ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 1079
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 3/2008)
12 Ιουλίου, 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,
- και -
ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 60/2008)
ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,
- και -
ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας.
Χρ. Χριστοφίδης, για τους Εφεσείοντες.
Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Α. Ευαγγέλου, για την Εφεσίβλητη.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
_____________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με τις δύο συνεκδικαζόμενες εφέσεις, επιδιώκεται η ανατροπή των πρωτόδικων αποφάσεων, με τις οποίες εκδόθηκε συνοπτική απόφαση, στις αντίστοιχες αγωγές εναντίον των Εφεσειόντων.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που αναφέρονται στα αντίστοιχα ειδικά οπισθογραφημένα κλητήρια εντάλματα, η Εφεσίβλητη αξίωσε από τους Εφεσείοντες στην έφεση 3/2008, το ποσό των £500 και στην έφεση 60/2008 το ποσό των £10.250, πλέον τόκο, έξοδα και ΦΠΑ. Τα δύο ποσά αντιπροσώπευαν διοικητικό πρόστιμο το οποίο η Εφεσίβλητη Αρχή με απόφαση της ημερομηνίας 11.1.2006 επέβαλε στους Εφεσείοντες, σύμφωνα με τον Κανονισμό 48(Ι), των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (ΚΔΠ 10/2000).
Μετά την επίδοση των κλητηρίων ενταλμάτων, η Εφεσίβλητη καταχώρησε ξεχωριστή αίτηση στην κάθε αγωγή για συνοπτική απόφαση, δυνάμει της Δ.18 θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του Α. Παπανδρέου και Μ. Λύωνα, αντίστοιχα, οι οποίοι κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχαν τη θέση του Λειτουργού-Λογιστή της Εφεσίβλητης και είχαν την ευθύνη παρακολούθησης των λογαριασμών της.
Οι Εφεσείοντες καταχώρησαν ένσταση στην κάθε αίτηση. Οι δύο ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την ένσταση τους, είναι πανομοιότυπες. Αναφέρεται ότι οι Εφεσείοντες είχαν καταχωρήσει στο Ανώτατο Δικαστήριο την προσφυγή με αρ. 170/07 και 112/07, αντίστοιχα, με τις οποίες αμφισβητούσαν το κύρος της διοικητικής απόφασης στην κάθε υπόθεση, στην οποία τους επιβλήθηκε το αντίστοιχο διοικητικό πρόστιμο. Επίσης, αναφέρεται ότι έχουν ισχυρή υπεράσπιση, αφού το διοικητικό πρόστιμο στην κάθε υπόθεση επιβλήθηκε παράνομα, ότι η πράξη παραβιάζει τους κανόνες χρηστής διοίκησης, ότι η Εφεσίβλητη δεν νομιμοποιείται να εγείρει αγωγή στο όνομά της ή να εισπράξει οποιοδήποτε ποσό εκ μέρους της Δημοκρατίας, αφού κάτι τέτοιο αντίκειται στα Άρθρα 166 και 167 του Συντάγματος, καθώς επίσης και το άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Τέλος, ήταν η θέση τους ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις Δ.18 θ.1 για έκδοση συνοπτικής απόφασης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο στην κάθε αγωγή, βρήκε ότι πληρούνταν οι πρώτες δύο προϋποθέσεις της Δ.18 θ.1(α), δηλαδή το αντίστοιχο κλητήριο ένταλμα ήταν όντως ειδικά οπισθογραφημένο και οι Εφεσείοντες-Εναγόμενοι είχαν καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης. Στη συνέχεια, εξετάζοντας την τρίτη προϋπόθεση, δηλαδή κατά πόσο ήταν επαρκές το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αίτηση, βρήκε ότι ικανοποιείτο και αυτή η προϋπόθεση. Μετά την ικανοποίηση και των τριών προϋποθέσεων, το κάθε δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο οι Εφεσείοντες κατάφεραν να αποδείξουν ότι έχουν δικαίωμα να καταχωρήσουν υπεράσπιση. Μετά από εξέταση όλων των νομικών σημείων που ήγειραν οι Εφεσείοντες, κατέληξε ότι απέτυχαν να πείσουν ότι υπήρχαν εκ πρώτης όψεως δυνατότητες για επιτυχία της υπεράσπισής τους, αφού, όπως αναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο, κανένας από τους λόγους ένστασης δεν ευσταθεί. Αναφορικά δε με το κύρος και τη νομιμότητα της κάθε διοικητικής πράξης, ο κάθε ευπαίδευτος δικαστής σημείωσε ότι δεν είχε καμία δικαιοδοσία να εξετάσει ένα τέτοιο θέμα. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η ένσταση των Εφεσειόντων απορρίφθηκε και εκδόθηκε στην κάθε αγωγή η αιτούμενη συνοπτική απόφαση, με έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
Οι λόγοι έφεσης στις δύο εφέσεις είναι πανομοιότυποι, αν και δίδεται διαφορετική αρίθμηση, επειδή στην έφεση 3/08 υπάρχει ένας λόγος περισσότερος. Για σκοπούς ευκολίας, θα ασχοληθούμε με τους λόγους στην έφεση 3/08, στην οποία οι Εφεσείοντες, προβάλλουν τους πιο κάτω έξι λόγους έφεσης, για να ισχυριστούν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε:-
(1) ότι δεν μπορούσε να εξετάσει τη συνταγματικότητα του Νόμου 7(Ι)/98, (καλύπτεται από τον λόγο 5 στην έφεση 60/08)
(2) ότι το θέμα της συνταγματικότητας του Νόμου 7(Ι)/98 έχει επιλυθεί με αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, (λόγος έφεσης 1 στην 60/08)
(3) ότι η είσπραξη οποιουδήποτε ποσού από την Εφεσίβλητη, αντίκειται στα Άρθρα 165, 166 και 167 του Συντάγματος, (λόγος έφεσης 2 στην 60/08)
(4) ότι δεν έπρεπε να ασχοληθεί με το κατά πόσο η είσπραξη οποιουδήποτε ποσού από τους Εφεσείοντες παραβιάζει το άρθρο 6(1) της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, (λόγος έφεσης 3 στην 60/08)
(5) ότι δεν έπρεπε να ασχοληθεί με την ένσταση των Εφεσειόντων ότι η Αρχή δεν προσήγαγε πρωτότυπη απόφαση της για την επιβολή προστίμου και κατά πόσο αυτό παραβιάζει το άρθρο 34 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 και τη Δ.18 θ.2 (λόγος έφεσης 4 στην 60/08) και
(6) ότι θα έπρεπε να απορριφθεί το σύνολο των ενστάσεων των Εφεσειόντων, χωρίς να λάβει υπόψη τα σοβαρά νομικά σημεία που είχε εγείρει (λόγος έφεσης 5 στην 60/08).
Θα αρχίσουμε με τον πέμπτο από τους πιο πάνω λόγους έφεσης.
Κατά πόσον με τη μη παρουσίαση του πρωτότυπου της απόφασης, τηρούνται οι προϋποθέσεις της Δ.18 θ.1 για έκδοση συνοπτικής απόφασης - Λόγος έφεσης 5
Οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για συνοπτική απόφαση, θα έπρεπε να είχε επισυναφθεί το πρωτότυπο της επίδικης απόφασης της Αρχής για επιβολή προστίμου. Όπως εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος των Εφεσειόντων, χωρίς να δοθεί επαρκής δικαιολογία για τη μη παρουσίαση του πρωτότυπου, παραβιάζεται η ρητή πρόνοια του άρθρου 34(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, με αποτέλεσμα το πρωτόδικο δικαστήριο να σφάλλει όταν διαπιστώνει ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις της Δ.18 θ.1.
Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Για να ενεργοποιηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 34 του Κεφ. 9, θα πρέπει το επίδικο έγγραφο να είναι υπό αμφισβήτηση, ως προς την ύπαρξη του. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, το γεγονός της έκδοσης της επίδικης απόφασης ημερομηνίας 3.1.2007, δεν αμφισβητείτο από τους Εφεσείοντες. Εκείνο που αμφισβήτησαν είναι τη νομιμότητα της απόφασης και όχι κατά πόσον αυτή εξεδόθη ή όχι. Αυτό προκύπτει σαφώς τόσο από τη γραπτή ένσταση, όσο και από το αντίγραφο της έκθεσης υπεράσπισης που προτίθεντο να καταχωρήσουν, αν το πρωτόδικο δικαστήριο τους παραχωρούσε τη σχετική άδεια. Ενδεικτικό του γεγονότος ότι οι Εφεσείοντες επικαλούνται το περιεχόμενο της απόφασης της Αρχής, είναι και το ότι με τις δύο προσφυγές 112/07 και 170/07, προσέβαλαν την αντίστοιχη απόφαση. Η αμφισβήτηση του γεγονότος της έκδοσης της συγκεκριμένης απόφασης, θα συνιστούσε υπό τις περιστάσεις αντινομία.
Κατά πόσον εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να εξετάσει τη συνταγματικότητα του Νόμου 7(Ι)/98 και τη συμβατότητα του με τα Άρθρα 165, 166 και 167 του Συντάγματος - Λόγος έφεσης 1
Στη σελίδα 9 της εκκαλούμενης απόφασης στην έφεση 3/08, το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει:-
«Ο βασικός λόγος ένστασης που προωθεί η Εναγομένη/Καθ' ης η Αίτηση, δηλαδή η ουσία της υπεράσπισης τους στην παρούσα αγωγή, εξ όσων αναφέρονται και στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση και στην εμπεριστατωμένη αγόρευση του συνηγόρου της Καθ' ης η Αίτηση/Εναγομένης η υπεράσπιση της αφορά αυτή καθ' εαυτή την έκδοση της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου από την Ενάγουσα. Η απόφαση για επιβολή διοικητικού προστίμου είναι ξεκάθαρο ότι αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία ανάγεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και η οποία προσβάλλεται με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος το οποίο έχει και αποκλειστική δικαιοδοσία να το εξετάσει. Εξ ου και η Εναγόμενη ορθά, εφόσον διαφωνεί με την εγκυρότητα της πράξης αυτής, την έχει προσβάλει με την καταχώρηση της προσφυγής 170/07 ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
To Ανώτατο Δικαστήριο ως το μόνο Δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία να εξετάσει την εν λόγω προσφυγή είναι το μόνο αρμόδιο για να εξετάσει, πάντοτε στα πλαίσια της προσφυγής, τους λόγους που προβάλλει η Εναγόμενη στην παρούσα περίπτωση ως υπεράσπιση, δηλαδή η σύνθεση του διοικητικού οργάνου, η διαδικασία που ακολουθήθηκε, το κατά πόσο είχαν ευκαιρία οι Εναγόμενοι να ακουστούν, ως και η συνταγματικότητα του νόμου με βάση τον οποίο επιβλήθηκε το διοικητικό πρόστιμο. Είναι δε ξεκάθαρο ότι οι λόγοι αυτοί δεν μπορούν να εξεταστούν από το παρόν Δικαστήριο.
Περαιτέρω, είναι πολύ καλά γνωστή η αρχή ότι οι διοικητικές πράξεις φέρουν το Τεκμήριο της νομιμότητας, δηλαδή τεκμαίρονται νόμιμες και παράγουν άμεσα έννομα αποτελέσματα μέχρι την ακύρωση τους από το Ανώτατο Δικαστήριο ή την αναστολή τους με βάση την ειδική διαδικασία που προβλέπουν οι κανονισμοί του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Τεκμήριο της νομιμότητας είναι απαραίτητο για την εύρυθμη λειτουργία του κράτους αφού οι πράξεις των διαφόρων διοικητικών οργάνων του αποτελούν τη σπονδυλική στήλη της λειτουργίας του.
Για τα πιο πάνω παραπέμπω και πάλι στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Πολιτικές Εφέσεις 11803, 11804 και 11805, ημερ. 18.3.2005, μεταξύ Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (ανωτέρω).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η καταχώρηση και μόνο της προσφυγής χωρίς διαδικασία αναστολής της ισχύος της διοικητικής πράξης με σχετικό διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν αναστέλλει βεβαίως την ισχύ της ούτε και αίρει το Τεκμήριο της νομιμότητας.
Στην παρούσα περίπτωση η προσφυγή βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, δεν υπάρχει όπως έχει ήδη αναφερθεί διάταγμα για αναστολή της ισχύος της και με βάση τα όσα έχουν αναφερθεί πιο πάνω τεκμαίρεται νόμιμη και παράγει άμεσα αποτελέσματα.
Όσον αφορά το θέμα συνταγματικότητας του Ν. 7(1)/98 αυτό έχει επιλυθεί με αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες και έχει κριθεί ότι οι πρόνοιες του εν λόγω νόμου είναι συνταγματικές. Αναφέρω τις αποφάσεις: Π.Ε. 15105,[1] ημερ. 22.6.2006 και Π.Ε. 12186, ημερ. 26.2.2006,[2] μεταξύ Sigma Radio TV Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η Ενάγουσα δεν νομιμοποιείται να εγείρει την ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή στο όνομα της ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να ευσταθήσει εφόσον η Ενάγουσα είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου το οποίο έχει ιδρυθεί με βάση νόμου.
Ούτε ο ισχυρισμός ότι η είσπραξη οποιουδήποτε ποσού από την Ενάγουσα αντίκειται στα Άρθρα 165, 166 και 167 του Συντάγματος με βρίσκει σύμφωνη αφού τα εν λόγω άρθρα προνοούν ότι χρέη οφειλόμενα προς τη Δημοκρατία κατατίθενται στο πάγιο ταμείο του κράτους. Στη συγκεκριμένη υπόθεση η Ενάγουσα με βάση το άρθρο 41(β)(3) του σχετικού νόμου λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττεται το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο από τη Δημοκρατία, δηλαδή με τον ίδιο τρόπο που η Δημοκρατία εισπράττει αστικό χρέος που δεν είναι άλλος από την καταχώρηση αγωγής. Δεν θεωρώ ότι ο τρόπος ερμηνείας του εν λόγω άρθρου από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Εναγομένης, ότι δηλαδή θα έπρεπε να γίνει αγωγή στο όνομα του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για την είσπραξη του ποσού αυτού είναι ορθός και συμφωνώ με τη θέση της Αιτήτριας ότι είναι η απλή ερμηνεία του εν λόγω άρθρου που θα πρέπει να αποδοθεί σε αυτό και όχι οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία η οποία θα καταστρατηγούσε και το σκοπό ίδρυσης και λειτουργίας της αρχής.»
Παρόμοια είναι και η προσέγγιση του αντίστοιχου πρωτόδικου δικαστηρίου στην έφεση 60/08. Σχετικές είναι οι σελίδες 8-12 της πρωτόδικης απόφασης. Οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι και τα δύο πρωτόδικα δικαστήρια όχι μόνο είχαν εξουσία, αλλά και καθήκον να εξετάσουν τη νομιμότητα της απόφασης και τη συνταγματικότητα του Νόμου, βάσει του οποίου επιβλήθηκε το διοικητικό πρόστιμο ως προκαταρκτικό νομικό σημείο στη βάση των αποφασισθέντων στην The Attorney-General of the Republic v. Mustafa Ibrahim & Others (1964) CLR 195.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Όπως πολύ ορθά διαπιστώνουν οι δύο ευπαίδευτοι πρωτόδικοι δικαστές, το Ανώτατο Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο για να εξετάσει τη νομιμότητα μιας εκτελεστής απόφασης διοικητικού οργάνου. Η δικαιοδοσία αυτή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με το εδάφιο 1 του Άρθρου 146, είναι «αποκλειστική» (βλ. Kyriakides v. Republic 1 RSCC 66 και Ouzounian v. Republic (1966) 3 CLR 553, στη σελίδα 556 και Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2006) 1Α ΑΑΔ 155, στην οποία έκαμε αναφορά και το πρωτόδικο δικαστήριο στην έφεση 3/08. Δεν προτιθέμεθα να επεκταθούμε στο θέμα, εφόσον για το ίδιο ζήτημα υπάρχει όχι μόνο πλούσια, αλλά και πρόσφατη νομολογία, την οποία υιοθετούμε και στην οποία παραπέμπουμε (βλ. Sigma Radio TV Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Π.Ε. 187/2007, ημερομηνίας 17.12.2009, η οποία εκδόθηκε από την παρούσα σύνθεση, Sigma Radio TV Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2007) 1Β ΑΑΔ 909, Sigma Radio TV Ltd. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 1) (2006) 1 ΑΑΔ 155, Sigma Radio TV Ltd. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 2) (2005) 1 ΑΑΔ 572, Sigma Radio TV Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1Α ΑΑΔ 408 και Sigma Radio TV Ltd. κ.α. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 ΑΑΔ 134, απόφαση Πλήρους Ολομέλειας).
Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης
Τα ίδια ισχύουν και για τους εναπομείναντες λόγους έφεσης 2, 3, 4 και 6 ανωτέρω. Θέμα συνταγματικότητας του Νόμου 7(Ι)/98 και συμβατότητας της εξουσίας της Αρχής, δυνάμει του άρθρου 41(β)(3) του Νόμου να λαμβάνει δικαστικά μέτρα και να εισπράττει οφειλόμενα προς αυτήν ποσά ως αστικό χρέος, με τα άρθρα 165, 166 και 167 του Συντάγματος και του άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, θα μπορούσε να τεθεί μόνο στα πλαίσια αμφισβήτησης της εκτέλεσης διοικητικής πράξης της αρχής να εισπράξει το διοικητικό πρόστιμο ως αστικό χρέος, σύμφωνα με το Νόμο (βλ. απόφαση πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στην Sigma Radio TV Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 ΑΑΔ 134 και απόφαση πλειοψηφίας στην Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2008) 3 ΑΑΔ 445). Πρόκειται για πράξη δημοσίου δικαίου, η οποία προσβάλλεται μόνο ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εφόσον, όπως υποδείξαμε, είναι το μόνο που έχει αποκλειστική δικαιοδοσία δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Οι διαπιστώσεις και των δύο πρωτόδικων δικαστών επί του σημείου αυτού, είναι ορθές.
Αναφορικά με τον 6ο λόγο έφεσης στην έφεση 3/08, οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι απορρίφθηκε το σύνολο των ενστάσεων τους, χωρίς να ληφθούν υπόψη τα σοβαρά νομικά σημεία που είχαν εγείρει. Είναι προφανές από το απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης που παραθέσαμε πιο πάνω, ότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός. Τόσο το πρωτόδικο δικαστήριο στην 3/08 όσο και το πρωτόδικο δικαστήριο στην 60/08 εξέτασαν και αποφάσισαν για τον κάθε λόγο ένστασης που ήγειραν οι Εφεσείοντες και επομένως δεν μπορεί να ευσταθεί ο 6ος λόγος έφεσης.
Παρά το γεγονός ότι δεν έγινε αναφορά από τους δύο ευπαίδευτους συνηγόρους, είχαμε την ευκαιρία να μελετήσουμε την υπόθεση Sigma Radio TV Public Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Π.Ε. 403/06, ημερ. 10.2.2009. Το Εφετείο βρήκε ότι στο βαθμό που η κρίση αφορά τη νομιμότητα της απόφασης της Αρχής, η έφεση δεν έχει έρεισμα. Όμως το Εφετείο έκρινε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε όλους τους λόγους ένστασης και συγκεκριμένα κατά πόσον υπήρχε καλή υπεράσπιση.[3] Ως εκ τούτου, η έφεση πέτυχε μερικώς και δόθηκε άδεια στους Εφεσείοντες να υπερασπιστούν μόνο ως προς την ένσταση που δεν είχε εξεταστεί από το πρωτόδικο δικαστήριο. Το Εφετείο καταλήγοντας ανέφερε ότι:-
«Ανεξαρτήτως του ποια θα είναι τελικά η νομική κατάληξη επί του εγειρόμενου θέματος, λογικό και φρόνιμο είναι να μην καταχωρείται αγωγή προς είσπραξη τέτοιου προστίμου ως αστικού χρέους πριν, είτε παρέλθει η προθεσμία για καταχώριση προσφυγής χωρίς να καταχωρηθεί προσφυγή, είτε κριθεί τελεσιδίκως προσφυγή καταχωρηθείσα κατά της νομιμότητας της αποφάσεως με την οποία επεβλήθη το πρόστιμο. Ουδείς λόγος για σπουδή υφίσταται, απεναντίας δε, όπως δείχνει και η ενώπιον μας έφεση, η αναμονή, την οποία υπαγορεύει η κοινή λογική, προλαμβάνει καθυστέρηση και περιπλοκή των καταστάσεων οι οποίες στο τέλος μπορεί και να ανατραπούν, καθώς και αχρείαστες επιβαρύνσεις εξόδων.»
Τα πιο πάνω σχόλια του Εφετείου, δεν αποτελούν μέρος του λόγου της έφεσης, αλλά συνιστούν εν παρόδω παρατηρήσεις (obiter) με τις οποίες, με κάθε σεβασμό στην αντίθετη άποψη, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Κατά την κρίση μας, εκτός και αν υπήρχαν ιδιάζουσες περιστάσεις, μόνο μετά από εξασφάλιση διατάγματος αναστολής εκτέλεσης της απόφασης της Αρχής, στα πλαίσια προσφυγής (Κανονισμός 13 των περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1962), θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί η διαδικασία που θα ακολουθείτο.
Από τα ενώπιον μας στοιχεία, οι δύο πλήρως εμπεριστατωμένες αποφάσεις των αντίστοιχων πρωτόδικων δικαστηρίων να εκδώσουν συνοπτικές αποφάσεις εναντίον των Εφεσειόντων, βρίσκοντας ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, είναι απόλυτα ορθές.
Οι δύο εφέσεις 3/2008 και 60/2008 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται, με €1500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εναντίον των Εφεσειόντων, στην κάθε έφεση.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ. Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ. Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.
[1] Προφανώς αναφέρεται στην Π.Ε. 15/2005, ημερ. 22.6.2006, η οποία έχει δημοσιευτεί στον τόμο (2006) 3 ΑΑΔ 572.
[2] Η ορθή ημερομηνία είναι 23.2.2006. Η υπόθεση δημοσιεύτηκε στον τόμο (2006) 3 ΑΑΔ 155.
[3] Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει στις υπό εκδίκαση εφέσεις.