ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 754
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 30/2007)
3 Ιουνίου, 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΡΟΥΜΠΑ,
Εφεσίβλητου.
_ _ _ _ _ _
Σ. Φασουλιώτης για Χρ. Πουργουρίδη, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Κυπριανού, για τον Εφεσίβλητο.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων αξίωσε από τον εφεσίβλητο ΛΚ23.000,06 ως το αναλογούν μερίδιο του στη ζημιά που προέκυψε από τη διαχείριση κοινού χαρτοφυλακίου αγοράς μετοχών δημοσίων εταιρειών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο.
Βάση της αξίωσης του εφεσείοντα αποτέλεσε προφορική συμφωνία που συνομολογήθηκε μεταξύ των διαδίκων περί τις 11.9.2000. Με αυτή, συμφωνήθηκε το άνοιγμα κοινού επενδυτικού λογαριασμού στην εταιρεία Sharelink Securities Ltd μέσω του οποίου θα δημιουργείτο κοινό χαρτοφυλάκιο από την αγορά μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο με ίση συμμετοχή στα κέρδη ή και τις ζημιές που θα προέκυπταν.
Η δικογραφημένη θέση του εφεσείοντα είναι ότι ανέλαβαν και οι δύο την υποχρέωση να καταθέσουν ο καθένας από ΛΚ50.000 στον κοινό λογαριασμό για τον πιο πάνω σκοπό. Ο ίδιος, τηρώντας την υποχρέωση που ανέλαβε, κατέθεσε αμέσως ΛΚ50.000 στον κοινό λογαριασμό σε αντίθεση με τον εφεσίβλητο ο οποίος ουδέποτε εκπλήρωσε τη δική του αντίστοιχη υποχρέωση. Το ποσό των ΛΚ50.000 που κατέθεσε ο εφεσείων χρησιμοποιήθηκε από τις πρώτες κιόλας ημέρες για την αγορά μετοχών. Υστερα από πάροδο αρκετού χρόνου και αφού στο μεταξύ προέκυψε ζημιά, ο εφεσείων με επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 14.11.2002, κάλεσε τον εφεσίβλητο να καταθέσει το ποσό των ΛΚ50.000 στον κοινό λογαριασμό. Δεν υπήρξε ανταπόκριση και ο εφεσείων με επιστολή του δικηγόρου ημερ. 18.12.2002 τερμάτισε τη συμφωνία και κάλεσε τον εφεσίβλητο να καταβάλει το ποσό της αξίωσης, ήτοι, ΛΚ23.000,06. Στον καθορισμό του ποσού της αξίωσης λήφθηκε υπόψη πιστωτικό υπόλοιπο εκ ΛΚ4.399 που παρουσίαζε ο κοινός λογαριασμός στις 18.12.2002.
Η εκδοχή που πρόβαλε ο εφεσίβλητος στην υπεράσπισή του είναι ότι συμφώνησε όντως με τον εφεσείοντα το άνοιγμα κοινού επενδυτικού λογαριασμού στον οποίο θα κατέθεταν ο καθένας από ΛΚ25.000 και όχι από ΛΚ50,000, όπως ισχυρίστηκε ο αντίδικός του. Ο εφεσείων θα κατέθετε και το δικό του μερίδιο και ως αντάλλαγμα θα του παραχωρούσε 6000 μετοχές κατηγορίας Α της L.K. Globalsoft Com. Ltd ως μετέπειτα ονομασθείσας Global Consolidator Ltd.
Κατά την ακρόαση της υπόθεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο, κατέθεσαν οι διάδικοι και ένας μάρτυρας για τον εφεσίβλητο. Ο εφεσείων κατέθεσε ότι κατά το χρόνο που έγινε η προμνησθείσα συμφωνία με τον εφεσίβλητο, ο τελευταίος εργαζόταν στο χρηματιστηριακό γραφείο της Sharelink στην Πάφο. Αμέσως μετά την κατάθεση των ΛΚ50.000 ο εφεσίβλητος προχώρησε στη διεξαγωγή διαφόρων χρηματιστηριακών πράξεων και συναλλαγών με χρήματα από τον κοινό λογαριασμό. Αναφορικά με την παράλειψη του εφεσίβλητου να καταθέσει το ποσό των ΛΚ50.000 που του αναλογούσε ως η μεταξύ τους συμφωνία, ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι στην αρχή ο εφεσίβλητος του έλεγε πως χρειαζόταν ακόμη λίγες ημέρες μέχρι να βρει τα χρήματα. Κατόπιν πολλών αναβολών και υποσχέσεων εκ μέρους του εφεσίβλητου, ο τελευταίος, περί το Φεβράρη ή Μάρτη 2001, δήλωσε πως δεν μπόρεσε με κανένα τρόπο να βρει τις ΛΚ50.000 για να τις καταθέσει στον κοινό λογαριασμό. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, αρκέστηκε, όπως είπε, να του ζητήσει να καταβάλει το μερίδιό του στις ζημιές, δηλαδή «τα μισά λεφτά». Πρότεινε αυτή τη διευθέτηση γιατί έκρινε πως ήταν προς το συμφέρον του. Σχετικά είναι τα πιο κάτω αποσπάσματα από την αντεξέταση του εφεσείοντα:
«Ε: Τώρα, είπες μας πριν ότι εσυμφώνησες, αρκέστηκες εν πάση περιπτώσει, να πληρώσει ο Εναγόμενος αυτό το μερίδιο του από τις ζημιές. Ποιο ήταν το ύψος της ζημιάς κατά τον Φεβράρη ή τον Μάρτη του 2001 όταν συμφωνήσατε αυτό που εσύ μας λες ότι συμφωνήσατε;
Α: Διευκρινίζω τη σημασία της λέξης ζημιά που είπα. Εσυμφωνήσαμε από κοινού όπως μου δώσει £25,000.- και να μοιράσουμε το προϊόν του χαρτοφυλακίου.
Ε: Βεβαίως είναι άλλο πράγμα αυτό που μας λες τώρα.
Α: Σας διευκρινίζω τη λέξη ζημιά. Εγώ θεωρώ σαν ζημιά τις £25,000.-
Ε: Ετσι για να το διευκρινήσουμε δηλαδή. Η θέση σου τώρα ήταν αυτό που είπατε. Συμφωνήσατε τον Φεβράρη ή Μάρτη του 2001 ήταν ο Εναγόμενος να σου πληρώσει αυτό το ποσό των £25,000.- Αυτή είναι η θέση σου;
A: Μάλιστα.
...................................................................
Ε: Μας λες εσύ ότι το Φεβρουάριο ή Μάρτη του 2001, συμφωνήσατε να σου πληρώσει £25,000.- έτσι;
Α: Μάλιστα.
Ε: Γιατί σήμερα κινάς αγωγή και ζητάς διαφορετικό ποσό;
Α: Τι ποσό;
Ε: Ζητάς £23,000.-
Α: Συγνώμη αλλά δεν προσέξατε ότι υπάρχουν £4,000.- μετρητά στο λογαριασμό από τα οποία δικαιούμαι τα μισά.»
Καθόσον αφορά τον ισχυρισμό περί της παραχώρησης από τον εφεσίβλητο 6000 μετοχών της Globalsoft, ο εφεσείων κατέθεσε ότι επρόκειτο για πρόταση του εφεσίβλητου που έγινε δύο περίπου μήνες μετά τη διευθέτηση για καταβολή του μεριδίου του στη ζημιά. Ο λόγος για τον οποίο δεν αποδέχθηκε την εν λόγω πρόταση ήταν διότι οι συγκεκριμένες μετοχές δεν ήταν εισηγμένες στο Χρηματιστήριο και δεν είχαν αξία.
Ο εφεσίβλητος κατέθεσε ότι στις 11.9.2000 που έγινε η συμφωνία, παρέδωσε στον εφεσείοντα τον τίτλο των 6000 μετοχών της Globalsoft. Εκείνη την ημέρα, η τιμή της μετοχής στο άνοιγμα ήταν ΛΚ5,24 και ΛΚ5,15 στο κλείσιμο. Ο εφεσείων άνκαι ανέλαβε την ευθύνη να προβεί στις δέουσες ενέργειες για τη μεταβίβαση στο όνομα του των 6000 μετοχών εντούτοις δεν έπραξε ο,τιδήποτε. Παρόλο ότι τα μισά χρήματα του κοινού λογαριασμού χάθηκαν από τις πρώτες πράξεις που έγιναν ο εφεσείων δεν πρόβαλε καμιά απαίτηση. Ο εφεσείων αξίωσε για πρώτη φορά την καταβολή χρημάτων και το κλείσιμο του κοινού λογαριασμού μετά από δυο περίπου χρόνια αφότου συνομολογήθηκε η μεταξύ τους συμφωνία τον Σεπτέμβριο 2000. Αντεξεταζόμενος ο εφεσίβλητος δήλωσε ότι εκδόθηκε απόδειξη από τη Sharelink στο όνομα του εφεσείοντα για το ποσό των ΛΚ50.000 που ο εφεσείων κατέθεσε στις 11.9.2000 στον κοινό λογαριασμό.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής για τους λόγους που εξηγεί απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και με αναφορά στη μαρτυρία του εφεσείοντα διαπίστωσε ότι,
(α) στις 11.9.2000 οι διάδικοι συμφώνησαν το άνοιγμα κοινού λογαριασμού για τη δημιουργία κοινού χαρτοφυλακίου και ότι ο καθένας από αυτούς θα κατέθετε από ΛΚ50.000. Ο εφεσείων κατέθεσε το ποσό των ΛΚ50.000 όπως είχε συμφωνηθεί σε αντίθεση με τον εφεσίβλητο ο οποίος παρέλειψε να το πράξει.
(β) Ο εφεσείων απέστειλε στον εφεσίβλητο τις προαναφερόμενες επιστολές με ημερομηνίες 18.11.02 και 18.12.02 τις οποίες παρέλαβε ο εφεσίβλητος.
(γ) Ο κοινός λογαριασμός στις 31.12.02 παρουσίαζε πιστωτικό υπόλοιπο ΛΚ4.082,72 συμπεριλαμβανομένου του κεφαλαιοποιημένου τόκου.
(δ) Τη συμφωνία ημερομηνίας 11.9.2000 αντικατέστησε μεταγενέστερη συμφωνία που συνομολογήθηκε κατά ή περί το Φεβρουάριο ή Μάρτιο του 2001. Με αυτή ο εφεσείων δέχθηκε όπως ο εφεσίβλητος του καταβάλει το ποσό των ΛΚ25.000 «αντί» να καταθέσει τις ΛΚ50.000 στον κοινό λογαριασμό.
Καθόσον αφορά στην πιο πάνω τελευταία διαπίστωση η πρωτόδικος δικαστής λέγει ότι:
«Η συνομολόγηση όμως και η ύπαρξη της δεύτερης αυτής συμφωνίας δεν δικογραφείται. Τα όσα επί του θέματος ανέφερε ο ενάγοντας δεν βρίσκουν έρεισμα στη δικογραφία με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ληφθούν υπόψη. (βλ. Παπακόκκινου κ.α. ν. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379, Παπακόκκινου ν. Λούη Κλάππα Investments Services Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 24, Παφίτης ν. Κακουρής (1992) 1 Α.Α.Δ. 1154).
Η παράλειψη αυτή του Ενάγοντα στην δικογράφηση των ισχυρισμών του αυτών για συνομολόγηση συμφωνίας κατά ή περί τον Φεβρουάριο ή Μάρτιο του 2001 είναι καταλυτικής σημασίας για την τύχη της αγωγής.
Αξίζει όμως περαιτέρω να σημειωθεί ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι η μείωση και εξανεμισμός σχεδόν του ποσού που κατατέθηκε από τον Ενάγοντα οφειλόταν στην παράλειψη του Εναγομένου να καταθέσει και εκείνος στον κοινό λογαριασμό το ποσό που είχε συμφωνηθεί. Ο Ενάγοντας απέτυχε να αποδείξει ότι η μείωση της αξίας του χαρτοφυλακίου οφείλεται στην παράλειψη του Εναγομένου να εκπληρώσει τη συμβατική του υποχρέωση με την κατάθεση του συμφωνηθέντος χρηματικού ποσού.
Το γεγονός ότι από τη λειτουργία του κοινού χαρτοφυλακίου παραμένει στο λογαριασμό μόνο ένα μικρό υπόλοιπο δεν αποδεικνύει δίχως άλλο, ότι η απώλεια του χρηματικού ποσού που κατάθεσε ο Ενάγοντας προέκυψε λόγω αυτής της παράλειψης του Εναγόμενου.
Τίποτε δεν προδιαγράφει ποια θα ήταν η εξέλιξη της πορείας του χαρτοφυλακίου και ποιο υπόλοιπο θα παρουσίαζε ο λογαριασμός στην περίπτωση που ο Εναγόμενος κατέθετε το ποσό που συμφωνήθηκε εκπληρώνοντας την υποχρέωση του δυνάμει της συμφωνίας ημερ. 11.9.2000.
Ακόμα και ο ίδιος ο Ενάγοντας, ερωτώμενος κατά την αντεξέταση, ποια θα ήταν η αξία του χαρτοφυλακίου στην περίπτωση που ο Εναγόμενος κατέθετε το ποσό των £50.000.00.- απάντησε ότι δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει και απλώς πιθανολόγησε τη θετική του πορεία.»
Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις και συμπεράσματα η αγωγή απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα. Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητείται με τέσσερις λόγους έφεσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο εφεσίβλητος δεν καταχώρησε αντέφεση παρά το γεγονός ότι η εκδοχή του δεν έγινε αποδεκτή.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων εισηγείται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή και μάλιστα με έξοδα σε βάρος του. Είναι η θέση του ότι από τη στιγμή που το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι οι διάδικοι συμφώνησαν στο άνοιγμα του κοινού λογαριασμού για τη δημιουργία κοινού χαρτοφυλακίου κλπ με την καταβολή ΛΚ50.000 ο καθένας και ότι ο εφεσείων, τηρώντας τα συμφωνηθέντα κατέθεσε στον κοινό λογαριασμό το ποσό των ΛΚ50.000 το οποίο χρησιμοποιήθηκε για αγορά μετοχών σε αντίθεση με τον εφεσίβλητο ο οποίος, κατά παράβαση της συμφωνίας, παρέλειψε να το πράξει, όφειλε (το δικαστήριο) να επιδικάσει έστω και ονομαστικές αποζημιώσεις υπέρ του εφεσείοντα και να καταδικάσει τον εφεσίβλητο στα έξοδα.
Με δεδομένη τη διαπίστωση ότι ο εφεσείων κατέθεσε το ποσό των ΛΚ50.000 στον κοινό λογαριασμό και ότι ο εφεσίβλητος κατά παράβαση της συμφωνίας, παρέλειψε να εκτελέσει την αντίστοιχη υποχρέωση του το πρωτόδικο δικαστήριο θα μπορούσε να είχε επιδικάσει υπέρ του εφεσείοντα ονομαστικές αποζημιώσεις ακόμη και έξοδα εφόσον θα κρινόταν ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για επιδίκαση εξόδων.
Στον Chitty on Contracts, 27η έκδοση, παρα. 26-004 κάτω από την επικεφαλίδα Nominal damages αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Wherever the defendant is liable for a breach of contract, the plaintiff is in general entitled to nominal damages although no actual damage is proved . Normally, this situation arises when the defendant's breach of contract has in fact caused no loss to the plaintiff . A regular use of nominal damages, however, is to establish the infringement of the plaintiff's legal right, and sometimes the award of nominal damages is "a mere peg" on which to hang costs.»
Στην Παπαϊωάννου ν. Κωνσταντίνου (2008) 1(Β) ΑΑΔ 1083 επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση με την οποία επιδικάστηκαν ονομαστικές αποζημιώσεις υπέρ της εφεσείουσας η οποία απέτυχε να αποδείξει οποιαδήποτε ζημιά απορρέουσα από παράβαση σύμβασης για την οποία ένοχος ήταν ο εφεσίβλητος. Καθόσον αφορά στο θέμα των εξόδων κρίθηκε ότι ορθά δεν επιδικάστηκαν έξοδα υπέρ της εφεσείουσας εφόσον δεν απέδειξε τις ζημιές αλλά δικαιώθηκε μόνο ως προς το βάσιμο του παραπόνου της. Σχετική επί του προκειμένου είναι και η Anglo-Cyprian Agencies v. Paphos Industries [1951] 1 All E.R. 873 όπου διατυπώθηκε η αρχή ότι ο ενάγων υπέρ του οποίου επιδικάζονται ονομαστικές και μόνο αποζημιώσεις, δεν δύναται να θεωρηθεί στη συνήθη ορολογία ως «επιτυχών» ενάγων (διάδικος). Η Anglo-Cyprian Agencies αναφέρθηκε με επιδοκιμασία στην Παπαϊωάννου ν. Κωνσταντίνου (ανωτέρω).
Ανάλογα με το αποτέλεσμα που θα προκύψει μετά την εξέταση του επόμενου λόγου έφεσης θα φανεί κατά πόσο παρίσταται ανάγκη να ασχοληθούμε περαιτέρω με το θέμα των ονομαστικών αποζημιώσεων και το θέμα των εξόδων.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι από τη στιγμή που «δεν έχει τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου κατά πόσο υπήρξε ή όχι οποιαδήποτε πρόνοια στη συμφωνία αυτή σε σχέση με τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μερών στην περίπτωση πρόκλησης ζημιών» δεν μπορούσε να εξεταστεί η αξίωση του εφεσείοντα για διαμοιρασμό των ζημιών μεταξύ των διαδίκων.
Είναι η θέση του εφεσείοντα, με την οποία και συμφωνούμε, ότι από τη στιγμή που η συμφωνία προνοούσε το άνοιγμα κοινού λογαριασμού για τη δημιουργία κοινού χαρτοφυλακίου με την κατάθεση ίσου ποσού χρημάτων από τον κάθε διάδικο έπρεπε, ως ζήτημα κοινής λογικής αλλά και στην απουσία αντίθετης εισήγησης, να θεωρηθεί ότι υπήρξε εξυπακουόμενος όρος της συμφωνίας πως τόσο στην περίπτωση πραγματοποίησης κερδών όσο και στην περίπτωση που θα προέκυπτε ζημιά η μεταξύ τους κατανομή θα ήταν ίση σε κάθε περίπτωση.
Στην Τσιαλής ν. Χατζηανδρέου (Τσιαλή) (2000) 1(Β) ΑΑΔ 1250 αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Η διακρίβωση εξυπακουόμενου όρου ως θέμα ερμηνείας της συμφωνίας είναι παλαιόθεν γνώρισμα του έργου του δικαστηρίου, εδραζόμενη στην αναγνώριση ότι τα μέρη δεν διατυπώνουν πάντοτε ρητά στη γραπτή τους συμφωνία παρά μόνο τα βασικά της στοιχεία, αφήνοντας άλλα να προκύπτουν έστω και αν δεν ελέχθησαν. Η διακρίβωση εξυπακουόμενου όρου αποδίδεται στην ανάγκη να δοθεί αποτελεσματικότητα και πληρότητα στη συμφωνία, εκφράζοντας εκείνο που, αν και δεν ελέχθη, αντιπροσωπεύει την εμφανή και αναγκαία πρόθεση των μερών. Η κλασσική διατύπωση της αρχής προέρχεται από τον Bowen L.J., στην υπόθεση The Moorcock [1889] 14 P.D. 64, στη σ. 68:
«Now, an implied warranty, or, as it is called, a covenant in law, as distinguished from an express contract or express warranty, really is in all cases founded upon the presumed intention of the parties, and upon reason. The implication which the law draws from what must obviously have been the intention of the parties, the law draws with the object of giving efficacy to the transaction and preventing such a failure of consideration as cannot have been within the contemplation of either side; and I believe if one were to take all the cases, and there are many, of implied warranties or covenants in law, it will be found that in all of them the law is raising an implication from the presumed intention of the parties with the object of giving to the transaction such efficacy as both parties must have intended that at all events it should have.»»
Σχετικό επίσης είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την Shirlow v. Sothern Foundries (1926) Ltd [1939] 2 KB 206 την οποία επικαλέστηκε ο συνήγορος του εφεσείοντα:
«Prima facie that which in any contract is left to be implied and need not be expressed is something so obvious that it goes without saying; so that, if while the parties were making their bargain, an officious bystander were to suggest some express provision for it in the agreement, they would testily suppress with a common, 'oh, of course'.»
Δεν διατηρούμε καμιά αμφιβολία ότι η ίση συμμετοχή των διαδίκων στα κέρδη ή τις ζημιές που θα προέκυπταν από τη διαχείριση του κοινού χαρτοφυλακίου αποτέλεσε εξυπακουόμενο όρο της συμφωνίας και ως θέμα κοινής λογικής έτσι έπρεπε να είχε αντικριστεί από το πρωτόδικο δικαστήριο, όταν μάλιστα δεν υπήρξε περί του αντιθέτου άλλη εισήγηση.
Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι κατά το χρόνο τερματισμού της συμφωνίας από τον εφεσείοντα στις 18.12.2002 τα χρήματα που είχαν χαθεί κατά τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου ανήρχοντο στις £46.000,13.
Αναντίλεκτα, επρόκειτο για απώλεια του συγκεκριμένου ποσού το οποίο αποκλειστικά προήλθε από τα χρήματα που κατέθεσε ο εφεσείων στον κοινό λογαριασμό. Ουσιαστικά επρόκειτο για ζημιά η οποία, με βάση τη συμφωνία έπρεπε να είχε καταμεριστεί εξίσου μεταξύ των διαδίκων. Είναι βέβαιο πως δεν θα είχε κανένα νόημα η κατάθεση των ΛΚ50.000 από τον εφεσίβλητο μετά τον τερματισμό της συμφωνίας. Εστω όμως ότι γινόταν αυτή η κατάθεση, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν διαφορετικό αφού το πιστωτικό υπόλοιπο του κοινού λογαριασμού θα διαμοιραζόταν εξίσου μεταξύ των διαδίκων. Όπως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα ορθά ο εφεσείων αξίωσε, μετά τον τερματισμό της συμφωνίας, το ποσό των ΛΚ23.000 ως το αναλογούν στον εφεσίβλητο μερίδιο των ζημιών και αυτό το ποσό έπρεπε να είχε επιδικαστεί στον εφεσείοντα από το πρωτόδικο δικαστήριο. Αυτό που το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ενώπιόν του με βάση τη μαρτυρία είναι ότι ο εφεσείων, μετά τον τερματισμό της συμφωνίας, απαίτησε από τον εφεσίβλητο το ποσό των ΛΚ23.000. Aνεξάρτητα από το αν ο τελευταίος συμφώνησε ή όχι στην καταβολή του εν λόγω ποσού, η φύση της απαίτησης για αποζημίωση παρέμεινε αναλλοίωτη. Θεωρούμε συνεπώς ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε νέα συμφωνία μεταβάλλουσα την αρχική, όπως λανθασμένα διαπιστώθηκε πρωτοδίκως. Η αξίωση για διαμοιρασμό της ζημιάς βρισκόταν στα πλαίσια της αρχικής συμφωνίας των διαδίκων. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, έπρεπε να είχε διαταχθεί ο εφεσίβλητος να καταβάλει στον εφεσείοντα το ήμισυ της ζημιάς που ο τελευταίος εξ ολοκλήρου υπέστη από τη διαχείριση του κοινού χαρτοφυλακίου.
Ενόψει των πιο πάνω θεωρούμε ότι παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης ενώ δεν θα μας απασχολήσει το θέμα των ονομαστικών αποζημιώσεων εφόσον αυτό που τώρα πρέπει να γίνει είναι ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης και η έκδοση απόφασης ως η απαίτηση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου ως η απαίτηση πλέον τα πρωτόδικα έξοδα και ΦΠΑ, όπως θα υπολογισθούν από τον πρωτοκολλητή και €2500 πλέον ΦΠΑ έξοδα της έφεσης.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.
ΣΦ.