ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 773
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 59/2010)
8 Ιουνίου 2010
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΕΚΘΕΣΗ ΓΕΝΟΜΕΝΗ ΣΥΜΦΩΝΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4
ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ SUPREME COURT OF ENGLAND, (ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΓΓΛΙΑΣ), 1883, Θ. 59,
ΚΑΝ. 3(2) (ORDER 59, R. 3(2))
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 6235/10 ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΤΣΙΑΝΤΗ ΚΑΙ ΡΕΝΑΣ ΤΟΜΑΖΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΛΑΙΟΜΕΤΟΧΟ ΔΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ CERTIORARI
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΙΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 6235/10
Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥΣ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΟΥΝ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ ΠΡΑΤΗΡΙΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ
-------------------------------
Π. Αγγελίδης, για τις Αιτήτριες.
-------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Επιδιώκεται η άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης με σκοπό την έκδοση εντάλματος φύσεως certiorari προς ακύρωση απαγορευτικού ενδιάμεσου διατάγματος που δόθηκε στις 28.5.2010 στην Ποινική Υπόθεση υπ΄ αρ. 6235/10, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Ως απορρέει από τη σχετική έκθεση που έχει καταχωρηθεί και την ένορκη δήλωση του Χρίστου Τομάζου που έγινε εκ μέρους των δύο αιτητριών και κατηγορουμένων στην πιο πάνω ποινική υπόθεση, Χριστίνας Τσιαντή και Ρένας Τουμάζου, οι αιτήτριες είναι ιδιοκτήτριες τεμαχίου γης στο Παλαιομέτοχο, εξασφάλισαν δε πολεοδομική άδεια στις 7.9.2006 και στη συνέχεια οικοδομική άδεια, για ανέγερση πρατηρίου πετρελαιοειδών. Οι αιτήτριες πραγματοποιούσαν στα τέλη Μαρτίου 2010 χωματουργικές εργασίες στο εν λόγω τεμάχιο, όπως διαπιστώθηκε από επίσκεψη της Αίμιλης Τσαγγάρη, Βοηθού Επαρχιακής Επόπτριας, μετά από παράπονα που είχαν γίνει στο γραφείο της για το ζήτημα. Οι θέσεις της επαρχιακής διοίκησης ήταν ότι οι άδειες έληξαν στις 7.9.2009, μετά την εκπνοή της τριετίας από την έκδοση τους, προς τούτο δε ενημερώθηκαν οι αιτήτριες με επιστολή ημερ. 24.3.2010.
Το ιστορικό της υπόθεσης αποκαλύπτει περαιτέρω ότι η πολεοδομική άδεια είχε ανακληθεί στις 12.6.2007, με αποτέλεσμα να ανακληθεί και η άδεια οικοδομής. Η Hellenic Petroleum Cyprus Limited, η οποία είχε συμβληθεί ως εταιρεία πετρελαιοειδών με τις αιτήτριες ως ιδιοκτήτριες του τεμαχίου γης, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας δήλωση ότι η ανάκληση των δύο αδειών ήταν παράνομη και άκυρη. Προσωρινό διάταγμα αναστολής της ισχύος των δύο αποφάσεων της διοίκησης που ζητήθηκε στα πλαίσια της προσφυγής, δεν εγκρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, η απόφαση αυτή όμως ακυρώθηκε κατ΄ έφεση στις 20.12.07 στη Hellenic Petroleum Cyprus Limited v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 602. Η αρμοδία Πολεοδομική Αρχή προχώρησε στις 5.5.2008, σε εκ νέου ανάκληση της πολεοδομικής άδειας, με αποτέλεσμα να ανακληθεί και η άδεια οικοδομής, οι δε αιτήτριες προσέφυγαν αυτή τη φορά οι ίδιες στο Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο με απόφαση του στην υπ΄ αρ. προσφυγή 769/08, ημερ. 25.9.2008, (Κραμβής, Δ.), ακύρωσε την ανάκληση της πολεοδομικής άδειας. Στη βάση της πιο πάνω απόφασης, η Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας προχώρησε στην ακύρωση της ανάκλησης της άδειας οικοδομής στις 8.5.2009.
Ως προαναφέρθηκε, διαπιστώθηκε από την Αίμιλη Τσαγγάρη, τη συνοδεία άλλων λειτουργών κατά την επιτόπια εξέταση, ότι στις 26.3.2010 συνεχίζονταν στο τεμάχιο οικοδομικές εργασίες, με αποτέλεσμα την καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης υπ΄ αρ. 6235/10 εναντίον των αιτητριών και ετέρου προσώπου στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, η οποία ορίστηκε για πρώτη εμφάνιση στις 13.5.2010. Στα πλαίσια της πιο πάνω ποινικής κατηγορίας, ο Έπαρχος Λευκωσίας, ως κατήγορος, αιτήθηκε με μονομερή αίτηση στις 29.3.2010, απαγορευτικό διάταγμα αναστολής κάθε περαιτέρω εργασίας σε σχέση με την ανέγερση, κατασκευή και οικοδόμηση πρατηρίου πετρελαιοειδών μέχρι ακροάσεως και τελείας αποπερατώσεως της αιτήσεως ή άλλης διαταγής του Δικαστηρίου. Κατά την πρώτη εμφάνιση της Κατηγορούσας Αρχής στα πλαίσια της αιτήσεως, εμφανίσθηκε ο κ. Αγγελίδης εκ μέρους των κατηγορουμένων-αιτητριών, ζητώντας άδεια να παρέμβει και να καταχωρήσει ένσταση εφόσον είχε λάβει γνώση της αιτήσεως. Η άδεια εδόθη και οι κατηγορούμενες, νυν αιτήτριες, καταχώρησαν ένσταση στις 14.4.2010. Διεξήχθη στη βάση των αντιστοίχων ενόρκων δηλώσεων, χωρίς να ζητηθεί αντεξέταση των ομνυόντων εκατέρωθεν, η ακρόαση της αιτήσεως, το δε πρωτόδικο Δικαστήριο στις 28.5.2010, κρίνοντας ότι πληρούνταν τα τρία κριτήρια του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, καθώς και το ισοζύγιο της ευχέρειας, εξέδωσε το αιτηθέν απαγορευτικό διάταγμα, ως ανωτέρω, μέχρι την τελική εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης ή άλλης διαταγής του Δικαστηρίου.
Από την πιο πάνω απόφαση προέκυψε, κατά τις αιτήτριες, η ανάγκη της καταχώρησης της υπό κρίση αίτησης με μοναδικό σημείο, ως οι ίδιες αναφέρουν στην παρ. 8 της έκθεσης τους, κατά πόσο η άδεια οικοδομής των αιτητριών ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο της απαγγελίας της κατηγορίας, έγκυρη ή όχι. Εστίασαν το ζητούμενο στο ότι λόγω των ανακλήσεων τόσο της πολεοδομικής άδειας, όσο και της άδειας οικοδομής, για περίοδο περίπου 20 μηνών ο Έπαρχος Λευκωσίας λανθασμένα τις προσμέτρησε ως διανυθείσες ώστε οι άδειες αυτές να είχαν θεωρηθεί ότι είχαν λήξει στις 7.9.2009, εφόσον οι ανακλήσεις αυτές ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση, καταγράφεται ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «. διέπραξε λάθη εμφανή στο πρακτικό της απόφασης του Δικαστηρίου τόσο όσον αφορά την αναζήτηση ορατής πιθανότητας επιτυχίας όσον και την άρνηση του να εξετάσει το θέμα ανανέωσης της άδειας οικοδομής ή και διατάγματος κατεδάφισης εάν υπήρχε νομικό ή πραγματικό κώλυμα στην ανανέωση της άδειας οικοδομής.».
Ως έγινε αντιληπτή η θέση του κ. Αγγελίδη κατά την αγόρευση του στα πλαίσια της αίτησης λήψης άδειας για καταχώρηση εντάλματος certiorari, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν επελήφθη σοβαρά του ζητήματος κατά πόσο υπήρχε ορατή πιθανότητα επιτυχίας, παρέκαμψε δε το ζήτημα, παρόλον που ορθά έθεσε τις θεωρητικές αρχές ως προς τις προϋποθέσεις της έκδοσης απαγορευτικού διατάγματος, μη αποφασίζοντας το όμως στην πράξη. Κατά το συνήγορο, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να προβεί σε σχετική ανάλυση της νομοθεσίας και να εξετάσει, έστω εκ πρώτης όψεως, κατά πόσο οι αιτήτριες δικαιούνταν να προσθέσουν στη διάρκεια ισχύος των αδειών το χρόνο που η Επαρχιακή Διοίκηση είχε αναστείλει τις άδειες, αναστολή που ακυρώθηκε δύο φορές από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Σε παρατήρηση του Δικαστηρίου κατά τη διάρκεια της συζήτησης ως προς την προσφερόμενη δυνατότητα καταχώρησης έφεσης εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, ο κ. Αγγελίδης δέχθηκε ότι δεν είχε κώλυμα να ακολουθήσει τη διαδικασία της έφεσης, πλην όμως, η εκδίκαση της έφεσης θα καθυστερήσει επηρεάζοντας αρνητικά τα προσωπικά και οικονομικά δεδομένα των αιτητριών οι οποίες έχουν προβεί σε εκτεταμένο δανεισμό για την ανέγερση του πρατηρίου πετρελαιοειδών. Σε περαιτέρω παρατήρηση του Δικαστηρίου, ότι εφόσον η υπόθεση είναι ποινικής φύσεως, η δε απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ενδιάμεσης και μόνο εμβέλειας και άρα το όλο πλέγμα της υπόθεσης θα μπορούσε να συζητηθεί διεξοδικά κατά την ακρόαση της ποινικής υπόθεσης επί της ουσίας της, ο συνήγορος πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι μετά την καταχώρηση μη παραδοχής εκ μέρους των κατηγορουμένων στις 13.5.10, το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 6.12.2010.
Σύμφωνα με σταθερή νομολογία, αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν επιτυγχάνει όταν δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και όταν δεν φαίνεται από το πρακτικό του Δικαστηρίου, έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον από το πρόσωπο που έλαβε την απόφαση, δόλος η ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Αυτά διατυπώνονται σε σχετική νομολογία στις υποθέσεις, inter alia, Αναφορικά με τον Genaro Perella (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Αίτηση του Αλέκου Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, και Base Metal Trading Ltd ν. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535. Περαιτέρω, άδεια δεν δίνεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, στην οποία περίπτωση θα πρέπει να καταδειχθούν ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν παρέκκλιση από αυτόν τον κανόνα, ότι αφού προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο, δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη συζητήσιμου ζητήματος. Και αυτό, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα. Αυτό φαίνεται σε αυθεντίες όπως τις Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965 και Σ. Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552.
Ο κ. Αγγελίδης αναγνώρισε στην ουσία το περιορισμένο της εμβέλειας προνομιακού διατάγματος, εισηγούμενος όμως ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για την παροχή άδειας επειδή ακριβώς το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν εξέτασε το ζήτημα που εγειρόταν ενώπιον του, παρακάμπτοντας το με εύσχημο τρόπο ώστε να το αποφασίσει κατά την εκδίκαση της ουσίας της ποινικής κατηγορίας. Οι ποινικές κατηγορίες που απευθύνθηκαν στις αιτήτριες είναι η ανέγερση οικοδομής χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή, κατά παράβαση διαφόρων άρθρων του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, καθώς και η ανοχή ανέγερσης οικοδομής, χωρίς άδεια κατά παράβαση διαφόρων άρθρων και πάλι του Κεφ. 96. Οι λεπτομέρειες των αδικημάτων φέρουν τις κατηγορούμενες 1 και 2, μαζί με τρίτο πρόσωπο σε σχέση με την πρώτη κατηγορία μόνο, να είχαν παρανόμως αρχίσει και ανεχθεί την ανέγερση οικοδομής στο τεμάχιο 72 του Φ/Σχεδίου 2-218-389, στο χωριό Παλαιομέτοχο της επαρχίας Λευκωσίας, κατά την τέταρτη εβδομάδα του μήνα Μαρτίου του 2010, χωρίς την άδεια του Επάρχου Λευκωσίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην κρινόμενη απόφαση κατέγραψε όλα τα σχετικά γεγονότα ως ανωτέρω, παρέθεσε τους ισχυρισμούς της κάθε πλευράς με αρκετή λεπτομέρεια με βάση τις αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις τους και επανέλαβε τη νομολογία αναφορικά με την εξουσία έκδοσης προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 32 του Νόμου αρ. 14/60, αφού προηγουμένως σημείωσε ότι αν και ποινική, το άρθρο 20(3Α) του Κεφ. 96, ως τροποποιήθηκε, προβλέπει ότι η έκδοση προσωρινού διατάγματος, η οποία είναι δυνατή κατόπιν μονομερούς αιτήσεως, υπόκειται στις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, του περί Δικαστηρίων Νόμου και των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Αφού κατέγραψε τα κριτήρια του άρθρου 32 και την επ΄ αυτού διαχρονική νομολογία, αρχής γενομένης με την Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd & Another (1982) 3 C.L.R. 557, υπενθύμισε επίσης τον εαυτό του ότι το Δικαστήριο στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο «.. δεν προβαίνει σε αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας, ούτε οδηγείται σε εξαγωγή συμπερασμάτων αξιοπιστίας γιατί αυτό είναι κάτι που θα συμβεί κατά το στάδιο της δίκης ..» με βάση τις υποθέσεις Jonitexo v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263 και Γρηγορίου κ.α. ν. Χριστοφόρου κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248. Κατέληξε στην έκδοση του επίμαχου απαγορευτικού διατάγματος αφού αποφάσισε ότι υπήρχε σοβαρό ζήτημα προς εξέταση, ορατή πιθανότητα επιτυχίας, πιθανότητα ανεπανόρθωτης ζημιάς, εάν αφηνόταν η συνέχιση και ολοκλήρωση της ανοικοδόμησης του πρατηρίου και μάλιστα κατά παράνομο τρόπο, ενώ έκρινε ότι και το ισοζύγιο της ευχέρειας ήταν σαφώς υπέρ του αιτούντος Επάρχου Λευκωσίας.
Προσεκτική ανάγνωση της απόφασης δεν αποκαλύπτει υπέρβαση ή κατάχρηση δικαιοδοσίας ή έλλειψη αυτής ή έκδηλη πλάνη περί το Νόμο, ώστε να υπόκειται σε αναθεώρηση με το προνομιακό ένταλμα certiorari. Πέραν των όσων έχουν προηγουμένως καταγραφεί αναφορικά με την εμβέλεια των προνομιακών ενταλμάτων, αναφέρεται στο σύγγραμμα του Πέτρου Αρτέμη: « Προνομιακά Εντάλματα» σελ. 193-194 παρ. 4.82, ειδικά σε σχέση με την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων ότι το certiorari εκδίδεται για ακύρωση τέτοιου προσωρινού διατάγματος όπου «... το κατώτερο Δικαστήριο πρόδηλα δεν έχει δικαιοδοσία ή στην περίπτωση που δεν ορίζεται ημερομηνία ισχύος του ...». Εδώ, είναι φανερό ότι το Δικαστήριο ορθά ανέλαβε δικαιοδοσία και την άσκησε κατά τη διακριτική του ευχέρεια με γνώμονα τα δεδομένα που είχε ενώπιον του. Ως προς την ορατή πιθανότητα επιτυχίας δεν απέστη από το καθήκον να κρίνει την ικανοποίηση του κριτηρίου αυτού και τα αναφερόμενα υπό του Δικαστηρίου, κατά συνοπτικό έστω τρόπο στη σελ. 11 της απόφασης του, θα πρέπει να αναγνωσθούν μαζί με όλα τα γεγονότα τα οποία λεπτομερειακά καταγράφονται στις προηγούμενες σελίδες, στη βάση πάντοτε των αντιστοίχων ενόρκων δηλώσεων.
Θα μπορούσε βεβαίως το Δικαστήριο να ανέλυε περισσότερο το ζήτημα της διάστασης ως προς τον υπολογισμό του χρόνου, με ανάλυση του άρθρου 3(1)(β) του Κεφ. 96, σε συνδυασμό με τις λαμβανόμενες στο θέμα αρχές του διοικητικού δικαίου όσον αφορά την ακύρωση ανακλήσεως διοικητικής πράξεως, ώστε να επιχειρείτο μια εκ πρώτης όψεως διείσδυση στο θέμα για σκοπούς του απαγορευτικού διατάγματος. Η όποια ενδεχόμενη όμως ατέλεια στην κρίση αυτή, θα μπορούσε κάλλιστα να ελεγχθεί κατ΄ έφεση και όχι με προνομιακό ένταλμα certiorari που με φειδώ πρέπει να χορηγείται, κατ΄ εξαίρεση και όπου υπάρχει έκδηλη υπέρβαση δικαιοδοσίας και όχι απλώς λανθασμένος χειρισμός ή ερμηνεία ως προς το νόμο ή τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου. Κατ΄ ελάχιστον, το Δικαστήριο ανέφερε ότι το ζήτημα του υπολογισμού θα έπρεπε να αφεθεί να εξεταστεί κατά την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης, κρίνοντας έτσι ότι υπήρχε σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, ενώ στη βάση των όσων αναφέρονταν στην ένορκη δήλωση της Αίμιλης Τσαγγάρη και με την προϋπόθεση ότι οι θέσεις αυτές δεν ήταν, όπως το έθεσε, «.. εξώφθαλμα παράλογες και στηρίζονται σε ποιοτικά ανεπαρκή και ανίσχυρη μαρτυρία», υπήρχε και ορατή πιθανότητα επιτυχίας, εφόσον η Κατηγορούσα Αρχή καταφέρει κατά τη δίκη «... να αποδείξει τους ισχυρισμούς της ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν υπήρχαν σε ισχύ οι απαιτούμενες άδειες.».
Ασκήθηκε λοιπόν δικαστική κρίση και δεν είναι ορθή η θέση ότι στην ουσία το όλο ζήτημα παρακάμφθηκε ανεπίτρεπτα. Το κατά πόσο η περίοδος χρόνου κατά την οποία οι άδειες παρέμεναν ανακληθείσες ενέπιπταν ή όχι στην περίοδο των τριών χρόνων ισχύος των αδειών αυτών μετά την ακύρωση της ανάκλησης από το Ανώτατο Δικαστήριο, ήταν και παραμένει το ζητούμενο. Το προνομιακό ένταλμα σκοπό έχει να ελέγξει την περίπτωση όπου «... το νομικό λάθος παρουσιάζεται κατά τρόπο κατάδηλο στο ίδιο το σώμα της απόφασης ή έχουν παραβιασθεί οι κανόνες της φυσικής ή συνταγματικής δικαιοσύνης». Δεν στοχεύει στη διόρθωση τυχόν λανθασμένης απόφασης (Π. Αρτέμη: «Προνομιακά Εντάλματα» σελ. 127-128 παρ. 4:27). Ούτε αποτελεί μέσο υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ούτε μέσο εποπτείας της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας κατώτερου Δικαστηρίου, επειδή ενδεχομένως να αντιλήφθηκε λανθασμένα ένα νομικό σημείο. (δέστε Μαρίας Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 398 και Αναφορικά με τη Διαχειριστική Επιτροπή ΚΥΠΑ Κωρτ 4 (2008) 1 Α.Α.Δ. 644).
Όσον αφορά την παράλειψη απόφασης επί του μη αντιρρήσιμου της ανανέωσης των αδειών, παρατηρείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα στις σελ. 11-12 της απόφασης του και ορθά ανέφερε ότι εφόσον η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ήταν ότι οι άδειες είχαν ήδη λήξει, με αυτό δε το δεδομένο είχε εγερθεί η ποινική δίωξη, η οποιαδήποτε αίτηση ανανέωσης των αδειών (για την οποία δεν υπήρχε σαφής μαρτυρία στις ένορκες δηλώσεις που ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου στο ενδιάμεσο στάδιο), δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης ή να διαφοροποιήσει την κρίση του Δικαστηρίου. Είναι σαφές ότι οποιαδήποτε νέα απόφαση για μη ανανέωση των αδειών από τη διοίκηση, θα αποτελεί νέα διοικητική πράξη επί της οποίας θα έχουν δικαίωμα οι αιτήτριες να καταχωρήσουν προσφυγή. Τα όσα δε ανέφερε ο κ. Αγγελίδης με βάση το Τεκμ. 8 στην ένορκη δήλωση που υποστήριξε το αίτημα για certiorari, σαφώς δεν προωθούν τις θέσεις του εφόσον η επιστολή αυτή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ημερ. 2.9.09, αναγνώρισε το αυτονόητο ότι η πολεοδομική άδεια που είχε δοθεί ήταν σε ισχύ κατά την ημερομηνία που γράφτηκε η επιστολή, εφόσον η τριετής περίοδος ισχύος της άδειας με βάση τον όρο (1) της ίδιας της πολεοδομικής άδειας που εκδόθηκε στις 7.9.06, ρητά καταγράφει ότι η άδεια λήγει μετά την παρέλευση τριών χρόνων από την ημερομηνία γνωστοποίησης της χορηγήσεως της άδειας. Κατά την Κατηγορούσα Αρχή η άδεια είχε λήξει στις 7.9.2009.
Ο κ. Αγγελίδης, όπως προαναφέρθηκε, αναγνώρισε τη δυνατότητα άσκησης έφεσης και με βάση την επικρατούσα νομολογία, στην ύπαρξη άλλου ενδίκου μέσου, πρέπει να καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για τη χορήγηση προνομιακού εντάλματος. Τέτοιες περιστάσεις εδώ δεν υπάρχουν, ούτε και έχουν προβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, η δε οικονομική στενότητα των αιτητριών (παρ. 18 της έκθεσης γεγονότων), δεν αποτελεί λόγο για τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari. Ούτε η έφεση σε περίπτωση άσκησης της θα πάρει κατ΄ ανάγκην περισσότερο χρόνο εκδίκασης από την όλη διαδικασία εξέτασης της αίτησης certiorari ώστε εκ προοιμίου να θεωρούνται τέτοια ενδεχόμενα, ως πραγματικά δεδομένα. Πρόκειται για ενδιάμεσο στάδιο σε εκκρεμούσα υπόθεση, ποινικής μάλιστα, υπόθεσης και προσφέρεται η δυνατότητα στις αιτήτριες να λάβουν τα κατάλληλα διαβήματα αιτούμενες την όσο το δυνατό συντομότερη εκδίκαση της τυχόν έφεσης. (δέστε κατ΄ αναλογία την Αναφορικά με την Αίτηση του Ιωάννη Τριφταρίδη (2008) 1 Α.Α.Δ. 190).
Δεν θα ήταν δυνατόν εν κατακλείδι να μην παρατηρηθεί ότι ξενίζει το γεγονός του ορισμού από το πρωτόδικο Δικαστήριο της ακρόασης της ποινικής υπόθεσης τον ερχόμενο Δεκέμβριο, χρόνος που αντικειμενικά λογίζεται ως υπερβολικός, όχι μόνο διότι ήδη το Δικαστήριο επιλήφθηκε της υπόθεσης με την έκδοση του διατάγματος, αλλά και διότι οι αιτήτριες δικαιούνται σε τελική κρίση περί της ενοχής τους ή όχι το συντομότερο δυνατό. Ιδιαιτέρως, εφόσον η κρίση αυτή θα διέλθει αναγκαστικά μέσα από την τελεσίδικη εξέταση του ερωτήματος κατά πόσο οι άδειες, πολεοδομική και οικοδομική, ήσαν ή όχι σε ισχύ κατά τον επίδικο χρόνο της κατηγορίας. Αυτό το ζητούμενο αποτέλεσε και τη διελκυστίνδα κατά το ενδιάμεσο στάδιο της έκδοσης του απαγορευτικού διατάγματος. Οι αιτήτριες, λοιπόν, θα έπρεπε να εκδικάζονταν το συντομότερο ώστε να μην βαρύνονται για τόσο χρονικό διάστημα με το απαγορευτικό διάταγμα, το οποίο δεν παύει να είναι και έτσι θα πρέπει να θεωρείται, ένα ενδιάμεσο και μόνο στάδιο στην όλη διαδικασία της ποινικής δίωξης.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση απορρίπτεται.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ