ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 1313
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 230/2007)
16 Ιουλίου 2010
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΙΩΑΚΕΙΜ,
Εφεσείων,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
---------------------------------
Α. Τόκας, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Ευαγγέλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Εφεσίβλητους.
--------------------------------
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων διεκδίκησε πρωτοδίκως στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού την κυριότητα δύο κτημάτων τα οποία, κατ΄ ισχυρισμόν, είχε αποκτήσει δυνάμει δωρεάς από τον πατέρα του Ιωακείμ Γιαννή από τη Μελίνη γύρω στο 1930, ο οποίος με τη σειρά του τα είχε αποκτήσει δυνάμει δωρεάς από το δικό του πατέρα, Γιαννή Γιωρκή, επίσης από τη Μελίνη. Ο τελευταίος τα κατείχε δυνάμει εγγραφών με αρ. 2649 ημερ. 27.10.1900, χωράφι στην τοποθεσία Κάμπος το όλο μερίδιο και 2651, ίδιας ημερομηνίας, χωράφι στην τοποθεσία Λειβάδια, το όλο μερίδιο και τα δύο στην Παρεκκλησιά, Λεμεσού. Ο Γιαννής Γιωρκή, ο παππούς δηλαδή του εφεσείοντος, απεβίωσε το 1908.
Τα πιο πάνω κτήματα, σύμφωνα πάντα με την έκθεση απαίτησης, ο εφεσείων είχε λάβει ως δώρο κατά το 1955, ως τεμάχια 201 και 259 (παλαιοί αριθμοί), όπως δείχνονταν «περίπου» στο εν χρήσει κυβερνητικό χωρομετρικό σχέδιο και από τα οποία μετά από διάφορους διαχωρισμούς και αναπροσαρμογές, προέκυψαν ως νέοι αριθμοί τεμαχίων τα υπ΄ αρ. 717 και 718, σε αντικατάσταση του υπ΄ αρ. 201 τεμαχίου και τα υπ΄ αρ. 635 και 636, σε αντικατάσταση του υπ΄ αρ. 259 τεμαχίου. Αποτελούσε εισήγηση του εφεσείοντος ότι όταν έγινε η γενική χωρομετρία στην Κύπρο, λανθασμένα και ή εκ παραδρομής, τα προαναφερθέντα κτήματα καταχωρήθηκαν ως χαλίτικα, τα οποία όμως ο εφεσείων κατείχε συνεχώς και αδιαφιλονικήτως από το 1955, μέχρι σήμερα. Έγινε δε προσπάθεια από τον εφεσείοντα αρχής γενομένης το έτος 1989, μέσω του Κτηματολογίου Λεμεσού, να εκδοθούν τίτλοι ιδιοκτησίας επ΄ ονόματι του.
Το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού αρνήθηκε την έκδοση τέτοιων εγγράφων ενόψει του ότι η Χωρητική Αρχή είχε αποσύρει σχετικό πιστοποιητικό, αλλεπάλληλες δε επιτόπιες έρευνες με αντικείμενο τον επακριβή προσδιορισμό των διεκδικούμενων τεμαχίων, αποτύγχαναν λόγω του ότι η Χωρητική Αρχή αναιρούσε εκ των υστέρων τα πιστοποιητικά κατοχής τα οποία αρχικά έδινε. Ο λόγος ήταν διότι καθίστατο αδύνατο να εξακριβωθεί η επακριβής έκταση των αρχικών εγγραφών υπ΄ αρ. 2649 και 2651 και η συσχέτιση τους με τα διεκδικούμενα. Στις 27.4.2000 ο εφεσείων καταχώρησε έφεση-αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον της τελευταίας αυτής απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου, την οποία όμως στη συνέχεια απόσυρε, με συνακόλουθη βέβαια απόρριψη της, για να προχωρήσει στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων εγγραφής με την καταχώρηση της πρωτόδικης αγωγής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού διεξήλθε και ανέλυσε τη μαρτυρία που δόθηκε, έχοντας υπόψη και τα 56 τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιον του, απέρριψε την αγωγή διότι έκρινε ότι ο εφεσείων δεν μπόρεσε να αποδείξει εχθρική κατοχή, δεν μπόρεσε να αντικρύσει τα διεκδικούμενα τεμάχια γης με τα επί τόπου δεδομένα, όπως αποτυπώνονταν στο χωρομετρικό σχέδιο, εν πάση δε περιπτώσει, δεν απέδειξε ούτε τη δωρεά, ούτε τη λανθασμένη, κατ΄ ισχυρισμόν, εγγραφή των κτημάτων, ως κυβερνητική γη. Λόγω του ότι τα διεκδικούμενα τεμάχια είχαν αρχική εγγραφή αναγόμενη στο 1900, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και την επίπτωση του τότε ισχύοντος Οθωμανικού Κώδικα Γαιών και ιδιαίτερα τις κατηγορίες κτημάτων arazi mevat, τα σημερινά γνωστά χαλίτικα, και arazi mirie, δηλαδή τα καλλιεργήσιμα και χρησιμοποιούμενα τεμάχια.
Η έφεση με τους έξι λόγους έφεσης ήγειρε πανομοιότυπα θέματα, αλλά δεν θα ήταν δυνατόν να επιτύχει ενόψει θεμελιακών προβλημάτων στην όλη αξίωση του εφεσείοντος. Να λεχθεί εξ αρχής ότι ο έκτος λόγος έφεσης είναι προδήλως λανθασμένος εφόσον μ΄ αυτόν ο εφεσείων διατείνεται ότι η εφεσίβλητη Δημοκρατία δεν είχε προσέλθει στο πρωτόδικο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, διότι δεν παρουσίασε δική της μαρτυρία κρυβόμενη πίσω από τις αδυναμίες της Ελένης Χατζηγιάννη, Βοηθού Κτηματολογικού Λειτουργού, Μ.Ε.1, στην οποία μη έχοντας επιλογή ο εφεσείων αναγκαστικά εβασίσθη. Πέραν του ότι δεν τέθηκε πρωτοδίκως τέτοιο ζήτημα, είναι απαράδεκτο να προωθείται εισήγηση ότι η μη προσαγωγή μαρτυρίας από διάδικο που δεν φέρει το βάρος απόδειξης ισοδυναμεί με παραβίαση των αρχών της επιείκειας και της ισότητας των όπλων. Όπως θα διαφανεί και κατωτέρω, ήταν ο ενάγων που έφερε το βάρος να αποδείξει με θετική μαρτυρία τους όποιους ισχυρισμούς του, τη δε Μ.Ε.1, εκείνος την κάλεσε ως δικό του μάρτυρα, η οποία στην ουσία ήταν ένας ανεξάρτητος μάρτυρας που κατέθεσε το ιστορικό της υπόθεσης και τα σχετικά έγγραφα, ως τεκμήρια.
Όπως πρόσθετα υπεδείχθη και από την έδρα κατά τη διάρκεια της συζήτησης της έφεσης, η διεκδικούμενη απαίτηση με αναφορά στη χρησικτησία από μέρους του εφεσείοντος μετά το έτος 1955, είναι απαράδεκτη εφόσον προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 9 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου, Κεφ. 224, ως τροποποιήθηκε, το οποίο αποκλείει την απόκτηση τίτλου ιδιοκτησίας διά εχθρικής κατοχής κατά της Δημοκρατίας ή εγγεγραμμένου κυρίου. Το Κεφ. 224 είχε τεθεί σε ισχύ την 1.9.1946, καταργώντας όλα τα προηγούμενα σχετικά νομοθετήματα, περιλαμβανομένων των Οθωμανικών Νόμων και του Mejelle, στην έκταση που καθόρισε το ίδιο το Κεφ. 224, στο τέλος του. Ήταν δε σαφές και αποδεκτό και από τη μαρτυρία του εφεσείοντος πρωτοδίκως, ότι τα διεκδικούμενα κτήματα ήταν ανέκαθεν εγγεγραμμένα ως χαλίτικα ως αρχικά τεμάχια υπ΄ αρ. 201 και 259. Για το λόγο αυτό ο εφεσείων είχε υποβάλει το 1969, αίτηση στο Κτηματολόγιο για να του παραχωρηθούν από το κράτος. Τα τεμάχια αυτά είχαν καταχωρηθεί ως χαλίτικα κατά τη Γενική Χωρομετρία το 1918, με έκταση 51 σκαλών και 192 σκαλών και 1 προσταθίου, αντίστοιχα.
Περαιτέρω, ο εφεσείων μετά από αίτηση της Δημοκρατίας αναφορικά με τους ισχυρισμούς του στην Έκθεση Απαίτησης, διευκρίνισε με επιστολή των συνηγόρων του ημερ. 18.4.02, ότι η εκ μέρους του κατοχή άρχιζε από το 1955, αποκλείοντας έτσι την όποια προηγούμενη εχθρική κατοχή, είτε από τον πατέρα του, είτε από τον παππού του. Οι λεπτομέρειες που δίνονται στα πλαίσια της δίκης υπέχουν βέβαια τη θέση δικογραφίας, εφόσον διευκρινίζουν έτι περαιτέρω τα επίδικα θέματα και αναμφίβολα δεσμεύουν τον παρέχοντα τις λεπτομέρειες. (Philippou General Bonded Warehouse Ltd v. Νικολαΐδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1057 και Κουρσουμά ν. Κοσμά (1991) 1 Α.Α.Δ. 973). Σκοπός των λεπτομερειών που είχαν δοθεί στα πλαίσια της αναζήτησης τους δυνάμει της Δ.19 θ.6, ήταν βέβαια η με σαφήνεια καταγραφή των θέσεων του διαδίκου, εντοπίζοντας το πραγματικό πλαίσιο και αντικείμενο της διαφοράς, ώστε να προετοιμαστεί κατάλληλα η ακρόαση. (Κασάπης ν. Λουκά (1981) 1 Α.Α.Δ. 666, 668 και Odgers´ Principles of Pleading and Practice 21η έκδ., σελ. 432).
Ο εφεσείων επομένως έπρεπε να αποδείξει εχθρική κατοχή με βάση τον Οθωμανικό Κώδικα που ίσχυε πριν το 1946, εφόσον, κατά τη δικογράφηση του, οι πρόγονοι του κατείχαν τα κτήματα από το 1900. Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Οθωμανικού περί Γαιών Κώδικα, η απαιτούμενη περίοδος ήταν δέκα έτη. Για να το πράξει όμως αυτό έπρεπε να αποδείξει ότι τα κτήματα εντάσσονταν ή εντάχθηκαν σε κάποιο χρόνο στην κατηγορία Arazi Mirie, δηλαδή, κτήματα που παρά το ότι ήταν της κατηγορίας Arazi Mevat, δηλαδή γενικώς κυβερνητική γη, είχαν μετατραπεί σε Arazi Mirie λόγω καλλιέργειας τους από ιδιώτη μετά από συγκατάθεση αρμοδίου δημοσίου υπαλλήλου. Στη Savva Hadjikyriako v. Principal Forest Officer III C.L.R. 87, υποδείχθηκε ότι το απλό γεγονός ότι γη καλλιεργείται δεν αποτελεί εμπόδιο στην ταξινόμηση της ως δασικής γης. Αυτή η δυνατότητα προσφερόταν μόνο μέχρι το 1904, εφόσον μετά τη χρονολογία αυτή, η αποικιοκρατική Βρεττανική κυβέρνηση απαγόρευσε τη μετατροπή της κατηγορίας Arazi Mevat, σε Arazi Mirie, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες με το Notice No. 7038, ημερ. 23.2.1904, δημοσιευθέν στην Gazette στις 26.2.1904.
Η μαρτυρία που πρόσφερε ο εφεσείων πρωτοδίκως, όπως ορθά υπέδειξε η πρωτόδικη απόφαση, δεν ήταν καθόλου σαφής ως προς τούτο. Δεν κατάφερε να αποδείξει, εφόσον είχε το σχετικό βάρος, ότι τα διεκδικούμενα κτήματα ήταν όντως της κατηγορίας Arazi Mirie, είχαν δηλαδή καλλιεργηθεί από τους προγόνους του είτε κατόπιν άδειας των αρμοδίων δημοσίων υπαλλήλων, είτε κατόπιν συγκατάθεσης στη βάση της Γενικής Εξουσιοδότησης που είχε δοθεί από την τότε Οθωμανική Κυβέρνηση, πριν το 1904. Η Socratous v. The Attorney-General 19 C.L.R. 133, αποτελεί αυθεντία για το βάρος απόδειξης ότι η γη ήταν Arazi Mirie και ότι είχε ληφθεί τέτοια συγκατάθεση, στην απουσία της οποίας, η αποκοπή ξυλείας από το διεκδικούμενο τεμάχιο γης, ακόμη και η λανθασμένη φορολογία για μέρος του τεμαχίου, δεν τεκμηρίωναν εχθρική κατοχή.
Οι εγγραφές αρ. 2649 και 2651 του 1900, παρόλον που περιέγραφαν τα κτήματα ως ανηκόντων στην κατηγορία Arazi Mirie, εγγεγραμμένα επ΄ ονόματι του Γιαννή Γιωρκή από τη Μελίνη, έγιναν δυνάμει διαδικασίας καταναγκαστικής εγγραφής κτήματος. Η μαρτυρία της Ελένης Χατζηγιάννη έδειξε ότι η απευθείας αυτή εγγραφή παρουσιαζόταν από το φάκελο του Κτηματολογίου αρ. 96/1899, ο οποίος και δεν ανευρέθη. Το σχετικό Τεκμ. «2», ήταν πιστό αντίγραφο του μητρώου εγγραφής των τεμαχίων 2649 και 2651 της κοινότητας Παρεκκλησιάς. Οι εγγραφές, όμως, δεν βασίζονταν στα εν χρήσει σχέδια της Χωρομετρίας και εν πάση περιπτώσει τα διεκδικούμενα κτήματα από τον εφεσείοντα υπ΄ αρ. 717, 718, 635 και 636 του Φ/Σχ.54/15, που είχαν προκύψει από διάφορους διαχωρισμόυς και αναπροσαρμογές από τα παλαιά τεμάχια 201 και 259, δεν μπορούσαν να ταυτιστούν ή να αντικρυστούν με τις αρχικές εγγραφές 2649 και 2651 για δύο βασικούς λόγους:
(i) η έκταση των τεμαχίων ήταν πολύ διαφορετική, εφόσον η εγγραφή 2649, ήταν έκτασης 3 σκαλών και 2 προσταθιών, ενώ αυτή της εγγραφής 2651, 3 σκαλών. Το τεμάχιο 201, όμως, κατά τη Γενική Χωρομετρία καταχωρήθηκε ως χαλίτικο με συνολική έκταση 51 σκάλες, το δε τεμάχιο 259, επίσης ως χαλίτικο, έκτασης 192 σκαλών και 1 προσταθιού. Οι διεκδικήσεις του εφεσείοντος πάνω στα τεμάχια 717, 718, 635 και 636, ήταν για αντιστοιχία 21 σκαλών από το υπ΄ αρ. 201 τεμάχιο και 31 σκαλών από το τεμάχιο υπ΄ αρ. 259. Οι εκτάσεις, επομένως, ήταν πολύ διαφορετικές και αυτό δεν ήταν δυνατό να εξηγηθεί ούτε με τη μαρτυρία που δόθηκε πρωτοδίκως από συνταξιούχο κτηματολογικό λειτουργό, ότι ήταν παλαιότερα συνήθεια λόγω της πληρωμής του φόρου της «δεκατίας», να δηλώνεται λιγότερη έκταση γης ως περιουσία ώστε να αποφεύγεται μεγαλύτερη φορολογία, διότι εν πάση περιπτώσει, η διαφορά ήταν πολύ εμφανής, δηλαδή, να είχαν δηλωθεί μόνο 3 σκάλες, αντί 30 σκάλες.
(ii) δεν υπήρχε ούτε συνοριακή ταύτιση, από την άποψη ότι η μαρτυρία έδειξε ότι ενώ η εγγραφή 2649 φαινόταν να εφαπτόταν δρόμου, κοιλάδας και με κάποιο Χαρίδημο Γιωργαλλίδη, η Ελένη Χατζηγιάννη, η Βοηθός Κτηματολογικός Λειτουργός, Μ.Ε.1, που προέβη σε επιτόπια εξέταση που κατέθεσε και τα 56 τεμάχια, ανέφερε ότι το τεμάχιο αρ. 259 και ιδιαίτερα τα τεμάχια αρ. 635 και 636, δεν συνόρευαν με δρόμο, αλλά με μονοπάτι, ούτε δόθηκε μαρτυρία ότι υπήρξε ποτέ γείτονας με το όνομα Χαρίδημος Γιωργαλλίδης. Το ίδιο και για την εγγραφή 2651, που ενώ συνόρευε με δρόμο, το τεμάχιο 201, μέρος του οποίου διεκδικείτο από τον εφεσείοντα, δηλαδή, τα τεμάχια αρ. 718 και 718, δεν είχαν σύνορα ούτε δρόμο, ούτε μονοπάτι, ούτε τους γείτονες που αναφέρονταν στην εγγραφή αυτή. Προστίθεται ότι η μαρτυρία περί της διαφοράς μεταξύ «δρόμου» και «μονοπατιού» ήταν σαφέστατη από τη μαρτυρία της Χατζηγιάννη. Ο δρόμος στα χωρομετρικά σχέδια δεικνύεται με δύο παράλληλες διακεκομμένες γραμμές, ενώ το μονοπάτι με μία μόνο. Τα τεμάχια 635, 636, 717 και 718 είχαν μόνο μία γραμμή, τα δε αρχικά τεμάχια 201 και 259, από όπου προήλθαν τα διεκδικούμενα, δεν συνόρευαν με δρόμο κατά τη Γενική Χωρομετρία, σ΄ αντίθεση με τις αρχικές εγγραφές 2649 και 2651 από όπου προήλθαν.
Προκύπτει ότι αναιτιολογήτως ο πρώτος λόγος έφεσης επέκρινε την πρωτόδικη απόφαση ως έχουσα λανθασμένα αποδώσει και ερμηνεύσει τις τότε ισχύουσες διατάξεις του Οθωμανικού Κώδικα. Το άρθρο 50 του Κεφ. 224, το οποίο επικαλείται ο εφεσείων ως επιβάλλον επί του Διευθυντή του Κτηματολογίου να εγγράψει την έκταση εκείνη που διεκδικεί ο κάτοχος του τίτλους λόγω εχθρικής κατοχής, αγοράς ή κληρονομιάς, όταν δεν δύναται η εγγραφή να συσχετιστεί με οποιοδήποτε σχέδιο, δεν έχει εφαρμογή στα υπό κρίση δεδομένα. Αυτό, διότι το άρθρο 50 προϋποθέτει αντίκρυση της εγγραφής με συγκεκριμένο τεμάχιο γης. Ορθά εισηγείται η Δημοκρατία ότι ή επιφύλαξη εφαρμόζεται τότε μόνο όταν παρά την αντίκρυση και συσχετισμό, η έκταση της εγγραφής δεν ανταποκρίνεται επακριβώς με την επί τόπου έκταση του συσχετισθέντος τεμαχίου. Η μαρτυρία της Χατζηγιάννη ορθώς έγινε δεκτή και τα όσα καλύπτονται από το δεύτερο λόγο έφεσης περί λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας, ουσιαστικά εμπεριέχονται στον πρώτο λόγο έφεσης, με την πρόσθετη παρατήρηση ότι ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε την καθαυτή μαρτυρία της, όπως και δεν θα μπορούσε άλλωστε, εφόσον η Βοηθός Κτηματολογικός Λειτουργός ήταν δική του μάρτυρας. Οι λόγοι έφεσης τέσσερα και πέντε είναι επάλληλοι των προηγούμενων και εγείρουν ουσιαστικά τα ίδια θέματα.
Πρόσθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι κατά τη Γενική Χωρομετρία δεν ήταν από λάθος που τα τεμάχια 201 και 259, ενεγράφησαν ως χαλίτικα. Αυτό, διότι, σε όλα τα κτηματολογικά έγγραφα τα δύο αυτά τεμάχια περιγράφονταν πάντοτε ως χαλίτικα και παρά την ύπαρξη της λέξης «χωράφι» σε ένα τεκμήριο (Τεκμ. 4Β), σε σχέση με το τεμάχιο υπ΄ αρ. 201, αυτή ήταν διαγραμμένη και αντικαταστάθη με τη λέξη «χαλίτικο». Εν πάση περιπτώσει στο Αγγλικό έντυπο του τύπου Ν.115 (Τεκμ. 4Α), στο ίδιο σημείο αναγραφόταν καθαρά η λέξη «Hali Land», χωρίς οποιαδήποτε μνεία σε «χωράφι».
Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διέγνωσε μέσα από μια λογική αλληλουχία δεδομένων και συλλογισμών, ότι οι εγγραφές ήταν ορθές περιγράφοντας τη γη ως «χαλίτικη», ότι η χαλίτικη αυτή γη, της κατηγορίας Arazi Mevat, δεν αποδείχθηκε ότι είχε μετατραπεί σε Arazi Mirie, και ούτε είχε εν πάση περιπτώσει αποδειχθεί εχθρική κατοχή μέχρι το 1904, για περίοδο 10 χρόνων από τους πρόγονους του εφεσείοντος. Ούτε, προχώρησε το Δικαστήριο, αποδέχθηκε ότι ακόμη και αν υπήρχε εχθρική κατοχή, αυτή ήταν διανοία κυρίου, («animus domini»). Επομένως και ο σχετικός τρίτος λόγος έφεσης δεν έχει έρεισμα.
Αυτό, γιατί η μαρτυρία έδειξε ότι τόσο ο ίδιος ο εφεσείων όσο και ο πατέρας του αναγνώριζαν το γεγονός του χαρακτηρισμού και εγγραφής των τεμαχίων ως χαλίτικων. Ζήτησαν μάλιστα την επ΄ ονόματι τους εγγραφή με παραχώρηση το 1969, σε επιτόπια δε εξέταση του Κτηματολόγιου, παρόλο που ο εφεσείων υπέδειξε ποια τεμάχια διεκδικούσε, δεν αποδέχθηκε την τιμή που είχε καθορίσει το Κτηματολόγιο. Η διεκδίκηση της εγγραφής δικαιώματος δωρεάς ή εχθρικής κατοχής κλπ, άρχισε μόλις το 1989, όταν από έρευνα στο Κτηματολόγιο διαφάνηκε ότι υπήρχαν τίτλοι που κάλυπταν τα τεμάχια. Το όλο ζήτημα όμως προσέκρουσε στα διάφορα προβλήματα που έχουν εξηγηθεί προηγουμένως. Ο εφεσείων δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τις θέσεις του και επομένως ορθά η αξίωση του απερρίφθη πρωτοδίκως.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ της εφεσίβλητης Δημοκρατίας.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΘ