ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 1350
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 54/2010)
21 Ιουλίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
AΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΚΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΙΣ 17/02/2010 ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΤΕΣΤΗΣΕ ΑΠΟΛΥΤΑ ΤΗΝ 05/03/2010 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ 579/2010
__________
Σ. Σταυρινίδης για Δ. Παναούτα και Συνεργάτες, για τον Αιτητή.
Ε. Πουργουρίδης, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής αξιώνει, ύστερα από σχετική άδεια που εξασφάλισε, την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari, για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο με σκοπό την ακύρωση των προσωρινών διαταγμάτων που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 17.2.2010, στα πλαίσια της αγωγής υπ΄ αρ. 579/2010 και τα οποία κατέστησαν απόλυτα στις 5.3.2010.
Ο αιτητής είναι γιος του καθ΄ ου η αίτηση. Μέσα στα πλαίσια αγωγής που καταχώρησε ο καθ΄ ου η αίτηση εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή προσωρινά διατάγματα τα οποία τον εμποδίζουν από του να αποσύρει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό από δύο τραπεζιτικούς λογαριασμούς που διατηρούσε στη Λεμεσό. Του απαγορευόταν επίσης να αποξενώσει και ένα αυτοκίνητο μάρκας Μερσεντές.
Είναι η θέση του αιτητή ότι τα εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα ουδέποτε επιδόθηκαν σ΄ αυτόν λόγω απουσίας του στο Ηνωμένο Βασιλείο. Είχε προηγηθεί μονομερής αίτηση του καθ΄ ου η αίτηση, με την οποία μεταξύ άλλων αξίωνε επίδοση εκτός δικαιοδοσίας τόσο του κλητηρίου εντάλματος, όσο και των εκδοθέντων προσωρινών διαταγμάτων και υποκατάστατη επίδοση μέσω εταιρείας, στη διεύθυνση του αιτητή στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η υποκατάστατος επίδοση εγκρίθηκε και στις 5.3.2010, ημερομηνία κατά την οποία τα διατάγματα ήταν ορισμένα, ο δικηγόρος του καθ΄ου η αίτηση, πληροφόρησε το δικαστήριο ότι ο αιτητής αρνήθηκε να παραλάβει τα αποσταλέντα έγγραφα. ΄Ετσι το δικαστήριο προχώρησε και διέταξε όπως τα διατάγματα καταστούν απόλυτα.
Εντελώς αντίθετη είναι η θέση του αιτητή. Υποστηρίζει ότι ουδέποτε τον επισκέφθηκε οποιοσδήποτε με σκοπό την παράδοση δικαστικών εγγράφων και συνεπώς ουδέποτε αρνήθηκε να τα παραλάβει.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι υπάρχει νομικό σφάλμα το οποίο είναι προφανές από το φάκελο της διαδικασίας. Υποστηρίζει περαιτέρω ότι δεν υπάρχει μαρτυρία κατά πόσο τα έγγραφα πράγματι στάληκαν ή ότι ο ίδιος αρνήθηκε να τα παραλάβει, ενώ, τέλος, δεν υπάρχει ένορκη δήλωση επίδοσης των εγγράφων.
Η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίζεται ο αιτητής δεν είναι διαπιστωμένα, πολλώ δε μάλλον αδιαμφισβήτητα. Υποστηρίζει ότι ο ισχυρισμός της άλλης πλευράς πως αρνήθηκε να παραλάβει τα έγγραφα δεν είναι αληθής. Όμως, ικανοποιητική μαρτυρία δεν προσφέρθηκε ούτε περί του αντιθέτου. Η ένορκη δήλωση της θείας του που κατατέθηκε προς υποστήριξη του ισχυρισμού ότι τότε διέμενε μαζί της και όχι στο συγκεκριμένο διαμέρισμα όπου, ενδεχομένως, έγινε η επίδοση, δεν είναι αρκετή.
Πέραν όμως αυτού ο αιτητής θα έπρεπε να είχε υπερκεράσει ένα ακόμη εμπόδιο. Όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί από τη νομολογία, αρχής γενομένης από την Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και ειδικά διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις και υπό εξαιρετικές περιστάσεις παρέχει την άδεια. Ακόμα κι΄ αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως ζήτημα, αυτό δεν είναι αρκετό από μόνο του για να εκδοθεί η αιτούμενη άδεια.
Για να δικαιολογείται, παρά την ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου, η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου υπέρ της αναθεώρησης της απόφασης στα πλαίσια της δικαιοδοσίας για την έκδοση διατάγματος certiorari, η παρέκκλιση από τις προβλεπόμενες διαδικασίες θα πρέπει να είναι πάρα πολύ σοβαρή (Philippos Nikiforou Buysell Enterprises Ltd κ.α., Αίτηση αρ. 53/2008, ημερ. 22.7.2008).
Άνκαι η ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας δεν αποκλείει τη διεκδίκηση certiorari έχει αποφασιστεί (Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965) ότι εφ΄ όσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, μέσω της οποίας θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται.
Από την υπόθεση R. v. Epping and Harlow General Commissioners (1983) 3 All E.R. 257, 262, φαίνεται ότι η ανάγκη ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων ισχύει και στην περίπτωση όπου η προθεσμία άσκησης έφεσης έχει παρέλθει. Είναι πρωταρχικός κανόνας ότι, εκτός σε απόλυτα εξαιρετικές περιστάσεις, η διαδικασία προνομιακών ενταλμάτων δεν θα ασκείται όπου άλλες θεραπείες ήταν διαθέσιμες αλλά δεν χρησιμοποιήθηκαν (βλέπε επίσης Μίτοβα Σεργίου (1999) 1Γ Α.Α.Δ. 1917).
Δεν αρκεί ακόμα, να εμπλέκεται σε μια υπόθεση δικαιοδοτικό ζήτημα. Απαιτούνται εξαιρετικές περιστάσεις και κατ΄ ανάγκην αυτές διακριβώνονται με τη σύγκριση των δυνατοτήτων που προσφέρει η μια ή η άλλη από τις διαθέσιμες θεραπείες (Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469).
Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι η διαδικασία έκδοσης προνομιακού διατάγματος δεν συνιστά υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ούτε και άλλων διαδικασιών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν, αλλά ούτε και μέσο εποπτείας της διαδικασίας του κατώτερου δικαστηρίου ή της πρακτικής που ακολουθήθηκε (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442). Το ένταλμα certiorari δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ούτε σαν έφεση υπό μεταμφίεση, ούτε σαν μέσο επανακρόασης του ζητήματος που εγείρεται (Ξάνθος Λυσιώτης και Υιός Λτδ (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1066).
Όταν από την εκ πρώτης όψεως εξέταση της διαδικασίας εμφαίνεται ότι η απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου είναι εσφαλμένη κατά νόμο, μπορεί να δικαιολογείται η έκδοση διατάγματος certiorari που να ακυρώνει την απόφαση (R. v. Northumberland Compensation Appeal Tribunal, Ex parte Shaw (1952) 1 All E.R. 122). Όταν όμως, πάντοτε εκ πρώτης όψεως, η διαδικασία είναι κανονική και το κατώτερο δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, το δικαστήριο που εξετάζει την αίτηση για certiorari δεν θα εκδώσει σχετικό διάταγμα επειδή το δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα ένα νομικό σημείο (R. v. Christian (1842), 12 L.J. M.C. 26 και Χρίστου (1996) 1Α Α.Α.Δ. 398).
Όταν το δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει ένα θέμα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερέβη ή έκανε κατάχρηση της δικαιοδοσίας του, απλά και μόνο γιατί παρεμπιπτόντως ερμήνευσε λανθασμένα νομοθέτημα, αποδέκτηκε παράνομη μαρτυρία, απέρριψε νόμιμη μαρτυρία, προέβη σε λανθασμένη εκτίμηση της βαρύτητας της μαρτυρίας ή ακόμα και αν έχει καταδικάσει χωρίς μαρτυρία (Halsbury´s Laws of England, 3η Εκδοση, Τόμος ΙΙ, παραγρ. 119 και Χρίστου, ανωτέρω).
Στην παρούσα υπόθεση ακόμα κι΄ αν μπορούσα να δεχτώ ως αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι δεν έγινε κανονική επίδοση, δεν μπορώ να παραγνωρίσω ότι ο αιτητής διέθετε άλλες προσφορότερες διαδικασίες, όπως είναι για παράδειγμα η αίτηση για παραμερισμό του διατάγματος ή ακόμα και η άσκηση έφεσης, μετά την εξασφάλιση βέβαια της δέουσας παράτασης της σχετικής προθεσμίας. Ο αιτητής αντί τουλάχιστον να προσπαθήσει να ασκήσει τα πιο πάνω ένδικα μέσα, προτίμησε τη διέξοδο της αίτησης για έκδοση προνομιακού διατάγματος certiorari, προφανώς λόγω των πλεονεκτημάτων που δυνατόν να παρέχει η λύση αυτή.
Από την άλλη δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι ακόμα κι΄ αν, όπως είπαμε πιο πάνω, τα γεγονότα είναι όπως τα ισχυρίζεται ο αιτητής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το κατώτερο δικαστήριο υπερέβη ή επέδειξε κατάχρηση της δικαιοδοσίας του απλώς και μόνο γιατί αποδέχτηκε παράνομη μαρτυρία ή προέβη σε λανθασμένη εκτίμηση της βαρύτητάς της.
Στην παρούσα υπόθεση, όπως ισχυρίζεται ο καθ΄ ου η αίτηση και όπως δείχνει το πρακτικό του δικαστηρίου, επίδοση έγινε νομότυπα. Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Φεσσάς (1990) 1 Α.Α.Δ. 704, 712, πρακτικό του δικαστηρίου είναι η προσβαλλόμενη απόφαση και η δικογραφία (βλέπε επίσης In re Argyrides (1987) 1 C.L.R. 30). Το πρακτικό που τηρήθηκε είναι αρκετή μαρτυρία περί της νομιμότητας της διαδικασίας, όσο βεβαίως δεν καταρρίπτεται με άλλη μαρτυρία. Κάτι τέτοιο εδώ δεν έγινε. Υπήρξε μόνο ισχυρισμός για την παράνομη ή παράτυπη επίδοση. Απλοί όμως ισχυρισμοί δεν είναι αρκετοί για να πλήξουν τη νομιμότητα του πρακτικού και της διαδικασίας που ακολουθήθηκε.
Εν όψει όλων των πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται, με €1.000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, εναντίον του αιτητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ