ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 1 ΑΑΔ 1091

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Πολιτική Έφεση Αρ. 10/2008)

 

12 Ιουλίου, 2010

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

                                               

SALAMIS TOURS LTD,

                                                          Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση,

- και -

 

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ,

                                                          Εφεσίβλητου-Αιτητή.

 

 

Κ. Χατζηπιέρας, για τους Εφεσείοντες.

Ζ. Νικολάου, για τον Εφεσίβλητο.

 

 

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

_____________________________________

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Ο Εφεσίβλητος, με Αίτηση του στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών Λεμεσού, αξίωσε:-  (α) αποζημιώσεις για παράνομο και/ή αδικαιολόγητο τερματισμό και/ή εξαναγκασμό σε παραίτηση, (β) αποζημιώσεις αντί προειδοποιήσεως, (γ) £1729 οφειλόμενους μισθούς, (δ) αναλογία 13ου μισθού και (ε) νόμιμους τόκους και (στ) έξοδα.

 

Σύμφωνα με τους γενικούς λόγους της Αίτησης Εργατικής Διαφοράς και τη μαρτυρία που προσκόμισε στο πρωτόδικο δικαστήριο, ο Εφεσίβλητος προσλήφθηκε στην υπηρεσία των Εφεσειόντων στις 18.11.1991 και εργαζόταν ως οδηγός λεωφορείου, με τελευταίο μηνιαίο μισθό £593, πλέον 13ο μισθό.  Επιστρέφοντας στην εργασία του στις 26.1.2004, μετά από πολύμηνη άδεια ασθενείας (Απρίλιος 2003-Ιανουάριο 2004), προσκόμισε ιατρική βεβαίωση του Δρ. Φ. Σ. Σιμιλλίδη, Ειδικού Ορθοπεδικού Χειρούργου, ημερομηνίας 10.1.2004 (Τεκμήριο 2), στην οποία αναφέρεται ότι:-

 

«Ο ανωτέρω ασθενής πάσχει από τενοντίτιδα αριστερού γόνατος και παραμένει με αναρρωτική άδεια μέχρι και τις 25 Ιανουαρίου 2004.  Από τις 26.1.2004 μπορεί να αρχίσει να εργάζεται σταδιακά, χωρίς πολλές ώρες οδήγησης». 

 

Οι Εφεσείοντες, αφού έλαβαν γνώση του περιεχομένου της πιο πάνω βεβαίωσης, αρνούνταν να του επιτρέψουν να αναλάβει καθήκοντα, εξηγώντας του τους λόγους.  Ο Εφεσίβλητος που επέμενε, σε κάποιο στάδιο, αναγκάστηκε να τους πληροφορήσει τόσο προφορικώς όσο και γραπτώς, με επιστολή του ημερομηνίας 29.1.2004 (Τεκμήριο 3), ότι ο ίδιος θεωρούσε ότι είχε επιστρέψει στην εργασία του, ότι ήταν ικανός για εργασία και μάλιστα ότι ήταν πρόθυμος να εξεταστεί και από δικό τους γιατρό, ο οποίος θα μπορούσε να διαπιστώσει την ικανότητά του, αλλά οι Εφεσείοντες συνέχισαν να αρνούνται να του προσφέρουν εργασία.  Οι Εφεσείοντες δεν μετέβαλαν τη στάση τους.  Στις 3.3.2004 τους απέστειλε νέα επιστολή, ζητώντας από αυτούς να του καταβάλουν το μισθό Φεβρουαρίου.  Παρόμοιο αίτημα υπέβαλε και ο δικηγόρος με την επιστολή του ημερομηνίας 16.3.2004 (Τεκμήριο 5).  Οι Εφεσείοντες αρνήθηκαν και του έδωσαν αίτηση για άδεια ασθενείας, με σκοπό να αποταθεί στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις, αλλά εκείνος αρνήθηκε να την παραλάβει, ισχυριζόμενος ότι δεν ήταν ασθενής.  Μη βρίσκοντας ανταπόκριση, απεχώρησε από την εργασία του, ισχυριζόμενος ότι εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση, που σύμφωνα με το Νόμο ισοδυναμεί με παράνομο τερματισμό.

 

Από την άλλη, οι Εφεσείοντες δέχονται ότι ο Εφεσίβλητος επιστρέφοντας στην εργασία του προσκόμισε την πιο πάνω ιατρική βεβαίωση ημερομηνίας 10.1.2004.  Με επιστολή τους ημερομηνίας 23.3.2004, προς το δικηγόρο του Εφεσίβλητου, του εξήγησαν εκ νέου τα όσα και προηγουμένως του είπαν προφορικά, ότι δηλαδή το περιεχόμενο της ιατρικής βεβαίωσης ήταν πολύ γενικό και ασαφές και ότι στο παρελθόν ζήτησαν από τον Εφεσίβλητο να προσκομίσει από τον θεράποντα ιατρό του σαφή ιατρική βεβαίωση ότι είναι σε θέση να εργαστεί κανονικά ως οδηγός λεωφορείου, αλλά αυτός ουδέποτε την προσκόμισε.

 

Στη συνέχεια, επειδή ο Εφεσίβλητος επέμενε, του ζήτησαν να προσκομίσει από τον θεράποντα ιατρό του, μια από τις πιο κάτω βεβαιώσεις, ώστε να μπορέσει να αναλάβει αμέσως τα καθήκοντα του:-

 

(α) Βεβαίωση ότι είναι σε θέση να οδηγεί συγκεκριμένο αριθμό ωρών ημερησίως για συγκεκριμένη χρονική περίοδο.  Στην περίπτωση αυτή, το υπόλοιπο των εργασίμων ωρών, που δεν θα εργαζόταν, θα θεωρείτο άδεια ασθενείας και θα πληρωνόταν από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις, ή

 

(β) Βεβαίωση που να αναφέρει με σαφήνεια ότι είναι σε θέση να αναλάβει πλήρως τα καθήκοντά του ως οδηγός λεωφορείου, χωρίς οποιεσδήποτε επιφυλάξεις.

 

Οι Εφεσείοντες του κατέστησαν σαφές ότι μέχρις ότου ο Εφεσίβλητος προσκόμιζε μια από τις πιο πάνω δύο βεβαιώσεις που του ζητήθηκαν, δεν ήταν σε θέση να τον απασχολήσουν, θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια των επιβατών και του ιδίου.  Επίσης, του δήλωσαν ότι με δεδομένο το πρόβλημα που αντιμετώπιζε, οι ίδιοι δεν ήταν σε θέση να αποφασίσουν αν μπορούσε να οδηγήσει λεωφορείο και για πόσες ώρες.

 

Αποτελεί επίσης θέση των Εφεσειόντων, ότι ο Εφεσίβλητος ουδέποτε προσκόμισε οποιαδήποτε ιατρική βεβαίωση και συνέχισε να επιμένει ότι η αρχική έκθεση του ιατρού του, ημερομηνίας 10.1.2004 ήταν ικανοποιητική.  Με βάση τα πιο πάνω, αρνήθηκαν ότι υπήρξε οποιοσδήποτε εξαναγκασμός σε παραίτηση ή παράνομος τερματισμός και ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού εξέτασε τα ενώπιον του στοιχεία, έκρινε ότι οι Εφεσείοντες ήταν εκείνοι που όφειλαν να προβούν στις δέουσες ενέργειες, ώστε να διαπιστώσουν εάν ο Εφεσίβλητος ήταν σε θέση ή όχι να προσφέρει τις προηγούμενες του υπηρεσίες.  Περαιτέρω, πρόσθεσε ότι:-

 

«Ο Αιτητής σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να επωμισθεί τον κίνδυνο της επιχειρηματικής δράσης των εργοδοτών του, οι οποίοι ανεξάρτητα από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 2 όφειλαν, προς διακρίβωση των επιφυλάξεων τους όπως τις έθεσαν ενώπιον μας, να ενεργήσουν ανάλογα.

 

Έτσι όφειλαν να διενεργήσουν τις απαιτούμενες έρευνες προκειμένου να ενημερωθούν και να αποκτήσουν σαφή εικόνα σχετικά με την κατάσταση της υγείας του Αιτητή, την εξέλιξη της ασθένειας του και την πιθανή διάρκεια της (East Lindsey District Council v. Daubney [1977] I.C.R. 566, Williamson v. Acan (uk) Ltd. [1978] I.C.R. 104).  Μέρος των ερευνών αυτών θεωρείτο και η συζήτηση με τον ίδιο τον Αιτητή (Patterson v. Messrs Bracketts [1977] IRLR 137) ή αν χρειαζόταν με τον θεράποντα ιατρό του (David Sherratt Ltd. v. Williams [1976] EAT 573/76) ή και με άλλα πρόσωπα (Ross Foods v. Lamb [1977] EAT 83/77), αν έκριναν ότι αυτό επιβαλλόταν από τις περιστάσεις.

 

Σχετική είναι η αναφορά που γίνεται στον Anderman, στο σύγγραμμα Law of Unfair Dismissal, 3rd Edition, p. 211 όπου κάτω από τον υπότιτλο [Ι] Consultation with a Physician διαβάζουμε τα ακόλουθα:

 

Σε ελεύθερη μετάφραση

«Διαβούλευση με γιατρό.  Η διαβούλευση με γιατρό γενικά θεωρείται ως κατάλληλη σε μια εύλογη προσπάθεια εξακρίβωσης της αληθινής ιατρικής κατάστασης του εργοδοτούμενου που πρόκειται να απολυθεί.  Βεβαίως σε οποιαδήποτε αμφίβολη περίπτωση ένας εργοδότης που απολύει ένα εργοδοτούμενο χωρίς προηγουμένως να λάβει ιατρική συμβουλή διατρέχει τον κίνδυνο η απόλυση να θεωρηθεί παράνομη για τον πιο πάνω λόγο.  Στην υπόθεση David Sherratt Ltd. v. Williams (1976) EAT 573/76, ένας εργοδοτούμενος αρρώστησε με την ασθένεια Meniere´s και μεταφέρθηκε εκτός εργασίας.  Σε μια περίοδο τριών ετών απουσίαζε για διάφορες περιόδους από την εργασία του σαν αποτέλεσμα της ασθένειας.  Ο εργοδότης αποφάσισε να τον απολύσει λόγω των δυσκολιών που είχε για να βρει εργασία για αυτόν.  Υπήρχε μερική μαρτυρία ότι οι εργοδότες είχαν κάποια συζήτηση με τον εργοδοτούμενο προηγουμένως αλλά ότι η απόλυση «ήταν ουρανοκατέβατη».  Δεν είχε προηγηθεί οποιαδήποτε διαβούλευση ή προειδοποίηση.  Ούτε είχε εξασφαλισθεί ιατρική έκθεση πριν από την απόφαση για απόλυση.  Το Εφετείο Εργατικών Διαφορών επικύρωσε την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφέροντας: «Όπου είναι αναγκαίο - και στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αναγκαίο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο - ο εργοδότης πρέπει να αναζητήσει με τη βοήθεια του εργοδοτούμενου και την συνεργασία του, όπου αυτό είναι αναγκαίο, να εξακριβώσει ποια είναι η αληθινή ιατρική κατάσταση.  Μπορεί να προκύψει ότι ο εργοδοτούμενος γνωρίζει γιατί έχει ήδη συμβουλευτεί το γιατρό του και μπορεί να το αναφέρει στους εργοδότες.  Ή μπορεί να δώσει άδεια στον εργοδότη να μιλήσει με το γιατρό του και ούτω καθεξής».

 

Παρόλα ταύτα η αναγκαιότητα είναι μόνο ότι ο εργοδότης προβαίνει σε μια εύλογη προσπάθεια να λάβει συμβουλή και υπό τις περιστάσεις να εξακριβώσει την αληθινή ιατρική θέση.  Όπου ο εργοδοτούμενος αρνείται να συνεργαστεί ή αρνείται να δώσει τη συγκατάθεσή του σε ιατρική εξέταση ή να συγκατατεθεί στην αίτηση του εργοδότη να μιλήσει κατευθείαν με το γιατρό του, αυτό το γεγονός θα ληφθεί υπόψη στη διακρίβωση του εύλογου των προσπαθειών του εργοδότη και σχετική είναι η απόφαση Post Office v. Jones (1977) ILR 422.

 

Υπό το πρίσμα των πιο πάνω νομικών αρχών, παρατηρούμε ότι ενώ ο Αιτητής επέδειξε κάθε προθυμία να υποβληθεί στις απαιτούμενες ιατρικές εξετάσεις με απώτερο σκοπό την διακρίβωση της πραγματικής του ιατρικής κατάστασης, εν τούτοις οι Καθ' ων η αίτηση χωρίς να επιδιώξουν να έρθουν σε επικοινωνία με τον γιατρό του ή να τον παραπέμψουν σε δικό τους γιατρό, απαιτούσαν από τον ίδιο τον Αιτητή να προσκομίσει τα αναγκαία πιστοποιητικά που θα τους επέτρεπαν να συνεχίσουν την απασχόληση του ή, καθώς ανέφερε η κ. Άγκονα, να αποσύρει την ιατρική βεβαίωση που προσκόμισε δηλώνοντας έτοιμος για εργασία.  Εν ολίγοις ενώ με την υποχρέωση πρόνοιας απέναντι στον Αιτητή, όφειλαν οι ίδιοι να διενεργήσουν όλες τις απαιτούμενες έρευνες για να αποκτήσουν σαφή εικόνα γύρω από την υγεία του Αιτητή, εν τούτοις δεν έλαβαν τα εν λόγω μέτρα και ανέμεναν από τον ίδιο να καλύψει το ουσιαστικό αυτό μέρος των υποχρεώσεων τους.

 

Ως αποτέλεσμα των εν λόγω παραλείψεων τους, οι Καθ' ων η αίτηση έθεσαν τον Αιτητή εκτός εργασίας στερώντας του έτσι τη δυνατότητα να ασκήσει το επάγγελμα του και να επωφεληθεί του μισθού που δεν του κατέβαλλαν.

 

Έτσι, μη συμμορφούμενοι προς τις υποχρεώσεις τους, αδικαιολόγητα αρνήθηκαν να απασχολήσουν τον Αιτητή, με επακόλουθο να τον εξαναγκάσουν σε τελικό στάδιο να εγκαταλείψει την εργασία του.»

 

Υπό τις περιστάσεις, το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε στον Εφεσίβλητο το συνολικό ποσό των £7.362,50 (£4.299,25 υπό μορφή δίκαιης αποζημίωσης, το ποσό των £1.729 που αντιπροσωπεύει τους μισθούς του για την περίοδο 26.1.04 μέχρι 26.4.04, το ποσό των £1.186 που αντιστοιχεί με τις απολαβές 8 εβδομάδων αντί προειδοποίησης και το ποσό των £148,25 που αντιστοιχεί στην αναλογία του 13ου μισθού του), πλέον τόκο, έξοδα και ΦΠΑ.

Οι Εφεσείοντες, με 4 λόγους έφεσης προσβάλλουν ως λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση.  Με τον πρώτο λόγο, οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι κατά την έκδοση της απόφασης, έπασχε η σύνθεση του Δικαστηρίου.  Με τους άλλους τρεις λόγους, αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης επί της ουσίας.

 

Κακή σύνθεση του δικαστηρίου κατά την έκδοση της απόφασης - Λόγος έφεσης 1

 

Οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι:-

 

(α) Κατά την απαγγελία της απόφασης, το πρωτόδικο δικαστήριο αποτελείτο μόνο από τον Προεδρεύοντα Δικαστή.  Αυτό, κατά τον Εφεσείοντα, προκύπτει από την ίδια τη δικαστική απόφαση που δόθηκε στους Εφεσείοντες, η οποία ενώ στην πρώτη σελίδα αναγράφει τα ονόματα των παρέδρων, δεν αναφέρει οπουδήποτε αλλού ότι αυτή λήφθηκε με τη σύμφωνη γνώμη τους, ενώ στο τέλος της απόφασης αναφέρεται μόνο το όνομα του προεδρεύοντα δικαστή, ο οποίος είναι και ο μόνος που υπογράφει την απόφαση, και

 

(β) επιθεώρηση του φακέλου του δικαστηρίου από τους Εφεσείοντες κατέδειξε ότι τα ίδια ισχύουν και για το πρωτότυπο της απόφασης.

Ο δικηγόρος για τους Εφεσείοντες εισηγήθηκε ότι η παράλειψη στην απόφαση να αναφέρει ότι η απόφαση που ελήφθη ήταν με τη σύμφωνη γνώμη των δύο άλλων μελών, είναι μοιραίο και θα πρέπει να οδηγήσει σε ακυρότητα, αφού ο κάθε διάδικος έχει δικαίωμα να γνωρίζει τη γνώμη και των δύο μελών, που στην προκειμένη περίπτωση δεν φαίνεται να εκφράστηκε.  Οι Εφεσείοντες έχουν δικαίωμα, πρόσθεσε ο δικηγόρος τους, να γνωρίζουν σαφώς αν η απόφαση ήταν ή όχι ομόφωνη και αν όχι ποια η απόφαση της μειοψηφίας.

 

Από την άλλη, ο συνήγορος για τον Εφεσίβλητο θεωρεί ανυπόστατους και παραπλανητικούς τους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων, καθότι:- (α) σύμφωνα με τον περί Ετήσιων Αδειών Νόμο 8/67 και το άρθρο 10 του περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικού Κανονισμού του 1999, αν υπήρχε διαφωνία στην απόφαση από οποιοδήποτε μέλος, θα έπρεπε να είχε εκδοθεί απόφαση μειοψηφίας, πράγμα που δεν έγινε, γεγονός που υποδηλώνει ότι η απόφαση ελήφθη ομόφωνα, (β) πουθενά δεν αναφέρεται στους Κανονισμούς ότι είναι απαραίτητη η παρουσία των παρέδρων κατά την απαγγελία της απόφασης, (γ) ο Κανονισμός 10(1) των Κανονισμών του 1999 δεν επιβάλλει υποχρέωση να αναγράφεται στην απόφαση ότι αυτή ελήφθη με την σύμφωνη γνώμη των παρέδρων ή ότι η απόφαση θα έπρεπε να υπογράφεται από αυτούς.

 

Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

 

Επί του θέματος, οι δύο συνήγοροι δεν μας παρέπεμψαν σε νομολογία.  Εντοπίσαμε δύο Κυπριακές υποθέσεις, οι οποίες είναι βοηθητικές, ωστόσο, όχι ακριβώς επί του σημείου που καλούμαστε να απαντήσουμε.  Στην Αριστείδου ν. R.K. Super Beton Ltd. κ.α. (1999) 1Α ΑΑΔ 114, το παράπονο ήταν ότι ο Προεδρεύων του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ερήμην και/ή χωρίς τη συμμετοχή των παρέδρων και/ή χωρίς να ληφθεί υπόψη η αντίθεση τους στη διαμόρφωση της τελικής απόφασης.  Προς υποστήριξη του σχετικού λόγου έφεσης, ο δικηγόρος του Εφεσείοντος έθεσε υπόψη του Εφετείου γραπτή «Δήλωση» χωρίς ημερομηνία, Παρέδρου του δικαστηρίου με την οποία αυτός ισχυριζόταν ότι διαφωνούσε με την απόφαση, η οποία ας σημειωθεί έφερε μόνο την υπογραφή του Προεδρεύοντος.  Στο υπόμνημα προς το Ανώτατο Δικαστήριο, ο Προεδρεύων του Δικαστηρίου δήλωσε ότι κανένας από τους δύο Παρέδρους δεν εξέφρασε οποιαδήποτε επιφύλαξη ή αντίθετη άποψη, μετά το πέρας της υπόθεσης.  Το Εφετείο απορρίπτοντας το λόγο έφεσης, έκρινε ότι δεν είχε λόγο να αμφισβητεί τα όσα ανέφερε ο Προεδρεύων του Δικαστηρίου στο Υπόμνημα.  Ως εκ τούτου, έκρινε ότι θα έπρεπε να αγνοηθεί η δήλωση του Παρέδρου.  Η πιο πάνω απόφαση στο βαθμό που βοηθά, διακρίνεται από τα γεγονότα της παρούσας, στην οποία δεν υπάρχει ενώπιον μας ούτε «Δήλωση» οποιουδήποτε Παρέδρου, αλλά πιο σημαντικό, ούτε δήλωση του Προεδρεύοντος του πρωτόδικου δικαστηρίου.

 

Στην υπόθεση Kings Head Development Co. Ltd. v. Χριστοδούλου κ.α. (2001) 1Α ΑΑΔ 533, ένας από τους λόγους έφεσης, αφορούσε στο ότι η απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών έφερε μόνο την υπογραφή του Προεδρεύοντος του Δικαστηρίου και ότι αυτή εκδόθηκε χωρίς διαβούλευση μεταξύ του Προεδρεύοντος και των Μελών του Δικαστηρίου.  Και σ' αυτή την υπόθεση ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης απορρίφθηκε από το Εφετείο, επειδή κρίθηκε ότι απουσίαζε το πραγματικό υπόβαθρο.  Αναφορικά με την έλλειψη υπογραφής των Μελών, το Εφετείο ανέφερε:-

 

«Αναφορικά με την εισήγηση πως η απόφαση θα έπρεπε να υπογραφεί και από τους Παρέδρους, γίνεται αόριστη αναφορά, χωρίς να παρατίθεται ο σχετικός Κανονισμός, ότι δήθεν οι περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 1999 προβλέπουν πως οι αποφάσεις του Δικαστηρίου υπογράφονται και από τους Παρέδρους.  Δεν είναι ορθό.  Αντίθετα από το λεκτικό του Κανονισμού 10(1) συμπεραίνεται πως η απόφαση υπογράφεται από τον Πρόεδρο ή το Δικαστή ο οποίος προεδρεύει του Τμήματος του Δικαστηρίου που επιλήφθηκε της υπόθεσης.  Τον παραθέτουμε:

 

.........................

 

Περισσεύει, αλλά ας παρατηρήσουμε πως, εφόσο η απόφαση του Δικαστηρίου απαγγέλθηκε και εκδόθηκε όπως προβλέπεται στο άρθρο 30.2 του Συντάγματος η υπογραφή του δικαστή ή των δικαστών που την εκδίδουν μπορεί να τοποθετηθεί στο κείμενο αργότερα.»

 

Ούτε αυτή η υπόθεση βοηθά, αφού το Εφετείο, κατά την άποψή μας, αφήνει να νοηθεί ότι η υπογραφή του Δικαστή ή των Δικαστών που εκδίδουν μια απόφαση, αν δεν υπάρχει κατά την έκδοση της, μπορεί να τοποθετηθεί μετά.  Ενώ τα πιο πάνω μπορούν να υπονοούν ότι η υπογραφή είναι απαραίτητη, από τα συμφραζόμενα αυτό δεν είναι απόλυτα σαφές.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 12(2)(α) του περί Ετησίων Αδειών Νόμου του 1967 (Ν. 6/67) το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, αποτελείται από ένα Πρόεδρο και δύο Μέλη, τα οποία αντιπροσωπεύουν την εργοδοτική και εργατική πλευρά αντίστοιχα.  Ο Κανονισμός 10(1) και (2) των περί Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικών Κανονισμών του 1999, προβλέπει ότι:-

 

«10(1) Σε περίπτωση  διαφωνίας ή απόφασης του Δικαστηρίου λαμβάνεται κατά πλειοψηφία και εκδίδεται δημόσια από τον πρόεδρο ή το Δικαστή ο οποίος προήδρευσε του Τμήματος του Δικαστηρίου που επιλήφθηκε της υπόθεσης και υπογράφεται από αυτόν.  Εάν υπάρχει απόφαση μειοψηφίας και αυτή εκδίδεται δημόσια και απαγγέλλεται μετά την έκδοση της απόφασης της πλειοψηφίας.

Νοείται ότι ως προς οιοδήποτε νομικό σημείο το οποίο εγείρεται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, η γνώμη του Προέδρου ή του Προεδρεύοντα Δικαστή είναι δεσμευτική για τα Μέλη του Δικαστηρίου.

10(2) Ο Πρωτοκολλητής καταχωρίζει το υπογεγραμμένο έγγραφο της απόφασης στο Πρωτόκολλο καθώς και οποιαδήποτε απόφαση μειοψηφίας και αποστέλλει αντίγραφο ή αντίγραφα, ως ήθελε είναι η περίπτωση, στους διαδίκους.»

 

Εκείνο που φαίνεται να έχει σημασία σε κάθε περίπτωση, δεν είναι τόσο η ύπαρξη υπογραφών από τα δύο Μέλη, όσο ότι στο σώμα της απόφασης υπάρχουν ενδείξεις ή αναφορές ότι η απόφαση εκδίδεται και με τη σύμφωνη γνώμη των άλλων δύο Μελών του Δικαστηρίου.  Συνήθως, στις αποφάσεις Δικαστηρίων ειδικής δικαιοδοσίας, υπάρχει η φράση ότι η απόφαση εκδίδεται και με τη σύμφωνη γνώμη των Παρέδρων, γεγονός το οποίο με την υπογραφή του Προεδρεύοντος του Δικαστηρίου, σφραγίζει το θέμα της ομοφωνίας των Μελών του Δικαστηρίου.

 

Στην προκειμένη περίπτωση αν και δεν υπάρχει η ρητή αναφορά ότι η απόφαση εκφράζει και τη γνώμη των Παρέδρων, εντούτοις υπάρχουν αρκετές έμμεσες αναφορές, που κατά την άποψη μας δείχνουν καθαρά ότι η απόφαση εκφράζει και την άποψη των δύο άλλων Μελών.  Το Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρει σε διάφορα σημεία λέξεις στον πληθυντικό, οι οποίες σαφώς, κατά την άποψή μας, υποδηλώνουν του λόγου το αληθές, π.χ. «θα πρέπει να πούμε ότι ..», «Με βάση τα πιο πάνω, είμεθα της γνώμης ότι ..», «προς διακρίβωση των επιφυλάξεων τους όπως τις έθεσαν ενώπιον μας ..», «Υπό το πρίσμα των πιο πάνω νομικών αρχών, παρατηρούμε ότι ..», «Υπό το φως επομένως της νομολογίας που παραθέσαμε ..», «Λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες .., υπό τις περιστάσεις κρίνουμε ότι ..» και τέλος στη σελ. 17: «Με το ίδιο σκεπτικό επιδικάζουμε επίσης ..».  Στην προκειμένη περίπτωση που δεν υπάρχει καμιά άλλη ένδειξη περί του αντιθέτου, είμαστε ικανοποιημένοι ότι η απόφαση εκφράζει και τη γνώμη των δύο άλλων Μελών.

 

Προτού εγκαταλείψουμε το θέμα, θέλουμε να προσθέσουμε ότι για την αποφυγή οποιωνδήποτε αμφιβολιών, περισσότερο εκ μέρους των διαδίκων, ως προς το ομόφωνο ή όχι της απόφασης, στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει η υπογραφή των δύο άλλων Μελών στο τέλος της απόφασης, καλό θα ήταν τα δικαστήρια ειδικής δικαιοδοσίας κατά τη συγγραφή της απόφασης τους, να βεβαιώνονται ότι στο σώμα ή στο τέλος της απόφασης καθίσταται απόλυτα σαφές ότι αυτή εκφράζει και τη γνώμη των Παρέδρων.

 

Η ουσία της υπόθεσης - Λόγοι έφεσης 2-4

Ερχόμαστε τώρα στους επόμενους τρεις λόγους, τους οποίους θα εξετάσουμε μαζί.  Και οι τρεις αφορούν στην ουσία της υπόθεσης.  Με τον δεύτερο λόγο, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε το άρθρο 7(2) του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου του 1967 (όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 6/73) και εσφαλμένα εφάρμοσε το βάρος απόδειξης.  Με τον τρίτο λόγο, ότι είναι εσφαλμένο το εύρημα ότι οι Εφεσείοντες είχαν υποχρέωση να προβούν οι ίδιοι σε έρευνα για διακρίβωση της ακριβούς κατάστασης της υγείας του Εφεσίβλητου και με τον τέταρτο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε ως προς το εύρημά του, ότι οι Εφεσείοντες παρέβησαν τους όρους της σύμβασης εργοδότησης του Εφεσίβλητου.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, στη σελ. 11 της απόφασής του, ανέφερε ότι:-

 «Στην προκειμένη περίπτωση οι Καθ' ων η αίτηση αρνήθηκαν να απασχολήσουν τον Αιτητή όταν ο τελευταίος επέστρεψε στην εργασία του μετά από πολύμηνη αποχή λόγω ασθενείας, δια τον λόγο ότι η ιατρική βεβαίωση που προσκόμισε δεν παρείχε την ευχέρεια στους εργοδότες να διαπιστώσουν μετά βεβαιότητας ότι ο Αιτητής ήταν σε θέση να οδηγεί  συγκεκριμένο αριθμό ωρών ημερησίως για συγκεκριμένη χρονική περίοδο ή ήταν σε θέση να αναλάβει πλήρως τα καθήκοντα του ως οδηγός λεωφορείου, χωρίς οποιεσδήποτε επιφυλάξεις.»

 

Περαιτέρω, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά αναγνώρισε ότι την υποχρέωση για παροχή ασφάλειας στο χώρο εργασίας την έχει ο ίδιος ο εργοδότης, δηλαδή οι Εφεσείοντες.

 

Οι Εφεσείοντες, ενώ συμφωνούν με τις πιο πάνω διαπιστώσεις, ισχυρίζονται ότι στη συνέχεια το δικαστήριο εφαρμόζοντας λανθασμένα το άρθρο 7(2) του Νόμου 24/67 σε σχέση με το βάρος απόδειξης, κατέληξε στο πιο κάτω συμπέρασμα το οποίο θεωρούν εσφαλμένο:-

 

«Με τον ίδιο τρόπο ο εργοδότης οφείλει να αποδέχεται τις υπηρεσίες του εργοδοτούμενου, γιατί υπό διαφορετικές συνθήκες του στερεί τη δυνατότητα άσκησης της επαγγελματικής του ελευθερίας και γενικότερα ανάπτυξης της προσωπικότητας του και προσβάλλει την αξιοπρέπεια του.  Εκτός τούτου, και την προστασία της θέσης εργασίας από μία αυθαίρετη και αδικαιολόγητη απόλυση εύκολα θα μπορούσε ο εργοδότης να καταστρατηγήσει, αρνούμενος την πραγματική απασχόληση του εργοδοτούμενου, γιατί έτσι, αργά ή γρήγορα, θα εξαναγκαζόταν ο εργοδοτούμενος να εγκαταλείψει τη θέση του (Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο, 2006).

 

Με βάση τα πιο πάνω, είμεθα της γνώμης ότι στην προκειμένη περίπτωση, οι Καθ' ων η αίτηση ήταν αυτοί που όφειλαν να προβούν στις δέουσες ενέργειες ώστε να διαπιστώσουν εάν ο Αιτητής ήταν σε θέση ή όχι να προσφέρει τις πραγματικές του υπηρεσίες.»

 

Ο Εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι είναι ατεκμηρίωτος ο ισχυρισμός περί εσφαλμένης εφαρμογής του βάρους απόδειξης και ότι το θέμα εισάγεται ως νομικό για να συγκαλυφθεί η προσβολή ευρημάτων που αφορούν σε πραγματικά γεγονότα, κάτι που δεν επιτρέπεται.

 

Το άρθρο 7(2) του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου του 1967 (όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 6/73), προβλέπει ότι:-

«7(2) Καθ' οιανδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίαν δυνάμει του παρόντος άρθρου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι ο εργοδοτούμενος δεν ετερμάτισε την απασχόλησιν του νομίμως.»

 

Ο λόγος έφεσης 2 ευσταθεί.

 

Κατ' αρχάς, δεν συμφωνούμε με την εισήγηση ότι τα θέματα που εισάγονται με τους λόγους έφεσης, δεν είναι νομικά.  Με τους υπό εξέταση τρεις λόγους έφεσης, δεν προσβάλλονται ευρήματα που αφορούν σε πραγματικά γεγονότα, αλλά στον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο αντιμετώπισε το βάρος και επίπεδο απόδειξης.

Ερχόμαστε τώρα στην ουσία της έφεσης.  Ο Εφεσίβλητος είχε το βάρος να αποδείξει ότι μετά τον τραυματισμό του στο γόνατο, ήταν σε θέση να αναλάβει πλήρως τα καθήκοντά του.  Προς τούτο, παρουσίασε ιατρική βεβαίωση η οποία όμως δεν ήταν σαφής.  Οι Εφεσείοντες του ζήτησαν διευκρινίσεις.  Οι διευκρινίσεις που ζήτησαν κρίνονται εύλογες, δεδομένου ότι ο Εφεσίβλητος ήταν οδηγός δημόσιου λεωφορείου και ετίθετο θέμα ασφάλειας τόσο του ίδιου όσο και των επιβατών.  Του έδωσαν διάφορες υπαλλακτικές λύσεις.  Όμως ο Εφεσίβλητος επέμενε, παράλογα κατά την άποψή μας, στην αρχική βεβαίωση του ιατρού του.  Η ερμηνεία που ο ίδιος έδιδε στη βεβαίωση, ενείχε κινδύνους να μην πείσει τους εργοδότες του ότι ήταν σε θέση να επιστρέψει στην εργασία του. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι ικανοποιήθηκε το βάρος και επίπεδο απόδειξης.  Ο Εφεσίβλητος είχε προς όφελος του το τεκμήριο ότι δεν τερμάτισε ο ίδιος την εργοδότηση του.  Οι Εφεσείοντες είχαν το βάρος να ανατρέψουν το τεκμήριο.  Με τα στοιχεία που έθεσαν ενώπιον του δικαστηρίου, τα οποία δεν αμφισβητούνται, αντικειμενικά κρινόμενα θα έπρεπε να οδηγήσουν σε αντίθετη κατάληξη από αυτή που υιοθέτησε το πρωτόδικο δικαστήριο.  Το εύρημα του ότι, υπό τις περιστάσεις, οι Εφεσείοντες ήταν αυτοί που όφειλαν να προβούν σε δέουσες ενέργειες για να διαπιστώσουν εάν ο Εφεσίβλητος ήταν σε θέση να προσφέρει τις υπηρεσίες του, ήταν όχι μόνο παράλογο αλλά και αυθαίρετο και φαίνεται να συγχέει το τεκμήριο του μη τερματισμού της απασχόλησης από τον εργοδοτούμενο που προβλέπεται στο άρθρο 7(2) του Ν. 6/73.

 

Το εύρημα του δικαστηρίου το οποίο σχετίζεται με τον λόγο έφεσης 3, ότι οι ίδιοι οι Εφεσείοντες όφειλαν να διενεργήσουν τις απαιτούμενες έρευνες για να αποκτήσουν σαφή εικόνα, είναι εξίσου αυθαίρετο.  Με δεδομένο το νομικό τεκμήριο μη τερματισμού της απασχόλησης από τον εργοδοτούμενο, οι Εφεσείοντες επέλεξαν να στηριχθούν στη βεβαίωση που ο ίδιος προσκόμισε.  Το περιεχόμενο της βεβαίωσης, αντικειμενικά κρινόμενο, δεν μπορεί εύλογα να οδήγησε σε συμπέρασμα ότι ο Εφεσίβλητος ήταν σε θέση να επιστρέψει στην εργασία του.  Όπως εύλογα του εξήγησαν, η βεβαίωση άφηνε πολλά κενά τα οποία άσχετα με το νομικό τεκμήριο που δημιουργείται από το άρθρο 7(2), όφειλε ο ίδιος να τα συμπληρώσει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.  Εκείνο που φαίνεται να επιδίωκε ο Εφεσίβλητος, είναι να μην εργάζεται (οδηγεί) πολλές ώρες, χωρίς όμως να προσδιορίζεται είτε από τον ίδιο είτε από τον ιατρό του, για πόσες ακριβώς ώρες θα μπορούσε να εργάζεται.  Εύστοχα, κατά την άποψή μας, διερωτήθηκε ο δικηγόρος των Εφεσειόντων, ότι χωρίς να γνωρίζουν τις ακριβείς ώρες που μπορούσε να εργαστεί, πέραν του θέματος ασφάλειας που προέκυπτε, θα ήταν αδύνατο για τους ίδιους να του επιτρέψουν να οδηγήσει λεωφορείο, ενώ υπήρχε ενδεχόμενο μετά από λίγες ώρες να μην είναι σε θέση να οδηγεί.  Αν από την άλλη, οι Εφεσείοντες αναλάμβαναν την υποχρέωση που τελικά τους καταλόγισε το πρωτόδικο δικαστήριο, για να διερευνήσουν οι ίδιοι την ιατρική κατάσταση του Εφεσίβλητου, τα πράγματα θα περιπλέκονταν.  Ο δικηγόρος των Εφεσειόντων, στη γραπτή αγόρευση του, εύστοχα έθεσε το δίλημμα των πελατών του ως εξής:-

 

«γ) Σε σχέση τώρα με την επιβαλλόμενη - κατά το Δικαστήριο - «έρευνα» «με άλλα πρόσωπα» και προφανώς εδώ το Δικαστήριο εννοεί να παραπεμφθεί ο αιτητής σε γιατρό της εκλογής των καθ'ων η αίτηση (σελίς 14, 1η γραμμή):

 

αα)  Η τέτοια έρευνα οδηγεί σε αδιέξοδο.  Διότι ακόμα και αν ο γιατρός αυτός γνωμάτευε ότι ο αιτητής είναι πλήρως ικανός προς εργασία, τότε, εν όψει του ότι ο αιτητής - ενώ του ζητήθηκε - αρνείτο να αποσύρει την γνωμάτευση του γιατρού του, ποια από τις δύο ιατρικές εκθέσεις θα έπρεπε να εφαρμόσουν οι καθ' ων η αίτηση;  Αυτήν του θεράποντα γιατρού του αιτητή, οπότε δεν έπρεπε να του παράσχουν εργασία; Ή του δικού τους γιατρού που γνωμοδοτεί για το αντίθετο, ότι δηλαδή θα ήτο ικανός προς εργασία.  Και αν επέλεγαν - προφανώς προς το συμφέρον τους - να εφαρμόσουν την γνωμάτευση του δικού τους γιατρού και ο αιτητής εμπλέκετο - την επομένη ημέρα, ή τον επόμενο μήνα ή τον επόμενο χρόνο σε μικρό ή σοβαρό τροχαίο δυστύχημα, με θύματα τον ίδιο ή τους επιβάτες του λεωφορείου ή άλλα πρόσωπα, ποια από τις ιατρικές εκθέσεις θα υπερίσχυε, αυτή του θεράποντος γιατρού ή αυτή του γιατρού του εργοδότη;

 

Συνεπώς η λογική αυτή οδηγεί σε αδιέξοδα.

 

ββ)  Και εν πάση περιπτώσει, είναι λογικό - δεν είναι εντελώς παράλογο - να οδηγείται, με τους χειρισμούς του εργοδοτούμενου, ο εργοδότης σε ΔΙΛΗΜΜΑ κατά πόσο είναι ιατρικά ικανός ο εργαζόμενος να επανέλθει στην εργασία του, και να αντεπεξέλθει με ασφάλεια - δια τον ίδιο και για τους άλλους στα καθήκοντα εκ της εργασίας του, εργασία η οποία ενέχει κινδύνους, για τον ίδιο αλλά και για άλλα πολλά πρόσωπα;»                                           

 

Είναι εύλογα τα διλήμματα που θέτει ο συνήγορος των Εφεσειόντων.

Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων μας, κρίνουμε ότι, ευσταθεί και ο 4ος λόγος έφεσης, αφού είναι φανερό ότι η τελική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι Εφεσείοντες με τη συμπεριφορά τους παρέβησαν τους όρους της σύμβασης, εξαναγκάζοντας τον Εφεσίβλητο σε παραίτηση, είναι εσφαλμένη.  Επίσης εσφαλμένη είναι και η τελική κατάληξη, ότι ο Εφεσίβλητος νόμιμα και δικαιολογημένα τερμάτισε την απασχόλησή του.

 

Η Αγγλική υπόθεση David Sherratt Ltd. v. Williams, ανωτέρω, στην οποία γίνεται αναφορά στο σύγγραμμα Anderman, Law of Unfair Dismissal, ανωτέρω, διαφοροποιείται από την παρούσα περίπτωση.  Εκεί ο εργοδοτούμενος υπέφερε από χρονιαίες ασθένειες και οι εργοδότες ζήτησαν ιατρική γνωμάτευση κατά πόσον ο υπάλληλος τους μπορούσε να συνεχίσει την εργοδότησή του ή θα έπρεπε να αφυπηρετήσει πρόωρα λόγω των χρόνιων προβλημάτων του.  Σ' εκείνη την υπόθεση, ο εργοδοτούμενος δεν προερχόταν από αναρρωτική άδεια και ούτε υπήρχε ιατρική βεβαίωση από τον ιατρό του, όπως εδώ.  Η απόλυσή του, όπως αναφέρεται στην ίδια την απόφαση, «ήταν ουρανοκατέβατη», χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε ουσιαστική διαβούλευση ή προειδοποίηση.  Όμως εδώ, τα πράγματα διαφέρουν κατά πολύ.  Κατά την άποψή μας, οι Εφεσείοντες ενήργησαν εύλογα και κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια προς την κατεύθυνση του Εφεσίβλητου και του ιατρού του να ενημερωθούν για την ακριβή κατάσταση της υγείας του.  Επίσης, του πρόσφεραν εύλογες υπαλλακτικές λύσεις για εργοδότησή του, τις οποίες όμως παράλογα δεν δέχθηκε.  Κατά την άποψή μας, οι Εφεσείοντες ενήργησαν μέσα στα πλαίσια της λογικής.

 

Η έφεση επιτυγχάνει και επιδικάζονται €2000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ των Εφεσειόντων.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η Αίτηση απορρίπτεται, με πρωτόδικα έξοδα υπέρ των Εφεσειόντων-εναγομένων, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, και να εγκριθούν από το δικαστή που εκδίκασε την Αίτηση Εργατικών Διαφορών, πρωτοδίκως.

 

 

   

                                                               Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

 

                                                               Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

 

 

                                                               Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο