Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 ΑΑΔ 191 και ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΑ ΕΝΤΑΛΜΑΤΑ Αρχές και Υποθέσεις, ΠΕΤΡΟΣ ΑΡΤΕΜΗΣ, ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ 2004, σελ. 83, παρ. 3.18).

 

Στην υπόθεση Yevgen Shylenko v. Διευθυντής Κεντρικών Φυλακών Πολ. Έφεση 300/2005, ημερ. 15.12.2005 λέχθηκε ότι «δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής πως οι διεθνείς ή διμερείς συμφωνίες υπογράφονται για να εκπληρώνονται οι υποχρεώσεις των κρατών μελών σ΄ αυτές, προς αμοιβαίο όφελος» και ότι «δεν πρέπει να εμποδίζεται η εκπλήρωσή τους για ασήμαντους λόγους».  Τα ίδια έχουν λεχθεί και σε προηγούμενη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Mechanov (Αρ. 2) (2001) 1 Α.Α.Δ. 1228).

 

Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω νομικές αρχές προχωρώ στην εξέταση της αίτησης. Μελέτησα τις αντίστοιχες θέσεις και την πρωτόδικη απόφαση η οποία μπορώ να πω ότι είναι πολύ εμπεριστατωμένη και συνταγμένη με τρόπο που τα επίδικα θέματα και η εξέταση τους φαίνονται με σαφήνεια.  Παρατίθεται ορθά στην απόφαση και η νομική αρχή που διέπει τέτοιες αιτήσεις.  Αυτό που θα εξεταστεί είναι αν το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε αυτές ορθά στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και αν η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι μέσα στα νομικά πλαίσια της εξουσίας του.

 

Είναι κατάλληλο στάδιο να παραθέσω τα γεγονότα της υπόθεσης όπως αυτά φαίνονται στην αρχή της πρωτόδικης απόφασης. Αυτά έχουν ως ακολούθως:

 

«Οι αρμόδιες Αρχές της Κύπρου πληροφορήθηκαν με μήνυμα της Ιντερπόλ Μόσχας στις 24.03.2009 ότι ο Καθ' ού η αίτηση κατεζητείτο από τις Αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας.  Ο λόγος ήταν η εκκρεμούσα ποινική υπόθεση που καταχωρήθηκε στη Ρωσία, σύμφωνα με την οποία φερόταν ότι είχε διαπράξει το αδίκημα της απάτης σε σύμπραξη με άλλα πρόσωπα το οποίο προβλέπεται από το Άρθρο 159 παρ. 4 του Ρωσικού Ποινικού Κώδικα και το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι 10 χρόνια.  Έτσι το όνομα του Καθ' ου η αίτηση ανεγράφη στον κατάλογο των καταζητούμενων προσώπων (Stop List) και όταν αυτός αφίχθηκε στο αεροδρόμιο Λάρνακας, προερχόμενος από το Παρίσι, το βράδυ της 29ης 03.2009 και περί ώρα 20:45 μετά από έλεγχο των στοιχείων του ανακόπηκε και περιορίστηκε μέχρι που εξασφαλίστηκε από Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας προσωρινό ένταλμα σύλληψης το οποίο εκτελέστηκε ξημερώματα της 30ης 03 του 2009 περί ώρα 01:40. Οι συνθήκες του πιο πάνω περιορισμού του και κατά πόσο ήταν εντός των νομίμων πλαισίων ή όχι θα σχολιαστούν σε κατάλληλο μέρος της απόφασης μου εφόσον το ζήτημα αυτό ανακινήθηκε ξανά στο τελικό στάδιο της εισήγησης των ευπαίδευτων συνηγόρων του, ότι δηλαδή οι συνθήκες περιορισμού του στο χώρο του αεροδρομίου συνιστούσαν παράνομη σύλληψη κατά τρόπο που έχει μολύνει την υπόλοιπη πορεία της υπόθεσης.

 

Καταχωρήθηκε την ίδια ημέρα η παρούσα αίτηση για την έκδοσή του στη Ρωσία σύμφωνα με τον περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικός Νόμος) του 1970 (Ν. 95/70) (η Σύμβαση) και τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν. 97/70) και παρουσιάστηκε ενώπιον του αρμοδίου Επαρχιακού Δικαστηρίου για την έναρξη της διαδικασίας έκδοσής του. Αρχικά είχε εκδοθεί διάταγμα κράτησής του και δόθηκε η αναγκαία προθεσμία για να σταλούν τα επίσημα έγγραφα που αφορούν την έκδοση του καθ΄ου η αίτηση από τις Ρωσικές Αρχές και να εκδοθεί η προβλεπόμενη από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης (ο Υπουργός) εξουσιοδότηση, η κατάθεση της οποίας ενώπιον του Δικαστηρίου θα σηματοδοτούσε  και την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης. Στη συνέχεια της διαδικασίας διατάχθηκε η απόλυσή του υπό όρους εξασφάλισης της παρουσίας του ενώπιον του Δικαστηρίου έτσι που η Κυπριακή Δημοκρατία να μπορέσει να εκπληρώσει τις διεθνείς της υποχρεώσεις, όρους τους οποίους ο Καθ΄ου η αίτηση εκπλήρωσε κατά γράμμα καθ΄ όλη τη μακρά διάρκεια της παρούσας διαδικασίας.

 

Οι Αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας μέσω της διπλωματικής οδού σύμφωνα με τη Σύμβαση όπως φάνηκε από τη μαρτυρία (Τεκμήρια 5, 8, 9 και 9(α) και την προφορική μαρτυρία που παρουσίασε η αιτήτρια χώρα πράγματι διαβίβασαν στις 23.04.2009 μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας γραπτό αίτημα με ημερομηνία 17.04.2009 με σκοπό να προωθηθεί προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης. Τα πρωτότυπα εκείνα έγγραφα όπως φάνηκε από τη μαρτυρία απωλέστηκαν στο Υπουργείο Εξωτερικών χωρίς ποτέ έκτοτε να βρεθούν και προς τούτο είχε διαταχθεί διοικητική έρευνα (βλ. σχετική αλληλογραφία τεκμήρια 14 και 15). Έτσι στις 30.04.2009 και πάλι μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας διαβιβάστηκαν αυθημερόν προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης Ρηματική Διακοίνωση της Πρεσβείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας με επισυνημμένα όλα τα αναγκαία κατά τη Σύμβαση έγγραφα τα οποία παρουσιάζονται ως πιστά αντίγραφα των πρωτοτύπων εγγράφων (Τεκμήριο 6), γεγονός που αμφισβητήθηκε από πλευράς του Καθ΄ου η αίτηση. Αυτά τα έγγραφα είναι που έλαβε υπόψη του ο Υπουργός για να παράσχει την αναγκαία εξουσιοδότησή του.

 

Τα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον του Υπουργού υποβλήθηκαν στη γλώσσα του αιτούντος κράτους μεταφρασμένα στην Αγγλική που είναι μια από τις επίσημες γλώσσες του Συμβουλίου της Ευρώπης. (άρθρο 23 της Σύμβασης).

 

Στις 4.05.2009 υπογράφτηκε η εξουσιοδότηση από τον Υπουργό η οποία με την κατάθεσή της ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου στις 5.05.2009 (τεκμήριο 7) σηματοδότησε και την έναρξη κατ΄ ουσία και της παρούσας διαδικασίας έκδοσης του Καθ΄ου η αίτηση στις Ρωσικές Αρχές.

 

Καταγράφω αυτολεξεί τα όσα αναγράφονται στην εν λόγω εξουσιοδότηση όπου επιχειρήθηκε μια σύνοψη των γεγονότων από τα οποία προκύπτουν τα κατ΄ ισχυρισμό ποινικά αδικήματα στα οποία φέρεται ότι ενέχεται ο Καθ΄ου η αίτηση για τα οποία έχει καταχωρηθεί κατηγορητήριο και για τα οποία επιζητείται η έκδοσή του:"

 

 

Ακολουθεί η παράθεση των γεγονότων και το δικαστήριο συνεχίζει ως ακολούθως:

 

"Ο Καθ΄ου η αίτηση είναι Αμερικανός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε στην Ουκρανία στις 5.04.1980 και είναι κάτοχος διαβατηρίου των ΗΠΑ. Η ταυτότητα του Καθ΄ου η αίτηση δεν αμφισβητήθηκε ούτε και το γεγονός ότι είναι το πρόσωπο το οποίο αναζητούν οι αρχές της Ρωσίας το επίθετό του δε χρησιμοποιείται αναγραφόμενο ως Kotlyarenko ή ως Kotliarenko.

 

Εναντίον του Καθ΄ου η αίτηση εκδόθηκε στις 22.01.2009 από τον Δικαστή Yu.S.Modyakov του δικαστηρίου της πόλης ODINJSOVSKY της περιοχής της Μόσχας δικαστικό ένταλμα σύλληψης για την ποινική υπόθεση R. 134670.

 

Σύμφωνα με τη γνωστοποίηση του Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης με ημερομηνία 26.11.2001 (τεκμήρια 13 και 26) προκύπτει ότι τόσο η Κύπρος όσο και η Ρωσία, η τελευταία από τις 9.03.2000, είναι συμβαλλόμενα μέρη στη Σύμβαση που υπογράφτηκε στο Παρίσι στις 13.12.1957. Σε σχέση με την πιο  πάνω Σύμβαση και τα Πρωτόκολλά της υπάρχουν επιφυλάξεις/δηλώσεις/ενστάσεις από μέρους της Ρωσικής Ομοσπονδίας οι οποίες αναφέρονται στα παραρτήματα 1 και 2 του τεκμηρίου 26."

 

Οι ίδιοι ισχυρισμοί αναφορικά με τη νομιμότητα του εντάλματος σύλληψης με βάση το οποίο εκδόθηκε η εξουσιοδότηση του Υπουργού για έναρξη της διαδικασίας προβλήθηκαν και πρωτόδικα, αλλά απορρίφθηκαν. Ουσιαστικό σημείο της πρωτόδικης απόφασης είναι ότι δεν δέχθηκε τη μαρτυρία της εμπειρογνώμονος στο Ρωσικό δίκαιο που κάλεσε τότε ο αιτητής, κας Merkulova, η οποία μαρτυρία αν γινόταν αποδεκτή τότε και η κατάληξη του δικαστηρίου θα ήταν διαφορετική.

 

Αναφορικά με τη μαρτυρία εμπειρογνωμόνων η γενική αρχή είναι ότι η μαρτυρία τους δεν δεσμεύει το δικαστήριο αλλά απλώς το βοηθά, αφού λάβει υπόψη και την υπόλοιπη μαρτυρία, να καταλήξει στα δικά του ανεξάρτητα συμπεράσματα. (Βλ. μεταξύ άλλων Cross on Evidence, 5η Έκδοση, σελ. 446, Phipson on Evidence, 11η Έκδοση, σελ. 510, παρ. 1286, Kouppis v. Republic (1977) 2 CLR 361, Anastassiades v. Republic (1977) 2CLR 97, Khadar v. Republic (1978) 2 CLR 132 και Vassilico Cement Works Ltd v. Stavrou (1978) 1 CLR 389, σελ. 397.) Σύμφωνα με την ίδια νομολογία και ειδικότερα την υπόθεση R v. Matheson (1958) 2 All E.R. 87, το δικαστήριο δικαιούται να διαφοροποιήσει τη θέση του και να μη δεχθεί τη μαρτυρία ενός εμπειρογνώμονα νοουμένου ότι υπάρχουν οι συνθήκες εκείνες που να δικαιολογούν τέτοια κατάληξη και το δικαστήριο να εξηγεί γιατί.

 

Στην ίδια γραμμή είναι και η υπόθεση R. v. Secretary of State for India, Ex-Parte Ezekiel (1941) 2 All ER 546 που επικαλέστηκε η δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση. Στη σελίδα 553 διαβάζουμε ότι το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να δεχθεί ως αποφασιστική την ένορκη δήλωση ενός εμπειρογνώμονα στο Ινδικό Δίκαιο, αλλά το καθήκον του ήταν να ερμηνεύσει το ίδιο τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες με τέτοια βοήθεια όπως θα μπορούσε να αποκομίσει από τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα.

 

Στην υπόθεση Moumdjis v. Michaelides (1974) 1 CLR 226 αποφασίστηκε ότι το δικαστήριο παρά την ύπαρξη μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων μπορεί να προτιμήσει τη μαρτυρία προσώπων που είχαν άμεση σχέση και προσωπική γνώση με το επίδικο θέμα παρά τη θεωρητική άποψη των εμπειρογνωμόνων.

 

Από την πρωτόδικη απόφαση προκύπτει ότι ο ισχυρισμός της πλευράς του αιτητή ότι το δικαστήριο αγνόησε και ή δεν έλαβε υπόψη τη μαρτυρία της κας Merkulova, δεν ευσταθεί. Αντίθετα φαίνεται ότι το δικαστήριο θεώρησε τη μάρτυρα εμπειρογνώμονα και μάλιστα με αξιόλογο βιογραφικό ιστορικό και αναφέρθηκε ειδικά στη μαρτυρία της και τη θέση της ότι το ένταλμα σύλληψης, μέρος του τεκμ. 6, ήταν το μόνο που έχει σημασία και ότι δεν πρέπει να θεωρηθεί πιστό αντίγραφο αφού δεν πιστοποιήθηκε από το αρμόδιο όργανο που το εξέδωσε, δηλαδή τον ίδιο το Δικαστή που το υπέγραψε ή τον Γραμματέα του δικαστηρίου ή τον Πρόεδρο του δικαστηρίου. Απορρίπτοντας τη μαρτυρία της έδωσε λόγους. Τούτο ήταν ενόψει της μαρτυρίας άλλων μαρτύρων, όπως φαίνεται στις σελίδες 25-28 της Απόφασης. Στη σελίδα 28 το δικαστήριο ανάφερε σχετικά τα ακόλουθα:

 

"...... Η επί του θέματος αυτού μαρτυρία της κας Merkulova επομένως δεν μπορεί να έχει θετική αντίκρυση. Η σύγκριση του επίσημου αντιγράφου του εντάλματος σύλληψης με αυτά των τεκμηρίων 10, 22, 24 και 28 με όσα εξήγησαν οι μάρτυρες σε σχέση με τις σφραγίδες πρωτότυπες και φωτοτυπημένες που εμφαίνονται σ΄ αυτά δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία στο δικαστήριο ότι η δέσμη εγγράφων του τεκμηρίου 6 τα οποία έλαβε υπόψη ο Υπουργός και στη συνέχεια κατατέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου είναι γνήσια αντίγραφα των πρωτοτύπων. Επομένως και η εξουσιοδότηση του Υπουργού με βάση τα πιο πάνω κρίνω πως είναι έγκυρη."

 

Ενόψει των πιο πάνω κρίνω ότι το πρωτόδικο δικαστήριο είχε εξουσία, σύμφωνα με τη νομολογία, να μη δεχθεί τη μαρτυρία της κας Merkulova και αντίθετα να καταλήξει με βάση την υπόλοιπη μαρτυρία προσώπων που είχαν προσωπική γνώση για τη διαδικασία που είχε ακολουθηθεί, ότι το ένταλμα σύλληψης με βάση το οποίο είχε εκδοθεί η εξουσιοδότηση ήταν σύμφωνα με τις απαιτήσεις της σχετικής νομοθεσίας. (άρθρο 12(2) της Σύμβασης). Η ύπαρξη του τεκμ. 28, που δέχεται η πλευρά του αιτητή ότι είναι πιστό αντίγραφο, ήταν για να δείξει τη γνησιότητα του εντάλματος σύλληψης του τεκμ. 6 και όχι το έγγραφο στο οποίο βασίστηκε η εξουσιοδότηση. Επομένως το γεγονός ότι στο τεκμήριο 28 υπάρχουν κάποιες χειρόγραφες σημειώσεις, δεν το καθιστά άκυρο. Το άρθρο 9.1.5 της Διαταγής 36 και άρθρο 10.6 της Διαταγής 161 του Τμήματος Δικαιοσύνης του Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας που επικαλέστηκε η πλευρά του αιτητή και που διαλαμβάνουν «no blots, corrections and supplements to the writ of execution are allowed» και «marks, corrections and additions are not allowed in an enforcement document» αντίστοιχα, δεν αφορούν την περίπτωση της διαδικασίας έκδοσης αλλά για αποφάσεις που αποστέλλονται για σκοπούς εκτέλεσης. Εν πάση περιπτώσει και αν ακόμα καλύπτουν και το ένταλμα σύλληψης στην παρούσα περίπτωση, οι χειρόγραφες σημειώσεις στο τεκμ. 28 δεν ήταν τέτοιες που να αλλοιώνουν ή να καθιστούν δυσανάγνωστο το κείμενο. Ήδη ανάφερα ότι σύμφωνα με τη νομολογία δεν πρέπει να αρνείται ένα δικαστήριο την εκπλήρωση της υποχρέωσης έκδοσης για ασήμαντους λόγους, ιδιαίτερα εδώ που το τεκμήριο 28 παρουσιάστηκε για να ενισχύσει τον ισχυρισμό ότι το ένταλμα σύλληψης του τεκμ. 6 με βάση το οποίο εκδόθηκε η εξουσιοδότηση ήταν πιστό αντίγραφο.  Το τεκμ. 28 δεν ήταν το έγγραφο με βάση το οποίο εκδόθηκε η εξουσιοδότηση.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 12(2)(α) και (β) της Σύμβασης (Νόμος 95/70) τα έγγραφα που πρέπει να υποστηρίζουν την αίτηση έκδοσης είναι τα ακόλουθα:

 

"(α) το πρωτόκολλον ή επίσημον αντίγραφον, είτε εκτελεστής καταδικαστικής αποφάσεως, είτε εντάλματος συλλήψεως ή ετέρας τινός πράξεως, εχούσης την αυτήν ισχύν, και εκδιδομένης κατά τας τύπους τους καθοριζομένους υπό της Νομοθεσίας του αιτούντος Μέρους.

 

(β) έκθεσις των πράξεων δι΄ ας ζητείται η έκδοσις, ο τόπος και χρόνος πράξεως, ο κατά Νόμον χαρακτηρισμός και αι παραπομπαί εις τας νομοθετικάς διατάξεις αίτινες έχουσιν εφαρμογήν και αίτινες δέον να εμφαίνωνται κατά το δυνατόν ακριβέστερον."

 

Με την πιο πάνω κατάληξή μου, ότι δηλαδή το δικαστήριο είχε εξουσία να μην δεχθεί τη μαρτυρία της Merkulova, όλοι οι λόγοι που επικαλούνται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του αιτητή γιατί το ένταλμα σύλληψης δεν ήταν σύμφωνα με το άρθρο 12(2)(α) της Σύμβασης, απορρίπτονται.  Ούτε έχω ικανοποιηθεί ότι η εξουσιοδότηση παραβιάζει το άρθρο 7 του περί Έκδοσης Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν.97/70).

 

Άλλος ισχυρισμός της πλευράς του αιτητή ήταν ότι η ύπαρξη δυο εκθέσεων (αρχικής και συμπληρωματικής) δημιουργούσε αδυναμία καθορισμού των αδικημάτων που αποδίδονται στον αιτητή και σύγχυση στη διαδικασία. Η έκθεση, ως ήδη ανάφερα, απαιτείται από την παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 12 της Σύμβασης.

 

Ο πρωτόδικος δικαστής εξέτασε τον ισχυρισμό αυτό σε συνδυασμό με έτερο ισχυρισμό του αιτητή ότι δεν υπάρχει, όπως απαιτείται από τη σχετική νομοθεσία, το στοιχείο της διπλής ή αμφοτερόπλευρης εγκληματικότητας. Συγκεκριμένα το πρωτόδικο δικαστήριο ανάφερε τα εξής:

 

"Το πιο πάνω ζήτημα θα το εξετάσω μαζί με το ζήτημα που επίσης αμφισβητείται, της παρουσίασης δηλαδή ικανοποιητικής έκθεσης γεγονότων εφόσον κρίνω ότι είναι αλληλένδετα. Σύμφωνα με το άρθρο 12(2)(β) της Σύμβασης, το αίτημα της αιτούσας χώρας για έκδοση του φυγόδικου πρέπει να συνοδεύεται και να υποστηρίζεται από την «έκθεση γεγονότων» στην οποία  μεταξύ άλλων καθορίζονται τα αδικήματα για τα οποία η έκδοση, ο τόπος και ο χρόνος των πράξεων και οι παραπομπές στις νομοθετικές διατάξεις που εφαρμόζονται και γίνονται όσο το δυνατόν ακριβέστερα. Ο Υπουργός καλείται να εκδώσει την εξουσιοδότηση για την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης φυγόδικου αφού εξετάσει μεταξύ άλλων την εν λόγω έκθεση γεγονότων. Πέραν αυτού όμως η έκθεση απαιτείται και είναι αναγκαία προς το σκοπό να διερευνηθεί κατά πόσο οι πράξεις αυτές αποτελούν αξιόποινη συμπεριφορά κατά το Κυπριακό Δίκαιο κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 2 της Σύμβασης.

 

Είναι η θέση του Καθ΄ου η αίτηση ότι η αιτούσα χώρα παρουσίασε ενώπιον του Υπουργού με σκοπό την έκδοσης της σχετικής εξουσιοδότησης δύο διαφορετικά έγγραφα τα οποία αποτελούν μέρος του τεκμηρίου 6 τα οποία φέρουν και τα δύο τίτλο «Έκθεση Γεγονότων». Διατείνεται η πλευρά του Καθ΄ου η αίτηση ότι η προσαγωγή αυτών των δύο εκθέσεων και όχι μιας, καθιστά αδύνατο τον ασφαλή προσδιορισμό των συγκεκριμένων πράξεων που οι Ρωσικές Αρχές θεωρούν ποινικά επιλήψιμες για τη διάπραξή τους από τον Καθ΄ου η αίτηση και για ποιες θα κατηγορηθεί ενώπιον των δικαστηρίων της Ρωσίας. Αποδίδεται επομένως στον Υπουργό που υπέγραψε την εξουσιοδότησή του υπέρβαση εξουσίας και/ή ότι η πράξη εξουσιοδότησής του, εξεδόθη κατά παράβαση του Νόμου 97/70 και/ή κατά παράβαση του άρθρου 12(2) της Σύμβασης."

 

Αφού το δικαστήριο εξέτασε τα διάφορα έγγραφα και με αναφορά στην υπόθεση Mechanov (Aρ. 2) (2001) 1 ΑΑΔ 1228, αιτιολογώντας την απόφασή του κατάληξε, ορθά κατά την κρίση μου, ότι η ύπαρξη δυο εκθέσεων γεγονότων δεν προκάλεσε οποιαδήποτε σύγχυση στη διαδικασία και ότι τα αδικήματα που αποδίδονταν στον αιτητή είναι με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης και αδικήματα σύμφωνα με το Κυπριακό Δίκαιο. Ανάφερε συγκεκριμένα τα εξής:

 

"Είναι δε σαφές ότι τα γεγονότα της υπόθεσης μπορούν να θεμελιώσουν το αδίκημα της συνωμοσίας κατά το κυπριακό δίκαιο. Η ονομασία των αδικημάτων δεν απαιτείται να είναι η ίδια. Θα πρέπει όμως αυτά να είναι συναφή και να εντοπίζεται σε συμφωνία για εκτέλεση παράνομου σκοπού και στις ενέργειες εφαρμογής της και με ψευδείς παραστάσεις στην προσπάθεια εξαπάτησης των Ρωσικών αρχών."

 

Λαμβάνοντας υπόψη τη λεπτομερή αιτιολογία που προηγείται της πιο πάνω κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου, κρίνω ότι ορθά αποφάσισε  ότι ικανοποιείτο και αυτή η απαίτηση.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω καταλήγω ότι η κράτηση του αιτητή είναι νόμιμη, σύμφωνα με την ορθή και πλήρως αιτιολογημένη απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο ενήργησε στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας. Επομένως η παρούσα αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

Μ. Φωτίου,

Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο