ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 908
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 61/2006 και 62/2006)
30 Ιουνίου, 2010
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 61/2006)
1. ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΚΟΥΤΖΙΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ/Ή ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΚΑΙ/Ή ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΠΑΡΑΣΧΟΥ (ΑΛΛΩΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ) ΚΟΥΤΖΙΗ,
2. ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΟΥΤΖΙΗΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
ν.
1. ΙΩΑΝΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
2. ΑΝΝΑΣ ΜΑΡΑΘΕΥΤΗ,
3. ΣΤΕΛΙΟΥ ΜΕΝΕΛΑΟΥ,
ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΤΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΜΙΧΑΛΗ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΑ ΛΑΤΣΙΑ ΚΑΙ/Ή ΩΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ/Ή ΤΩΝ ΝΟΜΙΜΩΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ/Ή ΕΞΑΡΤΩΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΕΝ ΛΟΓΩ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
________________________
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 62/2006)
1. ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΚΟΥΤΖΙΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ/Ή ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΚΑΙ/Ή ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΠΑΡΑΣΧΟΥ (ΑΛΛΩΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ) ΚΟΥΤΖΙΗ,
2. ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΟΥΤΖΙΗΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
ν.
1. ΙΩΑΝΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
2. ΑΝΝΑΣ ΜΑΡΑΘΕΥΤΗ,
3. ΣΤΕΛΙΟΥ ΜΕΝΕΛΑΟΥ,
ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΤΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΕΛΕΝΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΑ ΛΑΤΣΙΑ ΚΑΙ/Ή ΩΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ/Ή ΤΩΝ ΝΟΜΙΜΩΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ/Ή ΕΞΑΡΤΩΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΕΝ ΛΟΓΩ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
________________________
Στέλλα Ερωτοκρίτου (κα), για τους Εφεσείοντες.
Αλέξανδρος Ταλιαδώρος, για τους Εφεσίβλητους.
________________________
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στα πλαίσια των Συνενωμένων Αγωγών 9655/99 και 9656/99, τις οποίες καταχώρισαν οι διαχειριστές της περιουσίας των Μιχάλη και Ελένης Ιωάννου, (στο εξής τα «θύματα»), εναντίον της διαχειρίστριας της περιουσίας του Παρασκευά Κούτζιη, (στο εξής ο «οδηγός»), και της εταιρείας Επιχειρήσεις Κούτζιης Λτδ., καθόρισε τα ποσοστά ευθύνης των εμπλεκομένων στο τροχαίο ατύχημα, (το «ατύχημα»), που συνέβη στις 26/7/1997, γύρω στις 20:45, στη Λεωφόρο Λεμεσού, στα Λατσιά, ως και το ύψος των αποζημιώσεων. Συγκεκριμένα, επιμέρισε την ευθύνη σε ποσοστό 80% εναντίον του οδηγού, ο οποίος οδηγούσε το ημιφορτηγό όχημα Αρ. Εγγραφής JP 495, (το «ημιφορτηγό»), και 20% εναντίον των θυμάτων, τα οποία, κατά την ώρα του ατυχήματος, διέσχιζαν με τα πόδια την εν λόγω λεωφόρο. Στα διάφορα ποσά των αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν θα αναφερθούμε σε μεταγενέστερο στάδιο. Σημειώνουμε ότι το μόνο ζήτημα που συμφωνήθηκε και δηλώθηκε, επί βάσεως πλήρους ευθύνης του οδηγού, ήταν οι ειδικές αποζημιώσεις στις οποίες δικαιούνται οι περιουσίες των θυμάτων. Συγκεκριμένα, δηλώθηκε ότι κάθε περιουσία δικαιούται £2.325,00, εκ των οποίων £1.500,00 έξοδα διαχείρισης. Επίσης, επί της ίδιας βάσης, συμφωνήθηκε ότι η περιουσία της Ελένης, η οποία επέζησε του συζύγου της, έστω για κάποιες ώρες, δικαιούται, σύμφωνα με τον περί Αστικών Αδικημάτων (Τροποποιητικός) Νόμο του 1992, (Ν. 73(Ι)/92), ποσό £6.000,00 bereavement.
Η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αμφισβητείται καθ' όλη της την έκταση, τόσο από τους εφεσείοντες - εναγομένους στις Αγωγές Αρ. 9655/99 και 9656/99 - όσο και από τους εφεσίβλητους - ενάγοντες, με αντεφέσεις.
Για σκοπούς κατανόησης της υπόθεσης, παραθέτουμε τα γεγονότα τα οποία αποτελούσαν κοινό έδαφος ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου:-
Τα θύματα, ηλικίας 44 και 35 χρόνων, αντίστοιχα, ήταν σύζυγοι και, κατά το χρόνο του ατυχήματος, που ήταν και η αιτία του θανάτου τους, είχαν δύο παιδιά πλήρως εξηρτημένα από αυτούς: τον Κωνσταντίνο, ηλικίας 16 χρόνων, μαθητή της Τεχνικής Σχολής - γεννήθηκε στις 9/6/1981 - και τη Μαρία, ηλικίας 10 χρόνων, μαθήτρια δημοτικού - γεννήθηκε στις 15/9/1986. Ο Μιχάλης ήταν ιδιωτικός υπάλληλος (τεχνικός) στην εταιρεία Arimec Installations Ltd, η δε Ελένη μεταπωλητής στην εταιρεία Γιώργος Κατσάφαδος Λτδ. Ο θάνατος του Μιχάλη ήταν ακαριαίος, ενώ της Ελένης επήλθε την επομένη στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Ο οδηγός, για λόγους που δεν έχουν σχέση με το ατύχημα, πέθανε λίγους μήνες μετά από αυτό.
Η Λεωφόρος Λεμεσού στα Λατσιά είναι δρόμος διπλής κατεύθυνσης και φωτίζεται με λαμπτήρες υψηλής τάσης. Σε σημείο του δρόμου, πολύ πλησίον του ατυχήματος, υπάρχει κατάστημα με φωτεινή διαφημιστική πινακίδα. Από τον πλησιέστερο προς το σημείο όπου συνέβη το ατύχημα λαμπτήρα απουσίαζε το γυαλί. Η περιοχή είναι πυκνοκατοικημένη, με όριο ταχύτητας 50 μ.α.ω. Ο καιρός ήταν αίθριος, η άσφαλτος ξηρή και δεν υπήρχε ομίχλη.
Σε σχέση με την ευθύνη, από πλευράς εφεσιβλήτων, κατέθεσαν τρεις αστυνομικοί και τρεις πολίτες: Ο Μ.Ε.1, (Αστυφύλακας), ο οποίος έφτασε πρώτος στη σκηνή και ετοίμασε το σχέδιο του ατυχήματος - Τεκμήριο 2, ο Μ.Ε.4, (Αρχιαστυφύλακας), Εξεταστής Μηχανοκινήτων Οχημάτων, ο οποίος κατέθεσε σε σχέση με την ορατότητα των φώτων του ημιφορτηγού και τις ζημιές σ' αυτό, ο Μ.Ε.5, εξεταστής του ατυχήματος, ο Ορθόδοξος Ορθοδόξου - Μ.Ε.2, υπάλληλος σε παρακείμενο κατάστημα, ο οποίος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, οδηγούσε επί της ιδίας λεωφόρου μοτοσυκλέτα και κινείτο προς την αντίθετη κατεύθυνση που κινείτο ο οδηγός, ο Κώστας Πιταρά - Μ.Ε.3 και ο Κ. Χατζηγιάννης - Μ.Ε.6, συγγενείς των θυμάτων, οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι είδαν τα θύματα, όταν αυτά προσπαθούσαν να διασταυρώσουν. Ο Μ.Ε.3 ανέφερε ότι, καίτοι βρισκόταν στη σκηνή και είδε πώς συνέβη το ατύχημα, δεν το ανέφερε στο Μ.Ε.1, γιατί προτεραιότητά του τότε ήταν να βοηθηθούν οι τραυματίες, παρουσιάστηκε, όμως, στην Αστυνομία λίγες μέρες αργότερα και, στις 31/8/1997, έδωσε κατάθεση. Από πλευράς εφεσειόντων δεν υπήρξε οποιαδήποτε μαρτυρία.
Κατά τη δίκη, αυτά που έντονα αμφισβητήθηκαν, όσον αφορά τις συνθήκες του ατυχήματος, ήταν το σημείο της σύγκρουσης και η ορατότητα που είχε ο οδηγός, ενόψει του φωτισμού που υπήρχε στο σημείο και του γεγονότος ότι, εξ αντιθέτου, οδηγούντο αυτοκίνητα που είχαν αναμμένα τα φώτα, άλλα τα μικρά και άλλα τα μεγάλα, τα οποία, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, επηρέασαν την ορατότητα. Ως σημείο σύγκρουσης, ο οδηγός υπέδειξε στο Μ.Ε.1 το σημείο Χ, το οποίο βρίσκεται, περίπου, στο μέσο της λωρίδας που αυτός χρησιμοποιούσε και απέχει από την άκρη του δρόμου 1.60 μ., ενώ άλλοι μάρτυρες υπέδειξαν το σημείο Χ1, το οποίο βρίσκεται στο κέντρο του δρόμου επί τις διαχωριστικής άσπρης γραμμής. Σύμφωνα με το Μ.Ε.1, ο οδηγός, ο οποίος κατευθυνόταν προς Λευκωσία, όταν τον ρώτησε, στη σκηνή, πώς έγινε το ατύχημα, του ανέφερε ότι άκουσε ένα κτύπημα στο μπροστινό μέρος του ημιφορτηγού και νόμισε ότι κτύπησε με την εξ αντιθέτου οδηγούμενη μοτοσυκλέτα. Επειδή, όμως, είδε τη μοτοσυκλέτα να προχωρά, σταμάτησε, για να δει τι συνέβη. Κατέβηκε, οπότε είδε δύο πρόσωπα, τα οποία δεν είχε δει καθόλου προηγουμένως, πεσμένα στο δρόμο. Ο Μ.Ε.1 διαπίστωσε ότι το ημιφορτηγό έφερε κτύπημα στο δεξιό μπροστινό μέρος, σε ύψος από το έδαφος 30 εκ. - 130 εκ., το οποίο είχε πλάτος 30 εκ. Διαπίστωσε, επίσης, ότι το γυαλί του δεξιού μπροστινού σηματοδότη (trafficator) ήταν σπασμένο και υπήρχε κτύπημα στην κάτω δεξιά γωνία του ανεμοθώρακα. Στα σημεία που του υπέδειξαν στη σκηνή ως σημείο σύγκρουσης, ο ίδιος δεν εντόπισε είτε σπασμένα γυαλιά είτε οτιδήποτε άλλο. ΄Οταν, όμως, ο ίδιος έφτασε στη σκηνή, υπήρχε πλήθος κόσμου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έκαμε εκτενή αναφορά στη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, για λόγους που εξηγεί στην απόφασή του, αποδέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των αστυνομικών και του μοναδικού, όπως τον χαρακτήρισε, αυτόπτη μάρτυρα Ορθόδοξου Ορθοδόξου - Μ.Ε.2. Απέρριψε τη μαρτυρία των Μ.Ε.3 και Μ.Ε.6, ως κατασκευασμένη, με σκοπό την εξυπηρέτηση των θυμάτων. ΄Οταν αυτοί, διαπίστωσε, περνούσαν από τη σκηνή, δεν μπορεί τα θύματα να διασταύρωναν ή να βρίσκονταν στο κέντρο του δρόμου, αν τα οχήματά τους ήταν 40 μ. - 50 μ. μπροστά από το Μ.Ε.2, ο οποίος αντελήφθη τα θύματα από απόσταση 30 μ. - 35 μ. να προχωρούν στο κέντρο του δρόμου και να σταματούν για να περάσει προπορευόμενό του αυτοκίνητο. Η μόνη αλήθεια, κατέληξε, που είπε ο Μ.Ε.6, έστω και καθυστερημένα, στο Δικαστήριο είναι ότι τα θύματα βρίσκονταν στη δεξιά πλευρά του δρόμου και άρχισαν να διασταυρώνουν, μετά που ο ίδιος και ο Μ.Ε.3 πέρασαν από το σημείο που τους είδαν. Αν ήταν στο κέντρο του δρόμου, θα σταματούσε για να διασταυρώσουν. Οι διαπιστώσεις του, στη βάση της μαρτυρίας που αποδέχτηκε, ήταν, σε συντομία, οι εξής:-
Η περιοχή του δρόμου όπου συνέβη το ατύχημα φωτιζόταν από έναν ηλεκτρικό πάσσαλο και, επιπρόσθετα, από φωτεινή διαφημιστική πινακίδα, που βρίσκονταν ακριβώς απέναντι από τα σημεία σύγκρουσης - Χ και Χ1, έτσι ώστε η ορατότητα και από τις δύο κατευθύνσεις ήταν πέραν των 50 μ. Κατά την ώρα του ατυχήματος, το ημιφορτηγό, τα θύματα και η μοτοσυκλέτα που οδηγούσε ο Μ.Ε.2 βρέθηκαν περίπου στο ίδιο ύψος του δρόμου, με το ημιφορτηγό να κινείται στη λωρίδα κυκλοφορίας προς Λευκωσία, τη μοτοσυκλέτα να κατευθύνεται προς Λεμεσό και τα θύματα να βρίσκονται στο κέντρο του δρόμου. Η μαρτυρία του Μ.Ε.2 επιβεβαιώνεται, κατέληξε, και από την κατάθεση στην Αστυνομία του οδηγού, ο οποίος εξέλαβε ότι κτύπησε με τη μοτοσυκλέτα και όχι με τα θύματα. Στο ημιφορτηγό υπήρχαν ζημιές στο δεξιό μπροστινό μέρος, δεν υπήρχαν, όμως, ίχνη τροχοπέδησης. Ο οδηγός, πριν από τη σύγκρουση, δεν είχε αντιληφθεί ότι υπήρχαν πεζοί που διασταύρωναν. Το μήκος της λωρίδας κυκλοφορίας που χρησιμοποιούσε ήταν 3.20 μ., το πλάτος του ημιφορτηγού 1.70 μ. και το μήκος του 4.70 μ. Λαμβάνοντας υπόψη τη ζημιά στο δεξιό μπροστινό μέρος του ημιφορτηγού και τη μαρτυρία του Μ.Ε.2, κατέληξε ότι το σημείο σύγκρουσης δεν ήταν άλλο από το Χ1. Τα θύματα, τα οποία διασταύρωναν με τα πόδια το δρόμο στον οποίο κινείτο το ημιφορτηγό, όταν έφτασαν στο κέντρο του, σταμάτησαν, αναμένοντας τα εξ αντιθέτου κινούμενα οχήματα και, ιδιαίτερα, τη μοτοσυκλέτα του Μ.Ε.2 να περάσει, για να συνεχίσουν την πορεία τους. Ο οδηγός, ο οποίος οδηγούσε πολύ πλησίον ή ακόμη επί της διαχωριστικής γραμμής, παρά τον επαρκή φωτισμό και την ορατότητα που υπήρχε, δεν τα αντελήφθη, όπως είχε καθήκον να πράξει, και τα παρέσυρε, τραυματίζοντάς τα θανάσιμα. Με την παράλειψή του να τα αντιληφθεί, δεν εκπλήρωσε το καθήκον που είχε ως οδηγός.
Τον υποθετικό συλλογισμό ότι, κατά την ώρα της σύγκρουσης, το δεξιό μπροστινό μέρος του ημιφορτηγού βρισκόταν στο σημείο Χ τον απέρριψε, γιατί, σε τέτοια περίπτωση, έκρινε, το αριστερό μέρος του ημιφορτηγού θα κινείτο στο παγκέτο του δρόμου, αφού το Χ απείχε από την άκρη του δρόμου 1.60 μ. και το πλάτος του ημιφορτηγού ήταν 1.70 μ., και γιατί ο οδηγός, στην κατάθεσή του στην Αστυνομία - Τεκμήριο 8, ανέφερε ότι, όταν άκουσε θόρυβο, υπέθεσε ότι αυτός προήλθε από κτύπημα με τη μοτοσυκλέτα του Ορθοδόξου - Μ.Ε.2, ο οποίος, όμως, καθώς ανέφερε, οδηγούσε στο κέντρο της δικής του λωρίδας κυκλοφορίας και στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας όπου ο οδηγός τοποθετεί το σημείο της σύγκρουσης. Εφόσον, λοιπόν, καταλήγει το Δικαστήριο, ο οδηγός εξέλαβε ότι κτύπησε στη μοτοσυκλέτα, σημαίνει ότι αυτός κινείτο πολύ πλησίον ή επί της άσπρης διαχωριστικής γραμμής στο κέντρο του δρόμου. Με την κατάληξη ότι το σημείο όπου κτυπήθηκαν τα θύματα ήταν το Χ1, απέρριψε και τη θέση ότι πιθανότατα αυτά να διασταύρωναν τη λωρίδα που χρησιμοποιούσε το ημιφορτηγό, χωρίς να βεβαιωθούν για το ασφαλές του εγχειρήματός τους. Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από τη νομολογία[1], απέρριψε και την εισήγηση ότι οι αντιφάσεις στη μαρτυρία των εφεσιβλήτων δεν επέτρεπαν τη διαπίστωση των γεγονότων του ατυχήματος. Η αντίφαση, σημείωσε, μεταξύ της μαρτυρίας του Μ.Ε.6 και εκείνης των υπολοίπων μαρτύρων ως προς τη θέση των θυμάτων, δεν εξουδετερώνει τη δύναμη της μαρτυρίας των υπολοίπων, ειδικά, μάλιστα, όταν η μαρτυρία του Μ.Ε.6 δεν έγινε δεκτή. Καίτοι κατέληξε αιτία του ατυχήματος ήταν η οδήγηση του ημιφορτηγού πολύ πλησίον ή επί της άσπρης διαχωριστικής γραμμής και η παράλειψη του οδηγού να ελέγχει το δρόμο, ώστε αυτός να αντιληφθεί έγκαιρα τα θύματα, υπό το φως των περιστάσεων, και αυτά ήταν συνυπεύθυνα για το ατύχημα. ΄Εκρινε, ενόψει του εγχειρήματός τους να διασταυρώσουν διπλής κατεύθυνσης δρόμο, με πυκνή τροχαία κίνηση, κατά τη διάρκεια της νύκτας, από σημείο που δεν υπήρχε διασταύρωση πεζών και χωρίς να βεβαιωθούν ότι οι λωρίδες κυκλοφορίας, έκτασης 6.40 μ., ήταν ελεύθερες, ώστε να μην αναγκαστούν να σταματήσουν στο κέντρο του δρόμου, ότι και αυτά έφεραν ευθύνη και την επιμέρισε όπως έχουμε προαναφέρει.
Ακολούθως, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε για τους εφεσίβλητους σε σχέση με τις αποζημιώσεις - κατέθεσαν οκτώ μάρτυρες, μεταξύ των οποίων οι εργοδότες των θυμάτων, Μ.Ε.13 και Μ.Ε.14, ο λογιστής της εταιρείας όπου εργαζόταν η Ελένη, Μ.Ε.10, ο Χ. Γαβριηλίδης, Ανώτερος Φοροθέτης, Μ.Ε.8, η Ελένη Δρουσιώτη, υπάλληλος των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Μ.Ε.7, ο γιος των θυμάτων Κωνσταντίνος, Μ.Ε.11 και ο θείος του, Μ.Ε. 12 - και καθοδηγήθηκε από τη νομολογία για τα διάφορα θέματα που προέκυπταν, επιδίκασε, αφαιρουμένου του ποσού που αναλογούσε στο ποσοστό ευθύνης των θυμάτων, τα πιο κάτω ποσά:-
Στην Αγωγή 9655/99:
(α) Προς όφελος του εξαρτωμένου Κωνσταντίνου Ιωάννου £20.670,00.
(β) Προς όφελος της εξαρτωμένης Μαρίας Ιωάννου £48.230,00.
(γ) Προς όφελος της περιουσίας του Μιχάλη Ιωάννου ποσό £1.850,00.
Στην Αγωγή 9656/99:
(α) Προς όφελος του εξαρτωμένου Κωνσταντίνου Ιωάννου £28.800,00.
(β) Προς όφελος της εξαρτωμένης Μαρίας Ιωάννου £86.400,00.
(γ) Προς όφελος της περιουσίας της Ελένης Ιωάννου ποσό £1.850,00 και £4.800,00 για την απώλεια του συζύγου της (Bereavement).
Επιδίκασε, επίσης, τόκο προς 8% ετησίως - επί των ποσών των γενικών αποζημιώσεων από 24/8/1999, ημερομηνία επίδοσης του Κλητηρίου Εντάλματος, και επί των ειδικών αποζημιώσεων προς όφελος της περιουσίας των θυμάτων από 22/5/2002, ημερομηνία καταχώρισης της ΄Εκθεσης Απαίτησης.
Για τον υπολογισμό των αποζημιώσεων των εξαρτωμένων, οι οποίες καθορίζονται από το ΄Αρθρο 58(15)[2] του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από την Καζάκου ν. Αβρααμίδου κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1626, επέλεξε, μεταξύ των τριών μεθόδων[3] που προσφέρονται, ως την πλέον κατάλληλη για την περίπτωση, τη μέθοδο της ποσοστιαίας προσέγγισης, αφού ήταν αδύνατος ο καθορισμός των προσωπικών εξόδων των θυμάτων. ΄Ελαβε υπόψη του, για τον καθορισμό του πολλαπλασιαστή σε 10 χρόνια για το Μιχάλη και 12 χρόνια για την Ελένη, μεταξύ άλλων, την ηλικία των θυμάτων και των εξαρτωμένων τους και, για τον πολλαπλασιαστέο, τη μαρτυρία των εργοδοτών τους, οι οποίοι ανέφεραν ότι ήταν εργατικοί, έντιμοι και με άριστες προοπτικές ανέλιξης υπάλληλοι, με βέβαιη τη σημαντική αύξηση των εισοδημάτων τους. Καθόρισε, δεδομένων των τελευταίων ετήσιων ακαθάριστων απολαβών τους, £7.392,00 και £9.641,00, αντίστοιχα, και ότι, εάν ζούσαν, κατά τη δίκη, σύμφωνα με τους εργοδότες τους, θα αμείβονταν με £14.000,00 και £36,000,00 ετησίως, αντίστοιχα, τα ποσά που κάθε ένας από αυτούς θα συνεισέφερε στους εξαρτωμένους του. Υιοθέτησε για το Μιχάλη, οι απολαβές του οποίου, στα οκτώ, περίπου, χρόνια που μεσολάβησαν από το ατύχημα μέχρι τη δίκη, σχεδόν θα διπλασιάζονταν, ως μέσο όρο των ακαθάριστων απολαβών του για τα 10 χρόνια που καθόρισε ως πολλαπλασιαστή συνεισφοράς προς τους εξαρτωμένους του το ποσό των £13.000,00. Από αυτό, αφαίρεσε ποσό £1.500,00 για φόρους, Κοινωνικές Ασφαλίσεις και άλλα έξοδα και, ακολούθως, ποσό £2.875,00, που αντιστοιχεί με το 25% του καθαρού του εισοδήματος, για τα προσωπικά του έξοδα. Το εναπομείναν μετά την αφαίρεση και του 20% της ευθύνης των θυμάτων ποσό των £6.890,00[4] το πολλαπλασίασε επί 10, τα χρόνια που καθόρισε ως περίοδο της εξάρτησης του Μιχάλη. Για την Ελένη, επειδή θεώρησε το ποσό των £36.000,00 ετησίως, που ανέφερε ο εργοδότης της, υποθετικό, υιοθέτησε ποσό £18.000,00 ως μέσο όρο των ετήσιων απολαβών της για τα 12 χρόνια που καθόρισε ως πολλαπλασιαστή. Από αυτό αφαίρεσε £2.000,00 για φόρους, Κοινωνικές Ασφαλίσεις και άλλα έξοδα και, ακολούθως, ποσό £4.000,00, που αντιστοιχεί με το 25% του καθαρού εισοδήματός της, για δικά της έξοδα. Το υπόλοιπο ποσό, μετά την αφαίρεση του ποσοστού ευθύνης, των £9.600,00 το πολλαπλασίασε επί 12, τα χρόνια που καθόρισε ως περίοδο εξάρτησης της Ελένης. Στη συνέχεια, στηριζόμενο στη μαρτυρία του Κωνσταντίνου - Μ.Ε.11 - ο οποίος, μαζί με το θείο του - Μ.Ε.12 - περιέγραψαν την πορεία των εξαρτωμένων, κατέληξε ότι ο Κωνσταντίνος, ο οποίος από το 2002 που αποφοίτησε από το Ανώτερο Ξενοδοχειακό Ινστιτούτο Κύπρου εργάζεται ως μάγειρας και διαμένει με την αρραβωνιαστικιά του σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα, δικαιούται το ½ του συνολικού ποσού της εξάρτησης (family pool) - (£8.625,00 του Μιχάλη + £12.000,00 της Ελένης = £20.625 : 2 = £10.312,50) - για περίοδο μόνο έξι χρόνων. Για τα υπόλοιπα τέσσερα χρόνια το συνολικό ποσό της εξάρτησης του Μιχάλη και τα υπόλοιπα έξι χρόνια του συνολικού ποσού της εξάρτησης της Ελένης τα επιδίκασε στη Μαρία, η οποία μετά την αποφοίτησή της το 2005 από Λύκειο στην Ελλάδα, όπου παρέμεινε με τους γονείς της μητέρας της λόγω του θανάτου των γονιών της, σπούδαζε αισθητικός στα Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης, όπου η φοίτησή της ήταν τετραετής.
Θα εξετάσουμε τα διάφορα θέματα που εγείρονται με τις εφέσεις, με πρώτο αυτό της ευθύνης για το ατύχημα. Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ευθύνη αμφισβητούνται και από τις δύο πλευρές.
Η κ. Ερωτοκρίτου, για τους εφεσείοντες, υποστηρίζει ότι όλες οι διαπιστώσεις που οδήγησαν στο να κριθεί ο οδηγός υπεύθυνος για το ατύχημα είναι αντινομικές και αυθαίρετες. Η ορατότητα των 50 μ., υπέβαλε, δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία που έγινε δεκτή ως αξιόπιστη. Δεδομένης της μαρτυρίας του Μ.Ε.4 ότι η ορατότητα ενός οδηγού, όταν τα φώτα του οχήματός του βρίσκονται στη χαμηλή στάση, είναι μόνο 17 μ. - το ημιφορτηγό οδηγείτο με τα φώτα στη χαμηλή στάση - και της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 ότι ο ηλεκτρικός πάσσαλος, ο οποίος βρισκόταν στη δεξιά πλευρά του δρόμου σε σχέση με την κατεύθυνση του οδηγού, δε φώτιζε πέραν από το κέντρο του δρόμου, σε συνάρτηση με την απουσία μαρτυρίας ως προς την ένταση και την έκταση του φωτισμού από τη φωτεινή διαφημιστική πινακίδα, το εύρημα για την ορατότητα δε δικαιολογείται. Ως προς το σημείο Χ1, που έγινε δεκτό ως σημείο σύγκρουσης, η απουσία, υπέβαλε, σ' αυτό αντικειμενικών στοιχείων του αφαιρεί τη σημασία που αυτό θα είχε ως πραγματική μαρτυρία, για τον έλεγχο της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ιδιαίτερα του Μ.Ε.2.
Υποθετικοί, αυθαίρετοι και αντίθετοι με τη μαρτυρία που το Δικαστήριο αποδέχτηκε ως αξιόπιστη, υπέβαλε η κ. Ερωτοκρίτου, είναι και οι υπολογισμοί αναφορικά με τις αποστάσεις. Συγκεκριμένα, ενώ ο Μ.Ε.2 ανέφερε ότι το προπορευόμενό του όχημα ήταν σε απόσταση 30 μ. - 35 μ., το Δικαστήριο - και τούτο για να δικαιολογήσει το εύρημά του ότι την ώρα της σύγκρουσης ο μάρτυρας βρισκόταν μπροστά από τα θύματα - κατέληξε ότι η απόσταση ήταν μεγαλύτερη - 40 μ. - 45 μ. Εντελώς υποθετική είναι η κατάληξή του ότι δεν ήταν δυνατό τα θύματα να σταμάτησαν στο κέντρο του δρόμου, για να περάσει το προπορευόμενο του Μ.Ε.2 όχημα. Δεν υπάρχει μαρτυρία, υπέδειξε η κ. Ερωτοκρίτου, ότι το ημιφορτηγό παρεξέκλινε της πορείας του, όπως δεν υπάρχει οτιδήποτε, που να καταδεικνύει ότι, όταν τα θύματα άρχισαν να διασταυρώνουν, αυτά βρίσκονταν σε απόσταση που μπορούσε ο οδηγός να τα δει και να τα αποφύγει. ΄Ο,τι, υπέβαλε η κ. Ερωτοκρίτου, συνάγεται από τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 είναι ότι το ημιφορτηγό, όταν τα θύματα άρχισαν να διασταυρώνουν το δρόμο, βρισκόταν πολύ κοντά τους και δεν παρεχόταν χρόνος ο οδηγός να αντιδράσει, για να τα αποφύγει. Λανθασμένη, επίσης, και αντινομική χαρακτήρισε και την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.6, ο οποίος, καίτοι κρίθηκε αναξιόπιστος, μέρος της μαρτυρίας του χρησιμοποιήθηκε από το Δικαστήριο· συγκεκριμένα, ότι τα θύματα δεν βρίσκονταν στο κέντρο του δρόμου όταν ο ίδιος περνούσε από το σημείο της σύγκρουσης, γιατί, διαφορετικά, θα σταματούσε για να διασταυρώσουν.
Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση του κ. Ταλιαδώρου, ο οποίος υπεραμύνθηκε των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου ως προς τις συνθήκες στη σκηνή και τον τρόπο που έγινε το ατύχημα, όχι, όμως, και της κατάληξής του για συντρέχουσα αμέλεια των θυμάτων, την οποία αμφισβητεί με την αντέφεση. Αυτή, υποστηρίζει δε δικαιολογείται, στη βάση των επί μέρους διαπιστώσεων. Είναι η θέση του ότι τα θύματα ενήργησαν ως θα ενεργούσε ο μέσος λογικός πεζός. Αφού διασταύρωσαν με ασφάλεια την πρώτη λωρίδα κυκλοφορίας, σταμάτησαν επί της διαχωριστικής άσπρης γραμμής και ανέμεναν να ελευθερωθεί και η δεύτερη λωρίδα κυκλοφορίας.
Παρά το γεγονός ότι δε διατυπώνεται με σαφήνεια λόγος έφεσης σε σχέση με την πτυχή της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων, θεωρούμε ότι, με τα όσα προβάλλονται σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Ε.6 και Μ.Ε.2, έμμεσα προσβάλλεται και αυτή η πτυχή.
Οι αρχές, με βάση τις οποίες επεμβαίνει το εφετείο στις διαπιστώσεις ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου - είτε αναφέρονται σε γεγονότα είτε στην αξιοπιστία των μαρτύρων - είναι γνωστές· μόνο, αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Παραπέμπουμε σχετικά στην Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614.
΄Εχουμε εξετάσει με προσοχή τα σημεία της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων, τα οποία η κ. Ερωτοκρίτου αλλά και ο κ. Ταλιαδώρος, σε απάντηση, υπέδειξαν και δε διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας γενικά ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Τα όσα η κ. Ερωτοκρίτου σχολίασε σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.6, δεν ευσταθούν. Είναι νομολογημένο ότι, στο δικαστήριο, παρέχεται δυνατότητα, για συγκεκριμένους λόγους, να αποδεχτεί μέρος μόνο της μαρτυρίας ενός μάρτυρα - (βλ. Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 1 και Στεφάνου ν. Νεοφύτου (2002) 1 Α.Α.Δ. 666).
Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την ευκαιρία που είχε να παρακολουθήσει το Μ.Ε.6, υπό το φως, πάντοτε, και της υπόλοιπης μαρτυρίας, καίτοι τον έκρινε αναξιόπιστο, αποδέχτηκε μέρος της μαρτυρίας του και αιτιολόγησε, κατ' εύλογο και πειστικό τρόπο, την κατάληξή του. Τα όσα ο μάρτυρας κατέθεσε και δεν έγιναν δεκτά έρχονταν σε αντίθεση με την αξιόπιστη μαρτυρία του Μ.Ε.2, με τη μοτοσυκλέτα του οποίου ο οδηγός εξέλαβε ότι συγκρούστηκε. Δε διαπιστώνουμε οτιδήποτε το αντινομικό στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ.Ε.6., όπως δε διαπιστώνουμε σφάλμα στις διαπιστώσεις ως προς την ορατότητα και το σημείο της σύγκρουσης. Ο Μ.Ε.4, όντως, ανέφερε ότι η ορατότητα, όταν ένα όχημα οδηγείται με τα φώτα στη χαμηλή τάση, είναι 17 μ., αλλά αυτό, όταν δεν υπάρχει φωτισμός στο δρόμο. Ο συγκεκριμένος δρόμος φωτιζόταν, όχι μόνο από λαμπτήρες ψηλής τάσης - κοντά στο σημείο όπου έγινε η σύγκρουση υπήρχε λαμπτήρας που άναβε, έστω και αν το γυαλί του ήταν σπασμένο - αλλά και από τα φώτα παρακειμένων καταστημάτων, όπως κατέθεσε ο Μ.Ε.5, ο οποίος εξήγησε ότι, και αν ακόμη ο δρόμος δεν είχε φωτισμό, η ορατότητα από τα φώτα των καταστημάτων θα ήταν πέραν των 30 μ. Συνεπώς, η διαπίστωση σε σχέση με την ορατότητα των 50 μ. κάθε άλλο παρά αυθαίρετη είναι. Το ίδιο ισχύει και για το σημείο της σύγκρουσης. Το γεγονός ότι δεν εντοπίστηκε στο σημείο Χ1 οτιδήποτε, ενόψει, ειδικότερα, του γεγονότος ότι μέχρι την έλευση του Μ.Ε.1 στη σκηνή διακινήθηκε πολύς κόσμος, δεν εξουδετερώνει το αξιόπιστο της μαρτυρίας του Μ.Ε.2, η παρουσία του οποίου στο σημείο της σύγκρουσης βεβαιώνεται από την κατάθεση του οδηγού, ο οποίος εξέλαβε πως συγκρούστηκε μαζί του. Το Δικαστήριο, με δεδομένη την υπόλοιπη αντικειμενική μαρτυρία - ζημιά έκτασης μήκους 30 εκ. στο δεξιό μπροστινό μέρος του ημιφορτηγού, ράγισμα και βούλωμα του ανεμοθώρακα, απόσταση του Χ και Χ1 από την άκρη του δρόμου, πλάτος ημιφορτηγού - δέχτηκε τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 ως αξιόπιστη. Τα αντικειμενικά στοιχεία, τα οποία εξειδίκευσε το Δικαστήριο, αποτελούν στοιχεία απόλυτα συνδεδεμένα με την αξιοπιστία του και προσδιοριστικά αυτής. Δε συμμεριζόμαστε τη θέση της κ. Ερωτοκρίτου περί του λανθασμένου της κατάληξης ως προς το σημείο της σύγκρουσης. Τα περί μη ύπαρξης μαρτυρίας ω προς τον τρόπο που τα θύματα διέσχιζαν το δρόμο, επίσης, δεν ευσταθούν. Ο Μ.Ε.2 αναφέρθηκε με σαφήνεια πώς αυτά διασταύρωναν. Σταμάτησαν, ανέφερε, όταν διέσχισαν την πρώτη λωρίδα, πέρασε από μπροστά τους το προπορευόμενό του όχημα και, σε κλάσματα δευτερολέπτου, κτυπήθηκαν.
Ούτε τα περί λανθασμένων υπολογισμών των αποστάσεων ευσταθούν. Ο Μ.Ε.2, αναφερόμενος σε αποστάσεις, δεν τις προσδιόριζε με μαθηματική ακρίβεια. Δεν μπορούσε, άλλωστε. Δε βρισκόταν εκεί εν αναμονή του ατυχήματος, για να καταγράφει με ακρίβεια τις αποστάσεις. Είναι ανθρωπίνως αδύνατο, σε περιπτώσεις ατυχημάτων τα οποία συμβαίνουν αναπάντεχα, να αναμένεται είτε από τους οδηγούς που εμπλέκονται σ' αυτά είτε από άλλους που κινούνται στο δρόμο να περιγράφουν αποστάσεις και άλλες λεπτομέρειες που επικρατούν με μαθηματική ακρίβεια. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόσταση του προπορευόμενου από το Μ.Ε.2 οχήματος ήταν 40 - 45 μ. ήταν, καθ' όλα, εύλογη, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου της μαρτυρίας.
Θεωρούμε τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος αλλά και ως προς τα ποσοστά ευθύνης των εμπλεκομένων καθ' όλα ορθές και δεν είμαστε διατεθειμένοι να επέμβουμε.
Λόγοι έφεσης 9, 10, 11, 12, 13, σε σχέση με τις αποζημιώσεις:
Με πέντε λόγους έφεσης, αμφισβητείται η ορθότητα του τρόπου υπολογισμού της εξάρτησης (πολλαπλασιαστέος). Στην αναζήτησή του, υπέβαλε η κ. Ερωτοκρίτου, σε σχέση με το Μιχάλη, λήφθηκαν υπόψη οι ακάθαρτες απολαβές του από το 1995 μέχρι την ημέρα του θανάτου του και η μαρτυρία του εργοδότη του, η οποία, όμως, είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με το μισθολογικό ιστορικό. Αυτό δεν απεικονίζει αύξηση της τάξεως του 10%, που υπολόγισε το Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του Μ.Ε.13. Τεκμηριωμένη μαρτυρία ως προς το ύψος των αυξήσεων δεν υπάρχει, ώστε να δικαιολογείται η κατάληξη ότι οι ετήσιες απολαβές του θα ήταν £14.000,00 κατά το χρόνο της δίκης. Ειδικότερα, υπέδειξε την απουσία μαρτυρίας για άλλους υπαλλήλους από το λογιστήριο της εταιρείας όπου εργαζόταν και την αδυναμία του Μ.Ε.13 να αναφερθεί στο ποσό των προσαυξήσεων την περίοδο 1994 - 1997. Καίτοι, υπέβαλε, το Δικαστήριο αναγνώρισε την αδυναμία καθορισμού των ακαθάριστων ετήσιων απολαβών του, προέβη στον υπολογισμό της εξάρτησης, στη βάση των £13.000,00.
Σε σχέση με την Ελένη, η κ. Ερωτοκρίτου υπέδειξε τη χωρίς υπόβαθρο υιοθέτηση του ποσού των £18.000,00 ετησίως ως ακάθαρτες απολαβές της. Οι χειρόγραφες καταστάσεις - Τεκμήρια 30, 31, 32 - που κατατέθηκαν δε δικαιολογούν, υπέβαλε, την κατάληξη, αφού σ' αυτές εμφανίζονται ποσά που δεν έπαιρνε η Ελένη αλλά τρίτο πρόσωπο. Τέλος, αναφέρθηκε στην απουσία αποδείξεων ή άλλων στοιχείων, που να καταδεικνύουν ότι τα ποσά των διαφόρων καταγραφών στα τεκμήρια πληρώθηκαν στην Ελένη. Στους λογαριασμούς, τους οποίους κατέθεσε ο λογιστής - Μ.Ε.10 - για την εργοδότρια εταιρεία, οι οποίοι έγιναν στη βάση των χειρόγραφων σημειώσεων ως μισθοί και προμήθειές της το 1997 μέχρι την ημέρα του θανάτου της, εμφανίζεται ποσό £4.278,01 και όχι £6.477,00, που ο μάρτυρας ανέφερε. Επίσης, οι φορολογικές δηλώσεις έγιναν μετά το θάνατό της.
Λανθασμένη θεωρούν οι εφεσείοντες και την αφαίρεση ποσού της τάξεως του 25% από το ποσό της εξάρτησης. Αυτό, εισηγούνται, αφαιρείται μόνο σε περιπτώσεις που το θύμα εγκαταλείπει σύζυγο και τέκνα. Τα επιδικασθέντα ποσά εξάρτησης είναι λανθασμένα και για το λόγο ότι ο υπολογισμός της χρηματικής απώλειας των εξαρτωμένων δε διαχωρίστηκε για την περίοδο πριν και μετά τη δίκη, όπως γίνεται στις περιπτώσεις θανατηφόρων δυστυχημάτων. Ο διαχωρισμός είναι αναγκαίος, επειδή η απώλεια, μέχρι τη δίκη, αποκρυσταλλώνεται και θεωρείται ειδική αποζημίωση, για την οποία επιδικάζεται το ½ του προβλεπόμενου τόκου. Μετά τη δίκη, η απώλεια θεωρείται μελλοντική και φέρει τον προβλεπόμενο από το νόμο τόκο. Κατά τη δίκη, υπέβαλαν οι εφεσείοντες, τόσο ο Κωνσταντίνος όσο και η Μαρία είχαν απεξαρτικοποιηθεί, γεγονός που δε λήφθηκε υπόψη, όπως δε λήφθηκε υπόψη ότι, μετά την απεξαρτικοποίηση του Κωνσταντίνου, το ποσό της εξάρτησής του δεν μπορούσε να μεταβιβαστεί στη Μαρία.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένη είναι και η επιδίκαση τόκου 8% ετησίως από την ημερομηνία επίδοσης της αγωγής. Εάν, εισηγούνται, γινόταν διαχωρισμός της εξάρτησης για την περίοδο πριν και μετά τη δίκη, δε θα υπήρχε σφάλμα, αφού δεν μπορεί να επιδικάζεται τόκος προς 8% ετησίως για ειδική απώλεια.
Οι εφεσίβλητοι, με τις αντεφέσεις τους, αμφισβητούν τόσο την ορθότητα του πολλαπλασιαστή όσο και το χρόνο επιδίκασης των τόκων. Ισχυρίζονται ότι η ηλικία των θυμάτων και των εξαρτωμένων τους, λαμβανομένης υπόψη της επιμήκυνσης της διάρκειας της ζωής, δικαιολογούσε μεγαλύτερης διάρκειας πολλαπλασιαστή. Παραγνωρίστηκε, υπέβαλαν, η μαρτυρία του Μ.Ε.12 ότι ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα όνειρά του για περαιτέρω σπουδές, λόγω έλλειψης των οικονομικών πόρων, όπως και ότι η Μαρία, μετά την αποφοίτησή της, δεν έπαυσε να είναι εξαρτωμένη, αφού χρειαζόταν κάποιος χρόνος για να αποκατασταθεί επαγγελματικά. Ως προς το ζήτημα των τόκων, εσφαλμένα, υπέβαλαν, δεν επιδικάστηκε τόκος ύψους 8% ετησίως επί όλων των ποσών των αποζημιώσεων από την ημέρα γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι η καταχώριση της αγωγής δύο χρόνια μετά το ατύχημα δε δικαιολογείτο από τα διάφορα προβλήματα που οι διαχειριστές της περιουσίας των θυμάτων είχαν να επιλύσουν.
Εξετάζοντας πρώτα το ζήτημα του πολλαπλασιαστή των 10 και 12 χρόνων που καθορίστηκε για τα θύματα, υπό το φως όλων όσα αναπτύχθηκαν ενώπιόν μας, δε βρίσκουμε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την πρωταρχική ευθύνη για τον καθορισμό του, να έχει αποστασιοποιηθεί απ' ό,τι η νομολογία[5] καθορίζει, σε βαθμό που να δικαιολογείται επέμβασή μας. ΄Ολα τα δεδομένα, όπως εργατικότητα των θυμάτων στην εργασία τους, αφοσίωσή τους στην οικογένειά τους, ηλικία τους, προσδοκία μεγαλύτερης διάρκειας ζωής, συνεκτιμήθηκαν, έτσι ώστε ο λόγος αντέφεσης που αφορά στον πολλαπλασιαστή δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Σύμφωνα με καθιερωμένη πρακτική, ο πολλαπλασιαστής, σε περιπτώσεις υπολογισμού εξάρτησης, χωρίζεται σε δύο περιόδους - η πρώτη αφορά την περίοδο πριν τη δίκη και η δεύτερη την περίοδο μετά. Αυτό, βέβαια, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχεται δυνατότητα ακριβούς υπολογισμού των εισοδημάτων του αποβιώσαντος μέχρι τη δίκη. Στην παρούσα περίπτωση, όπου η διάρκεια του χρόνου εξάρτησης ήταν μεγάλη - είχαν, ήδη, από την ημέρα του ατυχήματος παρέλθει οκτώ χρόνια - και ο ακριβής προσδιορισμός των εισοδημάτων των θυμάτων δεν ήταν δυνατός, το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε την αποδεκτή μέθοδο του μέσου όρου των ακαθάριστων απολαβών των θυμάτων και μετά προχώρησε σε αφαιρέσεις, για σκοπούς προσδιορισμού των καθαρών απολαβών τους.
΄Εχουμε εξετάσει τα όσα η κ. Ερωτοκρίτου σχολίασε σε σχέση με τη μαρτυρία του Μ.Ε.13 και την αντίθεσή της με το μισθολογικό ιστορικό του Μιχάλη. Δε συμφωνούμε με τη θέση της ότι η παράλειψη των εφεσιβλήτων να προσκομίσουν μαρτυρία από το λογιστήριο σε σχέση με τους μισθούς άλλων υπαλλήλων της εταιρείας, στην οποία εργαζόταν ο Μιχάλης, σε συνδυασμό με τους μισθούς του για τα έτη 1995, 1996 και τους επτά μήνες του 1997, όπως αυτοί προέκυπταν από τα στοιχεία του Φόρου Εισοδήματος και των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, διαψεύδουν το Μ.Ε.13. Ο μάρτυρας αυτός δεν αναφέρθηκε σε προσαύξηση του μισθού του Μιχάλη σε 10% αλλά, περίπου, 10%. Δεν καθόρισε, σε οποιοδήποτε στάδιο, ποσοστό αύξησης με ακρίβεια. Ποιες οι απολαβές άλλων υπαλλήλων στην εταιρεία δεν ενδιέφεραν ούτε και θα προσδιόριζαν το ζητούμενο, δηλαδή το μισθό του Μιχάλη, ώστε η παράλειψη προσκόμισης τέτοιων στοιχείων να επιδρούσε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.13 ως αξιόπιστης. Από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του Μ.Ε.13 και έγινε δεκτό ότι οι ακάθαρτες απολαβές του Μιχάλη κατά τη δίκη θα ήταν σχεδόν διπλάσιες, το ερώτημα είναι εάν ορθά καθορίστηκε το ποσό των £13.000,00 ως μέσος όρος.
Ο καθορισμός των αποζημιώσεων, ιδιαίτερα αυτών που πηγάζουν από το θάνατο ενός προσώπου, δε γίνεται με ακριβείς μαθηματικές εξισώσεις, αφού υπάρχουν τόσα αβέβαια και ανυπολόγιστα στοιχεία. ΄Ο,τι το δικαστήριο μπορεί και πρέπει να πράξει είναι να αξιολογήσει, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τα στοιχεία που παρουσιάζονται, έτσι ώστε το ποσό να είναι αποτέλεσμα ορθού και δίκαιου υπολογισμού - (βλ. Καζάκου ν. Αβρααμίδου κ.ά.).
Στην παρούσα περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη τον πολλαπλασιαστή που καθορίστηκε και ότι ο μισθός του Μιχάλη, στα οκτώ χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι τη δίκη, θα διπλασιαζόταν, καταλήγουμε ότι το ποσό των £13.000,00, που καθορίστηκε ως ποσό της συνεισφοράς του στα εξαρτώμενά του, δικαιολογείται.
Σ' ό,τι αφορά το ποσό της συνεισφοράς της Ελένης στα εξαρτώμενά της, παρατηρούμε ότι οι διάφορες χειρόγραφες καταστάσεις προμηθειών - (Τεκμήρια 30, 30Α, 30Β και 30Γ) - μαζί με τις διάφορες καταγραφές στα Τεκμήρια 30 - 32, που ετοίμασε και υπέβαλε στο Φόρο Εισοδήματος ο Μ.Ε.10, τεκμηριώνουν τις απολαβές της για την περίοδο 1995 - 1997, εφόσον αυτή εργαζόταν με το σύστημα των προμηθειών. Είναι γεγονός ότι ο εργοδότης της κατέθεσε - και αυτό δέχεται και το πρωτόδικο Δικαστήριο - ότι δεν υπήρχε, πλέον, στην εταιρεία το σύστημα των προμηθειών, γι' αυτό και δεν υπήρχαν υπάλληλοι που να αμείβονταν τόσο ψηλά όσο η Ελένη, η οποία, για τα έτη 1995 - 1996, λάμβανε £8.605,00 και £9.641,00, αντίστοιχα, είχε δε πολύ καλές προοπτικές για αύξηση των εισοδημάτων της, έτσι ώστε, κατά το χρόνο της δίκης, θα αμειβόταν μέχρι και £36.000,00 ετησίως. Η μη αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της αναφοράς αυτής του εργοδότη της, ως υποθετικής, δεν το εμπόδιζε, στη βάση του τελευταίου μισθού της το 1996, όπου υπήρχε αύξηση της τάξεως του 12%, και της μαρτυρίας ως προς τις άριστες προοπτικές ανέλιξής της, να καταλήξει στο ποσό των £18.000,00 ετησίως.
Καταλήγουμε, ενόψει των πιο πάνω, ότι ούτε οι λόγοι έφεσης σε σχέση με τον πολλαπλασιαστέο για την Ελένη ευσταθούν.
Σε σχέση με την αφαίρεση ποσού 25% από τις καθαρές απολαβές των θυμάτων για τις προσωπικές τους ανάγκες, πάλι δε συμμεριζόμαστε τη θέση της κ. Ερωτοκρίτου. Είναι αποδεκτό από τη νομολογία ότι, αφού διακριβωθούν τα καθαρά εισοδήματα αποθανόντος μετά από αστικό αδίκημα, από αυτά αφαιρείται ένα ποσό της τάξεως του 1/4, 1/3, ανάλογα με το κατά πόσο υπάρχουν παιδιά. Η απόφαση Harris v. Empress Motors Ltd. (1983) 3 All E.R. 561, στην οποία μας παρέπεμψε, δεν αποκλείει τέτοια αφαίρεση όταν δεν εγκαταλείπεται σύζυγός αλλά εγκαταλείπονται παιδιά. Συνεπώς, η αφαίρεση αυτού του ποσού δεν κρίνεται εσφαλμένη - (βλ. Α.Η.Κ. ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 417).
Ερχόμαστε τώρα στο ζήτημα της πρόσδοσης στη Μαρία του υπολοίπου της εξάρτησης του Κωνσταντίνου, μετά την απεξαρτικοποίησή του. Η κ. Ερωτοκρίτου, με αναφορά στην υπόθεση Dodds v. Dodds (1978) 2 All E.R. 539, εισηγήθηκε ότι η κατάληξη αυτή δε δικαιολογείται. Η εξάρτηση, υπέβαλε, αποτελεί ατομικό δικαίωμα και δε μεταβιβάζεται. Στην Dodds v. Dodds, (πιο πάνω), κρίθηκε πως η θεραπεία των αποζημιώσεων παρέχεται σε εξαρτωμένους ατομικώς και όχι σ' αυτούς ως ομάδα και πως κάθε εξαρτώμενος πρέπει να θεωρείται ως ξεχωριστός ενάγων. Αυτό, όμως, σε σχέση με το ερώτημα αν τα δικαιώματα του εξαρτωμένου παιδιού από το θάνατο του πατέρα του επηρεάζονται από το γεγονός ότι ο θάνατός του επήλθε εξαιτίας αμέλειας της συζύγου του και μητέρας του παιδιού, που ήταν και εκείνη εξαρτωμένη. Το ζήτημα έχει αποφασιστεί στην Καζάκου ν. Αβρααμίδου κ.ά., από την οποία καθοδηγήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο και όπου αναφέρεται ότι:- (σελ. 1647-1648)
«Η εξάρτηση των μελών της οικογένειας ως σύνολο απορροφούσε το συνολικό ποσό που καθορίστηκε κάτω από αυτή την επικεφαλίδα. Ο διαμοιρασμός του ποσού μεταξύ των μελών της οικογένειας είχε ως επίμετρο τις ιδιαίτερες ανάγκες εκάστου των εξαρτωμένων και όχι την εξάντληση των αναγκών τους. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις οι ανάγκες των εξαρτωμένων ήσαν μεγαλύτερες του συνολικού ποσού της εξάρτησης. Επομένως το ποσό που υπέρμετρα επιδικάστηκε στο Μιχάλη Αβρααμίδη, θα κατανεμηθεί υπέρ των υπολοίπων εξαρτωμένων. Αυτό απαντά και τον τέταρτο λόγο της αντέφεσης με τον οποίο ζητείται η επιδίκαση του ποσού της μείωσης της εξάρτησης του Μιχάλη στους υπόλοιπους κληρονόμους.»
Οι εφεσείοντες, με παραπομπή στην Cookson v. Knowles (1978) 2 All E.R. 604, υποστήριξαν πως το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε καθορίσει το ποσό της εξάρτησης μέχρι την ημερομηνία της δίκης και, γι' αυτό το ποσό, να επιδίκαζε το μισό του τόκου που επιδίκασε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε από την απόφαση στην Πελέτικο Πλάστερς Λτδ ν. Μουσκάλλη κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 243. Εκεί γίνεται αναφορά σε γενικές αποζημιώσεις ακριβώς όμως σε σχέση με το ποσό της εξάρτησης μετά από θανατηφόρο ατύχημα. Λέχθηκαν τα ακόλουθα:- (σελ. 249)
«Είναι εσφαλμένη η συλλογιστική του συνηγόρου, σύμφωνα με την οποία οι γενικές αποζημιώσεις που επιδικάζονται αφορούν σε μελλοντική απώλεια εισοδήματος του αποβιώσαντα. Αυτές επιδικάζονται και οφείλονται κατά την ημέρα του θανάτου του αποβιώσαντα. Είναι η μέθοδος και ο τρόπος υπολογισμού τους που γίνεται με αναφορά στα μελλοντικά εισοδήματα του αποβιώσαντα.»
Το ερώτημα, όμως, εκεί αφορούσε στο κατά πόσο ο τόκος θα έπρεπε να αρχίζει μετά την απόφαση. Τέτοιο ερώτημα δεν τίθεται εδώ. Αντίλογος επί της θέσης των εφεσειόντων ως προς το ποσοστό του τόκου στο πλαίσιο της λογικής της Cookson v. Knowles, (πιο πάνω), δεν προβλήθηκε και δεχόμαστε πως θα έπρεπε να γίνει ο διαχωρισμός της εξάρτησης πριν και μετά τη δίκη και, συνακόλουθα, για την περίοδο μέχρι τη δίκη, να είχε επιδικαστεί το μισό του τόκου που επιδικάστηκε.
Οι διάδικοι επιχειρηματολόγησαν με την έφεση και την αντέφεση και σε σχέση με τις ημερομηνίες που καθορίστηκαν για έναρξη του τόκου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για λόγους που αφορούν στο χρόνο καταχώρισης της αγωγής - δυο χρόνια μετά το ατύχημα - και της ΄Εκθεσης Απαίτησης - τρία χρόνια μετά την καταχώριση της αγωγής - έκρινε ότι δικαιολογείτο η επιδίκαση τόκου επί των ποσών της αποζημίωσης της εξάρτησης από την ημερομηνία επίδοσης του Κλητηρίου Εντάλματος και όχι από την ημερομηνία γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί πως συντρέχει λόγος για επέμβασή μας στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια δυνάμει του ΄Αρθρου 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, (όπως τροποποιήθηκε).
Τα δεδομένα είναι ενώπιόν μας και, συνεπώς, μπορούμε να προχωρήσουμε εμείς στο σχετικό υπολογισμό των ποσών της εξάρτησης πριν και μετά τη δίκη, υπό την αίρεση, βέβαια, της ορθότητάς του.
Το τελικό ποσό της εξάρτησης του Κωνσταντίνου και της Μαρίας από τον πατέρα τους Μιχάλη είναι, αφαιρουμένου του ποσοστού της ευθύνης του (20%), £6.900,00 - (£8.625,00 μείον 20%). Το ποσό αυτό για τα επτά χρόνια πριν τη δίκη κατανέμεται ως εξής:-
Κωνσταντίνος:
£3.450,00 Χ 6 = £20.700,00 - (€35.368,00)
========
Μαρία:
£3.450,00 Χ 6 = £20.700,00 - (€35.368,00)
£6.900,00 Χ 1 = £06.900,00 - (€11.789,00)
Σύνολο £27.600,00 - (€47.157,00)
======== ========
Το τελικό ποσό εξάρτησης του Κωνσταντίνου και της Μαρίας από τη μητέρα τους Ελένη είναι, αφαιρουμένου του ποσοστού της ευθύνης της (20%) £9.600,00 - (£12.000,00 μείον 20%). Το ποσό αυτό, για τα επτά χρόνια πριν τη δίκη, κατανέμεται ως εξής:-
Κωνσταντίνος:
£4.800,00 Χ 6 = £28.800,00 - (€49.208,00)
======== ========
Μαρία:
£4.800,00 Χ 6 = £28.800,00 - (€49.208,00)
£9.600,00 Χ 1 = £09.600,00 - (€16.403,00)
Σύνολο £38.400,00 - (€65.611,00)
======== ========
Για τα πιο πάνω ποσά, ο τόκος καθορίζεται στο ½ του επιδικασθέντος για την περίοδο από την ημερομηνία επίδοσης του Κλητηρίου Εντάλματος μέχρι την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, οι εφέσεις, με την εξαίρεση του μέρους που αφορά στον τόκο, και οι αντεφέσεις απορρίπτονται. Η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται, ώστε να επιδικάζεται το μισό του τόκου που επιδικάστηκε πρωτοδίκως, ως ανωτέρω.
Το ζήτημα των τόκων ήταν μικρό μέρος των θεμάτων που ήγειραν οι εφεσείοντες και στα οποία αφορούσαν και οι αντεφέσεις και επιδικάζουμε υπέρ τους το συνολικό ποσό των €700,00, πλέον Φ.Π.Α., για έξοδα.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Κ. Κληρίδης, Δ.
/ΜΠ
[1] Μακρυγιάννης ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 41
Σωκράτους ν. Ματσούκα (2003) 1 Α.Α.Δ. 1036
[2] «(15) Στην αγωγή δύνανται να επιδικαστούν τέτοιες αποζημιώσεις, άλλες από τις αποζημιώσεις λόγω απώλειας, οι οποίες αναλογούν προς τη ζημιά η οποία προκύπτει από το θάνατο στους εξαρτώμενους αντίστοιχα, και αφού αφαιρεθούν οποιαδήποτε έξοδα που δεν εισπράχθηκαν από τον εναγόμενο, οποιοδήποτε ποσό που εισπράχθηκε άλλως παρά ως αποζημιώσεις λόγω απώλειας θα καταμερίζεται μεταξύ των εξαρτωμένων σε τέτοια μερίδια σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου.»
[3] «(1) Για κάθε κονδύλι ξεχωριστά (The item by item approach).
(2) Για το κερδαινόμενο εισόδημα μείον τα προσωπικά έξοδα του αποθανόντος (The earning minus living expenses approach), και
(3) Με την Κλασσική Ποσοστιαία Προσέγγιση (The conventional percentage approach or the Rule of thumb approach).» - (Βλ. σελ. 1645 της Καζάκου ν. Αβρααμίδου κ.ά., (πιο πάνω).)
[4] Το ορθό ποσό είναι £6.900,00
[5] Σιαμμά κ.ά. ν. Βασιλείου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1129