ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 680
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ.62/2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
SHERMIN KEMAL BALCE,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
και
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΒΚΑΦ ΚΑΙ ΒΑΚΟΥΦΙΩΝ ΝΟΜΟ,
ΚΕΦ.337 (EVCAF AND VAKFS LAW CAP. 337)
και
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΒΑΚΟΥΦΙΚΟ (VAKF) ΤΗΣ SIDDIKA ΚΑΙ
HATICE HANIMLAR.
― ― ― ―
Ι. Λοϊζίδου (κα), για εφεσείουσα
Ε. Φλωρέντζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα.
Π. Αρτέμη, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: To άρθρο 55 του περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμου, Κεφ. 337, προνοεί τα ακόλουθα:
«55(1) Σε περίπτωση που υπάρχει οποιοσδήποτε ισχυρισμός για κατάχρηση εμπιστοσύνης στη διοίκηση ή διαχείριση βακουφίου, ή όταν οι οδηγίες του Δικαστηρίου θεωρούνται απαραίτητες για τη διοίκηση ή διαχείριση βακουφίου, ο Γενικός Εισαγγελέας, το Υψηλό Συμβούλιο ή οποιοδήποτε μέλος αυτού, ή, με τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα, οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει συμφέρον στην αναφερόμενη περιουσία, δύναται να αποταθεί στο δικαστήριο για διάταγμα -
(α) παύσης οποιουδήποτε Μουτεβελλή
(β) διορισμού νέου Μουτεβελλή
(γ) παραχώρησης οποιασδήποτε περιουσίας σε Μουτεβελλή
(δ) οδηγίες για λογαριασμούς και έρευνες
(ε) δήλωσης ποια αναλογία περιουσίας ή του συμφέροντος σε αυτή, θα διατεθεί σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο σκοπό του βακουφίου
(στ) εξουσιοδότησης πώλησης ή ανταλλαγής του συνόλου ή οποιουδήποτε μέρους της βακούφικης περιουσίας
(ζ) διαταγής εγγραφής ή μεταγραφής βακφιέ
(ζ) διαταγής εγγραφής ή μεταγραφής βακφιέ
(η) διευθέτησης σχεδίου ή
(θ) χορήγησης τέτοιας περαιτέρω ή άλλης θεραπείας που η φύση της περίπτωσης δυνατό να απαιτεί.»
Το Κεφ. 337 προϋπήρχε της εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και διατηρήθηκε σε ισχύ με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 188 του Συντάγματος και του Άρθρου 29 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60), που καθορίζει το εφαρμοζόμενο δίκαιο στην Κύπρο.
Η αιτήτρια, κατ΄επίκληση του Κεφ. 337, υπέβαλε αίτηση βασιζόμενη στα Άρθρα 15, 16, 23, 29, 30, 110 και 188 του Συντάγματος, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Συναφών Πρωτοκόλλων, στον περί Εφκάφ και Βακουφίων Νόμο, Κεφ. 337, άρθρα 55, 62 και 63, στον περί Δικαστηρίων Νόμο, 14/60 (άρθρα 19, 29, 30 και 70) στον περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμο, Κεφ. 224, άρθρο 51, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, στον Περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) Νόμο (Ν. 139/91) και στις συναφείς εξουσίες του Δικαστηρίου.
Με την αίτηση ζητεί όπως διοριστεί καταπιστευματοδόχος (Mutevelli) του βακουφίου της Siddika και Ηatice Hanimlar, καθώς και διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο να διατάσσεται το Κτηματολόγιο να κάμει έρευνα σχετικά με την περιουσία του βακουφίου και διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η εγγραφή και η τοποθέτηση όλης της περιουσίας του βακουφίου στο όνομα της αιτήτριας-εφεσείουσας.
Η τελευταία Mutevelli της περιουσίας ήταν η Naile Halil, γιαγιά της αιτήτριας, που πέθανε το 1968. Από το 1968 τη διαχείριση ανέλαβε το Υψηλό Συμβούλιο του Εβκαφ, χωρίς όμως να δίδει λογαριασμό στους δικαιούχους, σύμφωνα με την αιτήτρια, με αποτέλεσμα η συμπεριφορά αυτή να συνιστά κατάχρηση εμπιστοσύνης στη διοίκηση και διαχείριση του βακουφίου.
Η απαιτούμενη από το Άρθρο 55 του Κεφ. 337 συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα είχε ζητηθεί, αλλά δεν δόθηκε και όταν καταχωρήθηκε, η αίτηση επιδόθηκε στο Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος έφερε ένσταση, με αναφορά στον περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο 139/91 και σχετικές τροποποιήσεις, (που στο εξής θα αναφέρεται ως «ο Νόμος περί Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών»). Με διάφορα επιχειρήματα, ο δικηγόρος της αιτήτριας εισηγήθηκε ότι ο Νόμος Περί Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών δεν έχει σχέση με την αίτηση, αφού ο διορισμός Mutevelli αφορά ιδιότητα διαφορετική και ασυμβίβαστη με εκείνη του Κηδεμόνα και ότι μόνο μουσουλμάνος μπορεί να διοριστεί.
Η θέση αυτή απορρίφθηκε από το συνάδελφό μας πρωτόδικο Δικαστή, ο οποίος ανέλυσε με λεπτομέρεια την αρχή του Δικαίου της Ανάγκης, με αναφορά στη νομολογία, καταλήγοντας πως ο Νόμος Περί Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών αποτελεί μέρος της νομοθεσίας που στηρίζεται στο Δίκαιο της Ανάγκης.
Το Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι ο Κηδεμόνας δεν ενεργεί ως Mutevelli, κατέληξε ως ακολούθως:
«Ενόψει των πιο πάνω, αποφαίνομαι ότι ο διορισμός Μουτεβελλή της συγκεκριμένης βακούφικης περιουσίας θα συνιστούσε υπό τις περιστάσεις πράξη contra legem εφόσον, δυνάμει του ισχύοντος νόμου, η διαχείριση κλπ της βακούφικης περιουσίας, περιλαμβανομένης και της περιουσίας που εδώ ενδιαφέρει, υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών. Το θέμα αυτό, συνάπτεται του θέματος της άρνησης του Γενικού Εισαγγελέα να δώσει τη συγκατάθεσή του για την έναρξη της διαδικασίας διορισμού νέου Μουτεβελλή κλπ με βάση το άρθρο 55 του περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμου Κεφ. 337.»
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας πρόβαλε ενώπιόν μας διάφορα επιχειρήματα, βασιζόμενα κυρίως σε πρόνοιες του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που αφορούν κυρίως το δικαίωμα περιουσίας, τα οποία παραβιάζονται, κατά τον ισχυρισμό του και πρόβαλε, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, το επιχείρημα ότι η υπό κρίση περιουσία δεν μπορεί να έχει περιέλθει υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα, με βάση τη σχετική Νομοθεσία του 1991, ισχυριζόμενος, επιπρόσθετα, ότι η ανάγκη για διαχείριση εγκαταλειφθεισών περιουσιών, σύμφωνα με τη θέση της άλλης πλευράς, υπήρξε αμέσως μετά την τουρκική εισβολή και παρόλο τούτο η νομοθεσία του Κηδεμόνα εφαρμόστηκε πολλά χρόνια αργότερα, ήτοι το 1991. Σημειώνεται επί του προκειμένου, ότι, πριν τη θέσπιση του Νόμου 139/91 και αμέσως μετά την τουρκική εισβολή, το κράτος εξέδιδε διατάγματα επίταξης της εγκαταλειφθείσας τουρκικής περιουσίας, για να την προστατεύσει και να τη διαφυλάξει. (Δέστε και Αλή Κιαμίλ κ.α. ν. Υπουργού Εσωτρικών, Υπ. Αρ. 133/05, ημερ. 29.1.07).
Το θέμα της συνταγματικότητας του Νόμου περί Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών υπήρξε αντικείμενο της Κυπριακής νομολογίας σε αριθμό αποφάσεων. (Α. Χρ. Σολομωνίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2003) 1 ΑΑΔ 1275, Κίτση ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 ΑΑΔ 1077).
Στην υπόθεση Α. Χρ. Σολομωνίδης (πιο πάνω), αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 1282:
«Η πολιτεία, κάτω από τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν με την τουρκική εισβολή, είχε καθήκον να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη διαχείριση και προστασία των εγκαταλειφθεισών τουρκοκυπριακών περιουσιών προς το συμφέρον της κοινωνικής τάξης. Τα μέτρα αυτά σκοπό δεν είχαν τη θέσπιση μόνιμων περιορισμών ή στέρηση των δικαιωμάτων των νομίμων ιδιοκτητών, αλλά την προσωρινή, για όσο χρόνο ήταν αναγκαίο, προστασία και διαχείριση της περιουσίας. Τα δε μέτρα που λήφθηκαν ήταν, κατά την άποψη μας, τα απολύτως αναγκαία και ανάλογα με την κατάσταση που έπρεπε να αντιμετωπισθεί.»
Περαιτέρω, το άρθρο 2 του Νόμου Περί Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών ορίζει τα ακόλουθα:
««τουρκοκυπριακή περιουσία» περιλαμβάνει κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε Τουρκοκύπριο και βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει και τη βακούφικη περιουσία.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μας).
Επίσης, ορίζεται ως «τουρκοκύπριος» τουρκοκύπριος που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του σε ελεγχόμενες από τη Δημοκρατίας περιοχές, όπως η αιτήτρια-εφεσείουσα, που διέμενε πάντοτε στις κατεχόμενες περιοχές.
Συνεπώς, έχοντας υπόψη τα λεχθέντα, καταλήγουμε πως ήταν ορθό το συμπέρασμα και η πρωτόδικη απόφαση πως η επίδικη βακουφική περιουσία υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Είναι ορθή επίσης η θέση, ότι η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να αναλάβει δικαιοδοσία το Δικαστήριο, αλλά το θέμα δεν έχει πλέον ουσιαστική σημασία, αφού αρμοδιότητα έχει τώρα ο Κηδεμόνας και η εφαρμογή του σχετικού Νόμου έχει καταστήσει ανενεργές τις διατάξεις του άρθρου 55 του περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμου, Κεφ. 337.
Τέλος, παραπονείται η εφεσείουσα ότι κακώς το Δικαστήριο τη διέταξε στην πληρωμή των εξόδων, εν όψει του νεοφανούς θέματος της υπόθεσης. Επισημαίνουμε ότι το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια στο θέμα των εξόδων και συνήθως ακολουθεί την αρχή ότι τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντος διαδίκου. Δε θεωρούμε ότι στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο ενέργησε εκτός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας, και δεν νομίζουμε ότι υπήρχε οτιδήποτε το νεοφανές (novel point) σχετικά με τα επιχειρήματα που προωθήθηκαν ενώπιόν μας.
Η έφεση απορρίπτεται και επιδικάζονται έξοδα €2.000 εναντίον της εφεσείουσας.
Π. Δ. Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.